13 Οκτωβρίου 2021

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΡΠΟΣ ΚΑΙ ΠΑΠΥΛΟΣ

«Αυτοί οι άγιοι μάρτυρες του Χριστού ήταν ιατροί στο επάγγελμα και έζησαν επί βασιλέως Δεκίου και Ουαλεριανού ανθυπάτου Ασίας. Από αυτούς, ο μεν άγιος Κάρπος ήταν επίσκοπος Θυατείρων, ο δε Πάπυλος διάκονος, που είχε χειροτονηθεί από τον άγιο Κάρπο. Συνελήφθησαν λοιπόν από τον άρχοντα λόγω της πίστεώς τους στον Χριστό, κι αφού ρωτήθηκαν, ομολόγησαν ενώπιον όλων το όνομα του Δεσπότου Χριστού. Επειδή αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, καθώς τους εξανάγκαζαν για κάτι τέτοιο, τους έδεσαν σφικτά σε άλογα, οπότε περπατούσαν μπροστά από το άρμα, συρόμενοι έτσι προς τις Σάρδεις. Εκεί τους κρέμασαν πάνω σε ξύλο και τους χάραξαν με σιδερένια νύχια. Τότε και ο άγιος Αγαθόδωρος, που ήταν δούλος των αγίων και τους ακολουθούσε, ενισχύθηκε από άγγελο του Θεού και ομολόγησε κι αυτός τον Χριστό, με αποτέλεσμα να κρεμαστεί και να κτυπηθεί με ράβδους πολύ σκληρά. Κι έτσι με τα κτυπήματα αυτά, παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο. Ο δε άγιος Κάρπος, κρεμασμένος καθώς ήταν, χαμογέλασε. Ρωτήθηκε τότε από τον άρχοντα: - Για ποιο λόγο γέλασες, Κάρπε; - Είδα τη δόξα του Κυρίου μου και χάρηκα, απάντησε. Τον δε Πάπυλο τον έδεσαν σε τέσσερις πασσάλους και τον σήκωσαν ψηλά, κι άρχισαν να του ρίχνουν πέτρες. Από όλα όμως διαφυλάχτηκε αβλαβής. Μετά από αυτά οδηγήθηκαν οι άγιοι μαζί και τους έσυραν ξαπλωμένους πάνω σε αγκάθια, ενώ παράλληλα τους κτυπούσαν από πάνω, για να τους ρίξουν τέλος ως τροφή σε θηρία. Ένα λιοντάρι τότε, μιλώντας με ανθρώπινη φωνή και ωρυόμενο, εμπόδιζε τους διώκτες από μία τέτοια ωμότητα. Αυτοί όμως, αφού έκλεισαν τα αυτιά τους και καθήλωσαν τους μάρτυρες σε σιδερένιες κρηπίδες, τους έριξαν σε πυρωμένο καμίνι. Εκεί, και η αδελφή του αγίου Παπύλου Αγαθονίκη προσευχήθηκε και μπήκε μαζί με αυτούς. Η φωτιά όμως, επειδή έπεσε μεγάλη βροχή, σβήστηκε, και οι άγιοι έμειναν άφλεκτοι και αβλαβείς. Τότε οι διώκτες τούς έκοψαν τις κεφαλές με ξίφος».

Δεν παύει η Εκκλησία μας, εφόσον σχεδόν καθημερινώς εορτάζει άγιους μάρτυρες, να τονίζει δύο κυρίως πράγματα από το μαρτύριό τους: Πρώτον, ότι αυτό το μαρτύριο αποτελεί τον δρόμο που οδηγεί στο στεφάνωμα των αγίων. Ο Χριστός δηλαδή, ο Οποίος δίνει και τη χάρη του μαρτυρίου και ενισχύει τους μάρτυρες σε όλους τις φάσεις αυτών που υφίστανται, ο Ίδιος στέκει και στο τέλος, περιμένοντας με στεφάνι στο χέρι να τους στεφανώσει ως νικητές. Βεβαίως, η εικόνα κατανοείται συμβολικά. Το στεφάνι είναι ο ίδιος ο Κύριος, η πλήρης ένωσή Του με τους δικούς Του, κάτι όμως που ως εικόνα ο υμνογράφος  το παίρνει κυρίως από τον απόστολο Παύλο, ο οποίος σημείωνε προς το τέλος πια της ζωής του, ότι μετά από όσα πέρασε και έκανε χάριν του ευαγγελίου του Χριστού «απόκειται αυτώ ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει αυτώ Κύριος ο Θεός».  Ο υμνογράφος λοιπόν σήμερα πράγματι έτσι προβάλλει το μαρτύριο των αγίων: «Αφθαρσίας το στέφος εδέξασθε, μαρτυρικόν διανύσαντες δίαυλον, Κάρπε, Πάπυλε» - δεχτήκατε το στεφάνι της αφθαρσίας, Κάρπε και Πάπυλε, αφού διαβήκατε τον μαρτυρικό δρόμο. Υπενθυμίζει όμως παράλληλα ο καλός υμνογράφος ότι η μαρτυρική αυτή οδός, που στεφανώνεται από τον Κύριο, δεν κατανοείται μόνον ως οδός αίματος, αλλά και ως οδός ασκήσεως. «Επτερώσατε υμών τον νουν προς ουράνιον οδόν, δι’  ασκήσεως το πριν και νυν δι’  αίματος». Δηλαδή, δώσατε φτερά στον νου σας για την ουράνια οδό, πρώτα με την άσκησή σας και τώρα με το αίμα σας. Κι είναι αυτό που οι Πατέρες της Εκκλησίας μας επισημαίνουν: η άσκηση ως αγώνας τηρήσεως των εντολών του Χριστού, στην πραγματικότητα είναι και αυτό ένα είδος μαρτυρίου, το μαρτύριο της συνειδήσεως. Κι εκείνος που ζει ένα τέτοιο μαρτύριο, εύκολα παίρνει και τη χάρη του άλλου, του δι’  αίματος, μαρτυρίου. Ώστε: κανείς δεν στεφανώνεται από τον Κύριο, αν δεν περάσει από τη δίαυλο του μαρτυρίου, είτε της ασκητικής ζωής είτε του αίματος. «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την βασιλείαν των Ουρανών» (ο Κύριος).

