01 Νοεμβρίου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΔΑΥΙΔ Ο ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ

«Από μικρό παιδί ο Όσιος είχε την ευλογία του Θεού και την προστασία του ίδιου του Τιμίου Προδρόμου! Δεν ήταν λοιπόν δυνατό να τραβήξει άλλο δρόμο παρά εκείνο της Μοναχικής Πολιτείας.

Περνώντας από έξοχους δασκάλους, στα μοναστήρια και τα ασκητήρια της περιοχής, συναντά τον γέροντα που ανέλαβε την πνευματική του τελειοποίηση, το σκαρφάλωμα προς την κορυφή της αρετής. Μαζί του θα περάσει πολλά χρόνια σε διάφορα πνευματικά ασκητήρια (Όσσα στη Μαγνησία, Μεγίστη Λαύρα στο Άγιο Όρος) που γέμιζαν χαρά και Χάρη τον νεαρό Όσιο στην ηλικία, αλλά «γέροντα» -όπως τον αποκαλούσαν όλοι- στη σοφία, τη σύνεση και την ταπείνωση!

Όταν δε ο γέροντάς του Οσίου Δαβίδ, ο Ακάκιος, χειροτονείται Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης, τον παίρνει κοντά του και του αναθέτει την ηγουμενία σε ένα δύσκολο τόπο, γεμάτο «αγκάθια» κακίας και «πέτρες» εγωισμού αμετακίνητες. Όμως και αυτά με την υπομονή, την προσευχή και την αυτοθυσία του ο Άγιος θα καταφέρει να τα αλλάξει. Τα αγκάθια σε λουλούδια του μοναχισμού και τις πέτρες σε μεταμελημένη γη επαγγελίας…

 Όμως όσο και αν κάνει προσπάθεια να κρύψει τη Χάρη του Θεού που τον ξεχειλίζει, μια ημέρα, επιτρέπει ο Θεός να μαρτυρηθεί η αγιοσύνη του Οσίου Του! Εκείνες τις ημέρες έμενε εκεί στο μοναστήρι της Βαρνάκοβας ο Πατριάρχης Ιερεμίας. Ήταν χάραμα όταν ο Εκκλησιαστικός Ρήτορας Εμμανουήλ, που ήταν στη συνοδεία του Πατριάρχη, μπαίνοντας στο Ναό για την ετοιμασία της Θείας Λειτουργίας και καθώς σήκωνε το κεφάλι του από τον ασπασμό της εικόνας του Χριστού, βλέπει τότε τον ηγούμενο Δαβίδ μπροστά στην Πρόθεση, με το πρόσωπό να λάμπει σαν τον ήλιο και τα πόδια του να μην πατάνε καν στο δάπεδο!!!

 Αργότερα, όταν είχε ιδρύσει ο Άγιος ένα μικρό μοναστήρι στο όρος Στείρι, έγινε και δραπέτευσαν μερικά ελληνόπουλα που τα είχε σκλάβους ο Τούρκος Πασάς στη Λιβαδειά. Τότε συκοφαντήθηκε ως ένοχος ο Όσιος Δαβίδ!

Αμέσως, Τούρκοι στρατιώτες, όρμησαν και τον έσυραν μπροστά στα πόδια του πασά, ξυλοκοπώντας τον απάνθρωπα και βασανίζοντάς τον τόσο, που τον άφησαν μισοπεθαμένο! Μετά μάλιστα από μερικές ημέρες, καταπληγωμένο καθώς τον είχαν, τον κρέμασαν από τα χέρια, έτσι που αργότερα, όταν θα προσέτρεχαν οι Χριστιανοί με μαζεμένα μπόλικα χρήματα για να τον ελευθερώσουν, δεν θα μπορούσαν να του τα κατεβάσουν!..

 Ελεύθερος πια από τον τύραννο, αποφάσισε να στραφεί σε άλλη κατεύθυνση και να τραβήξει κατά τα μέρη του Ευβοϊκού.

Όταν λοιπόν έφτασε στην παραλία της Αταλάντης, παρακάλεσε ένα βαρκάρη να τον περάσει απέναντι στην Βόρειο Εύβοια. Ο βαρκάρης όμως βλέποντάς τον με το τριμμένο φτωχικό του ρασάκι, του αρνήθηκε, περιφρονώντας τον απόλυτα! Ο Όσιος του Θεού, χωρίς να γογγύσει καθόλου από τη συμπεριφορά του βαρκάρη, έβγαλε το τριμμένο ρασάκι του, το άπλωσε πάνω στο νερό της θάλασσας, έκαμε το σημείο του Σταυρού, προσευχήθηκε στον Κύριο των πάντων, ανέβηκε πάνω στο ρασάκι του και άρχισε, ω του Θείου θαύματος, να ταξιδεύει!!!

 Το «ταχύπλοο ρασάκι», μπροστά στα συγκλονισμένα και μετανοημένα μάτια του βαρκάρη, έβγαλε τον Όσιο Δαβίδ στην παραλία των Ροβιών. Και τα βήματά του τον οδήγησαν μέσα στο ανέπαφο -ακόμα και σήμερα - εκπληκτικό δάσος, πάνω από τις Ροβιές της Εύβοιας! Εκεί ασκήτεψε τότε, σε μια σπηλιά που τη βλέπει και τώρα ο προσκυνητής.

Και εκεί, στα απάτητα ψηλόκορφα, η Αγιοσύνη του δεν άργησε να γίνει γνωστή, πρώτα στους απλοϊκούς βοσκούς των βουνών και ύστερα σε όλα τα γύρω χωριά! Μάλιστα κάποιοι από αυτούς τους βοσκούς θα αποτελούσαν και τον πρώτο πυρήνα του νέου μοναστηριού. Άνθρωποι αγνοί, καθαροί, με απλότητα όπως τους έπλασε ο καλός Θεός

 Για να γινόταν όμως το νέο μοναστήρι, που θα 'ταν το καταφύγιο των σκλάβων, χρειαζόταν πρώτα πρώτα αρκετά χρήματα για να χτιστεί. Ο Όσιος έδειξε σε όλους το μέρος που θα χτιζόταν, στην κορυφή του βουνού, τους ζήτησε να ετοιμάζουν τεχνίτες και υλικά και εκείνος θα γύριζε τον κόσμο να μαζέψει χρήματα.

Έτσι και έγινε και ο Όσιος έφτασε ως απάνω στη Ρωσία, που ήταν γεμάτη Έλληνες και γενικότερα Ορθοδόξους Χριστιανούς, που του πρόσφεραν πολλά χρήματα και πολύτιμα δώρα για τη Μονή, τόσα, θησαυρός ολάκερος, που ήταν αδύνατο να τον μεταφέρει ο Όσιος από τη Ρωσία πίσω στην Εύβοια! Αλλά να τι τον φώτισε ο Θεός να κάνει.

Κούφωσε ένα μεγάλο κούτσουρο, σφράγισε μέσα σε αυτό τα χρήματα και τα δώρα, έκανε το σημείο του Σταυρού, έριξε το κούτσουρο με το θησαυρό σ' ένα ποτάμι της Ρωσίας, προσευχήθηκε και στο τέλος είπε:

«Έως ότου φθάσω στο νησί της Εύβοιας, να φθάσει και το κούτσουρο με το θησαυρό στην παραλία των Ροβιών».

