14 Οκτωβρίου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΜΑΪΟΥΜΑ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ

«Ο άγιος Κοσμάς (685-περ.750 μ.Χ.), γεννημένος μάλλον στη Δαμασκό, επειδή έμεινε ορφανός από μικρός, υιοθετήθηκε από τον πατέρα του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού Σέργιο, ο οποίος ήταν πλούσιος και με κοσμική δόξα, ως υπουργός οικονομικών του χαλίφη των Αράβων. Βλέποντας ο Σέργιος την κλίση και των δύο παιδιών στα γράμματα, προσέλαβε κάποιον άνδρα πολυμαθή και σοφό, Κοσμά και αυτόν στο όνομα, από την Καλαβρία, προκειμένου να τα διδάξει κάθε σοφία, θεία και ανθρώπινη. Πράγματι, οι δύο νέοι, ο Ιωάννης και ο Κοσμάς, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα διδάχτηκαν από τον Κοσμά τον δάσκαλό τους γραμματική και φιλοσοφία, αστρονομία και γεωμετρία, όπως και ποίηση και μουσική, και έγιναν αξιοσέβαστοι από όλους. Όποιος μάλιστα θέλει να μάθει την τελειότητα αυτών σε όλα, δεν έχει παρά να την γνωρίσει ακριβώς από τα συγγράμματα που εκπονήθηκαν από αυτούς. Μετά από τις σπουδές τους, πήγαν στη Λαύρα του αγίου Σάββα και έγιναν μοναχοί. Και ο μεν μακάριος Ιωάννης χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ο δε αξιοσέβαστος Κοσμάς, αφού παρακλήθηκε πολύ από όλη τη Σύνοδο των επισκόπων, προχειρίστηκε επίσκοπος της πόλεως Μαϊουμά. Αφού πολιτεύτηκε λοιπόν καλώς και οδήγησε το ποίμνιό του στους σωτήριους δρόμους της πίστεως, έφθασε σε βαθιά γεράματα, οπότε και αναπαύτηκε εν Κυρίω».

Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για τον άγιο Κοσμά τον ποιητή και μελωδό (συνέθετε όχι μόνον ύμνους, αλλά και τους μελοποιούσε) με πεζό λόγο. Διότι πώς «την κιθάραν του Πνεύματος, την λύραν την ένθεον», «την θεόβρυτον πηγήν» θα μπορέσει να υμνήσει αξίως η πεζότητα του λόγου; Όταν μάλιστα αυτά που μελώδησε ο άγιος Κοσμάς αναφέρονταν στην Αγία Τριάδα, τις μεγάλες Δεσποτικές εορτές του Κυρίου μας, την Υπεραγία Θεοτόκο; Ας θυμηθούμε ότι ο κανόνας των Χριστουγέννων: «Χριστός γεννάται δοξάσατε», ο κανόνας των Θεοφανείων: «Βυθού ανεκάλυψε πυθμένα», ο κανόνας του Πάσχα: «Κύματι θαλάσσης» είναι δικά του πονήματα. 

Ο υμνογράφος του δεν ξέρει πώς να εξυμνήσει όχι μόνον τα ποιήματά του, αλλά και την ίδια την αγία βιοτή του. Μέσα στην απορία του βρίσκει καταφύγιο στις μεγάλες προσωπικότητες της Παλαιάς Διαθήκης, τους μεγάλους Πατριάρχες της: τον Αβραάμ, τον Ισαάκ, τον Ιακώβ, τον Μωυσή, ακόμη δε και τον δίκαιο Άβελ! Δεν πρέπει να αφήσουμε ασχολίαστη τη σύγκριση του αγίου Κοσμά με τον Άβελ. Η επισήμανση του υμνογράφου, ότι και ο άγιος πρόσφερε τις απαρχές των λόγων του στον Θεό, όπως ο Άβελ τα καλύτερα ζώα του, σημαίνει αφενός τη βαθειά αγάπη του αγίου προς Εκείνον – ο Θεός ήταν η προτεραιότητά του – και αφετέρου ότι η εκκλησιαστική ποίηση και υμνωδία για τον άγιο δεν ήταν πάρεργο. Πέρα από τα ποιμαντικά καθήκοντά του, αφιέρωνε αρκετό χρόνο για να υμνολογήσει με ωραίο τρόπο τα πάθη του Κυρίου, τα θαύματά Του, τις συμπεριφορές των αγίων και μάλιστα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Και τούτο γιατί γνώριζε ο άγιος ότι δεν αρκεί μόνον να εξαγγείλει την πίστη του Χριστού, αλλά να την εξαγγείλει και με τρόπο, που θα γίνει περισσότερο αποδεκτή από τους πιστούς. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που η Εκκλησία μας εισήγαγε στη λατρεία της την ποίηση και την υμνωδία. Οι λόγοι ήταν καθαρώς ποιμαντικοί και όχι βεβαίως πρωτίστως αισθητικοί. Ώστε και το περιεχόμενο, αλλά και η μορφή παίζει ρόλο στην προσφορά του ευαγγελίου. 

Ας κάνουμε τον παραλληλισμό: ο γνωστός και μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος (δεν μας ενδιαφέρουν εν προκειμένω οι θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις του) είχε αναφέρει σε παλαιά εκπομπή στην τηλεόραση ότι ένας από τους λόγους που ο νομπελίστας ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης πήρε ακριβώς το νόμπελ λογοτεχνίας, ήταν και το γεγονός ότι οι Σουηδοί, όπως και οι άλλοι Ευρωπαίοι, είχαν γνωρίσει την ποίησή του από τη μελοποίηση σπουδαίων έργων του, π.χ. το «Άξιόν εστι», από τον μεγαλοφυή βεβαίως ως προς το μουσικό του χάρισμα Μίκη Θεοδωράκη. Η μουσική δηλαδή έγινε γέφυρα επικοινωνίας του μεγάλου πλήθους του κόσμου προς την ίδια την ποίηση.