Δεύτερον, αδιάκοπα τονίζει η Εκκλησία μας με το εκάστοτε μαρτύριο των αγίων, ότι είναι χριστιανικό το μαρτύριό τους, διότι μέσα από τα βάσανα κράτησαν αυτοί την αγάπη τους και προς τους εχθρούς τους. Ο υμνογράφος σήμερα το σημειώνει με αμεσότητα: «Ρήσιν την του Δεσπότου αναλαβόντες, σοφοί, υπέρ των αναιρούντων καθικετεύετε». Κρατήσατε τον λόγο του Κυρίου, σοφοί μάρτυρες, (δηλαδή προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων και διωκόντων υμάς)  και γι’ αυτό προσεύχεσθε στον Θεό υπέρ αυτών που σας σκοτώνουν. Έχει τονιστεί επανειλημμένως: δεν είναι το μαρτύριο καθεαυτό που σώζει έναν μάρτυρα – υπάρχουν πολλοί που μαρτύρησαν σκληρά για πολλούς λόγους – αλλά το μαρτύριο που έχει εκείνην τη χάρη του Θεού, ώστε να μη χάνει ο μάρτυρας την αγάπη του και προς τους εχθρούς του. Γιατί; Διότι, όπου αγάπη, εκεί και Θεός. Χάνεται η αγάπη, έστω και με χίλιες δικαιολογίες, χάνεται και η παρουσία Εκείνου.

Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής όμως δίνει και πολλές άλλες αφορμές θέασης του μαρτυρίου των αγίων Κάρπου και Παπύλου. Έτσι, για παράδειγμα,  δεν μπορεί να μην κάνει λόγο για τη θεοπτία του αγίου Κάρπου, όπως και για το γεγονός ότι ο Θεός θέλησε να δώσει αφορμή μετανοίας στους διώκτες, κάνοντας να αποκτήσουν ανθρώπινη φωνή και αυτά ακόμη τα λιοντάρια. Συγκλονιστικά πράγματα, που μας δείχνουν πολύ καθαρά ότι μπροστά στα μαρτύρια των αγίων βρισκόμαστε σε υπέρ φύσιν καταστάσεις, μπροστά πράγματι στην παρουσία του μυστηρίου του Θεού. Θεόπτης λοιπόν ο άγιος Κάρπος, που ευθέως η θεοπτία του: να δει την ώρα του μαρτυρίου του τη δόξα του Θεού, παραπέμπει στον άγιο πρωτομάρτυρα και αρχιδιάκονο άγιο Στέφανο, τον οποίο όμως ο υμνογράφος δεν κατονομάζει. Όπως λοιπόν ο άγιος Στέφανος «είδε ανεωγμένους τους ουρανούς και τον Ιησούν Χριστόν εστώτα εκ δεξιών του Πατρός», έτσι και ο άγιος Κάρπος. Κι είναι τούτο μία ιδιαίτερη ευλογία του Θεού στον μάρτυρα, προκειμένου και αυτόν να ενισχύσει και εμάς τους πιστούς να στηρίξει. Ο Θεός μας είναι πάντοτε παρών σε ό,τι περνάμε. Και μέσα στα βάσανα μάς κάνει και χαμογελάμε ακόμη. Το είδαμε στον άγιο Κάρπο. Κι από την άλλη: ακόμη και τα θηρία αποκτούν φωνή, για να υπηρετήσουν το σχέδιο του Θεού. Μόνον οι «άνθρωποι» δεν βλέπουν και δεν κατανοούν. Θυμίζει η περίπτωση και το πώς ο Θεός δίδαξε τον προφήτη του Βαλαάμ, κάνοντας έναν όνο να μιλήσει. Αλλά τότε ο προφήτης υπάκουσε. Δυστυχώς, εδώ, στο μαρτύριο των αγίων, ο «δαιμονισμός» ήταν τέτοιος, που ενώ άκουγαν οι διώκτες τα λιοντάρια να μιλάνε, εκείνοι «απλώς» έκλεισαν με βύσματα τα αυτιά τους. Πόσο υπερβολικά ήπιος για τις εκτιμήσεις του ως προς τον άνθρωπο ακούγεται ο λόγος του προφήτη: «ο άνθρωπος παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». Ο άνθρωπος γίνεται συχνά πολύ χειρότερος και από τα σκληρότερα ζώα. Κι εκείνα μεν δεν έχουν νου και δεν θα δώσουν λόγο για ό,τι πράττουν: κινούνται ενστικτωδώς. Ο άνθρωπος όμως;

12 Οκτωβρίου 2021

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΡΟΒΟΣ, ΤΑΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ

«Οι άγιοι αυτοί έζησαν όταν ύπατος στη Ρώμη ήταν ο Διοκλητιανός και ηγεμόνας ο Φλαβιανός. Και ο μεν Τάραχος ήταν προχωρημένος στην ηλικία, Ρωμαίος στο γένος, και Στρατιώτης στο επάγγελμα. Ο δε Πρόβος καταγόταν από τη Σίδη της Παμφυλίας, ενώ ο Ανδρόνικος από την πόλη των Εφεσίων της Ιωνίας. Κατά τους διωγμούς που είχαν τότε ξεσπάσει κατά των Χριστιανών, συνελήφθησαν και οι τρεις. Και του μεν Τάραχου συνέτριψαν με πέτρες τα σαγόνια και τον αυχένα, κατέκαψαν τα χέρια με φωτιά, και τον ανήρτησαν πάνω σε ξύλο, μέσα σε πνιγηρό καπνό. Στη συνέχεια, του έβαλαν ξύδι στα ρουθούνια και του υπέκαψαν τους μαστούς με πυρακτωμένες σούβλες. Του έκοψαν με ξυράφι τα αυτιά, του έγδαραν το κεφάλι, τον έριξαν στα θηρία, και τέλος, αφού τον έκοψαν σε κομμάτια με μαχαίρι, παρέθεσε στον Θεό την ψυχή του. Ο δε γενναίος Πρόβος κτυπήθηκε πρώτα με ωμά νεύρα. Έπειτα, του έκαψαν τα πόδια  με πυρακτωμένα σίδερα και τον ανήρτησαν σε ξύλο. Εκεί του κατέκαψαν την πλάτη και τα πλευρά με πυρωμένες σούβλες, όπως και με άλλες σούβλες του τρύπησαν τις κνήμες. Και τέλος, αφού  έκαναν και αυτόν κομμάτια με μαχαίρια, έφτασε στο μακάριο τέλος. Ο θεϊκός δε Ανδρόνικος αναρτήθηκε σε ξύλο, χαρακώθηκε στις κνήμες με κοφτερά σίδερα και κατατρυπήθηκε στα πλευρά. Έπειτα, οι δήμιοι του έτριψαν τις πληγές με αλάτι, του έκοψαν τη γλώσσα και τα χείλη, και αφού του κατέκοψαν όλο το σώμα σχεδόν  με μαχαίρια, παρέδωσε και αυτός το πνεύμα στα χέρια του Θεού».