 Πράγματι, όταν μετά από καιρό ο Όσιος Δαβίδ επέστρεψε από τη Ρωσία και έφθασε στις Ροβιές, είδε το κούτσουρο με το θησαυρό να τον περιμένει στην παραλία!

Μάλιστα οι κάτοικοι των Ροβιών, που πρώτη τους φορά έβλεπαν τέτοιο ξύλο, προσπαθούσαν με τα τσεκούρια τους να τ' ανοίξουν. Μάταια όμως, γιατί τα τσεκούρια τους στράβωναν ή έσπαγαν και το ξύλο ούτε άνοιγε!!!

 Σαν έφτασε τελικά με το θησαυρό απάνω στο βουνό ο Όσιος, είδε ότι είχαν αρχίσει ήδη να χτίζουν το μοναστήρι, αλλά όχι εκεί που τους είχε υποδείξει, αλλά παρακάτω, όπου είναι και σήμερα, επειδή στην κορυφή πίστευαν οι μοναχοί και οι τεχνίτες ότι δεν θα έβρισκαν νερό.

Τότε ο Άγιος σκαρφάλωσε εκεί πάνω στο δασωμένο βράχο, έκανε ολόθερμη προσευχή στο Θεό να ανοίξει μια πηγή κι ύστερα χτύπησε με το ραβδί του την πέτρα! Την άλλη μέρα όταν την μετακίνησε, πετάχτηκε τόσο νερό που τον έβρεξε!!! Ο Θεός είχε κάνει και πάλι το θαύμα του με την προσευχή τού Αγίου!

Μάλιστα ακόμη και σήμερα στο μοναστήρι, μπορεί να πιει κανείς από το άφθονο αυτό και ευλογημένο, ιαματικό νερό, από το Αγιονέρι όπως το λένε, το οποίο τρέχει σε βρύση μέσα στη Μονή Οσίου Δαβίδ του γέροντος!» 

(Από το ιστολόγιο «Ο.Ο.Δ.Ε.» - Ορθόδοξη ομάδα Δογματικής έρευνας).

«Σφραγισμένος» από τον Θεό εκ βρέφους ο όσιος Δαυίδ ακολουθεί μία πορεία θαυμαστή που παραπέμπει στην κατά Χριστόν πολιτεία όλων των μεγάλων αγίων και οσίων της Εκκλησίας μας. Ο άγιος μακαριστός Γέρων π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο συνθέτης του κανόνα του οσίου, επανειλημμένως τονίζει την αλήθεια αυτή και μάλιστα εν σμικρώ χαράζει την οσιακή πορεία του. «Πάτερ Δαβὶδ παμμακάριστε, αφού ανέθεσες τον εαυτό σου από παιδί στον Θεό, με τρόπο που θέλει ο Θεός απέρριψες κάθε εμπαθή προσκόλληση προς τα κοσμικά πράγματα. Κι αφού σήκωσες τον σταυρό σου, φάνηκες με τον τρόπο της ζωής σου ίδιος με τους αγγέλους» (αίνοι). «Φάνηκε (ο Δαυίδ) ομόζηλος των παλαιών οσίων και ίδιος στον τρόπο της ζωής τους και συμμέτοχος στην άσκησή τους και έχοντας ίση δόξα μ’ αυτούς καθώς κοινώνησε τη δόξα και τις χάρες τους» (οίκος συναξαρίου).

Αξίζει να τονίσει κανείς αυτό που επισημαίνει πολλαπλώς ο άγιος Γέρων υμνογράφος για τον όσιο: την ξεχωριστή επίβλεψη του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου ενόσω ακόμη ήταν παιδί και τη γι’ αυτόν τον λόγο ολοκληρωτική στη συνέχεια αφιέρωσή του στον Κύριο, εν αγνοία μάλιστα των γονέων του. «Όταν ο Βαπτιστής του Κυρίου σού φανερώθηκε με καθαρότητα καλώντας σε στον ένθεο βίο, τότε με χαρά πήρες τον δρόμο αυτόν. Και διαμένοντας με θερμότητα ψυχής στον ναό εκείνου προτύπωσες σε όλους τη λαμπρότητά σου» (στιχ. εσπ.). Και τι συνέβη; Ο πατέρας του άρχισε να τον αναζητά, οπότε και τον βρήκε μέσα στον ναό του Προδρόμου, γονατισμένο μπρος στην αγία εικόνα του. Αλλά δεν μπόρεσε να πει τίποτε, γιατί έμεινε έκθαμβος μπρος στο θέαμα που αντίκρυσε: έλαμπε ο γιος του από το φως του Θεού! «Ο πατέρας σου σε βρήκε, αλλά έμεινε κατάπληκτος από τη φανερή ενέργεια της ουράνιας κλήσης» (στιχ. εσπ.), «όταν σε είδε μέσα στον άγιο ναό να εξαστράπτεις ολόκληρος μπροστά στην εικόνα του μεγάλου Ιωάννου. Τότε άνοιξαν τα μάτια του από το άγιον Πνεύμα για να κατανοήσει τη μελλοντική δόξα σου» (ωδή α΄). Κι είναι ευνόητο για τον άγιο υμνογράφο, παρακολουθώντας και τα σημεία της ασκητικής διαγωγής του οσίου Δαυίδ, ότι ο όσιος προσπάθησε να ζήσει γνήσια τη ζωή του Χριστού με το να μιμηθεί τη ζωή του μεγάλου Προφήτη και Βαπτιστού. «Αφιερώθηκες από παιδί στον Σωτήρα Χριστό και με την άσκησή σου Αυτόν ακολούθησες, Δαυίδ θεόσοφε. Διότι αφού αξώθηκες να δεις τη θεία όψη του Προδρόμου της χάριτος, ζήλεψες τον βίο του, φτερωμένος από τη θεία αγάπη και στολισμένος από τον πλούτο της φρόνησης» (λιτή).

Ο όσιος Δαυίδ με τους πνευματικούς του αγώνες αύξησε στο έπακρο την αρχική χάρη με την οποία κλήθηκε από τον Θεό -  «την κλήση που σου δόθηκε την έδειξες λαμπρότερη με τα έργα σου» (δόξα εσπ.) – αλλ’ όμως την αύξηση αυτή την επέτυχε γιατί αθλήθηκε νόμιμα. Και νόμιμη άθληση είναι αυτή που ακολουθεί τα χνάρια της πατερικής παραδόσεως, μακριά από κάθε μονομέρεια και «θεληματάρικη» διάθεση. Τι εννοούμε; Ενώ η κλήση του ήταν θαυμαστή μέσω του αγίου Προδρόμου κι η κλήση της καρδιάς του προς τον Θεό εξίσου θαυμαστότερη, όμως δεν εμπιστεύτηκε τον εαυτό του. Αποδεικνύοντας τη γνησιότητα της θεϊκής ενέργειας, υποτάσσεται σε διακριτικό γέροντα, τον Ακάκιο, κάνοντάς του αδιάκριτη υπακοή, που θα πει αγωνιζόμενος να αποκτήσει τη μεγαλύτερη εξ όλων των αρετών, την ταπείνωση. Κι ακόμη: ρίχνεται στη μελέτη των αγίων κειμένων της Εκκλησίας, όπως και στη μίμηση και κάθε άλλου αγωνιστή της ευσέβειας προκειμένου να εμπλουτίσει την ύπαρξή του.