13 Οκτωβρίου 2021

ΝΑ ΣΥΝΤΟΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΤΟΝ… ΣΤΑΘΜΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

Χωρίς την αγάπη του Χριστού ενεργούσα στην καρδιά και το σώμα του χριστιανού δεν υπάρχει χριστιανικότητα – η αγάπη αυτή αποτελεί το κριτήριο της κάθε εποχής. Ό,τι ίσχυε απαρχής που ήλθε ο Κύριος, ισχύει και σήμερα, διότι ο λόγος του Θεού είναι αιώνιος. Δεν αλλοιώνεται η πίστη μας με την πάροδο του καιρού ή με τις εξωτερικές αλλαγές της κοινωνίας. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνες». Τι σημαίνει αυτό; Μέσα στις δυσκολίες, μέσα στην τραγικότητα πολλές φορές της ζωής, μέσα στις απανωτές «ατυχίες», ο χριστιανός δεν μπορεί να βρίσκει δικαιολογία για να αρνείται τον Χριστό, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει, καμία πρόφαση, για να γογγύζουμε κατά του Θεού, να βλασφημούμε τον Θεό, να βλασφημούμε την εικόνα του Θεού τον άνθρωπο, να είμαστε έτοιμοι να ρίξουμε στην πυρά και στο ανάθεμα κάθε έναν που μας δημιουργεί ίσως πρόβλημα στην καλή διαβίωσή μας. Το τονίζουμε: η αγάπη και προς τους εχθρούς και προς τους κάθε λογής διώκτες μας, αγάπη που φανερώνεται έστω και ως πόθος και βαθιά επιθυμία και διαρκές αγώνισμα, είναι το απόλυτα καθοριστικό γνώρισμα της χριστιανικότητάς μας. Διότι η επιμονή στην αγάπη αυτή είναι το μόνο σημείο που μας συντονίζει με τον Θεό μας. Όπως δεν μπορούμε να «πιάσουμε» έναν σταθμό, τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό, χωρίς να συντονιστούμε εκεί που εκπέμπει, έτσι και δεν μπορούσε να «πιάσουμε» τον Θεό, να Τον ζήσουμε δηλαδή στην ύπαρξή μας, πέρα από εκεί που «εκπέμπει». Και ο Θεός μας εκπέμπει πάντα και αδιάκοπα στην αγάπη. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Αν αυτό δεν το καταλαβαίνουμε, τουλάχιστον να έχουμε το ρεαλισμό να ομολογούμε το έλλειμμα της χριστιανικότητάς μας. Στην περίπτωση αυτή όμως, «προς τίνα απευλευσόμεθα;» Ποιος άλλος έχει «ρήματα ζωής αιωνίου

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΡΠΟΣ ΚΑΙ ΠΑΠΥΛΟΣ

«Αυτοί οι άγιοι μάρτυρες του Χριστού ήταν ιατροί στο επάγγελμα και έζησαν επί βασιλέως Δεκίου και Ουαλεριανού ανθυπάτου Ασίας. Από αυτούς, ο μεν άγιος Κάρπος ήταν επίσκοπος Θυατείρων, ο δε Πάπυλος διάκονος, που είχε χειροτονηθεί από τον άγιο Κάρπο. Συνελήφθησαν λοιπόν από τον άρχοντα λόγω της πίστεώς τους στον Χριστό, κι αφού ρωτήθηκαν, ομολόγησαν ενώπιον όλων το όνομα του Δεσπότου Χριστού. Επειδή αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα, καθώς τους εξανάγκαζαν για κάτι τέτοιο, τους έδεσαν σφικτά σε άλογα, οπότε περπατούσαν μπροστά από το άρμα, συρόμενοι έτσι προς τις Σάρδεις. Εκεί τους κρέμασαν πάνω σε ξύλο και τους χάραξαν με σιδερένια νύχια. Τότε και ο άγιος Αγαθόδωρος, που ήταν δούλος των αγίων και τους ακολουθούσε, ενισχύθηκε από άγγελο του Θεού και ομολόγησε κι αυτός τον Χριστό, με αποτέλεσμα να κρεμαστεί και να κτυπηθεί με ράβδους πολύ σκληρά. Κι έτσι με τα κτυπήματα αυτά, παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο. Ο δε άγιος Κάρπος, κρεμασμένος καθώς ήταν, χαμογέλασε. Ρωτήθηκε τότε από τον άρχοντα: - Για ποιο λόγο γέλασες, Κάρπε; - Είδα τη δόξα του Κυρίου μου και χάρηκα, απάντησε. Τον δε Πάπυλο τον έδεσαν σε τέσσερις πασσάλους και τον σήκωσαν ψηλά, κι άρχισαν να του ρίχνουν πέτρες. Από όλα όμως διαφυλάχτηκε αβλαβής. Μετά από αυτά οδηγήθηκαν οι άγιοι μαζί και τους έσυραν ξαπλωμένους πάνω σε αγκάθια, ενώ παράλληλα τους κτυπούσαν από πάνω, για να τους ρίξουν τέλος ως τροφή σε θηρία. Ένα λιοντάρι τότε, μιλώντας με ανθρώπινη φωνή και ωρυόμενο, εμπόδιζε τους διώκτες από μία τέτοια ωμότητα. Αυτοί όμως, αφού έκλεισαν τα αυτιά τους και καθήλωσαν τους μάρτυρες σε σιδερένιες κρηπίδες, τους έριξαν σε πυρωμένο καμίνι. Εκεί, και η αδελφή του αγίου Παπύλου Αγαθονίκη προσευχήθηκε και μπήκε μαζί με αυτούς. Η φωτιά όμως, επειδή έπεσε μεγάλη βροχή, σβήστηκε, και οι άγιοι έμειναν άφλεκτοι και αβλαβείς. Τότε οι διώκτες τούς έκοψαν τις κεφαλές με ξίφος».

