14 Ιουλίου 2021

Η ΚΟΥΡΑΣΗ ΤΟΥ… ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ!

Κουρασμένοι κάποιοι εν Χριστώ αδελφοί από τον… πνευματικό τους αγώνα, θεωρούν ότι είναι αναγκαίο και απαραίτητο να κάνουν κάποιες φορές μία στάση: να δυσανασχετήσουν κάποια φορά με το «σκληρό» θέλημα του Θεού, να κατακρίνουν λίγο τον συνάνθρωπό τους που τους αδίκησε, να καυχηθούν έστω για μια επιτυχία τους. Ξέρουν ότι αυτό που κάνουν δεν είναι το σωστό, όμως δικαιολογούν τον εαυτό τους με τη σκέψη ότι είναι μια... ανάπαυλα! Κι είναι πασιφανές ότι η αντίληψη αυτή πάσχει πολλαπλώς, κυρίως για δύο λόγους: Πρώτον, θεωρούν ότι το θέλημα του Θεού κουράζει τον άνθρωπο – αγνοώντας προφανώς ότι η κούραση δεν οφείλεται στο θέλημα Εκείνου που αποτελεί την ξεκούραση και την ανάπαυσή μας: «Ελάτε σε Μένα για να σας ξεκουράσω», φωνάζει ο Κύριος, αλλά στα ριζωμένα μέσα στην ψυχή και το σώμα μας πάθη μας· δεύτερον, δεν καταλαβαίνουν ότι… στάση κι ανάπαυλα στον πνευματικό αγώνα δεν υφίσταται. Την ώρα που πας να σταματήσεις, εκείνην την ώρα ήδη έχεις πάρει τον δρόμο της κατρακύλας, που θα πει στη χριστιανική ζωή ή ανεβαίνεις ή κατεβαίνεις. Ο Κύριος ήταν απολύτως σαφής: «Ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι», είπε, «καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει». Ή μαζί με τον Χριστό λοιπόν, συνεπώς σε μία αδιάκοπη προς τα πρόσω πορεία, «ἀφορῶντες εἰς Ἐκεῖνον», ή με τα νώτα μας στραμμένα προς Αυτόν, συνεπώς μπλεγμένοι πια στα δίχτυα του Πονηρού...

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΚΥΛΑΣ

«Ο άγιος Ακύλας εγκωμιάζεται ιδιαιτέρως από τον ευαγγελιστή Λουκά, στο δεύτερο βιβλίο του, των Πράξεων των Αποστόλων. Διότι υπήρξε μαθητής και ξεναγός του αποστόλου των Εθνών, του ιερού Παύλου, και μυήθηκε στα της πίστεως του Χριστού από εκείνον. Γι’  αυτό και απέπτυσε την πλάνη τη δαιμονική, έγινε ιερέας και μάρτυρας των Παθών του Κυρίου, και έλαβε από τον Κύριο το στεφάνι της σωτηρίας».

Η ακολουθία της ημέρας τονίζει με έμφαση το φωτοειδές της καρδιάς του αγίου Ακύλα. Έγινε όλος «δοχείον του Πνεύματος, καταστραπτόμενος ταις αυτού φωταυγίαις». Κι εκείνος που κατεξοχήν συνήργησε σ’ αυτό, ήταν ο απόστολος Παύλος, διότι με τα λόγια εκείνου καταυγάσθηκε η ψυχή του από το φως της θεογνωσίας κι έγινε σαν τον ήλιο. ΄Εμπλεως λοιπόν αγίου Πνεύματος, σαν φωτεινή ακτίνα φώτισε στη συνέχεια και αυτός «την σύμπασαν κτίσιν».

Η λήψη του αγίου Πνεύματος από τον άγιο Ακύλα – όπως συμβαίνει άλλωστε και με όλους τους αγίους – δεν υπήρξε χωρίς προϋποθέσεις και χωρίς προσωπική μετοχή. Είναι βασικό στοιχείο της χριστιανικής πίστεως ότι βεβαίως ο Θεός προσφέρει το Πνεύμα Του στον άνθρωπο, και μάλιστα αφειδώλευτα – «ουκ εκ μέτρου δίδωσιν ο Θεός το Πνεύμα» - αλλ’  όταν και ο άνθρωπος θελήσει  να συνεργήσει στην προσφορά αυτή. Η συνέργεια του ανθρώπου φανερώνεται από τη θετική κλίση της καρδιάς του προς την προσφερομένη αγάπη του Δημιουργού, δηλαδή από την ένταξή του στο χώρο της Εκκλησίας και από τον πνευματικό αγώνα που αναλαμβάνει. Ο πνευματικός αγώνας συνίσταται στην προσπάθεια πια του ανθρώπου, με τη χάρη του Θεού, να διακρατείται πάνω στις εντολές του Κυρίου, στο νόμο του Κυρίου. Διότι δεν υπάρχει τίποτε ανώτερο από τον νόμο αυτό, αφού ο Ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε ότι αποκαλύπτεται στην καρδιά του ανθρώπου, κυρίως μέσα από αυτόν. Συνεπώς, ο άνθρωπος γίνεται πνευματικός, μένει μέσα στο Πνεύμα του Θεού, στο βαθμό που τηρεί στη ζωή του ό,τι ο Κύριος έχει δώσει ως νόμο Του.

Ο προσανατολισμός και η εγκατοίκηση πια του πιστού στις εντολές του Χριστού είναι ευνόητο ότι κάνουν τον πιστό να αποκτά ένα είδος παντοδυναμίας. Όπως το βεβαίωσε ο απόστολος Παύλος για τον εαυτό του, «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ», έτσι και ο πιστός: ζώντας τον Χριστό μέσω των εντολών Του γεύεται αισθητά, στην ψυχή και στο σώμα, τη δύναμη Εκείνου. Κι αυτή είναι η απάντηση της Εκκλησίας και σε όλα αυτά που συνιστούν τα λεγόμενα ψυχολογικά προβλήματα. Πέραν των περιπτώσεων εκείνων, που ο άνθρωπος πράγματι χρήζει ανθρώπινης ψυχολογικής και ψυχιατρικής παρακολούθησης, λόγω υπερβολικά ευαίσθητου ψυχισμού, τα περισσότερα ψυχικού τύπου προβλήματα είναι απόρροια χαλαρής πνευματικής ζωής. Κι αυτό σημαίνει ότι, όταν ο άνθρωπος θωρακιστεί κι οχυρωθεί με τις εντολές του Χριστού, δηλαδή όταν οι σκέψεις και οι επιθυμίες και τα συναισθήματά του βρίσκονται εν τω Θεώ, τότε πράγματι θα δει να απεμπλέκεται από ό,τι αρνητικό έρχεται να του αμαυρώσει τη ζωή. Την πνευματική αυτή πραγματικότητα μάς την προβάλλει και η υμνολογία του αγίου Ακύλα σήμερα, που μεταξύ των άλλων, στο υπόψιν θέμα, σημειώνει: «Νόμοις Χριστού οχυρωθείς την διάνοιαν, το των ανόμων φρύαγμα όλον κατέβαλες…». Οχυρώθηκες κατά τη διάνοια με τους νόμους του Χριστού, και νίκησες όλους τους επαναστατημένους ανόμους…

13 Ιουλίου 2021

ΠΟΥ ΝΑ ΨΑΞΩ ΝΑ ΒΡΩ ΤΟΝ ΘΕΟ;