Οι επισημάνσεις του μακαριστού Γέροντος Γερασίμου είναι σαφέστατες: «Ακολουθώντας ολοπρόθυμα, όσιε, την ουράνια θεϊκή κλήση, βρήκες τον σοφό Ακάκιο, με την πρόνοια του Θεού, να σε κατευθύνει σωστά προς τον δρόμο της ουράνιας πορείας» (ωδή γ΄). Κι επίσης: «Κατεχόμενος από θείο πόθο, με χαρά υποτάχτηκες, Δαβίδ μακάριε, στον θεόφρονα Ακάκιο, διακρινόμενος για την ταπεινοφροσύνη σου» (ωδή γ΄). Και ποια ήταν η αίσθηση του Δαβίδ που υπήκουε στον γέροντά του; Ότι υπακούει στο θείο θέλημα! «Σε όλα φάνηκες υπόδειγμα ενάρετης ζωής, γιατί υπήκουες στον διδάσκαλό σου ολοκληρωτικά ως υπήκοος θείου θελήματος» (ωδή ε΄). Αλλά εξίσου, όπως είπαμε: πότιζε καθημερινά την ψυχή του από τα θεϊκά λόγια, της Γραφής και των αγίων Πατέρων, έστω και πολύ νέος – αυτή ήταν η κατεξοχήν τροφή του! – όπως και προσέβλεπε στο παράδειγμα εναρέτων πάντοτε ανδρών. «Ποτιζόσουν από τα ρείθρα των Γραφών, όσιε, και τρεφόσουν από τα θεόπνευστα λόγια πάντοτε ενώ ήσουν νέος, γι’ αυτό και το φρόνημά σου ήταν θεϊκό, γεμάτο, άγιε, από πολλή σύνεση» (ωδή γ΄). «Ως μοναχός με έμπνευση Θεού, Πάτερ, πήγες στο Άγιον Όρος για να μαζέψεις κι από κει από τον θείο σου έρωτα ό,τι πέτυχαν οι εκεί όσιοι» (ωδή δ΄).

Δεν παραξενεύει λοιπόν το γεγονός ότι ένας τέτοιος άγιος, τόσο μεγάλου βεληνεκούς, γίνεται ιερέας που λειτουργεί μέσα στο άκτιστο φως (ωδή ε΄), ιδρύει κατά προτροπή θεία ιερό μοναστήρι για να καθοδηγούνται προς τη βασιλεία του Θεού εκείνοι που διψούν για Θεό (ωδή στ΄) – στο μοναστήρι αυτό πολύ αργότερα βεβαίως ασκήθηκε με πόθο Θεού ακολουθώντας τα παλαίσματα του οσίου και ο μεγάλος σύγχρονος εξίσου όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης) -, αφήνει τα άγια λείψανά του στο μοναστήρι, και μάλιστα την αγία κάρα του, ώστε να ενισχύονται και να χαριτώνονται ανά τους αιώνες όλοι οι πιστοί που προστρέχουν σ’ αυτόν (ωδή θ΄).

Είναι μεγάλη ευλογία και για εμάς να ξέρουμε ότι έχουμε έναν τέτοιο συμπαραστάτη και πρεσβευτή ενώπιον του Κυρίου με τέτοια δύναμη προσευχής. Όπως το σημειώνουν και οι στίχοι του συναξαρίου του: «Δαβίδ κατέβαλε τω λίθω˙ Δαβίδ προσευχή κατέβαλε τα πάθη» - ο (προφητάναξ) Δαυίδ νίκησε τον Γολιάθ με τον λίθο, ενώ ο όσιος Δαυίδ νίκησε τα πάθη με την προσευχή του!

31 Οκτωβρίου 2021

ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ: ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΜΑΣ ΙΑΤΡΟΙ!

Οι άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός της 1ης Νοεμβρίου, αλλά και οι ομώνυμοί τους  Ανάργυροι της 1ης Ιουλίου, χαρακτηρίζονταν, όπως δηλώνεται και από την επωνυμία τους, από το ανάργυρο της δράσεως και της βιοτής τους, παρείχαν δηλαδή τις υπηρεσίες τους στους συνανθρώπους τους δωρεάν και αμισθί. Αυτό σημαίνει ότι οι άγιοι υπήρξαν παντελώς αφιλάργυροι («κόψατε εντελώς τη νόσο της φιλαργυρίας» σημειώνει ο υμνογράφος), κι αυτό γιατί είχαν ανυψώσει τον νου τους υπέρ τα υλικά πράγματα («δείξατε τον νου σας υπέρτερο των υλικών και επιγείων»). Πώς γίνεται όμως αυτό; Πότε μπορεί κανείς και απεμπλέκεται από τα υλικά αγαθά με τα οποία οι άνθρωποι είμαστε συνδεδεμένοι; Μόνον όταν «εμπλέκεται» με κάτι ανώτερο και υψηλότερο. Κι αυτό δεν είναι άλλο, κατά τη χριστιανική πίστη,  από την αγάπη προς τον Θεό και Χριστό. Μόνον όποιος έχει ζωντανή σχέση με Εκείνον, μόνον όποιος Τον έχει ενεργούντα στην καρδιά του, μπορεί να υπερβεί τις εμπαθείς δεσμεύσεις της ύλης, να ξεπεράσει τα πάθη και τον εγωισμό του, συνεπώς να ζει με αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο -  δεν ξεχωρίζονται χριστιανικά οι δυο αυτές αγάπες. Η Εκκλησία μας το τονίζει ιδιαιτέρως: «Έχοντας τον Χριστό πάντοτε να ενεργεί στην καρδιά σας, άγιοι Ανάργυροι, θαυματουργείτε στον κόσμο, θεραπεύοντας τους ασθενείς».

Πολλοί ζητάνε μία παρόμοια στάση και από τους σημερινούς ιατρούς: να μην είναι φιλάργυροι, να μη ζητάνε υπέρογκα ποσά για την ιατρική τους βοήθεια, να μη ζητάνε «φακελάκι». Λογικό και νόμιμο αίτημα. Το υπέρογκο ποσό και το «φακελάκι» φανερώνουν ακριβώς «την νόσον της φιλαργυρίας», συνεπώς μία παθολογική κατάσταση που ακυρώνει τον κοινωνικό ρόλο της ιατρικής επιστήμης. Άλλο όμως η καταδίκη του κακού αυτού φαινομένου, όπου βεβαίως αυτό παρουσιάζεται - έχουμε ιατρούς οι οποίοι συχνά αρνούνται και τα «νόμιμα», ενώ η πανδημία της εποχής ανέδειξε πολλούς ιατρούς σε ιεραποστόλους και ήρωες κυριολεκτικά – και άλλο η άρνηση της αμοιβής τους για την παροχή των υπηρεσιών τους. Κι είναι ορισμένοι που ξεπερνούν τη λογική του πράγματος, θεωρώντας ότι όλοι οι ιατροί είναι σαν τους αγίους Αναργύρους. Αλλά εκείνοι δρούσαν και συμπεριφέρονταν μέσα στο πλαίσιο της χάρης του Θεού: «όχι με την ανθρώπινη τέχνη, αλλά με τη θεία χάρη γιατρεύετε τις αρρώστιες των ανθρώπων». Η ενοίκηση σ’ αυτούς της αγίας Τριάδος, ο ενεργών, όπως είπαμε, στην καρδιά τους Χριστός, ήταν εκείνο που τους έδινε τη δύναμη της υπέρβασης από οποιαδήποτε υλική δέσμευση. Χωρίς να αρνούμαστε και την ύπαρξη παρόμοιων χαρισματικών και σήμερα φαινομένων – η χάρη του Θεού συνεχίζει να δρα παντού – πρέπει να έχουμε τον νου να καταλαβαίνουμε ότι και οι ιατροί είναι εργαζόμενοι, οι οποίοι περιμένουν να ζήσουν από την άσκηση της εργασίας τους. Και μάλιστα αξιοπρεπώς.  