Δεν παύει η Εκκλησία μας, εφόσον σχεδόν καθημερινώς εορτάζει άγιους μάρτυρες, να τονίζει δύο κυρίως πράγματα από το μαρτύριό τους: Πρώτον, ότι αυτό το μαρτύριο αποτελεί τον δρόμο που οδηγεί στο στεφάνωμα των αγίων. Ο Χριστός δηλαδή, ο Οποίος δίνει και τη χάρη του μαρτυρίου και ενισχύει τους μάρτυρες σε όλους τις φάσεις αυτών που υφίστανται, ο Ίδιος στέκει και στο τέλος, περιμένοντας με στεφάνι στο χέρι να τους στεφανώσει ως νικητές. Βεβαίως, η εικόνα κατανοείται συμβολικά. Το στεφάνι είναι ο ίδιος ο Κύριος, η πλήρης ένωσή Του με τους δικούς Του, κάτι όμως που ως εικόνα ο υμνογράφος  το παίρνει κυρίως από τον απόστολο Παύλο, ο οποίος σημείωνε προς το τέλος πια της ζωής του, ότι μετά από όσα πέρασε και έκανε χάριν του ευαγγελίου του Χριστού «απόκειται αυτώ ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον αποδώσει αυτώ Κύριος ο Θεός».  Ο υμνογράφος λοιπόν σήμερα πράγματι έτσι προβάλλει το μαρτύριο των αγίων: «Αφθαρσίας το στέφος εδέξασθε, μαρτυρικόν διανύσαντες δίαυλον, Κάρπε, Πάπυλε» - δεχτήκατε το στεφάνι της αφθαρσίας, Κάρπε και Πάπυλε, αφού διαβήκατε τον μαρτυρικό δρόμο. Υπενθυμίζει όμως παράλληλα ο καλός υμνογράφος ότι η μαρτυρική αυτή οδός, που στεφανώνεται από τον Κύριο, δεν κατανοείται μόνον ως οδός αίματος, αλλά και ως οδός ασκήσεως. «Επτερώσατε υμών τον νουν προς ουράνιον οδόν, δι’  ασκήσεως το πριν και νυν δι’  αίματος». Δηλαδή, δώσατε φτερά στον νου σας για την ουράνια οδό, πρώτα με την άσκησή σας και τώρα με το αίμα σας. Κι είναι αυτό που οι Πατέρες της Εκκλησίας μας επισημαίνουν: η άσκηση ως αγώνας τηρήσεως των εντολών του Χριστού, στην πραγματικότητα είναι και αυτό ένα είδος μαρτυρίου, το μαρτύριο της συνειδήσεως. Κι εκείνος που ζει ένα τέτοιο μαρτύριο, εύκολα παίρνει και τη χάρη του άλλου, του δι’  αίματος, μαρτυρίου. Ώστε: κανείς δεν στεφανώνεται από τον Κύριο, αν δεν περάσει από τη δίαυλο του μαρτυρίου, είτε της ασκητικής ζωής είτε του αίματος. «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την βασιλείαν των Ουρανών» (ο Κύριος).

Δεύτερον, αδιάκοπα τονίζει η Εκκλησία μας με το εκάστοτε μαρτύριο των αγίων, ότι είναι χριστιανικό το μαρτύριό τους, διότι μέσα από τα βάσανα κράτησαν αυτοί την αγάπη τους και προς τους εχθρούς τους. Ο υμνογράφος σήμερα το σημειώνει με αμεσότητα: «Ρήσιν την του Δεσπότου αναλαβόντες, σοφοί, υπέρ των αναιρούντων καθικετεύετε». Κρατήσατε τον λόγο του Κυρίου, σοφοί μάρτυρες, (δηλαδή προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων και διωκόντων υμάς)  και γι’ αυτό προσεύχεσθε στον Θεό υπέρ αυτών που σας σκοτώνουν. Έχει τονιστεί επανειλημμένως: δεν είναι το μαρτύριο καθεαυτό που σώζει έναν μάρτυρα – υπάρχουν πολλοί που μαρτύρησαν σκληρά για πολλούς λόγους – αλλά το μαρτύριο που έχει εκείνην τη χάρη του Θεού, ώστε να μη χάνει ο μάρτυρας την αγάπη του και προς τους εχθρούς του. Γιατί; Διότι, όπου αγάπη, εκεί και Θεός. Χάνεται η αγάπη, έστω και με χίλιες δικαιολογίες, χάνεται και η παρουσία Εκείνου.

Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής όμως δίνει και πολλές άλλες αφορμές θέασης του μαρτυρίου των αγίων Κάρπου και Παπύλου. Έτσι, για παράδειγμα,  δεν μπορεί να μην κάνει λόγο για τη θεοπτία του αγίου Κάρπου, όπως και για το γεγονός ότι ο Θεός θέλησε να δώσει αφορμή μετανοίας στους διώκτες, κάνοντας να αποκτήσουν ανθρώπινη φωνή και αυτά ακόμη τα λιοντάρια. Συγκλονιστικά πράγματα, που μας δείχνουν πολύ καθαρά ότι μπροστά στα μαρτύρια των αγίων βρισκόμαστε σε υπέρ φύσιν καταστάσεις, μπροστά πράγματι στην παρουσία του μυστηρίου του Θεού. Θεόπτης λοιπόν ο άγιος Κάρπος, που ευθέως η θεοπτία του: να δει την ώρα του μαρτυρίου του τη δόξα του Θεού, παραπέμπει στον άγιο πρωτομάρτυρα και αρχιδιάκονο άγιο Στέφανο, τον οποίο όμως ο υμνογράφος δεν κατονομάζει. Όπως λοιπόν ο άγιος Στέφανος «είδε ανεωγμένους τους ουρανούς και τον Ιησούν Χριστόν εστώτα εκ δεξιών του Πατρός», έτσι και ο άγιος Κάρπος. Κι είναι τούτο μία ιδιαίτερη ευλογία του Θεού στον μάρτυρα, προκειμένου και αυτόν να ενισχύσει και εμάς τους πιστούς να στηρίξει. Ο Θεός μας είναι πάντοτε παρών σε ό,τι περνάμε. Και μέσα στα βάσανα μάς κάνει και χαμογελάμε ακόμη. Το είδαμε στον άγιο Κάρπο. Κι από την άλλη: ακόμη και τα θηρία αποκτούν φωνή, για να υπηρετήσουν το σχέδιο του Θεού. Μόνον οι «άνθρωποι» δεν βλέπουν και δεν κατανοούν. Θυμίζει η περίπτωση και το πώς ο Θεός δίδαξε τον προφήτη του Βαλαάμ, κάνοντας έναν όνο να μιλήσει. Αλλά τότε ο προφήτης υπάκουσε. Δυστυχώς, εδώ, στο μαρτύριο των αγίων, ο «δαιμονισμός» ήταν τέτοιος, που ενώ άκουγαν οι διώκτες τα λιοντάρια να μιλάνε, εκείνοι «απλώς» έκλεισαν με βύσματα τα αυτιά τους. Πόσο υπερβολικά ήπιος για τις εκτιμήσεις του ως προς τον άνθρωπο ακούγεται ο λόγος του προφήτη: «ο άνθρωπος παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». Ο άνθρωπος γίνεται συχνά πολύ χειρότερος και από τα σκληρότερα ζώα. Κι εκείνα μεν δεν έχουν νου και δεν θα δώσουν λόγο για ό,τι πράττουν: κινούνται ενστικτωδώς. Ο άνθρωπος όμως;

