15 Μαΐου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«᾽Ιωσήφ ὁ ἀπό ᾽Αριμαθαίας...τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον καί ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦ» (Μάρκ. 15, 43)

᾽Από τά πρόσωπα πού κυριαρχοῦν στό εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων εἶναι ὁ ᾽Ιωσήφ ὁ ἀπό ᾽Αριμαθαίας, ὁ ὁποῖος προβάλλεται μέ τό κυριαρχικό γνώρισμά του, τῆς τόλμης, μέ τήν ὁποία κατώρθωσε γιά τήν ἐποχή ἐκείνη τό ἀκατόρθωτο: νά πάει στόν Πιλᾶτο καί νά ζητήσει καί νά ἀποκτήσει τό νεκρό σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦ, τό ὁποῖο βεβαίως στή συνέχεια μέ τή βοήθεια καί ἄλλων τό ἐκήδευσε. Συνιστᾶ δέ ἰδίως γιά τή σημερινή ἐποχή ἡ τόλμη του αὐτή κατεξοχήν παράδειγμα καί πρότυπο, ἀφοῦ αὐτό πού διαπιστώνουμε συνήθως, δυστυχῶς στούς περισσοτέρους μας ἤ ἔστω σ᾽ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ μας, εἶναι ἡ ἀτολμία καί ἡ δειλία, καρποί, ἀπ᾽ ὅ,τι θά φανεῖ καί στή συνέχεια, τῆς ἐλλείψεως τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος στή ζωή μας. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἔλλειψη τόλμης ἀποκαλύπτει τήν ὀλιγοπιστία ἤ καί τήν ἀπιστία ἀκόμη πολλῶν ἀπό ἐμᾶς τούς Χριστιανούς καί συνεπῶς ἡ κατάσταση αὐτή καθιστᾶ περισσότερο ἀπό ἀναγκαία τήν ἀναφορά μας στήν τόλμη τοῦ ἁγίου ᾽Ιωσήφ.

Καί κατά πρῶτον: τί εἶναι τόλμη;

Θά μπορούσαμε νά τήν ὁρίσουμε ὡς τήν ψυχική ἐκείνη δύναμη καί διάθεση, πού κινεῖ τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὥστε νά ὑπερνικᾶ τά στηρίγματα καί τίς ἀσφάλειές του, μέχρι μάλιστα τοῦ σημείου πού νά ἀψηφᾶ καί τήν ἴδια του τή ζωή. Βεβαίως, τήν ψυχική αὐτή δύναμη τήν βλέπουμε πολύ συχνά σέ διαφόρους τύπους ἀνθρώπων καί σέ πολλά ἐπίπεδα ζωῆς, ὅπως τό ἐθνικό, τό ἐπαγγελματικό, τό κοινωνικό, ἀλλά ἐμᾶς ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐκείνη ἡ τόλμη πού σχετίζεται μέ τόν Θεό καί συνεπῶς μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ, πού πηγάζει ἀπό τήν πίστη του στόν ᾽Ι. Χριστό καί τήν προσδοκία τῆς Βασιλείας Του, σάν τοῦ ᾽Ιωσήφ «ὅς ἦν προσδεχόμενος καί αὐτός τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. 15, 43). Ὁ χριστιανός δηλαδή ἐξαρτώντας τήν ὕπαρξή του ὄχι ἀπό τή ῾σιγουριά᾽ τῶν αἰσθήσεων καί τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ἀλλά ἀπό τόν μή αἰσθητό καί μή μετρητό, ἄρα καί μή προσφέροντα καί ῾ἀσφάλεια᾽, κατά τά κριτήρια τοῦ κοσμικοῦ ἀνθρώπου, Θεό φανερώνει ὅτι χαρακτηριστικό τῆς ζωῆς του (πρέπει νά) εἶναι ἡ τόλμη καί ἡ ἀνδρεία καί ἡ γενναιότητα.

Τί εἶναι λοιπόν ἐκεῖνο πού τόν κάνει νά ἔχει αὐτήν τήν τόλμη καί νά τήν διακηρύσσει ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο ὅλων τῶν ἀνθρώπων; Ὅπως τό ἐπισημάναμε ἤδη ἀπό τήν ἀρχή: ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν ψυχή του, πού τόν κάνει ὄχι ἁπλῶς νά στηρίζεται στόν Θεό, ἀλλά καί νά εἶναι ἕτοιμος καί ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του νά προσφέρει θυσία σ᾽ Αὐτόν. Διότι βεβαίως τό ἅγιον Πνεῦμα ὡς παντοδύναμος Θεός χορηγεῖ τόλμη καί δύναμη στόν ἄνθρωπο καί συνεπῶς τόν ἀπομακρύνει ἀπό τή δουλεία τῆς δειλίας. «Οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ» (Β´ Τιμ. 1,7) τονίζει ὁ ἀπ. Παῦλος.

Καί πράγματι ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι μία ἐπιβεβαίωση τῆς παραπάνω ἀλήθειας. ῎Ας θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τούς ἀποστόλους πρίν καί μετά τήν Πεντηκοστή. Πρίν τήν Πεντηκοστή ζοῦν φοβισμένοι καί κλεισμένοι στά σπίτια τους «διά τόν φόβον τῶν ᾽Ιουδαίων», κάτι πού προβάλλει ἀκόμη πιό ἔντονα τήν γενναιότητα καί τήν τόλμη τοῦ ᾽Ιωσήφ, ὅπως ἀκόμη βεβαίως καί τῶν μυροφόρων γυναικῶν. Μετά ὅμως τήν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μεταμορφώνονται σέ θαρραλέους κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπιβεβαιώνοντας τή μαρτυρία τους γιά τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου μέ τό μαρτύριό τους. «Οὐ δυνάμεθα ἡμεῖς ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν μή λαλεῖν» (Πρ. ᾽Απ. 4, 20). Τοῦτο ὅμως γίνεται, γιατί ἐνδύθηκαν «τήν ἐξ ὕψους δύναμιν» (Λουκ. 24, 49) καί ὄχι γιατί στηρίχτηκαν στίς δικές τους δυνάμεις. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στήν περίοδο τῶν διωγμῶν, στήν ἐποχή τῶν Πατέρων, ἀλλά καί σέ κάθε ἐποχή, ὅπου ὑπάρχουν συνεπεῖς στήν πίστη τους Χριστιανοί, κληρικοί καί λαϊκοί. ῎Ετσι ὁ Χριστιανός εἶναι τολμηρός ἄνθρωπος, πού διαπνέεται ἀπό γενναιότητα καί ἀνδρεῖο φρόνημα.

Ποιό ὅμως τό πεδίο στό ὁποῖο ἐκφράζεται ἡ τόλμη αὐτή; Πῶς φανερώνεται συγκεκριμένα;

1. Καταρχάς στό ἴδιο τό γεγονός τῆς πίστεως. Γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει στό σημεῖο τῆς ῾γεύσεως᾽ τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰσθητῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα του, θά χρειαστεῖ κι ὁ ἴδιος ν᾽ ἀνταποκριθεῖ στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ νά Τόν ἀκολουθήσει. Διότι στή χριστιανική πίστη προηγεῖται τό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, πού καλεῖ τόν ἄνθρωπο πρός τόν ᾽Ι. Χριστό κι ἀκολουθεῖ ἡ ἀποδοχή Του. «Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν» (᾽Ιωάν. 6, 44). Ἡ ἀποδοχή τῆς κλήσεως αὐτῆς φαίνεται ὅτι εἶναι ἕνα ῾πήδημα στό κενό᾽, ἀφοῦ, ὅπως παρατηρήσαμε καί παραπάνω, ὁ ἄνθρωπος δέν στηρίζεται στήν ἀσφάλεια τῶν αἰσθήσεών του, ἀλλά μόνο στήν κλήση τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό τολμηρό ῾πήδημα᾽ ὅμως εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο πού τό κάνει καί ἡ μεγαλύτερη ἔκπληξη: πέφτει στή θέρμη τῆς ἀγκαλιᾶς τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι ἡ τόλμη τῆς πίστεως φέρνει καί τή μεγαλύτερη δυνατή ἀσφάλεια πού ὑπάρχει στόν κόσμο: τήν ἀσφάλεια τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν;» (Ρωμ. 8, 31).

