08 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ

«Ο άγιος Θεόδωρος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Λικίνιου (τις πρώτες δεκαετίες του 3ου αιώνα). Καταγόταν από τα Ευχάϊτα, αλλά κατοικούσε στην Ηράκλεια του Πόντου. Υπερείχε από τους περισσοτέρους ως προς το κάλλος της ψυχής του, το μέγεθος του σώματος και τη δύναμη των λόγων. Όλοι, γι’ αυτό, προσπαθούσαν να αποκτήσουν τη φιλία του. Για τον ίδιο λόγο και ο Λικίνιος ήθελε πάρα πολύ να τον συναντήσει, μολονότι είχε ακούσει  ότι είναι χριστιανός και βδελύσσεται τους λεγόμενους θεούς. Έστειλε λοιπόν από τη Νικομήδεια μερικούς, του ιδίου αξιώματος με τον Θεόδωρο, και τους πρόσταξε να του φέρουν τον μάρτυρα με ευγενικό τρόπο. Όταν αυτοί επέστρεψαν λέγοντας ότι ο μακάριος Θεόδωρος έφερε ως αντίρρηση ότι πρέπει ο βασιλιάς μάλλον να έλθει μαζί με τους μεγαλύτερους από αυτόν θεούς, αμέσως ο βασιλιάς ήλθε στην Ηράκλεια.

Ο άγιος Θεόδωρος, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να συναντήσει τον Λικίνιο μετά από νυκτερινό όραμα που του έστειλε ο Θεός, όταν πληροφορήθηκε ότι ο βασιλιάς πλησιάζει, ανέβηκε σε άλογο, τον συνάντησε και τον τίμησε όπως έπρεπε. Ο βασιλιάς τότε του έδωσε το δεξί του χέρι και χαιρέτισε τον Θεόδωρο πολύ θερμά. Εισήλθε έπειτα στην πόλη κι αφού κάθισε σε υψηλό βήμα, προέτρεπε τον μακάριο Θεόδωρο να προσφέρει στους δικούς του θεούς θυσία. Ο άγιος  ζήτησε να πάρει στο σπίτι του τα αγάλματα των επισημοτέρων θεών, να προσφέρει εκεί πρώτα τις προσευχές του, και έπειτα πάλι δημόσια να προσφέρει στους θεούς αυτούς σπονδές. Ο βασιλιάς συμφώνησε κι έδωσε εντολή  να του δοθούν τα χρυσά και τα αργυρά αγάλματα, ο άγιος τα έλαβε και κατά το μέσο της νύκτας τα συνέτριψε, τα έκανε μικρά κομμάτια και τα έδωσε στους ενδεείς και τους πένητες.

Την επομένη ημέρα, όταν ο Μαξέντιος ο Κομενταρήσιος είπε ότι είδε την κεφαλή της μεγάλης θεάς Αφροδίτης να περιφέρεται από κάποιον πτωχό, ο Λικίνιος διέταξε και αμέσως ο άγιος συνελήφθη από τη φρουρά του Λικινίου. Και πρώτα μεν τον ξέντυσαν, τον κράτησαν τεντωμένο τέσσερις, και τον κτύπησαν με μαστίγια από νεύρα βοδιών: επτακόσιες πληγές στην πλάτη, πενήντα στην κοιλιά, όπως και κτυπήματα με μολύβδινες σφαίρες στον αυχένα. Έπειτα τον χαράκωσαν μέχρι αίματος, τον κατέφλεξαν με λαμπάδες, και έτριψαν με όστρακα τις πρησμένες και καμένες πληγές, οπότε τον έριξαν στη φυλακή, ασφαλίζοντας τα πόδια του σε ξύλινη μέγγενη.

Έμεινε χωρίς φαγητό και νερό στη φυλακή επί επτά ημέρες. Τον έβγαλαν πάλι και κάρφωσαν τα χέρια και τα πόδια του σε σταυρό, κι εκεί του πέρασαν περόνη από το κάτω μέρος του σώματος, που έφθασε μέχρι τα έγκατά του. Γύρω του στέκονταν και παιδιά, που τόξευαν τον άγιο στο πρόσωπο και τα μάτια, ενώ από τις βολές των βελών που κτυπούσαν τα μάτια, έπεσαν κάτω οι κόρες των οφθαλμών του. Άλλοι δε, έκοψαν τα γεννητικά του όργανα, κάνοντας εγκάρσιες τομές σ’ αυτά. Πέρασε τη νύκτα πάνω στο σταυρό και νόμισε ο Λικίνιος ότι είχε ήδη πεθάνει. Αλλά απατήθηκε. Διότι άγγελος Κυρίου τον έλυσε από τα δεσμά και έγινε ολόκληρος υγιής, και έψαλλε και ευλογούσε τον Θεό.

Το ξημέρωμα, απέστειλε ο Λικίνιος να σηκώσουν το σώμα του Μάρτυρα και να το ρίξουν στη θάλασσα. Όταν όμως έφθασαν οι απεσταλμένοι και είδαν τον άγιο να είναι ακόμη ζωντανός και όλος υγιής, πίστεψαν στον Χριστό, άνδρες περίπου ογδόντα πέντε στον αριθμό. Και μετά από αυτούς, άλλοι τριακόσιοι στρατιώτες, στους οποίους ηγείτο ο ανθύπατος Κέστης, που στάλθηκαν για να φονεύσουν τους πρώτους, και αυτοί πίστεψαν στον Χριστό. Όταν είδε ο Λικίνιος την πόλη αναστατωμένη, διέταξε να κοπεί η κεφαλή του αγίου. Στάθηκαν όμως τότε πάμπολλα πλήθη χριστιανών και εμπόδιζαν τους στρατιώτες. Μόλις λοιπόν ο άγιος τους ησύχασε και προσευχήθηκε στον Χριστό, του έκοψαν το κεφάλι και πήρε τέλος ο δρόμος του μαρτυρίου. Μετατέθηκε δε από την Ηράκλεια στα Ευχάϊτα, στο γονικό οίκημά του, καθώς ο μάρτυς είχε δώσει τις κατάλληλες εντολές από πριν στον γραμματέα του Αύγαρο. Ο Αύγαρος, που ήταν μαζί με τον άγιο καθ’ όλη τη διάρκεια του μαρτυρίου του, έγραψε το μαρτυρολόγιο του αγίου κατά πλάτος, δηλαδή και τις ερωτήσεις που του έθεσαν και τις απαντήσεις που έδωσε και τα ποικίλα είδη των βασανιστηρίων που πέρασε, και τις εκ Θεού φανερώσεις και βοήθειες».

Ο πυρπολημένος από θείο πόθο νους του αγίου Θεοδώρου αποτελεί το κλειδί που ερμηνεύει την καρτερία του στα τόσα βασανιστήρια που υπέστη, όπως βεβαίως και τη δύναμή του να υπερβεί πρώτα όλες τις προσφορές του ίδιου του βασιλιά. Απαιτείται να έχει κάποιος ολοκληρωτικά στραμμένο τον νου του στον Θεό, να φλέγεται από την αγάπη Εκείνου, για να μπορεί να περιφρονεί τη φιλία ενός βασιλιά, και μάλιστα με τέτοιες εξουσίες την εποχή εκείνη, και να καταφρονεί τα μαρτύρια που τσακίζουν το σώμα του ανθρώπου. Κι αυτό είναι το διαρκώς ζητούμενο από την Εκκλησία για τον πιστό άνθρωπο: όχι απλώς να τον περιορίσει με κάποιες εντολές και κανόνες – αυτό αποτελεί εξιουδαϊσμό της πνευματικής της ζωής – αλλά να τον προσανατολίσει στην αγάπη προς τον Θεό, την πρώτη και μεγάλη εντολή που έχει δώσει ο Θεός στον άνθρωπο. «Με πυρπολημένο τον νου από τον θείο πόθο, με γενναιότητα και μεγάλη τόλμη  προχώρησες στον θάνατο της φωτιάς», σημειώνει σε κάθισμα του όρθρου ο υμνογράφος του αγίου. «Ο πόθος σου προς τον Θεό διέγραψε κάθε εμπαθή σχέση με τα γήινα, παμμακάριστε, δηλαδή και την ηδονή της δόξας, τον πλούτο και την τρυφή, και το περιβόητο ύψος της αναγνώρισης από όλους» (ωδή δ΄ ).

