Τή μεγαλωσύνη τοῦ
σήμερον 5 ᾽Ιουλίου ἑορταζομένου ὁσίου φανερώνει ἡ ᾽Εκκλησία μας ποικιλοτρόπως
στήν ὑμνολογία της, κατεξοχήν ὅμως στούς στίχους τοῦ συναξαρίου του, ὅπου
μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει: ῾Μέγας μέν ᾽Αντώνιος, ἀρχή Πατέρων. Θεῖος δ᾽ ᾽Αθανάσιος
ἔνθεον τέλος᾽. Τόν ἀντιπαραβάλλει δηλαδή μέ τόν μέγιστο τῶν ἁγίων ὅσιο ᾽Αντώνιο,
τόν πλησίον τοῦ Θεοῦ ἀναπαυόμενο, κατά τό Γεροντικόν, κάτι πού φανερώνει ἀκριβῶς
καί τό ὕψος τῆς ἁγιότητας τοῦ ὁσίου ᾽Αθανασίου.
῾Ὁ ᾽Αθανάσιος
καταγόταν ἀπό τήν Τραπεζοῦντα, εἶχε φιλόθεους γονεῖς, πού σύντομα ἔφυγαν ἀπό τή
ζωή αὐτή, ὁπότε τόν ἀνέλαβε κάποια θεία μοναχή, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε καί τή
δυνατότητα νά μαθητευθεῖ καί στά θεία γράμματα. Ἡ φιλομάθειά του ὅμως ἦταν πολύ
μεγάλη καί γι᾽ αὐτό θέλησε ῾εἰς ἀκρότητα φθάσαι παιδεύσεως᾽, κάτι πού κατώρθωσε
ἐρχόμενος στήν Κωνσταντινούπολη. ᾽Εκεῖ ὄχι μόνο συνέχισε νά μαθαίνει, ἀλλά
σύντομα ἔγινε καί δάσκαλος στή σχολή πού πρίν ἦταν μαθητής, καί μολονότι νέος
στήν ἡλικία ἀπέκτησε γεροντικό φρόνημα, μέ κύρια γνωρίσματα τή σωφροσύνη καί
τήν ἀσκητική σκληραγωγία. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό τόν ὁδηγεῖ σέ μοναστήρι στό ὄρος
Κυμινᾶ, ὅπου ἦταν ἡγούμενος ἱερός ἄνδρας, ἐγνωσμένης ἀρετῆς, ῾ἀκριβέστατος
γυμναστής τοῦ μοναδικοῦ πολιτεύματος᾽, καθοδηγώντας τούς ὑπ᾽ αὐτόν μοναχούς
πρός τήν οὐράνια πολιτεία, ὁ Μιχαήλ Μαλεΐνος. Στό μοναστήρι αὐτό συγκαταλέγεται
ὁ ὅσιος καί μετονομάζεται σέ ᾽Αθανάσιο ἀπό ᾽Αβράμιος πού λεγόταν μέχρι τότε, ἀποδυόμενος
σέ ἀγῶνες δουλαγωγίας τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, μέ μοναδική ἀπόβλεψη τήν ἐν οὐρανοῖς
πολιτεία. ᾽Από ἐκεῖ, λόγω τῆς τιμῆς πού ἄρχισε νά τοῦ προσάγεται γιά τίς ἀρετές
του, ἀναχωρεῖ γιά τόν ῎Αθω, πού μέ αὐτόν θά ἐξελιχτεῖ σέ ῞Αγιον ῎Ορος,
γινόμενος ὑποτακτικός σέ κάποιο γέροντα, ὁπότε καί ἐκεῖ ῾πολλούς ἐκχέει τούς
πνευματικούς ἱδρῶτας᾽. Κατά θεία ἀποκάλυψη, εἰσέρχεται στά ἐνδότερα τοῦ ῎Ορους
γιά μείζονα πνευματικά παλαίσματα, ἀλλά τόν ἀναγνωρίζει κάποιος γνωστός, ὁ ὁποῖος
τόν φέρνει σ᾽ ἐπαφή μέ τόν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ, μέ τόν ὁποῖο εἶχαν
παλαιότερα συνδεθεῖ, ἀφοῦ εἶχε ὑπάρξει ὁ ὅσιος πνευματικός του. Ὁ αὐτοκράτορας
τόν πείθει νά ἀνεγείρει ναό ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς Παναγίας, στέλνοντάς του ἀρκετό