Υπάρχει μια απορία συχνά στον καλοπροαίρετο χριστιανό, όταν ακούει κι όταν κλωθογυρίζει στο μυαλό του την κεντρική εντολή που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο, δηλαδή να Τον αγαπήσει «εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». Πού να στραφώ για να βρω Αυτόν τον Θεό, που να στρέψω το βλέμμα μου για να Τον συναντήσω; Κι υπάρχουν φορές που στρέφεται ο πιστός σε κάτι θολό και κενό, σε κάτι μετέωρο – δεν ξέρει πού να ακουμπήσει κυριολεκτικά την καρδιά και τον λογισμό του. Αλλά ο Κύριος και οι άγιοί μας είναι σαφείς: Ο Κύριος βρίσκεται πρώτα από όλα στο πρόσωπο του κάθε συνανθρώπου μας: «εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου εμοί εποιήσατε», βρίσκεται στην ίδια την ύπαρξη τη δική μας: στο σώμα και την ψυχή μας «άτινά εστι του Θεού», βρίσκεται σε κάθε τι που υφίσταται στον κόσμο, είτε ζώο είτε φυτό είτε πέτρα, πράγματι σε όλο το σύμπαν: «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς», συνεπώς μέσα σε κάθε λόγο Του και άγια εντολή Του: «τηρήστε τον λόγο μου και θα σας φανερωθώ». Κατά τρόπο αυτονόητο βεβαίως όχι ως ουσία αλλά ως ενέργεια – την ουσία του Θεού δεν την αγγίζει κανείς πέραν της Τριαδικής Θεότητας. Ο Θεός δηλαδή ψηλαφάται μέσα στα δημιουργήματά Του, τα οποία επειδή ακριβώς είναι δικά Του ελκύουν την αγάπη του καλοπροαίρετου πιστού. Οπότε αγαπάμε Κύριο τον Θεό μας, όταν Τον αναγνωρίζουμε στα πάντα  της δημιουργίας Του και η καρδιά μας στρέφεται μέσω αυτών σ’ Εκείνον που είναι «το άκρον των εφετών». Αυτό το «κυνηγητό» του Χριστού και Θεού μας σε ό,τι τελικά αποτελεί παρουσία Του, («εις οσμήν μύρου σου έδραμον, Χριστέ»), είναι κι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να ζει εκστατικά την ύπαρξή του, που θα πει να ζει με τον τρόπο που τον φέρνει μπρος στην αληθινή πραγματικότητα του εαυτού του: να νιώθει μέλος Χριστού και αλλήλων.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ο ΣΑΒΒΑΪΤΗΣ

«Ανεψιός του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ο Στέφανος, γεννήθηκε στη Δαμασκό το 725 μ.Χ. Τον πατέρα του τον έλεγαν Θεόδωρο Μονσούρ και ήταν αδελφός του αγίου Ιωάννη. Σε ηλικία 10 ετών, ο Στέφανος εισήχθη από τον θείο του στη Λαύρα του αγίου Σάββα, όπου για 15 χρόνια εκπαιδεύτηκε πολύ καλά στη μοναχική ζωή. Μετά τον θάνατο του θείου του, αποσύρθηκε στην έρημο για να εντρυφήσει ακόμη περισσότερο στη μελέτη του λόγου του Θεού. Εκεί ασχολήθηκε και με την ποίηση, στην οποία διακρίθηκε, και αναδείχθηκε ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Εκκλησίας μας. Ο Στέφανος ό,τι δημιουργούσε με το ταλέντο που του έδωσε ο Θεός, το αφιέρωνε στη δόξα του Θεού και όχι στον θαυμασμό των ανθρώπων. Διότι τον ενέπνεαν τα λόγια της Αγίας Γραφής που λένε: «Παν ό,τι αν ποιήτε, εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν ονόματι του Κυρίου Ιησού, ευχαριστούντες τω Θεώ και Πατρί δι’ αυτού» (Κολ. 3, 17). Ο Στέφανος, αφού κόσμησε την Εκκλησία με τα ποιήματά του, πέθανε ειρηνικά το 794 μ.Χ. (κατά άλλους το 807 μ.Χ.). Η μνήμη του οσίου Στεφάνου επαναλαμβάνεται και στις 28 Οκτωβρίου. Για ποιον λόγο υπάρχει διπλή μνημόνευση του οσίου Στεφάνου, δεν γνωρίζουμε. Ίσως σήμερα να εορτάζουμε την ανακομιδή των λειψάνων του οσίου και στις 28 Οκτωβρίου την κυρίως μνήμη του».

Ο ποιητής της ακολουθίας του οσίου Στεφάνου χρησιμοποιεί κατά κόρον το λογοτεχνικό σχήμα της παρήχησης, εν σχέσει με το όνομα του οσίου – σχήμα λίαν προσφιλές στους περισσοτέρους υμνογράφους της Εκκλησίας μας – όχι βεβαίως για να τέρψει απλώς τα ώτα των ακουόντων, αλλά να εγκωμιάσει, και με το κάλλος του λόγου, τον όσιο και να νουθετήσει τους πιστούς με την προβολή του αγιασμένου βίου του. Διότι στην Εκκλησία μας εκείνο που προέχει είναι πάντοτε η παιδαγωγία και η καθοδήγηση των πιστών και όχι η αισθητική απόλαυση. Ποτέ δηλαδή στην Εκκλησία δεν έγινε αποδεκτό το αξίωμα «η τέχνη για την τέχνη», αλλά η τέχνη στην υπηρεσία της σωτηρίας του ανθρώπου, με άλλα λόγια έχουμε ένα είδος «στρατευμένης» τέχνης, για να χρησιμοποιήσουμε λόγο που ακούγεται συχνά στις ημέρες μας.

Όμως μολονότι το προέχον είναι η παιδαγωγία, δεν υποβαθμίζεται και το κάλλος, η εξωτερική ομορφιά. Κι εκείνος που διατύπωσε μία θεωρία, θα λέγαμε, επ’  αυτού, ήταν ο Μέγας Βασίλειος, με τη «θεωρία του κάλλους», όπως ονομάστηκε, κατά την οποία η ουσία είναι η αλήθεια, αλλά θα πρέπει να προσεχθεί και η προσφορά αυτής, να προσφέρεται δηλαδή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Όπως συμβαίνει και μ’  ένα δέντρο: ενδιαφέρουν βεβαίως οι καρποί, αλλά και το φύλλωμα δίνει την ολοκληρία. Έτσι λοιπόν ακούμε: «Σύ, Στέφανε, μοναζόντων εγένου στεφάνωμα», «αμάραντον, ο Δεσπότης Παμμάκαρ σοι στέφανον, ως δίκαιος έπλεξε της αρετής», «ως καλός, ως ωραίος ο στέφανος, ω νυν εστεφάνωσαι, πάνσοφε Στέφανε» κ.ά.π.

Ποιο το ουσιώδες που προβάλλει ο υμνογράφος από τον βίο του αγίου Στεφάνου; Ιδιαιτέρως μας καθοδηγεί ένα στιχηρό του οσίου από τον εσπερινό της εορτής: «Πάτερ θεοφόρε Στέφανε, οχύρωσες τον νου σου λαμπρότατα με τη θεία φρόνηση, τα συναισθήματά σου με την ανδρεία, τις επιθυμίες σου με τη σωφροσύνη και κατεύθυνες όλη τη δύναμη της ψυχής σου με στοχασμό μεγάλο προς τη δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και έφτιαξες για τον εαυτό σου τερπνότατο άρμα των αρετών, στο οποίο ανέβηκες και με χαρά ανήλθες προς ύψος, ένδοξε».

