23 Ιανουαρίου 2022

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ

Το ιερό ησυχαστήριο Αναστάντος Χριστού της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς κυκλοφόρησε εσχάτως σε δική του έκδοση δύο βιβλία: Πρώτον, του καθηγουμένου Αρχιμ. Μεθοδίου Κρητικού, ιεροκήρυκος της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς, με θέμα: "Τι θέλει ο Θεός από εμάς;" και υπότιτλο "ΟΙ ΔΕΚΑ ΕΝΤΟΛΕΣ" (με πρόλογο του Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ).

Πρόκειται για μία παρουσίαση με πολύ επαγωγικό και εύληπτο τρόπο του μοναδικού γεγονότος της προσφοράς του Νόμου του Θεού στον λαό των Ισραηλιτών - ό,τι παγκοσμίως είναι γνωστό ως ΔΕΚΑ ΕΝΤΟΛΕΣ. Κι ο άγιος καθηγούμενος καταδεικνύει με τον γνωστό συναρπαστικό και άμεσο λόγο του το πόσο οι εντολές αυτές του Θεού δεν είχαν αξία μόνο για τον συγκεκριμένο λαό και για την εποχή που δόθηκαν, αλλά σφράγισαν και σφραγίζουν την κάθε εποχή, ιδίως από τη στιγμή που ο ενανθρωπήσας Κύριος Ιησούς Χριστός ήλθε στον κόσμο όχι για να τις καταργήσει αλλά για να τις αναδείξει στο έσχατο βάθος τους. Ο λόγος του Θεού άλλωστε έχει αιώνιο χαρακτήρα που δεν επιδέχεται αλλοιώσεις με το πέρασμα του χρόνου. Όπως σημειώνει μάλιστα ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: "Πέρασε τόσος καιρός και ο Νόμος του Σινά βρίσκεται ακόμη σε ισχύ. Μάλιστα, υπό το φως της Καινής Διαθήκης, είναι τόσο επίκαιρος, όσο και απαραίτητος για τη σωτηρία μας". Για να καταλήξει: "Εκεί στο Σινά, το αψευδές στόμα του Κυρίου μας καθόρισε δέκα κατευθυντήριες γραμμές που ο πιστός οφείλει να γνωρίζει και να ακολουθεί στον καθ'  ημέρα βίο του. Δέκα εντολές που σμίλευσε χάριν του ανθρώπου σε δύο πλάκες η θεία Αγάπη". 

Η ζεστασιά του κουβεντιαστού λόγου του συγγραφέα συνεπικουρούμενη από την πράγματι καλαίσθητη έκδοση καθιστά το βιβλίο κόσμημα για τη βιβλιοθήκη μας αλλά και απαραίτητο βοήθημα στον καθημερινό αγώνα μας για την εν Χριστώ πορεία μας. 

 

Και δεύτερο βιβλίο, του αρχιμ. Μελετίου Κατσουρού, αδελφού του ιερού Ησυχαστηρίου, με τίτλο "Βάζε ξύλα στη φωτιά" και υπότιτλο "Καταρτίζοντας ένα καθημερινό πνευματικό πρόγραμμα" (με πρόλογο του καθηγουμένου π. Μεθοδίου).

 Πρόκειται για πολύ πρακτικές προτάσεις (για την προσευχή, τη μελέτη της αγίας Γραφής, τη μελέτη πνευματικών βιβλίων, την εργασία κ.ά.) από τον έμπειρο στην πνευματική ζωή ιερομόναχο, που πράγματι βοηθούν τον κάθε χριστιανό, αρχάριο αλλά και προχωρημένο, να ξεκαθαρίσει πολλά πράγματα για την ταυτότητά του ως χριστιανού. Το βιβλίο κοσμείται από πολλές εικόνες και σχέδια του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος είναι και γνωστός ζωγράφος και αγιογράφος, όπως και ιατρός και θεολόγος.  Οι παραπομπές του επίσης στο τέλος των παραγράφων του σε κείμενα αγίων της Εκκλησίας και σοφών ανθρώπων όχι μόνο εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας αλλά πρωτίστως τρέφουν την καρδιά μας. 

Ευχαριστούμε τον αγαπητό φίλο και αδελφό καθηγούμενο π. Μεθόδιο και τη σεμνή συνοδεία του για την προσφορά τους αυτή, ευχόμενοι πολύ σύντομα να δούμε και άλλους καρπούς της αγιασμένης σκέψης και καρδιάς τους. 

ΣΕ ΑΔΕΛΦΟ ΠΟΥ ΑΣΘΕΝΕΙ ΚΑΙ ΝΙΩΘΕΙ ΝΑ ΠΑΝΙΚΟΒΑΛΛΕΤΑΙ...

Αδελφέ μου αγαπητέ, σε χαιρετώ και σε ασπάζομαι εκ μέσης καρδίας. Αφορμή για να σου γράψω αυτό το γράμμα ήταν που έμαθα ότι ταλαιπωρείσαι από πρόβλημα με την υγεία σου, υπό την έννοια ότι σε  απασχολεί πολύ η εξέλιξή της, την οποία εκλαμβάνεις πρωτίστως αρνητικά – προβλέπεις τα χειρότερα, όπως δυστυχώς συμβαίνει και με τους περισσοτέρους μας σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Αυτό βέβαια είναι θέμα ιατρών, οι οποίοι είναι και οι μόνοι αρμόδιοι για να σε πληροφορήσουν, κι αν κάπου δεν συμφωνούν μεταξύ τους επιλέγεις τη γνώμη εκείνου που του έχεις μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. 

 Με δεδομένο όμως ότι εσύ κάνεις αυτό που προτρέπει ο λόγος του Θεού, δηλαδή εξαντλείς κάθε τι ανθρώπινο: καταφυγή στον ιατρό, αναζήτηση και δεύτερης ιατρικής γνώμης κλπ., πρέπει να αφήνεσαι εν τέλει στα χέρια του Θεού. Ο Χριστός μας, όπως διδάσκει ο λόγος του Θεού, επεμβαίνει στη ζωή μας, όταν εμείς έχουμε κάνει αυτό που είναι ευθύνη δική μας. Στην περίπτωσή σου λοιπόν, το ξανατονίζω, εφόσον καταφεύγεις σε ιατρούς και παρακολουθείσαι από εκείνους, ο Ίδιος ο Κύριος σε έχει υπό την προστασία Του, γιατί συγκινείται από την ταπείνωσή σου αυτή, την καταφυγή δηλαδή στη δωρεά που έχει προσφέρει στους ανθρώπους, τους ιατρούς. "Ο Θεός έδωσε επιστήμη και ιατρική στον άνθρωπο" κατά τη Γραφή. Οπότε, πρέπει πια στο συγκεκριμένο θέμα να βλέπεις διαρκώς προς τον Κύριο, με την πεποίθηση ότι είσαι στο επίκεντρο της καρδιάς και της προσοχής Του! 