Ο υμνογράφος του αγίου Θεοδώρου Νικόλαος προβάλλει την ομορφιά του και το παράστημά του: ο άγιος Θεόδωρος ήταν «ωραίος νέος, με σπάνια ομορφιά, διακρινόμενος για το κάλλος της ψυχής και του σώματος». Αλλά η ομορφιά του ανθρώπου, κατά τον υμνογράφο, κάτι που βλέπουμε στους αγίους μας σαν τον σημερινό, έγκειται κατεξοχήν στην ομορφιά της ψυχής. «Η ομορφιά των αρετών τον έκανε ωραίο, κυρίως όμως στολιζόταν από τα στίγματα των μαρτύρων» (ωδή γ΄). Πράγματι, για την πίστη μας, η ομορφιά του σώματος είναι ένα αγαθό, το οποίο όμως επειδή είναι φθαρτό δεν έχει πρωτεύουσα σημασία. Έρχονται τα γηρατειά κι αυτό που αποτελεί συνήθως καύχημα για τον έχοντα το αγαθό τούτο, εξαφανίζεται. Χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν πιθανούς τραυματισμούς, αρρώστιες που αλλοιώνουν τον άνθρωπο, ή και τον αφανίζοντα τα πάντα θάνατο. Η αληθινή ομορφιά έγκειται, όπως λέει για τον άγιο ο υμνογράφος, στην απόκτηση των αρετών. Όταν η ανθρώπινη ψυχή ντύνεται τις αρετές, όταν η χάρη του Θεού επισκιάζει τον άνθρωπο, τότε και ο πιο άσχημος εξωτερικά θεωρούμενος άνθρωπος αποκτά μία γλυκύτητα και μία «επιφάνεια» που γοητεύει και μαγνητίζει τους πάντες. «Καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» ακούμε να λέει επ’ αυτού ο λόγος του Θεού. Στον άγιο Θεόδωρο βεβαίως συνυπήρχαν και τα δύο στοιχεία: και το κάλλος του σώματος και το κάλλος της ψυχής. Για τον άγιο όμως η προτεραιότητα ήταν δεδομένη: το κάλλος της ψυχής. Και μάλιστα όχι μόνο με τις αρετές, αλλά κυρίως με τα βάσανα που υπέστη. Κι αυτό διότι προφανώς τον έβαζαν στα χνάρια του κατ’ εξοχήν «ωραίου κάλλει παρά πάντας ανθρώπους» Ιησού Χριστού.

Με το μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου όμως έχουμε και ένα είδος  επιβεβαίωσης της αναστάσεως των σωμάτων που θα φέρει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Θέλουμε να πούμε ότι ο Κύριος δίνοντας τη χάρη Του δι’ αγγέλου να αποκαταστήσει το διαμελισμένο από τα βασανιστήρια σώμα του αγίου, να το ξανακάνει υγιές καθ’ ολοκληρίαν όπως ήτανε πριν από την αποτομή της κεφαλής του, μας δίνει με μεγάλη ενάργεια μία εικόνα της εκ νέου δημιουργίας των σωμάτων που θα πραγματοποιήσει. Διότι υπάρχουν χριστιανοί οι οποίοι διερωτώνται: μα πώς τα διαλυμένα σώματα από τον θάνατο ή τα πυρπολημένα από τη φωτιά ή τα φαγωμένα από θηρία θα αναστηθούν; Και η απάντηση βεβαίως είναι απλή: ο Θεός θα προβεί σε μία νέα δημιουργία τους. Αυτός που «εξ ουκ όντων» δημιούργησε τα πάντα, ο Ίδιος και πάλι θα δημιουργήσει τα φθαρμένα και διαλυμένα. Κι εδώ ακριβώς, στο μαρτύριο του αγίου Θεοδώρου, παίρνουμε μία εικόνα αυτής της μελλοντικής δημιουργίας: με μία απλή ενέργειά Του, και μάλιστα δι’ αγγέλου Του, το σώμα αποκαθίσταται. «Φάνηκες νικητής, ολοκληρωτικά άρτιος, μετά τη σταύρωση και την κάθε άλλη αποκοπή των μελών σου  και  νέκρωση, συ που νίκησες τον κόσμο. Διότι ο Χριστός με το χέρι του αγγέλου σαν αρχηγός της ζωής, σου ξανάδωσε ζωή» (ωδή ε΄).

07 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ

«Αυτός ο όσιος είναι βλάστημα και εντρύφημα της Ελλάδας. Οι πρόγονοί του ήταν από τη νήσο Αίγινα, οι οποίοι μη αντέχοντας τις συνεχείς επιθέσεις των Αγαρηνών μετανάστευσαν και έφτασαν στην κεντρική Ελλάδα, στην οποία και γεννήθηκε ο μακάριος Λουκάς. Αυτός από μικρό παιδί απείχε όχι μόνον από το κρέας, αλλά και από τα αυγά και τα τυριά. Το φαγητό και το πιοτό του ήταν ο κρίθινος άρτος, το νερό και τα όσπρια. Ταλαιπωρώντας το σώμα του με κάθε ασκητική κακοπάθεια και σκληραγωγία, θεωρούσε ευχαρίστησή του να τρέφει τον πεινασμένο και να χαρίζει ενδύματα στον γυμνό, και με αυτά χόρταινε. Γι’ αυτόν τον λόγο, επειδή δηλαδή πολλές φορές είχε δώσει και το δικό του ένδυμα, γύριζε στην κατοικία του γυμνός. Κι όποτε ανέπεμπε τις προσευχές του στον Θεό, τα πόδια του απομακρύνονταν ένα πήχυ σχεδόν από το έδαφος, και φαίνονταν να μην ακουμπούν στη γη. Όταν μάλιστα ακολούθησε και τον μοναχικό βίο, δεν είναι δυνατόν να πει κανείς πόση εγκράτεια και κακουχία επέδειξε ο μακάριος. Ως μοναχός πέρασε από όλες τις παραλιακές περιοχές και με τα θαύματα που τελέστηκαν από αυτόν έγινε αίτιος σωτηρίας για πολλούς. Ύστερα άφησε τις μετακινήσεις και έμεινε στο χώρο του Μοναστηριού. Επτά έτη αργότερα στον χώρο αυτόν, προείπε το τέλος του σε όλους και έτσι άφησε τη ζωή αυτή».

Η ζωή του οσίου Λουκά του εν Ελλάδι, του γνωστού μας οσίου Λουκά του εν Στειρίω Βοιωτίας, αποτελεί επακριβή έμπρακτο υπομνηματισμό του λόγου του Κυρίου: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα…υπέρ εμέ ούκ εστι μου άξιος». Ο όσιος Λουκάς πράγματι, από πολύ μικρός στην ηλικία, στράφηκε με πόθο αγάπης προς τον Χριστό τέτοιο, που ξεπέρασε τη φυσική αγάπη προς τους γονείς του, και μάλιστα προς τη μητέρα του που τον υπεραγαπούσε. Ο υμνογράφος άγιος Ιωσήφ επανειλημμένως τονίζει την ολοσχερή αυτή αγάπη του: «Ολωσδιόλου από τη νεότητά του ακολούθησες τον Κύριο και γι’ αυτό εγκατέλειψες, ένδοξε, τον σύνδεσμό σου με τους γονείς και τη στοργή προς τον κόσμο» (στιχηρό εσπερινού)∙ «Αναπτερώθηκες από τον θερμό έρωτα του Σωτήρος Χριστού και έκανες πέρα το φίλτρο των γονέων για χάρη Του, και έγινες, ω Λουκά, ξένος από όλα τα τερπνά της ζωής, μακάριε» (ωδή γ΄).