Έχουμε την εντύπωση ότι αν γυριζόταν σε ταινία το μαρτύριο των τριών αυτών αγίων μαρτύρων, θα απαγορευόταν η είσοδος σε ανηλίκους. Διότι και μόνον η ανάγνωση των μαρτυρίων που πέρασαν, προκαλεί «σοκ», όπως λέμε, σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, η οποία διατηρεί έστω και ψήγματα κάποιας ανθρωπιάς και ευαισθησίας. Οι τρομεροί δήμιοι του σκληρότερου από όλους αυτοκράτορα που δίωξε τους χριστιανούς, του Διοκλητιανού, πρέπει να εξάντλησαν όλη τη φαντασία τους, προκειμένου να εφεύρουν όλες αυτές τις τιμωρίες κατά των αγίων μαρτύρων. Διότι και τι δεν χρησιμοποίησαν, για να κάμψουν το φρόνημά τους και να τιμωρήσουν την «αυθάδειά» τους, να μην υπακούνε δηλαδή στις διαταγές του αυτοκράτορα και να μη θέλουν να τον παραδεχτούν ως «θεό»;  Κι όλα αυτά βεβαίως φανέρωναν αφενός τον δαιμονισμό των διωκτών – μόνον όργανα του διαβόλου, που καθοδηγούνταν από αυτόν μπορούσαν να κάνουν τέτοια πράγματα – αφετέρου τη χαρισματική δύναμη την οποία είχαν οι μάρτυρες του Χριστού. Διότι μόνον ένας που έχει τη χάρη Εκείνου, μπορεί να υπομένει τέτοια και τόσα βασανιστήρια, χωρίς να παύει όμως – δεν θα πάψουμε να σημειώνουμε την αλήθεια αυτή – να αγαπά ακόμη και τους εχθρούς του! Όπως το μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν».

Η ενεργούσα αυτή χάρη του Χριστού στην καρδιά και το σώμα των αγίων μαρτύρων, που τους έδινε τη δύναμη να υπομένουν τα βάσανα, χωρίς να υποστέλλουν όμως και την αγάπη τους, είναι ακριβώς και το «μυστικό» της ζωής κάθε χριστιανού μάρτυρα, αλλά και κάθε γενικά χριστιανού. Διότι δεν υπάρχει χριστιανός, χωρίς να ζει με τη χάρη αυτή, είτε ζει σε ειρηνικούς καιρούς είτε σε εποχή διωγμών. Θέλουμε να πούμε ότι αν υπάρχει χριστιανός, που δεν ζει με τη χάρη της αγάπης, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ακόμη και τον εχθρό, τότε δεν είναι χριστιανός. Είναι από αυτούς που χαρακτηρίζονται «χριστιανοί της ταυτότητας». Δεν είναι το όνομα και ο τίτλος που κάνει κάποιον χριστιανό – είναι αυτονόητο πια αυτό -  αλλά η πράξη της ίδιας της ζωής. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’  ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς» είπε ο Κύριος. Χριστιανός λοιπόν είναι εκείνος που η καρδιά του φλέγεται από την αγάπη του Χριστού, συνεπώς η ζωή του είναι προσκολλημένη σ’  Εκείνον, δίνοντάς του τη δύναμη να υπερβαίνει όλες τις αντιξοότητες της ζωής. Πώς το έλεγε ο απόστολος Παύλος; «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή κίνδυνος ή μάχαιρα;…Ουδέν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού». Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο υμνογράφος των αγίων τριών μαρτύρων σήμερα. Δεν μπορεί αλλιώς να εξηγήσει το μεγαλείο τους, τον ηρωισμό τους, το ακαταγώνιστο φρόνημά τους, παρά κάτω από την οπτική της πυρακτωμένης αγάπης τους προς τον Χριστό. «Τω πόθω φλεγόμενοι Χριστού, αθλοφόροι ένδοξοι, ακαταγώνιστοι ώφθητε∙ ξίφος ου κάμινος, ου θυμός τυράννων, ου ποιναί κολάσεων, ου θάνατος υμάς εξεφόβησεν» - καθώς φλεγόσασταν από τον πόθο του Χριστού, ένδοξοι αθλοφόροι, φανήκατε ακαταγώνιστοι. Δεν σας φόβησε ούτε το ξίφος ούτε το καμίνι ούτε ο θυμός των τυράννων ούτε οι τιμωρίες των βασανιστηρίων ούτε ο θάνατος.

Η παραπάνω πραγματικότητα, ότι δηλαδή χωρίς την αγάπη του Χριστού ενεργούσα στην καρδιά και το σώμα του χριστιανού δεν υπάρχει χριστιανικότητα, αποτελεί και το κριτήριο και της δικής μας βεβαίως εποχής. Ό,τι ίσχυε πάντοτε ισχύει και σήμερα, διότι ο λόγος του Θεού είναι αιώνιος. Δεν αλλοιώνεται η πίστη μας με την πάροδο του καιρού ή με τις εξωτερικές αλλαγές της κοινωνίας. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνες». Τι σημαίνει αυτό; Μέσα στις δυσκολίες, μέσα στην τραγικότητα πολλές φορές της ζωής, μέσα στις απανωτές «ατυχίες», ο χριστιανός δεν μπορεί να βρίσκει δικαιολογία για να αρνείται τον Χριστό, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει, καμία πρόφαση, για να γογγύζω κατά του Θεού, να βλασφημώ τον Θεό, να βλασφημώ την εικόνα του Θεού τον άνθρωπο, να είμαι έτοιμος να ρίξω στην πυρά κάθε έναν που μου δημιουργεί ίσως πρόβλημα στην καλή διαβίωσή μου. Το τονίζουμε: η αγάπη και προς τους εχθρούς και προς τους διώκτες, έστω και ως πόθος και βαθιά επιθυμία και διαρκές αγώνισμα, είναι το απόλυτα καθοριστικό γνώρισμα της χριστιανικότητάς μας. Διότι η επιμονή στην αγάπη αυτή είναι το μόνο σημείο που μας συντονίζει με τον Θεό μας. Όπως δεν μπορούμε να «πιάσουμε» έναν σταθμό, τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό, χωρίς να συντονιστούμε εκεί που εκπέμπει, έτσι και δεν μπορούσε να «πιάσουμε» τον Θεό, να Τον ζήσουμε δηλαδή στην ύπαρξή μας, πέρα από εκεί που «εκπέμπει». Και ο Θεός μας εκπέμπει πάντα και αδιάκοπα στην αγάπη. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Αν αυτό δεν το καταλαβαίνουμε, τουλάχιστον να έχουμε το ρεαλισμό να ομολογούμε το έλλειμμα της χριστιανικότητάς μας. Στην περίπτωση αυτή όμως, «προς τίνα απευλευσόμεθα;» Ποιος άλλος έχει «ρήματα ζωής αιωνίου