Παρ' όλα αυτά θα ήθελα να σου επισημάνω δύο πράγματα από θεολογικής πλευράς: Πρώτον, η παρουσία της ασθένειας και της όποιας δοκιμασίας και θλίψης στη ζωή μας είναι δεδομένη κατάσταση - κανείς δεν "ξεφεύγει" από αυτά. Κι αυτό γιατί βρισκόμαστε σ' έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία, όπου το κύριο γνώρισμά του είναι η φθορά. Μπορεί ο Κύριος να σήκωσε την αμαρτία με τον ερχομό Του και να μας άνοιξε τον Παράδεισο, όμως τη φθορά και τον πόνο τα άφησε μέχρι να ξανάλθει, για λόγους διαπαιδαγώγησης - οι δοκιμασίες και οι πειρασμοί μάς βοηθούν στην πνευματική μας προκοπή. Άλλωστε και ο Ίδιος πέρασε από το καμίνι των πειρασμών και των δοκιμασιών και μας είπε ότι "με πολλές θλίψεις θα εισέλθουμε στη Βασιλεία του Θεού". Κατά την πίστη μας μάλιστα θεωρείται ως μη ευλογημένος από τον Θεό εκείνος που διέρχεται τη ζωή του χωρίς αυτές τις θλίψεις και τις δοκιμασίες. "Βγάλε τους πειρασμούς από τη ζωή και κανείς δεν σώζεται" κατά το γνωστό πατερικό λόγιο.

Το παράδειγμα εν προκειμένω του αποστόλου Παύλου είναι συγκλονιστικό: ενώ ο ίδιος είχε χάρισμα θαυματουργίας και ανέσταινε και νεκρούς, έπασχε για μεγάλο διάστημα της ζωής του από κάποια φοβερή ασθένεια, τόσο μεγάλη που δεν άντεχε και τρεις φορές παρεκάλεσε, λέει, τον Κύριο να τον θεραπεύσει. Κι η απάντηση του Χριστού στον αγαπημένο Του δούλο ήταν απρόσμενη και «παράδοξη»: "Όχι, δεν θα σε θεραπεύσω. Σου αρκεί η χάρη Μου. Διότι η δύναμή μου φτάνει στη τελείωσή της μέσα από τις ασθένειες". Δηλαδή κατά τον λόγο του Κυρίου η ασθένεια και ο πόνος και η δοκιμασία αποτελούν το "περιτύλιγμα" της δύναμης του Θεού, κάτι που κατάλαβε ο απόστολος, ο οποίος έπειτα έλεγε: "Θα καυχηθώ με ευχαρίστηση λοιπόν για τις ασθένειές μου, ώστε να κατασκηνώσει στην ύπαρξή μου η δύναμη του Θεού". Και: "όταν είμαι σε αδυναμία και ασθένεια, τότε είμαι δυνατός". Πρόκειται για το μυστήριο πια του πώς δρα ο ίδιος ο Κύριος σε κάθε άνθρωπο, ιδίως τον πιστό Του, τον οποίο θέλει να τον ανεβάσει σε παραπάνω πνευματικό επίπεδο.

Όμως, υπάρχει και προσθήκη στην τοποθέτηση αυτή: ο ίδιος ο απόστολος μάς λέει ότι όταν επιτρέπει ο Θεός την όποια δοκιμασία στον άνθρωπο, προηγουμένως τον έχει ενισχύσει με μυστικό τρόπο για να μπορεί και να αντέξει. "Δεν θα μας αφήσει να δοκιμαστούμε παραπάνω από όσο αντέχουμε, αλλά μαζί με τον πειρασμό θα δώσει και τη διέξοδο". Κι εδώ χρειάζεται να θυμηθούμε τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, μεγάλο ασκητικό διδάσκαλο της πίστεως, που εξηγεί ότι πρώτα δίνει ο Θεός τη βοήθεια και τα στηρίγματά Του, τα οποία όμως είναι κρυφά, και έπειτα επιτρέπει την όποια δοκιμασία. Εμείς, σημειώνει, βλέπουμε πρώτα τη δοκιμασία, αλλά αγνοούμε τα κρυφά στηρίγματα, τα οποία όμως οπωσδήποτε υπάρχουν. Συμπέρασμα, αδελφέ μου: ο Χριστός επέτρεψε να έχεις το συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας, είσαι δηλαδή υπό την άμεση επίβλεψη της αγάπης Του, με σκοπό να σε ανεβάσει σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο, έχοντας δώσει όμως τη δύναμη που δεν βλέπεις. Χρειάζεται συνεπώς εμπιστοσύνη σ' Εκείνον! 

Και μία δεύτερη παρατήρηση που την κάνω ως αδελφός εν Χριστώ που σε μνημονεύω διαρκώς σε κάθε προσευχή μου: Έστω και με τα προβλήματα υγείας ή όποια άλλα ενδεχομένως επιτρέπει ο Κύριος, δεν μας αφήνει να απορροφώμαστε από αυτά. Τι θέλω να πω; Η εντολή Του είναι σαφής και δεν επιδέχεται παρερμηνείας: Η προτεραιότητά μας καθημερινά, την κάθε ώρα και την κάθε στιγμή, είναι η στροφή της βούλησης και της καρδιάς μας εν αγάπη σ' Εκείνον και στους συνανθρώπους μας. "Να αγαπήσεις Κύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά, με όλη την ψυχή, με όλη τη διάνοια, με όλη τη δύναμή σου, και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου". Και "εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου". Και εντολές του Χριστού είναι να πιστεύουμε σ' Αυτόν και να αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας. Οπότε, αδελφέ μου αγαπημένε, κάθε φορά που διασπάται η προσοχή μας και προσκλίνει σε οτιδήποτε άλλο πέραν αυτού του προσανατολισμού ουσιαστικά αμαρτάνουμε. Δεν βρισκόμαστε εκεί που μας θέλει ο Θεός για να μας δώσει τη μεγάλη χάρη Του. Τη χάρη και τη δύναμή Του την δίνει όταν αγωνιζόμαστε να είμαστε στις άγιες εντολές Του. 

Λοιπόν, φίλε μου, σου λέω, υπενθυμίζοντας και στον εαυτό μου, ότι κάθε ημέρα αυτό πρέπει να κυριαρχεί στην καρδιά μας: πώς να κρατηθούμε σε αναμαρτησία! Πώς δηλαδή να κρατάμε τις εντολές του Κυρίου, όπως μας το λέει διαρκώς και η Εκκλησία μας, στον όρθρο, στον εσπερινό, στο απόδειπνο: "Καταξίωσον ημάς, Κύριε, εν τη ημέρα ταύτη αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς", αξίωσέ μας να διαφυλαχθούμε αναμάρτητοι, τη σημερινή ημέρα, το εσπέρας, το βράδυ. Καταλαβαίνουμε ότι όταν προσπαθούμε γι' αυτό, δεν μας μένει πολύς χρόνος για να διασπώμαστε σε άλλα, ή τουλάχιστον πολύ πιο εύκολα τα αντιμετώπιζουμε. 