Η Εκκλησία μας όμως με την εορτή των αγίων Αναργύρων  μάς προσανατολίζει και πέραν της ιατρικής ανθρώπινης επιστήμης. Ενώ τονίζει, και μάλιστα με τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, την καταφυγή στους ιατρούς, όταν παρουσιάζεται στη ζωή μας πρόβλημα υγείας – είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε το ανθρώπινο πρωτίστως – μας ανοίγει παράλληλα και την αληθινά παρήγορη προοπτική της καταφυγής μας και στους «άλλους» μεγάλους ιατρούς, τους ίδιους τους αγίους μας, στην πραγματικότητα την καταφυγή μας σε Εκείνον που αρέσκεται να δρα μέσω των αγίων Του.  Οι άγιοί μας, κατεξοχήν οι άγιοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός, χαριτώθηκαν από τον Θεό με το χάρισμα της ιατρείας των παθών των ψυχών και των σωμάτων. Και όσοι προσέρχονται στο ιατρείο τους, λαμβάνουν την ίαση, χωρίς να δώσουν απολύτως τίποτε. Διότι η χάρη είναι ακριβώς δωρεά. «Χωρίς χρήματα παρέχετε τις ιάσεις στους ασθενείς». Και το ακόμη πιο παρήγορο: η χάρη της δωρεάς της ίασης από αυτούς δεν εξαντλείται ποτέ. «Το ιατρείο σας είναι πηγή ανεξάντλητη. Κι όσο αντλεί κανείς από αυτήν, τόσο και αναβλύζει περισσότερο, κι όσο προσφέρεται τόσο και αυξάνει».  Σ’  αυτούς τους ιατρούς μπορούμε να καταφεύγουμε πάντοτε, οποιαδήποτε ώρα και στιγμή, γιατί ξέρουμε ότι εκτός από τη δύναμη που έχουν, έχουν και την αγάπη τους προς εμάς. Έχουμε την πηγή, μη μένουμε διψασμένοι.

Οι άγιοι αυτοί κατάγονταν από την ασιατική γη, με πατέρα ειδωλολάτρη και μάνα Χριστιανή, η οποία λεγόταν Θεοδότη. Όταν έμεινε χήρα, βρήκε την ευκαιρία να εκπαιδεύσει τα παιδιά της με κάθε αρετή. Τα παιδιά της, αφού απέκτησαν πείρα από κάθε επιστήμη, τις έκαναν πέρα όλες, για να ακολουθήσουν την ιατρεία των ψυχών και των σωμάτων, θεραπεύοντας κάθε νόσο και κάθε ασθένεια και φροντίζοντας όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τα ζώα. Ονομάστηκαν Ανάργυροι, διότι δεν ανέχονταν να λάβουν τίποτε και από κανένα, παρέχοντας πάντοτε την ιατρεία δωρεάν και αμισθί. Αφού πέρασαν λοιπόν με τον τρόπο αυτό τη ζωή τους, τελειώθηκαν εν ειρήνη. Τα τίμια λείψανά τους κατατέθηκαν σε τόπο που ονομαζόταν Φερεμάν»).

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ ΣΤΑΧΥΣ, ΑΠΕΛΛΗΣ, ΑΜΠΛΙΑΣ, ΟΥΡΒΑΝΟΣ, ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ

«Από αυτούς, ο μεν άγιος Στάχυς προχειρίζεται επίσκοπος του Βυζαντίου από τον απόστολο Ανδρέα. Οικοδόμησε δε και Εκκλησία στην Αργυρούπολη, στην οποία συναθροίζονταν πλήθη Χριστιανών όχι λίγα, και τους δίδασκε. Κι αφού έζησε έτσι επί δεκαέξι χρόνια, εκοιμήθη εν ειρήνη. Ο  Απελλής έγινε επίσκοπος Ηρακλείας. Κι αφού οδήγησε πολλούς στον Χριστό, είχε τέλος μακάριο. Οι  άγιοι Αμπλίας και Ουρβανός, αφού έγιναν και αυτοί επίσκοποι από τον ίδιο απόστολο Ανδρέα, ο μεν Αμπλίας της Οδυσσούπολης, ο δε Ουρβανός της Μακεδονίας, φονεύτηκαν από τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες λόγω της ομολογίας τους για τον Χριστό και της καταστροφής των ειδώλων. Έτσι παρέδωσαν τις μακάριες ψυχές τους στον Θεό. Ο Νάρκισσος καταστάθηκε επίσκοπος των Αθηνών. Βασανίστηκε με διαφόρους τρόπους για την πίστη του και παρέδωσε κι αυτός την ψυχή του στον Θεό, για τον Οποίο έχυσε το αίμα του με προθυμία. Ο Αριστόβουλος, αφού χειροτονήθηκε και αυτός ποιμένας λογικών προβάτων, κήρυσσε τον Χριστό σε όλους, οπότε έλαβε μισθό αντάξιο των κόπων του».

Οι άγιοι αυτοί απόστολοι, ανήκοντας στον κύκλο των εβδομήκοντα μαθητών του Κυρίου, είχαν τη μοναδική και εξαίρετη ευλογία να είναι  και αυτοί κοντά στον Διδάσκαλό τους και να έχουν λάβει τη χάρη της Πεντηκοστής. Δεν βρίσκονται βεβαίως στο ύψος των δώδεκα αποστόλων, μέσα στο στερέωμα της Εκκλησίας μας, αλλά, έστω σε δεύτερο «πλάνο», λειτουργώντας εν  υπακοή των εντολών του ίδιου του Κυρίου, άρα ακολουθώντας τα ίχνη Του, αποτελούν καθηγητές των πιστών για να ζουν με την ορθή πίστη. Όπως το σημειώνει ο άγιος υμνογράφος: «Ακολουθώντας τα ίχνη του Χριστού, που σαρκώθηκε για εμάς από αγάπη, μακάριοι, και υπακούοντας στις θεϊκές Του προσταγές, φανήκατε καθηγητές όλων των πλανωμένων για την αληθινή πίστη».

