10 Ιουλίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Εἰ δέ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσιν, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;»   (Ματθ. 6, 30)

(Ἐάν τό χορτάρι τοῦ ἀγροῦ,πού σήμερα ὑπάρχει καί αὔριο ρίχνεται στον φοῦρνο, τό ντύνει τόσο ὡραῖα ὁ Θεός, πόσο περισσότερο ἐσᾶς, ὀλιγόπιστοι;)

 ῞Εναν ὕμνο στή πρόνοια τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας. Διακηρύσσει διά στόματος ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ τό πόσο κοντά μας εἶναι ὁ Θεός, τό πόσο νοιάζεται γιά ἐμᾶς. Παράλληλα ὅμως ἀποτελεῖ καί ἕναν αὐστηρό ἔλεγχο τῆς ἀδυναμίας μας:  τῆς τύφλωσης πού μᾶς διακατέχει στό νά διαπιστώνουμε τά ἄλλως αὐτονόητα. Εἰδικά ἡ φράση τοῦ Κυρίου ὅτι καί τό ἀγριόχορτο πού δέν τοῦ δίνει κανείς σημασία εἶναι ἀντικείμενο τῆς φροντίδας τοῦ Θεοῦ, συμπυκνώνει τή διπλή αὐτή διάσταση τῶν λόγων Του.

 1. Ὁ Κύριος λοιπόν εἶναι τραγικά σαφής ὅσον ἀφορᾶ στήν κατάσταση ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων:  εἴμαστε ὀλιγόπιστοι. Δέν ἔχουμε τή δυνατότητα δηλαδή νά ἀναγνωρίσουμε τήν παρουσία Του καί στή Δημιουργία πού εἶναι δική Του καί Τοῦ ἀνήκει, πολύ περισσότερο σ᾽ ἐμᾶς τούς ἴδιους. Διότι ὁ Κύριος διαβαθμίζει τήν παρουσία καί τήν Πρόνοιά Του:  οἱ ἄνθρωποι δεχόμαστε ἀπείρως περισσότερο ἀπό ὅσο ἡ λοιπή δημιουργία τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό βεβαίως γιατί μόνον οἱ ἄνθρωποι πλαστήκαμε «κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ». Αὐτό δέν δείχνει μεταξύ ἄλλων καί τό γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ; 

2. Αἰτία κατά τόν Κύριο τῆς ὀλιγοπιστίας αὐτῆς εἶναι ἡ ψυχική τύφλωση τοῦ ἀνθρώπου. Τό «ἐν ἡμῖν φῶς», ὁ νοῦς δηλαδή, εἶναι σβηστό, βρισκόμαστε στό σκοτάδι, ὁπότε ἀδυνατοῦμε νά ἐπισημάνουμε τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος προκειμένου νά τό καταστήσει σαφές χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα τῆς σωματικῆς τύφλωσης. Ὅπως ὁ σωματικά τυφλός δέν βλέπει τό φῶς τοῦ ἥλιου, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ ὀλιγόπιστος:  ὡς ψυχικά τυφλός δέν βλέπει τό πνευματικό φῶς, τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ -  ὅ,τι ἐπεσήμαινε στούς Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς του: τυφλοί αὐτοί καθοδηγούν ἄλλους τυφλούς πού γι’ αὐτό ὅλοι πέφτουν μέσα σέ λάκκο!

3. ῎Ετσι ἡ ὀρθή σχέση μας μέ τή φύση, ἀλλά καί μέ τόν ἑαυτό μας καί τόν συνάνθρωπό μας, εἶναι ἀδύνατη χωρίς τή σχέση μας μέ τόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού μᾶς ἀνοίγει τά μάτια γιά νά βλέπουμε τά πάντα στίς ὀρθές καί ἀληθινές τους διαστάσεις, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ὁ μή χριστιανός, ὁ μή ἔχων σχέση μέ τόν Χριστό, ἔχει κολοβωμένη καί ἐλλιπή ὅραση τῆς πραγματικότητας, κατά συνέπεια οἱ ἐπισημάνσεις του γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ὅσο πιθανόν σωστές κι ἄν εἶναι, μοιάζουν μέ τήν πραγματικότητα πού ἐπισημαίνει ἕνας τυφλός ἄνθρωπος καθώς ψαχουλεύει μέσα στό σκοτάδι:  διαπιστώνει ἀληθινά πράγματα, ἀλλά διαρκῶς τοῦ διαφεύγει τό ὅλον.