11 Οκτωβρίου 2021

ΤΟ ΣΑΘΡΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΖΩΗΣ

Ξενυχτάμε στην προσευχή, μετέχουμε σε όλες τις ακολουθίες της Εκκλησίας – διαβάζουμε και τα… εξώφυλλα των εκκλησιαστικών βιβλίων! - πηγαίνουμε σε αγρυπνίες, νηστεύουμε και κακοπαθούμε. Και πιστεύουμε ότι με τόσους κόπους που καταβάλλουμε ο Θεός θα μας ανταμείψει. Θα μας δώσει κάποιο ιδιαίτερο χάρισμά Του, πέραν της… αυτονόητης για εμάς υποχρέωσής Του να κάνει πάντα το… θέλημά μας!

 «Σαθρό το θεμέλιό μας», επισημαίνει ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος. Και πιο ολοκληρωμένα: «Όποιος απαιτεί πνευματικά δώρα για τους κόπους που καταβάλλει, έβαλε σαθρό θεμέλιο» (λόγ. κα΄ 25). Κτίζουμε δηλαδή στην άμμο: με το παραμικρό το πνευματικό μας οικοδόμημα θα καταπέσει. Κι αυτό γιατί ίσως δεν καταλαβαίνουμε ότι κινούμαστε σε ιουδαϊκά επίπεδα – ο φαρισαίος είναι το πρότυπό μας! Όταν με άλλα λόγια η πνευματική μας ζωή στηρίζεται στην πεποίθηση των καλών και αξιόμισθων έργων μας, τότε τη δικαίωσή μας και την ένταξή μας στη Βασιλεία του Θεού την εξαρτάμε από εμάς τους ίδιους - οι ίδιοι είμαστε οι… λυτρωτές της ψυχής μας. Ανεπίγνωστα μάλλον τον Χριστό Τον έχουμε βάλει στο περιθώριο. Δεν μας χρειάζεται και πολύ. Τον χρειαζόμαστε μάλλον για να ανταμείβει το… πνευματικό μεγαλείο μας!

Ό,τι κάνουμε όμως από πλευράς πνευματικής αφενός το κάνουμε πάντοτε με τη βοήθεια της χάρης του Θεού – «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» είπε ο Κύριος –, αφετέρου το κάνουμε για να μπορούμε να διακρατούμε αυτήν τη χάρη. «Όταν ποιήσητε πάντα τα διατεταγμένα υμίν, λέγετε αχρείοι δούλοι εσμέν· ότι ο οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» - όταν πράξετε όλα αυτά που σας διατάχθηκαν, να λέτε είμαστε άχρηστοι και ελεεινοί δούλοι. Γιατί αυτό που οφείλαμε να κάνουμε κάναμε! Η κατάστασή μας είναι πάντοτε η κατάσταση του δούλου: του χρεώστη και οφειλέτη. Εμείς έχουμε τον Θεό ανάγκη. Εμείς  εξαρτώμαστε από Εκείνον. Η ταπείνωση είναι η μόνιμη στάση που μπορεί και μόνον να μας δικαιώσει ενώπιον του Θεού.

Και τι κάνει τότε ο Θεός Πατέρας μας; Βλέποντας την ταπεινή αυτή στάση μας, η οποία προσιδιάζει στου Ίδιου τη στάση – ο Θεός μας είναι αγάπη και ταπείνωση – μας τα δίνει όλα: μας ευλογεί πλουσιοπάροχα κι εκεί που νιώθουμε ότι είμαστε άχρηστοι και βρώμικοι, ότι το μόνο που μας αξίζει είναι η αποπομπή μας από τον Θεό, μας εξυψώνει και μας κάνει σαν κι Αυτόν! Με τα λόγια και πάλι του αγίου της Κλίμακος: «Όποιος όμως θεωρεί τον εαυτό του χρεώστη δούλο, αυτός ξαφνικά θα λάβει από τον Θεό ανέλπιστο πνευματικό πλούτο» (όπ.π.).

Ο άγιος μέγας Αντώνιος είχε πέσει κάποια στιγμή σ’ έναν τέτοιον πειρασμό: πίστεψε ότι οι ασκητικοί του αγώνες θα τον είχαν φτάσει σε  ύψη αγιότητας! Κι ο Θεός τον πληροφόρησε: ο τσαγκάρης του χωριού του ήταν μεγαλύτερος από εκείνον! Γιατί ακριβώς είχε ταπείνωση.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΕΙΣ ΕΚ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΝΩΝ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«Ο άγιος Φίλιππος, άλλος από τον Φίλιππο τον μαθητή του Κυρίου, καταγόταν από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, ήταν έγγαμος και από τον γάμο του απέκτησε τέσσερις θυγατέρες, προφήτιδες και οι τέσσερις της Εκκλησίας. Ο ευαγγελιστής Λουκάς στο δεύτερο βιβλίο του των Πράξεων των Αποστόλων τον μνημονεύει σε διάφορα περιστατικά. Καταστάθηκε από τους αγίους Αποστόλους Διάκονος της Εκκλησίας, για να υπηρετεί τις ανάγκες των χριστιανών, μαζί με τον άγιο Στέφανο και τους υπολοίπους διακόνους. Μετά τον διωγμό που ξέσπασε με τον θάνατο του αγίου Στεφάνου, πήγε στη Σαμάρεια, όπου κήρυξε και μαθήτευσε πολλούς στη χριστιανική πίστη, μεταξύ των οποίων και τον μάγο Σίμωνα, τον οποίο και βάπτισε. Ο ευαγγελιστής Λουκάς μνημονεύει το περιστατικό, κατά το οποίο ο Φίλιππος ηρπάγη από άγγελο, για να πλησιάσει έναν αξιωματούχο αιθίοπα, τον οποίο, αφού βρήκε να αναγινώσκει τον προφήτη Ησαΐα, κατήχησε και βάπτισε. Έπειτα αφού οδηγήθηκε και πάλι από άγγελο του Κυρίου στην πόλη της Αζώτου, φώτισε με τον λόγο του τους κατοίκους εκεί, οπότε μετά έφτασε στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας. Εκεί επιτέλεσε μαζί με το κήρυγμα πολλά θαύματα, ίδρυσε εκκλησία, και τέλος εξεδήμησε προς τον Κύριο».

Είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ο ευαγγελιστής Λουκάς προτιμά να αφιερώσει αρκετούς στίχους από το βιβλίο του «Πράξεις των Αποστόλων» στον απόστολο Φίλιππο, από τους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου και έναν από τους επτά διακόνους της πρώτης Εκκλησίας, και όχι για παράδειγμα στον Απόστολο Φίλιππο, τον μαθητή του Χριστού εκ των δώδεκα,  ή τον Απόστολο Ναθαναήλ ή άλλους από τους Αποστόλους, πέραν βεβαίως του Αποστόλου Πέτρου και κυρίως του μετέπειτα Αποστόλου Παύλου, γεγονός που σημαίνει ότι ο Διάκονος Φίλιππος ήταν μία προσωπικότητα που δεν μπορούσε εύκολα κανείς να την ξεπεράσει και να μη την λάβει σοβαρώς υπ’  όψιν. Τα περιστατικά βεβαίως που διασώζονται από τη ζωή του πράγματι επιβεβαιώνουν την εκτίμηση αυτή, διότι τον βλέπουμε αφενός να δρα με τρόπο που θυμίζει τους μεγάλους Αποστόλους: έντονη ιεραποστολική φλόγα, δύναμη λόγου, επιτέλεση θαυμάτων, καθοδήγηση από αγγέλους, ίδρυση εκκλησιών, αφετέρου όλη η οικογένειά του να έχει επίσης μία ιδιαίτερη παρουσία στην Εκκλησία. Ιδιαιτέρως οι θυγατέρες του, τις οποίες μνημονεύει ο άγιος Λουκάς, υπήρξαν «παρθένοι και προφητεύουσαι», δηλαδή αφιερωμένες στον Θεό με το χάρισμα της προφητείας, άρα με τη δυνατότητα να προφητεύουν και να διδάσκουν τον λαό.

Ο εκκλησιαστικός μας υμνογράφος αναφέρεται συχνά στο χάρισμα λόγου που είχε ο άγιος Φίλιππος ο Διάκονος. Τέτοιο χάρισμα που το Πνεύμα του Θεού είδαμε ότι τον έστελνε σε διάφορες αποστολές, προκειμένου να καθοδηγήσει και να πείσει όχι μόνο απλούς, αλλά και μορφωμένους και υψηλά ισταμένους ανθρώπους. Το περιστατικό με τον αιθίοπα αξιωματούχο αποτελεί ένα μικρό δείγμα της αλήθειας αυτής. Ένας ύμνος μάλιστα από την τρίτη ωδή του κανόνα του όρθρου είναι αρκετά αποκαλυπτικός πάνω σ’ αυτό: «Ιόν ψυχόλεθρον φυγείν και σωτήριον χάριν υποδέξασθαι πείθεις, μελιρρύτοις λαλιαίς, τους απωσθέντας μακράν αγνωσία, Φίλιππε θεόπνευστε». Δηλαδή: Φίλιππε θεόπνευστε, πείθεις αυτούς που είναι μακριά από τον Θεό, λόγω της άγνοιάς τους, αφενός να αποφύγουν το δηλητήριο της μη ορθής πίστεως που καταστρέφει τις ψυχές, αφετέρου να δεχτούν τη χάρη του Θεού που οδηγεί στη σωτηρία, «μελιρρύτοις λαλιαίς». Ο λόγος του αγίου Φιλίππου ήταν πολύ πειστικός, έτσι ώστε να αποδέχονται οι άνθρωποι την πίστη του Χριστού. Χρησιμοποιεί όμως ο υμνογράφος και μία πολύ όμορφη φράση, που δείχνει κατεξοχήν τη δύναμη λόγου του αγίου: «μελιρρύτοις λαλιαίς». Δηλαδή, όταν μιλούσε ο άγιος για τον Χριστό, μιλούσε με τέτοιον τρόπο, που τα λόγια του ήταν σαν να έρρεε μέλι. Πρέπει να εννοήσουμε ότι το μελίρρυτο των λόγων του δεν έγκειτο μόνον στο περιεχόμενο, αλλά και στη μορφή και στον τρόπο που χρησιμοποιούσε. Πρόβαλλε βεβαίως πάντοτε τον Χριστό – «την του Λόγου δόξαν διηγούμενος» θα πει κάπου αλλού ο υμνογράφος, δηλαδή διηγείτο τη δόξα του Κυρίου Ιησού ως Θεού και ανθρώπου, και μάλιστα επιβεβαιώνοντας τη διήγηση αυτή και με θαύματα: «εν σημείοις φοβεροίς» - αλλά με καλλιέπεια λόγου, με ήρεμο και προσιτό στους ανθρώπους που απευθυνόταν τρόπο.

Και γίνεται βεβαίως παράδειγμα διαχρονικό σ’ αυτό. Ο λόγος της Εκκλησίας μας, η κατήχησή της στους ανθρώπους, αυτά τα δύο στοιχεία πρέπει πάντοτε να έχει: πρώτον, να προβάλλει τον Ιησού Χριστό, ως τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας, ο Οποίος σταυρώθηκε και αναστήθηκε προς χάρη των ανθρώπων. Όπως το λέει και ο απόστολος των εθνών: «ουκ έκρινα του ειδέναι τι εν υμίν, ει μη Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον». Και δεύτερον: τον Χριστό που προβάλλει, να το κάνει με τρόπο όχι εξουσιαστικό, όχι με τον κακώς εννοούμενο κηρυγματικό τρόπο, δηλαδή ξερά δασκαλίστικο, αλλά ως αύρα απαλή, σαν μέλι που ευχαριστεί όχι τα αυτιά, αλλά τις καρδιές των ανθρώπων, με τον τρόπο που δίδαξαν αργότερα και οι μεγάλοι τρεις Ιεράρχες, προστάτες της παιδείας, που και εκείνοι «μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας» χαρακτηρίζονται. Δεν νομίζουμε ότι τελικώς ήταν τυχαίο που το Πνεύμα του Θεού χρησιμοποίησε τόσο έντονα τον άγιο Φίλιππο για να κηρύξει την πίστη του Χριστού. Ο Θεός δηλαδή αξιοποιεί κάθε φορά για την πραγματοποίηση του έργου Του τους ανθρώπους που έχουν τα αντίστοιχα προς το έργο αυτό χαρίσματα. Ο άγιος Φίλιππος λοιπόν ήταν από τους ιδιαιτέρως προικισμένους από τον Θεό, που κατέθεσε ολόκληρο τον εαυτό του στην υπηρεσία Εκείνου.