 Έτσι και οι απόστολοι αυτοί έγιναν μάρτυρες Κυρίου, που απεστάλησαν από Αυτόν στον κόσμο, για να «θρέψουν» τους ανθρώπους με την τροφή του λόγου του Θεού, σε εποχή μάλιστα που αυτοί λιμοκτονούσαν από την έλλειψη της ορθής πίστεως. «Φάνηκες να εκτρέφεις, Στάχυ θεομακάριστε, με τον λόγο της γνώσης του Θεού, αυτούς που έλιωσαν από την πείνα της πίστης, και να τους κάνεις, με τη δύναμη και τη χάρη του Θεού,  κοινωνούς της ανώτερης τροφής». Πράγματι, ο λόγος του Θεού συνιστά τροφή για τον άνθρωπο, ενώ η έλλειψή της οδηγεί σε πνευματική λιμοκτονία, κάτι που ήδη από την Παλαιά Διαθήκη είχε εξαγγελθεί διά στόματος των Προφητών: «λιμός του ακούσαι τω Κυρίω» - πείνα για τον λόγο του Θεού, μαρτυρήθηκε δε έντονα και από τον ίδιο τον Κύριο, κατά τον πρώτο πειρασμό που δέχτηκε μετά τη Βάπτισή Του στη έρημο από τον διάβολο: «ουκ επ’  άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’  επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού» - δεν ζει ο άνθρωπος μόνο με το ψωμί, αλλά με κάθε λόγο που εκπορεύεται από το στόμα του Θεού.  Πόσο άραγε έχουμε συνειδητοποιήσει την αλήθεια αυτή και εμείς οι θεωρούμενοι πιστοί χριστιανοί; Πόσο με άλλα λόγια μελετούμε το Ευαγγέλιο, μελετούμε τα λόγια δηλαδή του Κυρίου και των αγίων Του αποστόλων, μελετούμε το «ενσαρκωμένο» ευαγγέλιο -  τους βίους των αγίων της Εκκλησίας μας - μελετούμε εκείνους που  ερμήνευσαν με φωτισμό του Θεού την Αγία Γραφή -  τους Πατέρες μας; Δεν  είναι κρίμα μάλιστα σε εποχή που σπείρεται πλούσια ο λόγος του Θεού, να υπάρχουν εν Χριστώ αδελφοί μας, οι οποίοι κυριολεκτικά λιμοκτονούν πνευματικά;

Οι άγιοι απόστολοι αυτοί λοιπόν σήμερα μας υπενθυμίζουν αυτήν τη μεγάλη αλήθεια. Κι ο άγιος υμνογράφος την επιτείνει ακόμη περισσότερο: οι άγιοι είναι σαν το σωτηριώδες ρεύμα  ενός ποταμού, που γλιτώνει από τα «βρωμόνερα» της πλάνης και ποτίζει τους πιστούς με τη χάρη του Θεού. «Καθάπερ ρεύμα, Ουρβανέ, σωτηριώδες, τα πικρά και άποτα νάματα αποσοβών, και καταρδεύων εν χάριτι των ευσεβούντων το πλήρωμα». Μία εικόνα που παραπέμπει στον άθλο του Ηρακλή, όταν καθάρισε τους κόπρους του Αυγεία. Που σημαίνει: κάθε φορά που εμβαπτιζόμαστε στη διδασκαλία των αγίων αποστόλων, πρέπει να έχουμε αυτήν την πεποίθηση, η οποία στον καλοπροαίρετο άνθρωπο γίνεται βεβαιότητα πνευματικής αίσθησης: ότι μπαίνουμε σε ένα λουτρό, για να καθαριστούμε και να ανανεωθούμε. Ή: ότι αλατιζόμαστε με εκείνο το πνευματικό αλάτι, ώστε να μη φτάνουμε στο σημείο της σαπίλας της πλάνης. «Τω νοστίμω άλατι των σων, Αμπλία, διδαγμάτων, της πλάνης σηπεδόνα απεκάθηρας».

30 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ

«Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος…Πτωχός δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος…» (Λουκ. 16, 19-20)

Η γνωστή παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου μας δίνει με πολύ άμεσο και εποπτικό τρόπο το βάθος όλης της πραγματικότητας. Αναφέρεται στο εδώ, την παρούσα ζωή, αλλά επεκτείνεται και στο επέκεινα, την άλλη ονομαζόμενη ζωή, ρίχνοντας φως εκεί που οι ανθρώπινες αισθήσεις αδυνατούν να διεισδύσουν. Και θέλει να τονίσει κατεξοχήν την αλήθεια ότι ανάλογα με τον τρόπο που οι άνθρωποι ζουν στο εδώ, καθορίζεται και το εκεί. Η ποιότητα της ζωής στον κόσμο τούτο προσδιορίζει και την ποιότητά της στην άλλη ζωή.

1. Ο πλούσιος και ο Λάζαρος έχουν καταρχάς τα ακριβώς αντίθετα γνωρίσματα, και όσον αφορά τη ζωή αυτή και όσον αφορά την άλλη. Πλούσιος ο ένας, στον κόσμο τούτο, «ευφραινόμενος καθ’  ημέραν λαμπρώς»∙ πτωχός ο άλλος, που όχι μόνον δεν έχει τα απαραίτητα προς το ζην, αλλά είναι γεμάτος και από πληγές, τις οποίες γλείφουν οι σκύλοι. Και εν μια ροπή αντιστρέφονται τα πάντα: ο πλούσιος οδηγείται στον Άδη, στον «τόπο» δηλαδή της βασάνου, με κύριο γνώρισμα την οδύνη˙ ο Λάζαρος από την άλλη, οδηγημένος από αγγέλους στη Βασιλεία του Θεού, ευρίσκεται στους κόλπους του Αβραάμ, στον «τόπο» δηλαδή των δικαίων, των ευρισκομένων μέσα στο φως της παρουσίας του Θεού. Κόλαση ο ένας, Παράδεισος ο άλλος.

2. Θα ήταν σφάλμα όμως να πούμε ότι αίτιο της δραματικής αλλαγής της ζωής και των δύο ήταν ο πλούτος για τον έναν και η φτώχεια για τον άλλον. Κι αυτό γιατί ο ίδιος ο λόγος του Θεού μάς δίνει παραδείγματα πλουσίων που σώθηκαν, και πτωχών που κολάσθηκαν. Το παράδειγμα του πλουσίου Ζακχαίου που άκουσε από τον Κύριο «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο», είναι εντελώς ενδεικτικό. Οπότε, δεν είναι τα υλικά αγαθά καθ’  εαυτά που σώζουν ή καταδικάζουν τον άνθρωπο, αλλά ο τρόπος χρήσεως αυτών, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί ένας πλούσιος, ενώπιον του Θεού που γνωρίζει τα βάθη της καρδιάς, να είναι απαγκιστρωμένος από τα πλούτη του, κι ένας πτωχός να είναι σαν πλούσιος, επειδή επιθυμεί να έχει πλούτη.

3. Πράγματι, το κρίσιμο στοιχείο για τον άνθρωπο, ως προς τη σχέση του με τα υλικά αγαθά, είναι το παθολογικό ή όχι δέσιμο με αυτά. Το πού είναι «αγκυροβολημένη» η καρδιά είναι το ζητούμενο από τον Θεό, αφού «όπου ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται» κατά τον Κύριο. Άνθρωπος, πλούσιος ή πτωχός, που η καρδιά του είναι στον Θεό, που έχει Εκείνον ως κέντρο της ζωή του, είναι ο άνθρωπος που έχει, με τη χάρη του Θεού, τις προϋποθέσεις ενοίκησης του Θεού μέσα στην ύπαρξή του. Κι αντιστρόφως: άνθρωπος και πάλι, πλούσιος ή πτωχός, που έχει ως κέντρο του τα υλικά αγαθά, είτε πραγματικά είτε ως επιθυμία, είναι ο άνθρωπος που αδυνατεί να σχετιστεί με τον Θεό. Διότι η καρδιά του είναι γεμάτη από άλλα πράγματα, χωρίς επομένως να υπάρχει χώρος για Εκείνον.