4. Τό ζητούμενο λοιπόν γιά νά ἀρχίσουμε νά βλέπουμε σωστά καί ὑγιῶς τά πράγματα καί τόν ἑαυτό μας, νά τά βλέπουμε δηλαδή μέσα στήν προοπτική τῆς ἀπαρχῆς δημιουργίας τους καί μέσα στό νόημά τους, εἶναι νά ἀποτινάξουμε τήν ψυχική μας τύφλωση. Νά βροῦμε τό φῶς τοῦ Θεοῦ πού θά μᾶς διανοίξει τούς ὀφθαλμούς. Νά πιστέψουμε δηλαδή στόν Χριστό. Ἡ πίστη σ᾽ ᾽Εκεῖνον μόνον, ὅσον καί ἄν ἀκούγεται ἀπόλυτο, συνιστᾶ τό φῶς τοῦ νοῦ καί τῆς συνείδησής μας, πού μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά δοῦμε καί τόν Θεό παντοῦ καί ὁπουδήποτε. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἱκανότητα νά δοῦμε τόν Θεό ἔξω ἀπό ἐμᾶς: στή φύση καί στόν συνάνθρωπο, περνάει μέσα ἀπό τήν ἀπόκτηση τῆς ἱκανότητας νά Τόν βλέπουμε μέσα μας. ῎Αν δέν ἔχουμε Θεό ἐμεῖς, δέν μποροῦμε καί νά Τόν δοῦμε ἀλλοῦ. «᾽Εν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς».

5. Καί ἡ πίστη αὐτή, τό φῶς τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, εἶναι μέν δωρεά ᾽Εκείνου, ἀλλά στόν ἄνθρωπο πού τό θέλει καί τό ἀναζητεῖ, γεγονός πού παραπέμπει στήν ἔνταξη τοῦ ἀνθρώπου στήν ᾽Εκκλησία: στήν ᾽Εκκλησία, τό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁδηγεῖται πάντοτε ὁ γνήσιος ἀναζητητής τοῦ Θεοῦ. Τό «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» πού εἶπε ὁ Χριστός, εἶναι ἀκριβῶς ἡ προϋπόθεση τοῦ ἀνοίγματος καί τῶν ψυχικῶν ὀφθαλμῶν μας. ῞Οσο δηλαδή ἐπιλέγουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας, ὅσο ὁ Κύριος γίνεται ἡ προτεραιότητά μας καί ἡ τροφοδοσία μας ἀπό ᾽Εκεῖνον μέ τό σῶμα καί τό αἷμα Του ὁ θερμός πόθος τῆς καρδιᾶς μας, τόσο καί ὑγιεῖς γινόμαστε, τόσο βρίσκουμε ἐκεῖνο τό σημεῖο ὕπαρξης πού ἀποτελεῖ τήν ἀληθινή σφαίρα τοῦ εἶναι μας, μέ τόν ζωντανό Θεό παρόντα στή ζωή μας. «Τηρεῖστε τίς ἐντολές μου καί θά σᾶς φανερωθῶ» διαβεβαίωσε ὁ Κύριος.

ΝΑ ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ... ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

Οι άγιοι αββάδες του Γεροντικού επιμένουν σταθερά: «από τον πλησίον εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Αν κερδίσουμε τον αδελφό, τον Θεό κερδίζουμε». Γιατί η σχέση με τον Θεό εξαρτάται από τη σχέση με τον συνάνθρωπο; Οι αββάδες δεν λένε πράγματα του μυαλού τους. Διατυπώνουν με τον δικό τους τρόπο ό,τι είναι ο λόγος του Θεού κι ό,τι ο Κύριος μάς άφησε ως εντολή και διδασκαλία Του, την οποία όμως εκείνοι φρόντισαν και έκαναν πράξη στη ζωή τους κι επιβεβαίωσαν έτσι εμπειρικά την αλήθεια της. Ο Χριστός μάς είπε να μένουμε σταθεροί στη δική Του αγάπη, που θα πει να ’μαστε στον «χώρο» που θα δεχόμαστε την αγάπη Του αυτή, και μαζί βεβαίως την αγάπη του Θεού Πατέρα κι όλης της αγίας Τριάδος. Και ποιος είναι αυτός ο «χώρος»-σημείο συντονισμού και επαφής μαζί Του; Ο άλλος, ο συνάνθρωπος. «Μείνατε εν τη αγάπη τη εμή. Εάν τας εντολάς μου τηρήσητε, (δηλαδή το αγαπάτε αλλήλους), μενείτε εν τη αγάπη μου». Οπότε την ώρα που «εκτεινόμαστε» εν αγάπη εκεί που είναι ο συνάνθρωπός μας, εκείνη την ώρα είμαστε σε αναζήτηση του Θεού, καλύτερα: βρίσκουμε τον Θεό μέσα μας. Σαν την αναζήτηση ενός σταθμού στο ραδιόφωνο: για να βρούμε τον σταθμό πρέπει να συντονιστούμε με το σημείο εκπομπής του. Το σημείο που εκπέμπει ο Θεός τη χάρη και την παρουσία Του είναι πρωτίστως ο συνάνθρωπός μας. Πλησιάζοντας τον άλλον λοιπόν πλησιάζουμε τον Θεό. «Κερδίζοντας τον αδελφό τον Θεό κερδίζω. Από τον πλησίον εξαρτάται η ζωή και ο θάνατός μου».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ 45 ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΝΙΚΟΠΟΛΕΙ ΤΗΣ ΑΡΜΕΝΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΕΣ

Αυτοί, κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικινίου και του ηγεμόνα Λυσία, ομολόγησαν τον Χριστό. Πρώτοι δε από αυτούς ήσαν αυτοί που ήσαν πρώτοι και στην πόλη, ο Λεόντιος, ο Μαυρίκιος, ο Δανιήλ και ο Αντώνιος. Αφού εξετάστηκαν με διάφορα βασανιστήρια, ύστερα τους έριξαν σε κάμινο πυρός και, τέλος, βρήκαν το τέλος του δρόμου της άθλησης”.

Η ῾θεοστεφής φάλαγξ᾽ των αγίων σαράντα πέντε μαρτύρων μπορεί να παραβληθεί μόνο με  αντίστοιχες πολυπληθείς ομάδες μαρτύρων, σαν τους αγίους σαράντα που μαρτύρησαν στη λίμνη της Σεβαστείας, ή σαν τους αγίους τρεις παίδας τους εν καμίνω της Παλαιάς Διαθήκης, λόγω της τόλμης τους και της εν χάριτι  υμνολογίας τους προς τον Θεό, την ώρα που καίονταν και αυτοί σε κάμινο πυρός. «Στην κάμινο, Χριστέ, οι αθλοφόροι υμνολογούσαν: Ευλογητός ο Θεός, ο των Πατέρων μας» (ωδή ζ´).  Εκείνο που τους οδήγησε στο μαρτύριο ήταν, κατά τον υμνογράφο Ιωάννη τον μοναχό, ο πόθος τους για την αληθινή και αιώνια ζωή λόγω της βαθιάς αγάπης τους προς τον Θεό, γεγονός που τους έκανε να είναι και μεταξύ τους τόσο μονοιασμένοι, ώστε ούτε και ο θάνατος να μπορεί να τους χωρίσει. Με τα ίδια τα λόγια του αγίου υμνογράφου: «Αήττητοι μάρτυρες, ποθήσατε την αληθινή ζωή που παραμένει αιώνια» (στιχηρό εσπερινού). «Κρατιόταν από την αγάπη του Θεού και έτσι νίκησε ο χορός των αθλοφόρων τον αντίθεο εχθρό» (ωδή δ´). «Συνδεδεμένοι πιστά με την ομόνοια της ψυχής, προχωρήσατε κατά της πλάνης» (ωδή α´).

Η φιλοθεΐα τους αυτή και ο πόθος τους για τα αιώνια τους έκανε να μπορούν να κρίνουν ορθά τα πράγματα της ζωής τους: να επιλέξουν το μαρτύριο για τον Χριστό, αντί να ζήσουν ως αρνησίχριστοι λίγα χρόνια επί της γης χωρίς νόημα και σκοπό. Διότι πράγματι τότε, κατά την πίστη μας, λειτουργεί ορθά η κρίση του ανθρώπου, όταν βλέπει την επίγεια ζωή υπό το πρίσμα της αιώνιας ζωής. Αν με άλλα λόγια δεν μεταθέσει κανείς το κέντρο της ζωής του στον Χριστό, ώστε εν Χριστώ να ζει, να κινείται και να υπάρχει - «εν Αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν», κατά τον απόστολο Παύλο -, τότε ο πιστός πρέπει να αμφισβητήσει την πίστη του, ευρισκόμενος σε κατάσταση σκότωσης και πλάνης. Κι αιτία για την εν Χριστώ αυτή οπτική είναι το γεγονός ότι ο πιστός βαπτισμένος στο όνομα του Χριστού έχει γίνει μέλος του ζωντανού σώματός Του, της Εκκλησίας, συνεπώς είναι και νιώθει οργανικά δεμένος με Εκείνον. Η σύνεση αυτή των αγίων σαράντα πέντε μαρτύρων που τους έδινε τη φωτισμένη κρίση για τη ζωή τους τονίζεται επαρκώς από τον υμνογράφο της ακολουθίας τους: «Κοσμηθήκατε από σύνεση, στρατιώτες του Χριστού, και πνίξατε τον καταστροφέα διάβολο, τον αρχαίο όφι, μέσα στα ποτάμια των αιμάτων σας»  (ωδή γ´).

