05 Ιουλίου 2021

ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Αδιάκοπη πάλη, επιθέσεις, αιχμαλωσία – το «τίμημα» των λογισμών στη ζωή του ανθρώπου. Αλλά, ευτυχώς, οι χριστιανοί έχουμε το όπλο για να πολεμήσουμε και να σωθούμε∙ κι αυτό μας υποδεικνύει ο όσιος Σωφρόνιος: «Η επίκληση του Ονόματος του Θεού». Το Όνομα του Χριστού – «Αὐτός ἐστιν ὁ Θεός ἡμῶν» - είναι το υπέρ παν Όνομα, μπροστά στο Οποίο κάμπτουν γόνυ τα επουράνια, τα επίγεια, τα καταχθόνια. Η χρήση του αγίου Ονόματός Του είναι αυτή που μας δίνει τη δύναμη να προσανατολιστούμε σωστά, να οδηγηθούμε πάνω στις άγιες εντολές Του, να νιώσουμε τη θεϊκή παρουσία Του στην ύπαρξή μας, να κατανοήσουμε εμπειρικά τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος «ὡς ἐν σαρκί περιπολῶν Θεός». Πιάνεις με άλλα λόγια στα χέρια σου το κομποσχοίνι και ρίχνεις τον λογισμό σου στο όνομα του Χριστού, μέσα στο οποίο περικλείεται η παντοδύναμη ενέργειά Του. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν».

Αρκεί όμως απλώς να σκεφτόμαστε τον Χριστό και να μνημονεύουμε το άγιο όνομά Του; Όχι, μας λέει ο άγιος Σωφρόνιος και όλοι οι άγιοι Πατέρες. Η σκέψη και η μνημόνευση πρέπει να είναι ο καρπός της ορμής της ψυχής μας προς Αυτόν, η έκφραση της αγάπης μας και της ζέουσας βούλησής μας – διαφορετικά, σημειώνει, μνημονεύουμε κάνοντας... διαλογισμό! Κι αυτή η αγάπη και η θερμή βούληση να πατά στο μόνο έδαφος που αρέσκεται ο Χριστός: την αγία ταπείνωση. Έτσι με ταπεινό και παρακλητικό τρόπο στρέφομαι εν αγάπη προς τον Χριστό και Τον επικαλούμαι αδιάκοπα, με αίσθηση της πανταχού παρουσίας Του, μέσα στην Οποία περικλείονται τα σύμπαντα. Οπότε το «Κύριε ἐλέησον» γίνεται η μυστική κραυγή που αγκαλιάζει όχι μόνον τον Δημιουργό, αλλά και όλη τη δημιουργία, φτάνει στο σημείο που σε υποψιάζει για το τι σημαίνει «ἵνα ὦσιν ἕν» που απηύθυνε ο Χριστός στον Θεό Πατέρα Του λίγο πριν από το Πάθος Του.

«Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους» - με το όνομα του Ιησού να μαστιγώνεις τους εχθρούς δαίμονες, λέει κάπου ο μέγας Ιωάννης της Κλίμακος. Και∙ «να κολληθεί το όνομα του Ιησού στην αναπνοή σου και τότε θα γνωρίσεις τη δύναμη της αφιέρωσής σου σ’ Αυτόν». Το όνομα του Χριστού: το μεγαλύτερο όπλο του Χριστιανού, όταν γίνεται με τις σωστές προϋποθέσεις, της ταπείνωσης και της αγάπης που είπαμε. Αλλά και με δύο ακόμη συνιστώσες: πρώτον, ότι η επίκληση αυτή συνιστά εντολή του Ίδιου – δεν ανήκει στην καλή μας μόνο διάθεση: «μέχρι τώρα δεν ζητήσατε τίποτε στο όνομά Μου... Αιτείτε και λήψεσθε...» – συνεπώς ως πραγματοποίηση εντολής αποτελεί έκφραση της αγάπης μας αλλά και αναζήτηση της δικής Του αγάπης. Δεύτερον, ότι επίκληση του Ονόματός Του σημαίνει και «αναγνώριση» της παρουσίας Του σε ό,τι αποτελεί δημιούργημά Του – Εκείνον φωνάζω και σ’ Εκείνον στρέφομαι αγαπητικά, όταν Τον «βλέπω» στο πρόσωπο του συνανθρώπου μου, στα ζώα, στα φυτά, στον αέρα, στη θάλασσα, στα πάντα.

Να Τον παρακαλούμε μόνο να μας ανοίγει λίγο τα μάτια...

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΕΝ Τῼ ΑΘῼ

Τή μεγαλωσύνη τοῦ σήμερον 5 ᾽Ιουλίου ἑορταζομένου ὁσίου φανερώνει ἡ ᾽Εκκλησία μας ποικιλοτρόπως στήν ὑμνολογία της, κατεξοχήν ὅμως στούς στίχους τοῦ συναξαρίου του, ὅπου μεταξύ ἄλλων ἀναφέρει: ῾Μέγας μέν ᾽Αντώνιος, ἀρχή Πατέρων. Θεῖος δ᾽ ᾽Αθανάσιος ἔνθεον τέλος᾽. Τόν ἀντιπαραβάλλει δηλαδή μέ τόν μέγιστο τῶν ἁγίων ὅσιο ᾽Αντώνιο, τόν πλησίον τοῦ Θεοῦ ἀναπαυόμενο, κατά τό Γεροντικόν, κάτι πού φανερώνει ἀκριβῶς καί τό ὕψος τῆς ἁγιότητας τοῦ ὁσίου ᾽Αθανασίου.