Ελπίζοντας ότι πιθανόν τα λόγια αυτά να βοηθήσουν, σε ασπάζομαι εκ νέου. Τα μάτια σου να τα κρατάς διαρκώς στραμμένα προς τον Κύριο, όπως μας προτρέπει ο προφητικός λόγος: «οι οφθαλμοί μου διαπαντός προς τον Κύριον» και «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διαπαντός». Ο Θεός να σε χαριτώνει και να σου δίνει πλούσια τα ελέη Του! Ο πνευματικός αδελφός σου.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΛΗΜΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΓΚΥΡΑΣ

«Ο μακάριος αυτός και θεσπέσιος Κλήμης σε όλη σχεδόν την ανθρώπινη ζωή του πέρασε μαρτυρικά. Διότι επί είκοσι οκτώ χρόνια παρατάθηκε ο αγώνας του προς τους τυράννους, χωρίς να διακόπτεται από κάποια εκεχειρία ούτε από κάποια ανακωχή και ειρήνη, όπως γίνεται στους πολέμους, ώστε ανανεωμένοι οι αντίπαλοι να ξαναρχίσουν και πάλι τον πόλεμο. Αντιθέτως, οι τύραννοι δυνατοί και σκληροί τον πολεμούσαν διαρκώς, ο ίδιος δε υπέμενε σαν να έπασχε κάποιος άλλος, παρά το πλήθος και τη συνεχή φορά των κακών. Πέρασε λοιπόν από κάθε είδος βασανιστηρίων και αφού έλεγξε τους κυρίαρχους τότε τυράννους και βασιλείς και έγινε θέατρο σε όλη σχεδόν την οικουμένη, κατέπληξε ακόμη και τους αγγέλους με την καρτερικότητά του και έτσι έλαβε το στεφάνι της δόξας. Καταγόταν από την πόλη Άγκυρα της Γαλατίας και ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης, η δε μητέρα του ευσεβής και πιστή χριστιανή, ονόματι Σοφία. Ακολούθησε ο άγιος τον μοναχικό βίο από δώδεκα ετών. Στα είκοσι χρόνια του η Εκκλησία τον έκανε αρχιερέα. Άθλησε επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Τα είδη των βασάνων που πέρασε ήταν τα παρακάτω: Τον ανάρτησαν σε ξύλο και τον μάτωσαν με ξυσμούς. Τον κτύπησαν με πέτρες, όπως επίσης του κτύπησαν το στόμα με σκληρά αντικείμενα. Τον έβαλαν στη φυλακή. Τον έδεσαν σε τροχό και τον κτύπησαν με ρόπαλα. Τον κατέκοψαν με μαχαίρια. Του ξανακτύπησαν το στόμα με ξυλόκαρφα. Του σύντριψαν τις σιαγόνες και του έσπασαν όλα τα δόντια. Τον έδεσαν με σίδερα και τον ξανάριξαν στη φυλακή. Του πέρασαν στα αυτιά σιδερένιες πυρωμένες βελόνες. Τον έριξαν σε λαμπάδες φωτιάς. Τον έδεσαν σε μεγάλη πέτρα και τον κτύπησαν με σκληρά αντικείμενα στο πρόσωπο και το κεφάλι. Και παρόλο ότι καθημερινά λάμβανε πενήντα πληγές, αυτός υπέμενε. Τελευταίο δε, έκοψαν τα κεφάλια αυτού και του μαθητή του αγίου Αγαθαγγέλου στην Άγκυρα της Γαλατίας. Τελείται η σύναξή τους στον αγιότατο ναό τους, εκεί που έγινε το μαρτύριο, που βρίσκεται πέρα από την περιοχή του Ευδοξίου, πιο πέρα από το Ανάπλι, και στην αγιότατη Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης της παλαιάς και της νέας».

Η επισήμανση του συναξαρίου του αγίου Κλήμεντα, ότι όλη η ζωή του ήταν μία μαρτυρική πορεία, αποτελεί και το κεντρικό σημείο που προβάλλει ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του αγίου. «Διάνυσες εκτεταμένους αγώνες πάνω στη γη, όσιε, και αξιώθηκες να λάβεις έτσι το στεφάνι της βασιλείας των ουρανών». «Υπέμεινες, πάνσοφε, τις πληγές των βασάνων, τις πολυχρόνιες και μακρότατες, γι’ αυτό και αποδείχτηκες πολύαθλος». Πράγματι, είναι να απορεί κανείς για το πλήθος και τη διάρκεια των βασανιστηρίων που υπέμεινε ο άγιος, με σταθερό λογισμό, προσβλέποντας πάντοτε στον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεν κατέπεσε με τα πρώτα κτυπήματα. Οι δήμιοι υπήρξαν απέναντί του μεθοδικοί και σκληροί: ήξεραν πώς να τον βασανίζουν, χωρίς να επιφέρουν όμως το αποφασιστικό κτύπημα. Αλλά βεβαίως έμεναν στην επιφάνεια των βασανιστηρίων τους. Αγνοούσαν και δεν μπορούσαν να δουν βεβαίως ότι τα κτυπήματα αυτά, μεταποιούμενα από την πίστη του αγίου και τη χάρη του Θεού, γίνονταν γι’ αυτόν, αλλά και για όλη την οικουμένη,  «κατορθώματα και πανηγύρι». «Το ιερότατο πανηγύρι των κατορθωμάτων σου, που φωτιζόταν από το ουράνιο φως, φωτίζει αυτούς που κραυγάζουν: Είσαι ευλογημένος Κύριε, Θεέ των Πατέρων μας». Αυτή είναι η μυστική διάσταση των δοκιμασιών και των βασάνων που υφίσταται ένας χριστιανός: έχοντας λόγο για τα βάσανα που περνά – την πίστη και την αγάπη του για τον Χριστό – αυτά γίνονται η τρυφή και η διασκέδασή του. Δεν χαίρεται δηλαδή για τα βάσανα καθεαυτά – αυτό συνιστά ψυχική αρρώστια - αλλά για το τι προκαλούν αυτά και στον ίδιο και σε όλη την οικουμένη: την αύξηση της χάρης του Θεού, τη φανέρωση της Βασιλείας του Θεού. 

Δεν πρέπει να θεωρούμε παράδοξο τον λόγο περί της παγκοσμιότητας του μαρτυρίου ενός μάρτυρα. Διότι είπαμε ότι και ο ίδιος πανηγυρίζει, αλλά και όλη η οικουμένη, δηλαδή όλη η Εκκλησία, η επίγεια και η ουράνια. Όταν πάσχει ένας πιστός για την πίστη του στον Χριστό, σημαίνει ότι κατεξοχήν τότε ενεργοποιεί τη θέση του ως μέλος Χριστού, ως μέλος δηλαδή Εκείνου που έπαθε υπέρ ημών. Και συνδεδεμένος έτσι με τον Χριστό, άρα και με όλον τον κόσμο τον οποίο προσέλαβε ο Χριστός, απλώνει τη χάρη που εισπράττει διά του μαρτυρίου του και σε όλα τα υπόλοιπα μέλη, ακόμη και σε εκείνα που ακόμη δεν έχουν γίνει ενεργά διά του αγίου βαπτίσματος,  όπως και σε όλη τη δημιουργία. Πρόκειται για τη συμμετοχή των αγίων στην καθολικότητα της σωτηρίας που έφερε ο ίδιος ο Χριστός. Την αλήθεια αυτή δεν τονίζει ο άγιος Θεοφάνης μόνον με το παραπάνω αναφερθέν τροπάριο, αλλά και με άλλα, όπως αυτό της εβδόμης ωδής του κανόνα: «Με το φως του μαρτυρίου σου, χαροποίησες την οικουμένη, καθώς έψελνες στον Χριστό με την καθαρότητα της διάνοιας και της ψυχής σου: Είσαι ευλογημένος Κύριε, Θεέ των Πατέρων μας».

Ο άγιος Θεοφάνης αξιοποιεί αυτό που κάνουν όλοι οι υμνογράφοι σε ανάλογες περιπτώσεις: το όνομα του αγίου∙ «Κλήμης», αλλά και τον τόπο της επισκοπής του∙ «Άγκυρα». Αφενός το όνομά του τον παραπέμπει στη σύνδεση που έχουμε οι χριστιανοί με τον Κύριο, σύμφωνα με Εκείνου τη διαβεβαίωση: «Εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα», σύνδεση ουσιαστική και άμεση: «Έγινες τίμιο κλήμα της αμπέλου του Χριστού, πανεύφημε Κλήμη», «Έφερες ωραίους καρπούς, επειδή υπήρξες κλήμα της ζωηφόρου αμπέλου του Χριστού»∙ αφετέρου η Άγκυρα, της οποίας ήταν ο ποιμένας, του θυμίζει την άγκυρα της πίστεως στον Χριστό (μη ξεχνάμε ότι η άγκυρα ήταν ένα από τα γνωστότερα πρωτοχριστιανικά σύμβολα που δήλωνε τη στέρεα πίστη), οπότε την συνδέει με τις άλλες σχετικές αρετές, την αγάπη και την ελπίδα. «Έβαλες θεμέλιο την πίστη σαν ασφαλή άγκυρα, όπως και την ελπίδα και την αγάπη, και ανέθεσες τον εαυτό σου σαν αγιασμένο ναό, Πάτερ παμμακάριε, στην αγία ιερή Τριάδα».

22 Ιανουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ

«Καί ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ᾽Ανάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (Λουκ. 18, 42)

῾Ο τυφλός ζητιάνος τῆς πόλεως τῆς ῾Ιεριχοῦς μαθαίνοντας γιά τή διέλευση ἀπό τήν περιοχή του τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ κραυγάζει γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου. «῾Υιέ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». ᾽Επιμένει στό αἴτημά του καί μάλιστα ἐντονότερα, ὅταν οἱ γύρω του τόν ἀποπαίρνουν λόγω τῶν κραυγῶν του, προκειμένου νά σιωπήσει. Πετυχαίνει τό σκοπό του: νά βρεῖ τό φῶς του, γιατί ἐπιβλέπει σ᾽ αὐτόν τελικῶς ὁ Κύριος. «᾽Ανάβλεψον». Κι ἐκφράζει τήν εὐχαριστία του πρός Αὐτόν, ἀκολουθώντας Τον καί δοξολογώντας τόν Θεό μαζί μέ τόν ὑπόλοιπο λαό. Τό «ἀνάβλεψον» ὅμως τοῦ Κυρίου σ᾽ αὐτόν ἀποτελεῖ τό ζητούμενο καί γιά καθένα ἀπό ἐμᾶς. Νά ἀνοιχτοῦν τά μάτια μας ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς δέν ζητᾶμε διακαῶς στίς προσευχές μας; 

1. Πάμπολλα ἀσφαλῶς ἦταν τά προβλήματα τοῦ τυφλοῦ τῆς ῾Ιεριχοῦς. Δέν ἦταν μόνο ἡ τύφλωσή του, ἀλλά ἐξαιτίας αὐτῆς καί ἡ μεγάλη φτώχεια του πού τόν ἔκανε νά «προσαιτῇ» στίς ἄκρες τῶν δρόμων, ὅπως καί ἡ καταφρόνια τῶν συμπατριωτῶν του, οἱ ὁποῖοι δέν ἀνέχονταν νά τούς ἐνοχλεῖ μέ τίς κραυγές του. Τό αἴτημά του ὅμως, ὅταν κατορθώνει νά τραβήξει τήν προσοχή τοῦ Κυρίου, δέν ἦταν νά τοῦ δώσει χρήματα – ζητιάνος ἦταν – οὔτε νά τόν τραβήξει ἀπό τήν ἀφάνεια. Ζητᾶ αὐτό πού ἦταν τό κεντρικό του πρόβλημα, τό πιό οὐσιαστικό: νά ξαναβρεῖ τό φῶς του. Στήν ἐρώτηση τοῦ Κυρίου «τί σοι θέλεις ἵνα ποιήσω;» τό μόνο πού λέει εἶναι «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω».

Νά ἐπικεντρώνουμε στό πραγματικό καί πρώτιστο πρόβλημά μας: τήν τύφλωσή μας, νά τό παραδειγματικό στοιχεῖο γιά ἐμᾶς τοῦ τυφλοῦ. ᾽Από πνευματικῆς ἀπόψεως ὅμως οἱ ἄνθρωποι, καί μιλᾶμε γιά τούς θεωρουμένους πιστούς στόν Χριστό, δέν φαίνεται νά ἐπικεντρώνουμε στήν τύφλωση πού ἔχουμε. Στό ἐρώτημα ἄν θεωροῦμε ὡς κεντρικό πρόβλημά μας τήν ὅποια τύφλωσή μας ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι αὐτονόητα θετική. Κι αὐτό γιατί δέν νιώθουμε τυφλοί. ῾Η βεβαιότητά μας ὅτι ῾βλέπουμε᾽, ὅτι ἡ ὅρασή μας λειτουργεῖ καλά καί ἀποτελεσματικά εἶναι παραπάνω ἀπό δεδομένη. Εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα;

- Δέν ἀποδεικνυόμαστε πολλές φορές ἄπιστοι ἤ στήν καλύτερη περίπτωση ὀλιγόπιστοι, ὅταν ζοῦμε στόν κόσμο τοῦτο ἐνθυμούμενοι τόν Θεό περιστασιακά - ἴσως τό πρωΐ καί τό βράδυ σέ κάποιες προσευχές μας - συνεπῶς  θέτοντάς Τον στό περιθώριο καί ὄχι στό κέντρο τῆς ζωῆς μας;

- Δέν ἀποδεικνυόμαστε ἄπιστοι ἤ ὀλιγόπιστοι, ὅταν ἡ σχέση μέ τόν συνάνθρωπό μας παίρνει τή μορφή τῆς ἐπίθεσης ἤ τῆς ἄμυνας ἀπέναντί του, συνεπῶς τῆς ἐχθρότητας, γιατί βλέπουμε ὅτι δέν ἐξυπηρετοῦνται ἀπό αὐτόν τά συμφέροντά μας, πολλῷ μᾶλλον γιατί νομίζουμε ὅτι ἀδικούμαστε ἀπό αὐτόν;

- Δέν ἀποδεικνυόμαστε ἄπιστοι ἤ ὀλιγόπιστοι, ὅταν στίς φωνές τῆς ἴδιας τῆς καρδιᾶς μας, πού διψάει γιά εἰρήνη καί γαλήνη, ἐμεῖς κωφεύουμε καί μεταθέτουμε διαρκῶς τίς ὅποιες ἀπαντήσεις μας, γιατί δέν προλαβαίνουμε ἀπό τό πλῆθος τῶν ἀσχολιῶν μας;

Δέν εἶναι ὅμως ἡ ἀπιστία ἤ ἡ ὀλιγοπιστία ἡ κατεξοχήν τύφλωση τοῦ νοῦ, ἀφοῦ ἡ πίστη θεωρεῖται ὡς ἡ ὄραση τῆς ψυχῆς; «Πίστις ἐστίν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» μᾶς λέει θεόπνευστα ὀ ἀπόστολος Παῦλος. «Διά πίστεως περιπατοῦμεν» λέει κάπου ἀλλοῦ. Καί κλονίζεται βεβαίως ἡ πίστη ὡς ὅραση τῆς ψυχῆς καί μειώνεται καί χάνεται μέ ἀποτέλεσμα νά μή βλέπει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀκριβῶς κατά τά παραπάνω διαγράφει τόν Θεό ἀπό τή ζωή του γιατί δέν Τόν θέτει κέντρο τῆς ὕπαρξής του, διαγράφει τόν συνάνθρωπό του γιατί δέν τόν ἀγαπᾶ, διαγράφει τήν ἴδια τή συνείδησή του γιατί τήν περιφρονεῖ καί δέν θέλει νά τήν ἀκούει.

