«Ο όσιος Ονούφριος ήταν από την Αίγυπτο και ζούσε σε
κοινόβιο που βρισκόταν στην Ερμούπολη Θηβών. Όταν άκουσε τον βίο του προφήτη
Ηλία και του αγίου Προδρόμου, άφησε το κοινόβιο και κατοίκησε στην έρημο επί
εξήντα χρόνια, χωρίς να έχει δει καθόλου άνθρωπο. Τον όσιο Ονούφριο βρήκε ο
μέγας Παφνούτιος, τότε που προχώρησε στα ενδότερα της ερήμου, προκειμένου να
ευλογηθεί από άγιους άνδρες. Αφού είχε διανύσει λοιπόν ο Παφνούτιος δεκαεπτά
ημέρες και έφτασε στον τόπο που ζούσε ο άγιος, τον πλησίασε και παρακάλεσε να
του πει το όνομά του και να του εξηγήσει όλα τα σχετικά με τη ζωή του. Πράγματι
τα έμαθε και αργότερα τα διηγήθηκε στους ασκητές μοναχούς, όχι μόνο γι᾽ αυτόν
τον θεοφόρο Πατέρα Ονούφριο, αλλά και για άλλους, τους οποίους προχωρώντας
βρήκε στην έρημο.
Τότε μάλιστα, όταν παρευρισκόταν ο Παφνούτιος εκεί,
επειδή ο όσιος Ονούφριος εκδήμησε προς τον Κύριο, έσκισε το ένδυμά του σε δύο
μέρη, και το ένα το έριξε πάνω στο άγιο λείψανο (διότι ήταν γυμνό, καλυπτόμενο
από μόνες τις λευκές τρίχες), ενώ το άλλο το κράτησε για τη δική του κάλυψη.
Θάβει λοιπόν το άγιο λείψανο σ᾽ αυτόν τον τόπο, κι αμέσως η καλύβα κατέπεσε και
ο φοίνικας ξεράθηκε και το νερό χάθηκε. Τελείται δε η σύναξή του στο αγιότατο
ευκτήριό του, που βρίσκεται στη Μονή του Αγίου Αλυπίου».
Για έναν μεγάλο ασκητικό Πατέρα σαν τον όσιο Ονούφριο δεν
περιμένει κανείς κάτι άλλο από αυτό που κάνει η υμνολογία της ημέρας: να
τονίζει την ασκητική του διαγωγή, τις αρετές του, τη διαρκή αναγωγή του στον
Θεό, και μάλιστα στην έρημο που είχε καταφύγει. Πράγματι λοιπόν το πρώτο που
προβάλλει ο άγιος υμνογράφος για τον μεγάλο Ονούφριο είναι η απόσυρσή του από
την κοινωνία του κόσμου πρώτα και του κοινοβίου έπειτα, σε ερημική τοποθεσία,
ώστε μόνος μόνω Θεώ να λατρεύει ακατάπαυστα Εκείνον. Κι αυτό γιατί; Διότι έστω
και σε κοινόβιο ευρισκόμενος ζούσε πολλές φορές τη σύγχυση που προκαλεί η
συναναστροφή με τους άλλους. «Πατέρα θεόφρον Ονούφριε, απομάκρυνες τον εαυτό
σου από την κοσμική σύγχυση και ανέβηκες στην υπερκόσμια ακρότητα» (στιχηρό
εσπερινού). Ποια η αιτία της επιθυμίας του για πλήρη απομόνωση; Όχι βεβαίως ο
δαιμονικός εγωισμός που δεν ανέχεται την παρουσία άλλων, αλλά ο πλούτος της
αγάπης προς τον Θεό, η οποία κινεί τον άγιο άνθρωπο να μένει εντελώς
απερίσπαστος στη λατρεία του Θεού. «Ανέβηκες στην υπερκόσμια ακρότητα, γιατί
πόθησες την ίδια την πηγή των αγαθών, κι έφτασες αυτό το αληθινά αγαθό, τον Θεό»
(στιχηρό εσπερινού). «Μπήκες στον ζυγό του Χριστού, Ονούφριε, γιατί ποθούσες να
συναναστρέφεσαι Αυτόν μόνος σου σε άβατες ερήμους και να νιώθεις την τρυφή από
το κάλλος της θείας δόξης Του» (ωδή γ´).
