15 Ιουνίου 2021

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΑΜΩΣ

«Ὁ Προφήτης Ἀμὼς καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Θεκουὲ τῆς Ἰουδαίας, ἡ ὁποία ἔκειτο νοτιοανατολικὰ τῆς Βηθλεέμ, καὶ ἤκμασε στὴν ἱερὴ πόλη Βαιθήλ, κοντὰ στὴ Σαμάρεια, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τοῦ Ἰσραὴλ Ἱεροβοὰμ Β’ (784 – 746 π.Χ.). Ἦταν βοσκὸς καὶ καλλιεργητὴς συκομορέων καὶ ἀπὸ τὴν ἐργασία αὐτὴ ἐκλήθηκε ἀπ’ εὐθείας ὑπὸ τοῦ Θεοῦ στὸ προφητικὸ ἀξίωμα, ὡς ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὸ ὁμώνυμο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Οὐκ ἤμην προφήτης ἐγὼ οὐδὲ υἱὸς προφήτου, ἀλλ’ ἢ αἰπόλος  ἤμην καὶ κνίζων συκάμινα· καὶ ἀνέλαβέ με Κύριος ἐκ τῶν προβάτων καὶ εἶπε Κύριος πρός με· βάδιζε προφήτευσον ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ». Ἀναδείχθηκε ἔτσι ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ἐλάσσονες Προφῆτες.

Στηλίτευσε τὴν ἠθικὴ καὶ θρησκευτικὴ κατάπτωση τοῦ Ἰσραήλ, καλοῦσε τὸ λαὸ αὐτοῦ σὲ μετάνοια καὶ προφήτευσε τὴν ἐπικειμένη κρίση καὶ αἰχμαλωσία αὐτοῦ. Ἂν καὶ στερεῖτο μορφώσεως, διακρινόταν γιὰ τὴν πρωτοτυπία, τὴ φυσικότητα, τὴ δύναμη καὶ εὐρυθμία τοῦ λόγου, τὸ πλῆθος τῶν εἰκόνων καὶ τὸ ποιοτικὸ κάλλος τοῦ ἔργου του. Ἕνεκα τοῦ σφοδροῦ ἐλέγχου καὶ τῶν ζοφερῶν λόγων του περὶ τῆς τύχης τοῦ Ἰσραήλ, ἐξήγειρε ἐναντίον του τὴν ἱερατικὴ τάξη, ὥστε ὁ ἀρχιερεὺς τῆς Βαιθὴλ Ἀμασίας ζήτησε ἀπὸ τὸ βασιλέα Ἱεροβοὰμ τὴν ἀποπομπὴ τοῦ Ἀμὼς στὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα, διαβάλλοντάς τον ὡς δημεγέρτη καὶ ταραχοποιό. Σὲ ἀπάντηση τῆς πράξεως αὐτῆς τοῦ Ἀμασίου, ὁ Ἀμὼς προανήγγειλε τὸν ὄλεθρο τῆς οἰκογένειας αὐτοῦ. Τότε, λέγεται ἐκ μεταγενεστέρας παραδόσεως, ὅτι ὁ ἐξαγριωθεὶς υἱὸς τοῦ Ἀμασίου Ὀζίας κτύπησε διὰ ροπάλου τὸν Προφήτη Ἀμὼς καὶ τὸν ἄφησε ἡμιθανή. Μεταφερθεὶς δὲ αὐτὸς στὴ γενέτειρά του Θεκουέ, μετὰ δύο ἡμέρες ἀπέθανε».

(Από το ιστολόγιο ῾ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ’)

Ο προφήτης Αμώς ανήκει στους λεγόμενους μικρούς ή ελάσσονες προφήτες. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν σχετίζεται με την ποιότητα των προφητειών των μικρών προφητών – ποιος θα τολμούσε να πει ότι μία προφητεία που εμπνέεται από το Πνεύμα του Θεού είναι μικρότερη από άλλη των λεγομένων μεγάλων προφητών που εξίσου έχει την ίδια πηγή έμπνευσης; - αλλά με την έκταση των σελίδων του έργου που μας άφησαν. Μικροί προφήτες δηλαδή λέγονται εκείνοι των οποίων το έργο που συγκεντρώθηκε αριθμεί λιγότερες σελίδες σε σχέση με των μεγάλων, των οποίων οι προφητείες αριθμούν πολύ περισσότερες σελίδες. Ο χαρακτηρισμός έτσι είναι εντελώς εξωτερικός και όχι ουσιαστικός. Την τοποθέτηση αυτή έχει ήδη απαρχής του κανόνα της ακολουθίας του προφήτη Αμώς και ο ίδιος ο υμνογράφος που τον συνέθεσε. Ως ακροστιχίδα θέτει τη φράση: «Αμώς, υμνολογώ εσένα που είσαι ο προφήτης ο μέγας».

Μέγας λοιπόν προφήτης ο Αμώς κατά τον υμνογράφο, ο οποίος βεβαίως εμπνέεται ως προφήτης όχι από το δικό του μυαλό, αλλά από το Άγιο Πνεύμα που τον κάλεσε στο προφητικό αξίωμα για να γίνει στόμα Θεού. Τα λόγια του Θεού κλήθηκε να μεταφέρει ο προφήτης, γι᾽ αυτό και εκείνος, όπως όλοι οι προφήτες, ξεκινούσε τις όποιες αναφορές του με το «Τάδε λέγει Κύριος», γεγονός που σημαίνει βεβαίως ότι ο λόγος του περιέκλειε τη θεϊκή αυθεντία και καλούσε τους ανθρώπους αποκλειστικά σε υπακοή.  «Θείο όργανο του Παρακλήτου χρημάτισες, μακάριε, υπακούοντας στις αδιάκοπες εμπνεύσεις αυτού» (κάθισμα όρθρου). «Έγινες στόμα του Θεού, παμμακάριστε» (στιχηρό εσπερινού). Κι αξίζει να τονιστεί ότι ο Θεός κάλεσε για προφήτη του έναν απλό βοσκό, όπως αργότερα ασφαλώς κάλεσε ως αποστόλους Του ο ενανθρωπήσας Θεός Ιησούς Χριστός απλούς ψαράδες. Γιατί; Διότι ο Θεός εκείνο που μετρά είναι η καθαρότητα και η δύναμη της καρδιάς και όχι τα εξωτερικά προσόντα, είτε μόρφωση είτε πλούτος είτε θέσεις επίγειες. «Τα πτωχά του κόσμου και εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός – όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος – ίνα καταισχύνη τα ισχυρά». Μπορεί λοιπόν ο προφήτης Αμώς να μη διέθετε ξεχωριστή μόρφωση, παρουσίαζε όμως έναν εξαιρετικό τρόπο ζωής, ο οποίος έλκυσε τον Θεό για να τον κάνει προφήτη του. «Ο Θεός ανέλαβε εσένα που ήσουν προηγουμένως βοσκός και σε ανέδειξε προφήτη, ιεροφάντορα Αμώς» (ωδή δ´). «Είδε ο Θεός τον άμεμπτο τρόπο ζωής σου, ένδοξε, και σε πρόβαλε κήρυκα της δόξας Του και της θείας σαρκώσεως» (ωδή δ´). Για τον προφήτη μάλιστα δεν υπήρχε θέμα επιλογής στην κλήση αυτή. «Όπως όταν βρυχάται το λιοντάρι – σημειώνει ο ίδιος – κάθε άνθρωπος φοβάται, έτσι κι όταν καλεί ο Θεός κάθε άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να υπακούσει».