Κι εκείνο που τους έδινε την εν Χριστώ σύνεση και τη φωτισμένη διάκριση ήταν που ως μέλη Χριστού ενεργοποιούσαν στη ζωή τους τη χριστιανικότητά τους με τη συνεχή μελέτη του λόγου του Θεού που την μετουσίωναν σε πράξη. Οι άγιοι μάρτυρες δηλαδή ζούσαν το μαρτύριο της συνειδήσεως διά της τηρήσεως των εντολών του Χριστού πριν φθάσουν στο μαρτύριο του αίματος. Που σημαίνει, όπως είναι γνωστό: δεν είναι εύκολο να φτάσει κάποιος στο χαρισματικό σημείο της προσφοράς και της ζωής του για την πίστη του, αν δεν έχει ασκηθεί πάνω  στην ετοιμότητα αυτή με την προσαρμογή της ζωής του σε ό,τι επιτάσσει ο λόγος του Θεού. Κατά τον άγιο υμνογράφο μας μάλιστα: «Θρεμμένοι οι μάρτυρες, με τα λόγια του αγίου Πνεύματος κατάργησαν την αλογία των ειδώλων» (ωδή ε´). Γι᾽ αυτό και ο υμνογράφος επισημαίνει μία ιδιαίτερη χάρη που ο Χριστός έδωσε στους μάρτυρες, όσο ακόμη βρίσκονταν στη φυλακή, προκειμένου να τους ενισχύσει για να φτάσουν μέχρι το τέλος: να δουν το άκτιστο φως. «Είδαν το απρόσιτο φως οι αθλοφόροι στη φυλακή, αποκτώντας ισχύ από τη δύναμη του Θεού,  κι έτσι διέλυσαν το πολύθεο σκοτάδι της ειδωλολατρικής μέθης» (ωδή δ´). «Ταις αυτών αγίαις πρεσβείαις ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν».

09 Ιουλίου 2021

ΦΟΒΟΣ: ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η χριστιανική πίστη δεν αμφισβητεί την ύπαρξη του φόβου στη ζωή του ανθρώπου. Τον αποδέχεται ως πραγματικότητα αλλά και τον ερμηνεύει. Ο φόβος είναι αποτέλεσμα της πτώσης του ανθρώπου στην αμαρτία – αυτή τού άνοιξε τη δίοδο για κάθε είδους φόβο στη ζωή του και άρα για την τραγικότητα της επί γης πορείας του.

Με τον ερχομό του Χριστού όμως ο άνθρωπος ξαναβρήκε την κανονική πορεία του και ένιωσε και πάλι ότι η αγάπη και η φιλία τον περιβάλλουν από παντού. Ο Χριστός έχυσε άπλετο φως στη ζωή του για να δει ότι ο Θεός είναι ακριβώς ο φίλος και ο Πατέρας του, ο συνάνθρωπος ο αδελφός του, η φύση η αδελφή του. Στην πραγματικότητα μετά τον ερχομό του Χριστού τίποτε δεν μπορεί να απειλήσει τη ζωή του ανθρώπου. Διότι μ’ Εκείνον γίναμε και πάλι παιδιά του Θεού. Ο Χριστός μάς προσέλαβε στον εαυτό Του και έγινε το ένδυμά μας. «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε» (Γαλ. 3, 27). Είμαστε καλυμμένοι και ασφαλισμένοι μέσα στον ίδιο τον παντοδύναμο και πανάγαθο Θεό. Αυτός αποτελεί το σπίτι μας, και της ψυχής και του σώματός μας. Κι ακόμη: γίνεται ο Ίδιος ο μυστικός ένοικος της ψυχής μας. Εκείνος υποσχέθηκε ότι θα κατοικήσουμε μέσα Του κι Αυτός μέσα μας. «Ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω» (πρβλ. Β´Κορ. 6, 16).