12 Οκτωβρίου 2021

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΡΟΒΟΣ, ΤΑΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ

«Οι άγιοι αυτοί έζησαν όταν ύπατος στη Ρώμη ήταν ο Διοκλητιανός και ηγεμόνας ο Φλαβιανός. Και ο μεν Τάραχος ήταν προχωρημένος στην ηλικία, Ρωμαίος στο γένος, και Στρατιώτης στο επάγγελμα. Ο δε Πρόβος καταγόταν από τη Σίδη της Παμφυλίας, ενώ ο Ανδρόνικος από την πόλη των Εφεσίων της Ιωνίας. Κατά τους διωγμούς που είχαν τότε ξεσπάσει κατά των Χριστιανών, συνελήφθησαν και οι τρεις. Και του μεν Τάραχου συνέτριψαν με πέτρες τα σαγόνια και τον αυχένα, κατέκαψαν τα χέρια με φωτιά, και τον ανήρτησαν πάνω σε ξύλο, μέσα σε πνιγηρό καπνό. Στη συνέχεια, του έβαλαν ξύδι στα ρουθούνια και του υπέκαψαν τους μαστούς με πυρακτωμένες σούβλες. Του έκοψαν με ξυράφι τα αυτιά, του έγδαραν το κεφάλι, τον έριξαν στα θηρία, και τέλος, αφού τον έκοψαν σε κομμάτια με μαχαίρι, παρέθεσε στον Θεό την ψυχή του. Ο δε γενναίος Πρόβος κτυπήθηκε πρώτα με ωμά νεύρα. Έπειτα, του έκαψαν τα πόδια  με πυρακτωμένα σίδερα και τον ανήρτησαν σε ξύλο. Εκεί του κατέκαψαν την πλάτη και τα πλευρά με πυρωμένες σούβλες, όπως και με άλλες σούβλες του τρύπησαν τις κνήμες. Και τέλος, αφού  έκαναν και αυτόν κομμάτια με μαχαίρια, έφτασε στο μακάριο τέλος. Ο θεϊκός δε Ανδρόνικος αναρτήθηκε σε ξύλο, χαρακώθηκε στις κνήμες με κοφτερά σίδερα και κατατρυπήθηκε στα πλευρά. Έπειτα, οι δήμιοι του έτριψαν τις πληγές με αλάτι, του έκοψαν τη γλώσσα και τα χείλη, και αφού του κατέκοψαν όλο το σώμα σχεδόν  με μαχαίρια, παρέδωσε και αυτός το πνεύμα στα χέρια του Θεού».

Έχουμε την εντύπωση ότι αν γυριζόταν σε ταινία το μαρτύριο των τριών αυτών αγίων μαρτύρων, θα απαγορευόταν η είσοδος σε ανηλίκους. Διότι και μόνον η ανάγνωση των μαρτυρίων που πέρασαν, προκαλεί «σοκ», όπως λέμε, σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, η οποία διατηρεί έστω και ψήγματα κάποιας ανθρωπιάς και ευαισθησίας. Οι τρομεροί δήμιοι του σκληρότερου από όλους αυτοκράτορα που δίωξε τους χριστιανούς, του Διοκλητιανού, πρέπει να εξάντλησαν όλη τη φαντασία τους, προκειμένου να εφεύρουν όλες αυτές τις τιμωρίες κατά των αγίων μαρτύρων. Διότι και τι δεν χρησιμοποίησαν, για να κάμψουν το φρόνημά τους και να τιμωρήσουν την «αυθάδειά» τους, να μην υπακούνε δηλαδή στις διαταγές του αυτοκράτορα και να μη θέλουν να τον παραδεχτούν ως «θεό»;  Κι όλα αυτά βεβαίως φανέρωναν αφενός τον δαιμονισμό των διωκτών – μόνον όργανα του διαβόλου, που καθοδηγούνταν από αυτόν μπορούσαν να κάνουν τέτοια πράγματα – αφετέρου τη χαρισματική δύναμη την οποία είχαν οι μάρτυρες του Χριστού. Διότι μόνον ένας που έχει τη χάρη Εκείνου, μπορεί να υπομένει τέτοια και τόσα βασανιστήρια, χωρίς να παύει όμως – δεν θα πάψουμε να σημειώνουμε την αλήθεια αυτή – να αγαπά ακόμη και τους εχθρούς του! Όπως το μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν».