2. ῎Επειτα ἡ τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ φανερώνεται στή βίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς πορείας δηλαδή πρός αὔξηση τῆς σχέσεώς του μέ τόν Θεό καί τήν ἀπόκτηση περισσοτέρου ἁγίου Πνεύματος. Καί τοῦτο γιατί στήν πορεία του αὐτή ἐναντιώνονται σ᾽ αὐτόν τά πάθη του, οἱ πονηρές πνευματικές δυνάμεις, τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου. «Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα», μαρτυρεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος, «ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (᾽Εφεσ. 6, 12). ῎Ετσι χωρίς τόλμη δέν μπορεῖ νά διεξαχθεῖ αὐτός ὁ πνευματικός ἀγώνας, ὁ ὁποῖος συνίσταται στήν ἀντίσταση ἀπό τόν πιστό τῶν ἐπιθέσεων τοῦ διαβόλου καί στό ἄνοιγμα τῆς ὑπάρξεώς του στόν Θεό. Στόν ἀγώνα βεβαίως αὐτό συμμετέχει καί ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθώς καί ὁ ἀγαθός κόσμος τῶν ἀγγέλων. Διότι μόνος του ὁ Χριστιανός δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε γιά τή σωτηρία του. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (᾽Ιωάν. 15,5). Εἶναι ἀπαραίτητη ὅμως κι ἡ δική του συμμετοχή. Μάλιστα μᾶς ἀναφέρουν οἱ πνευματικοί μας Πατέρες ὅτι ὅταν ὁ διάβολος δεῖ τήν ψυχή νά πολεμᾶ ἐναντίον του μέ τόλμη, ἀπομακρύνεται ἀπό αὐτήν, ἐνῶ ὅταν τήν δεῖ νά δειλιάζει, ἤδη ὁ δρόμος γιά τήν ἅλωσή της εἶναι ἀνοικτός. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ πατέρα τοῦ μοναχισμοῦ ἁγίου ᾽Αντωνίου, ὅπως μᾶς τά παραθέτει ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος στή βιογραφία του: «῎Αν παραμένει γιά πολύ ἡ ψυχή στό φόβο, τότε εἶναι παρόντες ἐκεῖ οἱ ἐχθροί. Διότι οἱ δαίμονες δέν βγάζουν ἀπό τούς ἀνθρώπους τό φόβο...Μᾶλλον, ὅταν δοῦν ἀνθρώπους πού φοβοῦνται, αὐξάνουν τίς φαντασίες, ὥστε νά τούς τρομοκρατοῦν περισσότερο. Καί μετά, ὅταν πιά τούς κατακτήσουν, παίζουν μαζί τους λέγοντας: - Γονατίστε τώρα νά μᾶς προσκυνήσετε... ῎Ας μήν ἀπατώμαστε (λοιπόν) μέ τόν τρόπο αὐτό οὔτε νά φαινώμαστε δειλοί... ᾽Απεναντίας νά νιώθουμε θαρραλέοι καί πάντοτε χαρούμενοι, σάν νά ἔχουμε σωθεῖ. Νά σκεφτώμαστε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας».

3. ᾽Επίσης ἡ τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ φανερώνεται ἀκόμη καί στίς ἴδιες τίς πτώσεις του. Ὁ Χριστιανός πού ἀγωνίζεται στό δρόμο τῆς πνευματικῆς του προκοπῆς, εἶναι πολύ πιθανό ὅτι θά ἔχει καί στιγμές ἀδυναμίας καί πτώσεως. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἅγιος στήν πίστη μας δέν εἶναι ὁ ἀναμάρτητος, ἀλλ᾽ ὁ ἀγωνιστής καί μάλιστα στόν δρόμο τῆς μετάνοιας. Σ᾽ αὐτές τίς στιγμές λοιπόν ἀπαιτεῖται τόλμη γιά νά ξανασταθεῖ στά πόδια του καί νά μήν ἀπελπιστεῖ. Νά μπορεῖ νά στρέψει τό βλέμμα του στόν Οὐρανό, ἐπικαλούμενος τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιά μετάνοια. Σάν τόν νεαρό μοναχό τοῦ Γεροντικοῦ, πού ἀπελπισμένος ἀπό κάποιες πτώσεις του ὁδηγήθηκε στό κελλί ἑνός μεγάλου καί διακριτικοῦ Γέροντα. Κι ὅταν τοῦ ἀνακοίνωσε τήν πτώση στήν ἁμαρτία του, ἐκεῖνος μέ χαρακτηριστική ἁπλότητα τοῦ εἶπε νά σηκωθεῖ. – Μά ξανάπεσα, ψιθύρισε καί πάλι ὁ νεαρός μοναχός. – Καί πάλι νά σηκωθεῖς, τόν παρότρυνε ὁ Γέροντας. Κι αὐτό νά κάνεις, νά βάζεις δηλαδή πάντα ἀρχή μετανοίας, μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς σου. Μόνον νά εὔχεσαι ὁ θάνατος νά σέ εὕρει στή μετάνοια καί ὄχι στήν πτώση. ῞Ωστε τόλμη ἀπαιτεῖται καί στή μετάνοια, γιά νά μπορῶ νά ἐλπίζω στήν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς πτώσεις καί ἁμαρτίες μου.

4. Μά τόλμη χρειάζεται τέλος καί γιά τήν ὁμολογία καί τή μαρτυρία μας ὡς Χριστιανῶν. Εἰδικά στήν ἐποχή μας πού τό κακό ἔχει ἀποθρασυνθεῖ καί παρουσιάζεται ὡς τό φυσιολογικό καί τό κανονικό, ἀπαιτεῖται τόλμη γιά νά εἶναι κανείς συνεπής χριστιανός καί νά δίνει μαρτυρία τῆς πίστεώς του αὐτῆς. Κι ἡ μαρτυρία αὐτή εἶναι καί λόγων, μά κυρίως πρέπει νά εἶναι ζωῆς. Εἶναι ἀνάγκη νά συνειδητοποιήσουμε οἱ Χριστιανοί ὅτι ἡ χλιαρότητα στήν πίστη εἶναι ἡ χειρότερη κατάσταση καί γιά ἐμᾶς, ἀλλά καί γιά τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται γύρω μας. Θά ἔλεγε μάλιστα κανείς ὅτι εἶναι προτιμότερο νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος στρατευμένος ἄθεος παρά ἀδιάφορος, ἀφοῦ ὑπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα στόν πρῶτο νά μεταστραφεῖ ἀπό ὅ,τι στόν δεύτερο. «῎Οφειλες νά εἶσαι ψυχρός ἤ θερμός», μᾶς λέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη. «᾽Αλλ᾽ ἐπειδή εἶσαι χλιαρός, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός, θά σέ ἐμέσω ἀπό τό στόμα μου» (3, 15-16).

ΜΑ, ΛΕΩ ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ!

«Εκείνος που στις συζητήσεις επιθυμεί να επιβάλλει τη γνώμη του, η οποία μπορεί να είναι και ορθή, ας γνωρίζει ότι νοσεί από τη νόσο του διαβόλου, (δηλαδή από την υπερηφάνεια)» (Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. δ΄, 41).

Πολύ συχνά είμαστε εντελώς βέβαιοι για τις απόψεις μας, γιατί τις στηρίζουμε στον ορθό λόγο και στην κοινή αίσθηση του δικαίου, ακόμη και στις παραδόσεις του τόπου μας. Κι ακόμη είμαστε απολύτως βέβαιοι -  βάζουμε και το χέρι μας στη... φωτιά! – για την πίστη μας την ορθόδοξη, γιατί πιστεύουμε στον Σωτήρα μας Ιησού Χριστό και στην αγία Του Εκκλησία. Οπότε, στις περιπτώσεις αυτές δεν κινούμαστε διπλωματικά:  τις απόψεις και την πίστη μας δεν τις διαπραγματευόμαστε. Μάλιστα, όταν μετέχουμε σε συζητήσεις όπου υπάρχουν συνάνθρωποί μας που διαφοροποιούνται από εμάς και ως προς τις απόψεις μας και ως προς την πίστη μας, φαίνεται να δυσανασχετούμε. Μπορεί και να νευριάζουμε και να απορούμε πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι τόσο τυφλοί που δεν βλέπουν τα αυτονόητα. Θεωρούμε λοιπόν αρκούντως δικαιολογημένη την τάση μας ακόμη και να επιβάλουμε (!) τις απόψεις μας και την πίστη μας. Διότι πρέπει και οι άλλοι να... καταλάβουν. Πρέπει να πεισθούν. Πρέπει επιτέλους να σωθούν!

Απαιτείται προσοχή! Ο αρχικός λόγος του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος λειτουργεί καθοδηγητικά. Η παραπάνω νοοτροπία και στάση δείχνει ότι έχουμε μπει σε επικίνδυνα μονοπάτια ψυχοπαθολογίας. Διότι ξεκάθαρα λειτουργεί μέσα μας το φίλαρχο στοιχείο, η τάση για κυριαρχία επί των άλλων, δηλαδή ένας βαθύς εγωισμός και μία κρυμμένη(;) υπερηφάνεια. Που σημαίνει: πάσχουμε από τη νόσο του διαβόλου, αυτήν που έριξε από τους ουρανούς τον πρώτο αρχάγγελο και τον έκανε ακριβώς άρχοντα του σκότους. Κι είναι πολύ ύπουλη αυτή η νόσος, γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση παρουσιάζεται με τον μανδύα του δικαίου και της υπεράσπισης της πατροπαράδοτης πίστης – δεν καταλαβαίνουμε ότι διαιωνίζουμε έτσι τους κατακριμένους και από εμάς σταυροφόρους του Μεσαίωνα, όπως δεν καταλαβαίνουμε την προτροπή του αποστόλου Παύλου ότι «τον αιρετικό άνθρωπο μετά μία και δευτέρα νουθεσία τον αφήνουμε ήσυχο. Γιατί έχει επιλέξει ο ίδιος την αυτοκαταδίκη του».

Το ζητούμενο στη ζωή μας πάντοτε, αν θέλουμε να λεγόμαστε και να είμαστε χριστιανοί, είναι η αγάπη η οποία στηρίζεται στην ταπείνωση -  ό,τι αποτελεί το ήθος του σαρκωμένου Θεού μας. Ο ίδιος ο Θεός μάς καλεί στην ορθή πίστη, αλλά μας αφήνει ελεύθερους εμείς να αποφασίσουμε. «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει!» Δεν είναι παράλογο να ξεπερνάμε τον ίδιο τον Θεό μας, στο όνομα τάχα Εκείνου; Κάθε προσβολή ή καταπίεση του άλλου εκ μέρους μας, έστω και διαφωνούντος και αρνητή, αποτελεί ευθεία προσβολή του Κυρίου. Διότι καταργούμε το μεγαλύτερο δώρο Του στον άνθρωπο, την ελευθερία.