Η φυγή του από τον κόσμο λόγω της προς Κύριο αγάπης του ήταν η απαρχή. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας σημειώνουν ότι ο νεαρός Λουκάς αποδύθηκε έπειτα σε μεγάλες ασκήσεις εγκρατείας και ταπείνωσης του σώματος, ώστε να υποτάξει τα άτακτα θελήματα αυτού στον ηγεμόνα νου και να μπορέσει να προσαρμοστεί πλήρως στο θέλημα του Κυρίου, κάτι που βεβαίως σήμαινε αύξηση της αγάπης του και προς Εκείνον και προς τον συνάνθρωπο. «Ο ιερός Λουκάς, Σωτήρα Κύριε, σε πόθησε ολοκληρωτικά και γι’ αυτό στράφηκε με στέρεο τρόπο προς την άσκηση, υπομένοντας καρτερικά θλίψεις, μόχθους, κόπους, για τα οποία βρήκε την ατελεύτητη τρυφή» (ωδή α΄)∙ «Πίεζες το σώμα σου πάντοτε, πάτερ Λουκά, με την εγκράτεια, με τη συνεχή αγρυπνία, με κάθε κακουχία διακριτικά, και κυριάρχησες στις ορμές των εμπαθών ηδονών» (ωδή α΄)∙ «Αναδείχτηκες, μακάριε, υπάκουος σαν δούλος σε κάθε θεία εντολή» (ωδή γ΄).

Θα πρέπει να τονίσουμε ιδιαιτέρως αυτό που με σοφό τρόπο εξαγγέλλει ο ιερός υμνογράφος: ότι η σκληρή ασκητική του προσπάθεια  ήταν για να παραμένει στις εντολές του Κυρίου, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Διότι αν η όλη ασκητική διαγωγή του χριστιανού δεν κατατείνει προς αυτόν τον σκοπό, την αγάπη δηλαδή, δεν έχει νόημα. Διαστρέφεται και γίνεται φαρισαϊκή ηθική, ευσεβισμός, καύχηση για αρετές χωρίς νόημα, σκλήρυνση της καρδιάς. Σ’ αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος έχει αρετές, όχι όμως Θεό. Λείπει η ταπείνωση ως οριστικό άφημα του εαυτού στον Χριστό. «Πέρασες τη ζωή σου με σωφροσύνη και με καλό τρόπο, φιλοξενώντας αδιάκοπα και ελεώντας τον συνάνθρωπό σου πλούσια και άφθονα» (ωδή ς΄). Είναι ευνόητο λοιπόν για τον άγιο Ιωσήφ να συμπεράνει ότι αυτή η απλότητα και η ταπείνωση και η αγάπη και η πραότητα του οσίου Λουκά τον έχουν κατατάξει στη βασιλεία του Θεού, μαζί με τους αγίους και δικαίους Αβραάμ και Ιακώβ και Δαυίδ. «Έδειξες, πάτερ, αληθινά απλό και απονήρευτο και ταπεινό, γεμάτο από έλεος προς τους φτωχούς, και φιλόξενο και φιλέρημο, ήσυχο και πράο ήθος. Γι’ αυτό και κατατάχτηκες με τον Αβραάμ και Ιακώβ και Δαυίδ» (ωδή θ΄).

Ο άγιος Ιωσήφ μας υπενθυμίζει όμως  με δύο ύμνους του μία ενέργεια του Θεού, που φανερώνει πόσο βαθιά φιλόστοργος και φιλάνθρωπος είναι. Είναι ίσως η κορυφαία στιγμή της σύνθεσης του κανόνα του για τον όσιο Λουκά. Περί τίνος πρόκειται; Ο όσιος, είπαμε, από μικρή ηλικία στράφηκε ένθερμα προς τον Χριστό. Έφυγε μάλιστα κρυφά από τους γονείς του και προχώρησε στις πνευματικές ασκήσεις του, ακολουθώντας και τη μοναχική ζωή. Η μητέρα του ιδιαιτέρως πόνεσε πολύ από την κρυφή φυγή του, γι’ αυτό και με δάκρυα και σπαραγμό ψυχής παρακαλούσε τον Κύριο να της φανερώσει το πού βρίσκεται. Κι ο Κύριος ακριβώς κάμφθηκε. Χωρίς να θέλει κάτι τέτοιο ο αγαπημένος του δούλος Λουκάς, Εκείνος της τον φανέρωσε. Έτσι και ο Λουκάς στεφανώθηκε από τον Χριστό για την ολοσχερή αγάπη του προς Αυτόν, την υπερβαίνουσα και το γονεϊκό φίλτρο, και η μητέρα του δέχτηκε τον καρπό της προσευχής της: έμαθε για το παιδί της. Θεωρούμε ότι είναι η κορυφαία στιγμή της ακολουθίας, διότι δείχνει ότι ο Κύριος μπροστά στα καρδιακά αιτήματα του ανθρώπου κάμπτεται. Δεν ξέρουμε, αλλά μας θυμίζει λίγο η υπενθύμιση αυτή του αγίου υμνογράφου αυτό που είναι γνωστό σαν θρύλος από τις επεμβάσεις της Παναγίας: οι απορριπτόμενοι του Παραδείσου, λόγω της «ακρίβειας» του αποστόλου Πέτρου, του κρατούντος τα κλειδιά της Βασιλείας, γίνονταν δεκτοί «παρανόμως» από την Παναγία, η οποία τους εισήγαγε στον Παράδεισο από το πλάι της θύρας με το μαφόρι της.

 «Πληγώθηκες από τον πόθο του Κυρίου και θεώρησες όλα τα ευχάριστα της ζωής ως μηδέν. Τη στέρηση δε της μητέρας σου και την ξενιτεία αγάπησες, και ντύθηκες το μοναχικό ένδυμα, ιερώτατε. Αλλά σε φανερώνει ο Θεός, έστω και παρά τη θέλησή σου, όσιε Λουκά, γιατί κάμφθηκε ο φιλάνθρωπος από τις μητρικές προσευχές» (στιχηρό εσπερινού).  «Τον πόθο της μητέρας σου μη λαμβάνοντας  καθόλου υπόψη και φέρνοντας τον εαυτό σου σε τόπο άσκησης, τον παρέδωσες εκεί κρυφά. Πάλι όμως ο Θεός σε φανερώνει στη μητέρα σου, που θρηνούσε τη στέρησή σου δίκαια, πανάριστε» (κάθισμα του όρθρου).

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΑΜΨΑΚΟΥ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Τῆς Λαμψάκου ὁ μέγας θαυματουργός, ἀναβάς ἐν τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν, ἀστράπτεις τοῖς πέρασι, τῷ φωτί τῶν ἰάσεων, τούς ζοφώδεις Δαίμονας, σκορπίζων φαιδρότατα, καί ἐλαύνων νόσους, χρησταῖς ἐπικλήσεσιν· ὅθεν καί τῆς πλάνης, τῶν εἰδώλων καθάρας, πᾶσαν τήν Ἑλλήσποντον, καταλάμπεις τοῖς θαύμασιν· Θεοφόρε Παρθένιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τήν ἁγίαν μνήμην σου» (Κάθισμα ὄρθρου).

(Θεοφόρε Παρθένιε, πού εἶσαι ὁ μέγας θαυματουργός τῆς πόλης τῆς Λαμψάκου, ἀφοῦ ἀνέβηκες στό ὕψος τῶν ἀρετῶν, ἀστράφτεις τά πέρατα μέ τό φῶς τῶν ἰάσεων, σκορπίζοντας τούς σκοτεινούς Δαίμονες μέ εὔκολο τρόπο καί διώχνοντας μακριά τίς ἀρρώστιες μέ τίς γεμάτη ἀγάπη προσευχές σου. Γι’ αὐτό, κι ἀφοῦ καθάρισες ὅλη τήν περιοχή τοῦ Ἑλλησπόντου ἀπό τήν πλάνη τῶν εἰδώλων, τήν καταφωτίζεις μέ τά θαύματά σου. Πρέσβευε στόν Χριστό τόν Θεό, νά δωρίσει τήν ἄφεση τῶν πταισμάτων σέ μᾶς πού ἑορτάζουμε μέ πόθο τήν ἁγία μνήμη σου).