Η ενεργούσα αυτή χάρη του Χριστού στην καρδιά και το σώμα των αγίων μαρτύρων, που τους έδινε τη δύναμη να υπομένουν τα βάσανα, χωρίς να υποστέλλουν όμως και την αγάπη τους, είναι ακριβώς και το «μυστικό» της ζωής κάθε χριστιανού μάρτυρα, αλλά και κάθε γενικά χριστιανού. Διότι δεν υπάρχει χριστιανός, χωρίς να ζει με τη χάρη αυτή, είτε ζει σε ειρηνικούς καιρούς είτε σε εποχή διωγμών. Θέλουμε να πούμε ότι αν υπάρχει χριστιανός, που δεν ζει με τη χάρη της αγάπης, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ακόμη και τον εχθρό, τότε δεν είναι χριστιανός. Είναι από αυτούς που χαρακτηρίζονται «χριστιανοί της ταυτότητας». Δεν είναι το όνομα και ο τίτλος που κάνει κάποιον χριστιανό – είναι αυτονόητο πια αυτό -  αλλά η πράξη της ίδιας της ζωής. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’  ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς» είπε ο Κύριος. Χριστιανός λοιπόν είναι εκείνος που η καρδιά του φλέγεται από την αγάπη του Χριστού, συνεπώς η ζωή του είναι προσκολλημένη σ’  Εκείνον, δίνοντάς του τη δύναμη να υπερβαίνει όλες τις αντιξοότητες της ζωής. Πώς το έλεγε ο απόστολος Παύλος; «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή κίνδυνος ή μάχαιρα;…Ουδέν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού». Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο υμνογράφος των αγίων τριών μαρτύρων σήμερα. Δεν μπορεί αλλιώς να εξηγήσει το μεγαλείο τους, τον ηρωισμό τους, το ακαταγώνιστο φρόνημά τους, παρά κάτω από την οπτική της πυρακτωμένης αγάπης τους προς τον Χριστό. «Τω πόθω φλεγόμενοι Χριστού, αθλοφόροι ένδοξοι, ακαταγώνιστοι ώφθητε∙ ξίφος ου κάμινος, ου θυμός τυράννων, ου ποιναί κολάσεων, ου θάνατος υμάς εξεφόβησεν» - καθώς φλεγόσασταν από τον πόθο του Χριστού, ένδοξοι αθλοφόροι, φανήκατε ακαταγώνιστοι. Δεν σας φόβησε ούτε το ξίφος ούτε το καμίνι ούτε ο θυμός των τυράννων ούτε οι τιμωρίες των βασανιστηρίων ούτε ο θάνατος.

Η παραπάνω πραγματικότητα, ότι δηλαδή χωρίς την αγάπη του Χριστού ενεργούσα στην καρδιά και το σώμα του χριστιανού δεν υπάρχει χριστιανικότητα, αποτελεί και το κριτήριο και της δικής μας βεβαίως εποχής. Ό,τι ίσχυε πάντοτε ισχύει και σήμερα, διότι ο λόγος του Θεού είναι αιώνιος. Δεν αλλοιώνεται η πίστη μας με την πάροδο του καιρού ή με τις εξωτερικές αλλαγές της κοινωνίας. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνες». Τι σημαίνει αυτό; Μέσα στις δυσκολίες, μέσα στην τραγικότητα πολλές φορές της ζωής, μέσα στις απανωτές «ατυχίες», ο χριστιανός δεν μπορεί να βρίσκει δικαιολογία για να αρνείται τον Χριστό, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει, καμία πρόφαση, για να γογγύζω κατά του Θεού, να βλασφημώ τον Θεό, να βλασφημώ την εικόνα του Θεού τον άνθρωπο, να είμαι έτοιμος να ρίξω στην πυρά κάθε έναν που μου δημιουργεί ίσως πρόβλημα στην καλή διαβίωσή μου. Το τονίζουμε: η αγάπη και προς τους εχθρούς και προς τους διώκτες, έστω και ως πόθος και βαθιά επιθυμία και διαρκές αγώνισμα, είναι το απόλυτα καθοριστικό γνώρισμα της χριστιανικότητάς μας. Διότι η επιμονή στην αγάπη αυτή είναι το μόνο σημείο που μας συντονίζει με τον Θεό μας. Όπως δεν μπορούμε να «πιάσουμε» έναν σταθμό, τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό, χωρίς να συντονιστούμε εκεί που εκπέμπει, έτσι και δεν μπορούσε να «πιάσουμε» τον Θεό, να Τον ζήσουμε δηλαδή στην ύπαρξή μας, πέρα από εκεί που «εκπέμπει». Και ο Θεός μας εκπέμπει πάντα και αδιάκοπα στην αγάπη. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Αν αυτό δεν το καταλαβαίνουμε, τουλάχιστον να έχουμε το ρεαλισμό να ομολογούμε το έλλειμμα της χριστιανικότητάς μας. Στην περίπτωση αυτή όμως, «προς τίνα απευλευσόμεθα;» Ποιος άλλος έχει «ρήματα ζωής αιωνίου

11 Οκτωβρίου 2021

ΤΟ ΣΑΘΡΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΖΩΗΣ

Ξενυχτάμε στην προσευχή, μετέχουμε σε όλες τις ακολουθίες της Εκκλησίας – διαβάζουμε και τα… εξώφυλλα των εκκλησιαστικών βιβλίων! - πηγαίνουμε σε αγρυπνίες, νηστεύουμε και κακοπαθούμε. Και πιστεύουμε ότι με τόσους κόπους που καταβάλλουμε ο Θεός θα μας ανταμείψει. Θα μας δώσει κάποιο ιδιαίτερο χάρισμά Του, πέραν της… αυτονόητης για εμάς υποχρέωσής Του να κάνει πάντα το… θέλημά μας!

 «Σαθρό το θεμέλιό μας», επισημαίνει ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος. Και πιο ολοκληρωμένα: «Όποιος απαιτεί πνευματικά δώρα για τους κόπους που καταβάλλει, έβαλε σαθρό θεμέλιο» (λόγ. κα΄ 25). Κτίζουμε δηλαδή στην άμμο: με το παραμικρό το πνευματικό μας οικοδόμημα θα καταπέσει. Κι αυτό γιατί ίσως δεν καταλαβαίνουμε ότι κινούμαστε σε ιουδαϊκά επίπεδα – ο φαρισαίος είναι το πρότυπό μας! Όταν με άλλα λόγια η πνευματική μας ζωή στηρίζεται στην πεποίθηση των καλών και αξιόμισθων έργων μας, τότε τη δικαίωσή μας και την ένταξή μας στη Βασιλεία του Θεού την εξαρτάμε από εμάς τους ίδιους - οι ίδιοι είμαστε οι… λυτρωτές της ψυχής μας. Ανεπίγνωστα μάλλον τον Χριστό Τον έχουμε βάλει στο περιθώριο. Δεν μας χρειάζεται και πολύ. Τον χρειαζόμαστε μάλλον για να ανταμείβει το… πνευματικό μεγαλείο μας!