 Ο προφήτης Αμώς χαρακτηρίζεται ως ο προφήτης της κρίσεως και της δικαιοσύνης του Θεού. Από τη στιγμή που κλήθηκε από τον Θεό στο προφητικό αξίωμα δεν έπαυσε να κηρύσσει, με θυσία στο τέλος της ζωής του, τη δικαιοσύνη του Θεού, ο Οποίος δεν ανέχεται να υπάρχουν αδικίες είτε για τον λαό Του και γενικότερα για τον κόσμο. Που σημαίνει: όπου υπάρχει αδικία, συνήθως από τον ισχυρότερο προς τον ασθενέστερο, εκεί υπάρχει θεομαχία. Ο αδικών γίνεται ενάντιος στον Θεό και πρόκειται τον Θεό να έχει ῾αντίπαλο᾽ στη ζωή του, όπως βεβαίως ο αδικούμενος βρίσκει τον Θεό υπερασπιστή της ζωής του. Αλλά εξίσου αδικία θεωρεί ο προφήτης και την έκπτωση στα είδωλα, την ασέβεια και τον αμαρτωλό σαρκικό τρόπο ζωής, πράγματα που επισημαίνει όχι μόνο στους πλουσίους και ισχυρούς άρχοντες, αλλά και στους ιερείς και στον απλό πολλές φορές λαό. «Έλεγξες με δύναμη τους εργάτες της ασέβειας, παμμακάριε, τονίζοντας την έτοιμη γι᾽ αυτούς αναπόδραστη και αναπόφευκτη τιμωρία, γιατί ακολουθούσες τα δόγματα και τα θεία κρίματα της δικαιοσύνης» (στιχηρό εσπερινού). «Ελέγχοντας τους παράνομους, Αμώς, έδειχνες τη δικαιοσύνη του Κυρίου» (ωδή γ´). «Έλεγξες τον λαό του Ισραήλ, γιατί λάτρευε τα ψεύτικα είδωλα» (ωδή δ´). «Έλεγξες, μακάριε, αυτούς που ήταν νεκροί από τα κτυπήματα της τρυφής, γιατί νόμιζαν ότι είναι αιώνια τα ρευστά» (ωδή ε´).

Ο Αμώς ως γνήσιος προφήτης του Θεού, πέρα από τη στηλίτευση των αδικιών και το κήρυγμα για τον αληθινό Θεό, στρέφει τον λαό και προς το μέλλον. Ο υμνογράφος πολλές φορές αναφέρεται και στον ερχομό του Μεσσία που κήρυσσε ο   προφήτης, τη θεία Του σάρκωση, το κήρυγμα της αγίας Τριάδος, τη σωτηρία που θα φέρει ο ενσαρκωμένος Θεός. «Τριάδα εκήρυξας, Αμώς θεηγόρε» (στιχηρό εσπερινού), «Τη θεία σωτηρία που προφήτεψες, φανερώθηκε, θαυμάσιε Αμώς προφήτη» (ωδή ζ´), «Φανέρωσες τη σάρκωση του Λόγου, Αμώς»  (ωδή η´). Κι αυτό σημαίνει βεβαίως πόσο στενή είναι η σχέση της Παλαιάς προς την Καινή Διαθήκη. Ο υμνογράφος δράττεται της ευκαιρίας για να μιλήσει και γι᾽ αυτό: ο προφήτης, ανήκοντας στον χώρο της Παλαιάς, υπήρξε στύλος της Καινής Διαθήκης και συνεπώς στήριγμα για τη σκεπή, την οποία αυτή συνιστά. «Τέθηκες σαν στύλος, προφήτη, της Καινής Διαθήκης, υποστηρίζοντας τη στέγη αυτής» (ωδή γ´). Είναι γνωστό: όποιος θελήσει να αποδεχτεί τη μία εκ των δύο Διαθηκών, παραμερίζοντας και υποβαθμίζοντας την άλλη, εκπίπτει από την αλήθεια. Η Παλαιά Διαθήκη παραπέμπει στην Καινή και η Καινή στην Παλαιά. Όπως σημειώνει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: πρόκειται για δύο αδελφές που υπηρετούν τον ίδιο Δεσπότη. Ο ίδιος άλλωστε ο Κύριος έχει πει: «Ό,τι έγραψε ο Μωυσής και οι προφήτες για εμένα το έγραψαν». «Τα νέα λοιπόν δεν είναι νέα. Προαναγγέλθηκαν από την Παλαιά Διαθήκη. Τα παλαιά δεν είναι παλαιά. Φανερώθηκαν και επιβεβαιώθηκαν από την Καινή Διαθήκη» (Χρυσόστομος).  

14 Ιουνίου 2021

ΔΕΥΤΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

«Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτήμασι, καινίσας τῷ πάθει Σου καί τῇ ἐγέρσει Σου, ἀνελήλυθας ὀχούμενος νεφέλῃ, πρός τά ἐπουράνια˙ δόξα τῇ δόξῃ Σου» (ωδή α΄εορτής Αναλήψεως).

(Αφού ανακαίνισες με το Πάθος Σου και την Ανάστασή Σου, Κύριε, τον κόσμο που είχε γεράσει από τις πολλές αμαρτίες, ανήλθες προς τα επουράνια εποχούμενος πάνω σε νεφέλη. Δόξα στη δόξα Σου).

Ο άγιος Ιωσήφ ο Θεσσαλονίκης, ο υμνογράφος του δεύτερου κανόνα της μεγάλης Δεσποτικής εορτής της Αναλήψεως του Κυρίου, νιώθει την ανάγκη να δοξολογήσει τη δόξα του Κυρίου – και πώς αλλιώς; Κάθε τι που είναι του Θεού, ιδίως το δοξαστικό απολυτρωτικό έργο Του, είναι αντικείμενο έρωτα και αγάπης προς Εκείνον: το να δοξολογείς τη δόξα του Θεού σημαίνει να είσαι σε εκστατική πορεία θείου έρωτα, δίνοντας την καρδιά σου σ’ Εκείνον που σε αγάπησε «μέχρι τέλους». Και η πρόκληση έρχεται από τον αναλαμβανόμενο Κύριο επί «νεφέλης», ο  Οποίος πηγαίνει «ὅπου ἦν τό πρότερον», εκεί από όπου ποτέ δεν έφυγε ως Θεός, στα δεξιά του Πατέρα δηλαδή, μαζί όμως πια με την ανθρώπινη φύση Του. Αυτό είναι το μέγιστο μυστήριο για το οποίο μένουν έκπληκτοι και όλοι οι άγγελοι και οι λοιπές επουράνιες δυνάμεις: ο ερχομός του Κυρίου στον κόσμο δεν ήταν μία απλή παρένθεση στη ζωή Του, όπως τα ευρήματα φαντασίας των αρχαίων ποιητών που έβαζαν τους «θεούς» να εισέρχονται στην ανθρώπινη ζωή και να επανέρχονται μετέπειτα στην «κανονικότητά» τους. Η «κανονικότητα» του Κυρίου Ιησού Χριστού είναι μετά την ενσάρκωσή Του να κρατάει διαπαντός και την ανθρώπινη φύση Του, ενωμένη με τη θεότητά Του στη μία Του θεϊκή προσωπικότητα και υπόσταση.