Ὁ ᾽Αθανάσιος καταγόταν ἀπό τήν Τραπεζοῦντα, εἶχε φιλόθεους γονεῖς, πού σύντομα ἔφυγαν ἀπό τή ζωή αὐτή, ὁπότε τόν ἀνέλαβε κάποια θεία μοναχή, ἡ ὁποία τοῦ ἔδωσε καί τή δυνατότητα νά μαθητευθεῖ καί στά θεία γράμματα. Ἡ φιλομάθειά του ὅμως ἦταν πολύ μεγάλη καί γι᾽ αὐτό θέλησε ῾εἰς ἀκρότητα φθάσαι παιδεύσεως᾽, κάτι πού κατώρθωσε ἐρχόμενος στήν Κωνσταντινούπολη. ᾽Εκεῖ ὄχι μόνο συνέχισε νά μαθαίνει, ἀλλά σύντομα ἔγινε καί δάσκαλος στή σχολή πού πρίν ἦταν μαθητής, καί μολονότι νέος στήν ἡλικία ἀπέκτησε γεροντικό φρόνημα, μέ κύρια γνωρίσματα τή σωφροσύνη καί τήν ἀσκητική σκληραγωγία. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό τόν ὁδηγεῖ σέ μοναστήρι στό ὄρος Κυμινᾶ, ὅπου ἦταν ἡγούμενος ἱερός ἄνδρας, ἐγνωσμένης ἀρετῆς, ῾ἀκριβέστατος γυμναστής τοῦ μοναδικοῦ πολιτεύματος᾽, καθοδηγώντας τούς ὑπ᾽ αὐτόν μοναχούς πρός τήν οὐράνια πολιτεία, ὁ Μιχαήλ Μαλεΐνος. Στό μοναστήρι αὐτό συγκαταλέγεται ὁ ὅσιος καί μετονομάζεται σέ ᾽Αθανάσιο ἀπό ᾽Αβράμιος πού λεγόταν μέχρι τότε, ἀποδυόμενος σέ ἀγῶνες δουλαγωγίας τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, μέ μοναδική ἀπόβλεψη τήν ἐν οὐρανοῖς πολιτεία. ᾽Από ἐκεῖ, λόγω τῆς τιμῆς πού ἄρχισε νά τοῦ προσάγεται γιά τίς ἀρετές του, ἀναχωρεῖ γιά τόν ῎Αθω, πού μέ αὐτόν θά ἐξελιχτεῖ σέ ῞Αγιον ῎Ορος, γινόμενος ὑποτακτικός σέ κάποιο γέροντα, ὁπότε καί ἐκεῖ ῾πολλούς ἐκχέει τούς πνευματικούς ἱδρῶτας᾽. Κατά θεία ἀποκάλυψη, εἰσέρχεται στά ἐνδότερα τοῦ ῎Ορους γιά μείζονα πνευματικά παλαίσματα, ἀλλά τόν ἀναγνωρίζει κάποιος γνωστός, ὁ ὁποῖος τόν φέρνει σ᾽ ἐπαφή μέ τόν αὐτοκράτορα Νικηφόρο Φωκᾶ, μέ τόν ὁποῖο εἶχαν παλαιότερα συνδεθεῖ, ἀφοῦ εἶχε ὑπάρξει ὁ ὅσιος πνευματικός του. Ὁ αὐτοκράτορας τόν πείθει νά ἀνεγείρει ναό ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς Παναγίας, στέλνοντάς του ἀρκετό χρυσάφι, καί νά κτίσει μάλιστα καί κελλιά πρός ἐγκατάσταση μοναχῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων ὑπόσχεται ὅτι θά συγκαταλεχθεῖ  καί ὁ ἴδιος, κάτι πού δέν γίνεται ποτέ. ᾽Αφοῦ τελικῶς ἔφτιαξε πολυάνθρωπη Λαύρα (σημ.:τή Μονή Μεγίστης Λαύρας) μέ μεγάλους κόπους ὁ ὅσιος, ἐκδημεῖ ἀπό τή ζωή αὐτή, καί μάλιστα μέ μαρτυρικό τέλος. Διότι καθώς δέν ὑποχωροῦσε τό θεῖο αὐτό διαμάντι  στούς  βαρύτατους κόπους, βιαζόταν νά τελειοποιήσει τόν τροῦλλο τοῦ ναοῦ, ὁπότε ὅταν ἀνέβηκε νά ἐπιβλέψει τό ἔργο, ἕνα τμῆμα τοῦ κατασκευαζομένου ἔργου ὑποχώρησε, μέ ἀποτέλεσμα νά καταχώσει στά χώματα αὐτόν μαζί μέ ἄλλους ἕξι. Ὅταν τόν ἀνέσυραν εἶχε  ἤδη παραδώσει στόν Κύριο τήν ἁγία του ψυχή. Ὁ ὅσιος καί ὅσο ζοῦσε, ἀλλά καί μετά θάνατον ἔκανε πολλά θαύματα, τοῦ Κυρίου θέλοντος καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά δείξει τήν ἁγιότητα τοῦ πιστοῦ δούλου του᾽.

Ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος ἀνήκει σ᾽ ἐκείνους τούς ὁσίους, πού, ὅπως εἴπαμε καί στήν ἀρχή, ἔχει δεχθεῖ πλῆθος ἐγκωμίων ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας λόγω τῆς μεγαλωσύνης του. Ὑπῆρξε, κατά τόν ὑμνογράφο, ῾ἡδύς, εὐθύς καί χρηστός, ἐπιεικής τε καί μέτριος, εὐπρόσιτος, προσηνής, ἐλεήμων, ἱλαρός τοῖς τρόποις᾽, ἀλλά καί ῾πενήτων προμήθεια, χηρῶν προστάτης, προνοητής ὀρφανῶν, λυπουμένων ταχεῖα παραμυθία, κινδυνευόντων  λιμήν, ἀδικουμένων ἀντίληψις, χριστομίμητος τοῖς ἤθεσι᾽. Τό θεωρούμενο παράδοξο στούς ἐπαίνους αὐτούς εἶναι ὅτι τονίζουν τή σχέση τοῦ ἁγίου μέ τούς συνανθρώπους του, εἴτε μοναχούς εἴτε κοσμικούς, σχέση πού χαρακτηρίζεται ἀπό τή μεγάλη ἀγάπη τοῦ ἁγίου πρός αὐτούς. ᾽Ενῶ ἴσως θά περίμενε κανείς νά τονιστεῖ μονοδιάστατα ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό, μέ τά κύρια στοιχεῖα τῆς ἐγκρατείας καί τῆς σκληραγωγίας τῆς σάρκας – εἴδαμε τό πόσο ἀφιερωμένος ἦταν στόν Θεό ὁ ἅγιος καί πόσο ταλαιπωροῦσε ἀκριβῶς τό σῶμα του μέ ἀσκητικές ἀγωγές - ὅμως ταυτοχρόνως μέ αὐτά βλέπουμε τήν τρυφερότητα τῆς καρδιᾶς του καί τό τεράστιο ἐνδιαφέρον του γιά τά κοινωνικά προβλήματα. Μάλιστα ὁ ὅσιος λειτουργοῦσε ὡς μαγνήτης, πάλι κατά τόν ὑμνογράφο, ὁ ὁποῖος τραβοῦσε πρός αὐτόν τούς ἀνθρώπους μέ τή γλυκύτητα τῆς διδασκαλίας του, ἀλλά καί μέ ῾τό σεπτόν καί χαρίεν αὐτοῦ πρόσωπον᾽.