Αν είχαμε πνευματικά μάτια ανοικτά θα βλέπαμε ότι πλημμυριζόμαστε διαρκώς από το φως, την αλήθεια, τη ζωή και την αγάπη. Θα βλέπαμε στον εαυτό μας, στον κάθε συνάνθρωπο, σε όλη τη δημιουργία την πανάγαθη παρουσία του Θεού, όπως και του αγαθού φύλακα αγγέλου μας. «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ᾽ ημών;» θα φωνάξει μεταξύ άλλων ο απόστολος Παύλος (Ρωμ. 8, 31). Είναι συγκλονιστικός ο λόγος επ’ αυτού του μεγάλου ασκητικού διδασκάλου οσίου Ισαάκ του Σύρου: «Μην σε ταράξει καθόλου – γράφει στον τρίτο λόγο του – ο λογισμός του φόβου... αλλά μάλλον πίστευε ότι έχεις φύλακα τον ίδιο τον Θεό που είναι μαζί σου, και την ακρίβεια γι᾽ αυτό ας σε πληροφορήσει η φρόνησή σου, ότι συ με όλη τη δημιουργία είστε δούλοι ενός και του ιδίου δεσπότη, ο Οποίος με ένα μόνο νεύμα Του κινεί και σαλεύει, και ημερώνει και οικονομεί τα πάντα, και κανείς δούλος δεν μπορεί να βλάψει κανέναν από τους σύνδουλούς του χωρίς να το παραχωρήσει Εκείνος που προνοεί και κυβερνά τα πάντα...Καθότι ούτε οι δαίμονες ούτε τα βλαπτικά θηρία ούτε οι κακοί άνθρωποι μπορούν να εκπληρώσουν το κακό τους θέλημα για αφανισμό και απώλεια του άλλου, όταν δεν θέλει ο κυβερνών τα πάντα Θεός. Αλλά και όταν θέλει, δίνει και όρια σ᾽ αυτό, κατά πόσο πρέπει να βλάψουν».

Προϋπόθεση βεβαίως για τη χαρισματική αυτή πραγματικότητα η πίστη στον Χριστό.  Χωρίς αυτήν ο φόβος εξακολουθεί να σφραγίζει τη ζωή μας.Το απεκάλυψε ο ίδιος ο Χριστός: το αντίδοτο του φόβου είναι η πίστη. «Μη φοβού, μόνον πίστευε» (Μάρκ. 5, 36) λέει στον καθένα μας μέχρι σήμερα. «Μη ταρασσέσθω ημών η καρδία μηδέ δειλιάτω. Πιστεύετε εις τον Θεόν και εις εμέ πιστεύετε» ( Ιωάν. 14, 1.27). Και εννοείται η αληθινή πίστη που συνυπάρχει πάντοτε με την αγάπη. «Πίστις δι᾽ αγάπης ενεργουμένη» που λέει ο Απόστολος (Γαλ. 5,6). Γι’ αυτό και «φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ᾽ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α´ Ιωάν. 4, 18).

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ "ΜΑΥΡΙΣΜΑ" ΤΩΝ ΔΑΙΜΟΝΩΝ

Μπορεί να μην είναι γνωστός στους πολλούς ο άγιος Παγκράτιος, όμως τυγχάνει αποστολικός Πατέρας, ισοστάσιος σχεδόν του αποστόλου Πέτρου κατά τον ιερό υμνογράφο του Θεοφάνη, αφού ο μέγας απόστολος τον χειραγώγησε στην πίστη του Χριστού και τον κατέστησε επίσκοπο, εξαποστέλλοντάς τον μάλιστα στη Δύση προκειμένου να φέρει το φως της αλήθειας σ’ αυτήν. Πρόκειται, κατά τον ποιητή, για δεύτερο ποτάμι, συνέχεια του πρώτου και μεγάλου, του αποστόλου Πέτρου, το οποίο «άρδευσε τις χερσωμένες καρδιές και αποξήρανε τα ποτάμια της ασέβειας» (ωδή δ΄).

Ο ευαγγελισμός των ανθρώπων βεβαίως αποτελεί στην πραγματικότητα έργο του ίδιου του Χριστού και του Πνεύματός Του που ενεργείται μέσω των αποστόλων και των αγίων Του. Ο ίδιος ο Κύριος δηλαδή έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο για τη σωτηρία των ανθρώπων, οι δε απόστολοι και όλοι οι μετά από αυτούς απόστολοι συνιστούν όργανα Εκείνου που διακονούν το έργο Του. Κι αυτό είναι το μεγαλείο της χριστιανικής μας πίστεως: η σχέση μας με τον Θεό είναι άμεση και προσωπική με τον Ίδιο, ενώ οι απόστολοι και οι διάδοχοί τους επίσκοποι αποτελούν τα εχέγγυα της γνήσιας αυτής σχέσης μας προς Αυτόν, που σημαίνει ότι έχουμε κοινωνία με τον Χριστό και Θεό μας, όταν διατηρούμε κοινωνία με τους αποστόλους και τους διαδόχους τους.