Ο Κύριος λοιπόν αναλαμβάνεται «μετά σαρκός», «σύσσωμος», (εκπληρώνοντας την προτύπωση (προφητεία χωρίς λόγια) της Αναλήψεώς Του με την ανάληψη του προφήτη Ηλία – είναι πολύ ωραίο το τροπάριο από την ε΄ ωδή του ίδιου κανόνα που αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτό: «ανερχόταν στους ουρανούς πάνω σε άρμα ο Ηλίας, ζωοδότα Κύριε, εξεικονίζοντας την θεία Σου ανάληψη»), έχοντας εκπληρώσει το έργο Του: την ανακαίνιση του κόσμου, που πραγματοποιήθηκε με όλη τη ζωή Του, κυρίως όμως με το Πάθος και την Ανάστασή Του. Και η ανακαίνιση που έφερε προϋπέθετε ακριβώς έναν κόσμο φθοράς και γήρατος. Γιατί σ’ αυτό οδηγεί πάντοτε η αμαρτία τον άνθρωπο, απαρχής της πτώσεώς του και όσο θα υπάρχει αυτός ο κόσμος με τη σημερινή του μορφή: στη γήρανση. Παλεύει ο άνθρωπος της κάθε εποχής, ιδίως σήμερα με τα εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα, να διακρατηθεί διαπαντός «νέος» - στο σώμα του εξαντλεί την ανθρωπότητά του. Και προβαίνει σε επεμβάσεις πλαστικές του σώματος, σε αλλαγές αισθητικές, προκειμένου να διατηρήσει το σώμα του ει δυνατόν «άφθαρτο» και παντοτινά «ακμαίο»! Πόση ουτοπία όμως! Και πόση ολιγοπιστία λόγω του υποκρυπτόμενου φόβου θανάτου! Γιατί το σώμα του ενδεχομένως μπορεί να τα καταφέρει και να το κάνει να φαίνεται νέο. Η ψυχή όμως και το πνεύμα του; Αυτά πώς μπορούν να διατηρηθούν σε νεότητα;

Ο άγιος υμνογράφος λοιπόν το υπενθυμίζει: η αιωνία νεότητα ήδη είναι γεγονός. Δεν χρειάζονται πλαστικές και αισθητικές επεμβάσεις για να αποκτηθεί από τον άνθρωπο. Κι αυτό γιατί ήρθε ο Χριστός στον κόσμο και τον ανακαίνισε από τα γηρατειά του, προσλαμβάνοντάς τον μέσα στη δική Του αιώνια ύπαρξη. Κάθε άνθρωπος που θα πιστέψει σ’ Αυτόν και θα θελήσει να Τον εντάξει σοβαρά στη δική του ζωή θα δει το αποτέλεσμα όχι της πλαστικής, αλλά της αληθινής και οντολογικής αλλαγής του: να γίνεται πράγματι νέος, στο πνεύμα και την καρδιά – εκεί που λειτουργεί ο γνήσιος άνθρωπος. «Εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινή κτίσις», λέει ο απόστολος Παύλος, όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι καινούργια δημιουργία, γιατί αυτό είπαμε φέρνει Εκείνος: «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα», να, όλα τα κάνω καινούργια.

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΕΛΙΣΑΙΟΣ

«Ο προφήτης Ελισαίος ήταν γιος του Σαφάτ, από την Αελμούθ, από την περιοχή του Ρουβίμ. Σ᾽ αυτόν, όταν γεννήθηκε στα Γάλγαλα, συνέβη κάποιο τεράστιο παράδοξο: η χρυσή δάμαλη που προσκυνείτο ως είδωλο εκεί, βόγγιξε τόσο δυνατά, ώστε να ακουστεί στα Ιεροσόλυμα. Είπε τότε ο ιερέας ερμηνεύοντας το γεγονός ότι προφήτης γεννήθηκε σήμερα στα Ιεροσόλυμα, ο οποίος θα γκρεμίσει τα αγάλματα  και θα συντρίψει τα (ειδωλολατρικά) μνημεία. Ο Θεός πράγματι έκανε μέσω των χειρών του Ελισαίου του προφήτη πολλά μεγάλα θαύματα. Όταν πέθανε, τάφηκε στη Σαμάρεια στη Σεβαστούπολη. Αυτός προφήτευσε για την παρουσία του Κυρίου και γλύκανε τα νερά της Ιεριχώς, τα οποία ήταν αλμυρά και προκαλούσαν ατεκνία στις γυναίκες. ῾Αυτά λέγει ο Κύριος, είπε ο προφήτης: θεραπεύω τα νερά αυτά. Και θεραπεύτηκαν᾽. Αλλά και νεκρούς ανέστησε και τον Νεεμάν τον Σύρο που ήταν λεπρός τον καθάρισε από τη λέπρα. Αντιθέτως, τον Γιεζή τον υπηρέτη του, τον έκανε λεπρό λόγω της φιλαργυρίας και της παρακοής του. Κι ακόμη, ενώ ήταν νεκρός, ανέστησε νεκρό. Όπως και χώρισε τα νερά του Ιορδάνη, κτυπώντας τα με τη μηλωτή του προφήτη Ηλία».

Η μνήμη του προφήτη Ελισαίου συνυπάρχει πάντοτε με τη μνήμη του πνευματικού του πατέρα και διδασκάλου, προφήτη Ηλία. Ακόμη και το απολυτίκιο του αγίου Ελισαίου πρωτίστως αναφέρεται στον Ηλία και έπειτα σ᾽ εκείνον. Και δικαίως: ο Θεός κάλεσε τον Ελισαίο στο προφητικό αξίωμα διά του μεγάλου Ηλία και του έδωσε όχι απλώς την προφητική δύναμη του διδασκάλου του, αλλά την περίσσεια αυτής, διπλή δηλαδή τη χάρη εκείνου. Ο υμνογράφος Ιωάννης ο μοναχός που συνέγραψε την ακολουθία του αγίου Ελισαίου εκεί πρωτίστως επικεντρώνει την προσοχή του: αφενός στην ιδιαίτερη σχέση του μαθητή προς τον διδάσκαλο, του Ελισαίου προς τον Ηλία, που σημαίνει οποιαδήποτε αναφορά στον ένα είναι ταυτόχρονη αναφορά και στον άλλον, αφετέρου στην προφητική χάρη που έλαβε ο Ελισαίος, τη διπλή όπως είπαμε του διδασκάλου.   Εκτός από το απολυτίκιο («...ο δεύτερος Πρόδρομος της παρουσίας Χριστού, Ηλίας ο ένδοξος, άνωθεν καταπέμψας Ελισαίω την χάριν...»), το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού μεταξύ άλλων τονίζει την παραπάνω αλήθεια: «Τους πιο μεγάλους από τους προφήτες και λαμπρότατους φωστήρες της οικουμένης ας τιμήσουμε με ύμνους πιστοί, δηλαδή τον Ηλία και τον Ελισαίο». Έτσι πάντοτε ῾συν αυτώ (τω Ηλία) σε τιμώμεν, Ελισαίε᾽ (εξαποστειλάριο όρθρου). Και: «Μακάριε Ελισαίε, ο ζηλωτής Ηλίας άφησε εσένα να καταλάμπεσαι με διπλό το χάρισμα» (στιχηρό εσπερινού). «Έλαβες διπλή τη χάρη από το Πνεύμα του Θεού και φάνηκες έτσι θαυμαστός προφήτης σε όλα τα πέρατα της οικουμένης» (κοντάκιο).

Ο άγιος υμνογράφος υπενθυμίζει το αυτονόητο: το αξίωμα του προφήτη και τη διπλή χάρη του προφήτη Ηλία τα έλαβε ο Ελισαίος από τον Θεό όχι απροϋπόθετα. Διότι ο Θεός μας προσφέρει τα πάντα στον άνθρωπο, ως γνωστόν, αρκεί ο άνθρωπος να βρίσκεται σε ετοιμότητα αποδοχής της χάρης Του. Μία προσφορά του Θεού χωρίς ο άνθρωπος να είναι έτοιμος, θα σημαίνει ίσως εκβιασμό της ελευθερίας του ανθρώπου και συνεπώς άρνηση του τρόπου δημιουργίας του. Ο Ελισαίος λοιπόν είχε καταστήσει τον εαυτό του ευαπόδεκτο της χάρης του Θεού, γι᾽ αυτό και η κλήση του σε προφήτη λειτούργησε κατά τρόπο σύμφωνο με το θέλημα του Θεού. Τι είχε κάνει λοιπόν ο Ελισαίος; «Καθάρισε τον νου του από τις ηδονές του σώματος, γι᾽ αυτό και υποδέχθηκε τις λάμψεις του αγίου Πνεύματος, τις οποίες και μετέδωσε στους άλλους ανθρώπους»  (στιχηρό εσπερινού). Με άλλα λόγια ο προφήτης «φύλαξε καθαρό το μάτι της ψυχής του και γι᾽αυτό αξιώθηκε με τον φωτισμό του Πνεύματος να προβλέπει τα μέλλοντα» (ωδή α´). Και με άλλη διατύπωση του υμνογράφου: Ο προφήτης «αναδείχθηκε κειμήλιο της παρθενίας, αφού απέκτησε τον τρόπο ζωής και την άφθονη χάρη του διδασκάλου του Ηλία» (ωδή ζ´). «Ακολουθούσε τη ζωή του όλο το πλήθος των αρετών» (ωδή δ´).