Κι ένα στοιχείο που επιτείνει την παραπάνω αλήθεια είναι αφενός το γεγονός ότι οι όποιες απόψεις σε θέματα της ζωής αυτής, (δεν μιλάμε για τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες του Κυρίου: την αγία Τριάδα και τη θεανθρωπότητά Του), όσο ορθές κι αν είναι, έχουν το στοιχείο της σχετικότητας - τίποτε ανθρώπινο, πλην της αγάπης στον συνάνθρωπο, δεν είναι απόλυτο. Αφετέρου η ίδια η αποκαλυμμένη πίστη μας επιβάλλεται λόγω της αλήθειας που εκφράζει σε κάθε καλοπροαίρετη καρδιά. Η ίδια η αλήθεια εμπερικλείει και τη δύναμη αποδεικτικότητάς της. Η αλήθεια του Θεού ασφαλώς δεν έχει ανάγκη από... δικηγόρους!

14 Μαΐου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ο ΕΝ ΧΙΩ

O άγιος Ισίδωρος ζούσε κατά τους χρόνους του βασιλιά Δεκίου και καταγόταν από την πόλη της Αλεξάνδρειας. Ήταν στρατιωτικός, ανήκοντας στο τάγμα των ετοιμοπόλεμων στρατιωτών. Όταν κάποια στιγμή έφτασε στη νήσο Χίο με στρατιωτικά πλοία, των οποίων ναύαρχος ήταν ο Νουμέριος, κατηγορήθηκε από τον κεντυρίωνα Ιούλιο, ότι σέβεται τον Κύριο Ιησού Χριστό  και δεν λατρεύει τους δικούς τους θεούς. Ο άγιος Ισίδωρος τότε ομολόγησε με δύναμη την πίστη του στον Χριστό, γι᾽ αυτό και ο Νουμέριος, βλέποντας ότι δεν πρόκειται να μεταπειστεί, πρόσταξε να του κόψουν το κεφάλι και έτσι έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου»[1].

Στρατιώτης στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ο άγιος Ισίδωρος, αλλά κυρίως στρατιώτης του Χριστού, έχοντας ως απόλυτο βασιλιά του ακριβώς Αυτόν, που σημαίνει ότι κυρίαρχη αρχή στη ζωή του ήταν το «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ  ἀνθρώποις» (Πρ. Απ. 5, 29). Με άλλα λόγια υπήκουε στους επίγειους νόμους, όταν αυτοί οι νόμοι βεβαίως δεν έρχονταν σε αντίθεση με τον νόμο του Θεού. Κι απόδειξη: μόλις τέθηκε θέμα εκλογής μεταξύ εντολής του ηγεμόνα και του νόμου του Θεού προτίμησε την υπακοή στην πίστη και πρόσφερε τη ζωή του γι᾽ αυτήν, ακολουθώντας τα ίχνη του Διδασκάλου του. Επανειλημμένως ο άγιος ποιητής Θεοφάνης σημειώνει την απόλυτη αυτή προτεραιότητα του Ισιδώρου: «Ακολουθώντας τα ίχνη των παθημάτων του Δεσπότη Χριστού μιμήθηκες τον εκούσιο θάνατό Του, καθώς υπέστης και εσύ με τη θέλησή σου το πάθος για χάρη Του»[2] (ωδή δ´). «Είχες ολόκληρη την έφεση της ψυχής σου προς τον Θεό, που είναι το πιο καθαρό πράγματι από όλα τα αγαθά, αθλοφόρε παμμακάριστε, κι έτσι αμαύρωσες τον πόθο των επιγείων»[3] (ωδή ς´).

Ο άγιος Ισίδωρος έτσι παρουσιάζεται, όπως και όλοι οι άγιοι,  ως αληθινά ακέραιος άνθρωπος, χωρίς να περιπίπτει στη φοβερή κατάσταση της διψυχίας[4], κατά την οποία η ακαταστασία και η ταραχή είναι το μόνιμο γνώρισμα. Δυστυχώς η διψυχία, ως ελλειμματική αναφορά στη μόνη απόλυτη σταθερά που είναι ο Θεός, κλονίζει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, κάνοντάς τον να άγεται και να φέρεται πότε εδώ και πότε εκεί, ως έρμαιο διαφόρων δυνάμεων είτε ανθρωπίνων είτε δαιμονικών, πάντως ξένων προς την αληθινή φύση του,  οπότε στην περίπτωση αυτή σταματά ο άνθρωπος να λειτουργεί ως γνήσιος άνθρωπος. Ο άγιος άνθρωπος, σαν τον Ισίδωρο, είναι γνήσιος και αληθινός άνθρωπος, γιατί είναι σταθερά προσκολημμένος προς τον Δημιουργό του Θεό – «κόλλησα πίσω σου, Δέσποτα»[5] (ωδή ς´) – κάτι που φέρνει την υπέρβαση της αλλοτριωτικής για την ψυχή κατάστασης του φόβου. Ο άγιος δηλαδή δεν φοβάται κανέναν, πλήν του ίδιου του Θεού, ο Οποίος όμως δεν θέλει τον άνθρωπο φοβισμένο, γιατί του αποκαλύπτεται ως ο αγαπημένος Πατέρας του. Ο άγιος Θεοφάνης σημειώνει επ᾽ αυτού: «Συ, Ισίδωρε θεόφρον, φώναζες δυνατά: τον Χριστό φοβάμαι και σέβομαι, τον Οποίο λατρεύω, προσκυνώ και υμνολογώ»[6] (ωδή η´). Είναι ευνόητο έτσι ότι ο άγιος με την ολοκάρδια στροφή του προς τον Χριστό Τον ζούσε στην ύπαρξή του, ιδίως την ώρα του μαρτυρίου του,  με τρόπο που τον φανέρωνε εντελώς δοξαστικά: ως φωτεινός ήλιος. «Το ιλαρό σου πρόσωπο φαινόταν να λάμπει ολόκληρο όπως ο ήλιος, από τη χαρά του μαρτυρίου»[7] (ωδή η´).

Από την άποψη αυτή δεν είναι μόνο η χάρη του Θεού που ενισχύει τον μάρτυρα, για να παραμένει αυτός πάντοτε εν Θεώ, αλλά και η δική του κατάσταση της καρδιάς. Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής γίνεται απολύτως σαφής εν προκειμένω: ο άγιος Ισίδωρος μπόρεσε και έμεινε μέχρι τέλους σταθερός στην ομολογία της πίστεώς του, γιατί είχε άφοβη την καρδιά του, με ορμή στραμμένη προς τον Χριστό. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει με έναν πρωταθλητή, που η καρδιά του έχει την ορμή της νίκης – ποτέ κανείς δεν κερδίζει σε αγώνες με ηττημένο φρόνημα – κατά τον ίδιο τρόπο και στα πνευματικά αγωνίσματα. Πρέπει κανείς να πιστέψει στη νίκη, πολλώ μάλλον όταν ξέρει ότι τον ενισχύει ο ίδιος ο παντοδύναμος Θεός, για να φτάσει στη νίκη. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν[8] Αν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος μπορεί να είναι εναντίον μας; «Έχοντας άφοβη την ορμή της ψυχής σου, ένδοξε, κράτησες σταθερή την ομολογία της πίστεως, με κάθε ευσέβεια»[9] (ωδή γ΄).  


[1] Συναξάρι Μηναίου.

[2] «Ἰχνηλατῶν τά τοῦ Δεσπότου παθήματα, ἐμιμήσω θάνατον ἑκούσιον, τό δι’ αὐτόν θέλων ὑποστάς».

[3] «Ὁλόκληρον πρός Θεόν τήν ἔφεσιν κεκτημένος, ἀθλοφόρε παμμάκαρ, τῶν ἀγαθῶν τό ἀκήρατον ὄντως, τῶν ἐπιγείων τόν πόθον ἠμαύρωσας».

[4] Ιακ. 1, 8: «Ἀνήρ δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ».

[5] «κολλήθην πίσω σου, Δέσποτα».

[6] «Σύ, θεόφρον, τόν Χριστόν, ἀνεβόας, φοβοῦμαι, ὧ λατρεύω, προσκυνῶ τε και μέλπω».

[7] «Ὁλολαμπές ὡς ἥλιος ἱλαρόν σου τό πρόσωπον, τῇ τοῦ μαρτυρίου χαρμονή ἐφαίνετο».

[8] Ρωμ. 8, 31.

[9] «Ἔχων Ἀκατάπληκτον τήν τῆς ψυχῆς ὁρμήν, ἔνδοξε, πανευσεβῶς, τήν ὁμολογίαν ἀρραγῆ διετήρησας».