Συμπυκνωμένα, ο υμνογράφος μάς περιγράφει την πνευματική πορεία του οσίου: έζησε τη ζωή του Θεού (δικαιοσύνη) – το σκοπό της πνευματικής ζωής – ασκώντας έλεγχο στις δυνάμεις της ψυχής του: στο νου και το λογιστικό με τη θεία φρόνηση, στα συναισθήματα (θυμοειδές) με το ανδρικό φρόνημα, στις επιθυμίες (βουλητικό) με τη σωφροσύνη. Ο υμνογράφος είναι καλός γνώστης της Πατερικής και Νηπτικής γραμματείας. Ακολουθεί αυτό που οι Πατέρες προτείνουν για τη θωράκιση του τριμερούς της ψυχής, που ναι μεν έχει πλατωνική προέλευση, αλλά έγινε αποδεκτό από αυτούς, δίνοντάς του χριστιανικό περιεχόμενο. Δηλαδή: κανείς δεν μπορεί να είναι με τον Θεό, να ζει δηλαδή τη δικαιοσύνη Του,  αν δεν στρέψει όλες τις δυνάμεις του σ’  Εκείνον και δεν βάλει στο κάθε επιμέρους τμήμα της ψυχής την αντίστοιχη αρετή: τη φρόνηση, την ανδρεία, τη σωφροσύνη.

12 Ιουλίου 2021

ΓΙΑΤΙ ΧΩΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ;

Μας ενδιαφέρουν τα χριστιανικά ζευγάρια και αυτά έχει υπόψη ο λόγος μας.

(α) Σ’ ένα μεγάλο ποσοστό φαίνεται ότι από τους χριστιανούς έχει χαθεί η έννοια της ιερότητας του γάμου ως μυστηρίου και ως χαρισματικού γεγονότος. Περισσότερο προβάλλεται ο γάμος ως ένα απλό κοινωνικό γεγονός ή ως ένας θεσμός που θα επισημοποιήσει μία σχέση. Απόδειξη ότι συνήθως οι περισσότεροι μιλούν και γελούν κατά την εκκλησιαστική ακολουθία, κι ακόμη χειρότερα: το ζευγάρι είναι προσανατολισμένο καθ’ όλη τη διάρκεια του γάμου στον φωτογράφο και τα νοήματα που τους  κάνει προκειμένου να βγουν καλές οι φωτογραφίες. Ο γάμος δηλαδή γίνεται για το ζευγάρι και τους προσκεκλημένους όχι για να προσευχηθούν στον Θεό, αλλά για να δουν αργότερα τα άλμπουμ και τα dvd, που σημαίνει ότι δεν ζουν το παρόν της ευλογίας του Θεού που τους δίνεται, αλλά το φαντασιακό μέλλον της εικονικής τους πραγματικότητας.

Έτσι πρώτο αίτιο για τα διαζύγια φαίνεται να είναι αυτή ακριβώς η έκπτωση της ιερότητας του γάμου, δηλαδή η απιστία τελικώς στο μυστήριο και στην παρουσία του ίδιου του Θεού. Δεν υπάρχει εκείνο το βάθος το οποίο θα νοηματοδοτήσει τη συζυγική σχέση αλλά και θα κρατήσει το ζευγάρι στις δυσκολίες που θα ανακύψουν φυσιολογικά στην έγγαμη πορεία του.

(β) Με την παραπάνω διαπίστωση ψαύουμε και τη ρίζα της οδύνης του χωρισμού. Η υποβάθμιση ή και η παντελής διαγραφή της ιερότητας του γάμου ως έκφραση απιστίας κατ’  ουσίαν στον Χριστό και την Εκκλησία Του αποκαλύπτει την κυριαρχία του εγωισμού στις καρδιές των ανθρώπων. Όταν υποχωρεί η πίστη και ο σεβασμός σε ό,τι ο Θεός έχει καθορίσει, αυξάνει πάντοτε το ανθρώπινο και εγωιστικό στοιχείο. Αυτό δεν μας διδάσκει ο λόγος του Θεού για τον χωρισμό ανάμεσα σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις; Το θέλημα του Θεού είναι μονίμως η αγάπη και η ενότητα. Γιατί ο Θεός είναι αγάπη. Κάνει κανείς πέρα τον Θεό και το άγιο θέλημά Του; Κάνει πέρα την αγάπη, με αποτέλεσμα να αναφανεί ό,τι την καταργεί: ο εγωισμός και η αμαρτία. Σημειώνει κάπου ο μέγας άγιος Βασίλειος: «Δεν θα υπήρχε διαίρεση και χωρισμός και πόλεμος στους ανθρώπους, αν η αμαρτία δεν είχε διασπάσει την ανθρώπινη φύση».  Κι ο άγιος Χρυσόστομος μας αποκαλύπτει το δαιμονικό στοιχείο που υφίσταται στους χωρισμούς και τους πολέμους: «Το να πολεμάει ο ένας τον άλλον σημαίνει ότι έχει δώσει τόπο στον διάβολο. Διότι σε τίποτε δεν βρίσκεται περισσότερο ο διάβολος από τις έχθρες».

Κομματιάζεται λοιπόν η ανθρώπινη φύση με την αμαρτία, οπότε επέρχεται και ο χωρισμός ανάμεσα στους ανθρώπους. Κι αυτό σημαίνει ότι στο διαζύγιο αποτυπώνεται η διάσπαση κι ο εσωτερικός διχασμός των συζύγων ή με άλλη διατύπωση η εσωτερική διάζευξη του ανθρώπου από τον ίδιο τον εαυτό (καρπός της διάζευξής του από τον Θεό) ολοκληρώνεται και με το διαζύγιο με τον/τη σύζυγο ουσιαστικά και νομικά. Ηλίου φαεινότερον ότι η προτεραιότητα στη σχέση τους δεν βρίσκεται στο  ε σ ύ  της αγάπης, αλλά στο  ε γ ώ  της αμαρτίας που απαιτεί αδιάκοπα την προσωπική εξυπηρέτηση και την υποταγή του άλλου.

Ο όσιος Παΐσιος εξέφραζε την αλήθεια αυτή με τον δικό του απλό και ευφυή τρόπο: «Για να υπάρξει σπίθα, χρειάζεται να συγκρουστούν δύο πέτρες». Δηλαδή για να υπάρξει η ένταση του χωρισμού έχουν συγκρουστεί δύο εγωισμοί. Χωρίς νά υπεισερχόμαστε στη μάταιη ίσως αναζήτηση του ποσοστού της ευθύνης του καθενός, το μόνο βέβαιο (οι υπάρχουσες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα) είναι ότι τελικώς η ευθύνη ανήκει και στους δύο.



ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ

Τον όσιο Παΐσιο (που εορτάζει στις 12 Ιουλίου) επισκέπτονταν άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων που περίμεναν από αυτόν είτε απλώς την ευλογία του είτε τη διορατική απάντησή του σε κάποιο πιεστικό τους πρόβλημα. Υπήρχαν όμως κι εκείνοι που επιθυμούσαν να τον συναντήσουν από απλή περιέργεια ή γιατί νόμιζαν ότι θα δουν κάποιον «φακίρη» που κάνει παράδοξα και θαυμαστά πράγματα, ώστε να παρακινηθούν να πιστέψουν. Στην τελευταία περίπτωση ο άγιος απαντούσε ως εξής:

«Αν ο Θεός ήθελε να πιστέψουν οι άνθρωποι με τα θαύματα, τότε αυτό θα ήταν πολύ εύκολο, γιατί με μια υπερφυσική ενέργεια, ορατή απ’ όλον τον κόσμο, θα τους έκανε όλους να πιστέψουν. Όμως ο Θεός θέλει να πιστεύει ο κόσμος και να Τον αγαπά για την υπερβολική Του καλωσύνη. Το υπερφυσικό γεγονός, το θαύμα, ο Θεός ποτέ δεν το κάνει, για να επιδείξει τη δύναμή Του και να κερδίσει έτσι οπαδούς κοντά Του. Τότε κάνει το θαύμα ο Θεός, όταν πρέπει να αναπληρώσει την ανθρώπινη αδυναμία. Αν π.χ. είμαστε στην έρημο κι είναι ανάγκη να σπάσουμε μία πέτρα, τότε κοιτάμε να βρούμε μία άλλη πέτρα με την οποία θα σπάσουμε αυτήν που θέλουμε. Αν όμως δεν υπάρχει, τότε θα παρακαλέσουμε τον Θεό κι Εκείνος θα κάνει το θαύμα Του. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε πως ό,τι γίνεται ανθρώπινα πρέπει να το κάνουμε με φυσικό τρόπο, εμείς, ταπεινά. Για ό,τι όμως δεν γίνεται «κατ’  άνθρωπον», τότε προσφεύγουμε στον Θεό. Άκουσε κι ένα άλλο παράδειγμα: Αν έχουμε μια ασθένεια και θέλουμε να θεραπευτούμε, πρέπει να πάμε σ’  έναν γιατρό. Κι αν εκείνος αδυνατεί και δεν μπορεί να μας γιατρέψει, τότε πρέπει να καταφύγουμε στον Θεό, για να κάνει το θαύμα Του» (Ιερομ. Χριστοδούλου, ο Γέρων Παῒσιος, σσ. 201-202)

Τι λέει λοιπόν ο άγιος; Το θαύμα δεν γίνεται από τον Θεό για να  «εξαναγκάσει» τους ανθρώπους να πιστέψουν. Αυτό θα ακύρωνε τον Θεό μας ως Θεό αγάπης που σέβεται την ανθρώπινη ελευθερία, έστω κι αν τούτο είναι κάτι που πολλοί ανεπίγνωστα επιθυμούν: «ας μου κάνει θαύμα ο Θεός κι εγώ θα πιστέψω». Δεν καταλαβαίνουν ότι η επιθυμία τους αυτή καθιστά τον Θεό «έρμαιο» της δικής τους θέλησης και «παιχνίδι»  στα χέρια τους – πρόκειται για τη στάση της απιστίας που διαπιστώνουμε στον ίδιο τον πονηρό διάβολο και τους σταυρωτές Του κάτω από τον Σταυρό: «Κατέβα από τον Σταυρό και θα πιστέψουμε ότι είσαι ο Υιός του Θεού»!

Το θαύμα το κάνει ο Θεός μέσα στο πλαίσιο της παντοδυναμίας Του, όταν πρώτον, υπάρχει η πίστη και η αγάπη σ’ Αυτόν. Η πίστη δηλαδή, έστω και λίγη, προηγείται και δεν έπεται του θαύματος. Κι αυτό γιατί, όπως επισημαίνει ο όσιος, η σχέση μας με τον Θεό είναι σχέση προσωπική, δηλαδή σχέση αγάπης – «Εγώ ειμι ο Ων» αποκάλυψε. Εκείνος που μας αγάπησε «έως τέλους» και μας πρόσφερε και την ίδια Του τη ζωή δείχνοντάς μας απόλυτη εμπιστοσύνη, ζητάει από εμάς αντίστοιχη στάση. Ας φανταστούμε το τι συμβαίνει μεταξύ δύο ερωτευμένων για παράδειγμα: η  εμπιστοσύνη μεταξύ τους θεωρείται το καθοριστικό στοιχείο της σχέσης τους. Κλονίζεται η πίστη μεταξύ τους; Χάνεται και η αγάπη, διαλύεται και η σχέση. Πολύ περισσότερο λοιπόν ισχύει τούτο στη σχέση μας με τον Θεό, όταν μάλιστα η αγάπη Εκείνου είναι απόλυτη και πάντοτε δεδομένη. Τι ζητάει Εκείνος; Όπως είπαμε, έστω και ένα minimum πίστης και αγάπης, δείγμα της ταπείνωσής μας. Τότε συγκινείται και μας ενισχύει, κάνοντας  και θαύμα. Διαφορετικά, ποτέ η επίμονη αμφισβήτηση του ανθρώπου δεν μπορεί να τεθεί ως βάση για την παρουσία του Θεού.

Και δεύτερον, όταν ο Θεός «έρχεται να αναπληρώσει την ανθρώπινη αδυναμία». Πράγματι, επανειλημμένως ο μεγάλος όσιος τόνιζε ότι ο άνθρωπος πρέπει να εξαντλήσει κάθε δική του δυνατότητα για να ζητήσει την επέμβαση του Θεού. Συνήθιζε μάλιστα να λέει ότι πίσω από τη «γρήγορη» καταφυγή στον Θεό για να κάνει θαύμα κρύβεται η τεμπελιά του ανθρώπου, ο οποίος αρνείται να αλλάξει την όποια βολή και τις συνήθειές του, περιπίπτοντας έτσι στον «εκπειρασμόν του Κυρίου». Κι απόδειξη της αλήθειας για τον όσιο της προτεραιότητας του ανθρωπίνως δυνατού είναι ότι αυτό περικλείει την ταπείνωση. Κι όπου ταπείνωση, εκεί υπάρχει κι ο (ταπεινός) Θεός.

Μήπως ο λόγος του αγίου Γέροντα πρέπει ιδιαιτέρως να εκτιμηθεί στην εποχή μας; Γιατί υπάρχουν αρκετοί αδελφοί που «διακωμωδούν» για παράδειγμα τα υγειονομικά μέτρα λόγω του κορονοϊού, επιλέγοντας την «τεμπελιά», κατά τον όσιο, της καταφυγής στη Θεία Πρόνοια και του θαύματος που θα κάνει ο Θεός για τους σώσει. Στην περίπτωση αυτή βεβαίως πρέπει να κατηγορηθεί και ο ίδιος ο Κύριος, γιατί τις περισσότερες  φορές επέλεγε το ταπεινό και το δύσκολο της ανθρώπινης ενέργειας κι όχι την καταφυγή στη θεία Του παντοδυναμία!  