Χαρά του αγίου υμνογράφου είναι να περιστρέφεται διαρκώς πάνω  στις προϋποθέσεις λήψεως από τον Προφήτη του Πνεύματος του Θεού˙ τις αρετές και την πνευματική άσκησή του. Δεν βρίσκει λόγια να διηγηθεί αυτές του τις αρετές και συνεπώς και τις πνευματικές του αναβάσεις. «Ποιος θα διηγηθεί τις πρακτικές σου αρετές; Ποιος θα μπορέσει να εξαγγείλει τις πνευματικές σου αναβάσεις, προφήτη του Θεού;» (ωδή ε´). Σε ένα τέτοιο ύψος ευρισκόμενος ο προφήτης, έχοντας γίνει θεοειδής όλος από το Πνεύμα του Θεού, «με νου ειλικρινή και λόγο καθαρότατο» (ωδή ς´), προβαίνει και στην προφητική του αποστολή: να είναι «ριζότομος» και «φυτοκόμος». Αυτό είναι το έργο ενός προφήτη. «Το Πνεύμα το Άγιο σε ανέδειξε ριζότομο, δηλαδή να κτυπάς στη ρίζα κάθε κακία, όπως και φυτοκόμο, δηλαδή να φροντίζεις και να καλλιεργείς τα φυτά κάθε αρετής» (ωδή δ´).

Να ξεριζώνει το κακό και να φυτεύει το καλό και να το φροντίζει: σ᾽αυτό κάλεσε τον προφήτη ο Θεός, όπως και τους άλλους προφήτες, και σ᾽ αυτήν την προοπτική βλέπουμε να λειτουργεί η διδασκαλία του και το θαυματουργικό του χάρισμα. Διδασκαλία και θαύματα ήταν στην ίδια γραμμή για τον προφήτη που άνοιγαν παράθυρο για την όραση του μέλλοντος˙ τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο.  Ο άγιος Ιωάννης ο μοναχός μάς δίνει ένα εξαίσιο δείγμα της θεώρησης αυτής, όταν μνημονεύει τη θεραπεία από τον Ελισαίο της λέπρας του Νεεμάν του Σύρου. Ο προφήτης θεραπεύει τη λέπρα του Νεεμάν κι αυτή η κάθαρσή του ήταν μία προεικόνιση, μία δηλαδή χωρίς λόγια προφητεία, της θεραπείας και της κάθαρσης του ανθρώπου που θα έφερνε στον κόσμο διά του αγίου βαπτίσματος ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός. «Λουσμένος ο Νεεμάν μέσω του Ελισαίου κι αφού ξεπλύθηκε από τη λέπρα  του στον Ιορδάνη, δήλωνε την θεία κάθαρση του βαπτίσματος» (ωδή η´).

13 Ιουνίου 2021

Η ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ ΩΣ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν ἐκκλησιαστική παράδοση, τόν κάνει νά πλατύνεται τόσο, ὥστε νά ζεῖ τήν αἰώνια ζωή μέσα στά ἀσφυκτικά καί περιορισμένα πλαίσια τῆς ζωῆς αὐτῆς, μέσα στό ἐδῶ καί στό τώρα, νά ζεῖ δηλαδή τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, νά γίνεται καί ὁ ἴδιος ἄκτιστος. ῾Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽ (Γαλ. 2,20) κατά τή μαρτυρία τοῦ ἀπ. Παύλου. Κι αὐτό εἶναι τό μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς: σέ παίρνει ὁ Χριστός, σέ κάνει ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον, κι ἐνῶ φαίνεσαι ὅτι ζεῖς τήν ἴδια ζωή μέ τούς ἄλλους, ἐσύ ἔχεις γίνει ἕνας μικρός Θεός, ῾ἐν σαρκί περιπολῶν Θεός᾽ κατά τήν ἔκφραση ἐκκλησιαστικοῦ Πατέρα. Ὁπότε καταλαβαίνει κανείς ὅτι αὐτό πού λέμε ζωή εἶναι πέρα ἀπό αὐτό πού ἐπισημαίνουν οἱ αἰσθήσεις. Ζωή μπορεῖ νά εἶναι ἡ αἰώνια ζωή: ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο, μπορεῖ ὅμως νά εἶναι καί μία νέκρωση πού ἁπλῶς φαίνεται ὡς ζωή. Σάν τήν περίπτωση πού λέει ὁ Κύριος γιά ἐκείνους πού δέν τόν ἀκολουθοῦσαν καί τούς χαρακτήρισε ὡς ζωντανούς νεκρούς. ῾῎Αφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς᾽ (Ματθ. 8,22).

 Εἶναι περιττό βεβαίως καί νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι τή ζωή αὐτή στήν ὁποία μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος, μπορεῖ κανείς νά τή ζήσει μέσα στό ζωντανό σῶμα Του, τήν ᾽Εκκλησία, γιατί ἐκεῖ ὡς μέλος αὐτοῦ τοῦ σώματος ἱκανώνεται ἀπό τόν Χριστό νά τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές Του. ῎Εξω ἀπό τήν ᾽Εκκλησία ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνον ἀδυνατεῖ νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τίς θεωρεῖ πολλές φορές ἀνοησία. Ποιός ῾λογικός᾽ ἄνθρωπος, μή χριστιανός, θά θεωροῦσε ὡς κάτι φυσικό, γιά παράδειγμα, τήν ἀγάπη πρός τόν ἐχθρό; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δέν εἶπε ὅτι ῾χωρίς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν;᾽(Πρβλ.᾽Ιωάν. 15, 5). Αὐτό σημαίνει ὅμως ὅτι καί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἔξω ἀπό τήν ᾽Εκκλησία εἶναι ἀδύνατη καί τό βάθος τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ - ἡ ἴδια ἡ αἰώνια ζωή – δέν εἶναι κατορθωτό.

Οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου που ἑορτάζουμε σήμερα αὐτό προσπάθησαν νά διασφαλίσουν: τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, τή ζωή τῆς ᾽Εκκλησίας, τήν αἰώνια ζωή μέσα στή ζωή αὐτή, τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς πραγματική σχέση μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ. Γι᾽ αὐτό καί τούς τιμᾶμε καί τούς γεραίρουμε. Καί τούς παρακαλοῦμε νά εὔχονται γιά μᾶς, ὥστε νά μένουμε στήν ἴδια μέ ἐκείνους χάρη, δηλαδή στή χάρη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ μας.

