04 Ιουνίου 2021

4 ΙΟΥΝΙΟΥ: ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ

Πρέπει να δηλώσουμε απαρχής την επιφύλαξή μας: οι ημέρες που διεθνώς από τον Ο.Η.Ε. αφιερώνονται σε άξια μνήμης γεγονότα ή σε κάποιες κοινωνικές αξίες ναι μεν μπορεί να είναι αξιέπαινη ενέργεια, γιατί δείχνει ευαισθησία συνήθως για κακώς κείμενα στον πλανήτη μας, αλλά πέραν τούτο ουδέν – πάντοτε η «ημέρα» θα μένει στο επίπεδο της ευχής και όχι της ώθησης για ουσιαστικές αλλαγές. Κι όταν μάλιστα η αφιέρωση είναι για ό,τι θεωρείται παγκοσμίως ως το ιερότερο και ευγενέστερο υπάρχει: τα παιδιά, την ελπίδα του κόσμου, τη συνέχεια της ζωής, θα πρέπει άραγε να καθιστούμε αυτό ημέρα μνήμης; Δεν είναι αυτονόητο να προστατεύουμε τα παιδιά, να τα καθοδηγούμε ορθά, να τα σεβόμαστε, όπως προσέχουμε ένα μικρό κλαράκι για να γίνει δένδρο;

Βρισκόμαστε όμως σ’ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία, που δυστυχώς τα αυτονόητα δεν είναι καθόλου αυτονόητα. Η αμαρτία ως διαγραφή ή περιθωριοποίηση Χριστού του Θεού από τη ζωή του ανθρώπου αλλοιώνει την ψυχή και την καρδιά του, διαστρεβλώνει τη σκέψη του, τον κρατά στο σκοτάδι της άγνοιας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να έχει σαφή προσανατολισμό – ο άνθρωπος της αμαρτίας, έστω και θεωρούμενος χριστιανός, είναι άνθρωπος χαμένος, «δίχως ταυτότητα πια». Οπότε με τι φως μέσα του, όταν ο νους του είναι τυφλός, μπορεί να δει την αξία που έχει ο άνθρωπος, τη χάρη που περικλείει ένα παιδί, την αποτύπωση του Δημιουργού μέσα σε όλη τη δημιουργία, ακόμη και στο παραμικρότερο χορταράκι; Με ισοπεδωμένες για όλους και όλα αντιλήψεις, με μόνο κίνητρο τα πάθη του, ο άνθρωπος της πονηρίας και αμαρτίας το μόνο που  επιζητεί είναι να κυριαρχεί, να απομυζά τα πάντα προς το συμφέρον του, να αποφεύγει κάθε τι που τον θέτει ίσως σε κίνδυνο. Φοβισμένος και ανασφαλής λειτουργεί ως το θηρίο που πρέπει να επιζήσει κατασπαράσσοντας κάθε πραγματικό ή υποτιθέμενο εχθρό. Ο ψαλμωδός το έχει επισημάνει προ πολλού: «Ο άνθρωπος της αμαρτίας έγινε όμοιος με τα ανόητα κτήνη ακολουθώντας τη δική τους ζωή».

Πού το μεγαλείο ζωής ενός αληθινά πιστού χριστιανού, αλλά ακόμη σ’ έναν βαθμό και καλοπροαίρετου αναζητητή της αλήθειας οποιασδήποτε θρησκείας με ευαίσθητη καρδιά, που το φως του Θεού έχει πλημμυρίσει την ύπαρξή του, ώστε να μπορεί να το διακρίνει σε όλες τις διαστάσεις όπως είπαμε της δημιουργίας; «Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως» μάς λέει διαρκώς ο λόγος του Θεού – φωτισμένοι από τον Θεό μπορούμε και βλέπουμε παντού το φως Του. Οπότε ο πιστός βλέπει τον εαυτό του και τον συνάνθρωπό του όχι επίπεδα, όχι ως αντικείμενα των παθών του, αλλά στο βάθος της αλήθειας τους: ως εικόνες του Θεού που αντανακλούν το μεγαλείο Εκείνου, συνεπώς μ’ έναν σεβασμό που έχει χαρακτήρα θεϊκό. Το ίδιο στέκεται σεβαστικά κι απέναντι στη φύση, γιατί διαβλέπει και πάλι τις ενέργειες του Τριαδικού Θεού – «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» αναγγέλλει εξίσου ο προφήτης του Θεού. Και το αποκορύφωμα: στέκεται με δέος, με ευλάβεια, σαν να πατά σε έδαφος ιερό, απέναντι στο παιδί, στη νέα ύπαρξη που συνιστά το «ναι» του Θεού για τη συνέχεια της Δημιουργίας Του. Ο ίδιος ο Κύριος μάς έμαθε τη στάση αυτή: «αφήστε τα παιδιά να έρθουν κοντά μου. Γιατί σ’ αυτά ανήκει η Βασιλεία του Θεού». Κι αλλού: «Εάν δεν στραφείτε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν πρόκειται ποτέ να μπείτε στη Βασιλεία του Θεού». Ποιος μεγαλύτερος και σπουδαιότερος ύμνος εξαγγέλθηκε ποτέ για τα παιδιά από ό,τι είπε ο ίδιος ο Δημιουργός του κόσμου και του ανθρώπου; Και βεβαίως ο Κύριος δεν επαίνεσε τα παιδιά απλώς ως παιδιά, αλλά γι’ αυτό που εκφράζουν και ζουν στην ψυχή τους: την αθωότητα και την έλλειψη της πονηρίας, δηλαδή την καθαρή καρδιά τους που μπορεί να αναπαύει τον ίδιο τον Θεό.

Από τη μια λοιπόν ο άνθρωπος της αμαρτίας που τυφλωμένος όχι μόνο δεν βλέπει το μεγαλείο του παιδιού, αλλά το καταδυναστεύει, το εκβιάζει, το χρησιμοποιεί κατά το συμφέρον του – ό,τι φανερώνει την ουσία  της διαστροφής που έχει ως γνώρισμα την εκμετάλλευση του αδύναμου και απροστάτευτου. Κι από την άλλη ο άνθρωπος της πίστεως που αγωνίζεται να αγαπήσει και να σεβαστεί τη χάρη του Θεού, κατεξοχήν ενεργοποιημένη στην καθαρή καρδιά ενός παιδιού και κάθε ανθρώπου που θέλει να μείνει στην ψυχή παιδί, του αγίου.

Και επιλέγουμε έτσι: δεν μπορεί κανείς να διαφοροποιήσει και να ξεχωρίσει την ορθή στάση σεβασμού απέναντι στα παιδιά από τη στάση σεβασμού απέναντι σε κάθε συνάνθρωπό του. Δηλαδή, δεν μπορεί άνθρωπος που δεν σέβεται γενικά τον συνάνθρωπό του, και μάλιστα τον αδύναμο θεωρούμενο όποιος κι αν είναι αυτός, να σεβαστεί μεμονωμένα και «εξειδικευμένα» ένα παιδί. Ο εκμεταλλευτής του όποιου αδύνατου παραμένει εκμεταλλευτής κατεξοχήν του πιο αδύνατου, που είναι το παιδί. Ο Χριστός μπορούσε να αγαπά με απόλυτο τρόπο τα παιδιά, γιατί αγαπούσε με απόλυτο τρόπο και κάθε άνθρωπο.  