Δέν μᾶς παραξενεύει ὅμως τοῦτο. Διότι ἡ χριστιανική μας πίστη, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ποτέ δέν τονίζει τήν ἀγάπη μόνη πρός τόν Θεό, χωρίς τήν ἄλλη διάστασή της, τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ διαρκῶς βοᾶ ὅτι ἀπόδειξη τῆς ὕπαρξης τῆς μιᾶς ἀγάπης εἶναι ἡ ὕπαρξη καί τῆς ἄλλης. ῎Ετσι ἀγάπη πρός τόν Θεό μόνη δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχει στόν βαθμό πού ἐνεργοποιεῖται ὡς ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, ὅπως ἀκριβῶς βεβαίως συμβαίνει καί ἀντιστρόφως. Καί αὐτό εἶναι τό κριτήριο, μέ τό ὁποῖο κρίνουμε τά πάντα. Πού σημαίνει: ὅπου ὑπάρχει κοινωνική προσφορά ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Θεό, ἐκεῖ βάζουμε ἐρωτηματικό: ὑπάρχει κρυμμένος ἐγωϊσμός. Ὅπου ὑπάρχει στροφή πρός τόν Θεό, μέ προσευχές καί νηστεῖες καί ἀγρυπνίες, χωρίς τρυφερότητα καρδιᾶς πρός τόν συνάνθρωπο, καί ἐκεῖ βάζουμε ἐρωτηματικό: ὐπάρχει ἕνας κρυμμένος φαρισαϊσμός.

Ἡ μεγάλη φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία τοῦ ἁγίου ὅμως, πού εἵλκυσε ἰδιαιτέρως τόν Θεό, ὥστε νά τόν κάνει πλούσιο ῾καταγώγιον᾽ τοῦ Πνεύματός Του, δέν θά ἦταν κατορθωτή, ἄν δέν στηριζόταν σέ αὐτό πού γνωρίζει καί ὁ πιό ἀρχάριος χριστιανός: τήν ταπείνωση. Πολλές φορές ἔχει τονιστεῖ ὅτι βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ ταπείνωση, διότι ῾ἀπούσης αὐτῆς πάντα τά ἡμέτερα ἕωλα᾽ κατά τόν τῆς Κλίμακος ᾽Ιωάννη. Κι αὐτό εἶναι πράγματι τό παράδοξο: ὅσο ἀπέφευγε ὅ ὅσιος ᾽Αθανάσιος τή δόξα, τόσο χάριτι Θεοῦ αὐτή τόν κυνηγοῦσε. Μόλις γινόταν γνωστός καί ἄρχιζε ὁ κόσμος νά τόν τιμᾶ, ἔφευγε. Κι ὁ Θεός ἔφερνε ἔτσι τά πράγματα ὥστε νά γίνεται καί πάλι γνωστός. Διότι ὁ ὅσιος τό μόνο πού εἶχε κατά νοῦ δέν ἦταν οὔτε νά διδάσκει οὔτε νά κάνει κοινωφελῆ ἔργα οὔτε ὁτιδήποτε ἀπό αὐτά πού θαυμάζουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὡς κοινωνική προσφορά. Ἡ προτεραιότητα τοῦ ὁσίου ἦταν νά εἶναι μαζί μέ τόν Θεό καί νά καθαρίζει τήν καρδιά του, μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Μέ τό ὅραμα αὐτό στό νοῦ του ἀκολουθοῦσε τό θέλημα ᾽Εκείνου, τό ὁποῖο βεβαίως τόν ὁδηγοῦσε καί στό νά φτιάξει μοναστήρι καί λαύρα καί στό νά γίνει ῾λιμήν᾽ τῶν πάντων, ἀκόμη καί τῶν κοσμικῶν. Ὁπότε ὁ Κύριος ἐφήρμοσε στόν πιστό δοῦλο Του ἐκεῖνο πού ἔχει ὑποσχεθεῖ: ῾Τούς δοξάζοντάς με δοξάσω᾽, ὄχι μόνον μετά θάνατο, ἀλλά καί στή ζωή αὐτή. 

Ταῖς ἁγίαις πρεσβείαις αὐτοῦ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς. ᾽Αμήν᾽.

04 Ιουλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Β´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 

«Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ»

Στήν περίοδο τῆς κλήσης τῶν πρώτων μαθητῶν τοῦ Κυρίου μᾶς μεταφέρει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ὁ Κύριος περιδιαβαίνοντας τά παράλια τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας καλεῖ τόν ᾽Ανδρέα καί τόν ἀδελφό του Σίμωνα, καί λίγο ἀργότερα τόν ᾽Ιάκωβο καί τόν ἀδελφό του ᾽Ιωάννη, πού ἦταν ὅλοι ψαράδες, νά Τόν ἀκολουθήσουν, ὥστε νά γίνουν ἁλιεῖς τῶν ἀνθρώπων. «Δεῦτε ὀπίσω μου, καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Κι ἐκεῖνοι «εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἠκολούθησαν Αὐτῷ».

1.  Οἱ μαθητές ἀκολούθησαν τόν Χριστό ὄχι διότι ἐκεῖνοι Τόν διάλεξαν, μέσα στά πλαίσια ἴσως μίας μεταφυσικῆς ἀναζήτησής τους  ὥστε νά ἔχουν τήν καύχηση τῆς δικῆς τους πρωτοβουλίας, ἀλλά διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τούς διάλεξε καί τούς κάλεσε, ὅπως σέ ἄλλη περίπτωση τούς τό σημείωσε: «οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ᾽ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς». Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως ὅτι κανείς ἀπό μόνος του δέν ἀκολουθεῖ τόν Χριστό, ἄν δέν δεχθεῖ τήν κλήση ἀπό τόν Θεό, συνεπῶς ἄν δέν μπεῖ στόν ῾ζυγό᾽ τῆς ὑπακοῆς σ᾽ ᾽Εκεῖνον. «Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν». Κι ἐννοοῦμε κλήση, ἡ ὁποία θά μιλήσει στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι θά κρούσει ἁπλῶς τά τύμπανα τῶν αὐτιῶν του. «Πολλοί γάρ οἱ κλητοί, ὀλίγοι δέ ἐκλεκτοί». Μέ ἄλλα λόγια μιλᾶμε γιά μία κλήση, ἡ ὁποία συναντᾶ τόν ἄνθρωπο σέ κατάσταση ἑτοιμότητας πρός ἀνταπόκριση, σέ κατάσταση δηλαδή ὡριμότητας γιά σχέση μέ τόν Θεό.

2. Πῶς διακρίνει κανείς τή γνησιότητα τῆς κλήσης γιά ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ; Ὁ Κύριος ἀπαντᾶ: «ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Ἡ ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ ὁδηγεῖ ἀμέσως στό ἄνοιγμα πρός τόν συνάνθρωπο καί σέ ἱεραποστολική δράση. Ἕνας ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά εἶναι καί νά παραμένει ἀπόστολος μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀπέκτησε ἕνα ἀξίωμα πρός προσωπική ἀπόλαυσή του - ὅ,τι ὁ Κύριος ἔλεγξε μέ ἰδιαίτερη βδελυγμία:  «Οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν». Ὁ Κύριος καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά Τόν ἀκολουθήσει, γιά νά ἀγκαλιάσει καί νά διακονήσει τόν συνάνθρωπό του μέ σκοπό τή σωτηρία του, πού σημαίνει ὅτι ὁ ἀπόστολος γίνεται συνεργός τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό συμβαίνει ὄχι μόνο στούς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά σέ ὅλους τούς πιστούς Του, ἀνεξάρτητα ἀπό τό διακόνημα πού μπορεῖ νά ἔχουν ἀναλάβει: εἶναι μαθητές, ἀκολουθοῦν τόν Χριστό, στό βαθμό πού ἀγαποῦν μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς τους τόν ὅποιο συνάνθρωπό τους, ἀκόμη καί τόν ἐχθρό τους.