Ό,τι κάνουμε όμως από πλευράς πνευματικής αφενός το κάνουμε πάντοτε με τη βοήθεια της χάρης του Θεού – «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» είπε ο Κύριος –, αφετέρου το κάνουμε για να μπορούμε να διακρατούμε αυτήν τη χάρη. «Όταν ποιήσητε πάντα τα διατεταγμένα υμίν, λέγετε αχρείοι δούλοι εσμέν· ότι ο οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» - όταν πράξετε όλα αυτά που σας διατάχθηκαν, να λέτε είμαστε άχρηστοι και ελεεινοί δούλοι. Γιατί αυτό που οφείλαμε να κάνουμε κάναμε! Η κατάστασή μας είναι πάντοτε η κατάσταση του δούλου: του χρεώστη και οφειλέτη. Εμείς έχουμε τον Θεό ανάγκη. Εμείς  εξαρτώμαστε από Εκείνον. Η ταπείνωση είναι η μόνιμη στάση που μπορεί και μόνον να μας δικαιώσει ενώπιον του Θεού.

Και τι κάνει τότε ο Θεός Πατέρας μας; Βλέποντας την ταπεινή αυτή στάση μας, η οποία προσιδιάζει στου Ίδιου τη στάση – ο Θεός μας είναι αγάπη και ταπείνωση – μας τα δίνει όλα: μας ευλογεί πλουσιοπάροχα κι εκεί που νιώθουμε ότι είμαστε άχρηστοι και βρώμικοι, ότι το μόνο που μας αξίζει είναι η αποπομπή μας από τον Θεό, μας εξυψώνει και μας κάνει σαν κι Αυτόν! Με τα λόγια και πάλι του αγίου της Κλίμακος: «Όποιος όμως θεωρεί τον εαυτό του χρεώστη δούλο, αυτός ξαφνικά θα λάβει από τον Θεό ανέλπιστο πνευματικό πλούτο» (όπ.π.).

Ο άγιος μέγας Αντώνιος είχε πέσει κάποια στιγμή σ’ έναν τέτοιον πειρασμό: πίστεψε ότι οι ασκητικοί του αγώνες θα τον είχαν φτάσει σε  ύψη αγιότητας! Κι ο Θεός τον πληροφόρησε: ο τσαγκάρης του χωριού του ήταν μεγαλύτερος από εκείνον! Γιατί ακριβώς είχε ταπείνωση.

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΕΙΣ ΕΚ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΝΩΝ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«Ο άγιος Φίλιππος, άλλος από τον Φίλιππο τον μαθητή του Κυρίου, καταγόταν από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, ήταν έγγαμος και από τον γάμο του απέκτησε τέσσερις θυγατέρες, προφήτιδες και οι τέσσερις της Εκκλησίας. Ο ευαγγελιστής Λουκάς στο δεύτερο βιβλίο του των Πράξεων των Αποστόλων τον μνημονεύει σε διάφορα περιστατικά. Καταστάθηκε από τους αγίους Αποστόλους Διάκονος της Εκκλησίας, για να υπηρετεί τις ανάγκες των χριστιανών, μαζί με τον άγιο Στέφανο και τους υπολοίπους διακόνους. Μετά τον διωγμό που ξέσπασε με τον θάνατο του αγίου Στεφάνου, πήγε στη Σαμάρεια, όπου κήρυξε και μαθήτευσε πολλούς στη χριστιανική πίστη, μεταξύ των οποίων και τον μάγο Σίμωνα, τον οποίο και βάπτισε. Ο ευαγγελιστής Λουκάς μνημονεύει το περιστατικό, κατά το οποίο ο Φίλιππος ηρπάγη από άγγελο, για να πλησιάσει έναν αξιωματούχο αιθίοπα, τον οποίο, αφού βρήκε να αναγινώσκει τον προφήτη Ησαΐα, κατήχησε και βάπτισε. Έπειτα αφού οδηγήθηκε και πάλι από άγγελο του Κυρίου στην πόλη της Αζώτου, φώτισε με τον λόγο του τους κατοίκους εκεί, οπότε μετά έφτασε στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας. Εκεί επιτέλεσε μαζί με το κήρυγμα πολλά θαύματα, ίδρυσε εκκλησία, και τέλος εξεδήμησε προς τον Κύριο».

Είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ο ευαγγελιστής Λουκάς προτιμά να αφιερώσει αρκετούς στίχους από το βιβλίο του «Πράξεις των Αποστόλων» στον απόστολο Φίλιππο, από τους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου και έναν από τους επτά διακόνους της πρώτης Εκκλησίας, και όχι για παράδειγμα στον Απόστολο Φίλιππο, τον μαθητή του Χριστού εκ των δώδεκα,  ή τον Απόστολο Ναθαναήλ ή άλλους από τους Αποστόλους, πέραν βεβαίως του Αποστόλου Πέτρου και κυρίως του μετέπειτα Αποστόλου Παύλου, γεγονός που σημαίνει ότι ο Διάκονος Φίλιππος ήταν μία προσωπικότητα που δεν μπορούσε εύκολα κανείς να την ξεπεράσει και να μη την λάβει σοβαρώς υπ’  όψιν. Τα περιστατικά βεβαίως που διασώζονται από τη ζωή του πράγματι επιβεβαιώνουν την εκτίμηση αυτή, διότι τον βλέπουμε αφενός να δρα με τρόπο που θυμίζει τους μεγάλους Αποστόλους: έντονη ιεραποστολική φλόγα, δύναμη λόγου, επιτέλεση θαυμάτων, καθοδήγηση από αγγέλους, ίδρυση εκκλησιών, αφετέρου όλη η οικογένειά του να έχει επίσης μία ιδιαίτερη παρουσία στην Εκκλησία. Ιδιαιτέρως οι θυγατέρες του, τις οποίες μνημονεύει ο άγιος Λουκάς, υπήρξαν «παρθένοι και προφητεύουσαι», δηλαδή αφιερωμένες στον Θεό με το χάρισμα της προφητείας, άρα με τη δυνατότητα να προφητεύουν και να διδάσκουν τον λαό.

