08 Μαρτίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ

«Αυτός ο μακάριος καταγόταν από τα μέρη της Ανατολής και ζώντας από παιδί με ενάρετο τρόπο έφυγε από εκεί κατά θεία Πρόνοια και έφτασε στην Κωνσταντινούπολη. Συνάντησε τον πρώτο ιδιαίτερο γραμματέα του βασιλιά και μπήκε στην υπηρεσία του. Αυτός ήταν ο Ταράσιος, η μεγάλη δόξα της Ορθοδοξίας. Όταν λοιπόν αυτός με θεία ψήφο προκρίθηκε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, επειδή ο Παύλος ο Κύπριος παραιτήθηκε από τον θρόνο, ο λύχνος μπήκε στη λυχνία. Κι αμέσως ο θείος Αρχιερέας οικοδόμησε μοναστήρι στην είσοδο του Ευξείνου Πόντου και έβαλε εκεί να μένουν αντί πια των κοσμικών τον πανόσιο Θεοφύλακτο και τον Μιχαήλ, που ζούσαν αφιερωμένοι στον Θεό με έργα και λόγια στην πόλη των Συνάδων. Έπειτα ο αρχιερέας, αφού έμαθε την απαστράπτουσα αρετή των ανδρών και την χριστιανική προκοπή τους, έστειλε και τους κάλεσε αμέσως και τους κατέστησε στον δικό του ευκτήριο οίκο. Δεν πέρασε πολύ διάστημα και τους προχείρισε σε επισκόπους, τον μεν Μιχαήλ στα Σύναδα, τον δε τίμιο Θεοφύλακτο στη Νικομήδεια.

Τα κοτορθώματά του Θεοφυλάκτου είναι πάρα πολλά και τα φανερώνουν τα ίδια τα πράγματα, δηλαδή και οι θείοι ναοί που οικοδομήθηκαν από αυτόν και τα νοσοκομεία και η προστασία των χηρών και των ορφανών και η άμετρη ελεημοσύνη. Ήταν τόσο έμπρακτη η αγάπη του μεγάλου μιμητή του Θεού, ώστε γεμίζοντας δοχείο με χλιαρό νερό, έπλενε και καθάριζε τους ανάπηρους και τους χωλούς και τους πληγωμένους στα μέλη τους, με τα ίδια του τα χέρια. Όταν έφυγε από τη ζωή λοιπόν ο μέγας Ταράσιος, αφού διέπρεψε στην αρχιερωσύνη δεκαεννέα χρόνια και τον διαδέχτηκε ο πάνσοφος Νικηφόρος, συνέπεσε κάποιο ελεεινό γεγονός. Ο Λέων δηλαδή ο μισόχριστος έγινε βασιλιάς κι αμέσως ο δειλός προχώρησε στην καθαίρεση των αγίων εικόνων. Μόλις έγινε πολύ φανερό τούτο, ο μέγας Νικηφόρος αφού κάλεσε τους λογίους από τους αρχιερείς, τον Αιμιλιανό Κυζίκου και τον Ευθύμιο των Σάρδεων, τον Ιωσήφ Θεσσαλονίκης, τον Ευδόξιο Αμορίου, τον Μιχαήλ Συνάδων, και μαζί με πολλούς άλλους και τον μακάριο Θεοφύλακτο,  πάνε προς τον ασεβή και αποστάτη βασιλιά και του φέρνουν πολλές αποδείξεις  από τις θείες Γραφές, σαν φάρμακα. Αυτός  όμως, σαν ασπίδα, βούλωσε τα αυτιά του και δεν αισθανόταν αυτά που του έλεγαν. Συνέχιζε λοιπόν να έχει τις ίδιες απόψεις, χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τίποτε. Και οι μεν άλλοι σιώπησαν στη συνέχεια, ενώ μόνος ο μακάριος Θεοφύλακτος είπε προς αυτόν: Γνωρίζω ότι δείχνεις περιφρόνηση στην ανοχή και τη μακροθυμία του Θεού, αλλά θα έλθει πάνω σου ξαφνικά φοβερή καταστροφή, και η καταστροφή θα είναι όμοια με καταιγίδα και δεν θα υπάρξει κανείς που θα σε σώσει.

Γι’ αυτά τα λόγια ο βασιλιάς οργίστηκε και τους κατεδίκασε όλους σε εξορία. Και τον μεν θείο Νικηφόρο στη νήσο Θάσο, τον δε αοίδιμο Μιχαήλ Συνάδων στην Ευδοκιάδα, και τον καθένα σε άλλο μέρος. Τον τρισόλβιο δε Θεοφύλακτο στη Στρόβιλο (αυτό είναι φρούριο υπό το θέμα των Κυβερραιωτών, που ήταν παραλιακό). Εκεί ο μακάριος αυτός ομολογητής Θεοφύλακτος έμεινε τριάντα χρόνια, υπομένοντας την κακουχία της ξένης χώρας, και μετά εκδήμησε προς τον Κύριο. Μετά από μερικά χρόνια, όταν έπαυσε η αίρεση και ανέλαμψε η ορθοδοξία, επί  Θεοδώρας της ευσεβεστάτης αυγούστας, και Μεθοδίου του αγιωτάτου Πατριάρχου, το τίμιο σώμα του οσίου Πατρός ημών Θεοφυλάκτου ανακομίστηκε από την εξορία και κατατέθηκε στη Νικομήδεια, στον ναό που κτίστηκε από αυτόν».