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

«Παρά τό φρέαρ Χριστός τήν Σαμαρεῖτιν, εὑρών ἐξῃτήσατο ὕδωρ πιεῖν ἐξ αὐτῆς, διψῶν τήν ταύτης διόρθωσιν καί σωτηρίαν, ὅ καί ἐγνώσθη ἔργοις πληρούμενον...» (στιχ. εσπ. εορτής).

(Αφού βρήκε ο Χριστός την Σαμαρείτιδα δίπλα στο φρέαρ του Ιακώβ, ζήτησε να πιει νερό από αυτήν, επειδή διψούσε τη διόρθωση και τη σωτηρία της, κάτι που φάνηκε να εκπληρώνεται στην πράξη).

Η Εκκλησία μας διά της υμνολογίας της μάς προσφέρει όλον τον πλούτο των ενεργειών του Κυρίου σε κάθε γεγονός της επίγειας ζωής Του, όπως εν προκειμένω στην κλήση σωτηρίας της Σαμαρείτιδος γυναίκας. Ο Κύριος βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο του απολυτρωτικού Του έργου στη Σαμάρεια, μία περιοχή που κάποιο καιρό πριν Τον είχε απορρίψει και μάλιστα με πολύ έντονο προσβλητικό τρόπο: φύγε από την περιοχή μας∙ δεν Σε θέλουμε∙ είσαι ανεπιθύμητος! Κι ενώ η αντίδραση των Σαμαρειτών τότε προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση των μαθητών Του, τόσο που ευχήθηκαν να πέσει φωτιά να τους κάψει!, ο Κύριος απλώς τους παρέκαμψε, σεβόμενος εν αγάπη την επιθυμία τους και ελέγχοντας τους μαθητές Του για την άγνοια της σημασίας να είναι μαθητές Του – «οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματός ἐστε». Ο Κύριος όμως ως παντογνώστης ήξερε τι θα επακολουθήσει: την πρώτη φορά δεν είχε έλθει η «ὥρα» των Σαμαρειτών – η επίσκεψή Του σ’ αυτούς είχε περισσότερο παιδαγωγικό χαρακτήρα για χάρη των μαθητών Του. Τώρα όμως, τη δεύτερη φορά, έρχεται, γιατί η καρδιά τους ήταν έτοιμη. Και φάνηκε τούτο από την «εκπρόσωπό» τους, τη Σαμαρείτιδα γυναίκα, που εξωτερικά φαινόταν άσωτη και αμαρτωλή, μέσα της όμως αποδεικνυόταν «σώφρων», γιατί διψούσε για την αλήθεια - «πίστει ἐλθοῦσα ἐν τῷ φρέατι ἡ Σαμαρεῖτις» σημειώνει το κοντάκιο της εορτής.  Κι η δίψα της αυτή επιβραβεύτηκε: την «δίψασε» ο ίδιος ο Λυτρωτής του κόσμου.

Αυτό είναι το αποτέλεσμα της αναζήτησης του ανθρώπου να βρει την αλήθεια: βρίσκει την πηγή της Αλήθειας να έρχεται προς συνάντησή του και να τον κάνει πηγή κι αυτόν, δεύτερη πηγή που αφενός ξεδιψά τα τρίσβαθα της δικής του ύπαρξής και αφετέρου ξεδιψά και κάθε άλλον άνθρωπο που βρίσκεται στη δική του πια πορεία. Η Σαμαρείτιδα αποτελεί ένα από τα κλασικότερα παραδείγματα: η ίδια ήπιε και ξεδίψασε κι έγινε στη συνέχεια ισαπόστολος και μεγαλομάρτυς, βοηθώντας πλήθος συνανθρώπων της να βρει τον δρόμο που συναντά κανείς τον Δημιουργό του.

Να με διψάει ο Θεός μου, να θέλει δηλαδή τη διόρθωση και τη σωτηρία μου αλλά με τρόπο που δείχνει τον πόθο Του και το βάθος της αγάπης Του για μένα, είναι εκείνο που κατανύσσει την ψυχή του κάθε ανθρώπου, όσο σκληρόκαρδος κι αν παρουσιάζεται στη ζωή του. Αλλά αυτό είναι το πρόβλημα των περισσοτέρων μας: εγκλωβισμένοι στον εγωισμό μας, αδυνατούμε να φανταστούμε το «αδιανόητο», ότι έχουμε ένα Θεό, τον αληθινό Τριαδικό Θεό, που όχι απλώς υπάρχει – τι να το κάνει κανείς αυτό; - αλλά κινείται διαρκώς με μία κένωση του εαυτού Του για να μας προσλάβει μέσα Του και να μας κάνει μετόχους της δικής Του ζωής και μακαριότητας. Γιατί; Διότι ο Ίδιος είναι αγάπη κι εμείς, πολλαπλασίως σε σχέση με τα άλλα αγαπημένα κι αυτά δημιουργήματά Του, είμαστε δικές Του εικόνες, στο πρόσωπο των οποίων θέλησε να «επαναλάβει» τον εαυτό Του.

Μας διψάει λοιπόν και μας καλεί και μας παρακαλεί να Τον διψάσουμε κι εμείς. Με σκοπό να γίνουμε ένα μαζί Του, βρίσκοντας τον «τόπο» της καταπαύσεώς μας. Πλασμένοι για τον Θεό, μόνον στον Θεό αναπαυόμαστε. Και τι δείχνει η πορεία Του; Πάνω στον Σταυρό, πριν το «τετέλεσται», την κραυγή «διψῶ» φωνάζει. Διψά τη σωτηρία των αγαπημένων Του πεθαίνοντας γι’ αυτούς – το αίμα Του έκτοτε θα αποτελεί την πηγή που θα ξεπλένει τη συνείδησή μας και μαζί με το σώμα Του θα τρέφει την ταλαιπωρημένη ύπαρξή μας. Αλλά και θα δείχνει ότι και οι πιστοί Του σ’ όλες τις εποχές διψώντας Τον θα διψούν εν αγάπη και τους συνανθρώπους τους, ανεβασμένοι πάνω σε σταυρό πάντοτε γι’ αυτούς. Ο Κύριος μάς το έδειξε με απόλυτα σαφή τρόπο: διψάς τον άλλον, τον αγαπάς δηλαδή αληθινά, όταν είσαι σε ετοιμότητα θυσίας για χάρη του.  