Χρειάζεται ιδιαιτέρως να επιμείνουμε σ᾽αυτήν την ερημική
απόσυρση του οσίου. Διότι ίσως κάποιος να σκεφτεί ότι μπορεί κι αυτός να κάνει
το ίδιο, αν θέλει να βρει τον Θεό. Ο όσιος Ονούφριος, το εξηγήσαμε, εξήλθε από
τον κόσμο πηγαίνοντας σε κοινόβιο. Κι αφού έμεινε εκεί αρκετά χρόνια ασκούμενος
μαζί με άλλους, κινήθηκε από την αγάπη του Θεού για πλήρη μόνωση, έχοντας ως
παράδειγμα τους αγίους προφήτες Ηλία και Ιωάννη Πρόδρομο («την Ιωάνου γαρ
και Ηλιού εζήλωσας πολιτείαν, παμμάκαρ Ονούφριε») (ωδή ς´). Αυτή
είναι η κανονική πορεία: πρώτα εισέρχεται κανείς σε κοινόβιο κι έπειτα, αν
νιώσει την κλήση του Θεού, ζητεί ευλογία για μεγαλύτερη μόνωση. Διότι αν
κανείς, χωρίς να έχει αντιπαλέψει τα πάθη του σε σχέση με τους άλλους, χωρίς
δηλαδή να έχει ῾στρογγυλοποιηθεί᾽ στον χαρακτήρα του, όπως διδάσκουν οι άγιοι
Πατέρες – η ῾στρογγύλευση᾽ αυτή γίνεται μόνον όταν σχετιζόμαστε με τους άλλους
– απλώς στην έρημο θα μεταφέρει τα πάθη του και θα εμπαίζεται από τον διάβολο.
Ο όσιος Ονούφριος λοιπόν αποσύρθηκε στην έρημο, διότι η
σχέση του με τους άλλους τον είχε οδηγήσει ήδη σε εκείνη την πνευματική καλή
κατάσταση της αγάπης, ώστε να ποθεί τη μεγαλύτερη ένωση με τον Θεό. Κι η ένωση
αυτή επιβεβαιώθηκε ως αληθινή από το γεγονός ότι πλούτισε τόσο σε αγάπη προς
τον Θεό, ώστε η αγάπη του προς τον συνάνθρωπο – η αγάπη προς τον συνάνθρωπο
είναι η απόδειξη της αγάπης προς τον Θεό – να φτάνει μέχρι βαθμού θυσίας γι᾽
αυτόν. Ο άγιος υμνογράφος σε έκσταση σχεδόν ευρισκόμενος μπροστά στο μέγεθος
αυτής της διπλής αγάπης του οσίου, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, κραυγάζει: «Και
την εντολή να δίνει κανείς τον ένα χιτώνα του, όταν έχει δύο, πάτερ, εσύ την
ξεπέρασες, γιατί τα έδωσες όλα και έμεινες γυμνός εντελώς» (στίχοι συναξαρίου).
Στον οίκο δε του κοντακίου πράγματι ξεσπά: «Ω αγάπη, το υπέρλαμπρο φως! Ω η
ανακεφαλαίωση όλων των αρετών! Αυτή που γεμίζει πάντοτε τα ουράνια τάγματα από
ευφροσύνη και χάρη. Αυτή που ενοίκησε στους αγίους: τους Πατριάρχες, τους
Προφήτες και τους Αποστόλους».
Είναι απορίας άξιο πώς ένας τόσο ασκητικός Πατέρας, με
τόση σκληρή ασκητική ζωή φτάνει σε τέτοια ευαισθησία καρδιάς και τέτοια αγάπη.
Συνήθως οι απομονωμένοι άνθρωποι αποκτούν μία σκληρότητα στη συμπεριφορά τους.