 Με τον όσιο Θεοφύλακτο έχουμε την επιβεβαίωση αυτού που σημειώνει ο ιερός Χρυσόστομος για τους ιερείς: «ο Θεός διά πάντων ενεργεί, ου πάντας χειροτονεί». Μπορεί δηλαδή κάποιος να έχει γίνει κληρικός, να τελεί τα μυστήρια, να είναι βεβαίως έγκυρα αυτά, προσφέροντα δραστικά τη χάρη του Θεού, όμως ο ίδιος, όταν δεν έχουν συντρέξει οι αναγκαίοι όροι για τη χειροτονία του, να μη θεωρείται χειροτονημένος από τον Θεό. Με άλλα λόγια, δρα διά μέσου αυτού ο Θεός, ο ίδιος όμως, αν δεν μετανοήσει, δεν σώζεται. Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του οσίου σήμερα, από τα πρώτα που θίγει, και όχι μία φορά, είναι ακριβώς η αλήθεια αυτή. Τονίζει ότι ο όσιος Θεοφύλακτος χρίστηκε αρχιερέας από τη χάρη του Θεού «αξίως», διότι ακριβώς ζούσε την αλήθεια της πίστεως. Κι αυτή η χάρη ευλόγησε και τον τρόπο της ζωής του, διότι είχε μέσα του πολλή αγάπη. «Έχρισέ σε αξίως χάρις η του Πνεύματος, Πανόλβιε, ένεκεν αληθείας, και τον τρόπον σου χάριν χρηστότητος» (ωδή α΄). Κι αλλού: «Έζησες με όσιο τρόπο την ασκητική ζωή, πάτερ σοφέ, γι’ αυτό και χρίστηκες από τον Θεό Ιεράρχης, να ιερουργείς τα θεία μυστήρια, προς σωτηρία των ψυχών» (κάθισμα όρθρου). Κι αυτό σημαίνει: αν ενεργεί ο Θεός διά μέσου και αναξίων θεωρουμένων ιερέων και αρχιερέων, πόσο περισσότερο δρα και ενεργεί διά μέσου των αξίων Του. Η ίδια τότε η ζωή τους, όχι μόνον η τέλεση των μυστηρίων, εξακτινώνει την παρουσία του Θεού.

Ο Θεοφάνης με μεγάλη ευχαρίστηση επιμένει να περιγράφει την αγιότητα του οσίου Θεοφυλάκτου. Κι αυτή κατεξοχήν αποκαλύπτεται στο πιο σπουδαίο αποδεικτικό στοιχείο ύπαρξης αγάπης προς τον Θεό, την προσευχή. Η δύναμη της προσευχής του είναι, κατά τον υμνογράφο, «βαρύ πυροβολικό». Όταν ύψωνε ιδίως τα χέρια του σε προσευχή ο όσιος, τότε κινητοποιούσε τον ίδιο τον Ουρανό και κατατρόπωνε τους εχθρούς της πίστεως. Για τον υμνογράφο, δηλαδή,  ο όσιος Θεοφύλακτος ήταν η έμπρακτη απόδειξη αυτού που λέει ο απόστολος Παύλος: «να υψώνουμε οσίας χείρας εν προσευχή προς τον Θεό». «Τα χέρια σου, θεόπνευστε Πάτερ, που τα σήκωνες με όσιο τρόπο προς τον Θεό, κατατρόπωσαν τους δυσσεβείς εχθρούς της πίστης» (ωδή ε΄). Η εικόνα των υψωμένων χεριών του οσίου για προσευχή καθηλώνει τον άγιο Θεοφάνη. Βλέπει ότι τα χέρια αυτά τελικώς κρατούνται από τον ίδιο τον Χριστό, όπως ο πατέρας κρατάει το μικρό χέρι του παιδιού του για να το καθοδηγήσει με ασφάλεια  εκεί που πρέπει. Κι ο Χριστός κρατώντας το χέρι του οσίου τον καθοδηγεί με ασφάλεια στο «πλάτος του Παραδείσου», στη βασιλεία των Ουρανών. «Κράτησε το χέρι σου ο Κύριος, θεοφόρε Πατέρα, και σε καθοδήγησε προς την ουράνια απόλαυση» (ωδή ε΄).

Η αγιότητα του οσίου Θεοφυλάκτου ήταν αποτέλεσμα και της ασκητικής διαγωγής του, με την οποία υπέταξε τα πάθη του, και της τεράστιας αγάπης του προς τους συνανθρώπους του, αλλά και των αγώνων του υπέρ της ευσεβείας. Την εποχή του οι αγώνες αυτοί ήταν υπέρ των αγίων εικόνων: του Χριστού, της Παναγίας, των υπολοίπων αγίων, δεδομένου ότι από την αποδοχή ή μη αυτών φανερωνόταν η ορθόδοξη πίστη του καθενός ή η αίρεσή του. Διότι η εικονομαχία, η απόρριψη των εικόνων, ήταν και είναι χριστολογική αίρεση, άρνηση της πραγματικότητας της ενανθρώπησης του Θεού μας. Ο όσιος Θεοφύλακτος λοιπόν αγωνίστηκε πολύ επ’ αυτού. Υπήρξε ομολογητής, διότι όχι μόνον κήρυξε την αληθινή πίστη, αλλά και έπαθε υπέρ αυτής. Τριάντα χρόνια στην εξορία πέρασε, που σημαίνει ότι «καθ’ ημέραν απέθνησκε». Κι εκεί ακριβώς άφησε και την τελευταία του πνοή. Ο άγιος υμνογράφος επικεντρώνει και σ’ αυτήν τη διάσταση της ζωής του οσίου Θεοφυλάκτου. «Σεβόσουν τη θεία και άχραντη εξεικόνιση του Χριστού κι αρνιόσουνα την ασέβεια των ασεβών» (ωδή γ΄). «Τίμησες την εικόνα του Χριστού, γι’ αυτό υπέφερες εξορίες και θλίψεις και χρόνια κάθειρξη» (κάθισμα όρθρου).

Ο άγιος υμνογράφος επιλέγει, σχολιάζοντας το όνομα του οσίου: ο θείος Θεοφύλακτος τελικώς είχε φύλακα στη ζωή του τον ίδιο τον Θεό. «Θείος Θεοφύλακτος, ου Θεός φύλαξ» (στίχοι συναξαρίου).