03 Ιουνίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΙΛΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλιᾶ Αὐρηλιανοῦ. Πρίν γίνει χριστιανός ὑπῆρξε ἱερέας τῶν εἰδώλων, ἦταν προχωρημένης ἡλικίας μέ ἄσπρα μαλλιά καί γένια, ἐνῶ κατοικοῦσε ὄχι μακριά ἀπό τήν πόλη τῆς Νικομήδειας. Πίστεψε ὅμως στόν Χριστό, γι᾽ αὐτό καί ὁδηγήθηκε στόν ἄρχοντα Λιβάνιο, ὁ ὁποῖος ἐπειδή ὁ ἅγιος δέν πείσθηκε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό καί νά ἐπανέλθει στήν προτέρα θρησκεία του, ἔδωσε ἐντολή νά σπάσουν τά σαγόνια του, νά κτυπηθεῖ μέ ράβδους καί νά κρεμαστεῖ ἀνάποδα. ῎Επειτα ρίχτηκε στήν φυλακή, ὅπου ἐκεῖ βρῆκε τέσσερα παιδιά πού ἐπίσης ἦταν φυλακισμένα γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μαζί μέ αὐτά ὁδηγεῖται καί πάλι στόν ἄρχοντα. ᾽Επειδή ἐπέμενε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τόν ἔβαλαν μαζί μέ τά παιδιά σέ κάμινο πυρός. ῞Ομως ἦλθε βροχή ἀπό τόν οὐρανό καί ἔσβησε τήν φλόγα, ὁπότε βγῆκαν ὅλοι ἀβλαβεῖς. Τότε ὁ κόμης πρόσταξε νά ὁδηγηθοῦν στό Βυζάντιο, κι ἐκεῖ τῶν μέν παιδιῶν ἔκοψαν τά κεφάλια, τόν δέ ἅγιο Λουκιλλιανό τόν σταύρωσαν. Στόν σταυρό παρέθεσε τήν ψυχή του στόν Θεό, ἐνῶ παρευρισκόταν καί ἡ ἁγία παρθένος Παύλα, ἡ ὁποία ὅσο ἀκόμη ζοῦσε ὁ ἅγιος φρόντιζε τίς πληγές του, ὅταν ὅμως τελειώθηκε μάζεψε τά λείψανα τῶν ἁγίων. ῾Η Παύλα ἦταν πιστή γυναίκα ἀπό τούς γονεῖς της κι ἔκανε αὐτό τό ἔργο: πήγαινε στίς φυλακές καί περιποιεῖτο αὐτούς πού ἔπασχαν ὑπέρ Χριστοῦ, τούς γιάτρευε καί τούς ἔτρεφε.

Συνελήφθη ὅμως κι αὐτή καί ὁδηγήθηκε πρός τόν κόμη. ᾽Επειδή βεβαίως δέν πείσθηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, πρῶτον μέν τήν γύμνωσαν, ἔπειτα τήν κτύπησαν μέ ἱμάντες κι ὕστερα μέ ράβδους. Τό σῶμα της ἀπό τά κτυπήματα ἔγινε μιά πληγή, ἀλλά μέ τήν φροντίδα ἀγγέλου ἀποκαταστάθηκε ὑγιής καί πῆρε θάρρος γιά τό μαρτύριο. Πάλι ὁδηγήθηκε στόν κόμη, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολή νά τῆς κτυπήσουν τό στόμα, ἐπειδή τόν ἔλεγχε γιά τήν εἰδωλολατρία του. Ρίχτηκε στήν φυλακή, καί πάλι ὁδηγήθηκε πρός ἐξέταση. Τήν ἔβαλαν μέσα σέ καμίνι, ἀπό ὅπου βγῆκε ἄφλεκτη, ὁπότε δόθηκε ἡ ἐντολή ἀπό τόν κόμη νά φονευτεῖ μέ ξίφος. Τήν ὁδήγησαν στό Βυζάντιο καί τήν πῆγαν στόν τόπο ὅπου ὁ ἅγιος Λουκιλλιανός τελειώθηκε μαζί μέ τά παιδιά. ᾽Εκεῖ τῆς ἔκοψαν τό κεφάλι καί ἔτσι ἔλαβε τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τελεῖται ἡ σύναξή τους στό ἁγιότατο Μαρτυρεῖο τους, πού βρίσκεται κοντά στόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ στήν ᾽Οξεῖα (ἡ ὁποία εἶναι νησί τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἤδη ἔρημο)».

῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός ἔγινε γνωστός στό εὐρύ πλήρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας ἀπό τόν ὅσιο μεγάλο Γέροντα  τῆς ἐποχῆς μας Παΐσιο τόν ἁγιορείτη. Τήν ἐποχή πού λίγο πρίν τό 1980 πῆγε στό Κουτλουμουσιανό κελλί ῾Παναγούδα᾽, κι ὅταν ἀκόμη δέν εἶχε βγάλει τά λιγοστά πράγματά του καί τά ἐκκλησιαστικά του βιβλία ἀπό τίς κοῦτες, θέλησε νά κάνει τήν ἀκολουθία τῆς ἡμέρας τήν 3η ᾽Ιουνίου μέ τό κομποσχοίνι του. ῞Οταν ἦλθε ἡ ὥρα νά μνημονεύσει τόν ἅγιο πού ἑόρταζε προβληματίστηκε γιατί δέν θυμόταν ποιός ἑόρταζε. Κι εἶδε τότε μέ ἔκπληξη νά ἐμφανίζονται στό κελλί του δύο ἄνδρες, ὁ ἕνας νεώτερος καί ὁ ἄλλος μεγαλύτερος. Καί τόν μέν νεώτερο τόν ἀνεγνώρισε: ἦταν ὁ ἅγιος Παντελεήμων. Τόν ἄλλον ὅμως ὄχι. Στήν ἐρώτησή του ποιός εἶναι, ὁ δεύτερος ἅγιος ἀπάντησε: εἶμαι ὁ ἅγιος Λουκιλλιανός. Δέν ἄκουσε καλά ὁ Γέροντας καί ξαναρώτησε: πῶς; ὁ ἅγιος Λουκιανός; ῎Οχι, ξανάπε ὁ ἄγνωστος γι᾽ αὐτόν. ῾Ο ἅγιος Λουκιλλιανός. Κι οἱ ἅγιοι ἐξαφανίστηκαν. Κατανύχτηκε ὁ Γέροντας πού ὁ Θεός ἀπάντησε ἔστω καί στόν λογισμό του, θέλησε ὅμως νά ἐπιβεβαιώσει τό ὅραμα. ῎Εψαξε τίς κοῦτες, βρῆκε τό Μηναῖο τοῦ ᾽Ιουνίου καί εἶδε μέ μεγάλη συγκίνηση  ὅτι πράγματι στίς 3 ᾽Ιουνίου ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τόν ἅγιο Λουκιλλιανό. ῎Εκτοτε ὁ Γέροντας τιμοῦσε ἰδιαιτέρως τόν συγκεκριμένο ἅγιο καί εἶχε εἰκονάκι του μέσα στό ταπεινό ἐκκλησάκι τῆς Παναγούδας.