3. Κατανοεῖ κανείς ὅτι μία τέτοια χαρισματική κατάσταση ἔχει τόν χαρακτήρα τῆς θυσίας - γεγονός πού παραπέμπει στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικότητα τοῦ πιστοῦ ὡς μέλους Χριστοῦ: μόνον ὁ βαπτισμένος στό ὄνομα Αὐτοῦ καί μετέχων ἐν μετανοίᾳ στό σῶμα καί τό αἷμα Ἐκείνου παίρνει καί τή δύναμή Του γιά νά ζήσει θυσιαστικά σάν Ἐκεῖνον.  Διότι συνήθως οἱ ἄνθρωποι, μπροστά στήν ἀγάπη τοῦ χριστιανοῦ, (συνέχεια τῆς ἀγάπης του πρός τόν Θεό),  ἀντιδροῦν καί ἐναντιώνονται, συχνά δέ τούς ὁδηγοῦν καί στό μαρτύριο. Ὁ Κύριος δέν ὑποσχέθηκε στούς ἀκολούθους Του δάφνες καί ροδοπέταλα. Τούς εἶπε ὅτι θά ὑποστοῦν βάσανα καί διωγμούς, ἀλλά μέ τόν τρόπο αὐτό θά παραμένουν ἑνωμένοι μέ ᾽Εκεῖνον καί θά βοηθοῦν οὐσιαστικά τούς ἀνθρώπους - ὅ,τι συνέβη δηλαδή καί στόν ῎Ιδιο. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Γι᾽ αὐτό καί ἡ χριστιανική πίστη δέν εἶναι πρός λαϊκή κατανάλωση καί δέν μπορεῖ ποτέ νά γίνει τοῦ ῾συρμοῦ᾽. ᾽Απαιτεῖ γενναιότητα καί πραγματική ἀγάπη πρός τόν Χριστό, κάτι πού ἐξηγεῖ καί τή συρρίκνωσή της σέ στατιστικά στοιχεῖα παγκοσμίως.

4. Ποιές οἱ προϋποθέσεις αὐτῆς τῆς ἀκολουθίας τοῦ Χριστοῦ;

(α) «ἀφέντες τά δίκτυα». Μπορεῖ καί ἀκολουθεῖ κανείς τόν Χριστό, ὅταν προβεῖ σέ ἀποταγή ὁποιουδήποτε στοιχείου τόν δένει μέ τόν κόσμο, ἔστω κι ἄν αὐτό θεωρεῖται, κοσμικά, καλό. Τό ζητούμενο δηλαδή πάντοτε γιά τόν Χριστιανό δέν εἶναι ἄλλο ἀπό αὐτό πού συνιστᾶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. ῎Αν τό θέλημα ᾽Εκείνου περνᾶ μέσα ἀπό τό ῾ἄφημα᾽ ἀκόμα καί τῆς δουλειᾶς του, τῶν πάντων καλύτερα – «ἰδού ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καί ἠκολουθήσαμέν σοι» θά ποῦν ἀλλοῦ οἱ ἀπόστολοι στόν Χριστό – τότε αὐτή εἶναι ἡ προτεραιότητα τοῦ πιστοῦ. Μέ ἄλλα λόγια, ἄν κάτι μέ ῾δένει᾽ παθολογικά μέ τόν κόσμο, ὅσο κι ἄν θεωρεῖται κοντινό καί ἀπαραίτητο σέ μένα, πρέπει νά εἶμαι ἕτοιμος νά τό ἀφήσω.

(β) «εὐθέως», δηλαδή χωρίς ἀναβολή, ἀμέσως. Ὅταν μέ καλεῖ ὁ Θεός, ὅταν γνωρίζω τό ἅγιο θέλημά Του, ἀλλά ἀναβάλλω τήν ἀνταπόκρισή μου καί τήν ἐφαρμογή αὐτοῦ τοῦ θελήματος στή ζωή μου, ἀπό κεῖ καί πέρα ἀρχίζει ἡ εὐθύνη τῆς ἐναντίωσής μου στόν Θεό. Καί συνήθως συμβαίνει τό ἑξῆς: διαρκῶς καί μεταθέτω τήν ἀπόφαση ἀκολουθίας τοῦ Χριστοῦ γιά...ἀργότερα, ἄρα δέν Τόν ἀκολουθῶ ποτέ. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή, ἡ χριστιανική ζωή ἔχει τό στοιχεῖο τῆς ἀποφασιστικότητας. ῎Ανθρωπος πού ἔχει πειστεῖ γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί γιά τή σωτηρία πού προσφέρει ὡς ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό, δέν μπορεῖ νά ἀναβάλλει. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἤ ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία εἶναι ἐντελῶς ἐνδεικτικά παραδείγματα τῆς ἀλήθειας αὐτῆς.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΗΤΗΣ

“Ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας (7ος-8ος μ.Χ.αἰ.) καταγόταν ἀπ᾽ τήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ, ἀπό θεοφιλεῖς γονεῖς, καί ἀποδύθηκε στή μάθηση τῶν γραμμάτων. Ὅταν πατριάρχευε στήν ῾Αγία Πόλη ῾Ιερουσαλήμ ὁ Θεόδωρος, κείρεται κληρικός καί καθίσταται γραμματέας τοῦ Πατριάρχη. Κι ὅταν συγκροτήθηκε Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, στέλλεται ἀπό αὐτόν γιά νά συμφωνήσει μέ τά ἀποφασισθέντα.  Λόγω τῆς γνώσης καί τῆς ἀρετῆς πού τόν χαρακτήριζαν, ἔγινε Διάκονος τῆς Μεγάλης ᾽Εκκλησίας καί μετά ἀπό λίγο ὀρφανοτρόφος. ᾽Αργότερα ἐκλέχτηκε ᾽Αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Πηγαίνοντας στόν τόπο τῆς παροικίας του γιά δεύτερη φορά καί εὑρισκόμενος σέ κάποιο νησί, πού τό λέγαν ᾽Ερεσσό, κοντά στή Μυτιλήνη, ἔφυγε ἀπό τή ζωή αὐτή, ἀφήνοντας στήν ᾽Εκκλησία τοῦ Θεοῦ πάμπολλα συγγράμματα”.