4. Με βάση τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε τι ήταν εκείνο που οδήγησε σε καταδίκη τον πλούσιο και τι εκείνο που δικαίωσε τον πτωχό Λάζαρο. Ο πλούσιος καταδικάστηκε στις οδύνες της κόλασης όχι για τα πλούτη του, αλλά για την κακή διαχείρισή τους. Τα υλικά αγαθά τα θεώρησε αποκλειστικά κτήμα δικό του, που είχαν ως μοναδικό σκοπό την απόλαυση του εαυτού του – ένας παθολογικός εγωισμός. Από την άλλη, ο Λάζαρος δικαιώθηκε, όχι λόγω της έλλειψης των αναγκαίων, αλλά λόγω της υπομονής την οποία επέδειξε, τέτοιας που δεν οδηγήθηκε ούτε σε γογγυσμό κατά του Θεού ούτε κατά του πλουσίου συνανθρώπου του. Από την άποψη αυτή, αιτία της σωτηρίας και της δικαίωσής του ήταν η διατήρηση της αγάπης του προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο, συνεπώς η επιμονή του στην εμπιστοσύνη του Θεού κι ότι Αυτός είναι ο αποκλειστικός βοηθός του. Το όνομά του «Λάζαρος» άλλωστε σημαίνει ακριβώς αυτό: «ο Θεός είναι βοηθός».

5. Δεν θέλουμε όμως να τελειώσουμε, χωρίς την παρακάτω επισήμανση: μιλώντας για κόλαση και παράδεισο στην παραβολή, δεν πρέπει να τα εννοήσουμε από πλευράς τοπικής. Δεν είναι τόποι, ο παράδεισος και η κόλαση. Διότι δεν υπάρχει «περιοχή» εκτός Θεού. Για την πίστη μας, πρόκειται για τις καταστάσεις που ζει ο άνθρωπος, ανάλογα με τη στάση του έναντι του Θεού. Ο μετανοημένος και με αγάπη άνθρωπος ζει την παρουσία του Θεού κατά τρόπο θετικό∙ και αυτό είναι ο παράδεισος. Ο αμετανόητος, δηλαδή ο εγωιστής άνθρωπος, που έχει ως κέντρο και αξία μόνον τον εαυτό του, ενώ βρίσκεται μέσα στην ενέργεια του Θεού, αδυνατεί να ζήσει θετικά την αγάπη Εκείνου και κολάζεται. Δηλαδή, η μία και ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους, βιώνεται είτε ως παράδεισος είτε ως κόλαση, ανάλογα με τις προϋποθέσεις και τις διαθέσεις του ανθρώπου.

 Με το δεδομένο ότι ο Θεός βλέπει τις καρδιές μας, συνεπώς τις κλίσεις της είτε προς Εκείνον είτε προς τον κόσμο και τα υλικά αγαθά του, θα πρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας σε σχέση με τα πρόσωπα της παραβολής: τον πλούσιο ή τον Λάζαρο. Κι αυτό σημαίνει:  πότε βρισκόμαστε στη θέση του πλουσίου και πότε στη θέση του Λαζάρου, ανάλογα με το τι κυριαρχεί μέσα μας. Το επικρατούν στοιχείο μέσα μας δείχνει και τον τύπο που κάθε φορά επιλέγουμε. Συνεπώς, το ζητούμενο από εμάς είναι η καρδιά μας να είναι πάντοτε στραμμένη με αγάπη προς τον Θεό, η εμπιστοσύνη μας σ’  Αυτόν ποτέ να μη μας εγκαταλείπει, με απλά λόγια να είμαστε πάντοτε Λάζαροι. Η θέση μας έτσι στους «κόλπους του Αβραάμ» θα είναι τότε δεδομένη, όχι μόνο μετά θάνατο, αλλά ήδη από τη ζωή αυτή.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Του πλουσίου και του Λαζάρου)

Λουκ. ιστ΄  19-31

«Εἶπεν ὁ Κύριος· ῎Ανθρωπος τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς. Πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. ᾿Εγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. Καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. Καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· Πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. Εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· Τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν. Εἶπε δέ· ᾿Ερωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ῎Εχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν. ῾Ο δὲ εἶπεν· Οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν. Εἶπε δὲ αὐτῷ· Εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται».

Απόδοση στη Νέα Ελληνική

Εἶπε ὁ Κύριος· «Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος, φοροῦσε πολυτελὴ ροῦχα καὶ τὸ τραπέζι του κάθε μέρα ἦταν λαμπρό. Κάποιος φτωχὸς ὅμως, ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, ἦταν πεσμένος κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ πλουσίου, γεμάτος πληγές, καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. ῎Ερχονταν καὶ τὰ σκυλιὰ καὶ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές. Κάποτε πέθανε ὁ φτωχός, καὶ οἱ ἄγγελοι τὸν πῆγαν κοντὰ στὸν ᾿Αβραάμ. Πέθανε κι ὁ πλούσιος καὶ τὸν ἔθαψαν. Στὸν ἅδη ποὺ ἦταν καὶ βασανιζόταν, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν ᾿Αβραὰμ καὶ κοντά του τὸν Λάζαρο. Τότε φώναξε ὁ πλούσιος καὶ εἶπε· “πατέρα μου ᾿Αβραάμ, σπλαχνίσου με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ βρέξει μὲ νερὸ τὴν ἄκρη τοῦ δάχτυλού του καὶ νὰ μοῦ δροσίσει τὴ γλώσσα, γιατὶ ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτὴ τὴ φωτιά”. ᾿Ο ᾿Αβραὰμ ὅμως τοῦ ἀπάντησε· “παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσὺ ἀπόλαυσες τὴν εὐτυχία στὴ ζωή σου, ὅπως κι ὁ Λάζαρος τὴ δυστυχία. Τώρα λοιπὸν αὐτὸς χαίρεται ἐδῶ, κι ἐσὺ ὑποφέρεις. Κι ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτά, ὑπάρχει ἀνάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ὥστε αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπὸ ᾿δῶ σ’ ἐσᾶς νὰ μὴν μποροῦν· οὔτε οἱ ἀπὸ κεῖ μποροῦν νὰ περάσουν σ’ ἐμᾶς”. Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος· “τότε σὲ παρακαλῶ, πατέρα, στεῖλε τον στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου, νὰ προειδοποιήσει τοὺς πέντε ἀδελφούς μου, ὥστε νὰ μὴν ἔρθουν κι ἐκεῖνοι σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο τῶν βασάνων”. ῾Ο ᾿Αβραάμ τοῦ λέει· “ἔχουν τὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν· ἂς ὑπακούσουν σ’ αὐτά”. “῎Οχι, πατέρα μου ᾿Αβραάμ”, τοῦ λέει ἐκεῖνος, «δὲν ἀρκεῖ· ἀλλὰ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει σ’ αὐτούς, θὰ μετανοήσουν”. Τοῦ λέει τότε ὁ ᾿Αβραάμ· “ἂν δὲν ὑπακοῦνε στὰ λόγια τοῦ Μωυσῆ καὶ τῶν προφητῶν, ἀκόμη κι ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, δέν πρόκειται νὰ πεισθοῦν”».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Κορ. 11,31-12,9)

«Ὁ Θεός καί πατήρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὤν εὐλογητός εἰς τούς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τήν Δαμασκῶν πόλιν πιάσαι με θέλων, καί διά θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διά τοῦ τείχους καί ἐξέφυγον τάς χεῖρας αὐτοῦ.