13 Μαΐου 2021

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΓΛΥΚΕΡΙΑ

«Ἡ ἁγία ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἀντωνίνου καί τοῦ ἡγεμόνα Σαβίνου, στήν Τραϊανούπολη. Ὅταν θυσίαζε λοιπόν ὁ ἡγεμόνας στήν πόλη αὐτή, ἐκείνη, ἀφοῦ σχημάτισε στό μέτωπό της τόν τίμιο σταυρό, ἦλθε πρός τόν ἡγεμόνα λέγοντας ὅτι εἶναι χριστιανή καί δούλη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐνῶ ὁ ἡγεμόνας τή συμβούλευε νά θυσιάσει στούς θεούς του, ἡ ἴδια μπῆκε μέσα στόν εἰδωλολατρικό ναό, προσευχήθηκε καί ἔριψε κάτω στή γῆ τό ἄγαλμα τοῦ Δία καί τό συνέτριψε. Οἱ εἰδωλολάτρες πού βρίσκονταν στόν ναό ἄρχισαν νά τήν πετροβολοῦν, ἀλλά οἱ πέτρες δέν τήν ἔφταναν. Τότε τήν κρέμασαν ἀπό τά μαλλιά καί τήν ἔγδερναν, κι ὕστερα τήν ἔριξαν στή φυλακή μέ τή διαταγή νά μή τῆς δίνουν νερό γιά πολλές ἡμέρες. Στή φυλακή δέχτηκε τροφή ἀπό ἄγγελο Κυρίου καί δέν ἔπαθε κανένα κακό, μέ ἀποτέλεσμα νά μείνει ἔκθαμβος ὁ ἡγεμόνας καί οἱ δικοί του, ἰδίως ὅταν βρῆκαν - ἐνῶ ἦταν καλά ἀσφαλισμένη ἡ φυλακή – πιάτο καί ἄρτους καί γάλα καί νερό. Ἔτσι τήν ἔριξαν μέσα σέ καμίνι φωτιᾶς, τό ὁποῖο ὅμως σβήστηκε, γιατί ἔπεσε ἐξ οὐρανοῦ νερό, ὁπότε ἡ ἁγία ἐξῆλθε ἀβλαβής. Τά βασανιστήρια συνεχίστηκαν: τῆς ἔγδαραν τό κεφάλι μέχρι τό μέτωπο, ἔχοντας τά χέρια καί τά πόδια της δεμένα. Τήν ξανάβαλαν στή φυλακή, ἀφοῦ προηγουμένως ἔστρωσαν τό δάπεδο μέ σκληρά λιθάρια. Ἐκεῖ πάλι Ἄγγελος Κυρίου τήν ἔλυσε ἀπό τά δεσμά της καί τῆς θεράπευσε τό κεφάλι,  κάνοντας τόν δεσμοφύλακα νά μείνει ἔκπληκτος τόσο πού ἀμέσως ὁμολόγησε πίστη στόν Χριστό καί τοῦ κόψανε τό κεφάλι. Ἡ μάρτυς τότε ὁδηγήθηκε στόν ἡγεμόνα καί στή συνέχεια ρίχτηκε στά ἄγρια θηρία, ἀπό τά ὁποῖα ἕνα τήν ἄγγιξε τόσο, ὥστε νά μή φανεῖ οὔτε πληγή οὔτε κανένας μώλωπας, παρά μόνον μία δαγκωματιά. Ἔτσι παρέδωσε τό πνεῦμα στόν Θεό καί κατατέθηκε τό λείψανό της στήν Ἡράκλεια τῆς Θράκης»[1].

Ἡ ἁγία Γλυκερία ἀνήκει στήν ὁμάδα τῶν μαρτύρων γυναικῶν, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζονται ἀπό σφοδρό πόθο γιά τόν Χριστό καί ἀπό γενναιότητα τέτοια πού ἐκπλήσσει κάθε ἀγγελικό καί ἀνθρώπινο νοῦ. Ἕνα ἀπό τά πολλά καί ἐξαίσια τροπάρια τῆς ἑορτῆς της μᾶς δίνει τό πνευματικό βάθος τοῦ μαρτυρίου της, πῶς ὁ Χριστός δηλαδή δέχτηκε τά μαρτύρια πού ὑπέστη καί τί Ἐκεῖνος τῆς παρέσχε ὡς ἀνταπόδομα. «Προσκομίζοντας τά αἵματα τοῦ μαρτυρίου σου στόν Χριστό σάν ἀρώματα καί μύρα, ἀθληφόρε, προσφέρθηκες σ’ Αὐτόν ὡς εὐωδία, πλημμυρίζοντας σέ ὅλους τά ἰάματα»[2] (ὠδή γ΄).

Μυροφόρο θεωρεῖ τήν ἁγία ὁ ἅγιος ὑμνογράφος· ὄχι γιατί προσφέρει στόν Χριστό αἰσθητά ἀρώματα καί μύρα, ἀλλά γιατί προσφέρει τόν ἴδιο της τόν ἑαυτό, πού εἶναι ὅ,τι πολυτιμότερο καί ἀξιοτίμητο ἐνώπιον Ἐκείνου. «Γίνου πιστός ἄχρι θανάτου»[3], ζητάει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν πιστό ἄνθρωπο, ὅπως κι ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος  ἔζησε τήν ἀπόλυτη πιστότητα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατέρα, δίνοντας τή ζωή Του χάριν τῆς ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπο πάνω στόν Σταυρό. «Ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ»[4]. Γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ἡ ἁγία ὡς εὐωδία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, γιατί βρέθηκε ἀπολύτως συντονισμένη μέ τή ζωή τοῦ Κυρίου της, ὅπως ἀντιστοίχως δυστυχῶς ὡς δυσωδία καί βρῶμα εἴμαστε ἐνώπιόν Του ὅταν βρισκόμαστε στόν δρόμο τῆς ἀνυπακοῆς μας πρός Αὐτόν. «Ἀκάθαρτος παρά Κυρίῳ πᾶς παράνομος»[5]. Γι’ αὐτόν τόν λόγο καί τῆς δόθηκαν ἀπό τόν Κύριο τά χαρίσματα τῶν ἰάσεων γιά κάθε ἄνθρωπο πού προστρέχει ἐν πίστει πρός αὐτήν, καί μάλιστα σέ βαθμό «πλημμύρας». «Πλημμυρεῖ τοῖς πᾶσι τά ἰάματα». Σάν τόν ἴδιο τόν Θεό μας, ὁ Ὁποῖος «οὐκ ἐκ μέτρου δίδωσι τό Πνεῦμα»[6] Του.

Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος Γεώργιος ἐπιμελῶς διά πολλῶν ὕμνων ἐπιχειρεῖ νά ἑρμηνεύσει τή βραχώδη σταθερότητα τῆς μάρτυρος: τή βοηθοῦσε ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ[7] (ὠδή α΄)· εἶχε ὀχυρωμένο τόν νοῦ της μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό, πού τήν ἔκανε νά προσβλέπει μόνο στά νοούμενα καί νά περιφρονεῖ τά γεώδη καί ρέοντα[8] (κάθισμα ὄρθρου)· εἶχε σταθερά προσηλωμένο τό βλέμμα μόνον πρός τον Χριστό πού κήρυττε[9] (ὠδή δ΄)· εἶχε ὑπερνικήσει τά πάθη της καί τούς ἀόρατους δαίμονες μέ τούς ἀσκητικούς της ἀγῶνες[10] (ὠδή δ΄). Μία εἰκόνα ὅμως ἀπό τήν ὠδή ε΄ νομίζουμε ὅτι ξεπερνᾶ σέ σύλληψη ὅλες τίς ἄλλες: «Δέχτηκες στή γαστέρα τῆς διάνοιάς σου τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ἔτεκες τό πνεῦμα τῆς σωτήριας ὁμολογίας καί τοῦ μαρτυρίου»[11]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δηλαδή δεχθεῖ στόν νοῦ καί τή διάνοιά του τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, εἶναι σάν νά κυοφορεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα του, πού σημαίνει ὅτι θά ἔλθει ἡ ὥρα νά γεννήσει, νά φανερώσει δηλαδή τήν πίστη του στόν Χριστό καί νά φτάσει καί στήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου τῆς ζωῆς του. Κανείς μέ ἄλλα λόγια δέν μπορεῖ νά γίνει μάρτυρας, ἄν προηγουμένως δέν ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά κάτι τέτοιο, ἄν προηγουμένως δέν ἔχει στήν ὕπαρξή του αἰσθητή τή χάρη τοῦ Θεοῦ. «Ἡμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ», πού λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «οὐ μόνον τό εἰς αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ αὐτοῦ πάσχειν»[12].


[1] Συναξάρι Μηναίου.

[2] «Τά αἵματα Χριστῷ ὥσπερ ἀρώματα, καί μύρα κομίσασα, ἀθληφόρε, εὐωδία προσηνέχθης αὐτῷ, πλημμυροῦσα τοῖς πᾶσι τά ἰάματα»

[3] Ἀποκ. Ἰωάν. 2, 10.

[4] Φιλ.. 2, 8.

[5] Παροιμ. 3, 32.

[6] Ἰωάν. 3, 34.

[7] «Πρός αἰκισμούς, πρός ἀλγηδόνας, πρός μάστιγας πολυειδεῖς ἀπτόητος, Μάρτυς, ἐχώρησας˙ συνεργοῦσαν γάρ εἶχες τοῦ Πνεύματος τήν χάριν καί συναρήγουσαν».

[8] «Τῶν νοουμένων τό τερπνόν προορῶσα, τῶν ὁρωμένων τό ρευστόν παριδοῦσα, ταῖς θεϊκαῖς ὠχύρωσας ἐλπίσι τόν νοῦν».

[9] «Ὅν ἐκήρυττες Κύριον, πρό ὀφθαλμῶν ὁρῶσα, ἀθληφόρε, ὑπερεῖδες πάντα τά τῶν αἰσθήσεων».