Ο άγιος Θεοφάνης επιμένει στην παραπάνω αλήθεια, ότι δηλαδή ο άγιος άρδευσε τις χερσωμένες καρδιές και αποξήρανε τα ποτάμια της ασέβειας, και με την εξής όμορφη εικόνα:  «Ο βίος σου αστράπτοντας από τις θείες καλλονές, μαύρισε εντελώς (απημαύρωσε) τις ορμές όλων των δαιμόνων». Τι μας λέει ο υμνογράφος; Πρώτον, ότι ο άγιος Παγκράτιος ήταν θεοφώτιστος άνθρωπος. Η ζωή του πρωτίστως, και όχι μόνο τα λόγια του, άστραφτε από τη χάρη του Θεού, η οποία και μόνο ομορφαίνει τον άνθρωπο. Κι αυτό γιατί ο άγιος καθάρισε την καρδιά του από ό,τι  αμαρτωλό και έγινε «καταγώγιον» Χριστού, συνεπώς στο έργο του της κλήσεως των ανθρώπων σε μετάνοια ο Χριστός εργαζόταν μέσω αυτού.

Δεύτερον, ότι το έργο του αυτό δεν ήταν εύκολο. Ο Θεός επιτρέπει, για διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου, τη δράση στον κόσμο των πονηρών πνευμάτων, τα οποία ορμούν για να κρατήσουν τους ανθρώπους μακριά από Εκείνον ώστε να μη σωθούν – ο διάβολος θέλει να έχει όλα τα πλάσματα του Θεού υποχείριά του και μέτοχα της δυστυχίας και της θλίψεώς του. Ο Θεός όμως μέσω των αγίων Του καλεί τους ανθρώπους σε μετάνοια και σχέση μαζί Του, αρκεί να υπάρχει η προϋπόθεση από αυτούς της καλής τους διάθεσης. Κι έχει δύναμη η κλήση μετανοίας, γιατί εκφράζεται από αυτούς που βιώνουν την πίστη, όταν μάλιστα η βίωση αυτή φτάνει στο απώγειό της με την προσφορά της ίδιας της ζωής του κήρυκα – σαν τον Κύριο που η Σταυρική Του θυσία πρωτίστως «κατήργησε τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον». Οπότε το πιο ηχηρό κήρυγμα που κατατροπώνει τον διάβολο είναι ο μαρτυρικός θάνατος των αγίων.

Κι είναι σημαντική η επισήμανση του υμνογράφου. Δεν λέει ότι ο άγιος Παγκράτιος νίκησε απλώς τον διάβολο – όπως συμβαίνει σε άλλα σημεία της υμνογραφίας – αλλά σημειώνει τον «απημαύρωσε», τον έκανε εντελώς μαύρο, τον εξαφάνισε σε σημείο που να μην μπορεί κανείς ούτε και να τον δει. Κι αυτό γιατί; Διότι ήταν τέτοια η λάμψη της αγίας του ζωής και τόσο δυνατό το φως της διδαχής του ώστε δεν υπήρχε περίπτωση ούτε και σαν σκιά να ενεργήσουν οι πονηρές δυνάμεις. Ας μην προβούμε σε συγκρίσεις με τη δική μας εποχή: θα ήταν καταλυτικές ίσως εις βάρος μας. Διότι δεν ξέρουμε πόσο φως εκπέμπουμε και πόσο αμαυρώνουμε τον πονηρό! 

08 Ιουλίου 2021

ΟΤΑΝ Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΙΝΑΙ... ΦΑΡΙΣΑΪΣΜΟΣ!

Ομολογούμε την πίστη μας στον Χριστό - γεγονός που οδηγεί στη σωτηρία μας: τη ζωντανή σχέση μας μ’ Εκείνον - όταν το στόμα μας εκφράζει το περιεχόμενο της καρδιάς μας. «Εάν ομολογήσης εν τω στόματί σου Κύριον Ιησούν και πιστεύσης εν τη καρδία σου… σωθήση». Είμαστε του Χριστού δηλαδή και το ομολογούμε, όταν πρωτίστως η ζωή μας κι έπειτα ο λόγος μας αποτελούν τη διαρκή παραπομπή στο πανάχραντο πρόσωπό Του. Να μας βλέπουν οι άνθρωποι και να έχουν την αίσθηση ότι βλέπουν τον ίδιο τον Χριστό: αυτό είναι η αληθινή ομολογία Χριστού. Τότε ο χριστιανός έχει γίνει, καθώς λέει ο απόστολος, «επιστολή Χριστού, γινωσκομένη και αναγινωσκομένη» από όλους. Αν όμως υφίσταται λόγος ομολογιακός χωρίς να υποστηρίζεται από τη ζωή, τότε εκεί βρισκόμαστε μπροστά στον ίδιο τον Φαρισαϊσμό. Κι ο Φαρισαϊσμός το μόνο που έχει εισπράξει  από τον Κύριο είναι τα φοβερά «ουαί» της υποκρισίας!