11 Ιουλίου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ Ο ΕΝ ΕΣΣΕΞ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ ΤΕΛΕΙΩΘΕΙΣ

«Ο θεόφρων και θεοφόρος πατέρας μας Σωφρόνιος γεννήθηκε το 1896 στη Μόσχα της αγιοτόκου Ρωσίας, όπου και πέρασε τα νεανικά του χρόνια. Υπήρξε γόνος ευλαβούς οικογένειας και ανατράφηκε εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, ενώ αξιώθηκε κατά τη νηπιακή του ηλικία να δει το άκτιστο Φως. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και ύστερα μετέβη στο Παρίσι, όπου και άσκησε τη ζωγραφική τέχνη. Καθώς αναζήτησε ως νέος με μεγάλο πόθο τη γνώση του απολύτου Όντος, στράφηκε προσωρινά στον μυστικισμό των Ανατολικών θρησκειών, αλλά επειδή δεν αναπαυόταν με την απάτη τους ανακάλυψε την υπεροχή του Ευαγγελικού νόμου της αγάπης ως κοινωνία στην ύπαρξή του με το προσωπικό Θεό του Χριστιανισμού, γνωρίζοντάς Τον με το Άγιον Πνεύμα, διά του βιβλικού κειμένου της αποκαλύψεως στο Σινά «Εγώ ειμι ο Ων». Μεταμελήθηκε πικρά για την νεανική του πλάνη και φέροντας στο βάθος της καρδιάς του το χάρισμα της μνήμης του θανάτου έλαβε και πάλι από τον Θεό τη δωρεά της θέας του ακτίστου Φωτός. Γι’  αυτό και επιδόθηκε σε ακράτητη προσευχή μετανοίας, τέτοια που συνέτριβε και τα ίδια τα οστά του. Πρόσφερε «δεήσεις και ικεσίες προς Αυτόν που μπορεί να τον σώζει από τον θάνατο με κραυγή ισχυρή και δάκρυα» (Εβρ. 5,7). Διάγοντας το εικοστό ένατο έτος της ηλικίας του και επιδιώκοντας «να κατακτήσει Αυτόν από τον Οποίο καταλήφθηκε» (Φιλ. 3, 12), απομακρύνθηκε από τα βιωτικά και αναχώρησε προς το ένδοξο Όρος του Άθω, αναλαμβάνοντας τον μοναχικό ζυγό στο Μοναστήρι του Αγίου μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος. Στη Μονή αυτή ο πανελεήμων Θεός τού χάρισε πιστό οδηγό και φύλακα άγγελο, τον πράο και ταπεινό στην καρδιά Σιλουανό τον Αθωνίτη, τον φλογερό προς τον Θεό μεσίτη για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων και κήρυκα της αγάπης προς τους εχθρούς. Ο αοίδιμος Γέρων θεωρούσε τη συνάντησή του με τον όσιο Σιλουανό ως τη μέγιστη προς αυτόν δωρεά του Θεού. Ο μακάριος Σιλουανός έγινε γι’  αυτόν «ζωντανός μάρτυρας», που τον βεβαίωσε λόγω του πνεύματος της μετανοίας από το οποίο εμφορείτο και έγινε γι’  αυτόν πρότυπο μοναχικής τελειότητος. Έτσι ο υπηρέτης του Θεού Σωφρόνιος σταθεροποιήθηκε στην ασκητική του οδό και ακολούθησε τον Κύριο, ζώντας τον θάνατο μαζί Του. Αφού ομοιώθηκε πλήρως προς Αυτόν ως προς τα παθήματα, συναναστήθηκε μαζί Του, καθώς δέχτηκε «τόσο μεγάλο φως, τέτοια δύναμη ζωής και σοφίας», τα οποία μόνον από τη Πηγή του φωτός και της ζωής μπορούν να προέλθουν. Στη συνέχεια, μετά την εκδημία του Γέροντος Σιλουανού και με την ευλογία της Μονής της μετανοίας του, μετέβη στην έρημο του Άθω, προκειμένου να ζήσει με αδιάλειπτη και σκληρή μετάνοια, κι αφού οδηγήθηκε εκεί έφθασε με τη βοήθεια του Θεού στο γαλήνιο λιμάνι της απάθειας του Πνεύματος. Τα όπως έχουν ονομαστεί στο Άγιον Όρος «φρικτά Καρούλια» δέχτηκαν τον αθλητή του Χριστού και «έφριξαν» από τον κλαυθμό του που πήγαζε από όλη την ύπαρξή του. Έζησε με οδυνηρό ασκητικό τρόπο, με ποικίλες θλίψεις και με Ιωάβεια υπομονή. Μέσα στη ζέση της βαθύτατης μετανοίας του βίωσε εν χάριτι τις φλόγες του άδου και στενάζοντας δεν έπαυε να λέγει με τον Προφητάνακτα:  «Ωδίνες θανάτου με περιέλαβαν... και η ζωή μου έφτασε μέχρι τον άδη» (Ψαλμ. 17, 5 και 87, 4). Οπότε, αφού ευλογήθηκε κι άλλο από τον Άγιο Θεό, αξιώθηκε να ανεβεί και σ’  αυτό το όρος της θεοπτίας και να δει τη δόξα του ακτίστου Φωτός στη θεωμένη σάρκα του Λόγου του Θεού, γι’  αυτό από τη θεοπτία κατήλθε και στη βαθύτατη κοιλάδα ταπεινώσεως, γενόμενος έτσι σημείο του Θεού για τη γενεά του, δίνοντας, με τη θέληση του Θεού, διεξόδους ζωής σε όλους τους ανθρώπους. Μολονότι ο Γέρων επιθυμούσε να τελειώσει τη ζωή του στον ιερό Άθωνα, η ανεξιχνίαστη Πρόνοια του Θεού τον μετέθεσε στη Δύση, όπου έμελλε να λάμψει όχι ως λυχνάρι αλλά ως υπέρλαμπρο αστέρι, οδηγώντας στο φως της θεογνωσίας πλήθος απελπισμένων ανθρώπων που αναζητούσαν τον Κύριο. Κατέφυγε λοιπόν στη νήσο των Βρεττανών και ίδρυσε αληθινά «μία καινούργια πολιτεία, ένα νέο υπερώο της Πεντηκοστής», καθώς έγινε κτίτορας και πνευματικός πατέρας της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής του Τιμίου Προδρόμου. Στη Μονή αυτή με πολλούς κόπους, ποικίλα παθήματα και ανεκδιήγητη πτωχεία, επιδόθηκε ακόμη περισσότερο στην εν Χριστώ οικοδομή και των ψυχών που ο Κύριος τού είχε εμπιστευθεί, αλλά και των διαρκώς αυξανομένων και σαν σε πλούσια πηγή προστρεχόντων προσκυνητών, γενόμενος νυμφαγωγός προς τον λαμπρό νυμφώνα του ουρανίου νυμφίου Χριστού, με τα λόγια και τα έργα του, με την αναστροφή και την αγάπη του, με τις ποικίλες διδαχές του και την αδιάλειπτη προσευχή. Η αναίμακτη μυσταγωγία, η Θεία Λειτουργία δηλαδή, που προσφερόταν από τον Γέροντα ως ανεπανάληπτο κάθε φορά γεγονός, συγκλόνιζε όλους αυτούς που μετείχαν. Με μεγάλη ψυχική δύναμη και βαθύτατη αίσθηση τελούσε αγγελοπρεπώς τη Θεία Λειτουργία, που συγκροτούσε τον γλυκασμό της διαρκώς αυξανομένης πνευματικής του πορείας. Λειτουργώντας πρόσφερε θυσία και ταυτοχρόνως προσφερόταν ως εξίλασμα υπέρ των αμαρτιών όλου του κόσμου. Χαρισματική η θεολογία του, (η οποία και τον δόξασε με τρανό τρόπο), προήλθε από φωτισμένη καρδιά με την έλλαμψη του ακτίστου θείου Φωτός. Γι’  αυτό και τα συγγράμματά του αποπνέουν τη φιλοκαλική ευωδία και αποτελούν γνώμονα ακριβείας, πυξίδα ασφαλείας, ταμεία βιωμένης γνώσεως που χαρίζει πληροφορία χάρης και ελπίδας. Όντας φορέας όχι επιφανειακού και μικρού χαρίσματος της διακρίσεως, πολλές φορές «τα σε άλλους φαινόμενα σκοτεινά, καταφώτιζε με το δικό του λυχνάρι» (Ιω. Σιναῒτου, Κλίμαξ, Λόγος 26, 1). Γεμάτος δέ από θεία σοφία, άκρα διάκριση και βαθειά αγάπη προς κάθε άνθρωπο, αξιώθηκε και των χαρισμάτων της θαυματουργίας, των ιαμάτων και της προοράσεως, ενώ εργάσθηκε άοκνα για τη στερέωση της πίστεως στον Θεό, αποδίδοντας κάθε ουρανόδωρη ευλογία στον Θεό λόγω της ταπεινοφροσύνης του. Πάσχοντας δε σε όλη του ζωή και δοκιμαζόμενος από τον σκόλοπα πολλών ασθενειών, κι αφού έφτασε σε βαθύτατο γήρας, μέχρι τέλους διατηρούσε το πρόσχαρο και ειρηνικό του χαρακτήρα του, όπως και τη σοφία του Πνεύματος. Κάπως έτσι, πεπληρωμένος από θείες αρετές και πολλά χαρίσματα, σαν ψηλόκορμη βαλανιδιά και πολυφορτωμένο καράβι, έφυγε ειρηνικά προς τον Θεό των Πατέρων του, παραδίδοντας το πνεύμα, κατά το πρωϊνό της Κυριακής, ενδεκάτης του μηνός Ιουλίου, του χιλιοστού εννιακοστού ενενηκοστού τρίτου έτους. Πλήρης ημερών και χάριτος, αφού προγνώρισε τον καιρό του τέλους τους, αξιώθηκε οσιακής κοιμήσεως. Άφησε δε στην Εκκλησία αποθησαυρισμένο τον ανεκτίμητο πλούτο των πνευματικών διδασκαλιών του μέσα στα βιβλία του. Κι αφού τάφηκε στην κρύπτη του κοιμητηρίου της Ιεράς Μονής του, δεν σταματά να ευεργετεί με σημεία και θαύματα όλους αυτούς που με πίστη προσέρχονται σ’  αυτόν και επικαλούνται την ακαταίσχυντη και με παρρησία μεσιτεία του προς τον Κύριο».