07 Μαρτίου 2022

ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΕΙΣΟΔΟΥΣ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ!

«Ἴδε καιρός, ἴδε ἡμέρα σωτήριος, ἡ τῆς Νηστείας εἴσοδος, ψυχή γρηγόρησον, καί παθῶν τάς εἰσόδους ἀπόκλεισον, Κυρίῳ ἐνατενίζουσα» (ωδή α΄ Τριωδίου).

(Να ο καιρός, να η σωτήρια ημέρα: η είσοδος της Νηστείας. Ψυχή μένε σε εγρήγορση κι απόκλεισε τις εισόδους των παθών, ατενίζοντας διαρκώς τον Κύριο).

Μπήκαμε στην περίοδο της Νηστείας, την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής, και η Εκκλησία μας εδώ και αρκετές ημέρες μας θυμίζει ότι πρόκειται για τον «καιρόν» της μετανοίας, συνεπώς τον καιρό της σωτήριας ημέρας, όπου η στάση ενώπιον του ζωντανού Θεού μας προβάλλει με τον ισχυρότερο τρόπο. Δανείζεται ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος την ορολογία και την εκτίμηση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος και εκείνος εξαγγέλλει ότι αφότου ήρθε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο παρών καιρός, η ζωή αυτή δηλαδή, είναι ο κατάλληλος καιρός για να φύγουμε από την προσκόλληση στις αμαρτίες και τα πάθη μας – ό,τι αλλοιώνει και διαστρέφει την ανθρώπινη φύση μας – και να πιστέψουμε στον Χριστό ακολουθώντας Εκείνου τις εντολές. Κι ακολουθώντας τον Χριστό βεβαίως να επανέλθουμε στην «κανονικότητά» μας, την αληθινή φύση μας την κατά Θεόν πλασμένη ως εικόνα του Χριστού. «δού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας. Ἀποθώμεθα οὖν τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός»: να τώρα είναι ο κατάλληλος καιρός, να τώρα είναι η σωτήρια ημέρα. Ας αποθέσουμε λοιπόν τα έργα της αμαρτίας που είναι σκοτάδι και ας ντυθούμε τα όπλα του φωτός, δηλαδή τον Χριστό που είναι το Φως του κόσμου.

Όσο λοιπόν ο Θεός μάς δίνει την ευκαιρία της «σήμερον ἡμέρας», όσο παρατείνει τον χρόνο της εδώ παροικίας μας – διότι βεβαίως ο χρόνος είναι δωρεά του Θεού που μας δίνει προς μετάνοιά μας, κατά τον λόγο της Γραφής: «δίνω χρόνο για να μετανοήσει ο άνθρωπος» - πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση, ξύπνιοι, χωρίς να βαρυνόμαστε σε ύπνο πνευματικό, δηλαδή σε αποκοίμιση λόγω των γλοιωδών παθών μας που εύκολα προσκολλώνται σε ό,τι θεωρείται υλικό αγαθό του κόσμου τούτου. Κι αυτή η εγρήγορση, η νήψη σημαίνει τον αγώνα να αποκλείουμε τις εισόδους των παθών στην ύπαρξή μας, να μην αφήνουμε δηλαδή χώρο αναπτύξεως στην καρδιά μας του εγωισμού μας με όλα τα παρακλάδια του, της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας μας. Οπότε η εγρήγορση αυτή παραπέμπει στον έλεγχο των λογισμών μας από την ορθοφρονούσα συνείδησή μας, αφού κάθε αμαρτία ως λειτουργία ενός πάθους μας από τους λογισμούς κάνει την αρχή της.

Τι είναι εκείνο, κατά τον άγιο υμνογράφο και τη σύνολη εμπειρία επ’ αυτού της Εκκλησίας, που μπορεί να αποκλείει αυτές τις εισόδους των παθών; (Και δεν είναι άνευ σημασίας ο πληθυντικός αριθμός που χρησιμοποιεί ο υμνογράφος: «εισόδους» λέει και όχι «είσοδος», γιατί είναι πολυποίκιλη και πολύμορφη η αμαρτία δυστυχώς). Τι λοιπόν έχει τη δύναμη διαμιάς να κλείνει όλες τις θύρες και όλες τις εισόδους των παθών; Η ενατένιση του Κυρίου! «Κυρίῳ ἐνατενίζουσα». Όταν η ψυχή με όλες τις δυνάμεις της: τις νοητικές, τις βουλητικές, τις συναισθηματικές, στρέφεται ολοκληρωτικά προς τον Κύριο, όταν Αυτόν έχει ως αδιάκοπη όρασή της κατά τον προφητικό λόγο: «οἱ ὀφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον» και «προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός», τότε πράγματι από το κάλλος του προσώπου του Κυρίου «κολλάει» σ’ Εκείνον, η ομορφιά Του που αποτυπώνεται βεβαίως και σε κάθε δημιούργημά Του είναι εκείνη που τον απορροφά σε σημείο τέτοιο που δεν του αφήνει περιθώρια εκτροπής.

Αυτό βεβαίως είναι η εμπειρία των «τελείων» χριστιανών, δηλαδή των αγίων μας, αλλά αυτό πρέπει να συνιστά και για εμάς το «πολικό αστέρι» της πορείας μας στον κόσμο τούτο, που θα πει ότι μπορεί να μη φτάνουμε παρά ελάχιστα στην εμπειρία αυτή, όμως τουλάχιστον ξέρουμε πού πατάμε, δεν πελαγοδρομούμε χαμένοι σ’ έναν κόσμο που λόγω της αμαρτίας του ήδη κείται νεκρός και χαμένος σαν τον άσωτο υιό της γνωστής παραβολής. Το να μη χάνουμε την επαφή μας με τον Χριστό, καθημερινά και αδιάλειπτα, το να παλεύουμε να φτάσουμε έστω και επ’ ελάχιστον στις εντολές Του, είναι η απόδειξη ότι δεν κοιμόμαστε τον βαθύ ύπνο της απώλειάς μας.  

ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ: «ΕΦΤΑΣΕ Η ΝΗΣΤΕΙΑ!»

«Ελήλυθεν η Νηστεία η μήτηρ της σωφροσύνης, η κατήγορος της αμαρτίας και συνήγορος της μετανοίας, η πολιτεία των Αγγέλων και σωτηρία των ανθρώπων. Οι πιστοί ανακράξωμεν∙ ο Θεός, ελέησον ημάς» (απόστιχα αίνων Καθαράς Δευτέρας, ιδιόμελον, ήχος πλ. α΄).

(Έφτασε η νηστεία, η μητέρα της σωφροσύνης, η κατήγορος της αμαρτίας και συνήγορος της μετανοίας, ο τρόπος ζωής των αγγέλων κι αυτή που οδηγεί στη σωτηρία τους ανθρώπους. Οι πιστοί ας φωνάξουμε δυνατά: ο Θεός ελέησον ημάς).

Η Εκκλησία μας, από την πρώτη ημέρα της Μεγάλης Σαρακοστής, επιμένει να μας καθοδηγεί πάνω σ’  αυτό που σφραγίζει την περίοδο αυτή: τη νηστεία. Και το πρώτο που τονίζει, προκειμένου να νιώσει κανείς τα ευεργετικά πνευματικά και αιώνια αποτελέσματά της, είναι ο συνδυασμός της νηστείας με την προσευχή. «Έφτασε η νηστεία», λέει, οπότε «ας φωνάξουμε στον Θεό μας να μας ελεήσει». Είναι ο συνδυασμός που υποτάσσει και θηρία, κατά τον λόγο των αγίων αββάδων της ερήμου, διότι η νηστεία ως εγκράτεια και περιορισμός των ατάκτων ορμών του σώματος αλλά και της ψυχής, διευκολύνει ιδιαιτέρως τη στροφή προς τον Θεό -  απεμπλέκει τον άνθρωπο από τα γοητευτικά δεσμά της ύλης – συνεπώς κάνει τον άνθρωπο να στέκει στο σημείο της βασιλικής εξουσίας που ο Θεός απαρχής της Δημιουργίας τού έδωσε: να άρχει πάνω σε όλα τα στοιχεία της φύσης. Να άρχει και να εξουσιάζει εννοείται χαρισματικά, που σημαίνει με αγάπη και σεβασμό προς την αδελφή του λοιπή Δημιουργία.

Είναι ευνόητο βεβαίως ότι ο υμνογράφος μιλάει πρώτον για την αληθινή διάσταση της νηστείας ως μέσου πνευματικού και όχι ως μέσου... αδυνατίσματος! – ό,τι θα επισημάνει σε άλλο σημείο: «αληθής νηστεία η των κακών αλλοτρίωσις, εγκράτεια γλώσσης, θυμού αποχή, επιθυμιών χωρισμός, καταλαλιάς, ψεύδους και επιορκίας» - και δεύτερον για την αληθινή και γνήσια προσευχή, τύπος της οποίας είναι η τελωνική κραυγή: «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Με τους όρους αυτούς αναδύεται όντως το μεγαλείο της νηστείας της Σαρακοστής με όλα τα θαυμαστά αποτελέσματά της:

- Είναι αυτή που ισορροπεί πνευματικά τον άνθρωπο, γιατί του δίνει τη δύναμη να ελέγχει τις φιλήδονες τάσεις του.

- Είναι αυτή που τον απομακρύνει από την αμαρτία, γιατί του δημιουργεί τις συνθήκες να υπερβαίνει τον εγωισμό του, συνεπώς να ζει την αγάπη ως άνοιγμα προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο.

- Είναι αυτή που ωθεί στη μετάνοια, τον μονόδρομο κατά τον Κύριο που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών».

- Είναι αυτή πού κάνει τους πιστούς να είναι άγγελοι ήδη από τούτη τη ζωή, ανοίγοντας έτσι τα μάτια μας στην εσχατολογική διάστασή της: ο Κύριος είπε ότι στον μέλλοντα αιώνα οι άνθρωποι «ισάγγελοί εισι».

- Είναι μ’ ένα λόγο αυτή που φέρνει τον άνθρωπο σε ζωντανή σχέση με τον Θεό, αυτό που ονομάζουμε σωτηρία του ανθρώπου.

Ας σκεφτούμε: αν κατήγορός μας ενώπιον του Θεού παραμένει πάντοτε ο πονηρός διάβολος, του οποίου η χαρά κατά τη Γραφή είναι «να σκοτώνει τους ανθρώπους»: «ανθρωποκτόνος» χαρακτηρίζεται απαρχής, συνήγορός μας κατά τον θεόπνευστο ύμνο είναι η νηστεία. Για τον απλούστατο λόγο ότι όπως είπαμε αποκαλύπτει, εφόσον είναι αληθινή, δηλαδή σωστά εκκλησιαστική, το πού τελικώς είναι στραμμένη η καρδιά μας, συνεπώς ποιος στο βάθος είναι ο (πραγματικός) Θεός μας. Και ναι! Ή φανερώνουμε με την περιφρόνησή της -  δεν μιλάμε για εκείνους που για λόγους υγείας ή ανωτέρους της θέλησής τους  δεν επιτρέπεται να νηστεύσουν – ότι ο κόσμος αυτός αποκλειστικά είναι η αγάπη μας, ή αγωνιζόμενοι διακριτικά στον δρόμο της φανερώνουμε ότι ως αγάπη μας πρώτη θέτουμε Κύριο τον Θεό μας.