[10] «Τῶν παθῶν ἀποκτείνασα τούς ἀοράτους θῆρας, Γλυκερία, ὁρωμένους θῆρας οὐκ ἐδειλίασας».

[11] «Φόβον Θεοῦ ἐν γαστρί διανοίας εἰσδεξαμένη, πνεῦμα σωτηρίου ὁμολογίας καί μαρτυρίου ἔτεκες, γενναιόφρον, παραδόξως στερρῶς ἀθλήσασα καί τάς ἐναντίας ἀρχάς θριαμβεύσασα».

[12] Φιλ. 1, 29.

12 Μαΐου 2021

«Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ», Λόγος τοῦ ἁγίου ᾿Επιφανίου Κύπρου.

 

᾿Αποσπάσματα ἀπό τήν ὁμιλία τοῦ ἁγίου ᾿Επιφανίου Κύπρου μέ θέμα· 

«Τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ Σαββάτῳ» ἤτοι Εἰς τήν Θεόσωμον Ταφήν τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί εἰς τόν ᾿Ιωσήφ τόν ἀπό ᾿Αριμαθαίας, καί εἰς τήν ἐν τῷ ͺ῞Αδη τοῦ Κυρίου κατάβασιν, μετά τό σωτήριον πάθος παραδόξως γεγενημένην.

 «Α. Τί εἶναι αὐτό πού συμβαίνει σήμερα; Μεγάλη σιωπή εἶναι ἁπλωμένη στή γῆ. Μεγάλη σιωπή καί ἠρεμία. Μεγάλη σιωπή γιατί κοιμᾶται ὁ Βασιλιάς. ῾Η γῆ φοβήθηκε καί ἡσύχασε, ἐπειδή ὁ Θεός μέ τό σῶμα κοιμήθηκε καί ἀνέστησε αὐτούς πού κοιμόνταν ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. ῾Ο Θεός μέ τό σῶμα πέθανε, καί τρόμαξε ὁ ῞ᾼδης. ῾Ο Θεός γιά λίγο κοιμήθηκε, καί ἀνέστησε αὐτούς πού βρίσκονταν στόν ῞ᾼδη.

Γ. Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία σ’ αὐτούς πού βρίσκονται στή γῆ καί σ’ αὐτούς πού ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων βρίσκονται κάτω ἀπ’ τή γῆ. Σήμερα ἦλθε ἡ σωτηρία στόν ὁρατό καί ἀόρατο κόσμο. Εἶναι διπλή σήμερα ἡ παρουσία τοῦ Δεσπότη, διπλή ἡ σωτηρία, διπλή ἡ φιλανθρωπία, διπλή ἡ κατάβαση μαζί καί συγκατάβαση, διπλή ἡ ἐπίσκεψη πρός τούς ἀνθρώπους. Κατεβαίνει ὁ Θεός ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ κι ἀπό τή γῆ στά καταχθόνια. ᾿Ανοίγονται οἱ πύλες τοῦ ῞ᾼδη. Γεμίστε μέ ἀγαλλίασι ἐσεῖς πού κοιμᾶσθε ἀπ’ τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, ὑποδεχτεῖτε τό μέγα φῶς ὅσοι κάθεστε στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου. ῎Ερχεται ὁ Δεσπότης ἀνάμεσα στούς δούλους. ῎Ερχεται ὁ Θεός ἀνάμεσα στούς νεκρούς. ῎Ερχεται ἡ ζωή ἀνάμεσα στούς θνητούς. ῎Ερχεται ὁ ἀθῶος ἀνάμεσα στούς ἐνόχους. ῎Ερχεται τό φῶς πού δέν σβήνει ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού βρίσκονται στό σκοτάδι. ῎Ερχεται ὁ ἐλευθερωτής ἀνάμεσα στούς αἰχμαλώτους. ῎Ερχεται Αὐτός πού βρίσκεται πιό πάνω ἀπό τούς οὐρανούς, μεταξύ αὐτῶν πού βρίσκονται κάτω ἀπ’ τή γῆ. ῏Ηλθε ὁ Χριστός στή γῆ καί πιστέψαμε. Κατέβηκε ὁ Χριστός στούς νεκρούς, ἄς κατεβοῦμε μαζί Του κι ἄς δοῦμε τά μυστήρια πού ἔγιναν ἐκεῖ. ῎Ας γνωρίσουμε Αὐτοῦ πού κρύφτηκε -στόν ῞ᾼδη- τά κρυμμένα κάτω ἀπ’ τή γῆ θαυμάσια ἔργα Του. ῎Ας μάθουμε πῶς ἔλαμψε τό κήρυγμα καί στούς κατοίκους τοῦ ῞ᾼδη.

 Δ. Τί συνέβη λοιπόν; Κατεβαίνοντας ὁ Θεός στόν ῞ᾼδη σώζει ὅλους χωρίς ἐξαίρεση; ῎Οχι βέβαια, ἀλλά κι ἐκεῖ σώζει ὅσους πίστεψαν. Χθές εἴδαμε τό ἔργο τῆς σωτηρίας, σήμερα τήν ἐκδήλωση τῆς ἐξουσίας. Χθές εἴδαμε τήν ἀδυναμία, σήμερα τήν κυριαρχία Του. Χθές φάνηκαν τά σημάδια τῆς ἀνθρώπινης φύσης Του, σήμερα τῆς θεϊκῆς φύσης. Χθές Τόν ράπιζαν, σήμερα ραπίζει μέ τήν ἀστραπή τῆς θεότητος τόν χῶρο τοῦ ῞ᾼδη. Χθές Τοῦ ἔβαζαν δεσμά, σήμερα Αὐτός δένει τόν τύραννο - διάβολο μέ ἄλυτα δεσμά. Χθές καταδικαζόταν, σήμερα χαρίζει ἐλευθερία στούς καταδίκους. Χθές Τόν περιγελοῦσαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ Πιλάτου, σήμερα οἱ θυρωροί τοῦ ῞ᾼδη ὅταν Τόν εἶδαν γέμισαν φρίκη.

 ΙΗ. Αὐτός πού ποτέ δέν ἐμφανίστηκε -ὡς Θεός- στούς ἀνθρώπους, πῶς ἐμφανίζεται ὡς ἄνθρωπος καί συγχρόνως ὡς φιλάνθρωπος Θεός; Πῶς ἔγινε ὁρατός ὁ ἀόρατος; Πῶς σαρκώθηκε ὁ ἄυλος; Πῶς ἔπαθε ὁ ἀπαθής; Πῶς ὁ Κριτής στάθηκε στό δικαστήριο; Πῶς ἡ ζωή γεύθηκε τόν θάνατο; Πῶς ὁ ἀχώρητος χώρεσε στόν τάφο; Πῶς κατοικεῖ στό μνῆμα, Αὐτός πού δέν ἐγκατέλειψε τόν κόλπο τοῦ Πατέρα; Πῶς εἰσέρχεται ἀπό τήν πύλη τοῦ σπηλαίου, Αὐτός πού ἄνοιξε τίς πύλες τοῦ Παραδείσου, καί ἐνῶ δέν διέρρηξε τίς πύλες τῆς παρθενίας τῆς Μαρίας, πῶς συνέτριψε τίς πύλες τοῦ ῞ᾼδη; Πῶς, ἐνῶ δέν ἄνοιξε τίς πύλες τοῦ ὑπερώου στήν περίπτωση τοῦ Θωμᾶ, ὅμως ἄνοιξε στούς ἀνθρώπους τίς πύλες τῆς Βασιλείας, καί τίς πύλες τοῦ τάφου καί τίς σφραγίδες τίς ἄφησε νά ἀνοίξουν μόνες τους; Πῶς ὑπολογίζεται μέ τούς νεκρούς, Αὐτός πού εἶναι ἐλεύθερος μεταξύ τῶν νεκρῶν; Πῶς τό φῶς πού ποτέ δέν σβήνει, ἔρχεται στά σκοτεινά καί στή σκιά τοῦ θανάτου; Ποῦ πηγαίνει; Ποῦ πορεύεται Αὐτός πού ὁ θάνατος δέν μπορεῖ νά Τόν κρατήσει; Ποιός εἶναι ὁ λόγος καί ὁ τρόπος κι ὁ σκοπός πού κατεβαίνει στόν ῞ᾼδη; Μήπως κατεβαίνει γιά νά ἀνεβάσει τόν κατάδικο ᾿Αδάμ, τόν σύνδουλό μας; Πραγματικά, πηγαίνει γιά νά ἀναζητήσει τόν πρωτόπλαστο σάν τό χαμένο πρόβατο.

 ῾Οπωσδήποτε θέλει νά ἐπισκεφθεῖ αὐτούς πού βρίσκονται μέσα στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου. ῾Οπωσδήποτε πορεύεται γιά νά ἐλευθερώσει τόν αἰχμάλωτο ᾿Αδάμ καί τή συναιχμάλωτη Εὔα ὁ Θεός καί υἱός τους. 

ΙΘ. ῞Ομως, ἄς κατεβοῦμε μαζί μέ τόν Χριστό, ἄς χορέψουμε μαζί, ἄς σπεύσουμε, ἄς σκιρτήσουμε μαζί, ἄς ἀνυμνήσουμε, ἄς βιαστοῦμε βλέποντας τή συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους, τήν ἀπελευθέρωση τῶν καταδίκων ἐκ μέρους τοῦ ἀγαθοῦ Δεσπότου. Γιατί πορεύεται Αὐτός πού ἀπό τή φύση Του εἶναι φιλάνθρωπος, γιά νά βγάλει -ἀπό τόν ῞ᾼδη- αὐτούς πού εἶναι δέσμιοι ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, μέ πολλή δύναμη καί ἐξουσία, αὐτούς πού βρίσκονται στούς τάφους νεκροί καί τούς κατάπιε τυραννικά ὁ πικρός καί ἀχόρταγος θάνατος καί τούς τυράννησε, ἀφοῦ τούς ἅρπαξε ἀπό τόν Θεό καί τούς μάζεψε ὅλους μαζί.