12 Ιουνίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

 

«Ἐγώ σέ ἐδόξασα ἐπί τῆς γῆς, τό ἔργον ἐτελείωσα ὅ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καί νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρά σεαυτῷ» (Ἰωάν. 17, 4-5)

 Σέ ἄμεση ἀναφορά πρός τούς Πατέρες τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τούς ὁποίους ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Παρμένο ἀπό τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τονίζει αὐτό γιά τό ὁποῖο ἀγωνίστηκαν οἱ Πατέρες ἐν Συνόδῳ: τήν ἑνότητα καί ὁμοουσιότητα Αὐτοῦ μέ τόν Θεό Πατέρα καί  τό σωτηριῶδες ἔργο Του πάνω στή γῆ, γεγονός πού παραπέμπει στή σχέση τοῦ Ἴδιου πρός τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι σέ ἑνότητα πιά μέ τόν Χριστό μποροῦν νά φανερώνουν καί αὐτοί στή ζωή τους τή θεϊκή Τριαδική ἑνότητα. Ὁ Κύριος εἶναι ἀπολύτως βέβαιος γιά ὅ,τι προσέφερε στόν κόσμο. Ἡ εὐθύνη ἀπό δῶ καί πέρα θά ἀνήκει πρωτίστως στους ἀνθρώπους. «Ἐγώ φανέρωσα τή δόξα Σου πάνω στή γῆ, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσα τό ἔργο πού μοῦ ἀνέθεσες νά κάνω. Τώρα λοιπόν ἐσύ, Πατέρα, δόξασέ με κοντά σ’ ἐσένα».

 1. Ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου: τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, συνιστᾶ τή δόξα τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ὁ Κύριος εἶναι ἀπολύτως σαφής: ὅλη ἡ ζωή Του ἐπί τῆς γῆς, ἡ διδασκαλία Του, τά θαύματά Του, κατεξοχήν δέ ἡ Σταύρωση καί ἡ Ἀνάστασή Του, ἀποτελοῦν τήν ἐξαγγελία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἤ ἀλλιῶς: τό κάθε γεγονός τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου εἶναι καί μία ἀποκάλυψη τῆς ζεστῆς ἀγκαλιᾶς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μέχρι τόν ἐρχομό τοῦ Υἱοῦ Του ὡς ἀνθρώπου κατενοεῖτο πρωτίστως ὡς φόβητρο καί ἀπειλή γιά τόν ἄνθρωπο. Κατά συνέπεια ἡ ἐπί γῆς ζωή τοῦ Κυρίου ἔχει ἀναγωγικό χαρακτήρα, ἀφοῦ τελική ἀναφορά της ἔχει πάντοτε τόν Θεό καί τή δόξα Του. Μόνον Ἕνας – κι Αὐτός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός – στόν ὁποῖο ὁ Θεός ἦταν τό διαρκές ὅραμά Του καί ἡ βούλησή Του ἦταν ἀταλάντευτα προσανατολισμένη πρός τό ἅγιο θέλημα Ἐκείνου μποροῦσε νά λέει στούς Ἰουδαίους καί σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με  περί ἁμαρτίας;», ὅπως καί ὅτι «οὐδέποτε αὐτός ἐκζήτησε τή δόξα τή δική του». Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος εἶναι ἀγάπη στόν βαθμό πού εἶναι καί ταπείνωση.

2. Κι ἀκριβῶς αὐτή εἶναι καί ἡ ἐξήγηση τήν ὁποία δίνει καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: Δόξασε τόν Θεό Πατέρα, γιατί ἔκανε ἀπόλυτη ὑπακοή σέ ὅ,τι Ἐκεῖνος Τοῦ ἀνέθεσε, μέχρις ὅτου ὁλοκλήρωσε τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. «Τό ἔργον ἐτελείωσα ὅ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω». Τό ἔργο τῆς σωτηρίας δηλαδή ἦταν καρπός ἀνάθεσης ἀποστολῆς ἀπό τόν Θεό Πατέρα, πού σημαίνει ὅτι τότε δοξάζεται κατεξοχήν ὁ Θεός, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κατά τό πρότυπο τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ὑπακούει στό ἅγιο θέλημα Αὐτοῦ. Γιατί αὐτό; Διότι ἡ ὑπακοή στόν Θεό δημιουργεῖ τίς συνθῆκες φανέρωσης  τῆς ἀληθινῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, σάν νά γίνεται ὁ ὑπήκοος σ’ Αὐτόν διάφανη δίοδός Του. Τό ἴδιο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη τό εἶχε ἐπισημάνει: «Πρός τίνα ἐπιβλέψω ἀλλ’ ἤ ἐπί τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον καί ἀκούοντά μου τούς λόγους καί τρέμοντα αὐτούς;» Ἔτσι ἡ ὑπακοή δέν  κατανοεῖται κατά τόν τρόπο τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων, ὡς δηλαδή ἐξωτερικός καταναγκασμός πού ἐξεγείρει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ’ ὡς ἐκείνη ἡ ἀναγκαία συνθήκη πού συντονίζει τόν ἄνθρωπο μέ τή ζωή τοῦ Θεοῦ. Ἕνα συγκλονιστικό πράγματι περιστατικό ἀπό τή ζωή τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἄθω ἐν προκειμένῳ διασώζει ὁ ἁγιασμένος Γέρων Σωφρόνιος. Σέ ἐπίσκεψη μοναχοῦ στόν ἅγιο στή Μονή τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος πού ζοῦσε καί στήν ἀποκάλυψή του ὅτι τοῦ φανερώθηκε ἡ Παναγία, ὁ ἅγιος Σιλουανός ἀμφισβήτησε ἐντελῶς τό «ὅραμά» του γιά τήν Παναγία μέ τό ἑξῆς ἁπλό ἀλλά καί βαθύτατα θεολογικό ἐπιχείρημα: «Η Παναγία ἦταν πρότυπο ὑπακοῆς σέ ὅλη τή ζωή της ἀπέναντι στόν Θεό. Ἐσύ, πάτερ μου, ζεῖς κατά τό δικό σου τό θέλημα, συνεπῶς εἶναι ἀδύνατον νά σοῦ ἐμφανίστηκε ἡ ὑπήκοος στόν Θεό  Θεοτόκος».

 Ὁ δοξασμός τοῦ Θεοῦ μέσω τοῦ ὑπηκόου στό ἅγιο θέλημά Του ἐπιβεβαιώνεται θά ἔλεγε κανείς καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου: Πότε, κατά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, βλασφημεῖται ὄντως ὁ Θεός; Ὅταν κηρύσσεται τό ὄνομά Του ἀπό ἐκείνους πού κατά τήν πράξη τῆς ζωῆς τους εἶναι ἀνυπάκουοι πρός Αὐτόν. Ὁ κήρυκας δηλαδή στήν περίπτωση αὐτή φανερώνει ἕναν Θεό πού ὑπάρχει μόνον στά χείλη του καί δέν ὑποστηρίζεται ἀπό τήν ἴδια τή ζωή του. Συνεπῶς, γιά τόν ἐκτός τῆς πίστεως αὐτός ὁ Θεός δέν ὑφίσταται, εἶναι ψεύτικος. Ἰσχύει ὅ,τι εἶχε γράψει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Μισῶ διδάγματα οἷς ἐναντίος ὁ βίος». Μόνον ὁ ὑπάκουος λοιπόν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται ἡ γέφυρα πού ἑνώνει τή γῆ μέ τόν Οὐρανό, κι αὐτό λόγω τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης πού αὐτός τρέφει πρός τόν Θεό, μέσα σέ πλαίσια μάλιστα ἀπόλυτης ἐλευθερίας. Κι ἄν αὐτό συμβαίνει γιά τούς χριστιανούς, ἄς φανταστεῖ κανείς πόσο τοῦτο ἰσχύει γιά τόν ἴδιο τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος «ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ»!