Μέγας γιά τήν Ἐκκλησία ὁ ἅγιος Παρθένιος, ἐπίσκοπος Λαμψάκου, ὁ ὁποῖος ἔζησε ἐπί Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου κι ἦταν υἱός ἑνός Διακόνου τῆς Ἐκκλησίας στό ὄνομα Χριστόφορος. Γράμματα δέν ἤξερε πολλά, ὅμως ὑπῆρξε μέγας ἀσκητής, τηρώντας μέ ἀκρίβεια ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἡ ταπείνωσή του ἦταν παροιμιώδης - ἔδινε τά πάντα στούς ἀναγκεμένους ὑπό τό κάλυμμα τοῦ φτωχοῦ ψαρᾶ - γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος λόγω τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐσεβείας του τόν χαρίτωσε μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας, δηλαδή νά βγάζει δαιμόνια ἀλλά καί νά θεραπεύει κάθε νόσο καί ἀσθένεια. Φρόντισε ὅμως νά μάθει καί γράμματα, ὁπότε ὁ ἐπίσκοπος Φίλιππος τῆς Μελιτουπόλεως τόν χειροτόνησε πρεσβύτερο, ἐνῶ στή συνέχεια ὁ Ἀχίλλειος Μητροπολίτης Κυζίκου τόν χειροτόνησε ἐπίσκοπο τῆς Λαμψάκου. Ἄν ὡς λαϊκός ἐπιτελοῦσε πολλά θαύματα, ὡς κληρικός καί μάλιστα ἐπίσκοπος ἔκανε πάμπολλα. Ἡ εὐσέβεια καί ἡ ἀρετή του δηλαδή ὄχι μόνον δέν μειώθηκαν ἀπό τά ἀξιώματα πού ἔλαβε, ἀλλά πολλαπλασιάστηκαν, γι’ αὐτό καί ἡ ἐπωνυμία θαυματουργός σφράγισε τήν ὅλη βιοτή καί πορεία του. Γιά παράδειγμα: Θεράπευσε τόν ὀφθαλμό ἑνός ἄνδρα, τόν ὁποῖο τύφλωσε μέ κτύπημα ἕνας ταῦρος· ἐξαφάνισε τόν καρκίνο ἀπό μία γυναίκα μέ μόνη τήν εὐλογία του· νέκρωσε μ’ ἕνα φύσημά του ἕναν λυσσασμένο σκύλο πού ὅρμησε ἐναντίον του· ἀνέστησε ἄνθρωπο πού πέθανε ἀπό πάτημα πάνω του μίας ἅμαξας καί εἶχε διαρραγεῖ ἡ κοιλιά του· ἐξεδίωξε τούς δαίμονας ἀπό πολλούς ἀνθρώπους κ.ο.κ. Ὅλη ἡ ζωή του ἦταν μία προσφορά στόν συνάνθρωπο, μέχρις ὅτου ἀφοῦ προεῖπε καί τά μέλλοντα νά συμβοῦν ἐξεδήμησε πρός τόν Κύριο. 

Δέν παραξενεύει λοιπόν τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος του στό θαυματουργικό κυρίως χάρισμά του ἐπικεντρώνει τήν προσοχή μας, ἀφοῦ ὅμως τονίζει καί τήν προϋπόθεση ὑπάρξεώς του, ὅπως ἄλλωστε σημειώνεται καί ἀπό τό συναξάρι του: τήν ἄνοδό του στό ὕψος τῶν ἀρετῶν. Ὁ ἅγιος Παρθένιος δηλαδή ὅ,τι θαυμαστό ἔκανε, τό ἔκανε γιατί ἄφησε τόν ἑαυτό του στά χέρια τοῦ Κυρίου του καί ἔγινε δίοδος νά ἐνεργεῖ Ἐκεῖνος μέσω αὐτοῦ. Διότι μιλώντας γιά ἀρετές, τό ἄκρο τῶν ὁποίων ἔφτασε, μιλᾶμε ὄχι γιά κάτι πού ἀποτελεῖ κατόρθωμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἔκφραση καί καρπό τῆς ὑπάρχουσας χάρης τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν ὕπαρξη ἑνός ἁγίου. Κι εἶναι πολύ παρήγορο τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος Παρθένιος, ὡς ζῶν αἰωνίως μέσα στόν Κύριο, συνεπῶς εὑρισκόμενος διαρκῶς κι αὐτός ἀνάμεσά μας, εἶναι ἕτοιμος νά συνδράμει καί καθέναν ἀπό ἐμᾶς, ἀρκεῖ νά τόν ἐπικαλούμαστε ἐν πίστει καί νά προστρέχουμε σ’ αὐτόν. Ἰδιαιτέρως σήμερα πού τόσος κόσμος ταλαιπωρεῖται ἀπό τόν καρκίνο, ἐκεῖνος ἔχει ἀναλάβει ἔντονη δράση καί βρίσκεται στήν ἡμερήσια διάταξη, ἐνῶ ἐκεῖ πού ὑπάρχουν τά ἅγια λείψανά του, ὅπως γιά παράδειγμα στήν ἱερά Μονή Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Μακρυμάλλης στά Ψαχνά Ευβοίας ὅπου φυλάσσεται ἡ κάρα του, ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἡ αἰσθητή ἔντονη παρουσία του.

06 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΟΥΚΟΛΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

«Ο άγιος Βουκόλος από νεαρή ηλικία αγίασε τον εαυτό του και έγινε δοχείο του αγίου Πνεύματος. Αυτόν βρήκε δόκιμο και άξιο ο πανεύφημος και από τον Χριστό αγαπώμενος θείος Ιωάννης ο Θεολόγος, και τον χειροτόνησε Επίσκοπο και ποιμένα καλό της Εκκλησίας της Σμύρνης. Ο Βουκόλος, ο οποίος φωτιζόταν από το Άγιον Πνεύμα, οδηγεί στο φως της πίστεως του Χριστού τους ευρισκομένους στο σκοτάδι της πλάνης, και με το άγιο βάπτισμα τους κάνει υιούς ημέρας, σώζοντάς τους από μύρια ανήμερα θηρία. Αυτός λοιπόν, πριν  φύγει από τη ζωή αυτή, χειροτόνησε και έβαλε ποιμένα και Διδάσκαλο των λογικών προβάτων στην ίδια πόλη, τη Σμύρνη, τον μακάριο Πολύκαρπο, οπότε και εκοιμήθη εν Κυρίω. Όταν το τίμιο σώμα του το έθεσαν κάτω από τη γη, ο Θεός έκανε να ανατείλει φυτό, που παρέχει ιάσεις μέχρι σήμερα».

Δεν είναι πολύ γνωστός ο άγιος Βουκόλος στους περισσοτέρους από τους χριστιανούς μας, μολονότι ανήκει στους αποστολικούς Πατέρες, που έλαμψαν με τη ζωή και το κήρυγμά τους. Ίσως διότι βρέθηκε ανάμεσα σε δύο σπουδαιότατους άνδρες, μεγάλους αστέρες της Εκκλησίας μας, που τον επισκίασαν με τη λάμψη τους: τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης. Κι από την άλλη: βρέθηκε να συνεορτάζει και με έναν άλλο αστέρα, οικουμενικό πατέρα και διδάσκαλο, ισαπόστολο και ομολογητή, μεγάλο ως προς τον χαρακτηρισμό του, τον άγιο Φώτιο, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Παρ’ όλα όμως τα φώτα των σπουδαίων και μεγάλων αυτών, ο άγιος Βουκόλος, κατά την Εκκλησία μας, δεν παύει «να αστράπτει με το φως των θεουργών αρετών του, ευρισκόμενος ως φως στη λυχνία της θείας Εκκλησίας και να καθιστά λαμπρή αυτή με τις ιερές διδασκαλίες του» (Στιχηρό εσπερινού). Είναι ο άνθρωπος, που, όπως σημειώνει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος σε άλλο σημείο του κανόνα του, «έλαμψε σαν φως, σαν φέγγος, σαν μέγα ήλιος, σαν αστραπή στην Εκκλησία του Χριστού, και φώτισε τις διάνοιες των πιστών» (ωδή θ΄).

Τι ήταν εκείνο που τον έκανε και αυτόν δεύτερο φως μετά το πρώτο, τον Χριστό, και «ιερόν κειμήλιον» Αυτού; Ο άγιος υμνογράφος απαντά: «Το ωραίον της ψυχής και η καθαρότης του νοός» (ωδή δ΄), αποτέλεσμα των πνευματικών του ασκήσεων προς υπέρβαση των αμαρτωλών παθών: «Κυριεύσας δι’ ασκήσεως του σώματος, των παθημάτων, ένδοξε» (ωδή ζ΄). Γι’ αυτό και όλες οι αρετές του Θεού εγκατοίκησαν σ’ αυτόν και τον κατέστησαν κατοικητήριο Εκείνου. «Ο ένδοξος Βουκόλος αναδείχθηκε σε κατοικητήριο της αγίας Τριάδος, διότι απέκτησε την ταπείνωση που υψώνει, την καθαρότητα του νου, την ανυπόκριτη αγάπη, την ειλικρινή πίστη και ελπίδα» (ωδή ς΄).

Είπαμε όμως ότι η αγιότητά του αυτή, λόγω και της υπεύθυνης θέσης του: να είναι επίσκοπος, έπαιρνε μορφή ιεραποστολική. Ο άγιος Βουκόλος κήρυττε αδιάκοπα τον λόγο του Θεού, «κηρύσσοντας τη μία ουσία της Τριάδος με ευσεβή τρόπο, ώστε να ξεριζώνει την πολύθεη πλάνη» (ωδή γ΄), πάντοτε βεβαίως προβάλλοντας το διαρκές κήρυγμα του διδασκάλου και πνευματικού του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, δηλαδή την πραγματικότητα της σάρκωσης του Υιού και Λόγου του Θεού. «Έγιναν ωραία, παμμακάριε, τα σαγόνια σου, γιατί κήρυσσαν τη σάρκωση αυτού που έλαμψε σε εμάς από την άφατη ευσπλαχνία του» (ωδή ζ΄). «Θεολόγησες τον Λόγο του Θεού που σαρκώθηκε, και έσωσες πολλούς λαούς από την αλογία της πλάνης, γιατί έγινες θείος μαθητής εκείνου που έλαμψε για τις θεολογικές διδασκαλίες του, τον άγιο Ιωάννη δηλαδή, κήρυκα Βουκόλε» (ωδή η΄).

Ο άγιος Ιωσήφ δεν αφήνει ασχολίαστο το γεγονός ότι στον τάφο του οσίου φύτρωσε φυτό που παρείχε ιάσεις στους προστρέχοντες. Θεωρεί  ότι το θαυμαστό αυτό γεγονός συνιστά μαρτυρία από τον Θεό της δικαίωσης του αγίου, και για τη δράση του ως ποιμένα και για την κατάστασή του στους ουρανούς. «Βλάστησες σαν φοίνικας στις αυλές του Θεού, γι’ αυτό και εκοιμήθης όπως πρέπει στους δικαίους. Και τώρα φέρεις φυτό στο θείο σου μνήμα, που αποτελεί θαύμα σ’ αυτούς που το βλέπουν, θεοκήρυκα Βουκόλε» (ωδή η΄). Ο άγιος Βουκόλος: ένας φωτεινός αποστολικός πατέρας που παραπέμπει στον κατά πολύ νεώτερό του,  συνεορτάζοντα με αυτόν, άλλον φωτεινό, και λόγω ονόματος, άγιο Φώτιο, τον «ομότροπον των αποστόλων»,  τον οικουμενικό πατέρα και μέγαν εν διδασκάλοις.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΦΩΤΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ, Ο ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο μέγας Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας Φώτιος (9ος αι.), ο ομολογητής της πίστεως και ισαπόστολος, έζησε στους χρόνους των βασιλέων Μιχαήλ υιού Θεοφίλου, Βασιλείου του Μακεδόνα και Λέοντος του υιού αυτού. Επίγεια πατρίδα του ήταν η βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη, με καταγωγή από ευσεβή και επιφανή οικογένεια, ενώ ουράνια η άνω Ιερουσαλήμ. Πριν από την είσοδό του στην ιερωσύνη διέπρεψε σε μεγάλα αξιώματα, όντας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, και ζώντας πάντοτε ενάρετη και θεοφιλή ζωή ανέλαβε έπειτα ως Πατριάρχης και την καθοδήγηση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλως. Τούτο δε έγινε ως εξής: Όταν ο άγιος Ιγνάτιος καταβιβάστηκε από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο διά της βίας του αυτοκράτορα, ο θρόνος που έμεινε κενός έπρεπε να πληρωθεί, οπότε ο βασιλιάς στράφηκε προς αυτόν και τον εξανάγκασε να διαδεχτεί κανονικά τον ιερό Ιγνάτιο. Εκάρη λοιπόν μοναχός πρώτα και διήλθε έπειτα «αθρόον» όλες τις βαθμίδες της ιερωσύνης.

Αγωνίστηκε ως Πατριάρχης πολύ υπέρ της ορθοδόξου πίστεως κατά των Μανιχαίων και των Εικονομάχων και άλλων αιρετικών, προπάντων όμως κατά της τότε για πρώτη φορά αναφανείσας παπικής αιρέσεως, αρχηγός της οποίας ήταν ο πατέρας του Λατινικού σχίσματος πάπας Νικόλαος. Τον Νικόλαο αυτόν αφού τον έλεγξε για τις αιρετικές του απόψεις με αποδείξεις από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες και τον έκρινε συνοδικά, τον θεώρησε εκτός της Εκκλησίας και τον παρέπεμψε στο ανάθεμα. Για τις ενέργειές του αυτές βεβαίως υπέστη από τους θιασώτες του παπισμού πολλούς διωγμούς και κινδύνους, πολλές επιθέσεις και εις βάρος του κακώσεις, τις οποίες όλες τις αντιμετώπισε με χριστομίμητο τρόπο, αυτός που διακρινόταν για την καρτεροψυχία και την υπομονή του και τον αδαμάντινο χαρακτήρα του – πράγματα γνωστά για όποιον μελετά την εκκλησιαστική ιστορία.

Εκείνο όμως που είναι αναγκαίο να θυμίσει κανείς είναι ότι ο μακάριος Φώτιος που ιερουργούσε το Ευαγγέλιο ως άλλος απόστολος Παύλος, μετέστρεψε στην πίστη του Χριστού όλο το έθνος των Βουλγάρων με τον βασιλιά τους, αφού τους κατήχησε και τους βάπτισε, όπως επίσης αναγέννησε και επέστρεψε στην Καθολική του Χριστού Εκκλησία, με τους πλήρεις χάριτος και σοφίας και αληθείας λόγους του, πολλούς διαφορετικούς αιρετικούς, Αρμενίους, Εικονομάχους και άλλους ετεροδόξους. Όταν μάλιστα με τη σταθερότητα του φρονήματός του κατέπληξε τον βασιλοκτόνο και αγνώμονα Βασίλειο τον αυτοκράτορα και ξερίζωσε τα ζιζάνια κάθε ετεροδιδασκαλίας με τον ένθερμο ζήλο του, τότε αναφάνηκε όσο κανείς άλλος γνήσιος συνεχιστής των αποστόλων και γεμάτος από την πνευματέμφορη διδασκαλία τους.

Έτσι λοιπόν αφού ποίμανε όσια και ευαγγελικά την Εκκλησία του Χριστού και δύο φορές ανέβηκε χωρίς τη θέλησή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο κι επίσης δύο φορές εξορίστηκε με τυραννική βία από αυτόν, κι αφού άφησε στην Εκκλησία και στον λαό του Θεού πολλά και διάφορα συγγράμματα, άριστα και σοφότατα, τέτοια που κάθε εποχή πράγματι μπορεί να θαυμάσει, κι αφού όπως είπαμε υπέφερε πολλά για τους αγώνες του υπέρ της αληθείας και της δικαιοσύνης, στο τέλος εξεδήμησε προς τον Κύριο ο πολύαθλος, εξόριστος στη Μονή των Αρμενιανών, όπως ο θείος Χρυσόστομος στα Κόμανα. Το δε ιερό και πάντιμο σώμα του εναποτέθηκε στη Μονή που λεγόταν Ερημία ή Ηρεμία. Και από παλαιά μεν τελείτο η αγιότατη σύναξή του στο Ναό του Τιμίου Προδρόμου που βρισκόταν στη Μονή που είπαμε, τώρα όμως τελείται στην ιερά και Πατριαρχική Μονή της Αγίας Τριάδος στη νήσο Χάλκη, όπου είναι και η Θεολογική Σχολή της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας».