Ὁ ἅγιος χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ῾ὅλος, φαεινότατος ἀστήρ᾽ (ωδή γ´ κ.α.), πού σημαίνει καταυγάζει τό στερέωμα αὐτῆς μέ τά λόγια του, τά ἔργα του, τίς προσευχές του. Αὐτή ἄλλωστε εἶναι καί ἡ θέση τῶν ἁγίων: ἔχοντας ἀνοίξει τήν ὕπαρξή τους στόν πανάγιο Θεό, ἔχουν δεχτεῖ τίς λαμπηδόνες τοῦ ἁγίου Πνεύματος, μέ τόν τρόπο πού τό ἔχει βεβαιώσει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: ῾ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου. Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί οὐ μή περιπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τό φῶς τῆς ζωῆς᾽. Οἱ ἅγιοι λοιπόν εἶναι μία φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, κάτι πού τό βλέπουμε ἔντονα καί στόν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν ᾽Ανδρέα Κρήτης.

Λάμποντας ὡς ἀστήρ, σημειώνει ὁ ὑμνογράφος, ῾τέρπει την Εκκλησία, με τα ορθόδοξα δόγματά του και τα αρμονικά μελωδήματά του᾽(῾τέρπει τήν ᾽Εκκλησίαν, τοῖς ὀρθοδόξοις αὐτοῦ διδάγμασι, καί ἁρμονικοῖς μελῳδήμασι᾽ (ωδή γ´). Πράγματι, ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας, γιά νά συγκεκριμενοποιήσουμε τήν ἁγιότητά του,  μέ τό δοθέν σ᾽ αὐτόν χάρισμα τῆς γνώσεως,  ἀφενός εἶχε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησε δηλαδή τή γνώση Αὐτοῦ - αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς γνώσης στή χριστιανική πίστη: τῆς προσωπικῆς μέθεξης σ᾽ Αὐτόν διά τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν - τήν ὁποία γνώση στή συνέχεια ἐξέφρασε ἐν λόγῳ, διά τοῦ ἄλλου χαρίσματος τῆς  σοφίας πού ἐπίσης τοῦ δόθηκε,  καί γι᾽ αὐτό ἀναδείχτηκε στό μεγάλο ἀξίωμα τοῦ κατά Χριστόν θεολόγου. Διότι αὐτός εἶναι ὁ ἀληθινός θεολόγος τῆς ᾽Εκκλησίας: ὄχι ὁ κάτοχος ἑνός πτυχίου Θεολογικῆς Σχολῆς, ἀλλ᾽ ὁ ἔχων τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πού μπορεῖ νά τή διατυπώνει μέ τόν λόγο. Ὁ ἅγιος λοιπόν ᾽Ανδρέας μᾶς ἄφησε καταρχάς συγγράμματα δογματικά καί πολλές ὁμιλίες, γενόμενος, κατά τήν ὑμνολογία πάλι, ῾δογματιστής ἀληθέστατος᾽ (στιχηρό εσπερινού) καί ῾στηριγμός τῆς εὐσεβείας τῶν δογμάτων τῶν ὀρθῶν᾽ (στιχηρό εσπερινού).

᾽Αλλά πέραν τῶν δογματικῶν κειμένων του ἐκεῖνο πού τόν κατέστησε ἰδιαιτέρως προσφιλή στήν ᾽Εκκλησία εἶναι ῾τά ἁρμονικά μελωδήματά του᾽. Ὁ ἅγιος ὑπῆρξε μέγας ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας, ῾προκαλώντας ευχαρίστηση στις καρδιές όλων κάθε φορά με την υμνολόγηση της αγίας Τριάδος, των ταγμάτων των αγίων και της αχράντου Παρθένου᾽ (῾ἡδύνων ἑκάστοτε, πάντων τάς καρδίας, ἀνυμνῶν τήν Τριάδα, ῾Αγίων τά τάγματα, καί Παρθένον τήν ἄχραντον᾽) (κάθισμα όρθρου). Τό λαμπρότερο ὅμως πόνημά του, μέ τό ὁποῖο κατανύσσει τίς καρδιές τῶν χιλιάδων ὀρθοδόξων πιστῶν κάθε χρόνο, ὁδηγώντας τους στούς σωτήριους δρόμους τῆς μετανοίας, εἶναι ὁ Μέγας Κανών του, πού, ψαλλόμενος τήν Πέμπτη τῆς πέμπτης ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἀποτελεῖ στήν οὐσία μία σύνοψη ὅλης τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, καί στήν πρώτη ἀποκάλυψή Του, τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά καί στήν τελείωσή της, τήν Καινή Διαθήκη. Όπως σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης στους στίχους του συναξαρίου ῾Πέθανε και βρήκε μεγάλο στεφάνι των κόπων του ο ποιμένας της Κρήτης, του οποίου έργο ήταν ο μέγας Κανών᾽(῾Θανών εφεύρε των πόνων στέφος μέγα, Κρήτης ο ποιμήν, ου πόνος Κανών μέγας᾽). ᾽Εκεῖ ὁ ἅγιος γίνεται ῾ὁ ἀψευδής ἐπαινέτης τῶν Μαρτύρων τῶν ῾Αγίων᾽, ῾ὁ ἀλείπτης πρός ἐπανάληψιν τῆς ἀρετῆς᾽, ἰδιαιτέρως ὅμως ῾ὁ ζωγράφος τῆς τοῦ βίου ματαιότητος᾽ (στιχηρό εσπερινού). Μέ τήν παρρησία λοιπόν πού ἔχει στόν Θεό, ὡς ὁδηγός τῆς ὀρθοδοξίας καί διδάσκαλος τῆς εὐσεβείας καί τῆς σεμνότητος, τόν παρακαλοῦμε νά πρεσβεύει καί γιά ἐμᾶς, νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας.

03 Ιουλίου 2021

ΜΗΝ ΤΡΩΜΕ ΤΑ... ΑΓΟΥΡΑ!

«Ο καλός “ραγολόγος” τρώγει τις ώριμες ρώγες των σταφυλιών και δεν πειράζει καθόλου τις άγουρες. Παρόμοια ο καλόγνωμος και συνετός άνθρωπος, όσες αρετές βλέπει στους άλλους τις σημειώνει με επιμέλεια· ενώ ο ανόητος αναζητεί τα ελαττώματα και τις κατηγορίες» (Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, λόγ. ι΄ 17).