Καυχᾶσθαι δή οὐ συμφέρει μοι˙ ἐλεύσομαι γάρ εἰς ὀπτασίας καί ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρό ἐτῶν δεκατεσσάρων˙ εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεός οἶδεν˙ ἁρπαγέντα τόν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καί οἶδα τόν τοιοῦτον ἄνθρωπον˙ εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεός οἶδεν˙ ὅτι ἡρπάγη εἰς τόν παράδεισον καί ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπέρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπέρ δέ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μή ἐν ταῖς ἀσθενείας μου. Ἐάν γάρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων˙ ἀλήθειαν γάρ ἐρῶ˙ φείδομαι δέ μή τις εἰς ἐμέ λογίσηται ὑπέρ ὅ βλέπει με ἤ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ.

Καί τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων ἵνα μή ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατάν ἵνα με κολαφίζῃ ἵνα μή ὑπεραίρωμαι. Ὑπέρ τούτου τρίς τόν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ’ ἐμοῦ˙ καί εἴρηκέ μοι˙ ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου˙ ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. Ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμέ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ».

Απόδοση στη Νέα Ελληνική

«Ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου Ιησού Χριστού – ας είναι ευλογημένο το όνομά του στους αιώνες – ξέρει ότι δεν λέω ψέματα. Στη Δαμασκό, ο διοικητής-εκπρόσωπος του βασιλιά Αρέτα έβαλε φρουρούς σε όλη την πόλη για να με συλλάβει. Μέσα όμως από ένα άνοιγμα του τείχους με κατέβασαν με καλάθι και ξέφυγα από τα χέρια του.

Δεν με συμφέρει βέβαια να καυχηθώ˙ θα το κάνω όμως, γιατί πρόκειται για οράματα κι αποκαλύψεις που μου χάρισε ο Κύριος. Ξέρω έναν άνθρωπο πιστό, ο οποίος πριν από δεκατέσσερα χρόνια ανυψώθηκε μέχρι και τον τρίτο ουρανό – δεν ξέρω αν ήταν με το σώμα του ή χωρίς το σώμα, αυτό ο Θεός το ξέρει. Ξέρω ότι αυτός ο άνθρωπος – ή ήταν με το σώμα ή χωρίς το σώμα δεν το ξέρω, ο Θεός το ξέρει – μεταφέρθηκε ξαφνικά στον παράδεισο κι άκουσε λόγια που δεν μπορεί ούτε επιτρέπεται να τα πει άνθρωπος. Γι’ αυτόν τον άνθρωπο θα καυχηθώ˙ για τον εαυτό μου όμως δεν θα καυχηθώ, παρά μόνο για τις ταλαιπωρίες μου. Άμα θελήσω λοιπόν να καυχηθώ, δεν θα φανώ ανόητος, γιατί θα πω την αλήθεια. Το αποφεύγω όμως, μήπως εξαιτίας του μεγαλείου των αποκαλύψεων, με θεωρήσει κανείς παραπάνω απ’ αυτό που βλέπει ή ακούει από μένα.

Για να μην περηφανεύομαι, ο Θεός μού έδωσε ένα αγκάθι στο σώμα μου, έναν υπηρέτη του σατανά να με ταλαιπωρεί, ώστε να μην περηφανεύομαι. Γι’ αυτό το αγκάθι τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο να το διώξει από πάνω μου. Η απάντησή του ήταν: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα σ’ αυτήν την αδυναμία σου». Με περισσότερη ευχαρίστηση λοιπόν θα καυχηθώ για τις ταλαιπωρίες μου, για να κατοικήσει μέσα μου η δύναμη του Χριστού».

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΖΗΝΟΒΙΟΣ ΚΑΙ ΖΗΝΟΒΙΑ Η ΑΔΕΛΦΗ ΑΥΤΟΥ

«Οι άγιοι ζούσαν επί της βασιλείας του Διοκλητιανού και ήταν τέκνα ευσεβών γονέων. Και ο μεν Ζηνόβιος συνελήφθη και οδηγήθηκε ενώπιον του ηγεμόνα. Καθώς λοιπόν ανακρινόταν, παρουσιάστηκε από μόνη της και η αδελφή του Ζηνοβία. Κτυπώνται λοιπόν κα οι δύο και ρίχνονται σε λέβητα πίσσας. Διατηρήθηκαν όμως με τη χάρη του Χριστού αβλαβείς, οπότε και δέχονται τον διά ξίφους θάνατο».

Οι άγιοι μάρτυρες Ζηνόβιος και Ζηνοβία έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου, πνίγοντας μέσα στο αίμα τους τον πονηρό διάβολο. «Έγιναν αυτοί υπέρμαχοι της αγίας Τριάδος. Και στο στάδιο με ανδρεία απέπνιξαν τον αόρατο εχθρό διάβολο μέσα στο σεπτό αίμα τους και έλαβαν έτσι ένδοξα το στεφάνι της νίκης». Η επισήμανση είναι σπουδαιότατη. Διότι, πράγματι, δεν υπάρχει, κατά την πίστη μας, ισχυρότερο όπλο που κατακαίει τον διάβολο, από το αίμα των μαρτύρων. Όπου δορυφορούνται μάλιστα τα λείψανά τους, εκεί φυγαδεύεται η όποια δαιμονική ενέργεια. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας εγκαινιασμένος ναός, στον οποίο τελείται η αναίμακτη λατρεία, η Θεία Ευχαριστία, θεωρείται ό,τι ισχυρότερο κατά του Πονηρού. Διότι ακριβώς εκεί υπάρχει το αίμα του Κυρίου μας – το απόλυτο όπλο – και μαζί με Αυτό τα λείψανα των μαρτύρων που είναι κατατεθειμένα μέσα στην αγία Τράπεζα. Μακάρι οι πιστοί να είχαμε επίγνωση των δυνάμεων που έχουμε μαζί μας, ιδιαιτέρως όταν βρισκόμαστε μέσα στον Ναό – ενισχυόμαστε για να ζούμε τον Σταυρό του Κυρίου ως προσωπικό γεγονός.