Ο εκκλησιαστικός μας υμνογράφος αναφέρεται συχνά στο χάρισμα λόγου που είχε ο άγιος Φίλιππος ο Διάκονος. Τέτοιο χάρισμα που το Πνεύμα του Θεού είδαμε ότι τον έστελνε σε διάφορες αποστολές, προκειμένου να καθοδηγήσει και να πείσει όχι μόνο απλούς, αλλά και μορφωμένους και υψηλά ισταμένους ανθρώπους. Το περιστατικό με τον αιθίοπα αξιωματούχο αποτελεί ένα μικρό δείγμα της αλήθειας αυτής. Ένας ύμνος μάλιστα από την τρίτη ωδή του κανόνα του όρθρου είναι αρκετά αποκαλυπτικός πάνω σ’ αυτό: «Ιόν ψυχόλεθρον φυγείν και σωτήριον χάριν υποδέξασθαι πείθεις, μελιρρύτοις λαλιαίς, τους απωσθέντας μακράν αγνωσία, Φίλιππε θεόπνευστε». Δηλαδή: Φίλιππε θεόπνευστε, πείθεις αυτούς που είναι μακριά από τον Θεό, λόγω της άγνοιάς τους, αφενός να αποφύγουν το δηλητήριο της μη ορθής πίστεως που καταστρέφει τις ψυχές, αφετέρου να δεχτούν τη χάρη του Θεού που οδηγεί στη σωτηρία, «μελιρρύτοις λαλιαίς». Ο λόγος του αγίου Φιλίππου ήταν πολύ πειστικός, έτσι ώστε να αποδέχονται οι άνθρωποι την πίστη του Χριστού. Χρησιμοποιεί όμως ο υμνογράφος και μία πολύ όμορφη φράση, που δείχνει κατεξοχήν τη δύναμη λόγου του αγίου: «μελιρρύτοις λαλιαίς». Δηλαδή, όταν μιλούσε ο άγιος για τον Χριστό, μιλούσε με τέτοιον τρόπο, που τα λόγια του ήταν σαν να έρρεε μέλι. Πρέπει να εννοήσουμε ότι το μελίρρυτο των λόγων του δεν έγκειτο μόνον στο περιεχόμενο, αλλά και στη μορφή και στον τρόπο που χρησιμοποιούσε. Πρόβαλλε βεβαίως πάντοτε τον Χριστό – «την του Λόγου δόξαν διηγούμενος» θα πει κάπου αλλού ο υμνογράφος, δηλαδή διηγείτο τη δόξα του Κυρίου Ιησού ως Θεού και ανθρώπου, και μάλιστα επιβεβαιώνοντας τη διήγηση αυτή και με θαύματα: «εν σημείοις φοβεροίς» - αλλά με καλλιέπεια λόγου, με ήρεμο και προσιτό στους ανθρώπους που απευθυνόταν τρόπο.

Και γίνεται βεβαίως παράδειγμα διαχρονικό σ’ αυτό. Ο λόγος της Εκκλησίας μας, η κατήχησή της στους ανθρώπους, αυτά τα δύο στοιχεία πρέπει πάντοτε να έχει: πρώτον, να προβάλλει τον Ιησού Χριστό, ως τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας, ο Οποίος σταυρώθηκε και αναστήθηκε προς χάρη των ανθρώπων. Όπως το λέει και ο απόστολος των εθνών: «ουκ έκρινα του ειδέναι τι εν υμίν, ει μη Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον». Και δεύτερον: τον Χριστό που προβάλλει, να το κάνει με τρόπο όχι εξουσιαστικό, όχι με τον κακώς εννοούμενο κηρυγματικό τρόπο, δηλαδή ξερά δασκαλίστικο, αλλά ως αύρα απαλή, σαν μέλι που ευχαριστεί όχι τα αυτιά, αλλά τις καρδιές των ανθρώπων, με τον τρόπο που δίδαξαν αργότερα και οι μεγάλοι τρεις Ιεράρχες, προστάτες της παιδείας, που και εκείνοι «μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας» χαρακτηρίζονται. Δεν νομίζουμε ότι τελικώς ήταν τυχαίο που το Πνεύμα του Θεού χρησιμοποίησε τόσο έντονα τον άγιο Φίλιππο για να κηρύξει την πίστη του Χριστού. Ο Θεός δηλαδή αξιοποιεί κάθε φορά για την πραγματοποίηση του έργου Του τους ανθρώπους που έχουν τα αντίστοιχα προς το έργο αυτό χαρίσματα. Ο άγιος Φίλιππος λοιπόν ήταν από τους ιδιαιτέρως προικισμένους από τον Θεό, που κατέθεσε ολόκληρο τον εαυτό του στην υπηρεσία Εκείνου.

10 Οκτωβρίου 2021

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Η 10η Οκτωβρίου κάθε χρόνο θεωρείται ημέρα αφιερωμένη παγκοσμίως στην ψυχική υγεία. Καθιερώθηκε  το 1994 από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, προκειμένου να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη στα θέματα των ψυχικών νοσημάτων. Κι αυτό γιατί τα ψυχικά νοσήματα βαίνουν διαρκώς αυξανόμενα, σε βαθμό που οι ειδικοί μιλάνε για παγκόσμια «επιδημία» ψυχικών διαταραχών, όπως για παράδειγμα είναι αυτές που σχετίζονται με την κατάθλιψη ή την κατανάλωση αλκοόλ. Και στη χώρα μας τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Υπάρχουν στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι ένα 10 με 12% του συνόλου του πληθυσμού όλων των ηλικιών πάσχει από ψυχικές ασθένειες, ενώ όσον αφορά στους εφήβους, υπάρχει η εκφρασμένη δήλωσή τους (2 στους 5) ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους και δεν νιώθουν γενικώς «καλά».