Και μόνον το γεγονός ότι ο άγιος Φώτιος είχε προπάτορες αγίους γονείς που μαρτύρησαν για την πίστη τους, είχε τεράστια κοσμική μόρφωση κυρίως στους τομείς της ελληνικής φιλολογίας, της ρητορικής και της ιατρικής, και χαρακτηρίστηκε από την Εκκλησία και την Ιστορία ως Μέγας, Ομολογητής και Ισαπόστολος λόγω της αγίας βιοτής του και του τεράστιου ιεραποστολικού έργου του, φανερώνει το πνευματικό ύψος και μέγεθός του, τέτοιο που παραβάλλεται με τους αγίους τρεις Ιεράρχες, Βασίλειο τον Μέγα, τον Θεολόγο Γρηγόριο και τον ιερό Χρυσόστομο. Πράγματι, σπάνια στην Ιστορία, την εκκλησιαστική αλλά και τη θύραθεν λεγόμενη, να βρει κανείς τέτοιες προσωπικότητες που μέχρι σήμερα θεωρούνται αξιοζήλευτες και τόσο πνευματικά απαστράπτουσες, γι’ αυτό και είναι επόμενο ιδίως η υμνολογία της Εκκλησίας μας να χρησιμοποιεί όλες τις εικόνες και τα σχήματα λόγου που υπάρχουν προκειμένου να καλλιτεχνήσουν το «άγαλμά» του και την πληθώρα των αρετών του.

Θα αρκεστούμε όμως σε ένα μόνο ύμνο από την ακολουθία του, που νομίζουμε πως έστω και σκιωδώς μάς δίνει μικρή εικόνα της φωτεινής, όπως δηλώνει και το όνομά του, ζωής του.

«Δεῦτε πάντες οἱ πιστοί, τὸν Ἱεράρχην καὶ φίλον Κυρίου, Φώτιον τὸν πανθαύμαστον, εὐσεβῶς ἀνευφημήσωμεν· οὗτος γὰρ ἀποστολικῆς διδασκαλίας γενόμενος ἔμπλεως, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καταγώγιον, δι' ἐνάρετου πολιτείας ἀναδειχθείς, ἐκ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας διὰ δογμάτων τοὺς λύκους ἀπήλασε· καὶ τὴν Ὀρθόδοξον Πίστιν σαφῶς τρανώσας, στῦλος ἀναδέδεικται, καὶ εὐσεβείας πρόμαχος· διὸ καὶ μετὰ πότμον παριστάμενος ἐγγύτερον τῷ Χριστῷ, ἀδιαλείπτως πρεσβεύει ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Δόξα μ. εσπ.).

(Εμπρός όλοι οι πιστοί, ας υμνολογήσουμε ευσεβώς τον Ιεράρχη και φίλο του Κυρίου, Φώτιο τον πανθαύμαστο. Γιατί αυτός αφού έγινε πλήρης από την αποστολική διδασκαλία και αναδείχτηκε κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος με την ενάρετη ζωή του, έδιωξε μακριά τους λύκους αιρετικούς από την Καθολική Εκκλησία με τη διδασκαλία του. Κι αφού διατράνωσε την Ορθόδοξη Πίστη, αναδείχτηκε στύλος και πρόμαχος της ευσέβειας. Γι’  αυτό και μετά την κοίμησή του, ευρισκόμενος πολύ πιο κοντά στον Χριστό από όσο ζούσε, πρεσβεύει αδιαλείπτως υπέρ των ψυχών μας).

Τι κυρίως μας λέει ο υμνογράφος; Πρώτον, ο άγιος Φώτιος υπήρξε και είναι φίλος του Κυρίου Ιησού Χριστού. Δηλαδή έζησε με τέτοιον τρόπο που αναδείχτηκε σε φίλο Του, όπως ο Ίδιος το είχε πει: «Υμείς φίλοί μου εστέ, εάν ποιήτε όσα εντέλλομαι υμίν», είστε φίλοι μου, αν κάνετε στη ζωή σας όσα σας δίνω ως εντολή. Οπότε ο άγιος Φώτιος, όπως και οι άγιοι απόστολοι, απέδειξε  έμπρακτα την αγάπη του προς Εκείνον, γιατί η αγάπη προς τον Κύριο μόνο διά της τηρήσεως των εντολών Του αποδεικνύεται αληθινή και ο Φώτιος τις εντολές του Κυρίου, την πίστη και την αγάπη, «την ενάρετον πολιτείαν», ως κόρην οφθαλμού τηρούσε στη ζωή του.

Γι’ αυτό δεύτερον, αναδείχτηκε σε κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος, αφού αυτή είναι η υπόσχεση του Κυρίου: «όποιος τηρεί τις εντολές μου και δείχνει ότι με αγαπά, θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου και θα έλθουμε σ’ Αυτόν και θα κάνουμε κατοικητήριό μας την ύπαρξή του». Αυτό δεν είναι και κάθε άγιος; Ένα μοναστήρι της αγίας Τριάδος! Προσεγγίζεις τον άγιο και απολαμβάνεις τη φιλοξενία του ίδιου του Θεού. Ο Θεός ενεργεί μέσω αυτού!

 Τρίτον, η χαρισματική και υπέρ φύσιν αυτή πραγματικότητα δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο σε κοινωνία με τους αγίους αποστόλους. Ποτέ κανείς δεν αγιάζει μόνος του! Χωρίς την ένταξη στην Εκκλησία και την εμβάπτιση στο ποτάμι της Παραδόσεως που κατ’ ανάγκην περνά από τους αγίους αποστόλους, τους θεμελίους της πίστεως, κανείς δεν μπορεί να είναι χριστιανός, πολύ περισσότερο άγιος! Μας το δηλώνει με τον σαφέστερο τρόπο και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στην Α΄ καθολική του επιστολή ήδη από την αρχή: «η κοινωνία σας μαζί με μας τους αποστόλους είναι κοινωνία και με τον Ιησού Χριστό». Κι αυτό γιατί ο Κύριος έτσι θέλησε να «οργανώσει» τα πράγματα: είμαστε μαζί Του όταν είμαστε μαζί με τους άλλους τους φίλους και δικούς Του, πρωτίστως και εξαιρέτως τους αγίους μαθητές και αποστόλους Του! Αυτό δεν υμνολογεί λοιπόν και ο ύμνος; Ο άγιος Φώτιος έγινε  «έμπλεως αποστολικής διδασκαλίας». Γι’ αυτό και γέμισε Πνεύμα άγιο, γι’ αυτό και έγινε και είναι φίλος του Χριστού.   

Τέταρτον, μία τέτοια ζωή αγιοπνευματική έκανε τον Φώτιο αφενός στύλο και μπροστάρη της ορθόδοξης πίστεως, γιατί δεν μπορεί αυτός που ακολουθεί το Φως του Χριστού να μην αναδεικνύεται δεύτερο φως κατά τον λόγο του Ίδιου και πάλι: «όποιος με ακολουθεί δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι αλλά θα έχει το φως της ζωής» και «εσείς είστε το φως του κόσμου˙ δεν μπορεί μία πόλη που είναι πάνω σε βουνό να μένει κρυμμένη», πολύ περισσότερο όταν ο φωτισμένος αυτός άνθρωπος έχει τέτοιο διευρυμένο νου που μπορεί να εκφράσει και με λόγο  την εμπειρία του Θεού που ζει, συνεπώς να βοηθήσει τους πιστούς στη διαφύλαξη της αλήθειας όταν αυτή σκοτίζεται από τους αρνητές της˙ αφετέρου με όπλο την αλήθεια που είναι το φως του Χριστού να ελέγξει τους ανθρώπους του σκότους, τους αιρετικούς που επιπίπτουν ως λύκοι προκειμένου να κατασπαράξουν το ποίμνιο της Εκκλησίας. Λοιπόν, ο άγιος Φώτιος εκλέχτηκε από τον Χριστό παιδιόθεν ώστε να είναι και να κινείται ως όργανο του Κυρίου, προς έκφραση της αλήθειας και καταδίκη της κάθε αιρέσεως, ιδίως της νεοφανούς της εποχής του με την παπική εκτροπή και ως προς τις παράλογες διαθέσεις του, πρωτείου στην Εκκλησία, και ως προς τις απαράδεκτες επεμβάσεις στο ίδιο το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως – ένα Σύμβολο που αποτελεί πράγματι κριτήριο στην πίστη μας απαρχής και έως το τέλος των καιρών.