2. Θεραπεία ὅμως καί ῾ἀνάβλεψις᾽ δέν εἶναι μόνον ἡ διαπίστωση τῆς πνευματικῆς τύφλωσης: τῆς ἀπιστίας καί τῆς ὀλιγοπιστίας. Αὐτό εἶναι ἡ ἀρχή. ῞Οπως ὑποδεικνύει καί πάλι ὁ τυφλός χρειάζεται ἡ μέ πίστη  ἀληθινή καί γνήσια ταπείνωση στροφή πρός τόν Χριστό. ῞Οπως ἐκεῖνος ἔστρεψε τό νοερό βλέμμα του στόν Κύριο – μολονότι δέν μποροῦσε νά Τόν ἀναγνωρίσει ὡς Θεό, γι᾽ αὐτό καί τόν χαρακτήρισε «Υἱόν Δαυΐδ» - κι ἄρχισε νά Τόν καλεῖ γιά νά τόν ἐλεήσει πιστεύοντας ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ λύση τοῦ προβλήματός του, ἔτσι πολύ περισσότερο ὁ χριστιανός, ὁ ὁποῖος ἐννοεῖται ὅτι δέχεται τόν Χριστό ὄχι μόνο ὡς ἄνθρωπο ἀλλά καί ὡς Θεό: ἀπαιτεῖται νά πιστέψει πραγματικά ὅτι ὁ Χριστός ὡς Θεός εἶναι «τό φῶς τοῦ κόσμου» καί «ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης», ὁ ῾Οποῖος μέ τό ἔλεός Του μπορεῖ νά ρίξει φῶς στή σκοτεινιά καί τήν τύφλωση τῆς ψυχῆς του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ πιό γνωστή, δυνατή καί εὐθύβολη πρός σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου προσευχή τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι τό «Κύριε ἐλέησον». ῾Η προσευχή αὐτή ἐπαναλαμβάνεται ἀδιάκοπα σέ κάθε ἀκολουθία της καί αὐτή συνιστᾶ καί στήν πιό ἀνεπτυγμένη μορφή της: τό «Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», τήν προσευχή ὅλων τῶν ἁγίων καί τῶν ἀγωνιζομένων γιά ἁγιασμό τους χριστιανῶν.

Καί πέραν τούτων: ἀπαιτεῖται γιά τό ἄνοιγμα τῶν πνευματικῶν μας ὀφθαλμῶν καί τήν εὕρεση τοῦ φωτός, ἡ ἐπιμονή καί ἡ ἀνδρεία ἐκείνη τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία θά κάνει τόν ἄνθρωπο νά ὑπερβαίνει ὅλες τίς δυσχέρειες καί τά ἐμπόδια πού θά βρίσκει στόν δρόμο του. Καί πάλι ὁ τυφλός γίνεται τό παράδειγμα: Κραύγαζε στόν Κύριο νά τόν ἐλεήσει, ἐπικέντρωνε στό πρόβλημά του, ἀλλά κώφευε στίς ῾ἐπιθέσεις᾽ τῶν ἄλλων πού τόν πίεζαν νά μή κραυγάζει στόν Κύριο. Καί ἡ ἐπιμονή του αὐτή καί ἡ ἀνδρεία του ἐπιβραβεύτηκαν: ἐπέβλεψε ὁ Κύριος καί τόν θεράπευσε. Στή στροφή μας πρός τόν Κύριο, πολύ περισσότερο στίς νοερές κραυγές μας πρός Αὐτόν πρός ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους Του θά συναντήσουμε πειρασμούς καί ἐμπόδια: καί ἀπό τά δικά μας πάθη - ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε ὅτι ἡ ἐσωτερική ἀκαθαρσία μας λόγω τῶν παθῶν μας εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς ἐμποδίζει πρωτίστως γιά νά Τόν δοῦμε: «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» εἶπε – καί ἀπό τόν πεσμένο στήν ἁμαρτία κόσμο μας καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Πονηρό. ῞Οπως τό λέει καί ὁ ἀπόστολος: «῾Η πάλη ἡμῶν οὔκ ἐστιν πρός αἶμα καί σάρκα, ἀλλά πρός πρός τά πνευματικά  τῆς πονηρίας, πρός τόν κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου».

3. ῞Ωστε: ὁ ἄνθρωπος ἀναβλέπει, βρίσκει τό φῶς του, πού σημαίνει μετέχει στόν ἴδιο τόν Θεό γευόμενος ἤδη ἀπό τόν κόσμο τοῦτο τή σωτηρία του, ὅταν ἀναγνωρίζει τήν πνευματική του φτώχεια, ὅταν στρέφεται πρός τόν Χριστό ὡς τόν Σωτήρα του, ὅταν μέ ἀνδρεία ψυχῆς καί ἐπιμονή ἀντιμετωπίζει τούς διαφόρους πειρασμούς καί τά ἐμπόδια. Πῶς ὅμως ὑπάρχει ἡ ἐπιβεβαίωση γιά ὅλα αὐτά; Πῶς δηλαδή ἀποδεικνύεται ῾ἀντικειμενικά᾽ ὅτι ὁ Χριστός ἄγγιξε τά νοερά μάτια καί ἡ ὀρθή πίστη τοῦ ἀνθρώπου ἔφερε τήν ἀνάβλεψή του; Καί πάλι ὁ θεραπευθείς τυφλός γίνεται τύπος: Μέ ἀνοικτούς ὀφθαλμούς πιά λόγω τῆς ἐπέμβασης τοῦ Κυρίου Τόν ἀκολουθεῖ δοξολογώντας τόν Θεό μαζί μέ τόν ὑπόλοιπο λαό. «Καί παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καί ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τόν Θεόν. Καί πᾶς ὁ λαός ἰδών ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ». Κι αὐτό θά πεῖ: κι ἐμεῖς ἐπιβεβαιώνουμε τή θεραπεία μας καί τό ἄνοιγμα τῶν πνευματικῶν ὀφθαλμῶν μας ὅταν ἡ ζωή μας συνιστᾶ πιά μία ἀκολουθία τοῦ Κυρίου «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», δηλαδή στήν ᾽Εκκλησία Του. Στόν βαθμό πού ἡ ζωή μας κινεῖται δοξολογικά καί τό «δόξα Σοι ὁ Θεός» δέν λείπει ἀπό τά χείλη μας, στόν βαθμό πού ἡ θυσιαστική ἀγάπη μας πρός τόν συνάνθρωπο - ὅ,τι ἀποτελεῖ πυρήνα τῆς ἀκολουθίας τῶν ἰχνῶν τοῦ Κυρίου – γίνεται ἡ τροχιά τῆς ζωῆς μας, στόν βαθμό πού δέν αὐτονομούμαστε, ἀλλά νιώθουμε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε ναί! μποροῦμε νά νιώθουμε ὅτι βρισκόμαστε μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τά μάτια μας ῾βλέπουν᾽ τίς θαυμαστές ἐνέργειές Του σέ ὅλον τόν κόσμο.