Το ερώτημα που τίθεται βεβαίως είναι τι εννοούμε όταν μιλάμε για ψυχική υγεία. Κι απάντηση, παραδόξως, γενικώς αποδεκτή δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει, διότι η ψυχική υγεία είναι θέμα ορισμού του ανθρώπου,  του σκοπού και του νοήματος της ζωής του. Αν δηλαδή δεν γνωρίζουμε το ποιος είναι ο άνθρωπος, γιατί υπάρχει στον κόσμο, ποιος ο προορισμός του, πώς πρέπει να ζει και να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της ζωής, είναι αδύνατο να μιλάμε για την όποια κατάσταση της ψυχικής του υγείας. Και ως προς τη σωματική του υγεία τα πράγματα σε μεγάλο βαθμό είναι μετρήσιμα: υπάρχουν κάποια σταθερά σημεία αναφοράς, βάσει των οποίων κρίνεται η παθολογία ή η φυσιολογία του. Για την ψυχική του υγεία όμως; Υπάρχουν σταθερά σημεία; Το «αδιέξοδο» φαίνεται από το ότι οι ειδικοί  αποφεύγουν τον ορισμό των χαρακτηριστικών, πέραν γενικοτήτων, της θεωρούμενης ψυχικής υγείας, επικεντρώνοντας την προσοχή τους σε ό,τι ονομάζουν ψυχική ευημερία ή απουσία ψυχικής ασθένειας. «Είναι η ψυχολογική κατάσταση κάποιου που λειτουργεί σε ικανοποιητικό επίπεδο συναισθηματικής και συμπεριφοριστικής προσαρμογής» σημειώνουν. Ή, όπως λέει ο Π.Ο.Υ. «ψυχική υγεία είναι η κατάσταση ευεξίας όπου το κάθε άτομο αντιμετωπίζει με επιτυχία τα προβλήματα της ζωής, μπορεί να εργαστεί παραγωγικά και να συμμετέχει ενεργά στο κοινωνικό του περιβάλλον και όχι απλά η απουσία ενός προβλήματος ή μιας διαταραχής». Ορισμοί που δεν άπτονται της ουσίας του θέματος, αλλά περιγράφουν κάποιες καταστάσεις, κυρίως κοινωνιολογικά κι ίσως ψυχολογικά.

Δεν αρνούμαστε τίποτε από τα παραπάνω. Οι προσπάθειες ψυχολόγων και ιατρών για την οριοθέτηση  μίας όσο το δυνατόν αποδεκτής και φυσιολογικής κοινωνικής συμπεριφοράς για κάθε άνθρωπο είναι αξιέπαινες και πρέπει να ενισχύονται – το κοινωνιολογικό κριτήριο είναι από μόνο του ισχυρότατο στοιχείο. Αλλά δεν είναι επαρκές. Διότι ο άνθρωπος συνιστά μέγα μυστήριο. Κι εδώ ακριβώς έχουν λόγο οι διάφορες πνευματικές παραδόσεις του κάθε τόπου, κατεξοχήν δε για τους χριστιανούς η χριστιανική παράδοσή τους.

Λοιπόν, για τη δική μας χριστιανική παράδοση, ο άνθρωπος είναι ψυχικά υγιής στον βαθμό που είναι και πνευματικά υγιής. Κι είναι πνευματικά υγιής, όταν παραμένει μέσα στο πλαίσιο της κατ’ εικόνα και καθ’  ομοίωσιν Θεού δημιουργίας του. Με αναγωγή στο αρχικό ζεύγος: Όσο ο άνθρωπος προσέβλεπε στον Δημιουργό του και υπήκουε στο άγιο θέλημά Του, τόσο και οι δυνάμεις του, σωματικές, ψυχικές και πνευματικές, βρίσκονταν σε ανοδική και αυξητική πορεία. Δυστυχώς, αυτό χάθηκε λόγω της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία – της επιλογής του δικού του θελήματος αντί του Δημιουργού του – οπότε και η υγεία του αλλοιώθηκε: η φθορά και η αρρώστια και ο θάνατος μπήκαν ως καθεστώς στη ζωή του. Κι ήρθε βεβαίως ο Υιός και Λόγος του Θεού ως άνθρωπος στον κόσμο, προκειμένου να άρει την αμαρτία και τη  φθορά και να αποκαταστήσει τον άνθρωπο, όμως η αποκατάσταση αυτή που όντως πραγματοποιήθηκε κυρίως με τη Σταυρική θυσία του Κυρίου έγινε δύσκολο αγώνισμα για τον άνθρωπο, περνώντας μέσα από τη διαδικασία της πίστεως, της εντάξεώς του στην Εκκλησία, της ασκήσεώς του πάνω στις εντολές του Χριστού. Κι αυτό θα πει ότι αφενός ο Χριστός ως και τέλειος άνθρωπος πέρα από Θεός συνιστά το όριο του κατεξοχήν υγιούς ανθρώπου – σ’  Εκείνον βλέπουμε τι σημαίνει ψυχική και πνευματική υγεία σε επίπεδο τελειότητας – αφετέρου η ψυχική υγεία (η σωματική μετά Χριστόν στον κόσμο τούτο δεν είναι υποχρεωτικά απαραίτητη)  υπάρχει και αναπτύσσεται στον πιστό, όταν αγωνίζεται την οδό της  αγιότητας. Ανθρωπίνως με άλλα λόγια η κατεξοχήν ψυχικά υγιής ήταν η Παναγία κι ακολουθούν όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας. Ο όσιος Σιλουανός του Άθω βεβαιώνει: «Πώς να καταλάβεις αν η ψυχή είναι υγιής ή ασθενής; Η ασθενής ψυχή είναι υπεροπτική, ενώ η υγιής ψυχή αγαπά την ταπείνωση, όπως τη δίδαξε το Άγιον Πνεύμα».