3. Εἶναι εὐνόητο λοιπόν ὅτι ὁ Θεός δοξάζεται ὄχι ἐκεῖ πού ἁπλῶς ἐκφέρεται τό ὄνομά Του, ὄχι ἐκεῖ πού ἐκβιαστικά προβάλλεται τό θέλημά Του, ὄχι ἐκεῖ πού δέν ἀφήνεται χῶρος νά ἀναπνεύσει ὁ ἄνθρωπος, ἔστω καί στό ὄνομα Ἐκείνου – κάθε κατάργηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου συνιστᾶ διαστροφή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς κατανοεῖται ὡς βλασφημία Του - ἀλλά ἐκεῖ πού φανερώνεται ἡ ἀγάπη ὡς σεβασμός τοῦ ἄλλου καί θυσία πρός χάρη αὐτοῦ, δηλαδή στήν ἀληθινή ὑπακοή στόν Θεό. Μέ ἄλλα λόγια ἀρεστό στόν Θεό, δοξολογία Ἐκείνου κατά τό ἐκπεφρασμένο ἀπό τόν Ἴδιο θέλημά Του εἶναι ὅπου ὑπάρχει παραίτηση ἀκόμη καί ἀπό τά νόμιμα θεωρούμενα δικαιώματα προκειμένου νά ζήσει ὁ ἄλλος. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ μεγαλύτερη δοξολογία πού ὑπῆρξε ποτέ γιά τόν Θεό, ἡ ἀπόλυτη δόξα Του, ἦταν ὅταν σταυρώθηκε ὁ Κύριος. Πάνω στόν Σταυρό ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη μέ τά ἀληθινά ὅριά της, τά ὅρια τῆς θυσίας, δοξολογεῖ μέ τή δυνατότερη φωνή τόν Δημιουργό, ὁ ἴδιος ὁ Σταυρός γίνεται ὄντως ἡ «δόξα» Κυρίου κατά τή θεόπνευστη ἐκτίμηση ἰδίως τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη.

4. Καί τί γίνεται σ’ αὐτήν τήν περίπτωση, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου; Ὁ ἀληθινά ὑπάκουος δέχεται καί ὁ ἴδιος τόν δοξασμό του ἀπό τόν Θεό. «Καί νῦν δόξασόν σε σύ, Πάτερ, παρά σεαυτῷ». Ἄν ὁ Κύριος θεωρεῖ δεδομένη τήν ἀνταπόδοση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ Πατέρα, λόγω τοῦ ταπεινοῦ καί ὑπάκουου φρονήματός Του, τό ἴδιο θά ἰσχύει καί γιά κάθε ἀκόλουθο καί μαθητή Του. Αὐτό δέν διδάσκει καί ὅλη ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μέσα ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων; «Τούς ἐμέ  δοξάζοντας δοξάσω». «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος». Ὅ,τι ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε καί σέ ἀνάλογη παραβολή Του: ὅτι τόν πιστό ὑπηρέτη του ὁ βασιλιάς θά τόν ἀνταμείψει καί θά τόν διακονήσει ὁ ἴδιος, ἀκριβῶς τοῦτο βλέπουμε ὄχι μόνο στόν ἴδιο ὡς ἄνθρωπο, ἀλλά καί σέ κάθε συνεπές μέλος Του. Ἡ ἐν δόξῃ μάλιστα ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, κατά τήν ὁποία ὁ Κύριος κάθεται στά δεξιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί μέ τήν ἀνθρώπινη φύση Του διαπαντός, συνιστᾶ τή μεγαλύτερη ἐπιβεβαίωση τοῦ παραπάνω λόγου Του, μέ τόν ὁποῖο παρακαλεῖ τόν Θεό Πατέρα «νά Τόν δοξάσει μέ τή δόξα πού εἶχε κοντά Του προτοῦ νά γίνει ὁ κόσμος».

Ἡ ἀνυπακοή τοῦ πρώτου Ἀδάμ ἐπέφερε τήν ἀμαύρωση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ  στήν ὕπαρξή του καί τήν ἀλλοίωσή της στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου μέ τά γνωστά σέ ὅλους καταστροφικά ἀποτελέσματα. Ἡ ὑπακοή τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπέφερε τόν καθαρισμό τῆς εἰκόνας Αὐτοῦ καί τῆς σωτηρίας γι’ αὐτό τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς χριστιανοί ἡ μόνη ὁδός πού μᾶς σώζει εἶναι νά ἀκολουθοῦμε χάριτι Θεοῦ τά ἴχνη τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἡ μόνη ὁδός πού φέρνει τόν Θεό στή ζωή μας καί μᾶς καθιστᾶ ζωντανά παραδείγματα δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ μόνιμη ἄλλωστε προτροπή καί ἐντολή Του: «Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν τά καλά ὑμῶν ἔργα καί δοξάσωσιν τόν Πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς Οὐρανοῖς».

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ

«Ο όσιος Ονούφριος ήταν από την Αίγυπτο και ζούσε σε κοινόβιο που βρισκόταν στην Ερμούπολη Θηβών. Όταν άκουσε τον βίο του προφήτη Ηλία και του αγίου Προδρόμου, άφησε το κοινόβιο και κατοίκησε στην έρημο επί εξήντα χρόνια, χωρίς να έχει δει καθόλου άνθρωπο. Τον όσιο Ονούφριο βρήκε ο μέγας Παφνούτιος, τότε που προχώρησε στα ενδότερα της ερήμου, προκειμένου να ευλογηθεί από άγιους άνδρες. Αφού είχε διανύσει λοιπόν ο Παφνούτιος δεκαεπτά ημέρες και έφτασε στον τόπο που ζούσε ο άγιος, τον πλησίασε και παρακάλεσε να του πει το όνομά του και να του εξηγήσει όλα τα σχετικά με τη ζωή του. Πράγματι τα έμαθε και αργότερα τα διηγήθηκε στους ασκητές μοναχούς, όχι μόνο γι᾽ αυτόν τον θεοφόρο Πατέρα Ονούφριο, αλλά και για άλλους, τους οποίους προχωρώντας βρήκε στην έρημο.

Τότε μάλιστα, όταν παρευρισκόταν ο Παφνούτιος εκεί, επειδή ο όσιος Ονούφριος εκδήμησε προς τον Κύριο, έσκισε το ένδυμά του σε δύο μέρη, και το ένα το έριξε πάνω στο άγιο λείψανο (διότι ήταν γυμνό, καλυπτόμενο από μόνες τις λευκές τρίχες), ενώ το άλλο το κράτησε για τη δική του κάλυψη. Θάβει λοιπόν το άγιο λείψανο σ᾽ αυτόν τον τόπο, κι αμέσως η καλύβα κατέπεσε και ο φοίνικας ξεράθηκε και το νερό χάθηκε. Τελείται δε η σύναξή του στο αγιότατο ευκτήριό του, που βρίσκεται στη Μονή του Αγίου Αλυπίου».

Για έναν μεγάλο ασκητικό Πατέρα σαν τον όσιο Ονούφριο δεν περιμένει κανείς κάτι άλλο από αυτό που κάνει η υμνολογία της ημέρας: να τονίζει την ασκητική του διαγωγή, τις αρετές του, τη διαρκή αναγωγή του στον Θεό, και μάλιστα στην έρημο που είχε καταφύγει. Πράγματι λοιπόν το πρώτο που προβάλλει ο άγιος υμνογράφος για τον μεγάλο Ονούφριο είναι η απόσυρσή του από την κοινωνία του κόσμου πρώτα και του κοινοβίου έπειτα, σε ερημική τοποθεσία, ώστε μόνος μόνω Θεώ να λατρεύει ακατάπαυστα Εκείνον. Κι αυτό γιατί; Διότι έστω και σε κοινόβιο ευρισκόμενος ζούσε πολλές φορές τη σύγχυση που προκαλεί η συναναστροφή με τους άλλους. «Πατέρα θεόφρον Ονούφριε, απομάκρυνες τον εαυτό σου από την κοσμική σύγχυση και ανέβηκες στην υπερκόσμια ακρότητα» (στιχηρό εσπερινού). Ποια η αιτία της επιθυμίας του για πλήρη απομόνωση; Όχι βεβαίως ο δαιμονικός εγωισμός που δεν ανέχεται την παρουσία άλλων, αλλά ο πλούτος της αγάπης προς τον Θεό, η οποία κινεί τον άγιο άνθρωπο να μένει εντελώς απερίσπαστος στη λατρεία του Θεού. «Ανέβηκες στην υπερκόσμια ακρότητα, γιατί πόθησες την ίδια την πηγή των αγαθών, κι έφτασες αυτό το αληθινά αγαθό, τον Θεό» (στιχηρό εσπερινού). «Μπήκες στον ζυγό του Χριστού, Ονούφριε, γιατί ποθούσες να συναναστρέφεσαι Αυτόν μόνος σου σε άβατες ερήμους και να νιώθεις την τρυφή από το κάλλος της θείας δόξης Του» (ωδή γ´).