῾Ο μέγας Πατήρ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συνήθιζε νά κραυγάζει: «Φώτισόν μου τό σκότος, Κύριε». Πρόκειται γιά παραλλαγή τῆς κραυγῆς τοῦ τυφλοῦ τοῦ Εὐαγγελίου. Δέν ὑπάρχει περίπτωση νά εἶναι κανείς χριστιανός χωρίς τήν παρόμοια κραυγή, χωρίς τήν κραυγή τῆς ᾽Εκκλησίας «Κύριε ἐλέησον». Εἶναι ἡ μόνη προϋπόθεση μέ τά δεδομένα πού εἴπαμε πού ὁ Κύριος μᾶς ἀκούει καί μᾶς θεραπεύει. Διότι «πᾶς ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα Κυρίου σωθήσεται».

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 18, 35–43)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν τόν Ἱησοῦν εἰς Ἰεριχὼ τυφλός τις ἐκάθητο  παρὰ τὴν ὁδὸν  προσαιτῶν. ἀκούσας  δὲ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. ἀπήγγειλαν δὲ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. καὶ ἐβόησε λέγων· Ἰησοῦ, υἱὲ Δαυῒδ, ἐλέησόν με.  καὶ οἱ προάγοντες ἐπετίμων  αὐτῷ ἵνα  σιωπήσῃ· αὐτὸς  δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· Υἱὲ Δαυῒδ, ἐλέησόν με. σταθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκέλευσεν αὐτὸν ἀχθῆναι  πρὸς  αὐτόν. ἐγγίσαντος  δὲ αὐτοῦ ἐπηρώτησεν  αὐτόν λέγων· Τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω. καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν  αὐτῷ· Ἀνάβλεψον·  ἡπίστις  σου  σέσωκέ σε.  καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἰδὼν ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, καθώς ὁ Ἰησοῦς πλησίαζε στήν Ἱεριχῶ, ἕνας τυφλός καθόταν στήν ἄκρη τοῦ δρόμου καί ζητιάνευε. Ὅταν ἄκουσε τό πλῆθος πού περνοῦσε, ρώτησε νά μάθει τί συνέβαινε. Τοῦ εἶπαν ὅτι περνάει ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Τότε ἐκεῖνος ἄρχισε νά φωνάζει δυνατά: «Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Αὐτοί πού προπορεύονταν τόν μάλωναν νά σωπάσει, ἐκεῖνος ὅμως  φώναζε ἀκόμη  πιό  πολύ:  «Υἱέ  τοῦ Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ὁ  Ἰησοῦς στάθηκε κι ἔδωσε ἐντολή νά τόν φέρουν κοντά του. Αὐτός πλησίασε κι ἐκεῖνος τόν ρώτησε: «Τί θέλεις νά σοῦ κάνω;» «Κύριε, θέλω ν' ἀποκτήσω τό φῶς μου», ἀποκρίθηκε. Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: «Ν' ἀποκτήσεις τό φῶς σου! Ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε». Ἀμέσως ὁ τυφλός βρῆκε τό φῶς του κι ἀκολουθοῦσε τόν Ἰησοῦ δοξάζοντας τό Θεό. Καί ὅλος ὁκόσμος, ὅταν τόν εἶδε, δοξολογοῦσε τό Θεό.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Α΄Τιμ.1,15–17)

Τέκνον Τιμόθεε, πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ· ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ' αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώνιον. Τῷ δὲ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· Ἀμήν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Παιδί μου, Τιμόθεε, σ' αὐτά τά λόγια πού θά πῶ μπορεῖ νά στηριχτεῖ κανείς καί πρέπει ὅλοι νά τά δεχτοῦν: ὉἸησοῦς Χριστός ἦρθε στόν κόσμο γιά νά σώσει τούς ἁμαρτωλούς· καί πρῶτος ἀνάμεσά τους εἶμαι ἐγώ. Ἀκριβῶς ὅμως γι' αὐτό μέ ἐλέησε, γιά νά δείξει ὁ Ἰησοῦς Χριστός σ' ἐμένα πρώτον ὅλη του τή μακροθυμία, ὥστε νά γίνω παράδειγμα γιά κείνους πού πρόκειται νά πιστέψουν σ' αὐτόν καί νά ὁδηγηθοῦν ἔτσι στήν αἰώνια ζωή. Παντοτινή, λοιπόν, τιμή καί δόξα στόν αἰώνιο βασιλιά, τόν ἄφθαρτο, τόν ἀόρατο, τόν μόνο σοφό Θεό. Ἀμήν.

Η ΕΝΟΤΗΤΑ: ΚΑΡΠΟΣ ΑΓΑΠΗΣ Ή ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑ;

Το αίτημα για ενότητα που ακούγεται από πολλές πλευρές σήμερα στην εποχή μας λόγω μίας όντως τραγικής πραγματικότητας που ζούμε: τη διχασμένη κοινωνία μας, εκκλησιαστική και μη, αποτελεί ό,τι πιο καίριο και αναγκαίο μπορεί να ακουστεί. Κι αυτό γιατί το όραμα και η προοπτική που μας άνοιξε ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός μας Ιησούς Χριστός ήταν ακριβώς αυτό: «ίνα πάντες εν ώσιν», όλοι να είναι ένα. Γι’ αυτό άλλωστε δεν ήλθε στον κόσμο; Τη διασπασμένη ανθρωπότητα λόγω της αμαρτίας της να τη θεραπεύσει, εντάσσοντάς την μέσα στο δικό Του σώμα, οπότε σε ενότητα μ’ Εκείνον όλοι και όλα να ζουν εν τω Θεώ. Από την άποψη αυτή όπου δεν υφίσταται η ενότητα εκεί δεν υπάρχει παρουσία της χάρης του Θεού, εκεί το μόνο που κυριαρχεί τελικώς είναι ο διάβολος και τα πάθη του ανθρώπου.