10 Οκτωβρίου 2021

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Η 10η Οκτωβρίου κάθε χρόνο θεωρείται ημέρα αφιερωμένη παγκοσμίως στην ψυχική υγεία. Καθιερώθηκε  το 1994 από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, προκειμένου να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη στα θέματα των ψυχικών νοσημάτων. Κι αυτό γιατί τα ψυχικά νοσήματα βαίνουν διαρκώς αυξανόμενα, σε βαθμό που οι ειδικοί μιλάνε για παγκόσμια «επιδημία» ψυχικών διαταραχών, όπως για παράδειγμα είναι αυτές που σχετίζονται με την κατάθλιψη ή την κατανάλωση αλκοόλ. Και στη χώρα μας τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Υπάρχουν στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι ένα 10 με 12% του συνόλου του πληθυσμού όλων των ηλικιών πάσχει από ψυχικές ασθένειες, ενώ όσον αφορά στους εφήβους, υπάρχει η εκφρασμένη δήλωσή τους (2 στους 5) ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους και δεν νιώθουν γενικώς «καλά».

Το ερώτημα που τίθεται βεβαίως είναι τι εννοούμε όταν μιλάμε για ψυχική υγεία. Κι απάντηση, παραδόξως, γενικώς αποδεκτή δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει, διότι η ψυχική υγεία είναι θέμα ορισμού του ανθρώπου,  του σκοπού και του νοήματος της ζωής του. Αν δηλαδή δεν γνωρίζουμε το ποιος είναι ο άνθρωπος, γιατί υπάρχει στον κόσμο, ποιος ο προορισμός του, πώς πρέπει να ζει και να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της ζωής, είναι αδύνατο να μιλάμε για την όποια κατάσταση της ψυχικής του υγείας. Και ως προς τη σωματική του υγεία τα πράγματα σε μεγάλο βαθμό είναι μετρήσιμα: υπάρχουν κάποια σταθερά σημεία αναφοράς, βάσει των οποίων κρίνεται η παθολογία ή η φυσιολογία του. Για την ψυχική του υγεία όμως; Υπάρχουν σταθερά σημεία; Το «αδιέξοδο» φαίνεται από το ότι οι ειδικοί  αποφεύγουν τον ορισμό των χαρακτηριστικών, πέραν γενικοτήτων, της θεωρούμενης ψυχικής υγείας, επικεντρώνοντας την προσοχή τους σε ό,τι ονομάζουν ψυχική ευημερία ή απουσία ψυχικής ασθένειας. «Είναι η ψυχολογική κατάσταση κάποιου που λειτουργεί σε ικανοποιητικό επίπεδο συναισθηματικής και συμπεριφοριστικής προσαρμογής» σημειώνουν. Ή, όπως λέει ο Π.Ο.Υ. «ψυχική υγεία είναι η κατάσταση ευεξίας όπου το κάθε άτομο αντιμετωπίζει με επιτυχία τα προβλήματα της ζωής, μπορεί να εργαστεί παραγωγικά και να συμμετέχει ενεργά στο κοινωνικό του περιβάλλον και όχι απλά η απουσία ενός προβλήματος ή μιας διαταραχής». Ορισμοί που δεν άπτονται της ουσίας του θέματος, αλλά περιγράφουν κάποιες καταστάσεις, κυρίως κοινωνιολογικά κι ίσως ψυχολογικά.

Δεν αρνούμαστε τίποτε από τα παραπάνω. Οι προσπάθειες ψυχολόγων και ιατρών για την οριοθέτηση  μίας όσο το δυνατόν αποδεκτής και φυσιολογικής κοινωνικής συμπεριφοράς για κάθε άνθρωπο είναι αξιέπαινες και πρέπει να ενισχύονται – το κοινωνιολογικό κριτήριο είναι από μόνο του ισχυρότατο στοιχείο. Αλλά δεν είναι επαρκές. Διότι ο άνθρωπος συνιστά μέγα μυστήριο. Κι εδώ ακριβώς έχουν λόγο οι διάφορες πνευματικές παραδόσεις του κάθε τόπου, κατεξοχήν δε για τους χριστιανούς η χριστιανική παράδοσή τους.

Λοιπόν, για τη δική μας χριστιανική παράδοση, ο άνθρωπος είναι ψυχικά υγιής στον βαθμό που είναι και πνευματικά υγιής. Κι είναι πνευματικά υγιής, όταν παραμένει μέσα στο πλαίσιο της κατ’ εικόνα και καθ’  ομοίωσιν Θεού δημιουργίας του. Με αναγωγή στο αρχικό ζεύγος: Όσο ο άνθρωπος προσέβλεπε στον Δημιουργό του και υπήκουε στο άγιο θέλημά Του, τόσο και οι δυνάμεις του, σωματικές, ψυχικές και πνευματικές, βρίσκονταν σε ανοδική και αυξητική πορεία. Δυστυχώς, αυτό χάθηκε λόγω της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία – της επιλογής του δικού του θελήματος αντί του Δημιουργού του – οπότε και η υγεία του αλλοιώθηκε: η φθορά και η αρρώστια και ο θάνατος μπήκαν ως καθεστώς στη ζωή του. Κι ήρθε βεβαίως ο Υιός και Λόγος του Θεού ως άνθρωπος στον κόσμο, προκειμένου να άρει την αμαρτία και τη  φθορά και να αποκαταστήσει τον άνθρωπο, όμως η αποκατάσταση αυτή που όντως πραγματοποιήθηκε κυρίως με τη Σταυρική θυσία του Κυρίου έγινε δύσκολο αγώνισμα για τον άνθρωπο, περνώντας μέσα από τη διαδικασία της πίστεως, της εντάξεώς του στην Εκκλησία, της ασκήσεώς του πάνω στις εντολές του Χριστού. Κι αυτό θα πει ότι αφενός ο Χριστός ως και τέλειος άνθρωπος πέρα από Θεός συνιστά το όριο του κατεξοχήν υγιούς ανθρώπου – σ’  Εκείνον βλέπουμε τι σημαίνει ψυχική και πνευματική υγεία σε επίπεδο τελειότητας – αφετέρου η ψυχική υγεία (η σωματική μετά Χριστόν στον κόσμο τούτο δεν είναι υποχρεωτικά απαραίτητη)  υπάρχει και αναπτύσσεται στον πιστό, όταν αγωνίζεται την οδό της  αγιότητας. Ανθρωπίνως με άλλα λόγια η κατεξοχήν ψυχικά υγιής ήταν η Παναγία κι ακολουθούν όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας. Ο όσιος Σιλουανός του Άθω βεβαιώνει: «Πώς να καταλάβεις αν η ψυχή είναι υγιής ή ασθενής; Η ασθενής ψυχή είναι υπεροπτική, ενώ η υγιής ψυχή αγαπά την ταπείνωση, όπως τη δίδαξε το Άγιον Πνεύμα».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΥΤΑΔΕΛΦΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΥΛΑΜΠΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΛΑΜΠΙΑ

«Οι άγιοι αυτοί που ήταν αδέλφια, έζησαν επί βασιλείας Μαξιμιανού, στην πόλη της Νικομήδειας, όταν εκεί ηγεμόνας ήταν ο Μάξιμος. Λόγω των διωγμών που είχαν ξεσπάσει, πολλοί από τους Χριστιανούς είχαν καταφύγει σ’  ένα όρος της περιοχής και κρύβονταν εκεί. Κάποια φορά έστειλαν τον άγιο Ευλάμπιο στην πόλη για να αγοράσει άρτους. Αυτός πράγματι κατέβηκε στην πόλη, όπου είδε να έχουν αναρτήσει γράμματα των βασιλικών διατάξεων και κάθισε να τα αναγνώσει. Κάποιοι ειδωλολάτρες τότε τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον βασιλιά. Στην ερώτηση του βασιλιά αν είναι χριστιανός, εκείνος ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Ο βασιλιάς διέταξε να τον οδηγήσουν στον ναό των ειδώλων, για να τον αναγκάσουν να θυσιάσει στα είδωλα, ο άγιος όμως βλέποντας το είδωλο του Άρη, έδωσε εντολή στο είδωλο να πέσει κάτω, και πέφτοντας αυτό έγινε κομμάτια. Άρχισαν τότε να τον βασανίζουν, οπότε ήλθε στο μέσον του τόπου των βασάνων η αδελφή του Ευλαμπία, η οποία παρακαλούσε τον άγιο Ευλάμπιο να προσευχηθεί για χάρη της, προκειμένου να συμμαρτήσει με αυτόν. Καθώς τους έβαλαν και τους δύο πια σ’  έναν λέβητα που κόχλαζε, διακόσιοι άνδρες που παρευρίσκονταν εκεί, πίστεψαν στον Χριστό, βλέποντας ότι οι άγιοι δεν βλάφθηκαν καθόλου από το μαρτύριο αυτό, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς να διατάξει να αποκεφαλιστούν οι άγιοι και οι διακόσιοι που πίστεψαν».

Στη γιορτή των αγίων μεγαλομαρτύρων Σεργίου και Βάκχου, προ τριημέρου (7 Οκτωβρίου), τονίσαμε, με βάση τους ύμνους της ακολουθίας τους, ότι η κοινή τους πίστη στον Χριστό ήταν εκείνο που τους ένωνε και όχι κάποιος φυσικός δεσμός. Σήμερα, με τη μνήμη των αγίων Ευλαμπίου και Ευλαμπίας, έρχεται η Εκκλησία μας για να τονίσει ότι η ενότητα αυτών των αγίων  βεβαίως οφείλεται στην κοινή πίστη τους – αυτό είναι το ουσιαστικό στοιχείο – αλλά «ενισχύεται» και με δύο άλλα ακόμη στοιχεία: την αυταδελφία τους, που λειτουργούσε σ’  αυτούς και ως φιλαδελφία,  και την ομωνυμία τους. Οι άγιοι αυτοί ήταν αγαπημένα αδέλφια και είχαν και το ίδιο όνομα. «Τη φιλαδελφία η ομωνυμία συγκραθείσα».  Ο υμνογράφος βεβαίως σπεύδει αμέσως στη συνέχεια να διευκρινίσει ότι όχι η φιλαδελφία αυτή, πολλώ μάλλον  η ομωνυμία, αλλά η πίστη τους στον Χριστό ήταν εκείνο που τους έδινε τη δύναμη να μένουν σταθεροί στα μαρτύρια και να γίνουν άγιοι. Διότι η πίστη αυτή τους έκανε να ζουν με αγνότητα βίου και υπέρβαση των παθών, δηλαδή ήταν μία ζωντανή πίστη, γι’ αυτό και ενισχύονταν τόσο εμφανώς από τη χάρη του Θεού. «Το ίδιο τους το όνομα ενωμένο με τη μεταξύ τους αγάπη, όπως και η αγνότητά τους αναμιγμένη με την απάθειά τους, διεφύλαξε χωρίς βλάβη τη σταθερή και ισχυρή γνώμη τους. Διότι όπου υπάρχει πόθος για τον Θεό, εκεί όλος ο κόσμος έχει πάει στην άκρη – όπου Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται».

Ο εκκλησιαστικός ποιητής θεωρεί σημαντικό το γεγονός ότι οι άγιοι έφτασαν σε επίπεδα αγνότητας και απαθείας, κατατροπώνοντας τον διάβολο, ήδη στη νεότητά τους. Νεαρός ο Ευλάμπιος, το ίδιο και η Ευλαμπία, με σωματικό σφρίγος, πάλεψαν με δύναμη εναντίον του πονηρού και των οργάνων του, και τους κατατρόπωσαν. Κι εκφράζει τον θαυμασμό του ο υμνογράφος, που νέος ο Ευλάμπιος, σε μία ηλικία δηλαδή που η ζωή βρίσκεται ολόκληρη μπροστά του και ο διάβολος του «χαμογελά» ποικιλοτρόπως, γιατί ξέρει τη «δύναμή» του από τις πολυχρόνιες νίκες του κατά της νεότητας, εκείνος τον «πονηρό αυτόν γέροντα» τον νίκησε με τη χάρη του Θεού. «Νέω εν σώματι, Μάρτυς, τον παλαιόν της κακίας άρχοντα κατεπάλαισας στερρώς» - με νεανικό σώμα, μάρτυς, πάλεψες με δύναμη τον παλαιό άρχοντα της κακίας. Πού είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι θεωρούν ως δεδομένο για τη νεότητα την πτώση στις αμαρτίες, και μάλιστα τις σαρκικές; Βεβαίως η νεότητα είναι πιο ευεπίφορη στα σαρκικά λεγόμενα αμαρτήματα, όχι όμως ότι εκ προοιμίου ένας νέος θα πέσει σ’  αυτά. Υπάρχουν νέοι, και πολλοί μάλιστα, οι οποίοι σαν τους αγίους Ευλάμπιο και Ευλαμπία αγωνίζονται με δύναμη, διατηρώντας την ψυχική και σωματική τους αγνότητα και φτάνοντας και σήμερα σε επίπεδα απαθείας. Πώς; Με τον τρόπο των σημερινών αγίων, όπως το αναφέραμε και παραπάνω: «όπου Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται». Το ζητούμενο λοιπόν είναι όχι η ηλικία, αλλά ο πόθος του Χριστού. Μόλις η αγάπη του Χριστού «πληγώσει» την καρδιά του ανθρώπου, ανεξάρτητα από ηλικία, εκεί παρουσιάζονται όλα τα θαύματα και όλες οι νίκες κατά του «κακού γέρου».