Ακούμε την επιτυχία του συνανθρώπου μας, ένα κατόρθωμά του, τις πολλές ή λίγες αρετές του. Και σπεύδουμε αμέσως να βάλουμε ερωτηματικό. Κι ακόμη: ψάχνουμε να βρούμε το ελάττωμά του. Αναζητούμε δηλαδή το σκοτάδι εκεί που υπάρχει το φως. Κι αρχίζουμε και χαιρόμαστε, γιατί ψάχνοντας νομίζουμε ότι βρήκαμε το μείον και το ελάττωμα. Νιώθουμε καλά πια, γιατί το ύψος του κατορθώματος του άλλου έχασε τη λάμψη του. Η επιτυχία του λίγο αμαυρώθηκε. «Είπα κι εγώ. Σιγά μην είναι έτσι όπως τα λένε».

Δεν αντέχουμε ο άλλος να υπέρκειται σε οτιδήποτε σε σχέση με μας – θέλουμε τον καθένα στα δικά μας μέτρα. Γιατί μάλλον πρέπει να αισθανόμαστε ανώτεροι. Το καταλαβαίνουμε έστω κι αν δεν το ομολογούμε: λειτουργεί μέσα μας η ουσία της αμαρτίας, ο εγωισμός. «Ποιος να συγκριθεί μαζί μου»; Γι’ αυτό και η αρετή του άλλου που εμείς δεν έχουμε, η επιτυχία που έκανε, μας… πληγώνει: γίνεται μέτρο που αποκαλύπτει τη δική μας μικρότητα. Ας τον κάνουμε… πέρα λοιπόν. Ας ρίξουμε λάσπη. Ας βρούμε το ελάττωμα. Οπότε καταλαβαίνουμε ότι έχουμε γίνει  ο ορισμός της ανοησίας. Είμαστε ανόητοι.

Να ξυπνήσουμε!  Ο όσιος μας κτυπά το καμπανάκι: να γίνουμε σαν τον καλό «ραγολόγο»: να μαζεύουμε τα καλά σταφύλια και ν’ αφήσουμε τα άγουρα και τα ξινά – ό,τι είναι το αυτονόητο!  Να συνηθίζουμε δηλαδή να βλέπουμε τα καλά σημεία του συνανθρώπου μας, τις αρετές του, γιατί αυτό θα μας προσφέρει διπλό καλό: πρώτα θα μας κάνει πιο ταπεινούς, δεύτερον θα μας παρακινήσει να παλέψουμε κι εμείς για να τα αποκτήσουμε.

Ο μέγας Αντώνιος έγινε «θεοφιλής», αγαπήθηκε δηλαδή ιδιαιτέρως από τον Θεό και γέμισε από το Πνεύμα Του, γιατί όπου πήγαινε και συναντούσε ανθρώπους, ιδίως ασκητές, σημείωνε τα καλά τους σημεία, τις αρετές τους. Ο όσιος Παΐσιος άγιασε γιατί αγωνίστηκε να γίνει, όπως έλεγε και στους άλλους να γίνουν, «μέλισσα και όχι μύγα». «Η μέλισσα έστω κι αν υπάρχουν ακαθαρσίες κάπου, πηγαίνει πάντοτε στα λουλούδια. Η μύγα, έστω κι αν υπάρχουν λουλούδια και άλλες ομορφιές, πηγαίνει αμέσως στις ακαθαρσίες».

Να γίνουμε μέλισσες και όχι μύγες. Να γίνουμε «καλοί ραγολόγοι». Έτσι θα φύγουμε από την ανοησία και θα γίνουμε συνετοί και σοφοί κατά Θεόν.

Και το σημαντικότερο: λειτουργώντας έτσι, θα μάθουμε το «μυστικό» της πνευματικής ζωής: να ελέγχουμε τους λογισμούς μας. Όχι ό,τι μας έρχεται στον νου από τα πάθη μας ή από τον Πονηρό διάβολο, αλλ’ ό,τι εμείς με τη χάρη του Θεού θα σκεπτόμαστε. Δηλαδή θα βλέπουμε τον νου μας να γίνεται πράγματι ηγεμόνας του εαυτού μας· να γίνεται ένας… βασιλιάς. Ο απόστολος Παύλος μας βοηθάει: «όσα αγνά, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αληθή, όσα προσφιλή, ει τις αρετή και ει τις έπαινος, ταύτα λογίζεσθε».  

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΥΑΚΙΝΘΟΣ

«῾Ο ἅγιος ῾Υάκινθος καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καί ὑπηρετοῦσε στό βασιλικό τραπέζι τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ. Κατηγορήθηκε ὅμως ὡς χριστιανός, γι᾽ αὐτό καί δόθηκε ἡ ἐντολή νά κτυπηθεῖ σέ ὅλο τό σῶμα του καί νά ριχτεῖ στήν φυλακή. ᾽Εκεῖ μένοντας ἀρκετές ἡμέρες χωρίς φαγητό παρέθεσε τό πνεῦμα του στόν Θεό»

῎Εχει προταθεῖ ἀπό ὁρισμένους χριστιανούς ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ῾Υακίνθου νά καθιερωθεῖ ὡς ἡ ἑορτή τῶν ἐρωτευμένων σέ ἀντικατάσταση τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Βαλεντίνου (14 Φεβρουαρίου), γιά τόν ὁποῖο ὑπάρχουν πολλές καί ἀντιφατικές παραδόσεις. Καί τοῦτο βεβαίως ὄχι γιατί ὁ ἅγιος ἔχει καμμία οὐσιαστική σχέση πρός αὐτό πού προβάλλεται ὡς ἀνθρώπινος ἔρωτας, ἀλλά γιατί τό ὄνομά του πού παραπέμπει στό πολύ ὄμορφο καλλωπιστικό φυτό ὑάκινθος, τό κοινῶς ὀνομαζόμενο ζουμπούλι, μέ τό ἔντονο ἄρωμα καί τά πολυάριθμα μικρά ἄνθη του, κυανοῦ, ρόζ ἤ ἄσπρου χρώματος, συνηγορεῖ γιά κάτι τέτοιο. ῾Η σχέση τοῦ ἁγίου πρός τόν ἔρωτα ὑπάρχει, κατά πῶς μᾶς τό θέτει καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος τῆς ἀκολουθίας του Θεοφάνης ὁ ποιητής, ἀλλά μέ τήν ἔννοια πού συναντᾶμε σέ ὅλους τούς ἁγίους, δηλαδή τήν ἔννοια τοῦ θείου ἔρωτα, τῆς σφοδρῆς ἀγάπης πρός τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό.