 Αὐτούς πορεύθηκε ὁ Χριστός νά ἐλευθερώσει καί νά τούς βάλει μαζί μέ τούς ζωντανούς, πού κατοικοῦν στή γῆ. ᾿Εκεῖ βρίσκεται ὁ ᾿Αδάμ, ὁ πρωτόπλαστος καί πρωτογέννητος, καί εἶναι πιό κάτω ἀπό ὅλους τούς καταδίκους. ᾿Εκεῖ εἶναι ὁ ῎Αβελ πού πρῶτος πέθανε στή γῆ, ὁ πρῶτος δίκαιος ποιμένας, τύπος τῆς ἄδικης σφαγῆς τοῦ Ποιμένα Χριστοῦ. ᾿Εκεῖ εἶναι ὁ Νῶε, ὁ τύπος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ κτίστου τῆς μεγάλης κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ ὁποία διέσωσε μέ τό περιστέρι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅλα τά θηριώδη ἔθνη ἀπό τόν κατακλυσμό τῆς ἀσεβείας καί ἔδιωξε ἀπό αὐτήν τόν διάβολο κόρακα. ᾿Εκεῖ εἶναι ὁ ᾿Αβραάμ, ὁ πρόγονος τοῦ Χριστοῦ, ὁ θύτης τοῦ γιοῦ του, πού πρόσφερε στόν Θεό τήν ὑπέροχη θυσία θυσιάζοντας μέ μαχαίρι καί χωρίς μαχαίρι θανατώνοντας καί μή θανατώνοντας τόν γιό του. ᾿Εκεῖ κάτω βρίσκεται ὁ δέσμιος ᾿Ισαάκ, πού τήν παλαιά ἐποχή δέθηκε ἀπό τόν πατέρα γιά τή θυσία, τύπος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς θυσίας Του. ᾿Εκεῖ κάτω καί ὁ ᾿Ιακώβ καταλυπημένος στόν ῞ᾼδη, ὅπως πρίν ἦταν καταλυπημένος ἐπάνω γιά τόν ᾿Ιωσήφ. ᾿Εκεῖ ὁ φυλακισμένος ᾿Ιωσήφ, πού φυλακίστηκε στήν Αἴγυπτο καί προτύπωνε τόν Χριστό ὄντας δεσμώτης καί δεσπότης. ᾿Εκεῖ κάτω στά σκοτεινά ὁ Μωυσῆς, ὅπως ἐπάνω στή γῆ ἦταν βρέφος μέσα στό σκοτεινό καλάθι. ᾿Εκεῖ ὁ Δανιήλ στόν λάκκο τοῦ ῞ᾼδη, ὅπως κάποτε ἐπάνω στή γῆ, μέσα στόν λάκκο τῶν λιονταριῶν. ᾿Εκεῖ ὁ ῾Ιερεμίας στόν λάκκο τοῦ ῞ᾼδη καί τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου, ὅπως κάποτε ἦταν ριγμένος ἀπό τούς συμπατριῶτες του μέσα στόν λάκκο τοῦ βορβόρου. ᾿Εκεῖ μέσα στό κῆτος τοῦ ῞ᾼδη πού δέχεται ὅλον τόν κόσμο βρίσκεται ὁ ᾿Ιωνᾶς, πού εἶναι ὁ τύπος τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ προαιώνιος ᾿Ιωνᾶς πού θά ὑπάρχει καί στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες.

 Κι ἀκόμη ἐκεῖ καί ὁ πρόγονος τοῦ Θεανθρώπου, ὁ Δαβίδ, ἀπό τόν ὁποῖο κατά σάρκα γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καί γιατί λέω γιά τόν Δαβίδ καί τόν ᾿Ιωνᾶ καί τόν Σολομώντα; ᾿Εκεῖ βρισκόταν καί ὁ ἴδιος ὁ μέγας ᾿Ιωάννης, ὁ μεγαλύτερος ἀπό ὅλους τούς προφῆτες, κηρύττοντας στόν ῞ᾼδη σ’ ὅλους ἀπό πρίν τόν Χριστό σάν μέσα ἀπό σκοτεινή μήτρα -ὅπως κάποτε βρέφος μέσα ἀπό τήν κοιλιά τῆς μητέρας του ᾿Ελισάβετ. 

Αὐτός εἶναι διπλός πρόδρομος καί κήρυκας πρός τούς ζωντανούς καί τούς νεκρούς. Αὐτός ἀπό τή φυλακή τοῦ ῾Ηρώδη παραπέμφθηκε -μέ τόν ἀποκεφαλισμό του- στήν πανανθρώπινη φυλακή τοῦ ῞ᾼδη τῶν δικαίων καί ἀδίκων κεκοιμημένων πού βρίσκονταν ἐκεῖ ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων. 

Κ. ᾿Από ἐκεῖ, ἀπ’ τόν ῞ᾼδη, ὅλοι οἱ προφῆτες καί οἱ δίκαιοι μέ θερμές καί συνεχεῖς προσευχές πρός τόν Θεό μέσα ἀπό τήν καρδιά τους, ζητοῦν λύτρωση ἀπό τήν πολύ ὀδυνηρή καί σκοτεινή καί κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου, ζοφερή καί κατασκότεινη νύχτα. Καί ὁ μέν ἕνας ἔλεγε πρός τόν Θεό· «᾿Από τήν κοιλιά τοῦ ῞ᾼδη ἄκουσε τήν κραυγή τῆς φωνῆς μου». Καί ὁ ἄλλος· «Μέσα ἀπ’ τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἔκραξα πρός ᾿Εσένα, Κύριε. Κύριε ἄκουσε μέ προσοχή τή φωνή μου».

 Καί ἄλλος· «Φανέρωσε τό πρόσωπό Σου καί θά σωθοῦμε». Καί ἄλλος· «᾿Εσύ πού κάθεσαι ἐπάνω στόν Χερουβικό θρόνο, ἐμφανίσου». Καί ἄλλος· «Ντύσου τή μεγάλη Σου δύναμη καί ἔλα νά μᾶς σώσεις». Καί ἄλλος· «Κύριε, ἄς μᾶς προφθάσει ἡ εὐσπλαχνία Σου». Καί ἄλλος· «Γλύτωσε τήν ψυχή μου ἀπ’ τόν βαθύτατο ῞ᾼδη». Καί ἄλλος· «Κύριε, βγάλε τήν ψυχή μου ἀπό τόν ῞ᾼδη». Καί ἄλλος· «Κύριε, μή ἐγκαταλείψεις τήν ψυχή μου στόν ῞ᾼδη». Καί ἄλλος· «῎Ας ἀνεβεῖ ἡ ζωή μου ἀπ’ τή φθορά πρός ᾿Εσένα, Κύριε καί Θεέ μου». 

ΚΑ. ῞Ολους αὐτούς ἄκουσε ὁ πολυεύσπλαγχνος Θεός ὁ Χριστός, καί δέν ἔκρινε δίκαιο τό νά ἐκδηλώσει τή φιλανθρωπία Του μόνο πρός αὐτούς πού ζοῦσαν κατά τήν ἐποχή Του ἤ μετά ἀπό αὐτήν, ἀλλά καί πρός ἐκείνους πού πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπησή Του βρίσκονταν στόν ῞ᾼδη καί κάθονταν στό σκοτάδι καί τή σκιά τοῦ θανάτου.

 Καί γι’ αὐτό αὐτούς πού ζοῦσαν ἐπάνω στή γῆ τούς ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός Λόγος μέ τό ἔμψυχο σῶμα, τίς δέ ψυχές πού ἦταν στόν ῞ᾼδη χωρίς σῶμα τίς ἐπισκέφθηκε μέ τήν ἔνθεη κι ἀμόλυντη ψυχή Του· χωρίς τό σῶμα, ὄχι ὅμως καί χωρίς τή Θεότητά Του. 