Τό περιστατικό εἶναι βεβαίως ἀξιόπιστο, γιατί εἶναι ἀξιόπιστος ὁ ὅσιος Γέροντας, μᾶς κάνει ὅμως νά καταλάβουμε γιά μία ἀκόμη φορά πόσο οἱ ἅγιοί μας εἶναι ζωντανοί, ἔστω κι ἄν μέ τίς σωματικές αἰσθήσεις μας ἀδυνατοῦμε νά τούς δοῦμε καί νά τούς ἀκούσουμε. Εἶναι ὅμως οἱ ἅγιοι τῆς κάθε ἐποχῆς, σάν τόν ὅσιο Παΐσιο, οἱ ὁποῖοι γίνονται οἱ δίοδοι γιά νά αἰσθανθοῦμε κι ἐμεῖς οἱ ταλαίπωροι λόγω τῶν πολλῶν ἁμαρτιῶν μας - πού ἔχουμε ἐξαιτίας αὐτῶν σφαλισμένες καί τίς πνευματικές μας αἰσθήσεις -  λίγο τήν ἀμεσότητα τῆς παρουσίας τους, ὁπότε νά αὐξήσουμε τήν πίστη μας σέ αὐτό πού μᾶς καλεῖ καθημερινά ἡ ᾽Εκκλησία μας: νά ἀπευθυνόμαστε σέ αὐτούς καί νά τούς μιλοῦμε σάν σέ ζωντανά πρόσωπα καί ὄχι σάν μυθεύματα καί ἀποκυήματα τῆς φαντασίας. Πρόκειται δηλαδή γιά τήν βασική ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μας εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει κεφαλή μέν τόν ῎Ιδιο, ἀπαρτίζεται δέ καί ἀπό τήν στρατευόμενη καί ἀπό τήν θριαμβεύουσα διάστασή της. Καί θά ἔλεγε κανείς μέ βεβαιότητα ὅτι οἱ ἅγιοι τῆς θριαμβεύουσας ᾽Εκκλησίας εἶναι πολύ περισσότερο ζωντανοί ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς πού βρισκόμαστε σ᾽ αὐτόν ἀκόμη τόν κόσμο, τόν ἀνύπαρκτο ἐν πολλοῖς λόγω τοῦ σκότους τῶν ἁμαρτιῶν του. Τί ἄλλο μαρτυρεῖ ἡ ᾽Εκκλησία μας ὅταν γιά παράδειγμα μᾶς καλεῖ στό ἀπολυτίκιο τῶν ἁγίων μαρτύρων  ῾νά τούς ἱκετεύσουμε, γιατί αὐτοί παρακαλοῦν τόν Θεό γιά τήν δική μας σωτηρία᾽; ῾Τούς μάρτυρας Χριστοῦ ἱκετεύσωμεν πάντες. Αὐτοί γάρ τήν ἡμῶν σωτηρίαν αἰτοῦνται᾽.

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος μάλιστα μᾶς δίνει τήν πνευματική ὅρασή τους: ὄχι μόνο εἶναι ζωντανοί καί πρεσβεύουν γιά ἐμᾶς καί τήν σωτηρία μας, ἀλλά καί στήν ἐποχή τους καί σέ κάθε ἐποχή εἶναι σάν τόν ἥλιο πού λάμπει καί φωτίζει τούς ἀνθρώπους. «Σάν ἥλιοι φάνηκαν πραγματικά στήν ᾽Εκκλησία Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ οἱ μάρτυρες καί λάμπουν τό φῶς τῆς ὁμολογίας» (῾῾Εωσφόροι φανέντες ἀληθῶς τῇ ᾽Εκκλησίᾳ Χρστοῦ τοῦ Θεοῦ οἱ μάρτυρες, λάμπουσι τῆς ὁμολογίας τό φῶς᾽) (ὠδή θ´).  Κι ἀλλοῦ: «Λυχνάρι φωτεινότατο ἔγινες γι᾽ αὐτούς πού ἀθλοῦσαν μαζί σου» (῾Λύχνος φαεινότατος τοῖς συναθλοῦσί σοι γέγονας᾽ (ὠδή γ´). «᾽Απαστράπτεις μέ τά λόγια σου καί φωταγωγεῖς τόν κόσμο μέ τούς ἄθλους σου» (῾᾽Απαστράπτεις τοῖς λόγοις σου καί φωταγωγεῖς τόν κόσμον τοῖς ἄθλοις σου᾽) (ωδή δ´).

Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως ὅτι οἱ ἅγιοί μας καί μέ τά λόγια τους, κυρίως ὅμως μέ τήν ζωή τους εἶναι οἱ καθοδηγητές μας καί τά παραδείγματά μας. Σ᾽ ἕναν κόσμο μάλιστα ἀποπροσανατολισμένο σάν τόν σημερινό, ὅπου προβάλλονται ὡς πρότυπα ἄνθρωποι μέ κάθε εἴδους πάθη καί διαστροφές, ἡ ᾽Εκκλησία μας ἐπιμένει στήν ἀλήθεια: πρότυπα καί φωτεινοί ὁδοδεῖκτες εἶναι οἱ ἅγιοί μας. Κι αὐτό γιατί; Διότι αὐτοί ἀκολούθησαν μέ κάθε δυνατή συνέπεια τόν ἴδιο τόν ἀρχηγό τῆς πίστεώς μας τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἀποδεικνύοντας ὅτι προτεραιότητά τους ἦταν ἡ ἀγάπη σ᾽ ᾽Εκεῖνον. ᾽Εν προκειμένῳ γιά τόν ἅγιο Λουκιλλιανό ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής ᾽Ιγνάτιος δέν διστάζει νά τόν παραλληλίσει μέ τό ἴδιο τό ἐκλεκτό σκεῦος τοῦ Χριστοῦ ἀπόστολο Παῦλο: «Μαζί μέ τόν Παῦλο φώναζες, μάρτυς τοῦ Χριστοῦ: Δέν θά μέ χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ οὔτε ὁ κίνδυνος οὔτε ἡ λύπη οὔτε ὁ λιμός οὔτε τό ξίφος»  (῾Μετά Παύλου ἐβόας: Οὐ χωρίσει με, μάρτυς, ἐκ τῆς ἀγάπης Χριστοῦ οὐ κίνδυνος οὐ λύπη, λιμός τε οὐδέ ξίφος᾽) (ὠδή ζ´).