Πέμπτον, ο άγιος Φώτιος όχι μόνο στην εποχή του αλλά και στη δική μας και σε κάθε εποχή, στέκει ακοίμητος φύλακας της πίστεως, ζώντας μέσα στο Φως της τρισήλιας θεότητας ο ίδιος, αλλά και ευχόμενος «αδιαλείπτως» και για τη σωτηρία των ψυχών μας. Είμαστε βέβαιοι και αυτό συνιστά και την παρηγοριά μας, γιατί αυτή είναι η εμπειρία της Εκκλησίας και όλων των αγίων: η παρρησία του αγίου και μεγάλου Φωτίου ενώπιον του Κυρίου είναι πολύ μεγάλη, που σημαίνει ότι Τον «επηρεάζει» θετικά ώστε να είναι πάντοτε «ίλεως» σε κάθε κυρίως αδυναμία και εκτροπή μας από το άγιο θέλημά Του. 

05 Φεβρουαρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ)

«Ω, γύναι, μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοι ως θέλεις»

Μία «ανατροπή» του τρίτου αιτήματος της Κυριακής προσευχής καταγράφει το σημερινό περιστατικό της συνάντησης του Κυρίου με τη Χαναναία γυναίκα. Αντί να γίνεται το θέλημα του Θεού στη ζωή του ανθρώπου – ό,τι ακριβώς μας δίδαξε ο Κύριος να ζητάμε στην προσευχή μας: «γενηθήτω το θέλημά Σου» - γίνεται το θέλημα του ανθρώπου από τον Θεό: «γενηθήτω σοι ως θέλεις». Κι είναι το περιστατικό επίσης που καταγράφει τη μία από τις δύο περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο Κύριος επαίνεσε την πίστη των ανθρώπων – και στις δύο με πρόσωπα εκτός του Ισραήλ και με πρόβλημα που δεν ήταν άμεσα δικό τους (τον Ρωμαίο εκατόνταρχο που παρακαλούσε για τον δούλο του, τη Χαναναία σήμερα που παρακαλούσε για τη δαιμονισμένη κόρη της) – και πραγματοποίησε αυτό που ζητούσαν: «Μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοι ως θέλεις». Πώς εξηγείται τούτο;

1. Καταρχάς, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Κύριος δεν επικαλείται τον Θεό Πατέρα Του για την εκπλήρωση του αιτήματος του ανθρώπου ούτε παραπέμπει κάπου αλλού. Ο Ίδιος με το αρχικό Του θέλημα ως Θεός που είναι, επιτάσσει το γεγονός. Κι είναι σαν να βρισκόμαστε στην αρχή της Δημιουργίας του κόσμου, όταν ως άσαρκος Υιός και Λόγος του Θεού, από κοινού βεβαίως με τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, έδινε την παρόμοια εντολή: «γενηθήτω». Και όπως τότε το αποτέλεσμα του λόγου Του ήταν η δημιουργία: «και εγένετο…», έτσι κι εδώ ο λόγος Του, το «γενηθήτω σοι»,  φέρνει αμέσως την ίαση της κόρης της γυναίκας: «Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης».  

2. Η ικανοποίηση του θελήματος της γυναίκας από τον Κύριο – η «ανατροπή» του «γενηθήτω το θέλημά Σου» - φαίνεται ως «ήττα» του Κυρίου. Η γυναίκα νίκησε τον Κύριο και πήρε το έλεός Του γι’ αυτήν και την κόρη της. Πρόκειται για τις «ήττες» του Θεού εκ μέρους του ανθρώπου, οι οποίες αποτελούν τη χαρά Του και την επιδίωξή Του. Δεν υπάρχει ίσως μεγαλύτερη ευφροσύνη για τον Κύριο να βλέπει τα δημιουργήματά Του να «παλεύουν» μ’ Αυτόν και να φθάνουν στο σημείο να Τον κάμπτουν. Κι αιτία γι’ αυτό βεβαίως είναι, όπως όλοι καταλαβαίνουμε, η αγάπη του Κυρίου απέναντί μας. Με την πρώτη αντίστασή Του στα αιτήματά μας προκαλεί τη φανέρωση του αληθινού περιεχομένου της καρδιάς μας, αν δηλαδή αυτό που ζητάμε είναι όντως αυτό που μας διακατέχει, αν συνιστά πράγματι τον πόνο μας. Κι όταν βλέπει την επιμονή μας, όταν βλέπει ότι μπροστά σ’ αυτό που ζητάμε κάνουμε πέρα οτιδήποτε «κουρελιάζει» τον εγωισμό μας, όταν βλέπει ότι έχουμε εξαρτήσει όλη την ύπαρξή μας από Εκείνον, τότε ναι, υπακούει σε εμάς και τροποποιεί το θέλημά Του.

Έτσι δεν έγινε και με την περίπτωση του Ιακώβ – κάτι που ήδη έχει επισημανθεί από τους ερμηνευτές της Εκκλησίας μας -  όταν έφυγε από το σπίτι του, φοβούμενος την οργή του αδελφού του Ησαύ, λόγω της κλοπής των πρωτοτοκίων; Στην πορεία του προς τον θείο του, καθώς ξάπλωσε κάπου να κοιμηθεί, δεν μας λέει η Παλαιά Διαθήκη ότι όλη τη νύκτα «πάλεψε» με τον άγγελο του Κυρίου, τον ίδιο τον Θεό, και στο τέλος Τον «νίκησε»; Και η «ήττα» του Κυρίου Τον έκανε να δώσει στον Ιακώβ το όνομα του «Ισραήλ», του ισχυρού, αυτού που νίκησε και τον Θεό. Αλλά επίσης, για να θυμηθούμε και αυτό από πολλές άλλες ακόμη περιπτώσεις,  το ίδιο δεν έγινε και όταν απεστάλη ο προφήτης Ιωνάς να κηρύξει μετάνοια στους ειδωλολάτρες Νινευίτες; Είχε αποφασίσει την εξολόθρευσή τους λόγω των αμαρτιών τους. Κι όμως, με τη μετάνοια που επέδειξαν μετά το κήρυγμα του προφήτη, ο Κύριος κάμφθηκε, άλλαξε την απόφασή Του, «νικήθηκε».

Στην προκείμενη περίπτωση με τη Χαναναία τα πράγματα παρουσιάζονται πολύ καθαρά: ο Κύριος «υποκρίνεται», παίζει το ρόλο ενός εθνικιστή Ιουδαίου, και παρουσιάζεται σκληρός, χωρίς να δίνει καμία σημασία στη γυναίκα. Κι όχι μόνο δεν της δίνει σημασία, αλλά στη συνέχεια και την προσβάλλει, χαρακτηρίζοντάς την «κυνάριον», σκυλί του σπιτιού.  Με διπλό σκοπό: αφενός, όπως φαίνεται έπειτα, να διδάξει τους μαθητές Του, οι οποίοι και αυτοί ήταν εθνικιστές, δηλαδή με απολυτοποίηση του δικού τους έθνους και περιφρόνηση των άλλων εθνών, αφετέρου να οδηγήσει τη Χαναναία, μέσω της συνεχούς αρνήσεώς Του,  στο σημείο να αποκαλυφθεί η μεγάλη της πίστη. Και ο Κύριος, ο Οποίος ως καρδιογνώστης έβλεπε το διαρκές ανέβασμα της πίστεως της γυναίκας, την επιμονή της, την ταπείνωσή της, ξεσπάει σε εγκωμιασμό προς αυτήν: «Γυναίκα, είναι μεγάλη η πίστη σου

3. Ποια στοιχεία συνθέτουν τη μεγάλη πίστη της γυναίκας; Τι μας αποκαλύπτει το όλο περιστατικό;

 (1) Η γυναίκα «εξήλθε από των ορίων αυτής». Η Χαναναία, μία ειδωλολάτρισσα δηλαδή αλλά καλοπροαίρετη γυναίκα, μόλις ακούει ότι ο Κύριος προσεγγίζει τα όρια της περιοχής της, εξέρχεται από αυτά για να Τον συναντήσει. Κάνει αυτό που έκανε και ο Ίδιος ο Κύριος, ο Οποίος και Αυτός «εξήλθε εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος». Με άλλα λόγια η συνάντηση του Θεού και του ανθρώπου προϋποθέτει την έξοδο και των δύο: ο Θεός εξέρχεται, «κενώνει Εαυτόν» – ο Κύριος βγαίνει έξω από τα όρια που επιτρεπόταν για έναν Ιουδαίο, όπως βγήκε και από τα όρια που «επιτρεπόταν» για τον Θεό, δηλαδή να έλθει στον κόσμο – η γυναίκα βγαίνει να συναντήσει έναν Ιουδαίο, μολονότι ειδωλολάτρισσα. Σαν την περίπτωση με τον Ζακχαίο: και ο Ζακχαίος έκανε κάτι που δεν επιτρεπόταν για τη θέση του, δηλαδή να ανέβει σε ένα δένδρο. Κι η πίστη της αυτή να πλησιάσει τον Χριστό συμπληρώνεται με την κραυγή της να την ελεήσει ο Κύριος: «Ελέησόν με Κύριε, υιέ Δαυίδ». 