Νηστεία: το φίλτρο που δείχνει ότι οι πνευματικοί μας οφθαλμοί είναι εστιασμένοι στον Χριστό!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΛΟΥΣ

«Αυτός ο εν αγίοις Πατήρ ημών Παύλος, που προσαγορεύτηκε και απλός, ήταν γεωργός και άξεστος υπερβολικά, άκακος όμως και απονήρευτος, όσο κανείς άλλος. Είχε και γυναίκα δύστροπη και μοιχαλίδα, χωρίς να το ξέρει ο δίκαιος για μεγάλο διάστημα. Μία ημέρα λοιπόν που ήλθε από τον αγρό ξαφνικά, παρά τη συνηθισμένη ώρα, όπως ήταν φυσικό να συμβαίνει βρήκε την ομόζυγό του να μοιχεύεται στο σπίτι του. Γέλασε σεμνά και τους λέγει: Καλά, καλά, δεν με νοιάζει, μα τον Ιησού. Εγώ από τώρα και εξής δεν πρόκειται να την δω στα μάτια μου. Κράτα την λοιπόν, αυτήν και τα παιδιά της, κι εγώ φεύγω και θα γίνω μοναχός.

Κι αμέσως άφησε τα πάντα, αφού τα οικονόμησε καλά, κι απήλθε προς τον Μακάριο Αντώνιο. Κτύπησε τη θύρα και βγήκε ο μακάριος Αντώνιος και του λέγει: Ποιος είσαι, αδελφέ; Και τι ζητάς εδώ; Αυτός τότε: Ξένος είμαι, είπε, και ήλθα σε σένα να γίνω μοναχός. Ο άγιος τότε του λέει: είσαι εξήντα ετών γέρος, γι’ αυτό δεν μπορείς να γίνεις μοναχός ούτε και να υπομείνεις τις θλίψεις και τη δυσκολία του όρους. Πήγαινε καλύτερα σε Κοινόβιο, για να βρεις άφθονα τα σωματικά και να ζήσεις εκεί άκοπα μαζί με τους αδελφούς. Διότι οι αδελφοί θα σε βοηθήσουν στην αδυναμία σου. Κι αυτό γιατί εγώ κάθομαι μόνος εδώ και τρώω ανά πέντε ημέρες κι αυτό πολύ λίγο. Αυτός δε δεν ανεχόταν να ακούει τον Γέροντα, αλλά τον πίεζε να μείνει μαζί του. Επειδή δεν μπόρεσε ο άγιος να τον απομακρύνει, έκλεισε τη θύρα του κελλιού και τον άφησε έξω. Ο Παύλος τότε έμεινε νηστικός και δεν έφυγε. Την τέταρτη ημέρα, λόγω επείγουσας ανάγκης, άνοιξε ο άγιος το κελλί, βρήκε τον Παύλο και του λέει: Φύγε, γέρο, από εδώ, μη με αναγκάζεις, δεν μπορείς να είσαι μαζί μου. Ο Παύλος του λέει: Είναι αδύνατο να πάω αλλού.

Τότε είδε ο άγιος ότι αυτός δεν είχε ούτε σακούλι ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε κάτι άλλο και του λέει: εάν έχεις υπακοή και ό,τι ακούσεις από εμένα το κάνεις πρόθυμα και αγόγγυστα, μπορείς να σωθείς και εδώ. Αν όμως δεν μπορείς αυτά, γιατί κουράζεσαι άδικα και δεν γυρίζεις εκεί από όπου ήρθες; Αποκρίθηκε ο Παύλος και του λέει: Όσα μου πεις θα τα κάνω όλα πρόθυμα. Και ο άγιος: Στάσου λοιπόν και προσευχήσου, μέχρις ότου βγω πάλι και θα σου δώσω εργασία. Μπήκε λοιπόν στη σπηλιά ο μακάριος και τον πρόσεχε από ένα μικρό άνοιγμα, να στέκεται ακίνητος στην προσευχή επί μία εβδομάδα, και να ψήνεται κάτω από τον καυτό ήλιο.

Μετά από αυτά βγήκε ο άγιος, έλαβε από τους φοίνικες και του λέει: Πάρε και πλέξε σειρά, όπως βλέπεις εμένα να πλέκω. Έπλεξε ο γέρων μέχρι την ενάτη ώρα (τρεις το απόγευμα), δεκαπέντε οργιές με μεγάλο κόπο. Και λέει ο άγιος: Άσχημα την έπλεξες. Λύσε την και πλέξε την από την αρχή. Ήταν δε νηστικός επτά ημέρες. Τα έκανε αυτά ο άγιος, για να δυσφορήσει ο Παύλος και να φύγει από αυτόν. Ο Παύλος όμως με μακροθυμία και ζήλο απέπλεξε τη σειρά, και πάλι αγόγγυστα και ήρεμα την έπλεξε με πολλή τάξη, τόσο που εξέπληξε τον άγιο. Γι’ αυτό και κατανύχτηκε, κι όταν έδυσε ο ήλιος του λέει: Παππούλη, θέλεις να φάμε λίγο ψωμί; Κι ο Παύλος: όπως νομίζεις, πάτερ. Αυτό πάλι έκαμψε τον Γέροντα, κι αφού παρέθεσε τράπεζα, έβαλε τέσσερα κομμάτια ψωμί, βρέχοντας το ένα για τον εαυτό του και τρία για τον γέροντα Παύλο. Άρχισε τότε ο Αντώνιος να ψέλνει ψαλμό, για να δοκιμάσει και μ’ αυτό τον Παύλο, και μάλιστα είπε δύο φορές τον ίδιο ψαλμό. Ο δε Παύλος προσευχόταν με μεγάλη προθυμία μαζί με τον άγιο. Και λέει ο Γέρων στον Παύλο: Κάθισε στο τραπέζι και μην αγγίξεις από τα παρατιθέμενα. Όταν έκανε αυτό που του πρόσταξε, λέει ο άγιος: Σήκω, προσευχήσου και κοιμήσου. Αυτός δε, χωρίς να έχει γευτεί καθόλου τροφή, έκανε έτσι. Περί δε το μεσονύχτιο, σηκώθηκε ο Αντώνιος για προσευχή και σήκωσε και τον Παύλο, οπότε και παρέτεινε τις προσευχές μέχρι της ενάτης ώρας της ημέρας.