Αλλά λοιπόν μιλάμε για την εν Χριστώ ενότητα και όχι κάποιες ανθρώπινες κατανοήσεις της που λειτουργούν κατ’ επίφαση ενωτική οδηγώντας σε μεγαλύτερες διασπάσεις. Στη δεύτερη περίπτωση διαπιστώνει κανείς ότι «κυκλοφορεί» ο όρος ως σχήμα νοητικό κι ως ένα ιδεολόγημα. Κι από ιδεολογήματα χωρίς αντίκρυσμα ζωής έχει χορτάσει ο κόσμος, σαν εκείνον που προβάλλει το σκοτάδι με το όνομα του «φωτός»! Η εν Χριστώ αυτή ενότητα έχει αυτονόητα ως περιεχόμενο την αληθινή αγάπη με το χαρακτηριστικό αυτής, τη θυσία για χάρη του συνανθρώπου. Αγαπώ σημαίνει θυσιάζομαι για τον άλλον, τον όποιον άλλο, σεβόμενος τις ιδιαιτερότητές του και τους όποιους φόβους του. Ο απόστολος Παύλος εν προκειμένω το εξέφρασε με τον πιο καθαρό τρόπο: «Αν πρόκειται με την επιλογή μου να φάω κρέας, (που μου επιτρέπεται και δοξολογώ γι’ αυτό τον Θεό), αλλά να σκανδαλίσω τον αδελφό μου που είναι ασθενής στη συνείδησή του, ε τότε, δεν πρόκειται να φάω κρέας στον αιώνα τον άπαντα!» Ο ίδιος ο Κύριος το έθεσε για όλους τους  πιστούς Του ως όρο για να είμαστε μαζί Του: «Να αγαπάτε ο ένας τον άλλον, όπως εγώ σας αγάπησα. Μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν δεν υπάρχει: να θυσιάζει κανείς τη ζωή του για χάρη των φίλων του!

Οπότε η αγάπη θεωρείται ως μία τεράστια αγκαλιά που τον άλλον, τον όποιον άλλον, τον εντάσσει μέσα της και τον νιώθει κομμάτι του ίδιου του εαυτού της. Ο άλλος πια, χριστιανικά, δεν είναι «άλλος», αλλά εγώ, ο εαυτός μου, διευρυμένος στις πραγματικές χαρισματικές μου διαστάσεις. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» - αυτό σημαίνει  αγάπη κι αυτό συνιστά την ενότητα. Στον χριστιανικό εαυτό μας βρίσκουμε το ενοποιό κέντρο όλου του κόσμου. Γιατί ζούμε μέσα στον Χριστό που ενώνει τα πάντα σε ένα! Το ξαναλέμε: η ενότητα δεν κατανοείται ιδεολογικά ως πρόταση που μας εντάσσει σε μία προοδευτική ή όχι ομάδα, αλλά υφίσταται πραγματικά στην αληθινή έννοια της Εκκλησίας ως σώματος του Χριστού, όπως αποκαλύπτει η αλήθεια, ο λόγος του Θεού, και η εμπειρία των αγίων.

Έτσι η ενότητα υφίσταται για τον χριστιανό ανεξάρτητα από εξωτερικές διακρίσεις. Οι διακρίσεις και οι διχασμοί και οι διαιρέσεις μπορεί να υπάρχουν στον κόσμο μας – και δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν αφού αυτά είναι τα σημάδια της αμαρτίας – όμως ο αληθινός χριστιανός τα υπερβαίνει, ζώντας την ενότητα με τον Θεό και με τον σύμπαντα κόσμο μέσα στην καρδιά και την ύπαρξή του. Κι αυτό τι σημαίνει; Ότι το κάθε διχαστικό τραύμα των ανθρώπων το ζει ως δικό του πόνο και πληγή, αγωνιζόμενος για τη θεραπεία του τραύματος με τη βαθύτερη δική του μετάνοια – ένας άλλος «εσταυρωμένος» που «βαστάζει των άλλων τα βάρη» ή με διαφορετική διατύπωση: μία προέκταση του Χριστού που διαιωνίζει τη σταύρωσή Του μέσα από τα ενεργά μέλη Του, τους αγίους Του! 

Έτσι η υπερβατική ενότητα που βιώνει στην ύπαρξή του ο χριστιανός, ακατανόητη για τους περισσοτέρους, προσφέρει με μυστηριώδη τρόπο το φάρμακο της καταλλαγής και της συμφιλίωσης των ανθρώπων μεταξύ τους, που θα πει ότι όσο ο χριστιανός, ο άγιος, αναλαμβάνει το βάρος της πληγής των άλλων, τόσο και τους γλυκαίνει με την αγάπη και την ταπείνωσή του, λειτουργώντας ως η μεγαλύτερη ενοποιός δύναμη στον κόσμο. Πέρα από την παραδειγματική στάση του ίδιου του Κυρίου, αυτό δεν επισημαίνουμε σε πολλούς βίους των αγίων μας; Ό,τι συνέβαινε και σε μοναστήρι που μνημονεύει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: ο ηγούμενος σταμάτησε τα επιτίμια σε αμαρτάνοντες αδελφούς, διότι άρχισε να αμφισβητεί το ποιος αληθινά είχε αμαρτήσει – ο αθώος έπαιρνε επάνω του το βάρος της ενοχής!

Η ελευθερία της αγάπης και η ενότητα του Πνεύματος – η μεγαλειώδης προοπτική της χριστιανικής πίστεως, πέραν μικροεγωϊσμών και σκοπιμοτήτων. Όσες άλλες κατανοήσεις ενότητας ακούγονται είναι σεβαστές αλλά ως ιδεολογήματα, χωρίς δηλαδή χάρη και παρουσία Θεού. 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΙΜΟΘΕΟΣ, ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

«Ο άγιος Τιμόθεος ήταν από την πόλη Λύστρα, από πατέρα ειδωλολάτρη και  μητέρα Ιουδαία, που λεγόταν Ευνίκη. Μαθήτευσε στον απόστολο Παύλο και έγινε συνεργός του και κήρυκας του θείου Ευαγγελίου, οπότε πήγε με τον άγιο Ιωάννη τον ιδιαιτέρως αγαπημένο μαθητή του Κυρίου και κατέστη από τον ίδιο τον απόστολο Παύλο επίσκοπος Εφέσου. Όταν λοιπόν εκβράστηκε ο άγιος Ιωάννης από τη θάλασσα (όπως ιστορεί και στα συγγράμματά του ο Ειρηναίος ο επίσκοπος Λουγδούνων) και πήγε πίσω στην Έφεσο, κι ύστερα οδηγήθηκε στη νήσο Πάτμο από τον βασιλιά Δομετιανό ως εξόριστος, αυτός ο μακάριος Τιμόθεος πήρε τη θέση του στην επισκοπή των Εφεσίων. Κάποτε λοιπόν που οι ειδωλολάτρες, σε κάποια πατροπαράδοτη εορτή τους που ονομαζόταν «Καταγώγιο», στην πόλη των Εφεσίων, κρατούσαν είδωλα στα χέρια τους και έβαζαν κάποια από αυτά σαν προσωπεία πάνω τους και τραγουδούσαν με αυτά και επετίθεντο σε άνδρες και γυναίκες με ληστρικό τρόπο και έκαναν φονικά, ο μακάριος Τιμόθεος δεν άντεξε να βλέπει το άτοπο των ενεργειών τους, αλλά αντιθέτως έλεγχε τη μάταια αυτή πλάνη τους, προτρέποντάς τους να αφήσουν τις αισχρές  πράξεις, οπότε φονεύτηκε από αυτούς, καθώς του επετέθησαν με ρόπαλα. Ύστερα δε το άγιο λείψανό του μετακομίστηκε στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό των αγίων Αποστόλων, όπου τελείται και η Σύναξή του».