ΚΒ. Λοιπόν, ἄς τρέξουμε γρήγορα μέ τόν νοῦ κι ἄς βαδίσουμε στόν ῞ᾼδη, γιά νά δοῦμε πῶς ἐκεῖ μέ πανίσχυρη δύναμη νικᾶ ὁλοκληρωτικά τόν τύραννο τῶν σκλαβωμένων ψυχῶν καί πῶς μέ μεγάλη πανστρατιά, μέ τή λάμψη Του αἰχμαλωτίζει χωρίς χέρια τίς ἀθάνατες φάλαγγες τῶν δαιμόνων. Τίς θύρες πού δέν εἶναι θύρες σηκώνει ἀπό τή μέση καί τίς πύλες πού δέν εἶναι ξύλινες τίς σπάζει μέ τό ξύλο τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστός πού εἶναι ἡ θύρα. Καί μέ τά θεϊκά καρφιά συντρίβει καί κομματιάζει τούς αἰώνιους μοχλούς. Καί μέ τά δεσμά τῶν θεϊκῶν χεριῶν Του λειώνει σάν τό κερί τίς ἄλυτες ἁλυσίδες. Καί μέ τή λόγχη πού χτύπησε τή θεϊκή πλευρά Του, διατρυπᾶ τήν ἄσαρκη καρδιά τοῦ τυράννου. ᾿Εκεῖ συνέτριψε τή δύναμη τῶν τόξων του, ὅταν τέντωσε σάν τόξο ἐπάνω στόν Σταυρό τά θεῖα Του χέρια. Γι’ αὐτό, ἄν ἀκολουθήσεις μέ ἡσυχία τόν Χριστό, θά δεῖς τώρα, ποῦ ἔδεσε τόν τύραννο καί ποῦ κρέμασε τό κεφάλι του. Πῶς ἀνέσκαψε τή φυλακή τοῦ ῞ᾼδη καί ἐλευθέρωσε τούς φυλακισμένους. Πῶς πάτησε τό φίδι καί ποῦ κρέμασε τό κεφάλι του. Πῶς ἐλευθέρωσε τόν ᾿Αδάμ καί πῶς ἀνέστησε τήν Εὔα. Πῶς γκρέμισε τόν ἐνδιάμεσο τοῖχο, καί πῶς καταδίκασε τόν δηλητηριώδη δράκοντα, καί πῶς ἔστησε ἀνίκητα τρόπαια. Ποῦ θανάτωσε τόν θάνατο καί πῶς ἔφθειρε τή φθορά καί πῶς ἐπανέφερε τόν ἄνθρωπο στό ἀρχικό του ἀξίωμα. 

ΚΓ. Αὐτός πού χθές ἀπό συγκατάβαση δέν ἤθελε νά Τόν βοηθήσουν οἱ λεγεῶνες τῶν ᾿Αγγέλων, καί ἔλεγε στόν Πέτρο «δέν μπορῶ νά παρακαλέσω τόν Πατέρα μου καί νά μοῦ στείλει γιά συμπαράσταση περισσότερες ἀπό δώδεκα λεγεῶνες ᾿Αγγέλων;», σήμερα κατεβαίνει κάτω στόν ῞ᾼδη καί τόν θάνατο, ὅπως ἁρμόζει σέ Θεό καί σέ Δεσπότη, γιά νά πολεμήσει μέ τόν θάνατό Του τόν τύραννο ὡς ἀρχηγός τῶν ἀθανάτων καί ἀσωμάτων στρατευμάτων καί ἀοράτων ταγμάτων, ὄχι μόνο μέ δώδεκα λεγεῶνες, ἀλλά μέ μύριες μυριάδες καί χίλιες χιλιάδες ᾿Αγγέλων, ᾿Εξουσιῶν, Θρόνων χωρίς θρόνους, ῾Εξαπτερύγων χωρίς φτερά, Πολυομμάτων χωρίς μάτια, οὐρανίων ταγμάτων, τά ὁποῖα ὡς Δεσπότη τους καί Βασιλιά προπέμπουν καί περιβάλλουν καί τιμοῦν, τόν Χριστό. ῎Οχι ὡς σύμμαχοι. Μή γένοιτο! Διότι ὁ παντοδύναμος Χριστός ἀπό ποιά συμμαχία ἔχει ἀνάγκη; ᾿Αλλά τόν συνοδεύουν γιατί αὐτό Τοῦ τό ὀφείλουν καί ἀγαποῦν νά βρίσκονται κοντά στόν Δεσπότη Θεό. Αὐτές οἱ ᾿Αγγελικές τάξεις εἶναι σάν ἔμπιστοι δορυφόροι ὁπλίτες λαμπροί, κρατώντας σκῆπτρα τῆς θείας βασιλικῆς ἐξουσίας τοῦ Κυρίου, καί μόνο στό θεῖο νεῦμα Του τρέχουν νά προλάβουν μέ γρηγοράδα ἡ μιά τήν ἄλλη καί κάνοντας ἔργο καί πράξη τή διαταγή Του. 

Καί εἶναι καταστεφανωμένες μέ τό στεφάνι τῆς νίκης ἐναντίον τῶν παρατάξεων τῶν ἐχθρῶν καί τῶν παρανόμων. Γι’ αὐτό καί κατεβαίνουν τότε στούς δρόμους καί εἶναι μαζί συνοδοιπόροι τοῦ Θεοῦ καί Δεσπότη στά μέρη τοῦ ῞ᾼδη καί τά ὑπόγειά του, πού εἶναι βαθύτερα ἀπ’ ὅλη τή γῆ, καί κατοικητήρια ὑπόγεια τῶν κεκοιμημένων ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, καί ἔρχεται γιά νά τούς βγάλει μέ ἐξουσία αὐτούς τούς ἁλυσοδεμένους.

 ΚΔ. Μόλις, λοιπόν, ἔφτασε στά κατάκλειστα καί ἀνήλια καί κατασκότεινα δεσμωτήρια τοῦ ῞ᾼδη, καί κατοικητήρια καί ὑπόγεια καί σπήλαια, ἡ θεϊκή καί λαμπρότατη παρουσία τοῦ Κυρίου, προχωρεῖ πρίν ἀπό ὅλους ὁ ἀρχιστράτηγος Γαβριήλ, γιατί βέβαια, ὄντας ἀπό συνήθεια ἐκεῖνος πού φέρνει στούς ἀνθρώπους τίς ἀγγελίες τῆς χαρᾶς, μέ δυνατή φωνή, ἀρχαγγελικότατη καί στρατηγικότατη, ἔντονη καί σάν τοῦ λιονταριοῦ, λέει πρός τίς ἐχθρικές - δαιμονικές δυνάμεις· «᾿Ανοῖξτε, ἄρχοντες τίς πύλες σας». Μαζί του φωνάζει κι ὁ Μιχαήλ· «Καί γκρεμιστεῖτε αἰώνιες πύλες». Μετά οἱ Δυνάμεις προσθέτουν· «Φύγετε μακριά παράνομοι θυρωροί». Κι οἱ ᾿Εξουσίες λένε μ’ ὅλη τους τήν ἐξουσία· «Σπάστε ἄλυτες -γιά αἰῶνες- ἁλυσίδες». Καί ἄλλος ῎Αγγελος· «Ντροπή σας, ἀντίθετοι κι ἐχθροί». Καί ἄλλος· «Φοβηθεῖτε, τύραννοι καί παράνομοι, - γι’ αὐτό πού θά πάθετε». 

ΛΑ. Καθώς, λοιπόν, αὐτά ἔτσι γίνονταν στόν ῞ᾼδη καί λέγονταν καί ὅλα θορυβοῦνταν καί σείονταν, καί ὁ Κύριος κόντευε νά φτάσει στά πιό κατώτερα μέρη, ὁ ᾿Αδάμ, αὐτός πού δημιουργήθηκε πρίν ἀπό ὅλους, ὁ πρωτόπλαστος καί πρωτόθνητος, πού βρισκόταν πιό βαθειά ἀπό ὅλους, δεμένος πολύ γερά, ἄκουσε τά βήματα τοῦ Κυρίου, πού ἐρχόταν πρός τούς φυλακισμένους καί ἀναγνώρισε τή φωνή Του καθώς περπατοῦσε μέσα στό δεσμωτήριο. Στράφηκε τότε πρός ὅλους ὅσοι ἦταν μαζί του γιά αἰῶνες δέσμιοι καί τούς εἶπε· ᾿Ακούω τόν ἦχο τῶν βημάτων Κάποιου πού ἔρχεται πρός ἐμᾶς. Καί ἐάν πραγματικά μᾶς ἀξίωσε ᾿Εκεῖνος νά ἔλθει ἐδῶ, τότε ἐμεῖς θά ἐλευθερωθοῦμε ἀπ’ τά δεσμά μας. ᾿Εάν Τόν δοῦμε πραγματικά ἀνάμεσά μας, τότε ἐμεῖς θά σωθοῦμε ἀπό τόν ῞ᾼδη.

 ΛΒ. Καί καθώς ὁ ᾿Αδάμ αὐτά καί ἄλλα σάν αὐτά ἔλεγε πρός ὅλους τούς συγκαταδίκους του, μπαίνει ὁ Κύριος κρατώντας τό νικηφόρο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ. Μόλις Τόν εἶδε ὁ πρωτόπλαστος ᾿Αδάμ, χτύπησε τό στῆθος του γεμάτος ἔκπληξη καί φώναξε μέ δυνατή φωνή πρός ὅλους λέγοντας· «῾Ο Κύριός μου ἄς εἶναι μαζί μέ ὅλους». Καί ἀποκρίθηκε ὁ Χριστός καί εἶπε στόν ᾿Αδάμ· «῎Ας εἶναι μαζί καί μέ τό δικό σου πνεῦμα». Καί τόν πιάνει ἀπό τό χέρι καί τόν σηκώνει καί τοῦ λέει· «Σήκω ἐσύ πού κοιμᾶσαι καί ἀναστήσου ἀπό τούς νεκρούς, καί θά σέ φωτίσει ὁ Χριστός». ᾿Εγώ, ὁ Θεός σου, πού γιά χάρη σου ἔγινα γιός σου, πού γιά χάρη σου καί σ᾿ αὐτούς πού κατάγονται ἀπό ἐσένα λέω τώρα, δίνοντάς τους μέ τήν ἐξουσία μου τήν ἐλευθερία ἀπ’ τά δεσμά τους· Βγεῖτε ἔξω. Καί σ’ ὅσους βρίσκονται στό σκοτάδι λέω· Λάβετε φῶς. Καί στούς κεκοιμημένους λέω· ᾿Αναστηθεῖτε.