Χρειάζεται ιδιαιτέρως να επιμείνουμε σ᾽αυτήν την ερημική απόσυρση του οσίου. Διότι ίσως κάποιος να σκεφτεί ότι μπορεί κι αυτός να κάνει το ίδιο, αν θέλει να βρει τον Θεό. Ο όσιος Ονούφριος, το εξηγήσαμε, εξήλθε από τον κόσμο πηγαίνοντας σε κοινόβιο. Κι αφού έμεινε εκεί αρκετά χρόνια ασκούμενος μαζί με άλλους, κινήθηκε από την αγάπη του Θεού για πλήρη μόνωση, έχοντας ως παράδειγμα τους αγίους προφήτες Ηλία και Ιωάννη Πρόδρομο («την Ιωάνου γαρ και Ηλιού εζήλωσας πολιτείαν, παμμάκαρ Ονούφριε») (ωδή ς´).  Αυτή είναι η κανονική πορεία: πρώτα εισέρχεται κανείς σε κοινόβιο κι έπειτα, αν νιώσει την κλήση του Θεού, ζητεί ευλογία για μεγαλύτερη μόνωση. Διότι αν κανείς, χωρίς να έχει αντιπαλέψει τα πάθη του σε σχέση με τους άλλους, χωρίς δηλαδή να έχει ῾στρογγυλοποιηθεί᾽ στον χαρακτήρα του, όπως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες – η ῾στρογγύλευση᾽ αυτή γίνεται μόνον όταν σχετιζόμαστε με τους άλλους – απλώς στην έρημο θα μεταφέρει τα πάθη του και θα εμπαίζεται από τον διάβολο.

Ο όσιος Ονούφριος λοιπόν αποσύρθηκε στην έρημο, διότι η σχέση του με τους άλλους τον είχε οδηγήσει ήδη σε εκείνη την πνευματική καλή κατάσταση της αγάπης, ώστε να ποθεί τη μεγαλύτερη ένωση με τον Θεό. Κι η ένωση αυτή επιβεβαιώθηκε ως αληθινή από το γεγονός ότι πλούτισε τόσο σε αγάπη προς τον Θεό, ώστε η αγάπη του προς τον συνάνθρωπο – η αγάπη προς τον συνάνθρωπο είναι η απόδειξη της αγάπης προς τον Θεό – να φτάνει μέχρι βαθμού θυσίας γι᾽ αυτόν. Ο άγιος υμνογράφος σε έκσταση σχεδόν ευρισκόμενος μπροστά στο μέγεθος αυτής της διπλής αγάπης του οσίου, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, κραυγάζει: «Και την εντολή να δίνει κανείς τον ένα χιτώνα του, όταν έχει δύο, πάτερ, εσύ την ξεπέρασες, γιατί τα έδωσες όλα και έμεινες γυμνός εντελώς» (στίχοι συναξαρίου). Στον οίκο δε του κοντακίου πράγματι ξεσπά: «Ω αγάπη, το υπέρλαμπρο φως! Ω η ανακεφαλαίωση όλων των αρετών! Αυτή που γεμίζει πάντοτε τα ουράνια τάγματα από ευφροσύνη και χάρη. Αυτή που ενοίκησε στους αγίους: τους Πατριάρχες, τους Προφήτες και τους Αποστόλους».

Είναι απορίας άξιο πώς ένας τόσο ασκητικός Πατέρας, με τόση σκληρή ασκητική ζωή φτάνει σε τέτοια ευαισθησία καρδιάς και τέτοια αγάπη. Συνήθως οι απομονωμένοι άνθρωποι αποκτούν μία σκληρότητα στη συμπεριφορά τους. Αλλά αυτό συμβαίνει σε κοσμικούς ανθρώπους ή σε ασκητές άλλων θρησκειών. Ο χριστιανός ασκητής, σαν τον μέγα Ονούφριο, ασκητεύει, γίνεται σκληρός αλλά μόνον ως προς τον εαυτό του. Με σκοπό, υποτάσσοντας τα πάθη του και τα ενεργήματα του διαβόλου, να μαλακώσει στην καρδιά και να γίνει κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος και όλης της αγίας Τριάδος. Συνεπώς η αγάπη του Θεού γίνεται αγάπη και δική του. «Απομάκρυνες μεν τον εαυτό σου από τον κοσμικό τρόπο ζωής, όσιε, ζώντας όμως στις ερημιές έλαβες τον ουράνιο άρτο. Διότι είχες τον Χριστό ως σιτοδότη σου» (ωδή ζ´). «Επειδή επιθυμούσες την ουράνια μακαριότητα, θεώρησες, θεσπέσιε, ως τρυφή την εγκράτεια, την πτωχεία ως πλούτο, την ακτημοσύνη ως αληθινή περιουσία και την ταπείνωση ως δόξα» (απόστιχο εσπερινού). Αυτή είναι η πνευματική άσκηση: τα παρακλάδια της ουσίας της αμαρτίας (που είναι ο εγωισμός), τη φιληδονία δηλαδή, τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία, να τα μεταποιεί ο πιστός με τη χάρη του Θεού σε παρακλάδια της ίδιας της ενέργειας της Θεότητας (που είναι η αγάπη), δηλαδή σε εγκράτεια, σε ακτημοσύνη και πτωχεία, σε ταπείνωση.

Κι αξίζει να κάνει κανείς το παρακάτω σχόλιο, μέσα στο πλαίσιο της πνευματικής άσκησης του οσίου, εξαφορμής  ενός και πάλι αποστίχου του εσπερινού. «Απαρνήθηκες, θεόσοφε, κάθε ηδυπάθεια καταπιέζοντας το σώμα σου, με το να πικραίνεις την αίσθηση με τους κόπους της εγκράτειας και της σκληραγωγίας, και με την υπομονή των πειρασμών και την καρτερία των περιστάσεων». Έχουν επισημάνει οι ιατροί με διάφορες έρευνές τους ότι ο καρκίνος που κατατρώγει το σώμα του ανθρώπου τρέφεται από τις ζάχαρες και τα εν γένει γλυκίσματα. Αντιθέτως, η λήψη πικρών ουσιών από τον άνθρωπο προλαμβάνει πολλές φορές την ανάπτυξη του καρκίνου, συχνά δε τον καταπολεμά. Αυτό που συμβαίνει στο σώμα, συμβαίνει και στην ψυχή. Η στροφή του ανθρώπου στις διάφορες ηδυπάθειες, στην καλλιέργεια δηλαδή της φιληδονίας, αυξάνει τον εγωισμό, δηλαδή την ουσία της αμαρτίας, άρα κάνει τον άνθρωπο έρμαιο του διάβολου και έρημο της χάρης του Θεού. Αντιθέτως, η στροφή του στην πικρότητα της εγκράτειας και της σκληραγωγίας,  ό,τι δηλαδή επισημαίνει και το τροπάριο για τον όσιο Ονούφριο, οδηγεί τον άνθρωπο στην υπέρβαση της φιληδονίας και τον καθιστά καλό έδαφος για την παρουσία  της χάρης του Θεού, συνεπώς της αληθινής αγάπης. Ο άγιος υμνογράφος θα χαιρόταν ιδιαιτέρως αν ζούσε στις ημέρες μας, που και η ίδια η ιατρική επιστήμη επιβεβαιώνει στο επίπεδο του σώματος ό,τι συμβαίνει και στην ψυχή. 