Πράγματι, ἡ ὅλη κατά Χριστόν πορεία τοῦ ἁγίου ῾Υακίνθου κατανοεῖται μόνον κάτω ἀπό τήν ὀπτική αὐτή. ῾Η ἀγάπη του πρός τόν Χριστό τοῦ ἔδωσε τήν δύναμη νά ἀντιμετωπίσει τήν ὀργή καί τήν μήνη τοῦ ἴδιου τοῦ αὐτοκράτορα, ἐπιμένοντας ὅτι εἶναι χριστιανός, καί νά ὑποστεῖ φοβερά μαρτύρια μέχρι τῆς τελικῆς ἐκπνοῆς του λόγω ἀσιτίας. «῎Ελεγξες τόν τύραννο, ἀθλοφόρε, πού εἶχε φτάσει σέ κατάσταση μανίας, γιατί ἤσουν ντυμένος ἀπό τόν Χριστό μέ τήν ἀήττητη δύναμή Του» (ὠδή ε´). «᾽Αγάπησες τόν Θεό μέ τήν ψυχή σου σύ, ἀθλητή μακάριε, παλεύοντας μέχρις αἵματος πρός τήν ἁμαρτία καί ἀνατρέποντας τούς ἐχθρούς»  (ὠδή η´).

῾Ο ἅγιος ποιητής μάλιστα παίρνει ἀφορμή ἀπό τήν γνωριμία πού εἶχε ὁ ῾Υάκινθος πρός τόν αὐτοκράτορα Τραϊανό, ἀφοῦ ὑπῆρξε θαλαμηπόλος του, γιά νά πεῖ ὅτι τελικῶς ὁ ἅγιος ἦταν ὁ ἀληθινός αὐτοκράτορας, γιατί ἀκριβῶς μέ τόν εὐσεβή λογισμό τῆς πίστεως πού εἶχε ἔγινε αὐτοκράτορας τῶν παθῶν του, τρεφόμενος ἀπό τόν θεϊκό λόγο καί ὄχι ἀπό τήν τροφή τῶν παρανόμων. «Αὐτοκράτορα φέρων τῶν παθῶν ἀριδήλως τόν εὐσεβῆ λογισμόν, τροφήν τῶν παρανόμων κατέπτυσας, παμμάκαρ, θείῳ λόγῳ τρεφόμενος» (ὠδή ζ´). Κι εἶναι πολύ σημαντική ἡ παρατήρηση τοῦ Θεοφάνη, γιατί μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὅταν ὁ μάρτυρας δέχεται τό ὅποιο μαρτύριο εἴτε ὡς κτύπημα εἴτε ὡς στέρηση, τήν ἴδια ὥρα ὁ Κύριος μέ μυστικό τρόπο ἔρχεται καί λειτουργεῖ σ᾽ αὐτόν ἀντιστοίχως εἴτε ὡς θεϊκό χάδι εἴτε ὡς πλήρωση καί τροφή. Πρόκειται γιά πραγματικότητα πού δέν πρέπει νά λησμονοῦμε, γιατί ἰσχύει γενικότερα: κάθε ὑπομονή πού κάνουμε στήν ζωή μας τήν ὥρα τῆς ὅποιας δοκιμασίας μας, ἐνῶ φαίνεται ὅτι ὑφιστάμεθα μία ταλαιπωρία καί ἕνα βάσανο, ὁ Κύριος εἶναι παρών καί τήν δοκιμασία τήν μεταποιεῖ σέ εὐλογία.

῾Ο ἐκκλησιαστικός ποιητής δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἀξιοποιήσει καί τό ὄνομα τοῦ ἁγίου ῾Υακίνθου. ᾽Αφενός μᾶς προτρέπει νά τοῦ πλέξουμε στεφάνι μέ τούς ὕμνους ἀποτελούμενο ἀπό ἀμαράντινους ὑακίνθους («῾Υακίνθῳ σήμερον ἐξ ὑακίνθων ἀμαράντων πλέξωμεν στέφανον πάντες οἱ πιστοί») (κοντάκιο), ἀφετέρου μᾶς μεταφέρει στήν θριαμβεύουσα ᾽Εκκλησία, τήν ᾽Εκκλησία τῶν πρωτοτόκων, δίνοντάς μας τήν εἰκόνα τῆς θέσης τοῦ ἁγίου μάρτυρα ἀνάμεσα στούς ἄλλους ἁγίους. «Σάν ὄμορφο ζουμπούλι λάμπρυνες τήν θεία σκηνή, σάν ἐκλεκτό ζωηρό κόκκινο ἀπό τό αἷμα τῆς ἀθλήσεώς σου ἔγινες ἀφιέρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας τῶν πρωτοτόκων» (ὠδή ς´). Κι ἀκόμη: θεωρεῖ ὁ ποιητής τόν ἅγιο μάρτυρα σάν διαυγή καί πολύτιμο  λίθο τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, γιατί μέ τήν «εἰλικρίνεια τῆς ψυχῆς του καί τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ του» (ὠδή ζ´) ἔγινε φωτεινό κατοικητήριο τοῦ  Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. («῎Ωφθης διαυγείᾳ τοῦ Πνεύματος, ὥσπερ λίθος διαυγής τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ») (στιχηρό ἑσπερινοῦ). («Σέ τόν διαυγείᾳ μαρτυρικῇ πολύτιμον λίθον γεγονότα θείου ναοῦ») (ὠδή α´).

῾Ο ἅγιος ῾Υάκινθος γιά τόν Θεοφάνη θεωρεῖται καί ὡς πρότυπο ἰδιαιτέρως τῆς νεότητας. Γιατί νέος καθώς ἦταν ὁ ἅγιος φανέρωσε ἐκεῖνο πού τιμᾶ τήν νεότητα καί τήν διακρατεῖ πάντοτε ἀνθοφοροῦσα: τήν γενναιότητα τοῦ νοῦ καί τήν φρόνηση καί σύνεση τῶν μεγάλων. Πού σημαίνει: δέν δίνει ἀξία σέ ἕναν νέο ἀπό μόνη της ἡ νεότητά του - κι αὐτή θά παρέλθει πολύ γρήγορα. ῾Η νεότητα τῆς καρδιᾶς μετράει κατεξοχήν, γιατί αὐτή παραμένει ἐσαεί. «᾽Απέδειξες, μάρτυς ἀθλοφόρε, τό νεανικό τῆς ἡλικίας σου καί τό γενναῖο τῆς διανοίας σου, καθώς πάλεψες μέ ἀνδρεία κατά τῆς πλάνης ὑπέρ Χριστοῦ» (ὠδή α´). «᾽Ενῶ ἤσουν νέος, φάνηκες νά ἔχεις καθαρά φρόνηση μεγάλου, μάρτυς Χριστοῦ, καί νά κοσμεῖσαι ἀπό σύνεση» (ὠδή γ´).