Ό,τι το κατανυκτικότατο συναξάρι του οσίου Σωφρονίου προβάλλει αυτό με σπουδαίο ποιητικό τρόπο εξαγγέλλει και η χαριτόβρυτη γραφίδα του υμνογράφου: τον κοινωνό του Θεού που «έμαθε αφ’ ων έπαθε τα θεία», τόσο που καταστάθηκε οδηγός των εν σκότει ανθρώπων, συνεχιστής μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, από τους λίγους της εποχής του που απέκτησαν τόσο βαθειά γνώση του Θεού λόγω της ισάγγελης ζωής του που τη θαύμασαν και οι ίδιοι οι άγιοι άγγελοι του Θεού.

Πράγματι, ο υμνογράφος δεν διστάζει να προβεί και σε μία τέτοια εκτίμηση. Η βιοτή του έγινε αγγελικό άσμα – «ἆσμα ἀγγελικὸν γέγονε, πρὸς τὸν Κύριον ἡ βιοτή σου» (στιχ. εσπ.) – λόγω της βαθειάς μετάνοιάς του, των δακρύων του, της έμπονης προσευχής του που αγκάλιαζε όλο το ανθρώπινο γένος. Φτάνει στο σημείο να παραλληλίσει τον άγιο ο ποιητής με τον ίδιο τον Κύριο που στη Γεθσημανή ευρισκόμενος προσεύχεται στον Θεό Πατέρα για την ενότητα σύμπαντος του κόσμου: «ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (στιχ. εσπ.). Κι είναι αλήθεια ότι το όραμα αυτό της ενότητας ενέπνεε τον άγιο Σωφρόνιο σε ολόκληρη τη ζωή του, τόσο που θεώρησε ότι αυτήν την αλήθεια πρέπει να αφήσει και στους μαθητές και μοναχούς του ως παρακαταθήκη. Πίστευε δηλαδή ο όσιος, ακολουθώντας επακριβώς τα ίχνη και τις υποδείξεις του Κυρίου, ότι όπου υπάρχει διάσπαση εκεί δεν υφίσταται χριστιανική πίστη. Διότι κυριαρχεί η υπερηφάνεια και ο εγωισμός. «Μην αφήσετε ούτε μία σκέψη κατακρίσεως μέσα στην καρδιά σας κατά του οποιουδήποτε συνανθρώπου σας – συνήθιζε να λέει – διότι η όποια κατάκριση αποτελεί ρωγμή στον τοίχο της Μονής μας!»

Έτσι ο υμνογράφος προβάλλει το αυτονόητο για έναν χριστιανό: ο όσιος Σωφρόνιος αποτελεί άνθρωπο που αγωνίστηκε να «ἐπακολουθήσῃ τοῖς ἴχνεσιν τοῦ Κυρίου». Γι’ αυτό και η γνώση του Θεού που απέκτησε δεν ήλθε πρωτίστως από τη μελέτη διαφόρων βιβλίων, έστω και πνευματικών, αλλά κυρίως από την αδιάκοπη προσπάθειά του να ζήσει τις άγιες εντολές του Θεού. Διότι από πολύ νωρίς κατάλαβε ο όσιος ότι τα βιβλία, ακόμη και η αγία Γραφή, αν δεν μετουσιώνονται σε πράξη μικρή σημασία έχουν για τη ζωή του ανθρώπου. Κι ίσως σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να λειτουργήσουν και αρνητικά: να αποκτήσει ο άνθρωπος μία θεολογία «δαιμονικού» τύπου. Διότι και «τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι» και γνωρίζουν και πολλά λόγια της Γραφής – αγιογραφικά λόγια επιστράτευσε ο Πονηρός στους πειρασμούς του κατά του Κυρίου μετά την Βάπτισή Του.

«Αλήθεια, επειδή έπαθε τα θεία – σημειώνει συγκεκριμένα μεταξύ πολλών άλλων ο εκκλησιαστικός υμνογράφος –, είχε κοινωνία των ακτίστων ενεργειών, οι οποίες είναι μεθεκτές από τους άξιους και με τίς οποίες δοξάζεται ο Θεός» (στιχ. εσπ.). Κι αλλού παρομοίως: «Έγινες άριστος μύστης της Θείας γνώσεως, Σωφρόνιε. Διότι πορευόμενος με σοφό τρόπο με την τήρηση των εντολών του Θεού, ανυψώθηκες όπως είναι φυσικό εκεί που λειτουργεί η θεία βοήθεια και γνώρισες τις ενέργειες του ακτίστου φωτός, όπως και ουράνιες ελλάμψεις καθώς υψωνόσουν από την ταπείνωση» (στιχ. εσπ.).