Κι εἶναι ἡ παραπάνω ἀλήθεια αὐτή πού ἐξηγεῖ καί τήν δύναμη τήν ὁποία ἔχουν οἱ ἅγιοί μας: ζώντας τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, κυρίως μέ τήν διακράτηση τοῦ λόγου Του μέσα στήν καρδιά τους – αὐτό εἶναι τό ἀποδεικτικό τῆς ἀγάπης πρός τόν Χριστό κατά τοῦ ῎Ιδιου τήν ρήση: «ἐάν ἀγαπᾶτέ με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε» - ἔχουν ὁλοζώντανο ᾽Εκεῖνον στήν ὕπαρξή τους καί τήν δύναμή Του ἐνεργοῦσα σ᾽ αὐτούς. ῾Ο Κύριος πάλι δέν βεβαιώνει ὅτι «ἐάν μείνητε ἐν ἐμοί καί τά ρήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὅ ἄν θέλητε αἰτήσασθε καί γενήσεται ὑμῖν»; (ἐάν μείνετε ἑνωμένοι μέ ᾽Εμένα καί τά λόγια μου τά κρατήσετε στήν ὕπαρξή σας, ὅ,τι θέλετε ζητήστε το καί θά σᾶς γίνει). Αὐτό σημειώνει μεταξύ ἄλλων καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος: ῾῎Εχοντας κάνει κτῆμα στήν καρδιά σου τά ρήματα ζωῆς τοῦ Κυρίου, σοφέ, ἀπονέκρωσες μέ τήν ἔνστασή σου τίς θωπεῖες καί κολακεῖες  τῶν τυράννων, ἀοίδιμε᾽ (῾Ρήματα ζωῆς ἐν καρδίᾳ κεκτημένος, σοφέ, τῶν τυράννων τά θωπεύματα τῇ σῇ ἐνστάσει ἀπενέκρωσας, ἀοίδιμε᾽) (ωδή ε´).

Ταῖς τοῦ ἁγίου σου πρεσβείαις, Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν.  

02 Ιουνίου 2021

ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Απόδοση της εορτής της Μεσοπεντηκοστής σήμερα (που ενώνει την Ανάσταση του Κυρίου με την Πεντηκοστή καθώς βρίσκεται στο μέσον των δύο), που σημαίνει ότι κλείνει η παράταση επί οκτώ ημέρες του εορταστικού περιεχομένου της, μία συνήθεια που κληρονόμησε η Εκκλησία μας από το Ιουδαϊκό τυπικό και εφαρμόζεται κυρίως στις Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές -  δεν εξαντλεί η Εκκλησία την εορτή σε μία μόνο ημέρα, αλλά την παρατείνει για να τη «χορτάσει» όσο το δυνατόν περισσότερο. Λοιπόν στην απόδοση της Μεσοπεντηκοστής ακούμε και ψάλλουμε πάλι όλα τα συγκλονιστικά και μεστά περιεχομένου τροπάρια της εορτής που προβάλλουν τη Μεσσιανικότητα του Κυρίου Ιησού και την κλήση Του να Τον αποδεχτούμε υπαρξιακά στη ζωή μας προκειμένου να ξεδιψάσουμε τη δίψα της ψυχής μας, που θα πει να γίνουμε κι εμείς δεύτερες πηγές για τον κόσμο που ταλαιπωρείται από την αθεῒα του και το καύμα μέσα στο οποίο ζει. Το δοξαστικό των αίνων της εορτής μάλιστα, του υμνογράφου Ανατολίου σε ήχο δ΄, είναι εκείνο που μας εξηγεί το νόημα της Ανάστασης και  μας παραπέμπει στην Ανάληψη του Κυρίου και στην Πεντηκοστή ως παρουσία του Αγίου Πνεύματος.

«Φωτισθέντες, ἀδελφοί, τῇ Ἀναστάσει τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί φθάσαντες τό μέσον τῆς ἑορτῆς τῆς δεσποτικῆς, γνησίως φυλάξωμεν τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ∙ ἵνα ἄξιοι γενώμεθα καί τήν Ἀνάληψιν ἑορτάσαι καί τῆς παρουσίας τυχεῖν τοῦ ἀγίου Πνεύματος» (Αφού φωτιστήκαμε, αδέλφια, από την Ανάσταση του Σωτήρος Χριστού και φθάσαμε το μέσο της Δεσποτικής αυτής εορτής, ας φυλάξουμε αληθινά τις εντολές του Θεού. Κι αυτό για να γίνουμε άξιοι να εορτάσουμε και την Ανάληψη και να δεχτούμε την παρουσία του Αγίου Πνεύματος).

Κατά τον άγιο υμνογράφο η Ανάσταση του Κυρίου αποτελεί το γεγονός που έφερε το φως του Θεού στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο άνθρωπος λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την κοινωνία του με τον Θεό, οπότε η δόξα και το φως του από τη σχέση του με Αυτόν χάθηκαν – ο ζόφος και η σκοτεινιά των παθών του τον περιέβαλαν με τρόπο τραγικό. Ο θρήνος του Αδάμ, όπως τον αποδίδει η Εκκλησία μας την Κυριακή της Τυρινής, εκφράζει τη θλιβερή αυτή πραγματικότητα. Ο ερχομός του Υιού του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, η ενανθρώπησή Του ήταν εκείνη που ανακεφαλαίωσε τα πάντα – όλα μπήκαν στη θέση τους: ο Κύριος ήρε την αμαρτία του κόσμου, την κατήργησε επί του Σταυρού, θανάτωσε τον θάνατο και με την Ανάστασή Του έδειξε με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι έκτοτε «ἡ ζωή κυριεύει» και το φως του Θεού είναι αυτό που πλημμυρίζει και πάλι τα σύμπαντα. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Μετά την Ανάσταση του Κυρίου ο ήλιος λάμπει διαρκώς, ο άνθρωπος και σύμπασα η φύση βρίσκονται αδιάκοπα κάτω από τις ευεργετικές ακτίνες Του, το σκοτάδι έχει διαλυθεί. Με μία βεβαίως προϋπόθεση: ο άνθρωπος να  θ έ λ ε ι  τον Χριστό στη ζωή του. Αυτή είναι η μεγαλωσύνη του Θεού μας: ενώ είναι παντοδύναμος και τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί στο θέλημά Του, ο Ίδιος περιορίζεται, ζητώντας την ελεύθερη υπακοή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού πλάσματός Του. Η πίστη δηλαδή του ανθρώπου είναι η αναγκαία συνθήκη, καθώς λέμε, για να εισρεύσει όλος ο πλούτος της θεότητας στην ύπαρξή του, γεγονός που αναδεικνύει την αξία της ελευθερίας στον άνθρωπο. Για να το πούμε με μία εικόνα: ο ήλιος έχει προβάλει με τη μεγαλύτερη δυνατή λαμπρότητα, αλλά πρέπει ο άνθρωπος να ανοίξει τα μάτια του για να δει την ομορφιά του φωτός. Ο Θεός μας δεν εκβιάζει τον άνθρωπο.

Η «συνθήκη» της πίστεως για τον άνθρωπο είναι η συμμετοχή του στον Σταυρό του Κυρίου. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος πιστεύει στον Χριστό σημαίνει ότι αποδέχεται τον λόγο Του ως την οδό της ζωής του – η πίστη ως γνωστόν στον χριστιανισμό δεν έχει τον χαρακτήρα μιας θεωρητικής απλώς αποδοχής. Κι είναι σταυρός για τον άνθρωπο η ακολουθία του Χριστού με βάση τις εντολές Του, γιατί καλείται ο άνθρωπος να «σταυρώσει» τη λογική του ως το απόλυτο κριτήριό του, να αγωνιστεί κατά των ψεκτών παθών του, του εγωισμού και της υπερηφάνειας του πάνω από όλα που τον έλκουν και τον δένουν γοητευτικά με τον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας, να προσανατολίζεται διαρκώς χωρίς καμία διακοπή στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, κυρίως δε τον θεωρούμενο εχθρό του – η αγάπη προς τον εχθρό είναι το πιο καθοριστικό στοιχείο της χριστιανικότητας κάποιου. Έτσι σταυρός και ανάσταση συνυπάρχουν στον πιστό άνθρωπο, οπότε και η χαρά και το φως της ανάστασης περνάνε μέσα από τις οδύνες του σταυρώματος των παθών. «Ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ Σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῶ κόσμῳ».