 Καί ἐσένα, ᾿Αδάμ, προστάζω· Σήκω ἐσύ πού κοιμᾶσαι, γιατί δέν σέ δημιούργησα γι’ αὐτό, γιά νά μένεις δηλαδή φυλακισμένος στόν ῞ᾼδη. ᾿Αναστήσου ἀπό τούς νεκρούς. ᾿Εγώ εἶμαι ἡ ζωή τῶν νεκρῶν. ᾿Αναστήσου δικό μου πλάσμα, ἀναστήσου ἐσύ ἡ δική μου μορφή πού σέ δημιούργησα σύμφωνα μέ τή δική μου εἰκόνα. Σήκω νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Γιατί ἐσύ εἶσαι μέσα σέ μένα καί ἐγώ μέσα σ’ ἐσένα. ᾿Εγώ ὡς ἄνθρωπος κι ἐσύ ἔχουμε τήν αὐτή φύση. Γιά χάρη σου ἐγώ ὁ Θεός σου ἔγινα γιός σου. Γιά χάρη σου ἐγώ ὁ Δεσπότης ἔλαβα τή δική σου μορφή τοῦ δούλου. Γιά χάρη σου ἐγώ πού βρίσκομαι ὑψηλότερα ἀπό τούς οὐρανούς, ἦλθα ἐπάνω στή γῆ καί κατέβηκα πιό κάτω ἀπό τή γῆ. Γιά σένα τόν ἄνθρωπο ἔγινα σάν ἀβοήθητος ἄνθρωπος ἀφημένος ἀνάμεσα στούς νεκρούς. Γιά σένα πού βγῆκες μέσα ἀπ’ τόν κῆπο -τῆς ᾿Εδέμ-, παραδόθηκα στούς ᾿Ιουδαίους μέσα στόν κῆπο -τῆς Γεθσημανῆ- καί μέσ᾿ στόν κῆπο σταυρώθηκα. ΛΓ. Δές στό πρόσωπό μου τά φτυσίματα, πού δέχτηκα γιά χάρη σου, γιά νά σέ ἀποκαταστήσω ὅπως ἤσουν ὅταν σοῦ εἶχα δώσει τό ἐμφύσημά μου. Δές τά ραπίσματα πού δέχτηκα στά σαγόνια μου, πού τά καταδέχτηκα γιά νά ἐπαναφέρω τήν ἀλλοιωμένη μορφή σου στό κατ’ εἰκόνα μου. Δές στή ράχη μου τό μαστίγωμα πού τό καταδέχτηκα γιά νά διαλύσω τό φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν σου πού εἶχες ἐπάνω στήν πλάτη σου. Δές τά καρφωμένα μου χέρια πού καλῶς τά ἅπλωσα ἐπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ γιά σένα πού κακῶς ἅπλωσες τά χέρια σου στό ἀπαγορευμένο ξύλο - δέντρο. Δές τά πόδια μου πού τρυπήθηκαν καί καρφώθηκαν στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ, γιατί τά δικά σου πόδια κακῶς ἔτρεξαν πρός τό δέντρο τῆς παρακοῆς τήν ἕκτη ἡμέρα κατά τήν ὁποία βγῆκε ἐναντίον σου ἡ καταδικαστική ἀπόφαση, καί πάλι κατὰ τήν ἕκτη ἡμέρα ἐργάζομαι γιά τήν ἀνάπλασή σου καί γιά τό ἄνοιγμα τοῦ παραδείσου.

 ΛΔ. Γεύθηκα γιά χάρη σου τή χολή γιά νά σοῦ θεραπεύσω τήν πικρή ἡδονή πού γεύθηκες ἀπό τόν γλυκό ἐκεῖνο καρπό. Γεύθηκα τό ξύδι, γιά νά καταργήσω ἀπό ἐσένα τό δριμύ κι ἀφύσικο ποτήριο τοῦ θανάτου. Δέχτηκα τόν σπόγγο γιά νά σβήσω τό χειρόγραφο πού ἔγραφε τίς ἁμαρτίες σου. Δέχτηκα τό καλάμι, γιά νά ὑπογράψω τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. ῞Υπνωσα ἐπάνω στόν Σταυρό καί τρυπήθηκα μέ λόγχη στήν πλευρά, γιά σένα πού σέ ὕπνωσα στόν Παράδεισο καί ἔβγαλα ἀπό τήν πλευρά σου τήν Εὔα. ῾Η δική μου πλευρά θεράπευσε τόν πόνο τῆς πλευρᾶς σου. ῾Ο δικός μου ὕπνος θά σέ βγάλει ἔξω ἀπό τόν ὕπνο σου στόν ῞ᾼδη. ῾Η λόγχη πού μέ τρύπησε σταμάτησε τή ρομφαία πού στρεφόταν ἐναντίον σου. 

ΛΕ. Σήκω, λοιπόν, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ. Σέ ἔβγαλε ὁ ἐχθρός ἀπό τόν γήινο Παράδεισο. Σέ ἀποκαθιστῶ, ὄχι πλέον στόν Παράδεισο, ἀλλά σέ οὐράνιο θρόνο. Σέ ἐμπόδισα νά φᾶς ἀπό τό τυπικό δέντρο τῆς ζωῆς, τώρα ὅμως ἑνώθηκα μαζί σου ἐγώ πού εἶμαι ἡ Ζωή. Διέταξα τά Χερουβίμ νά σέ φρουροῦν σάν δοῦλο. Τώρα κάνω τά Χερουβίμ νά σέ προσκυνήσουν ὡς θεό. Κρύφτηκες τότε ἀπό τόν Θεό γιατί ἤσουν γυμνός, νά ὅμως τώρα πού ἔκρυψες μέσα σου γυμνό τόν Θεό. Ντύθηκες τόν δερμάτινο χιτώνα τῆς ντροπῆς, ἀλλά ἐγώ ὄντας Θεός ντύθηκα τόν ματωμένο χιτώνα τῆς σάρκας. 

Γι’ αὐτό σηκωθεῖτε, ἄς φύγουμε ἀπό ἐδῶ, ἀπό τόν θάνατο στή ζωή, ἀπό τή φθορά στήν ἀφθαρσία, ἀπό τό σκοτάδι στό αἰώνιο φῶς. Σηκωθεῖτε, νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ, ἀπό τήν ὀδύνη στήν εὐφροσύνη, ἀπό τή δουλεία στήν ἐλευθερία, ἀπό τή φυλακή στήν ἄνω ῾Ιερουσαλήμ, ἀπό τά δεσμά στήν ἄνεση, ἀπό τή σκλαβιά στήν τρυφή τοῦ Παραδείσου, ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. 

ΛΣΤ. Γι’ αὐτόν τόν σκοπό πέθανα καί ἀναστήθηκα, γιά νά γίνω Κύριος νεκρῶν καί ζωντανῶν. Σηκωθεῖτε, νά φύγουμε ἀπό ἐδῶ, διότι ὁ οὐράνιος Πατέρας μου περιμένει τό χαμένο πρόβατο. Τά ἐννενήντα ἐννιά πρόβατα τῶν ᾿Αγγέλων περιμένουν τόν σύνδουλό τους ᾿Αδάμ πότε νά ἀναστηθεῖ, καί πότε νά ἀνέβει, καί πότε νά ἐπιστρέψει πρός τόν Θεό. ῾Ο Χερουβικός θρόνος ἔχει ἑτοιμαστεῖ. Αὐτοί πού θά σᾶς ἀνεβάσουν εἶναι γρήγοροι καί βιάζονται. ῾Ο χῶρος τοῦ γάμου ἔχει προετοιμαστεῖ. Τό δεῖπνο εἶναι στρωμένο. Οἱ αἰώνιες σκηνές καί οἱ τόποι διαμονῆς εἶναι ἕτοιμοι.

 ῎Εχουν ἀνοιχτεῖ οἱ θησαυροί τῶν ἀγαθῶν, ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν πρίν ἀπό αἰῶνες. Τά ἀγαθά πού περιμένουν τόν ἄνθρωπο δέν τά ἔχει δεῖ μέχρι τώρα μάτι καί αὐτιά δέν ἄκουσαν γι’ αὐτά, καί δέν τά ἔβαλε νοῦς ἀνθρώπου. 

ΛΖ. Αὐτά καί ἄλλα σάν αὐτά εἶπε ὁ Κύριος. Καί ἀνασταίνεται ὁ Χριστός καί ὁ ἑνωμένος μαζί Του ᾿Αδάμ κι ἀνασταίνεται μαζί καί ἡ Εὔα. ᾿Αναστήθηκαν καί πολλά ἄλλα σώματα δικαίων πού εἶχαν πεθάνει ἀπό τήν ἀρχή τῶν αἰώνων, κηρύττοντας τήν τριήμερη ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, τήν ὁποία, οἱ πιστοί ἄς τήν ὑποδεχτοῦμε κι ἄς τή δοῦμε κι ἄς τήν ἀγκαλιάσουμε, χορεύοντας μαζί μέ τούς ᾿Αγγέλους καί γιορτάζοντας μαζί μέ τούς ᾿Ασωμάτους καί δοξάζοντας μαζί τους τόν Χριστό πού μᾶς ἀνέστησε ἀπό τή φθορά καί μᾶς ζωοποίησε. 

Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη, μαζί μέ τόν χωρίς ἀρχή Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ἀγαθό καί ζωοποιό Πνεῦμα Του, τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀτέλειωτους αἰῶνες. ᾿Αμήν».