Όταν σουρούπωσε αρκετά, έφαγε ο Αντώνιος τον ένα άρτο, χωρίς να αγγίξει άλλον. Ο δε Παύλος που έτρωγε πιο αργά, είχε ακόμη τον άρτο από τον οποίο έτρωγε. Κι όταν πια τον τελείωσε, λέει ο Αντώνιος: Παππούλη, φάε και άλλον άρτο. Λέει ο Παύλος: Εάν φας κι εσύ θα φάω κι εγώ. Λέει ο Αντώνιος: Για μένα είναι αρκετός, γιατί είμαι μοναχός. Και ο Παύλος: Λοιπόν, επειδή κι εγώ μοναχός θα γίνω, αρκεί και σ’ εμένα. Σηκώθηκαν λοιπόν και έψαλλαν. Κι αφού κοιμήθηκαν για λίγο, πάλι σηκώθηκαν κι άρχισαν να ψάλλουν. Όταν ξημέρωσε, τον έστειλε να γυρίζει στην έρημο και μετά από τρεις ημέρες να επιστρέψει. Έγινε κι αυτό, οπότε ήλθαν αδελφοί προς τον Γέροντα. Και πρόσεχε ο Παύλος τι όφειλε να κάνει. Και ο άγιος του λέει: Να διακονείς τους αδελφούς σιωπηρά, χωρίς να γευτείς τίποτε μέχρι να φύγουν. Και έως την τρίτη ημέρα, ο Παύλος δεν γεύτηκε τίποτε. Οι δε αδελφοί τον ρωτούσαν: Για ποιο λόγο είσαι σιωπηλός; Επειδή αυτός δεν αποκρινόταν, λέει ο άγιος προς αυτόν: Μίλησε στους αδελφούς, οπότε άρχισε να ομιλεί.

Κάποια μέρα έφερε κάποιος στον μακάριο Αντώνιο ένα δοχείο από μέλι και το έχυνε στη γη. Όταν έγινε αυτό, λέει ο Γέρων στον Παύλο: παιδάκι, μάζεψε το μέλι και πρόσεξε μη τυχόν κάτι από αυτό αχρηστευθεί. Έγινε κι αυτό χωρίς καθόλου να ταραχτεί ή να αλλοιωθεί. Σε άλλο δε καιρό, προστάχτηκε να αντλεί νερό και όλη την ημέρα να το χύνει χωρίς λόγο. Κι άλλοτε έσχισε το ιμάτιό του και τον πρόσταξε να το ράψει με επιμέλεια. Όταν λοιπόν τον είδε ο άγιος να κάνει ό,τι του πρόσταζε αγόγγυστα και ανεμπόδιστα, του λέει: Λοιπόν, αδελφέ. Εάν μπορείς να κάνεις έτσι κάθε ημέρα, να μείνεις μαζί μου. Αν δεν μπορείς όμως, πήγαινε από εκεί που ήλθες. Ο δε Παύλος του λέει: Εάν έχεις να μου δείξεις κάτι περισσότερο, δείξε μου, επειδή όσα είδα μέχρι τώρα, τα κάνω όλα εύκολα.

Τέτοια και τόσο μεγάλη υπακοή και ταπείνωση απέκτησε ο μακάριος, ώστε να λάβει χάρισμα κατά των δαιμόνων και να τους διώχνει. Πληροφορήθηκε λοιπόν από τον Θεό ο Αντώνιος και τον είχε μαζί του για κάποιο διάστημα. Έπειτα, του κατασκεύασε κελλί και τον έβαλε να κάθεται εκεί, ώστε να μάθει και τις πανουργίες εκείνων και να τους πολεμά. Κάθισε ένα χρόνο μόνος του ο Παύλος και αναδείχτηκε σε θαυματουργό. Κι αφού υπηρέτησε τον Θεό άξια, απήλθε προς τις ουράνιες μονές».

Δεν έχουν περάσει παρά λίγες ημέρες, που εορτάσαμε τον εν αγίοις πατέρα ημών Νικόλα Πλανά (2 Μαρτίου). Και να σήμερα που η Εκκλησία μας εορτάζει έναν επίσης άγιο, με το ίδιο χάρισμα αγιότητας, την κατά Θεόν απλότητα. Η απλότητα ανέδειξε τον Παύλο σε μεγάλο όσιο, η απλότητα ανέδειξε επίσης σε μεγάλο άγιο τον παπα Νικόλα Πλανά. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν προτείνει ορισμένοι με την ίδια προσαγόρευση με τον όσιο Παύλο να προσαγορεύεται και ο παπα Νικόλας: ο απλός. Ο μακαριστός Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο υμνογράφος του οσίου Παύλου, αυτό επισημαίνει ως πρώτο από όλα για τον όσιο Παύλο: «Έκανες ωραίο, όσιε, τον εαυτόν σου με τους τρόπους της απλότητας κι αναδείχτηκες απλός και πράος και ήσυχος, Παύλε μακάριε, κι έγινες γνήσιος υπηρέτης του Παντοκράτορα Θεού με τον λαμπρό βίο σου» (στιχηρό εσπερινού). Αιτία για την ανάδειξη σε άγιο εκείνου που έχει την κατά Θεόν απλότητα είναι ότι η αρετή αυτή φανερώνει τη μεγίστη όλων των αρετών, την ταπείνωση.  Όπου δηλαδή απλότητα, εκεί και ταπείνωση. Κι όπου ταπείνωση, εκεί κι η χάρη κι η αγάπη του Θεού. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». «Μόνος εσύ ανάμεσα στους μαθητές του Χριστού κλήθηκες απλός, Παύλε, ως τύπος της ταπεινοφροσύνης και μυρίπνοη μυροθήκη της απλότητας» (στιχηρό εσπερινού). «Αληθινά, Παύλε, φάνηκες μέγας ανάμεσα στους ασκητές, γιατί είχες ως κόσμημά σου την ταπείνωση, και δέχτηκες γι’ αυτό τη λαμπρότητα των μεγάλων χαρίτων του Θεού» (ωδή ε΄). «Γέμισες από το άυλο θεϊκό φως, επειδή ήσουν πράος, ταπεινός και γεμάτος από απλότητα (ωδή ς΄).