Ο άγιος απόστολος Τιμόθεος θεωρείται ο αγαπημένος μαθητής του αποστόλου Παύλου, τον οποίον ακολουθούσε συχνά στις ιεραποστολικές περιοδείες του και από τον οποίο δέχτηκε και τις δύο γνωστές ομώνυμές του επιστολές της Καινής Διαθήκης, την Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον. Και ως μαθητής του Παύλου, η αναφορά του ήταν προς τον Χριστό - αυτό είναι το γνώρισμα της ορθής μαθητείας στους αποστόλους: να ακολουθούν τα ίχνη του Κυρίου. Διότι οι απόστολοι, ως γνωστόν, δεν είχαν γύρω τους μαθητές-οπαδούς, δεν δημιουργούσαν ένα είδος πνευματικού «γκέτο», αλλά αυτούς που τους ακολουθούσαν τους προσανατόλιζαν αμέσως στον μόνον Σωτήρα των ανθρώπων, τον Ιησού Χριστό. Εκείνον φανέρωναν οι ίδιοι, Εκείνον λοιπόν και «έβλεπαν» οι μαθητές τους. Η υμνολογία της εορτής του αγίου Τιμοθέου  απαρχής, ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού, το ξεκαθαρίζει: «Θεόφρον Τιμόθεε, ήπιες τον χείμαρρο της ομορφιάς του Θεού και φρονώντας σαν Εκείνον πότισες αυτούς που ποθούν θερμά τη γνώση Του, μιμούμενος τον Χριστό». Ενώ ήταν μαθητής του Παύλου, τον Θεό «έπινε», Εκείνον δίδασκε, τον Χριστό εμιμείτο. Ο απόστολος Παύλος υπήρξε «καταπέλτης» σ’ εκείνους που θέλησαν να αλλοιώσουν την αλήθεια αυτή στην Κόρινθο. Όταν κάποιοι αποπειράθηκαν να ομαδοποιηθούν με κέντρο κάποιους αποστόλους και όχι τον Χριστό, εκείνος αμέσως αντέδρασε με οξύτητα: «Τι είναι ο Πέτρος ή ο Παύλος ή ο Απολλώς; Μήπως αυτοί σταυρώθηκαν για χάρη σας; Του Χριστού είμαστε όλοι και σε Εκείνον ανήκουμε».

Η κλήση του να γίνει χριστιανός και η συγκατάλεξή του μάλιστα στη χορεία των αποστόλων δεν ήταν του Παύλου ή κάποιου άλλου αποστόλου. Μπορεί ο απόστολος Παύλος να ήταν το μέσο της κλήσεώς του, όμως Εκείνος που γοήτευσε την καρδιά του και την έλκυσε προς Αυτόν ήταν ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος «βλέποντας ως προγνώστης και παντογνώστης  την ομορφιά της διανοίας του τον αξίωσε να συλλειτουργεί με τους θείους αποστόλους, Αυτός που με τη σοφή Του πρόνοια φροντίζει για εμάς». Η θέση αυτή του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους για τον άγιο Τιμόθεο  συνιστά αποκάλυψη στην ουσία του ίδιου του Χριστού για όλους τους ανθρώπους. «Ουδείς δύναται ελθείν προς με – είπε ο Κύριος – εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν», κανείς δεν έρχεται προς τον Χριστό, χωρίς να ελκυστεί από τον Θεό Πατέρα. Κανείς με άλλα λόγια δεν γίνεται χριστιανός από μόνος του, άρα κανείς άνθρωπος, όσο σπουδαίο ευαγγελικό έργο και αν επιτελεί, δεν μπορεί να καυχηθεί γι’ αυτό: ούτε για τη δύναμη του κηρύγματός του ούτε για τη μεθοδικότητα και την οργανωτικότητά του. Αυτά είναι απλά μέσα, συνιστούν ίσως το πλαίσιο, δεν είναι όμως ο πυρήνας. Η χάρη του Θεού είναι η ουσία, γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος σε άλλο σημείο των λόγων του φτάνει στο σημείο να λέει, εξαφορμής κάποιων που κήρυσσαν το όνομα του Χριστού από αντιπαλότητα προς τον ίδιο: είτε από καλή διάθεση το κάνουν είτε αντιδραστικά, αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι «Χριστός καταγγέλλεται».

Η αλήθεια ότι ο Θεός κινεί τα νήματα της κλήσεως τελικώς του ανθρώπου με τη συνέργεια απλώς των ανθρώπων, δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε μία υποβάθμιση όμως του ανθρώπινου παράγοντα. Η ισορροπία είναι λεπτή. Αν ο ίδιος ο Κύριος επανέλαβε τον Γραφικό λόγο ότι «δι’ υμάς βλασφημείται το όνομά μου εν τοις έθνεσι», δηλαδή ότι το όνομα του Θεού βλασφημείται από τους απίστους εξαιτίας των θεωρουμένων κακών εκπροσώπων Του, αυτό σημαίνει ότι και ο ανθρώπινος παράγων δεν είναι αμελητέος ως προς το να κερδηθεί ή να χαθεί ο συνάνθρωπος. Γι’ αυτό και έχει τεράστια σημασία να εκφράζεται η ορθή πίστη στον άνθρωπο ως ορθή πράξη. Ο άγιος υμνογράφος στην τρίτη ωδή του κανόνα του για τον άγιο Τιμόθεο επισημαίνει και τη διάσταση αυτή. «Με τη νέκρωση των μελών της σαρκός σου, δηλαδή του αμαρτωλού σου φρονήματος, μακάριε Τιμόθεε,  υπέταξες το χειρότερο στον φωτισμένο από τον Θεό λόγο, δίνοντας την ηγεμονία στο ανώτερο. Και έτσι κυριάρχησες στα πάθη σου και έκανες φαιδρά και λαμπρή  την ψυχή σου, καθώς ρυθμιζόσουν από τα διδάγματα του Παύλου».

Ο απόστολος Παύλος ήταν ο Γέροντας, για να χρησιμοποιήσουμε μεταγενέστερο εκκλησιαστικό όρο, του Τιμοθέου. Εκείνος τον ρύθμιζε, τον καθοδηγούσε για να υπερβεί ο Τιμόθεος τα πάθη του, να καθαρίσει την καρδιά του, να φωτιστεί από τον Θεό, να βρει τον Θεό. Κι αυτό το έκανε μ’ έναν διπλό τρόπο: πρώτα με την αγιασμένη του ζωή: «Ο σταθερός μαθητής του θείου Παύλου, ακολουθεί τα ίχνη του διδασκάλου»∙ έπειτα με τη διδασκαλία του, είτε την προφορική είτε τη γραπτή μέσω των επιστολών του. Οι επιστολές μάλιστα που του έστελνε δεν είχαν χαρακτήρα  τυπικό ή απλώς συναισθηματικό, αλλά ήταν κατά κυριολεξία «ιερουργία του ευαγγελίου». Ο απόστολος παντού και πάντοτε βρισκόταν «κατ’ ενώπιον του Θεού», «πάντα ενεργών εις δόξαν Θεού». «Ιερουργούσε το ευαγγέλιο του Χριστού από το ύψος των αρετών ο θειότατος Παύλος και με χαρά σού έστειλε ως μαθητή του, Τιμόθεε, θεόγραφες επιστολές».  Θα ήταν μεγάλη ευλογία να μελετούσαμε ή να ξαναμελετούσαμε τις επιστολές αυτές του αποστόλου Παύλου. Θα ήταν και πάλι ένας ευαγγελισμός των ψυχών μας.