11 Ιουνίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΝΕΟΣ, Ο ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

Ο άγιος Λουκάς ο νέος (1877-1961) δεν είναι μόνον ότι υπήρξε σύγχρονός μας σχεδόν άγιος, αλλά και ότι υπήρξε μέγας επιστήμονας, διεθνούς φήμης και ακτινοβολίας πανεπιστημιακός ιατρός, τόσο που οι μελέτες και τα συγγράμματά του πάνω σε θέματα ιατρικής θεωρούνται ορόσημα και πρωτοποριακά ακόμη και στις ημέρες μας, όπου η ιατρική και οι άλλες επιστήμες έχουν προχωρήσει πάρα πολύ λόγω των αλμάτων που έχουν γίνει στην τεχνογνωσία. Κι όμως! Για την Εκκλησία μας, εκείνο που προέχει δεν είναι φυσικά η επιστημοσύνη του και το λαμπρό μυαλό του – αξιοσημείωτα πράγματι ως τάλαντα του Θεού -  αλλά η αγιότητά του, με την οποία βοήθησε παρηγορητικά πάρα πολύ τους ανθρώπους που συναναστράφηκε, όπως και τους ανθρώπους της κάθε εποχής, λόγω της μεγάλης παρρησίας του ενώπιον του Θεού. Κι αυτήν την προτεραιότητα της αγιωσύνης του τονίζει και ο σπουδαίος υμνογράφος της ελληνικής ακολουθίας του, Σεβασμιώτατος Εδέσσης κ. Ιωήλ. Ο άγιος υμνογράφος δεν υποβαθμίζει ασφαλώς τη μεγαλοφυΐα του αγίου στην επιστήμη του. Επιμένει όμως στις κατά Θεόν αρετές του, στην μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του, στο χάρισμα της θαυματουργίας του. Κι αυτό γιατί κινείται θεολογικά, με κριτήριο την αγιότητα που μένει εις τον αιώνα, και όχι τα επίγεια και φυσικά προσόντα, τα οποία και παρέρχονται αλλά και μπορεί να καταστρέψουν τον άνθρωπο, αν δεν τα διαχειριστεί κατά το θέλημα του Θεού.

Είναι χαρακτηριστική για παράδειγμα η επισήμανσή του για τον πνευματικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε ο άγιος Λουκάς τη σπουδαιότερη τιμή που μπορούσε κάποιος να δεχτεί στη Ρωσία τότε, την απονομή του βραβείου Στάλιν το 1946. Δέχτηκε μεν το βραβείο, αλλά δεν υπερηφανεύτηκε καθόλου, διακρατώντας την ταπείνωση της επιτέλεσης του καθήκοντός του ως χριστιανού – η αιωνιότητα ήταν η διαρκής απόβλεψή του. «Σε εξύψωσαν στη γη οι άνθρωποι» θα πει στην ωδή γ΄ του κανόνα του, «αλλά έμεινες ταπεινός, Λουκά, γιατί ζήλεψες τα αιώνια και ανέφερες στον Θεό τα αξιοτίμητα δικά σου χαρίσματα, άγιε Πατέρα».

Ο ζήλος του για τα αιώνια οδηγεί τον άγιο, σημειώνει ο υμνογράφος, στο ανάργυρο των ιατρικών του υπηρεσιών και στη μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του. Ο άγιος ανήκει στους αναργύρους ιατρούς. Ό,τι παλαιότερα ήταν οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Κύρος και Ιωάννης, Σαμψών και Διομήδης, Θαλλέλαιος και Ερμόλαος, το ίδιο είναι στην εποχή μας ο άγιος Λουκάς ο νέος. «Λουκάν τον νέον άγιον…τον ένδοξον Ανάργυρον… ανευφημήσωμεν πάντες» (εξαποστειλάριο). Κι αυτό γιατί επέλεξε ως σύζυγο πνευματική την πτωχεία. Αυτήν που πλουτίζει τον άνθρωπο με μοναδικό τρόπο, όπως αποκαλύπτει ο μέγας Παύλος για τους ανθρώπους του Θεού: «δεν έχουν τίποτε δικό τους, αλλά κατέχουν τα πάντα». Και πώς να μην τα κατέχουν, αφού σ’ αυτούς βρίσκει χώρο Εκείνος λόγω της μεγάλης πίστεώς τους για να εναποθέσει στα χέρια τους όλα τα αγαθά Του! Η αποτίμηση του ποιητή είναι βαθύτατα θεολογική: «Αν και είχες λάβει την πτωχεία ως σύζυγο στη ζωή σου, έθρεψες πράγματι τα πλήθη του λαού σου με τα θεία σου λόγια και με τις τροφές, ως μέγας σιτοδότης του σώματος και του Πνεύματος, σε όλη τη Ρωσία, Λουκά θαυμάσιε» (κάθισμα όρθρου) – πόση άγνοια και ολιγοπιστία κρύβει η πορεία των περισσοτέρων χριστιανών, όταν αποδυόμαστε στο κυνηγητό των χρημάτων με το πρόσχημα της επιβίωσης! Και οι ίδιοι απογυμνωνόμαστε πνευματικά και στους άλλους «κερνάμε» την κενότητά μας!

Ο άγιος Λουκάς όμως είναι και ομολογητής της πίστεως. Υπερασπίστηκε με θυσία της ζωής του – με φυλακές, εξορίες, διωγμούς -  τη χριστιανική πίστη όχι μόνο απέναντι στην ανοησία των αθέων, αλλά και απέναντι στους σχισματικούς που έπαιζαν το παιχνίδι της άθεης εξουσίας, κι ακόμη απέναντι και σε θεωρούμενους «δικούς» του ανθρώπους. «Η σταθερή σου πίστη και ένσταση κλόνισε τις ανοησίες των τυράννων, ξήρανε τον χείμαρρο των σχισματικών κι έδωσε θάρρος στα πλήθη της Εκκλησίας (λιτή). «Δέχτηκες ολομέτωπο πράγματι πόλεμο και την εχθρότητα από τους άθεους άνδρες, τους ψευδάδελφους ιερείς και τους θεωρούμενους δικούς σου, αλλά συ προχώρησες περιχαρής στα σκάμματα της καλής ομολογίας (ωδή ζ´).

Και τέλος: στους αγώνες του υπέρ της πίστεως, όπου «περπατούσε την οδό του Χριστού την επίπονη, στενή και θλιμμένη» (ωδή στ´), είχε ως άμεση βοήθεια εκτός από τον ίδιο τον Κύριο και την αγαπημένη του Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Την Παναγία επικαλείτο διαρκώς και έβλεπε την άμεση αρωγή της και στις διάφορες πάντοτε ιατρικές εγχειρίσεις του, αλλά και σε όλη τη ζωή του. «Έβαλες τη θεία εικόνα της μητέρας του Κυρίου μπροστά στα μάτια σου, πανεύφημε, παίρνοντας δύναμη και θάρρος από αυτήν στις εγχειρίσεις σου, Λουκά» (στιχηρό εσπερινού). Έτσι λειτουργεί πάντα ένας άγιος: χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του, αξιοποιεί όλα τα χαρίσματα που του έχει δώσει ο Θεός, αλλά γνωρίζει ότι τελικώς τα πάντα εξαρτώνται από τη χάρη του Θεού και τη δύναμη των αγίων Του.

Υμνολογικές απλές πινελιές για τον άγιο. Αλλά τέτοιες που φιλοτεχνούν το πορτραίτο του συγχρόνου αγίου. Εκείνου που θα μας κρίνει στην κρίση του Θεού…