(2) Η Χαναναία επιμένει. Η πίστη της είναι αποφασιστική: την καίει το πρόβλημα του παιδιού της. Όχι μόνο δεν κάμπτεται από την περιφρόνηση του Κυρίου και τα προσβλητικά Του λόγια, αλλά αντιθέτως γίνεται περισσότερο «επιθετική»: ενώ ακολουθούσε τον Κύριο και κραύγαζε, στη συνέχεια έρχεται μπροστά Του και με βαθύ σεβασμό, προσκυνώντας Τον, επιμένει στο αίτημά της. Η πίστη της λοιπόν μεγαλώνει με την επιμονή της. 

(3) Ο Κύριος, είπαμε, την περιφρονεί στην αρχή – ήλθα μόνον για τα «απολωλότα οίκου Ισραήλ» - και έπειτα την προσβάλλει – «δεν είναι καλό να πάρω το ψωμί των παιδιών και να το ρίξω στα σκυλιά». Κι όμως η Χαναναία όχι μόνον δεν προσβάλλεται, αλλά επιτείνει ακόμη περισσότερο την προσβολή: όχι το ψωμί, αλλά τα ψίχουλα τουλάχιστον ας πάρω. Η πίστη της, κοσμημένη με την επιμονή της, γίνεται έκλαμπρη με την ταπείνωσή της. Κι αυτό ήταν που ήθελε ο Κύριος. Για τον Κύριο, το σημείο που ο άνθρωπος έχει τη μεγάλη πίστη, εκείνη που Τον κάνει να υπακούει ο Ίδιος στον άνθρωπο, είναι ακριβώς η μεγάλη του ταπείνωση. Διότι προφανώς συνιστά το έδαφος για να μπορεί να έλθει στον άνθρωπο η χάρη του Θεού και να λειτουργεί ο άνθρωπος σαν τον Θεό. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». 

(4) Κι ένα στοιχείο της μεγάλης αυτής πίστεως της γυναίκας, που μάλλον έκανε τον Κύριο να συγκινηθεί ιδιαίτερα, ήταν ότι βίωνε το πρόβλημα του παιδιού της σαν προσωπικό της πρόβλημα. «Ισοπέδωσε» τον εαυτό της, έκανε τα πάντα, διότι πήρε πάνω της τον πόνο του παιδιού της. «Ελέησε εμένα, Κύριε» κραυγάζει. Όχι το παιδί μου, εμένα. Ό,τι έκανε ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος πήρε επάνω Του τις δικές μας αμαρτίες και τις έκανε δικές Του, κατά τον ίδιο σχεδόν τρόπο και εδώ: η γυναίκα νιώθει υπεύθυνη για την κατάντια της κόρης της. Κι αυτό σημαίνει: τότε ο άνθρωπος δείχνει την πραγματική και μεγάλη του πίστη στον Θεό, όταν και επιμένει βεβαίως, και ταπεινώνεται, αλλά και αγαπά σωστά, προσλαμβάνοντας τους άλλους μέσα στον δικό του εαυτό. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».

Η Χαναναία - Ιούστα στο όνομα, κατά κάποια εκκλησιαστικά κείμενα - έκρινε την πίστη του Ισραήλ με τη μεγάλη της πίστη,  αλλά κρίνει και τη δική μας των Χριστιανών. Διότι και εμείς πολλές φορές ενώπιον των προβλημάτων μας, ατομικών, οικογενειακών, κοινωνικών ακόμη, λιποψυχούμε, ολιγοπιστούμε, τα βάζουμε και με τον Θεό, που δεν μας ακούει και δεν μας βλέπει. Ο φόβος και η ανασφάλεια συχνά μας καταβάλλουν. Κι αυτό δείχνει ακριβώς το έλλειμμα της πίστεώς μας. Ο Κύριος όμως περιμένει και από εμάς ό,τι περίμενε από τη Χαναναία: την ενεργοποίηση της μεγάλης πίστεως, να δει δηλαδή την ουσιαστική πίστη μας με την επιμονή μας, την ταπείνωσή μας, την αγάπη μας. Τότε μας δίνει τη χάρη να γινόμαστε και εμείς παντοδύναμοι: ό,τι ζητάμε να γίνεται. Συνήθως όμως εμείς θέλουμε τα μεγάλα: τη χάρη του Θεού και τις δωρεές Του, αλλά με τον λιγότερο κόπο. Αυτό όμως είναι η υποκρισία και ο εγωισμός μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 15, 21–28)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. Καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγαζεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου  κακῶς  δαιμονίζεται. Ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη  αὐτῇ λόγον.  Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι  κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς  εἶπεν·  οὐκ ἀπεστάλην εἰμὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. Ἡ δὲ ἐλθοῦσα  προσεκύνησεν  αὐτῷ λέγουσα·  Κύριε,  βοήθει  μοι. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. Ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ Ἰησοῦς ἀναχώρησε γιά τήν περιοχή τῆς Τύρου καί τῆς Σιδώνας. Τότε μιά γυναίκα Χαναναία βγῆκε ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς περιοχῆς ἐκείνης καί τοῦ φώναζε δυνατά: «Ἐλέησέ με, Κύριε, Υἱέ τοῦ Δαβίδ. Ἡ θυγατέρα μου βασανίζεται ἀπό δαιμόνιο». Αὐτός δέν τῆς ἀπαντοῦσε  λέξη.  Τόν  πλησίασαν  τότε  οἱ μαθητές  του  καί  τόν παρακαλοῦσαν: «Διῶξε την, γιατί μᾶς ἀκολουθεῖ καί φωνάζει». Ὁ Ἰησοῦς  εἶπε:  «Ἔχω ἀποσταλεῖ μόνο  γιά  τούς  πλανεμένους Ἰσραηλίτες». Ἐκείνη ὅμως ἦρθε  καί  τόν  προσκύνησε  λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με». Αὐτός τῆς ἀποκρίθηκε: «Δέν εἶναι σωστό νά πάρει κανείς τό ψωμί τῶν παιδιῶν καί νά τό πετάξει στά σκυλιά».

«Ναί,  Κύριε»,  εἶπε ἐκείνη,  «ἀλλά  καί  τά  σκυλιά  τρῶνε ἀπό  τά ψίχουλα  πού  πέφτουν ἀπό  τό τραπέζι  τῶν  κυρίων τους».  Τότε ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπάντησε: «Μεγάλη εἶναι ἡ πίστη σου, γυναίκα!  Ἅς γίνει ὅπως τό θέλεις». Κι ἀπό κείνη τήν ὥρα γιατρεύτηκε ἡ θυγατέρα της.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄Κορ. 6,16-7,1)

Ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐστε  ναὸς  Θεοῦ ζῶντος,  καθὼς  εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι  λαός.  Διὸ ἐξέλθατε ἐκ  μέσου  αὐτῶν  καὶ ἀφορίσθητε,  λέγει  Κύριος,  καὶ ἀκαθάρτου  μὴ ἅπτεσθε,  κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί,  καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς  μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ἐσεῖς εἶστε ναός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε: Θά κατοικήσω ἀνάμεσά τους καί θά πορεύομαι μαζί τους. Θά εἶμαι Θεός τους, κι αὐτοί θά εἶναι λαός μου. Γι’ αὐτό λέει ὁ Κύριος: Φύγετε μακριά ἀπ’ αὐτούς καί ξεχωρίστε. Μήν ἀγγίζετε ἀκάθαρτο πράγμα, κι ἐγώ θά σᾶς δεχτῶ. Θά εἶμαι γιά σᾶς ὁ Πατέρας, κι ἐσεῖς θά εἶστε γιοί καί θυγατέρες μου, λέει ἀκόμα ὁ παντοκράτορας Κύριος.