Δεν θέλουμε να τελειώσουμε, πριν αναφερθούμε και σ’ αυτό που μας λέει το συναξάρι. Η αγία Ευλαμπία, βλέποντας τον αδελφό της στο μαρτύριο, παρακινήθηκε για να μαρτυρήσει και αυτή. Πόση δύναμη πράγματι έχει το παράδειγμα του άλλου. Η πράξη του άλλου, αυτό που επιτελεί, είναι εκείνο που δημιουργεί την τάση προς μίμηση. Διότι ο άνθρωπος είναι ον που μιμείται. Ο ένας παρασύρει, θα λέγαμε, τον άλλον. Συνήθως μιλάμε για τη μίμηση, φορτίζοντάς την με αρνητικό μόνο περιεχόμενο. Η μίμηση όμως είναι από τα σπουδαιότερα μέσα, που αν αξιοποιηθεί σωστά, οδηγεί τον άνθρωπο, και ιδίως τον νέο, σε μεγάλα ύψη αγιότητας. Το σημειώνει και ο λόγος του Θεού. Ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα, καλεί να τον μιμηθούν οι πιστοί, όπως εκείνος άλλωστε μιμήθηκε τον Χριστό. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Το ίδιο καλεί και ο απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος: «μη μιμού το κακόν, αλλά το αγαθόν». Ξέρει ο απόστολος τη δύναμη της μίμησης, γι’  αυτό και λέει να μιμούμαστε το αγαθό και όχι το κακό. Είναι ευνόητο βεβαίως πόσο πρέπει να προσέχουμε οι μεγαλύτεροι, ιδίως οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι κληρικοί, ώστε αυτό που εμείς κάνουμε ως σωστό, αυτό και να προσφέρεται προς μίμηση και για τους μικρότερους. Κι από την άλλη, πόσο πρέπει να προσέχουμε τις φιλίες μας. Τι καλό θα ήταν ο καθένας μας να είχε φίλους, οι οποίοι θα τον παρακινούσαν διαρκώς στο αγαθό. Τι καλό θα ήταν εμείς να αποτελούμε το παράδειγμα, ώστε να παρακινούμε τους άλλους στο αγαθό!

09 Οκτωβρίου 2021

ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ ΛΟΥΚΑ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 7, 11-16)

«Καί ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς.

ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ.

καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε·

καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.

καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ.

ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ».

Νεοελληνική Απόδοση

Η ανάσταση του γιου της χήρας στη Ναΐν

«Και συνέβηκε αμέσως μετά ο Ιησούς να πάει σε μια πόλη που καλείται Ναΐν και πήγαιναν μαζί του οι μαθητές του και πλήθος πολύ.

Μόλις λοιπόν πλησίασε στην πύλη της πόλης, τότε ιδού, έφερναν έξω έναν πεθαμένο, μονογενή γιο της μητέρας του, και αυτή ήταν χήρα. Και αρκετό πλήθος της πόλης ήταν μαζί της.

Και όταν την είδε ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και τής είπε: «Μην κλαις».

Και αφού πλησίασε, άγγιξε τη σορό, και εκείνοι που τη βάσταζαν στάθηκαν. και είπε: «Νεαρέ, σου λέω, σήκω».

Και ανακάθισε ο νεκρός και άρχισε να μιλά, και τον έδωσε στη μητέρα του.

Κατέλαβε τότε φόβος όλους και δόξαζαν το Θεό, λέγοντας: «Προφήτης μεγάλος εγέρθηκε μεταξύ μας», και: «Επισκέφτηκε ο Θεός το λαό του».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄Κορ. 6, 1-10)

«Αδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς – λέγει γάρ· «καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι»·

ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας – μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ’ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ, πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες».

Νεοελληνική απόδοση

«Αδελφοί, συνεργάτες τοῦ Θεοῦ καθώς εἴμαστε, σᾶς παρακαλοῦμε νά μήν ἀφήσετε νά πάει χαμένη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού δεχτήκατε, γιατί ἡ Γραφή λέει:

Στόν καιρό τῆς χάρης σέ ἄκουσα, καί τήν ἡμέρα τῆς σωτηρίας σέ βοήθησα. Νά, τώρα εἶναι ὁ καιρός τῆς χάρης, τώρα εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας.

 Κανένα πρόσκομμα δέ φέρνουμε σέ κανένα, γιά νά μή δυσφημηθεῖ τό ἔργο μας. 

Ἀντίθετα, μέ κάθε τρόπο συστήνουμε τόν ἑαυτό μας σάν ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ: μέ τή μεγάλη ὑπομονή μας, μέ τίς θλίψεις, μέ τίς δυσχέρειες, τίς στενοχώριες, 

τίς κακοποιήσεις, τίς φυλακίσεις, τίς ἐξεγέρσεις ἐναντίον μας, τίς ταλαιπωρίες, τίς ἀγρυπνίες, τήν πείνα. 

Συστήνουμε τούς ἑαυτούς μας μέ τήν ἐντιμότητα, τή γνώση τῆς ἀλήθειας, τήν ἀνεκτικότητα, τήν καλοσύνη, τή φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη,

 τό κήρυγμα γιά τήν ἀλήθεια, τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, μέ τά ὄπλα τῆς σωτηρίας τά ἐπιθετικά καί τά ἀμυντικά, 

δοκιμάζοντας δόξα καί ἀτίμωση, δυσφήμηση καί ἔπαινο· μᾶς θεωροῦν λαοπλάνους, καί ὅμως λέμε τήν ἀλήθεια· 

μᾶς ἀγνοοῦν καί ὅμως γινόμαστε γνωστοί· φτάνουμε στό θάνατο, καί νά πού ζοῦμε· μᾶς βασανίζουν, ἀλλά δέν πεθαίνουμε· 

μᾶς προξενοῦν στενοχώριες καί ὅμως πάντοτε χαιρόμαστε· εἴμαστε φτωχοί, κάνουμε ὅμως πολλούς νά πλουτίσουν· δέν ἔχουμε τίποτε καί κατέχουμε τά πάντα».