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ

«Ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Προκόπιος ἔζησε τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορα, πού δίωξε τούς Χριστιανούς, σκληρότερα ἀπό ὅλους τούς προκατόχους του, τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ὑπῆρξε γόνος χριστιανοῦ πατέρα, ἀλλά εἰδωλολάτρισσας μητέρας, καί ἀνέβηκε μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του σέ μεγάλο ἀξίωμα, γενόμενος δούκας τῆς πόλεως τῶν ᾽Αλεξανδρέων. Παίρνοντας κάποτε ἐντολή ἀπό τόν αὐτοκράτορα νά διώξει τούς χριστιανούς, στόν δρόμο ἄκουσε βροντερή φωνή, καλώντας τον μέ τ᾽ ὄνομά του – Νεανίας λεγόταν – πού τόν προέτρεπε νά σταματήσει τό διωγμό, ἄν δέν θέλει νά καταστραφεῖ. Ζητώντας ὁ Νεανίας τότε νά δεῖ σαφέστερα ᾽Εκεῖνον πού τοῦ μιλοῦσε, εἶδε ἕναν κρυστάλλινο Σταυρό καί ἄκουσε φωνή μέσα ἀπό Αὐτόν, πού τοῦ ἔλεγε ῾ἐγώ εἶμαι ὁ ἐσταυρωμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ᾽. Θυμίζει βεβαίως ἡ ἐπέμβαση  αὐτή τοῦ Χριστοῦ στόν ἅγιο τήν ἐπέμβαση τοῦ ῎Ιδιου στόν ἀπόστολο Παῦλο (Σαῦλο τότε), ὁ ὁποῖος καί αὐτός κλήθηκε στό ἀποστολικό ἀξίωμα, τήν ὥρα πού δίωκε τούς χριστιανούς, γι᾽ αὐτό καί οἱ ὕμνοι τῆς ᾽Εκκλησίας μας διαρκῶς συγκρίνουν τόν Προκόπιο μέ τόν μεγάλο ἀπόστολο τῶν ᾽Εθνῶν. Μεταστράφηκε ἀμέσως στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί διέταξε ὅταν γύρισε στή Σκυθόπολη, νά φτιάξουν ἕναν Σταυρό, κατά τόν τρόπο πού Τόν εἶδε, συγκείμενο ἀπό χρυσάφι καί ἀσήμι. Μετά μία νίκη του κατά τῶν Σαρακηνῶν, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά θυσιάσει εὐχαριστήρια στά εἴδωλα, ἡ ἴδια ἡ μητέρα του τόν κατήγγειλε στόν Διοκλητιανό, γεγονός πού ἀπετέλεσε τήν ἔναρξη τῶν μαρτυρίων καί τῶν βασάνων του. Σέ ὅλα τά μαρτύρια, σκληρά καί ὑπέρ ἄνθρωπον, ἔμεινε στέρεος στήν πίστη, γι᾽ αὐτό καί ὁ Κύριος, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Προκόπιος, τόν θεράπευσε ἀπό ὅ,τι ὑφίστατο καί μάλιστα σέ κάποια ἀπό αὐτά, θαυμαστά πράγματι, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνήργησε, ὥστε νά μεταστραφεῖ στόν Χριστό καί ἡ μητέρα του, ὅπως καί δώδεκα συγκλητικές γυναῖκες, οἱ ὁποῖες ὅλες, ὁμολογώντας Χριστόν, μαρτύρησαν στό ὄνομά Του. Τελικῶς ὁ ἅγιος, παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ του, ὅταν διατάχθηκε ἕνας στρατιώτης μέ ξίφος νά τοῦ κόψει τόν αὐχένα».

Τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Προκόπιος, δοσμένο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, δηλώνει καί τήν μετέπειτα πιά πορεία του ὡς χριστιανοῦ: διαρκῶς  πρόκοπτε κατά Χριστόν. Κι εἶναι αὐτό πού ἀπαρχῆς τονίζουν γι᾽ αὐτόν καί πολλλά τροπάρια τῆς ἑορτῆς: «προκόπτων ἐν Θεῷ, πάντας πρέσβευε, ἀθλοφόρε, προκόπτειν ἐν αὐτῷ, μαρτύρων κλέος, μέγιστε Προκόπιε». Δηλαδή, προκόπτοντας κατά Θεόν, πρέσβευε, ἀθλοφόρε, πού εἶσαι ἡ δόξα τῶν μαρτύρων, μέγιστε Προκόπιε, νά προκόπτουμε ὅλοι ἐμεῖς, στή σχέση μας μέ Αὐτόν (αἶνοι).

Ἡ ἔννοια τῆς προκοπῆς εἶναι πολυποίκιλη, ἀλλά στίς ἡμέρες μας κατανοεῖται μονομερῶς. Προκοπή, γιά τούς πολλούς σήμερα, σημαίνει ἀπόκτηση πτυχίων, κατοχή θέσεων, ἀπόκτηση χρημάτων, μεγάλο καί θαυμαστό ὄνομα. Ἡ προκοπή, δηλαδή, συναρτᾶται πάντοτε μέ γήϊνους στόχους καί ὁριζόντιες μόνον ἐπιδιώξεις. Κι αὐτό βεβαίως εἶναι σύμπτωμα πνευματικῆς παρακμῆς, ἀφοῦ φαίνεται ὅτι ὁ Θεός ἔχει διαγραφεῖ ἀπό τή ζωή τῶν πολλῶν, ἤ, στήν καλύτερη περίπτωση, μπορεῖ νά ὑπάρχει, ἀλλά στό περιθώριο τῆς ζωῆς.

Ὁ ἅγιος Προκόπιος λοιπόν ἔρχεται μέ δύναμη, λόγω πρωτίστως τῆς ζωῆς του ἀλλά καί τοῦ ὀνόματός του, νά μᾶς ὑπενθυμίσει ὅτι γιά τούς Χριστιανούς τουλάχιστον, ἡ προκοπή, χωρίς νά ἀρνεῖται κανείς σ᾽ ἕναν βαθμό καί τήν ὁριζόντια διάστασή της, ἔχει πρωτίστως σημασία πνευματική, δηλαδή ἀναγωγῆς στόν Θεό. Ὅπως τό σημειώνει καί ὁ ὑμνογράφος: «προκόπτειν πάντας (ἡμᾶς), ἐν θεαρέστοις ὁδοῖς καί θείαις πράξεσιν εὐαρεστοῦντας αὐτῷ (τῷ Θεῷ)», δηλαδή: νά προκόπτουμε  ὅλοι ἐμεῖς, μέ τό νά εὐαρεστοῦμε τόν Θεό, τηρώντας τό θέλημά Του καί κάνοντας θεϊκές πράξεις. Προκομμένος, μέ ἄλλα λόγια, θεωρεῖται γιά τήν πίστη μας ἐκεῖνος πού αὐξάνει πάντοτε ἐν Θεῷ, ἔστω κι ἄν κατά κόσμον δέν ἔχει πετύχει καί πολλά πράγματα. Καί μᾶλλον τά πράγματα πορεύονται ἀντιστρόφως ἀνάλογα: στόν βαθμό πού φαίνεται κανείς κατά κόσμον ἴσως ἀποτυχημένος, χωρίς νά ἔχει σπουδαῖες θέσεις, μεγάλες ἀπολαβές, τρανταχτό ὄνομα, τόσο περισσότερο εἶναι ἴσως προχωρημένος κατά Θεόν, ἀρκεῖ βεβαίως ἡ κατά κόσμον αὐτή ῾ἀποτυχία᾽ νά εἶναι ἐνσυνείδητη, καρπός δηλαδή ἐπιλογῆς, κατά τό «λάθε βιώσας» (ζήσε κρυφά), καί ὄχι ἀποτέλεσμα ἀδιαφορίας καί τεμπελιᾶς.

 Ὅτι ἡ ἐπιλογή αὐτή -  ἡ προτεραιότητα νά εἶναι ἡ ἐν Θεῷ προκοπή καί ὄχι ἡ κατά κόσμον – θεωρεῖται  καί ἡ κατεξοχήν ἔξυπνη καί ἐπιτυχημένη, εἶναι περιττό καί νά ποῦμε, ἀφοῦ ἡ ζωή μας στόν κόσμο αὐτό εἶναι φθαρτή καί περιορισμένη καί ἀκολουθεῖ ἡ ἀτελεύτητη αἰωνιότητα, μέσα στούς κόλπους τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.