Αλλά αυτό συμβαίνει σε κοσμικούς ανθρώπους ή σε ασκητές άλλων θρησκειών. Ο
χριστιανός ασκητής, σαν τον μέγα Ονούφριο, ασκητεύει, γίνεται σκληρός αλλά
μόνον ως προς τον εαυτό του. Με σκοπό, υποτάσσοντας τα πάθη του και τα
ενεργήματα του διαβόλου, να μαλακώσει στην καρδιά και να γίνει κατοικητήριο του
αγίου Πνεύματος και όλης της αγίας Τριάδος. Συνεπώς η αγάπη του Θεού γίνεται
αγάπη και δική του. «Απομάκρυνες μεν τον εαυτό σου από τον κοσμικό τρόπο ζωής,
όσιε, ζώντας όμως στις ερημιές έλαβες τον ουράνιο άρτο. Διότι είχες τον Χριστό
ως σιτοδότη σου» (ωδή ζ´). «Επειδή επιθυμούσες την ουράνια μακαριότητα,
θεώρησες, θεσπέσιε, ως τρυφή την εγκράτεια, την πτωχεία ως πλούτο, την
ακτημοσύνη ως αληθινή περιουσία και την ταπείνωση ως δόξα» (απόστιχο
εσπερινού). Αυτή είναι η πνευματική άσκηση: τα παρακλάδια της ουσίας της
αμαρτίας (που είναι ο εγωισμός), τη φιληδονία δηλαδή, τη φιλαργυρία και τη
φιλοδοξία, να τα μεταποιεί ο πιστός με τη χάρη του Θεού σε παρακλάδια της ίδιας
της ενέργειας της Θεότητας (που είναι η αγάπη), δηλαδή σε εγκράτεια, σε
ακτημοσύνη και πτωχεία, σε ταπείνωση.
Κι αξίζει να κάνει κανείς το παρακάτω σχόλιο, μέσα στο
πλαίσιο της πνευματικής άσκησης του οσίου, εξαφορμής ενός και πάλι
αποστίχου του εσπερινού. «Απαρνήθηκες, θεόσοφε, κάθε ηδυπάθεια καταπιέζοντας το
σώμα σου, με το να πικραίνεις την αίσθηση με τους κόπους της εγκράτειας και της
σκληραγωγίας, και με την υπομονή των πειρασμών και την καρτερία των περιστάσεων».
Έχουν επισημάνει οι ιατροί με διάφορες έρευνές τους ότι ο καρκίνος που
κατατρώγει το σώμα του ανθρώπου τρέφεται από τις ζάχαρες και τα εν γένει
γλυκίσματα. Αντιθέτως, η λήψη πικρών ουσιών από τον άνθρωπο προλαμβάνει πολλές
φορές την ανάπτυξη του καρκίνου, συχνά δε τον καταπολεμά. Αυτό που συμβαίνει
στο σώμα, συμβαίνει και στην ψυχή. Η στροφή του ανθρώπου στις διάφορες
ηδυπάθειες, στην καλλιέργεια δηλαδή της φιληδονίας, αυξάνει τον εγωισμό, δηλαδή
την ουσία της αμαρτίας, άρα κάνει τον άνθρωπο έρμαιο του διάβολου και έρημο της
χάρης του Θεού. Αντιθέτως, η στροφή του στην πικρότητα της εγκράτειας και της
σκληραγωγίας, ό,τι δηλαδή επισημαίνει και το τροπάριο για τον όσιο
Ονούφριο, οδηγεί τον άνθρωπο στην υπέρβαση της φιληδονίας και τον καθιστά καλό
έδαφος για την παρουσία της χάρης του Θεού, συνεπώς της αληθινής
αγάπης. Ο άγιος υμνογράφος θα χαιρόταν ιδιαιτέρως αν ζούσε στις ημέρες μας, που
και η ίδια η ιατρική επιστήμη επιβεβαιώνει στο επίπεδο του σώματος ό,τι
συμβαίνει και στην ψυχή.