Ο άγιος υμνογράφος  Ιωσήφ συνδέει στενότατα την ιερωσύνη του αγίου Ζηνοβίου με το μαρτύριό του. Παριστάμενος ο Ζηνόβιος ενώπιον του θρόνου του Κυρίου φορεί την ιερατική του στολή έντονα κόκκινη λόγω και του αίματός του – «Αφού χρωμάτισες έντονα τη στολή σου, Ζηνόβιε, με το αίμα του μαρτυρίου σου, την έκανες ιερότερη με τη χάρη του Θεού». Κι ο υμνογράφος  εν προκειμένω επισημαίνει μία βασική αλήθεια: τη μαρτυρική  διάσταση της ιερωσύνης – ιερωσύνη και μαρτύριο βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος, δείγμα ότι ο ιερέας του Χριστού βρίσκεται πάντοτε στον Σταυρό˙ η διακονία του είναι οδύνη και πάθος. Ορθά όμως βιούμενη αποκαλύπτει και την περικλειόμενη σ’ αυτήν ανάσταση. Κι είναι ευνόητο ότι τούτο πρέπει να το εννοήσουμε και ως προς την πνευματική ιερωσύνη του κάθε βαπτισμένου και χρισμένου πιστού. Μη ξεχνάμε ότι ο κάθε πιστός, έστω και ο απλός λαϊκός, είναι μέτοχος και αυτός της ιερωσύνης του Κυρίου.

Εκθέτοντας ο άγιος Ιωσήφ τα της ιερωσύνης του αγίου Ζηνοβίου, μέσα στα πλαίσια της μαρτυρικής διαστάσεώς της στον κόσμο τούτο, αναφέρεται στον τρόπο ασκήσεώς της: «ιεράτευσεν ως άγγελος», με δύναμη προσευχής τέτοια υπέρ του ποιμνίου του, ώστε να γίνεται αυτή δεκτή από τον Κύριο «ως θυμίαμα». Κι αυτή «η δέησις της ενθέου ψυχής του» συνδυαζόταν με τη διδασκαλία του, η οποία λειτουργούσε ως ποτιστική βροχή στις καρδιές των πιστών που του ενεπιστεύθη Εκείνος. Η εικόνα που χρησιμοποιεί ο άγιος ποιητής είναι πολύ ωραία: «Η γλώσσα σου, Ζηνόβιε, έγινε σαν σύννεφο που φέρνει βροχή και που βρέχει την ευσέβεια, ποτίζοντας τις καρδιές των πιστών και οδηγώντας τις διάνοιες για να καρποφορούν τις ενάρετες πράξεις».  Έτσι η ιερατική διακονία του ευσεβούς Ζηνοβίου οδηγούσε σε διπλό αποτέλεσμα. Πρώτον: σώζονταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι, αυξανόμενοι στον δρόμο της αρετής∙ Δεύτερον: διαρκώς και μειωνόταν η ασέβεια από την αύξηση της ευσεβείας, δηλαδή της αληθινής πίστεως. «Λιγόστεψες την ασέβεια, Μάρτυς, με την αύξηση της αληθινής ευσέβειας… και έσωσες αυτούς που θαλασσοδέρνονταν από τα κύματα της πλάνης».

Είναι ευνόητο πόσο σημαντική είναι αυτή η αλήθεια και για εμάς σήμερα: η μείωση της ασεβείας, ως αίρεσης και ως εγωιστικού τρόπου ζωής, έρχεται στον βαθμό που εμείς αυξάνουμε την ευσέβειά μας. Αν σήμερα υπάρχουν τόσες αιρέσεις και τόσες αποκλίσεις από τον ορθό τρόπο ζωής, σε ένα μεγάλο ποσοστό οφείλεται και στο δικό μας έλλειμμα ευσεβείας.

29 Οκτωβρίου 2021

«ΜΟΙΡΑ», «ΘΕΟΙ», «ΑΝΩΤΕΡΗ ΔΥΝΑΜΗ»… ΟΧΙ ΟΜΩΣ ΧΡΙΣΤΟΣ!

Σε διαφόρους επικηδείους για κεκοιμημένους του δημοσίου βίου της πατρίδας μας ακούμε συνήθως ωραία λόγια που επιχειρούν να περιγράψουν τη χαρισματική προσωπικότητα του εκλιπόντος και το σπουδαίο κοινωνικό έργο που επιτέλεσε όσο ζούσε. Κι είναι τούτο σημαντικό και αξιέπαινο: η απόδοση της δέουσας τιμής σε πρόσωπα που επηρέασαν αρκετούς από τους συνανθρώπους μας με τρόπο θετικό, σηματοδοτεί το επίπεδο μίας πολιτισμένης κοινωνίας. Η απορία μας βρίσκεται στο ότι κάποιοι από τους ομιλητές, τη στιγμή που μιλούν για το μυστήριο του θανάτου διστάζουν να αναφερθούν στον Θεό, πολύ περισσότερο στον Χριστό, επιλέγοντας τις λέξεις «θεοί», «μοίρα», «φυσική εξέλιξη», «κάποια ανώτερη δύναμη»… Το τραγικό βεβαίως είναι ότι οι «θολές» εκφράσεις για τα υπέρ τους ανθρώπους ακούγονται στο τέλος της ακολουθίας της κηδείας, όταν έχει εξαγγελθεί με τους ύμνους και τα αναγνώσματά της με τον πιο πανηγυρικό τρόπο αφενός η ματαιότητα της εδώ ζωής, αφετέρου η νίκη της ζωής πάνω στον θάνατο εν προσώπω Ιησού Χριστού – η κηδεία ως κείμενο θεωρείται και από ανθρώπους μη σχετικούς τόσο προς την Εκκλησία εκπληκτικής σημασίας κείμενο. «Μη λυπόσαστε σαν τους υπόλοιπους ανθρώπους» ακούμε τον απόστολο Παύλο «που δεν έχουν ελπίδα». «Γιατί ο Χριστός πέθανε και αναστήθηκε και έδειξε ότι μαζί Του θα αναστηθούμε και εμείς. Ο θάνατος δεν είναι κυρίαρχος πια».

Η σύγκριση της εξοδίου ακολουθίας με αρκετά λόγια επικηδείων είναι σαν να βρίσκεται κανείς στο φως και ξαφνικά πέφτει στο σκοτάδι. Από το ύψος της αναστάσεως και της ζωής που έφερε ο Χριστός να οπισθοχωρούμε στα προχριστιανικά χρόνια με την κυριαρχία της ειδωλολατρίας λόγω της άγνοιας του αληθινού Θεού. Ποια η αιτία της θλιβερής αυτής κατάστασης; Πιστεύουμε πως δεν είναι η απιστία των ομιλητών. Περισσότερο φαίνεται να είναι η δειλία τους να ομολογήσουν «Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα», για να μην… εκτεθούν – «ίνα μη αποσυνάγωγοι γένωνται»! Η ομολογία της πίστεως στον Χριστό θα επισύρει τη… «μήνη» και τον χλευασμό των αρνητών και των πιο… «προοδευτικών»! Κι ασφαλώς η ομολογία αυτή απαιτεί αντίστοιχη προς τις εντολές του Κυρίου ζωή και διαρκή αγώνα μετανοίας – δεν είναι εύκολο πράγμα. Γιατί λοιπόν να βάλουμε μπελάδες στο κεφάλι μας; Οπότε η «θολή» έκφραση: «μοίρα», «θεοί», «φύση» κλπ. είναι ο ανώδυνος μανδύας που καλύπτει τους πάντες. Κανείς δεν μπορεί να πει τίποτε! Το όνομα του Χριστού πάντως έχει σημασία να μην ακουσθεί! Ο Χριστός είναι η… πρόκληση! Γιατί αδιάκοπα στους αιώνες είναι «το σημείον αντιλεγόμενον». Εκείνος που μπροστά Του πάντοτε οι άνθρωποι πέφτουν ή ανασταίνονται – «ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών».