20 Νοεμβρίου 2021

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Η 20ή Νοεμβρίου έχει καθιερωθεί από τη Διεθνή Κοινότητα ως Παγκόσμια Ημέρα για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Αφορμή στάθηκε η επέτειος υιοθέτησης από τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., το 1989, της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού,  μίας Σύμβασης που, όπως έχει γραφεί, «αποτελεί το πλέον αποδεκτό κείμενο για τα ανθρώπινα δικαιώματα παγκοσμίως. Την έχουν επικυρώσει όλα τα κράτη του κόσμου, εκτός των ΗΠΑ και της Σομαλίας (η Ελλάδα την επικύρωσε στις 2 Δεκεμβρίου 1992 με τον νόμο 2101), και τα 54 άρθρα της καλύπτουν όλα τα δικαιώματα των παιδιών που χωρίζονται σε 4 τομείς: Δικαιώματα Επιβίωσης, Ανάπτυξης, Προστασίας και Δικαιώματα Συμμετοχής».

Δεν είναι αυτονόητο όμως κάτι τέτοιο; Χρειάζεται συγκεκριμένη ημέρα για να τονιστεί ότι χωρίς τη διασφάλιση των αναγκαίων συνθηκών επιβίωσης και ανάπτυξης και προστασίας των παιδιών ο κόσμος δεν μπορεί να υπάρχει; Ένας κόσμος χωρίς παιδιά είναι ένας κόσμος χωρίς ελπίδα – γερνάει και πεθαίνει. Τα παιδιά αποτελούν το ναι της συνέχειας της ζωής, οπότε οι πάντες θα έπρεπε να αγωνίζονται γι’ αυτά.

Αλλά βεβαίως τούτο θα ήταν αυτονόητο σ’ έναν κόσμο σώφρονα και ισορροπημένο, που βλέπει καθαρά τη ζωή και τις ανάγκες της. Συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ασφαλώς και όχι. Κατά γενική ομολογία, ζούμε σ’ έναν κόσμο που η ανισορροπία και η παραφροσύνη συνιστούν σχεδόν την «κανονικότητα», με προτεραιότητά του την ηδονική απόλαυση της ζωής, το κυνηγητό του χρήματος ως θεότητας, την επιδίωξη της δόξας, την κυριαρχία επί των άλλων – πράγματα που δεν «αντέχουν» την παρουσία των παιδιών και της αθωότητας που κατά τεκμήριο εκφράζουν.

Και ποια η αιτία για την «κόλαση» αυτή; Η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία της αμαρτίας ως εγωισμού των ανθρώπων. Πώς είναι δυνατόν σ’ έναν εγωιστή άνθρωπο που έχει «κολλήσει» στη σαρκολατρεία και την υπερηφάνεια του να δει κάτι πέρα από τον εαυτό του; «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν» είναι το «μότο» που τον καθορίζει, και ό,τι μπαίνει εμπόδιο στην «αρχή» του αυτές πρέπει να εξολοθρευτεί – πολύ περισσότερο το παιδί που είναι αδύναμο και ανίσχυρο.

Το τραγικότερο εν προκειμένω δεν είναι αυτό. Το τραγικότερο είναι ότι μία τέτοια κατάσταση μεταγγίζεται και στα παιδιά – τα παιδιά αντιγράφουν τον κόσμο των μεγάλων – οπότε η εξολόθρευση των παιδιών, αν δεν γίνεται με φυσικό, γίνεται με ψυχολογικό, κοινωνικό και «παιδαγωγικό» τρόπο! Και το βλέπουμε σχεδόν πια καθημερινά: παιδιά που από τα «γεννοφάσκια» τους θα λέγαμε, θεωρούν δεδομένο να προβαίνουν σε εγκληματικές ενέργειες κατά των πιο αδύναμων, είτε συνομηλίκων τους είτε μεγαλυτέρων. Η συγκρότηση συμμοριών από παιδιά και εφήβους, η άσκηση bulling από αυτά, η καταστροφική δράση ως «νοηματοδότηση» ζωής αποτελούν πια καθημερινή ειδησεογραφία. Γιατί τα παιδιά, αυτά έμαθαν και μαθαίνουν από τον κόσμο των μεγάλων. Των μεγάλων που το περπάτημά τους στον κόσμο συνθλίβει διαρκώς τα λουλούδια και τα άνθη, τα παιδιά! 

Η καθιέρωση της ημέρας αυτής από τον Ο.Η.Ε. πρέπει να ήταν αντίδραση πανικού και τρόμου. Μπροστά σ’ ένα μέλλον που φάνταζε (και φαντάζει) ζοφερό χωρίς κανένα χρώμα αγάπης και τρυφερότητας. Η Ημέρα κραυγάζει «να σώσουμε ό,τι σώζεται για χάρη των παιδιών μας». Ποιος όμως τελικά θα ακούσει; Αλλά και αυτή η κραυγή ήταν και είναι ελλιπής. Γιατί ναι μεν μπορεί κάποιους να κινητοποίησε για τη διασφάλιση των αναγκαίων της ζωής των παιδιών, αλλά άφησε απέξω και εντελώς ανυπεράσπιστα τα πιο αθώα θύματα του ανισόρροπου κόσμου μας: τα παιδιά που χάνονται από τις μαζικές εκτρώσεις. Πού η ευαισθησία γι’ αυτά; Δεν είναι εν δυνάμει άνθρωποι τα έμβρυα; Ποιος μπορεί να έχει δει τις αντιδράσεις ενός εμβρύου μπροστά στις μηχανές εξολόθρευσης και να μη συγκλονίστηκε; Γιατί το να κόβεται ένα βλαστάρι σηματοδοτεί πια έγκλημα, ενώ για το μικρότερο βλαστάρι δεν υπάρχει καμία ή μηδαμινή  διασφάλιση;

Κι εννοείται πως η μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη διασφάλιση των παιδιών υπάρχει σ’ Εκείνον που φώναξε: «Αφήστε τα παιδιά να έλθουν σ’ Εμένα. Γιατί γι’ αυτά είναι η Βασιλεία του Θεού». Σ’ Εκείνον που απεκάλυψε πως τα παιδιά αποτελούν λόγω της καθαρότητας της καρδιάς τους, αν τα αφήσουμε ορθά να αναπτυχθούν, το όριο για όλους τους μεγάλους: «Αν δεν στραφείτε και δεν γίνετε σαν παιδιά, δεν πρόκειται ποτέ να μπείτε στη Βασιλεία του Θεού». Η μεγαλύτερη προσφορά στο μέλλον της ανθρωπότητας είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά να αγκαλιάσουν τον Χριστό. Να τα βοηθήσουμε να Τον βρουν όμως όχι τόσο με τα λόγια μας, όσο με το παράδειγμά μας. Αυτό θα συνιστούσε ίσως  και τη μεγαλύτερη ευεργεσία και για εμάς τους ίδιους.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΔΕΚΑΠΟΛΙΤΗΣ

«Ο όσιος Γρηγόριος ήταν από τη Δεκάπολη της Ισαυρίας, υιός του Σεργίου και της Μακαρίας, κατά τους χρόνους των δυσσεβών εικονομάχων. Στα οκτώ του χρόνια αρχίζει την εκπαίδευση στα ιερά γράμματα. Κι όταν τελείωσε αυτές τις σπουδές, περνούσε όλον τον καιρό του στις Εκκλησίες. Στην κορύφωση της εφηβείας του οι γονείς του άρχισαν να τον ετοιμάζουν για γάμο. Αυτός όμως έφυγε κρυφά, και μάλιστα λόγω της επικρατούσας τότε αίρεσης των εικονομάχων, περιερχόταν από τόπου σε τόπο, κατασπαζόμενος τους μάρτυρες και θησαυρίζοντας για τον εαυτό του την ωφέλεια που προέκυπτε από τη συνάντησή του με αυτούς. Ζώντας με μεγάλη εγκράτεια  και σκληραγωγία, πάλεψε με πολλές επιθέσεις και μάλιστα των δαιμόνων, γι’  αυτό και αναδείχτηκε σε μεγάλο θαυματουργό. Ο Γρηγόριος πήγε και στην Ασία και έφθασε και στο Βυζάντιο, έχοντας την επιθυμία να πετύχει τη μαρτυρική ομολογία του για τον Χριστό. Από εκεί απέπλευσε προς τη Ρώμη, κι αφού γύρισε όλη τη Δύση και κατέπληξε πολλούς με τα θαύματα και τα σημεία  που επιτελούσε, ξαναγύρισε στο Βυζάντιο. Έπειτα προχώρησε προς το μέρος του Ολύμπου και ανέβηκε πάνω στο όρος. Και τόσο αποξηράθηκε το σώμα του εκεί από την άσκηση, ώστε αυτοί που τον γνώριζαν, τον αναγνώριζαν μόνον από τη φωνή. Πάλι λοιπόν κατέβηκε από το όρος και ήλθε στη Θεσσαλονίκη. Κι από εκεί πήγε στο Βυζάντιο, οπότε αφού βρήκε φυλακισμένο για χάρη των αγίων εικόνων τον Συμεών τον ομολογητή και θεοφόρο και τον ικέτεψε επί πολύ και τον προσκύνησε, εκοιμήθη εν ειρήνη, θεραπεύοντας προηγουμένως πολλά και διάφορα νοσήματα των ανθρώπων».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος χρησιμοποιεί πολλές εικόνες και ποιητικά σχήματα προκειμένου να προβάλει την οσιότητα εκ παιδός του Γρηγορίου. Η κατά Χριστόν ζωή του μοιάζει, σημειώνει, με εκείνο το κατάκαρπο αμπέλι, από το οποίο βγαίνει ένα πολύ ωραίο κρασί, που όταν το πίνει ο πιστός, ευφραίνει την καρδιά του. Αλλού ο άγιος Ιωσήφ επισημαίνει ότι ασκητής από νεαρό παλληκάρι ο όσιος Γρηγόριος απέφυγε μεν να οδηγηθεί σε γάμο, όμως τελικώς συζεύχθηκε, έκανε τέκνα, κι αυτά τα τέκνα του τον ανέδειξαν σε τέκνο του Θεού. Τι εννοεί; Συζεύχθηκε, λέει, την αγνότητα κι έκανε τέκνα με αυτήν τις αρετές. «Μνηστεύτηκες, μακάριε, και πήρες ως σύζυγο την αγνότητα, από την οποία σου γεννήθηκαν τέκνα όλες οι αρετές. Κι αυτές σε κατέστησαν τέκνο Θεού». Πράγματι, οι Πατέρες της Εκκλησίας μας επισημαίνουν ότι η κατά Χριστόν αγνότητα είναι ο πιο εύκολος δρόμος που οδηγεί χωρίς παρεκκλίσεις τον πιστό στον Ουρανό.

Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής δανείζεται λόγια του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που με τη σειρά του κι αυτός χρησιμοποιεί το παράδειγμα του πατριάρχη της Παλαιάς Διαθήκης Μωυσή, για να παρουσιάσει τον όσιο ως ανελθόντα στο όρος των αρετών και συνεπώς εισελθόντα στο «φωτεινό σκοτάδι», «τον γνόφον της θεωρίας» του Θεού. Ο Μωυσής ανήλθε στο όρος Σινά και «είδε» τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος ανέβηκε κι αυτός στο πνευματικό Σινά και μυήθηκε στα του Πνεύματος του Θεού. Το ίδιο και ο όσιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης: με την άσκηση των αρετών έφθασε κι αυτός στη θεωρία του Θεού. «Ανέβηκες στο όρος των αρετών, όσιε, μπήκες στον γνόφο της θεωρίας, και κατανόησες, όσο μπόρεσες, τον ακατανόητο ως προς τη φύση Του Θεό. Έτσι, πάτερ, έγινες γεμάτος από φωτισμό».

Σε όλη αυτήν τη διαδικασία της διά των αρετών ανόδου του οσίου στη θέα του Θεού, ο υμνογράφος καταγράφει θεοπτικές εμπειρίες του οσίου ασκητή. Γνωρίζουμε από την ασκητική παράδοση των οσίων μας ότι όσο κανείς ασκείται «νομίμως», δηλαδή μέσα σε εκκλησιαστικά πλαίσια, με ταπείνωση και αγάπη, τόσο και ο Θεός αποκαλύπτεται και ενισχύει τον ασκούμενο. Έτσι και ο όσιος Γρηγόριος: δέχτηκε φως σαν τον απόστολο Παύλο, όσο ασκείτο μέσα σ’  ένα σπήλαιο («πάλαι σε σπηλαίω ενδιαιτώμενον, φέγγει κατήστραψεν επουρανίω ως Παύλον»)∙ στον ύπνο του κάποια φορά του εμφανίστηκε άγγελος, δίδοντάς του φλογίνη μάχαιρα, για να βγάλει τα πάθη από την καρδιά του («νυκτός γαρ καθεύδοντι, επιφανείς σοι άγγελος, μάχαιραν φλογίνην επιδίδωσι πάθη εκτέμνουσαν καρδίας»)∙ άκουσε αγγελική υμνωδία, ενώ ακόμη ήταν στο θνητό του σώμα («αγγελικής ακήκοας υμνωδίας, Γρηγόριε, έτι ενδημών εν τω θνητώ σου σώματι»)∙ δέχτηκε επίσκεψη της ίδιας της Υπεραγίας Θεοτόκου, που τον ενίσχυσε, όταν υφίστατο δαιμονικές προσβολές («η ουράνιος πύλη, η του Χριστού άχραντος Μήτηρ, προσβολαίς σε δαιμόνων περικυκλούμενον, πάτερ, επτέρωσε και δυνατόν εν ισχύι κατ’  αυτών ειργάσατο»).

Είπαμε όμως ότι ο όσιος Γρηγόριος αφιερώθηκε από νεαρή ηλικία στον Θεό. Στράφηκε ολοκληρωτικά σ’ Εκείνον και με αυτή τη στροφή του, με τον έρωτά του για τον Θεό,  μπόρεσε με τη βοήθειά Του να ξεπεράσει τη νεανική πύρωση της σάρκας. «Με τον θείο έρωτα μάρανες εντελώς τους έρωτες της σάρκας». Γι’  αυτό και στην εποχή μας θεωρείται κατεξοχήν επίκαιρη η προβολή του. Σε μια εποχή δηλαδή σαν τη δική μας, που οι σαρκικοί έρωτες και οι προκλήσεις των επιγείων ηδονών είναι στην καθημερινή διάταξη, το παράδειγμα του οσίου Γρηγορίου είναι πολύ βοηθητικό. Κι αυτός υπήρξε νέος. Κι αυτός δέχτηκε ποικίλους πειρασμούς, πάνω μάλιστα στα θέματα των ηδονών του σώματος. Μπόρεσε όμως να αναδειχτεί νικητής, γιατί κατάλαβε αυτό που ως μέθοδος ήταν γνωστό ήδη από την αρχαιότητα: «ήλω ήλον εκκρούειν». Το καρφί το κτυπά κανείς με το καρφί. Δηλαδή, η σαρκική ηδονή αντιμετωπίζεται όταν στη θέση της βάλλει κανείς την πνευματική ηδονή. Ο μη έννομος, ο εκτός του θελήματος του Θεού σαρκικός έρωτας, αντιμετωπίζεται, όταν μπει στη θέση του ο θεϊκός έρωτας. Αυτό απαιτεί βεβαίως γενναιότητα ψυχής, αλλά είναι ο μόνος δρόμος που οδηγεί, ειδικά τον νέο, στη λήψη του αγίου Πνεύματος. «Κυριάρχησες στις ηδονές του σώματος, με γενναιότητα νου, από νεαρή, πάτερ, ηλικία, κι έγινες όργανο του αγίου Πνεύματος, δεχόμενος στην καρδιά σου με λαμπρό τρόπο τις ενέργειές Του και γινόμενος γι’  αυτό θεοειδής».

19 Νοεμβρίου 2021

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«ΕΙΝΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ ΠΑΡΩΝ!»

«Την 22αν Νοεμβρίου (1975), ημέραν Σάββατον το πρωί εις την αγίαν Προσκομιδή μετά τήν μνημόνευσιν και εν ώρα που θα καλύψω τα άγια Δώρα, είδα ζωντανή και εν αγιότητι ομολογώ 1 κομμάτι αίμα στεγνό το άγγιξα και στο δάκτυλό μου, απάνω έμεινε το αίμα, φωνάζοντας τον αδελφόν της Ι. Μονής Μοναχόν π. Σεραφείμ, είπα την υπόθεσιν και μου είπε εμείς πάτερ δεν βλέπωμεν, αλλά είδες τι είναι; Και εγώ του απήντησα ότι πιστεύω και προσκυνώ ότι είναι ο ίδιος ο Θεός παρών.

Κύριε ελέησον τρις είπα.

Αρχιμ. Ιάκωβος»

(Σημείωμα του οσίου Ιακώβου του εν Ευβοία, στις 22 Νοεμβρίου 1975).  

Συγκλονισμένος ο άγιος Ιάκωβος καταγράφει μετά τη Θ. Λειτουργία την εμπειρία του στο τέλος της ακολουθίας της Προσκομιδής: είδε και άγγιξε το αίμα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όχι αυτό που μετά τη μεταβολή των τιμίων δώρων βλέπουμε εν πίστει και μετέχουμε εν αφελότητι καρδίας υπό τα είδη του άρτου και του οίνου, αλλά αυτό που και οι σωματικές αισθήσεις επισημαίνουν. Ο Κύριος προφανώς για να ενισχύσει τον όσιο δούλο Του, και δι’ αυτού όλους τους πιστούς που θα το άκουγαν και θα το διάβαζαν, επιτρέπει το συγκεκριμένο θαύμα. Ο Γέρων Ιάκωβος, τη στιγμή εκείνη, νιώθει συγκλονισμένος, γιατί είναι βέβαιος για τη δωρεά και τη χάρη. Θέλει όμως να τη μοιραστεί. Ο μακαριστός κι αυτός γέρων Σεραφείμ πιστεύει τον λόγο του αγίου, «δεν βλέπει» όμως τίποτε. Η ιδιαίτερη χάρη ήταν για τον άγιο δούλο του Θεού Ιάκωβο˙ για τον όσιο ασκητή που μετείχε καθημερινά στη θεία Λειτουργία με συντετριμμένη καρδιά, γονατιστός, «βλέποντας τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους» που μετέχουν στην ιερή σύναξη. Συχνά ομολογούσε σε κληρικούς: «αν βλέπαμε με τα μάτια μας το τι διαδραματίζεται την ώρα της θείας Λειτουργίας, θα πέφταμε όλοι κάτω!»

Δεν είναι βεβαίως η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο. Πολλές φορές στα κείμενα της Εκκλησίας μας διαβάζουμε παρόμοια θαυμαστά περιστατικά με τα τίμια δώρα και τη θεία κοινωνία, και δεν απέχουμε πολλά χρόνια που εξίσου παρόμοιο γεγονός συνέβη σε περιοχή της Μικράς Ασίας, όπου μάλιστα και ανεγέρθηκε στην περιοχή περίλαμπρος ναός. Σημασία πάντως έχει ότι Κύριος ο Θεός μας δεν αφήνει «αμάρτυρον» τον εαυτό Του. Συγκαταβαίνει στις αδυναμίες μας και είτε άμεσα είτε κατεξοχήν μέσω των γνησίων φίλων Του μάς κάνει μετόχους των μυστηρίων Του και της παρουσίας Του! Έτσι κι αλλιώς όμως, το ίδιο το γεγονός της Θείας Λειτουργίας είναι «ο Ουρανός στη γη»! Αρκεί να έχει κάποιος λίγη πίστη. 

ΠΩΣ ΝΑ ΜΕΛΕΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ!

«Να επιζητείς να φωτίζεσαι πάνω στους λόγους της Γραφής, που είναι λόγοι πνευματικής υγείας, με τους κόπους κυρίως παρά με τα βιβλία» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κζ΄, β΄, 48).

Είναι από τους πιο βαθείς και καίριους λόγους του οσίου: προϋποθέτουν ότι αφενός δεν βρισκόμαστε στην κατάσταση που θα έπρεπε – το σκότος είναι εγγενής πια κατάστασή μας λόγω της πτώσης στην αμαρτία ή στη διαρκή επιρροή της και μετά το βάπτισμά μας – αφετέρου ο λόγος του Θεού, η Αγία Γραφή, περιέχει το φως του Θεού το οποίο οδηγεί τον άνθρωπο στην πνευματική του υγεία, δηλαδή στην κατάσταση που ο άνθρωπος ζει ορθά την παρουσία του Θεού ως μέλος Χριστού. Γι’ αυτό και ο όσιος θεωρεί τη μελέτη της Γραφής ως φάρμακο για τον πιστό, χωρίς το οποίο κινδυνεύει η πνευματική αρτιότητα και ακεραιότητά του. Κι ακόμη περισσότερο: πέραν του φωτισμού που προσφέρει η μελέτη αυτή, κάνει τον πιστό να συγκεντρώνει τον νου του, ώστε να μην οδηγείται αυτός (ο νους) στην καταστροφική διάσπαση και διάχυσή του στα αισθητά και ορατά. «Δεν είναι λίγος ο φωτισμός και η συγκέντρωση του νου που χαρίζει η ανάγνωση, εφόσον πρόκειται για λόγια του Αγίου Πνεύματος, τα οποία οπωσδήποτε καθοδηγούν και διορθώνουν όσους τα μελετούν» (47).

Δεν είναι θέμα λοιπόν πολυτέλειας η μελέτη των λογίων του Αγίου Πνεύματος. Πρόκειται για καθημερινή και αναγκαία τροφοδοσία της ψυχής για να μπορούμε να ζούμε ως άνθρωποι, ενόψει μάλιστα των παθών που μας  ταλαιπωρούν και του Πονηρού που αδιάκοπα «ζητεί να μας καταπιεί»! Και μέσα στα αγιοπνευματικά αυτά λόγια πρέπει να εντάξουμε όχι μόνο βεβαίως τη βάση όλων, την Αγία Γραφή, αλλά και την Πατερική εκφορά της, είτε με τα ίδια τα κείμενα των Πατέρων είτε με την υμνογραφική διάστασή της είτε με τη συναξαριακή μορφή διά των βίων των αγίων. Όσο με άλλα λόγια μελετούμε τα πνευματικά κείμενα της Εκκλησίας μας και εμβαπτιζόμαστε σ’ αυτά, πορευόμαστε πάνω στον δρόμο του Θεού και έχουμε τον Ίδιο λαλούντα και ενεργούντα στην καρδιά μας.

Υπάρχει όμως ένα «αλλά». Κι αυτό είναι η άλλη πλευρά της προτροπής του οσίου: «να φωτίζεσαι από τη Γραφή, αλλά με τους κόπους κυρίως παρά με τα βιβλία»! Είναι η ίδια προτροπή του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος μιλώντας για το ίδιο θέμα: της ωφέλειας από τη μελέτη της αγίας Γραφής, έλεγε: «Μην προχωρείς τη μελέτη αυτή πριν εφαρμόσεις τον προηγούμενο λόγο που διάβασες». Η μελέτη δηλαδή της Γραφής – και σ’ αυτό συμφωνούν όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας – γίνεται διά της πράξεως πρωτίστως και όχι τόσο διά της απλής αναγνώσεως. Η ανάγνωση έχει τεράστια σημασία στον βαθμό που ο πιστός έχει την αποφασιστική βούληση να εφαρμόζει αυτά που διαβάζει στην καθημερινότητά του. Διαφορετικά τα ίδια τα λόγια της Γραφής γίνονται όπλα που στρέφονται κατά του ίδιου του εαυτού μας (όσιος Μάρκος ο ασκητής). Και τούτο γιατί το ζητούμενο είναι όχι το πώς θα πάρει ο άνθρωπος κάποιες πληροφορίες για τον Θεό, αλλά το πώς θα κάνει τον Θεό ένοικο της ψυχής του. «Ο Κύριος μακάρισε όχι αυτόν που έμαθε κάτι για τον Θεό, αλλά αυτόν που απέκτησε τον Θεό στην ύπαρξή του – το εν εαυτώ σχειν τον Θεόν» (άγιος Γρηγόριος Νύσσης).

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΒΑΡΛΑΑΜ

«Ο μάρτυς Βαρλαάμ ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Γέροντας στην ηλικία, λόγω της ομολογίας της πίστεώς του στον Χριστό, οδηγήθηκε στον άρχοντα. Και επειδή δεν πείστηκε να θυσιάσει στα είδωλα, τον κτύπησαν με βούρδουλα και του ξερίζωσαν τα νύχια. Έπειτα τον οδήγησαν στον βωμό και του άπλωσαν με βία το χέρι, βάζοντας πάνω του φωτιά και λιβάνι. Διότι νόμισε ο άρχοντας ότι αν ρίψει τους άνθρακες μαζί με το λιβάνι στον βωμό, θα φανεί ότι προσφέρει θυσία στους θεούς. Αυτός όμως στεκόταν ανυποχώρητος και ακίνητος -  δείχνοντας έτσι ότι το δεξί του χέρι έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον χαλκό και το σίδερο – έως ότου η φωτιά έφαγε τη σάρκα του και έπεσε στη γη, τρυπώντας το χέρι του. Έτσι προτίμησε να καεί το χέρι του, παρά, έστω και ελάχιστα σαλευμένο, να φανεί ότι έριξε λιβάνι στον βωμό. Μετά από αυτά η ψυχή του παρατίθεται στα χέρια του Θεού με γενναίο και στέρεο φρόνημα. Τον μάρτυρα αυτόν και ο θείος Χρυσόστομος και ο μέγας Βασίλειος τον τίμησαν με εγκώμια».

Αν οι νεώτεροι χριστιανοί δεν γνωρίζουμε ιδιαιτέρως τον άγιο μάρτυρα Βαρλαάμ, τον γνωρίζει όμως πολύ καλά η αγία χορεία των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Δεν είναι  τυχαίο ότι αφιέρωσαν γι’ αυτόν λόγους και εγκώμια όχι απλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς και συναξαριστές, αλλά οικουμενικοί Πατέρες και Διδάσκαλοι του διαμετρήματος του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. Τι σημαίνει αυτό; Ότι εκείνοι με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος που είχαν και τη βαθύτητα της σκέψης τους, διέκριναν ότι τέτοιες προσωπικότητες σαν του αγίου Βαρλαάμ δεν πρέπει να περνούν απαρατήρητες. Πρέπει να προβάλλονται, ώστε να συνιστούν παραδείγματα και καθοδηγητικά φωτεινά σημάδια στο στερέωμα της Εκκλησίας. Και δικαίως: ο άγιος Βαρλαάμ αποδείχτηκε, κατά τον άγιο υμνογράφο, «πιο στέρεος και από ανδριάντα και πιο δυνατός από χαλκό και πιο ισχυρός από σίδερο». Κι αυτό γιατί το φρόνημα της ψυχής και της διανοίας του υπήρξε «στέρεο και δυνατό και ανυποχώρητο». Ό,τι τονίζαμε και για τον άγιο Πλάτωνα: μπορεί το σώμα να διαλύεται, αν η ψυχή όμως διατηρείται δυνατή, νικητής τότε παραμένει ο άνθρωπος. «Ό,τι συνέδεε τη σάρκα και η αρμονία των μελών διαλυόταν. Αλλά η δύναμη της ψυχής σου διατηρείτο σταθερή».

Θα πίστευε κανείς ότι η δύναμη της ψυχής του αγίου βρισκόταν σε σώμα νεανικό. Τέτοιο ακατάβλητο φρόνημα συνήθως έχουν οι νέοι. Τι έκπληξη όμως, να βλέπει κανείς αυτό το φρόνημα σε ένα γέροντα άνθρωπο! Ο άγιος Βαρλαάμ, κατά το συναξάρι, «γέρων ων την ηλικίαν δια την εις Χριστόν ομολογίαν προσήχθη τω άρχοντι». Ό,τι υπέστη, το υπέστη σε ηλικία που άλλοι τρέμουν και να βαδίσουν. Κι αυτός στεκόταν αγέρωχος, «ανένδοτος, άτρεπτος», με φωτιά στο χέρι του που του έκαιγε τη σάρκα. Ο ηρωισμός του έτσι φαίνεται να πολλαπλασιάζεται. Πώς μας θυμίζει τον αγαπημένο άγιο, αποστολικό Πατέρα και επίσκοπο Σμύρνης, Πολύκαρπο, που σε ηλικία ογδόντα έξι χρόνων συλλαμβάνεται και αυτός και ρίχνεται στη φωτιά. Και εκείνον μεν η φωτιά τον σεβάστηκε και έκανε καμάρα γύρω του, ενώ τον Βαρλαάμ  η φωτιά τον έκανε ίδιο λιβανωτό στον Κύριο. «Κρατώντας τη φωτιά μαζί με το λιβάνι, Βαρλαάμ, φάνηκες ευωδιαστό λιβάνι για τον Κύριο». Πιστεύουμε ότι και οι δύο τότε γέροντες, την ώρα δηλαδή του μαρτυρίου τους, τώρα δε νέοι στη Βασιλεία του Θεού, παρίστανται μαζί δίπλα στον Κύριο, «παραστάται δεξιοί», «φορούντες πορφύραν, βεβαμμένην αίματι μαρτυρικώ».

Δύο σημεία από τους ύμνους της ακολουθίας του αγίου Βαρλαάμ αξίζουν επίσης ιδιαιτέρως να επισημανθούν: πρώτον, το απλωμένο και τρυπημένο από τη φωτιά χέρι του αγίου. Ο υμνογράφος το θεωρεί ως μέσον δυνάμεως του Θεού, με το οποίο αφενός ραπίζονται τα πρόσωπα των δαιμόνων, αφετέρου προκαλούνται οι καρδιές των πιστών και οι χορείες των αγγέλων να σκιρτήσουν από χαρά και ευφροσύνη.  «Ραπιζέσθω, λέει, δεξιά πυρουμένη τα πρόσωπα των δαιμόνων, των πιστών δε καρδίαι σκιρτάτωσαν, και των Ασωμάτων αι χορείαι φαιδρώς ευφραινέσθωσαν». Δεύτερον, η προτροπή του υμνογράφου στους ζωγράφους της Εκκλησίας. Καλούνται οι καλοί ζωγράφοι, οι αγιογράφοι, να λαμπρύνουν τον άγιο με την τέχνη της εικόνας, πιστεύοντας βαθιά ότι ο εγχαρασσόμενος τελικώς είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο αγωνοθέτης! «Σηκωθείτε τώρα  οι καλοί ζωγράφοι του μάρτυρα, κάντε λαμπρή την εικόνα του με την τέχνη σας, γιατί προφανώς εγχαράζετε σ’ αυτόν τον αγωνοθέτη Κύριο». Στο πρόσωπο του κάθε μάρτυρα όπως και του κάθε αγίου η Εκκλησία μας τελικώς δεν βλέπει τον ίδιο τον Κύριο; Ο άγιος δεν είναι Εκείνος «εν ετέρα μορφή»; Μακάρι η πίστη και η αγάπη προς τον Χριστό του αγίου Βαρλαάμ να χαραχτεί και στις δικές μας τις καρδιές. Θα είναι ο  πιο «ευπρεπής ωραϊσμός» που θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε.

18 Νοεμβρίου 2021

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΜΗ ΞΕΡΑΘΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΗΝ ΚΑΟΥΜΕ!

«Αγαπητέ Η., μη πάψεις να πηγαίνεις κοντά στην πνευματική πηγή του Σωτήρα μας Χριστού, την οποία αντιπροσωπεύει η Εκκλησία με τα ιερά πρόσωπα που την παρουσιάζουν στην πραγματικότητα. Διότι ο άνθρωπος, ο χριστιανός, όπως λέει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, μοιάζει με το σφουγγάρι που έχει πάντοτε νερό. Και για να έχει νερό, πρέπει να είναι ή στη βρύση ή σε δοχείο με νερό. Όταν είναι μακριά θα ξεραθεί. Και όταν είναι κοντά στη φωτιά των πειρασμών, όχι μόνο θα ξεραθεί, αλλά και θα καεί. Λοιπόν προσοχή από τη φωτιά και μη μένεις μακριά από την πνευματική πηγή της χριστιανικής ορθόδοξης διδασκαλίας» (Απόσπασμα επιστολής οσίου Αμφιλοχίου της Πάτμου στον Ηλία Καλαντζή, Πάτμος 25-2-1960). (Ιγνατίου Τριάντη, Μητροπολίτου Βερατίου, Αυλώνος και Κανίνης, Ο Γέροντας της Πάτμου, Αμφιλόχιος Μακρής, έκδ. Ι.Μ. «Ευαγγελισμός», Πάτμος 1993, σελ. 102).

Ο νεώτερος μεγάλος όσιος της εποχής μας Αμφιλόχιος Μακρής (1889-1970) επισημαίνει τον κίνδυνο που υπάρχει όχι μόνο για το πνευματικό του τέκνο αλλά και για κάθε χριστιανό: να αποξηρανθεί ή και να καεί! Πότε; Όταν μένει μακριά από την πηγή που είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Διότι Εκείνος είναι η πηγή της Ζωής, Εκείνος είναι η πηγή του ζωντανού νερού που ξεδιψάει όχι βεβαίως το σώμα του ανθρώπου αλλά το ίδιο το κέντρο της ύπαρξής του, την καρδιά του. Από αυτήν τη δίψα δεν ταλαιπωρείται ο κόσμος διαχρονικά και παγκόσμια; Μπορεί να έχει τα πάντα στη ζωή του: χρήματα, ανέσεις, δόξες και τιμές, αν δεν έχει συναντήσει όμως τον Χριστό στη ζωή του κείται χαμένος και νεκρός – σαν ένα σφουγγάρι που ξεραίνεται και καίγεται όταν βρίσκεται δίπλα ή καλύτερα μέσα στη φωτιά. «Όποιος διψάει ας έρθει σε μένα και ας πιει» είναι η διαρκής προτροπή του Κυρίου. Και «όποιος πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω, δεν πρόκειται ποτέ να διψάσει στους αιώνες». Κι ο άγιος Αμφιλόχιος, ο γλυκός αυτός άγιος που μαθήτευσε δίπλα και στον άγιο Νεκτάριο – πώς ο Θεός έφερε κοντά δύο πυρακτωμένες από την αγάπη Του καρδιές! – διευκρινίζει: μένει κανείς κοντά στον Χριστό και στο νερό που δίνει, την ίδια τη ζωή Του δηλαδή, όταν μένει μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι εκείνη που κρατάει ζωντανή την εικόνα και την παρουσία Του, προσφέροντας το ύδωρ της διδασκαλίας Του μαζί βεβαίως με το σώμα και το αίμα Του. Κι ας δούμε πόσο διακριτικά προσεκτικός είναι ο άγιος: κοντά βεβαίως στην Εκκλησία, αλλά σ’ εκείνην που την αντιπροσωπεύουν ιερά πρόσωπα – αυτά «παρουσιάζουν την πραγματικότητά της»! Και ποια είναι αυτά τα ιερά πρόσωπα; Όσοι βαδίζουν «όπως οι απόστολοι και οι πατέρες της Εκκλησίας». Που σημαίνει: μακριά από αιρέσεις και κάθε είδους υπερβολή. Γιατί «οι μεγάλες ασθένειες είναι η αδράνεια και η υπερβολή» (στην ίδια επιστολή).  

ΠΩΣ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΑΣ ΠΑΕΙ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ

«Η πίστη είναι το φτερό της προσευχής… Η πίστη είναι η αδίστακτη στάση της ψυχής, που δεν κλονίζεται από καμία εναντιότητα. Πιστός είναι, όχι εκείνος που έχει τη γνώση ότι όλα είναι δυνατά στον Θεό, αλλά εκείνος που πιστεύει ότι θα τα επιτύχει όλα (όσα ζητεί από τον Θεό)» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κζ΄, β΄, 33).

Χωρίς προσευχή δεν μπορεί να νοηθεί χριστιανός, όπως φυσικά και  άνθρωπος – άνθρωπος σημαίνει κοιτάω πέρα από τα επίγεια, προσβλέπω στην πηγή του Είναι. Δεν είναι τυχαίο ότι όπου γης οι άνθρωποι και σε κάθε θρησκεία έχουν την προσευχή ως βασικό συστατικό της πίστης τους. Πολύ περισσότερο για τον χριστιανό, που είναι μέλος Χριστού και οργανικό κομμάτι συνεπώς Αυτού! Αν βγάλουμε την προσευχή  λοιπόν από αυτόν ούτε χριστιανισμός υπάρχει αλλ’ ούτε καν η ίδια η ζωή. Γιατί δεν υπάρχει η πηγή της, η Ζωή που είναι Χριστός ο Θεός, «ο Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος», Αυτός «δι’ Ου τα πάντα εγένετο».

Ο όσιος όμως μας ανοίγει τα μάτια σ’ ένα θεωρούμενο αυτονόητο: «το φτερό της προσευχής είναι η πίστη». Κι είναι τόσο σημαντικό τούτο,  που το επισημαίνει ο ίδιος και πάλι: «Η πίστη έδωσε φτερά στην προσευχή. Χωρίς αυτήν η προσευχή δεν μπορεί να πετάξει στον ουρανό» (κη΄ 29). Πράγματι! Αν δεν πιστεύεις στον Θεό σε ποιον απευθύνεσαι με την προσευχή σου; Μονάχα ίσως σε μια «καρικατούρα» θεότητας που είναι ο ίδιος ο εαυτός σου!  Ας δούμε εν προκειμένω τον Φαρισαίο της γνωστής παραβολής: προσευχόταν, αλλά έχοντας ως «θεό» του το είδωλο του εαυτού του. «Σταθείς εις εαυτόν»! Γι’ αυτό και η «προσευχή» του αυτή όχι μόνο δεν τον δικαίωσε, αλλά τον καταδίκασε: τον έκανε χειρότερο με την έννοια ότι και τον συνάνθρωπό του εξουδένωσε και τον Θεό τον έβαλε απέναντί του ως «εχθρό»!

Καταλαβαίνουμε όμως ότι μιλάμε για την πίστη την αληθινή: όχι μία ιδεολογικού τύπου πίστη – αποδέχομαι τον Θεό αλλά δεν με επηρεάζει στη ζωή μου – αλλ’ ούτε κι εκείνη που την αντιμετωπίζω επιλεκτικά – αποδέχομαι ό,τι μου ταιριάζει και απορρίπτω ό,τι προσκρούει στα πάθη μου! Και η πρώτη και η δεύτερη είναι πολύ εύθραυστες, γιατί κριτήριο έχουν όχι την αποκάλυψη του Κυρίου, συνεπώς ό,τι ζει και διδάσκει και η Εκκλησία Του, αλλά το αλλοιωμένο και σαπισμένο από την αμαρτία εγώ μου. Πίστη αληθινή είναι να είμαστε αταλάντευτα και αδίστακτα και ακλόνητα τοποθετημένοι ενώπιον του Τριαδικού Θεού (:«εστερεώθη εν Κυρίω η καρδία μου» σημειώνει ο πιστός ψαλμωδός), τότε μάλιστα που λειτουργεί ο κατεξοχήν πειρασμός της απιστίας: στην ώρα της δοκιμασίας και της όποιας εναντιότητας στην πορεία της ζωής μας – εκεί δηλαδή που κατεργάζεται κανείς την υπομονή και οδηγείται ανθρωπίνως και σ’ αυτήν την τελειότητα! (πρβλ. Ιακ. 1, 2-3).

Στη χαρισματική αυτή στιγμή, ο πιστός ενισχυόμενος από τον Κύριο βλέπει δύο πράγματα στη ζωή του: πρώτον, ότι η πίστη του αυτή, «της ευθείας καρδίας», παίρνει πάντοτε τη μορφή της αληθινής θυσιαστικής αγάπης, κατά τον λόγο του αποστόλου «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη»· δεύτερον, ότι όσα ζητεί με την αγάπη αυτή  και προς το πνευματικό του συμφέρον από τον Κύριο, τα προσδοκά ότι θα γίνουν όλα πραγματικότητα στη ζωή του – ό,τι συνέβη  και με το όριο της αληθινής πίστης και του αληθινού ανθρώπου: την Υπεραγία Θεοτόκο, η οποία κατεξοχήν αυτή «επίστευσε ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου»!