02 Ιουλίου 2021

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΕΣΘΗΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΝ ΒΛΑΧΕΡΝΑΙΣ

«Δύο πατρίκιοι, ο Γάλβιος και ο Κάνδιδος που ήταν αδέλφια, πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσουν έφτασαν στην Παλαιστίνη. Ευρισκόμενοι στη Γαλιλαία και βρίσκοντας την τιμία Εσθήτα της Θεοτόκου να τιμάται από κάποια Εβραία γυναίκα, σκέφτηκαν να της την πάρουν. Λοιπόν, όταν έφτασαν στα Ιεροσόλυμα και προσκύνησαν κάθε άγιο τόπο, παρήγγειλαν και έφτιαξαν μία όμοια σορό μ’  εκείνην που ήταν κατατεθειμένη η τιμία Εσθήτα της Θεομήτορος, οπότε κατά την επάνοδό τους έβαλαν τη δική τους άδεια σορό στη θέση της άλλης της Εβραίας γυναίκας. Παίρνοντας λοιπόν με τον τρόπο αυτόν το θείο και ιερό ένδυμα επέστρεψαν στον τόπο τους. Φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη απέθεσαν τη σορό με την Εσθήτα της Θεοτόκου στο προάστιό τους που ονομαζόταν Βλαχέρνες, έχοντας ως σκοπό να κρύψουν τον θησαυρό. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να το κατορθώσουν, το φανέρωσαν στον Βασιλιά, ο οποίος όταν άκουσε τι έγινε γέμισε από άφατη χαρά κατασπαζόμενος την ιερά Εσθήτα, κι όχι μόνο αυτό αλλά οικοδόμησε και ναό στο προάστιο των Βλαχερνών, μέσα στον οποίο κατέθεσε την αγία σορό. Εκεί λοιπόν τώρα ευρισκόμενη η τιμία αυτή σορός, μέχρι και τώρα αποτελεί το φυλακτήριο της πόλεως και  τη σωτηρία από τις νόσους και τους εχθρούς».  

Το αποτέλεσμα μίας «κλεψιάς» εορτάζει κατ’  ουσίαν σήμερα η Εκκλησία μας. Μίας κλεψιάς που έχει όμως ιερό χαρακτήρα – έγινε κατ’  ευδοκίαν Θεού -  αφού η Εσθήτα (ή Μαφόρι) της Παναγίας, όπως και η τιμία Ζώνη της, ανήκουν σ’  εκείνους που τιμούν την Παναγία και την αποδέχονται ως την κατεξοχήν Μοναδική γυναίκα στον κόσμο, διαχρονικά και παγκόσμια, που καμία άλλη δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί της, αφού δι’  αυτής ήλθε ως άνθρωπος ο Υιός του Θεού στον κόσμο. Μόνον με άλλα λόγια εκείνος που πιστεύει στον Χριστό ως Θεό και άνθρωπο μπορεί να πιστέψει και την ιδιαίτερη και ξεχωριστή θέση της Πανάγνου Μαριάμ -  Χριστός και Παναγία Μητέρα Του πάντοτε συνθεωρούνται – οπότε και να τιμήσει οτιδήποτε σχετίζεται μ’  Αυτήν, είτε είναι η Ζώνη της είτε είναι η Εσθήτα της. Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, γι’ αυτό, δεν προβληματίζεται καθόλου για την ηθική ποιότητα της πράξεως των δύο πατρικίων αδελφών. Την θεωρεί ως εκ Θεού γενομένη, τόσο που την παραλληλίζει με τον χιτώνα του Κυρίου. Όπως, λέει στον στίχο του συναξαρίου, ο Θεός θέλησε ο χιτώνας Του να βρεθεί στα χέρια των δημίων Του φρουρών κάτω από τον Σταυρό Του, έτσι και η Εσθήτα της Παναγίας να βρεθεί στη Χριστοφρούρητο πόλη, την Κωνσταντινούπολη και δη στο προάστιό της τις Βλαχέρνες.

Απόδειξη βεβαίως της ευδοκίας του Θεού για την «παράνομη» ανθρωπίνως, αλλ’ έννομη θεϊκώς πράξη της μεταφοράς της σορού είναι τα άπειρα θαύματα που «σαν να τρέχουν ποτάμια» (κάθισμα όρθρου) γίνονται από τότε και μετέπειτα, καθώς μάλιστα παραμένουν αδιάφθορα από την επίδραση του χρόνου (απολυτ.). Όχι μόνο μεμονωμένα οι πιστοί ντύνονται τη δύναμη και τη χάρη της Θεοτόκου, αλλά και η Κωνσταντινούπολη δια της τιμίας σορού την έχει ως φρουρό και τείχος της (στιχ. εσπ., κ.α.).  Και ποια η αιτία για τη μεγάλη αυτή δύναμη και χάρη που κέκτηνται η Εσθήτα και η Ζώνη της Θεοτόκου; Πρώτον, το γεγονός ότι τα φόρεσε Εκείνη η Πρώτη και Μοναδική, η χάρη της Οποίας μεταγγίστηκε και στα ενδύματά της, τόσο που η κατοχή αυτών Εκείνην προβάλλει – τιμώντας την Εσθήτα και τη Ζώνη την Παναγία τιμάμε. «Ο ναός σου, Δέσποινα, που έχει το ιερό μαφόριό Σου ως θησαυρό αγιάσματος, κάθε φορά αγιάζει όλους εμάς που προστρέχουμε σε Σένα και Σε μακαρίζουμε κατά χρέος» (απόστ. εσπ.).

Και δεύτερον, γιατί με την Εσθήτα αγιάζεται και ο πιστός λαός, ο οποίος έρχεται σ’ επαφή, και «υλικά», με τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό: ο χιτώνας αυτός τύλιξε ως βρέφος και τον Κύριο! «Καθαγίασες την ιερή Εσθήτα λόγω της επαφής της μ’ Αυτόν που ήλθε ως άνθρωπος επί της γης για χάρη μας, όπως κι επειδή τύλιξες μ’ αυτήν το σώμα σου, Παρθένε. Μ’ αυτήν την Εσθήτα αγιάζεις όλους τους δούλους σου που σε υμνολογούμε» (ωδή α΄) – ο «υλισμός» της χριστιανικής πίστεως προβάλλεται κατά απόλυτο θα λέγαμε τρόπο, κάτι που παραπέμπει προς ιδιαίτερη θεμελίωση και στο γεγονός της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, όπου και τα ενδύματά Του «μεταποιήθηκαν» και έγινα λευκά σαν το χιόνι!

Είναι πολύ συγκινητική η ιστορική αναφορά ότι και Βασιλείς δέχτηκαν πλούσια την ίαση και τη χάρη της Θεοτόκου διά της Εσθήτος και της Ζώνης της (βλ. την αντίστοιχη εορτή της 31ης Αυγούστου), με τη βασική σημείωση βεβαίως ότι η προσέγγισή τους γίνεται με πίστη και με καθαρότητα νου, που θα πει από εκείνους που μέσα στην Εκκλησία αγωνίζονται τον πνευματικό αγώνα, συλλειτουργώντας με τους Αγγέλους! Όπως το σημειώνει το δοξαστικό του εσπερινού και όχι μόνο: «Αφού καθαρίσουμε τις φρένες και τον νου μας, ας πανηγυρίσουμε και εμείς μαζί με τους Αγγέλους».