Για τον άγιο υμνογράφο λοιπόν, επανερχόμενοι στο τροπάριο, ο φωτισμός από την Ανάσταση έρχεται στον βαθμό που ο πιστός βρίσκεται σε μία διαρκή ένταση για να είναι πάνω στις εντολές του Κυρίου. Και τι τονίζει; Πρέπει να συνεχίσει ο πιστός να «φυλάει γνήσια τις εντολές του Χριστού, αν θέλει με τρόπο άξιο να εορτάσει και την Ανάληψη Εκείνου και τον ερχομό εν δόξη του Αγίου Πνεύματος». Είναι πολύ σημαντικός ο λόγος του. Γιατί τονίζει ότι η εορτή στην Εκκλησία, ιδίως δε μία Δεσποτική εορτή, απαιτεί αυξημένες προϋποθέσεις. Δεν μπορεί κανείς «εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε» όπως λέμε, να έλθει στην Εκκλησία μία γιορτινή ημέρα και απλώς να παρακαθήσει στα λεγόμενα και ακουόμενα. Κάτι τέτοιο απάδει προς τη γνήσια χριστιανική πίστη κι ίσως αυτό να συνιστά και την τραγωδία ημών των περισσοτέρων θεωρουμένων χριστιανών. Ο υμνογράφος λοιπόν μάς βοηθάει: γιορτάζουμε σωστά την εορτή, όταν είμαστε στο άνοιγμα του εαυτού μας απέναντι στον Θεό και στον συνάνθρωπο. Διαφορετικά, παραμένουμε «αδιάβροχοι» στη χάρη του Θεού, γι’ αυτό και παρατηρείται το φαινόμενο να μπαίνουμε στην Εκκλησία και να εξερχόμασε από αυτήν το ίδιο – ξένοι μπήκαμε ξένοι βγήκαμε.

Η Ανάληψη και η Πεντηκοστή ζητάει ανθρώπους συγγενείς προς το πνεύμα τους. Ένας είναι ο τρόπος που μας καθιστά «συγγενείς» προς τον Χριστό: η τήρηση των αγίων Του εντολών, που ενεργοποιεί το ένδυμα του αγίου βαπτίσματος. Και ένδυμα είναι ο ίδιος ο Χριστός! Κι αμέσως καταλαβαίνουμε ότι η κάθε εορτή, ιδίως η μεγάλη, λαμπρύνει στο ανώτερο δυνατό την εν Χριστώ ύπαρξή μας. Ο Χριστός λάμπει μέσω ημών! 

01 Ιουνίου 2021

Το χαμογελαστό παιδί...


Στον κήπο τον απλό και ταπεινό

με λούλουδα που όλα τους ανθούνε

κυλιέται ’να παιδάκι δυο χρονώ

που το κοιτούν αγγέλοι και γελούνε.

 

Κουβέντα λες και έχει ζωηρή

μ’ αέρηδες και ξωτικά κρυμμένα

Είναι το φως σε χώρα μυθική

τ’ άλυτ’  όλα φαίνονται λυμένα. 

 

Η θέα του μού πήρε το μυαλό

μοιάζει αμάραντο ένα ρόδο

Μαζί του γίνηκα αερικό

με τη χαρά του νίκησα τον φόβο.

 

Ένα παιδί είναι ο δρόμος

σου δείχνει τη ζωή τη μυστική

Ο δρόμος είναι ίσως σαν παιδί

πώς να γελάς έστω και μόνος.

 

ΤΡΙΤΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ

 


«Τήν μεσότητα τῶν ὅλων καί τέλος ἔχων, καί τῆς ἀρχῆς ὡς ἄναρχος περιδεδραγμένος, ἔστης ἐν τῷ μέσῳ, βοῶν˙ Τῶν θείων, θεόφρονες, δεῦτε δωρεῶν ἀπολαύσατε» (ωδή δ΄ εορτής).

 (Έχοντας στα χέρια Σου τη μέση των όλων και το τέλος και διακρατώντας γερά ως άναρχος και την αρχή, στάθηκες στο μέσο του Ναού φωνάζοντας δυνατά: Πιστοί του Θεού, εμπρός απολαύστε τις θείες δωρεές).

«Τέλος ὤν καί ἀρχή, μεσότης τε ἐν μέσῳ τῆς ἑορτῆς ἐπέστης τῷ ἱερῷ, Χριστέ μου, πηγάζων μοι τήν ἄφεσιν» (απόστ. Αίνων Όρθρου ημέρας).

(Όντας τέλος και αρχή και μεσότητα, Χριστέ μου, ήρθες και στάθηκες όταν ήταν το μέσο της εορτής στο Ιερό, προσφέροντάς μου ως πηγή την άφεση των αμαρτιών μου).

Η Εκκλησία μας επιμένει στη μεγάλη Δεσποτική εορτή της Μεσοπεντηκοστής -  τονίζει πολύ έντονα τη θεότητα του Κυρίου και την πλησμονή των αγαθών που μας έφερε:  μέσα στη σκοτεινιά του κόσμου να έλθει και πάλι το φως˙ μέσα στη σαπίλα και τη φθορά να ανατείλει και πάλι η ζωή, η άνοιξη και η αφθαρσία ως άφεση των αμαρτιών. «Έθνη κτυπήστε παλαμάκια. Εβραίοι θρηνήστε…Ο Χριστός είναι ο Θεός μας που έδωσε ζωή σε όλους όσους πίστεψαν στο όνομά Του» (ωδή α΄)  διαλαλεί ο άγιος Ανδρέας Κρήτης ως ξέσπασμα της χαράς του! Και πράγματι, αυτό δεν είναι ο Χριστός για τον κόσμο, παγκόσμια και διαχρονικά; Είναι ο ενανθρωπήσας Θεός, «τό Α καί τό Ω», «ὁ πρῶτος καί ὁ  ἔσχατος» κατά την Αποκάλυψη˙ ο «ἐξ οὗ καί δι’ οὗ καί εἰς ὅν τά πάντα ἔκτισται» κατά τον απόστολο Παύλο˙ κυριολεκτικά «ὁ Ὤν», ο «ἐγώ εἰμι», ο Γιαχβέ της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης˙ ο «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο» όπως το ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως.  

Αυτό δεν τονίζει και ο άγιος υμνογράφος, μεταξύ άλλων, με τα παραπάνω τροπάρια; Βρέθηκε ο Κύριος στο μέσον του Ναού, όταν ήταν η εορτή της Σκηνοπηγίας, πριν από το Πάθος Του, για να τονίσει στους Ιουδαίους ότι ο Ίδιος είναι ο απεσταλμένος του Θεού Πατέρα, Εκείνος που μπορεί να τους ξεδιψάσει από τη δίψα που ένιωθαν λόγω της αμαρτίας, να τους δώσει τη Ζωή, όπως και το νερό είναι ζωή για τον άνθρωπο – δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια αλήθεια ο Κύριος και μετέπειτα η Εκκλησία εξαγγέλλει με τη συνάντηση Εκείνου με τη Σαμαρείτιδα γυναίκα, τη μετέπειτα αγία Φωτεινή. «Το νερό που εγώ θα σου δώσω, θα γίνει για σένα πηγή που θα αναβλύζει μέσα σου την αιώνια ζωή». Κι εντελώς φιλάνθρωπα θα πει και άλλοτε: «Αν δεν πιστέψετε ότι πράγματι εγώ είμαι η πηγή της Ζωής, θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας» - ο λόγος Του, ο κάθε λόγος Του αποκαλύπτει την αιώνια ζωή, συνιστά έτσι την έκχυση του διαρκούς ελέους Του στον κείμενο μέσα στην πονηρία και στα δίχτυα του διαβόλου κόσμο.

Η αποδοχή της πίστεως στο πρόσωπό Του, πίστεως συνεπώς και στον Θεό Πατέρα – «αυτός που αρνείται τον Υιό αρνείται και τον Πατέρα» κατά τον λόγο και πάλι της Γραφής – αποτελεί και το κύριο έργο του ανθρώπου στον κόσμο. Μπλεγμένοι στις αμαρτίες και στα πάθη μας, θολωμένοι από την προσκόλλησή μας στα αισθητά και υλικά πράγματα αδυνατούμε συχνά να δούμε την προτεραιότητα, ό,τι ο Κύριος έλεγε: «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού, και όλα τα υπόλοιπα θα σας προστεθούν στη ζωή σας». Η προσήλωση στον Κύριο και στις άγιες εντολές Του είναι αξιολογικά το πρώτο στη ζωή μας, γιατί είναι αυτό που μας δίνει νόημα και δύναμη, ακόμη και προς υπέρβαση του φόβου του θανάτου. Και ο Κύριος δεν το απέκρυψε και δεν το αποκρύβει: «Να εργάζεσθε – λέει – όχι πρωτίστως για την τροφή σας που χάνεται, την υλική και αισθητή, αλλά για την τροφή που έχει αιώνιο χαρακτήρα». «Και τι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα του Θεού;» ρωτούν οι Ιουδαίοι. Για να πάρουν τη συγκλονιστική απάντηση, κι εκείνοι και διαχρονικά όλοι οι άνθρωποι μαζί τους, ότι «Αυτό είναι το έργο του Θεού: να πιστέψετε σ’ Αυτόν που απέστειλε Εκείνος».

Η πίστη στον Χριστό: την αρχή, τη μεσότητα και το τέλος του κόσμου, την πηγή της Ζωής, είναι η αληθινή εργασία του ανθρώπου. Κι αυτό προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος δέχεται την αγάπη Εκείνου που τον έχει προσλάβει και τον έχει κάνει κομμάτι του εαυτού Του. Η δήλωση του αποστόλου Παύλου είναι παραπάνω από σαφής: Τι ζω ως άνθρωπος με το σώμα μου σ’ αυτήν τη ζωή; Την πίστη του Χριστού που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου. «Ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῆ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ». Πίστη στον Χριστό ως τον Θεό που ενανθρώπησε σημαίνει ότι βρίσκομαι μέσα στην αγάπη Του και στην ίδια φορά και πορεία ζωής συνεπώς μ’ Εκείνον. Κι αυτό θα πει συσταύρωση μαζί Του. Ο απόστολος Παύλος για να πει το βίωμά του απεκάλυψε προηγουμένως: «Είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν ζω εγώ αλλά ο Χριστός μέσα στην ύπαρξή μου». Συσταύρωση με τον Χριστό σημαίνει θυσιαστική αγάπη για χάρη του κόσμου όλου, ταπείνωση και εξουδένωση έως θανάτου που φέρνει όμως την Ανάσταση.

Δύσκολα πράγματα που μας κάνουν να καταλαβαίνουμε ότι το να ’σαι χριστιανός συνιστά πάντοτε την απόλυτη εξαίρεση μέσα στον γενικό κανόνα της ευκολίας της αμαρτίας του κόσμου. Αλλά είναι η εξαίρεση της Ζωής στον κανόνα του θανάτου.

31 Μαΐου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΕΡΜΕΙΑΣ

«Ο άγιος Ερμείας ζούσε επί του βασιλιά Αντωνίνου, στην πόλη των Κομάνων και ήταν στρατιωτικός. Ήταν προχωρημένης ηλικίας και είχε άσπρα μαλλιά. Συνελήφθη επειδή ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και οδηγήθηκε στον άρχοντα Σεβαστιανό, με αποτέλεσμα να δώσει αυτός διαταγή να του σπάσουν πρώτα τα σαγόνια, να του αφαιρέσουν το δέρμα του προσώπου και να του ξεριζώσουν τα δόντια. Έπειτα άναψαν καμίνι και τον έριξαν μέσα. Παρέμεινε όμως αβλαβής από τη φωτιά, οπότε δόθηκε διαταγή να τον σκοτώσουν με δηλητηριώδη φάρμακα. Ήπιε τα φάρμακα κι όταν παρέμεινε και από αυτά αβλαβής, έλκυσε προς την πίστη του Χριστού αυτόν που του τα έδωσε. Επειδή αυτός ομολόγησε τον Χριστό ως Θεό, του κόψανε το κεφάλι. Τότε του αγίου του έβγαλαν τα νεύρα του σώματος και τον έριξαν σε πυρωμένο λέβητα, στη συνέχεια του τρύπησαν τους οφθαλμούς και σε τρεις ημέρες τον κρέμασαν με το κεφάλι κάτω. Και έτσι αφού του έκοψαν τον αυχένα, εξεδήμησε προς τον Κύριο»[1].