Ο σεμνός υμνογράφος, γνώστης επακριβώς της διδασκαλίας και της ζωής του οσίου, βλέπει τον όσιο μέτοχο των ακτίστων ενεργειών του Θεού, διότι προφανώς ο όσιος βίωνε εκείνα που τόνιζε περί αυτών των ενεργειών ο μέγας Πατήρ της Εκκλησίας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και που συνοδικώς και  επισήμως κατοχυρώθηκαν στην εκκλησιαστική συνείδηση. Γι’ αυτό και προβαίνει σε μία εκτίμηση, που όλοι όσοι έχουν έστω και λίγο μελετήσει τον άγιο Σωφρόνιο συμφωνούν απολύτως: ο μέγας Γέρων Σωφρόνιος υπήρξε ακριβής ακόλουθος του μεγάλου Θεσσαλονικέως Πατέρα, Γρηγορίου Παλαμά, αλλά και μία άλλη εκδοχή του επίσης μεγάλου ασκητικού διδασκάλου οσίου Ιωάννου της Κλίμακος. Το Δοξαστικό του εσπερινού είναι πράγματι έξοχο: «Ας ενατενίσουμε θεοπρεπώς τον όσιο Σωφρόνιο, τον μυσταγωγό και καθοδηγητή. Διότι κατέγραψε την Κλίμακα του Ιωάννου του Σιναϊτου με άλλα λόγια, φανερώνοντας όσα έμαθε από την πείρα της πράξεως. Κι από την άλλη, ακολούθησε ακριβώς και επάξια τη διδασκαλία Γρηγορίου του Παλαμά και τις θεϊκές ελλάμψεις».

Στο σημείο αυτό ο πνευματικός υμνογράφος διατυπώνει ό,τι είχε πει ο άγιος Σιλουανός και το κατέγραψε ο γνήσιος μαθητής και υποτακτικός του Σωφρόνιος: «κι αν τύχαινε να χαθούν όλα τα κείμενα των ασκητικών Πατέρων και Δασκάλων της χριστιανικής πίστεως, θα ξαναγράφονταν από τους οσίους ασκητές και συνεπείς χριστιανούς που έχουν την ίδια εμπειρία». Ο άγιος Σωφρόνιος «ξανάγραψε» τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος: στην πράξη έμαθε κι αυτός τα του Θεού όπως και ο Σιναϊτης άγιος.

Αν όμως ο όσιος Σωφρόνιος ζούσε τους μεγάλους προγενεστέρους Πατέρες, κυριολεκτικά ανέπνεε με τον Πατέρα και Γέροντά του άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη. Ο Σιλουανός «σφράγισε» με απόλυτο τρόπο τη ζωή του, τόσο που όχι μόνο τον ίδιο αλλά και το μοναστήρι που ίδρυσε θεωρεί τον όσιο Σιλουανό ως Πατέρα και καθοδηγητή. Δεν είναι τυχαίο που ο άγιος Σωφρόνιος σε όλες σχεδόν τις ομιλίες του και τα γραπτά του τον μέγα Γέροντά του μνημόνευε και σ’ εκείνου τις διδαχές και τον τρόπο ζωής ήθελε να στηρίζεται. Γιατί; Διότι ο άγιος αυτός άνθρωπος είχε φτάσει στο μοναδικό για την εποχή μας, και όχι μόνο, επίπεδο της προσευχής του Κυρίου στη Γεθσημανή: να προσεύχεται για όλον τον κόσμο μετά δακρύων ως να προσεύχεται για τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό δεν είναι το όραμα και η επιθυμία του Κυρίου, όπως είπαμε και παραπάνω, που ο κάθε πιστός, σαν κι Εκείνον, θα πρέπει να περικλείει στην ύπαρξή του τον κόσμο όλον; Το «ἀγαπήσεις τον πλησίον σου ὡς σεαυτόν» με άλλα λόγια ήταν και είναι το όριο που είχε φτάσει με τη χάρη του Θεού ο άγιος Σιλουανός, που έφτασε κι ο άγιος Σωφρόνιος, που γίνεται το φως συνεπώς του Σωφρονίου για να καθοδηγεί και τον σύγχρονο κόσμο. Ο Σωφρόνιος με τη μαρτυρία του αυτή πράγματι ανοίγει τις ευθείες οδούς της εποχής μας που ταλαιπωρείται από μία συνεχή ταραχή και σύγχυση, γι’ αυτό και θεωρείται ο σήμερον εορταζόμενος ως ο «απόλυτος» καθοδηγητής – ίσως ο άγιος Σωφρόνιος είναι ό,τι σημαντικότερο μπορεί να προβληθεί σήμερα να πάρουν απαντήσεις όσοι «καίγονται» από τα υπαρξιακά τους προβλήματα και την έλλειψη νοήματος στή ζωή τους. Όπως το λέει και πάλι ο υμνογράφος: «Διήνοιξε δέ οὕτως, τῇ σήμερον ἡμέρᾳ, ὁδούς τάς εὐθείας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ βιοτῆς» (δόξα εσπ.) (έτσι διάνοιξε τη σημερινή εποχή τις ευθείες οδούς της ορθόδοξης πίστης και της χριστιανικής βιοτής).

Είπαμε και προηγουμένως ότι ο άγιος Σωφρόνιος έζησε έμπρακτα τη χριστιανική πίστη και φωτίστηκε πλούσια από το Φως του Θεού, διότι ζούσε διαρκώς εν μετανοία. Η μετάνοια για τον όσιο δεν ήταν μία ευκαιριακού τύπου αναγνώριση κάποιων αμαρτιών του. Η μετάνοια ήταν η οδός του, όπως το κήρυξε ο Κύριος απαρχής της δημόσιας δράσεώς Του: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ζωή με άλλα λόγια για τον όσιο ήταν η μετάνοια, η οποία  χαρακτηρίζει την αληθινή πνευματική ζωή της χριστιανικής πίστεως ως πορεία «ἐκ μετανοίας εἰς καθαρωτέραν μετάνοιαν» και έχει τα χαρακτηριστικά που φανερώνουν την γνήσια ποιότητά της: τα δάκρυα, τη μνήμη του θανάτου, την αδιάλειπτη προσευχή, την αυτομεμψία, τη βαθειά ταπείνωση. Κατά τον άγιο υμνογράφο: «ο Σωφρόνιος υπήρξε συνώνυμος της σωφροσύνης και δάσκαλος της μετανοίας∙ φωστήρας του αγίου πένθους, που οδηγείτο από την αυτομεμψία με σοφό τρόπο, γι’ αυτό και καταυγαζόταν από το φως. Διότι με τις ροές των δακρύων του, σε έρημους τόπους, εκζητώντας τον όντως Όντα, δηλαδή Χριστό τον Θεό μας, ο Σωφρόνιος Τον βρήκε» (στιχ. εσπ.).

Κατεξοχήν η αυτομεμψία ήταν εκείνο που χαρακτήριζε την αλήθεια της ασκητικής ταπεινώσεώς του, κι η αυτομεμψία αυτή έφτανε στο σημείο που «τρομάζει» πολλούς σήμερα: το αυτομίσος. «Αφού βρήκες την οδό του αυτομίσους ως μόνη ασφαλή και αποδεκτή από τον Θεό, όπως είναι φυσικό βρέθηκες μπροστά στην είσοδο της ασάλευτης Βασιλείας του Θεού» (λιτή). Κι όμως δεν συνιστά «ιδιοτροπία» του αγίου Σωφρονίου το αυτομίσος. Αποτελεί στοιχείο της χριστιανικής βιοτής κατά τα αψευδή λόγια του ίδιου του Κυρίου: «Όποιος έρχεται σε μένα και δεν μισεί τον πατέρα του, τη μάνα του, τα αδέλφια του, τη γυναίκα και τα παιδιά του, τα κτήματά του, ακόμη και την ίδια του τη ζωή, δεν μπορεί να είναι μαθητής Μου!» Και τα λέει αυτά ο Κύριος για να μας επισημάνει την αλήθεια ότι «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Αν δεν προσανατολιστούμε δηλαδή απολύτως προς τον Κύριο, δεν μπορούμε να Τον αγαπήσουμε σωστά, όπως και δεν μπορούσε να αγαπήσουμε στη συνέχεια και όποιον συνάνθρωπό μας αλλά και ακόμη τον ίδιο μας τον εαυτό. Ένα αλλοιθώρισμα και στον Θεό και στον (πεσμένο στην αμαρτία) κόσμο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συνεπής χριστιανική ζωή.

Και βεβαίως δεν μπορεί ο σοφός υμνογράφος του αγίου Σωφρονίου να μη μνημονεύσει εκείνο που εξίσου χαρακτήρισε όλη τη ζωή του αγίου του Γέροντα Σιλουανού: την προτροπή του ίδιου του Κυρίου, όταν εκείνος είχε περιέλθει σε απόγνωση λόγω των επιθέσεων του Πονηρού, ιδίως στο θέμα της κενοδοξίας και υπερηφανείας∙ «Κράτει τον νοῦν σου εἰς τόν Ἅδην καί μή ἀπελπίζου». Ό,τι υπήρξε καθοδηγητική λύτρωση για τον άγιο Σιλουανό, αυτό υπήρξε και για τον άγιο Σωφρόνιο, δεδομένου ότι έφτασε στο ίδιο πνευματικό ύψος με τον Γέροντά του. Και τι λέει αυτή η προτροπή; Να βλέπεις τον εαυτό σου στο έσχατο βάθος του άδη, γιατί από μόνοι μας «τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε», αλλά την ίδια στιγμή να μην απελπιζόμαστε, γιατί υπάρχει η παρουσία της χάρης του Χριστού μας. Θυμίζει το πνευματικό αυτό βίωμα των αγίων Σιλουανού και Σωφρονίου το αντίστοιχο ίσως του αποστόλου Παύλου, ο οποίος εξομολογείτο: «Ο Χριστός ήλθε να σώσει τους αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ». Στα τάρταρα έβλεπε και ο Παύλος τον εαυτό του, αλλά ο Χριστός ήταν ο Σωτήρας του! Το δίπολο αυτό, για τον άγιο Σωφρόνιο, είναι το μόνο σωτήριο για να μην εκπίπτει κανείς από την πνευματική χριστιανική οδό. Διότι πάντοτε απειλείται ο χριστιανός από το αλαζονικό και κενόδοξο πονηρό πνεύμα. Οπότε η διαρκής υπενθύμιση της πραγματικότητας: ότι είμαστε ένα «τίποτε» κατ’ ουσίαν, αλλά με τον Χριστό τα πάντα, μπορεί να μας κρατήσει στην οδό του Κυρίου.

«Έλαμψε σαν λαμπρός ήλιος ο μέγας στους αγίους Σιλουανός, φωτίζοντάς σε με θείες επιγνώσεις, γιατί σε δίδασκε αφού έπαθε τα θεία: κράτα τον νου σου στον άδη και συγχρόνως να μην απελπίζεσαι καθόλου και θα δεις τον Θεό» (ωδή ε΄). Κι ακόμη: «Ανυψώθηκες, πανάγιε πατέρα, αφού κατέβηκες με την ταπείνωση. Διότι φέροντας τον τύπο του Ιησού που έπαθε και παραδόθηκε στον τάφο, με τη θειότατη συμβουλή του Σιλουανού, έγινες κατοικητήριο Θεού, αφού τήρησες τον νου σου στον άδη και κράτησες διαρκή την αυτομεμψία» (ωδή στ΄).

Δεν τελειώνει εύκολα ο λόγος για τον άγιο Σωφρόνιο: απαιτούνται χιλιάδες σελίδων έστω και να πάρουμε «μυρωδιά», αν πάρουμε, της διδαχής και της ζωής του. Όμως εκείνο που θα σημειώσουμε ως τελική αναφορά είναι η μαρτυρία του για τον Θεό ως τον όντως Όντα, όπως και παραπάνω κάπου ανέφερε ο υμνογράφος. Η αποκάλυψη του Θεού στον Μωυσή δηλαδή, όταν είδε τη βάτο που καιγόταν και δεν κατακαιγόταν και κατάλαβε τη θεϊκή παρουσία, ότι «Αὐτός ἐστιν ὁ Ὤν», ο Γιαχβέ: ό,τι βάζει η Εκκλησία μας στο φωτοστέφανο του Κυρίου, γιατί ο Χριστός ήταν Εκείνος που του φανερώθηκε, η αποκάλυψη λοιπόν αυτή ήταν εκείνο που «έλυσε» το σκοτάδι στο οποίο βρισκόταν ο αναζητητής νεαρός τότε Σωφρόνιος. Κατάλαβε ότι ο Θεός είναι προσωπικός κι ότι Αυτός συνιστά το Είναι και την πηγή της κάθε ύπαρξης, είτε λέγεται άνθρωπος είτε λέγεται άγγελος είτε φυσικό δημιούργημα. Σ’ αυτήν την αποκάλυψη απορροφήθηκε τόσο που πράγματι έφτασε σε μεγάλο ύψος κατανόησής της, γεγονός που του έδινε τη δυνατότητα κατανόησης και του ίδιου του ανθρώπου. Διότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Εκείνου. Ο εμπνευσμένος υμνογράφος σημειώνει: «Καθώς σου φανερώθηκε ο Δημιουργός σου, αξιώθηκες ν’ ακούσεις “Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν”. Μετά από αυτό αρπάχτηκε όλη η καρδιά σου, άγιε, και βαδίζοντας την οδό της μετάνοιας, παμμακάριστε, φώναζες δυνατά με κατάνυξη στον Κύριό σου: αμάρτησα, σώσε με» (κάθισμα όρθρου). Και: «αφού έγινες σαν φωτιά από τον Προάναρχο Πατέρα, βρήκες πράγματι Αυτόν που ζητούσες και άκουσες όπως ο Μωυσής προτύτερα “ἐγώ εἰμι”» (ωδή α΄).

Μακάρι, ο άγιος Σωφρόνιος που έγινε όλος σαν φωτιά (κοντάκιο), - γιατί «πληγώθηκε σε όλη την ύπαρξή του από τη θεία αγάπη του Εσταυρωμένου Κυρίου» (ωδή ζ΄) και κατέστησε την καρδιά του αγία Τράπεζα που ιερουργούσε διαρκώς τον Κύριο και το άγιο Ευαγγέλιό Του (ωδή ζ΄) - να καθοδηγεί και εμάς, ώστε να ξεφύγουμε από τη φοβερότερη στέρηση που υπάρχει και μας ρίχνει στην κόλαση, την άγνοια του Θεού (ωδή η΄). Ο «χριστόνους» (απολ.) άγιος να ανοίγει και σε εμάς τον δρόμο.