Ο άγιος Γέρων Γεράσιμος δεν μπορεί παρά να επικεντρώσει σε μεγάλο βαθμό την προσοχή του στη στάση του αγίου και μεγάλου Αντωνίου, του καθηγητή της ερήμου. Μπροστά στο «φαινόμενο» Παύλο, ακόμη κι αυτός ο αυστηρότατος ασκητής υποκλίνεται. Τον θαυμάζει και τον κάνει μέτοχο και της δικής του ζωής, ώστε τελικώς βλέποντας τον όσιο Παύλο τον όσιο Αντώνιο ταυτοχρόνως να βλέπουμε και να ευφημούμε, σαν ένα είδος «εκμαγείου» του. «Αναδείχτηκες θεοειδής μύστης του θείου Αντωνίου, Παύλε θεοφόρε, και μιμητής του και όργανο της απάθειας» (στιχηρό εσπερινού). «Πραγματικά θαύμασε ο μέγας Αντώνιος τον θερμό πόθο της ψυχής σου και τη σταθερότητα του νου σου και το ανυποχώρητο φρόνημά σου για τα ανώτερα. Διότι έγινες, Παύλε, μιμητής του και ίδιος με τους τρόπους της ζωής του κι αξιώθηκες με τους αγώνες της άσκησής σου πλούσια χαρίσματα» (στιχηρό εσπερινού).

Ο Γέρων υμνογράφος αποπειράται να εξηγήσει το παράδοξο πράγματι γεγονός, του πώς ένας προχωρημένης ηλικίας άνθρωπος και άγευστος ασκητικών αγώνων μπόρεσε να ακολουθήσει την αυστηρή ασκητική διαγωγή του οσίου Αντωνίου σαν να ήταν η διασκέδασή του, η τρυφή και η χαρά του. Κι η εξήγηση που δίνει είναι μία: η βαθειά αγάπη προς τον Θεό, η καύση της καρδιάς του για Εκείνον. «Τους κόπους της ασκητικής ζωής τους θεώρησες σαν διασκέδαση, όσιε, γιατί ήσουν πυρπολημένος από τη θεία αγάπη» (λιτή). Κι ακριβώς αυτό τον κάνει να θαυμάσει το άλλο παράδοξο: πώς ένας μεγάλος άνθρωπος παρουσίασε ένα φρόνημα κυριολεκτικά νεανικό. Ακριβώς όμως για να επιβεβαιωθεί η αλήθεια ότι όπου υπάρχει η αγάπη προς τον Θεό, εκεί η καρδιά του ανθρώπου παραμένει πάντοτε νέα και γεμάτη δύναμη. «Εκπαιδεύτηκες καλά στα χέρια του μεγάλου Αντωνίου και επέδειξες προς τους αγώνες της άσκησης νεανικό φρόνημα κατά το γήρας» (δοξαστικό εσπερινού). Κι αλλού, σ’ ένα τροπάρι της λιτής: «Σήκωσες στους ώμους σου τον σταυρό και περιφρόνησες  την ηλικία του γήρατος, γι’ αυτό και έγινες δούλος του Σωτήρα, κατά τον θείο Παύλο, ζώντας τον καινούργιο τρόπο της ζωής που έφερε ο Χριστός».

06 Μαρτίου 2022

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΠΟΡΟΣ, Η ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ Ο ΚΑΡΠΟΣ!

«Ο Χριστός, προτού παραδώσει την τελευταία Του πνοή, συγχώρεσε όλους εκείνους που τον βασάνισαν, τον μυκτήρισαν και τον θανάτωσαν. Προσευχήθηκε στον ουράνιο Πατέρα Του να τους συγχωρέσει, αλλά προχώρησε ακόμα παραπέρα. Τους δικαιολόγησε, βρήκε ελαφρυντικό γι’ αυτούς. Είπε, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.

Γιατί επανέλαβε ιδιαίτερα o Κύριος τη διδαχή Του για τη συχώρεση, την ώρα που βρισκόταν πάνω στο σταυρό; Από το τεράστιο πλήθος των διδαχών που έκανε ενόσω ζούσε, γιατί διάλεξε αυτήν κι όχι κάποια άλλη να προφέρουν τα άγια χείλη Του, στο τέλος ακριβώς της επίγειας ζωής Του; Αναμφίβολα επειδή ήθελε η διδασκαλία Του αυτή να παραμείνει στη μνήμη όλων, να λειτουργήσει σαν παράδειγμα προς μίμηση. Στο πάθος Του πάνω στό σταυρό, σ’ αυτό το μεγαλειώδες πάθος που ξεπερνά κάθε μεγαλείο, που υψώνεται πάνω από τους βασιλιάδες και τους κριτές της γης, πάνω από σοφούς και διδασκάλους, από πλούσιους και φτωχούς, από κοινωνικούς αναμορφωτές κι επαναστάτες, ο Κύριος Ιησούς με το παράδειγμα της συχώρεσης έβαλε τη σφραγίδα στο ευαγγέλιό Του. Έδειξε μ’ αυτόν τον τρόπο πως χωρίς συχώρεση ούτε οι βασιλιάδες μπορούν να κυβερνούν, ούτε οι δικαστές να κρίνουν, οι σοφοί δεν μπορούν να είναι σοφοί, ούτε οι διδάσκαλοι να διδάσκουν. Δεν μπορούν οι πλούσιοι κι οι φτωχοί να ζουν ως άνθρωποι κι όχι σαν άλογα ζώα, δε γίνεται ο πυρετός των επανασταστών κι αναμορφωτών να είναι χρήσιμος. Πάνω απ’ όλα ο Χριστός ήθελε με τη διδαχή Του αυτή να δείξει πως, χωρίς συγχωρητικότητα, οι άνθρωποι δεν μπορούν ούτε να κατανοήσουν το ευαγγέλιό Του, ούτε πολύ περισσότερο να το εφαρμόσουν.