χρυσάφι, καί νά κτίσει μάλιστα καί κελλιά πρός ἐγκατάσταση μοναχῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων
ὑπόσχεται ὅτι θά συγκαταλεχθεῖ καί ὁ ἴδιος, κάτι πού δέν γίνεται ποτέ. ᾽Αφοῦ
τελικῶς ἔφτιαξε πολυάνθρωπη Λαύρα (σημ.:τή Μονή Μεγίστης Λαύρας)
μέ μεγάλους κόπους ὁ ὅσιος, ἐκδημεῖ ἀπό τή ζωή αὐτή, καί μάλιστα μέ μαρτυρικό
τέλος. Διότι καθώς δέν ὑποχωροῦσε τό θεῖο αὐτό διαμάντι στούς
βαρύτατους κόπους, βιαζόταν νά τελειοποιήσει τόν τροῦλλο τοῦ ναοῦ, ὁπότε ὅταν ἀνέβηκε
νά ἐπιβλέψει τό ἔργο, ἕνα τμῆμα τοῦ κατασκευαζομένου ἔργου ὑποχώρησε, μέ ἀποτέλεσμα
νά καταχώσει στά χώματα αὐτόν μαζί μέ ἄλλους ἕξι. Ὅταν τόν ἀνέσυραν εἶχε ἤδη
παραδώσει στόν Κύριο τήν ἁγία του ψυχή. Ὁ ὅσιος καί ὅσο ζοῦσε, ἀλλά καί μετά
θάνατον ἔκανε πολλά θαύματα, τοῦ Κυρίου θέλοντος καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά
δείξει τήν ἁγιότητα τοῦ πιστοῦ δούλου του᾽.
Ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος ἀνήκει
σ᾽ ἐκείνους τούς ὁσίους, πού, ὅπως εἴπαμε καί στήν ἀρχή, ἔχει δεχθεῖ πλῆθος ἐγκωμίων
ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας λόγω τῆς μεγαλωσύνης του. Ὑπῆρξε, κατά τόν ὑμνογράφο, ῾ἡδύς,
εὐθύς καί χρηστός, ἐπιεικής τε καί μέτριος, εὐπρόσιτος, προσηνής, ἐλεήμων, ἱλαρός
τοῖς τρόποις᾽, ἀλλά καί ῾πενήτων προμήθεια, χηρῶν προστάτης, προνοητής ὀρφανῶν,
λυπουμένων ταχεῖα παραμυθία, κινδυνευόντων λιμήν, ἀδικουμένων ἀντίληψις,
χριστομίμητος τοῖς ἤθεσι᾽. Τό θεωρούμενο παράδοξο στούς ἐπαίνους αὐτούς εἶναι
ὅτι τονίζουν τή σχέση τοῦ ἁγίου μέ τούς συνανθρώπους του, εἴτε μοναχούς εἴτε
κοσμικούς, σχέση πού χαρακτηρίζεται ἀπό τή μεγάλη ἀγάπη τοῦ ἁγίου πρός αὐτούς. ᾽Ενῶ
ἴσως θά περίμενε κανείς νά τονιστεῖ μονοδιάστατα ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό, μέ
τά κύρια στοιχεῖα τῆς ἐγκρατείας καί τῆς σκληραγωγίας τῆς σάρκας – εἴδαμε τό
πόσο ἀφιερωμένος ἦταν στόν Θεό ὁ ἅγιος καί πόσο ταλαιπωροῦσε ἀκριβῶς τό σῶμα
του μέ ἀσκητικές ἀγωγές - ὅμως ταυτοχρόνως μέ αὐτά βλέπουμε τήν τρυφερότητα τῆς
καρδιᾶς του καί τό τεράστιο ἐνδιαφέρον του γιά τά κοινωνικά προβλήματα. Μάλιστα
ὁ ὅσιος λειτουργοῦσε ὡς μαγνήτης, πάλι κατά τόν ὑμνογράφο, ὁ ὁποῖος τραβοῦσε
πρός αὐτόν τούς ἀνθρώπους μέ τή γλυκύτητα τῆς διδασκαλίας του, ἀλλά καί μέ ῾τό
σεπτόν καί χαρίεν αὐτοῦ πρόσωπον᾽.