       Τη γενναιότητα και την ανδρεία είναι φυσικό να την βλέπει κανείς στους νέους ανθρώπους. Να την βλέπει όμως σε μεγάλους και προχωρημένης ηλικίας ανθρώπους είναι πράγμα θαυμαστό και παράδοξο. Διότι ο μεγάλος άνθρωπος, βλέποντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν, νιώθει περισσότερο ανασφαλής και αναζητεί συνήθως κάλυψη και ασφάλεια. Ο φόβος έτσι γίνεται στοιχείο της ζωής του ηλικιωμένου, συναυξανόμενο με την πρόοδο της ηλικίας. Τα παραπάνω βεβαίως ισχύουν εκεί που δεν λειτουργεί η μεγάλη πίστη στον Χριστό. Ή μάλλον ισχύουν, αλλά καταπολεμούνται και υπερβαίνονται από την πίστη του Χριστού. Διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό της χριστιανικής πίστεως: η ενδυνάμωση της καρδιάς του ανθρώπου και η εξάλειψη του κάθε φόβου. Η παρουσία του Χριστού στη ζωή του ανθρώπου, όποιας ηλικίας, συνοδεύεται πάντοτε με την προτροπή: "Μη φοβού, μόνον πίστευε"[2]. Γι' αυτό και ο απόστολος Παύλος σημειώνει ότι "ουκ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού"[3]. Και μία τέτοια μεγάλη πίστη, χαρισματική πίστη που κατακρήμνισε όλες τις θεωρούμενες σταθερές, ήταν και η πίστη του αγίου μάρτυρα Ερμεία. Προχωρημένης ηλικίας ο άγιος "και λευκήν έχων την τρίχα τω χρόνω" κατά το συναξάρι. Κι όμως! Το φρόνημά του ήταν τόσο ανδρείο, η γενναιότητά του τόσο εκτυφλωτική, που οι νέοι άνθρωποι κάθε εποχής μπροστά του ωχριούν και υποστέλλονται. Πολύ περισσότερο ισχύουν γι' αυτόν - όπως και για τους άλλους μεγάλης ηλικίας άγιους μάρτυρες της πίστεως, σαν τον άγιο Πολύκαρπο, σαν τον άγιο Χαράλαμπο για παράδειγμα, ή και για τις μικρές κοπέλες χριστιανές μάρτυρες - τα λόγια που είχε πει σπουδαίος άνδρας, όταν γνώρισε την ηρωίδα του '21 Μπουμπουλίνα και είχε θαυμάσει την τόλμη και τη γενναιότητά της, παρόλη τη γυναικεία φύση της: "Μπροστά της οι ανδρείοι έκλιναν την κεφαλή, ενώ οι δειλοί φοβούνταν".

     Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επισημαίνει επανειλημμένως την πραγματικότητα αυτή. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη το πρώτο στιχηρό του εσπερινού, ο πρώτος ύμνος δηλαδή για τον μάρτυρα Ερμεία, αναφέρεται ακριβώς σ' αυτό.  "Η ακαταμάχητη χάρη του Χριστού που σε δυνάμωνε, μάρτυς, δείχνει σε όλους τη δύναμή Του μέσα από την ασθένεια της φύσης σου. Γι' αυτό και σε θνητό σώμα σε ενίσχυσε να καταπαλέψεις τον άσαρκο διάβολο με δύναμη και να πάρεις τη νίκη"[4] "Ενισχυόμενος, πάνσοφε, από τη δύναμη του θείου Πνεύματος, ταπείνωσες με χαρά τον δυνατό στην κακία δράκοντα"[5] (ωδή γ΄). Ακόμη και στην ρίψη του αγίου μέσα στο καμίνι της φωτιάς, κι εκεί φαίνεται να εισέρχεται απτόητος, θυμίζοντας τους τρεις παίδας εν τη καμίνω. "Μπήκες χωρίς κανένα φόβο στην πυρακτωμένη κάμινο, ένδοξε, κι όπως οι τρεις παίδες διέμεινες ακατάφλεκτος με τη δύναμη του Θεού"[6] (ωδή δ΄). Η νεανική ανδρεία του τον έκανε να κραυγάζει την αφοβία του και να ομολογεί την πίστη του στον αληθινό Θεό: "Δεν φοβάμαι κάθε αύξηση των βασάνων που μου γίνεται, ούτε προσφέρω κανένα σεβασμό στους ανύπαρκτους θεούς, έκραζες, παμμακάριστε. Έναν μόνον σέβομαι, τον Ιησού τον Κύριο, ο Οποίος σταυρώθηκε επί Ποντίου Πιλάτου"[7] (ωδή η΄). 

       Ο άγιος Ιωσήφ βεβαίως δεν είναι δυνατόν να μην επισημάνει την αιτία της μεγάλης αυτής πίστης του αγίου Ερμεία και της τρομερής γενναιότητας της καρδιάς του. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την θερμή αγάπη του προς τον Κύριο. Κινητήρια δύναμη, ποιητικό αίτιο της αταλάντευτης θέλησής του, ώστε να υπομείνει όλα τα φοβερά κολαστήρια μέχρι τελικής πτώσης του, παρόλη την ηλικία του, ήταν η πλήρωση της καρδιάς του από τη φλόγα της αγάπης του Χριστού και η διαρκής επομένως ενατένισή του προς Αυτόν. "Γέμισες από το πυρ της αγάπης του Χριστού και έγινες πραγματικά σαν δίστομη μάχαιρα"[8] (ωδή ς΄). "Ατενίζοντας στον Θεό, ο Οποίος μπορεί να προσφέρει τη σωτηρία, υπέμεινες γενναία τους πόνους του σώματος, Ερμεία, με προσηλωμένο νου"[9] (ωδή ζ΄). Τελικά, το μόνο που μετράει στη ζωή αυτή δεν είναι ούτε η ηλικία ούτε βεβαίως οτιδήποτε άλλο επίγειο προσόν, πέραν του φρονήματος της ίδιας της καρδιάς. Και καρδιά που αντέχει και τον ίδιο τον θάνατο, με επίγνωση και με νόημα, είναι η καρδιά του χριστιανού, η καρδιά δηλαδή που είναι γεμάτη από την πίστη και την αγάπη του Χριστού και του ανθρώπου.


[1] Συναξάρι Μηναίου.

[2] Λουκ. 8, 50.

[3] Β΄Τιμ. 1, 7.

[4] «Η απροσμάχητος χάρις του δυναμούντός σε, εν ασθενεία, μάρτυς, σου της φύσεως πάσι την δύναμιν δεικνύει. Διό και θνητώ σε ενίσχυσε σώματι, καταπαλαίσαι τον άσαρκον κραταιώς και λαβείν τα νικητήρια».

[5] "Ρώμη θείου Πνεύματος συ κρατυνόμενος, πάνσοφε, τον δυνατόν χαίρων εν κακία εταπείνωσας δράκοντα".

[6] "Υπεισήλθες απτόητος την πυρακτωθείσαν, ένδοξε, κάμινον, ως οι παίδες δε διέμεινας θεϊκή δυναστεία ακατάφλεκτος".

[7] "Ου πτοούμαι πάσαν αλγεινών επίτασιν προσγινομένην, ουδέ νέμω σέβας τοις μη ούσιν, έκραζες θεοίς, παμμάκαρ. Ένα μόνον σέβω, Ιησούν τον Κύριον, τον επί Ποντίου Πιλάτου σταυρωθέντα".

[8] "Στομούμενος τω πυρί της του Χριστού αγαπήσεως, ως δίστομος αληθώς γεγένησαι μάχαιρα".

[9] "Εις Θεόν ατενίζων, τον δυνάμενον σώζειν, νοός ευθύτητι υπήνεγκας τους πόνους, Ερμεία, τους γενναίους".