Δέν μᾶς παραξενεύει ὅμως
τοῦτο. Διότι ἡ χριστιανική μας πίστη, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ποτέ δέν τονίζει
τήν ἀγάπη μόνη πρός τόν Θεό, χωρίς τήν ἄλλη διάστασή της, τήν ἀγάπη πρός τόν
συνάνθρωπο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διαρκῶς βοᾶ ὅτι ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης τῆς μιᾶς ἀγάπης
εἶναι ἡ ὕπαρξη καί τῆς ἄλλης. ῎Ετσι ἀγάπη πρός τόν Θεό μόνη δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχει
στόν βαθμό πού ἐνεργοποιεῖται ὡς ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς
βεβαίως συμβαίνει καί ἀντιστρόφως. Καί αὐτό εἶναι τό κριτήριο, μέ τό ὁποῖο
κρίνουμε τά πάντα. Πού σημαίνει: ὅπου ὑπάρχει κοινωνική προσφορά ἀνεξάρτητα ἀπό
τόν Θεό, ἐκεῖ βάζουμε ἐρωτηματικό: ὑπάρχει κρυμμένος ἐγωϊσμός. Ὅπου ὑπάρχει
στροφή πρός τόν Θεό, μέ προσευχές καί νηστεῖες καί ἀγρυπνίες, χωρίς τρυφερότητα
καρδιᾶς πρός τόν συνάνθρωπο, καί ἐκεῖ βάζουμε ἐρωτηματικό: ὐπάρχει ἕνας
κρυμμένος φαρισαϊσμός.
Ἡ μεγάλη φιλοθεΐα καί
φιλανθρωπία τοῦ ἁγίου ὅμως, πού εἵλκυσε ἰδιαιτέρως τόν Θεό, ὥστε νά τόν κάνει
πλούσιο ῾καταγώγιον᾽ τοῦ Πνεύματός Του, δέν θά ἦταν κατορθωτή, ἄν
δέν στηριζόταν σέ αὐτό πού γνωρίζει καί ὁ πιό ἀρχάριος χριστιανός: τήν
ταπείνωση. Πολλές φορές ἔχει τονιστεῖ ὅτι βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ
ταπείνωση, διότι ῾ἀπούσης αὐτῆς πάντα τά ἡμέτερα ἕωλα᾽ κατά τόν τῆς
Κλίμακος ᾽Ιωάννη. Κι αὐτό εἶναι πράγματι τό παράδοξο: ὅσο ἀπέφευγε ὅ ὅσιος ᾽Αθανάσιος
τή δόξα, τόσο χάριτι Θεοῦ αὐτή τόν κυνηγοῦσε. Μόλις γινόταν γνωστός καί ἄρχιζε ὁ
κόσμος νά τόν τιμᾶ, ἔφευγε. Κι ὁ Θεός ἔφερνε ἔτσι τά πράγματα ὥστε νά γίνεται
καί πάλι γνωστός. Διότι ὁ ὅσιος τό μόνο πού εἶχε κατά νοῦ δέν ἦταν οὔτε νά
διδάσκει οὔτε νά κάνει κοινωφελῆ ἔργα οὔτε ὁτιδήποτε ἀπό αὐτά πού θαυμάζουμε ἐμεῖς
οἱ ἄνθρωποι ὡς κοινωνική προσφορά. Ἡ προτεραιότητα τοῦ ὁσίου ἦταν νά εἶναι μαζί
μέ τόν Θεό καί νά καθαρίζει τήν καρδιά του, μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ
Κυρίου. Μέ τό ὅραμα αὐτό στό νοῦ του ἀκολουθοῦσε τό θέλημα ᾽Εκείνου, τό ὁποῖο
βεβαίως τόν ὁδηγοῦσε καί στό νά φτιάξει μοναστήρι καί λαύρα καί στό νά γίνει ῾λιμήν᾽
τῶν πάντων, ἀκόμη καί τῶν κοσμικῶν. Ὁπότε ὁ Κύριος ἐφήρμοσε στόν πιστό δοῦλο
Του ἐκεῖνο πού ἔχει ὑποσχεθεῖ: ῾Τούς δοξάζοντάς με δοξάσω᾽, ὄχι μόνον
μετά θάνατο, ἀλλά καί στή ζωή αὐτή.
῾Ταῖς ἁγίαις πρεσβείαις αὐτοῦ, Χριστέ ὁ
Θεός ἡμῶν, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. ᾽Αμήν᾽.