Ο Κύριος ξεκίνησε τη διδασκαλία Του με λόγια για τη μετάνοια και την τέλειωσε με λόγια για τη συχώρεσηΗ μετάνοια είναι ο σπόρος, η συχώρεση είναι ο καρπόςΟ σπόρος δεν έχει καμιά αξία αν δεν καρποφορήσει. Καμιά μετάνοια δεν έχει αξία χωρίς συχώρεση. Τι θα ήταν η κοινωνία των ανθρώπων χωρίς συχώρεση; Ένα θηριοτροφείο, τοποθετημένο στη μέση του θηριοτροφείου της φύσης. Τι άλλο θα ήταν όλοι οι νόμοι των ανθρώπων στη γη παρά αλυσίδες αφόρητες, αν δεν υπήρχε η συχώρεση να τις μαλακώσει;» (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

ΣΤΗΝ ΑΡΕΝΑ ΣΑΝ ΜΟΝΟΜΑΧΟΙ!

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τόν καλόν τῆς νηστείας ἀγῶνα· οἱ γάρ νομίμως ἀθλοῦντες, δικαίως στεφανοῦνται· καί ἀναλαβόντες τήν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, τῷ ἐχθρῷ ἀντιμαχησώμεθα, ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχοντες τήν Πίστιν, καί ὡς θώρακα τήν προσευχήν, καί περικεφαλαίαν τήν ἐλεημοσύνην· ἀντί μαχαίρας τήν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν. Ὁ ποιῶν ταῦτα, τόν ἀληθινόν κομίζεται στέφανον, παρά τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως».

(Ανοίχτηκε το στάδιο των αρετών· όσοι θέλετε να αγωνισθείτε μπείτε μέσα, ξεκινώντας τον καλό αγώνα της νηστείας. Διότι (μόνον) αυτοί που αθλούνται νόμιμα στεφανώνονται κατά λόγο δικαιοσύνης. Κι αφού φορέσουμε την πανοπλία του Σταυρού, ας αντιπαλέψουμε τον εχθρό, κρατώντας την πίστη σαν απόρθητο τείχος, και σαν θώρακα την προσευχή, και σαν περικεφαλαία την ελεημοσύνη. Για μαχαίρι να κρατήσουμε τη νηστεία, η οποία εξορίζει από την καρδιά κάθε κακία. Όποιος κάνει αυτά λαμβάνει το αληθινό στεφάνι από τον παμβασιλέα Χριστό, κατά την ημέρα της Κρίσεως).

           Από τους αίνους της Κυριακής της Τυρινής ακούμε το σπουδαιότατο αυτό τροπάριο, στον πανηγυρικό ήχο του πλ. α΄. Ο εκκλησιαστικός ποιητής με επίγνωση του πνευματικού χαρακτήρα της Σαρακοστής δηλώνει ότι πρόκειται περί περιόδου αγωνιστικής, όπως συνέβαινε στα πρωτοχριστιανικά χρόνια με τις ρωμαϊκές αρένες. Σε αρένα μπαίνουμε, μας λέει, ίδιοι μονομάχοι κι εμείς. Αλλά αρένα που ο αγώνας είναι για τις αρετές, δηλαδή για την απόκτηση στην πραγματικότητα της χάρης του αγίου Πνεύματος, και το στεφάνι είναι το αληθινό της αιώνιας ζωής που πρόκειται να μας δώσει ο στεφανοδότης Κύριος Ιησούς Χριστός. Μας επισημαίνει ότι έχουμε εχθρό να αντιπαλέψουμε, τον ίδιο τον Πονηρό διάβολο και τα πάθη μας, όμως έχουμε και τα όπλα που μας έχει δώσει η Εκκλησία μας: την πανοπλία του Σταυρού, την πίστη σαν απόρθητο τείχος, την προσευχή σαν θώρακα, την ελεημοσύνη, δηλαδή την αγάπη, ως περικεφαλαία. Και μη ξεχνάτε, μας λέει, τη νηστεία, σωματική εννοείται και κυρίως πνευματική, που είναι το ξίφος μας. Με αυτά αγωνιζόμαστε με νόμιμο τρόπο και λαβαίνουμε το βραβείο, αλλά με μία προϋπόθεση: να θέλουμε να αγωνιστούμε. Χωρίς την ελεύθερη βούλησή μας αγώνας πνευματικός δεν υφίσταται. «Οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε». Η Σαρακοστή είναι για τους ανδρείους και τους γενναίους.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΑΜΟΡΙΩ

«Οι άγιοι αυτοί ήταν οι πρώτοι της πόλης του Αμορίου. Όταν επί της βασιλείας του Θεοφίλου κυριεύτηκε το Αμόριο από τους Αγαρηνούς, οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι από αυτούς, επειδή ήταν στρατηγοί και ταξιάρχες και μέτοχοι του πρώτου γένους στους Ρωμαίους. Δεν πρόδωσαν όμως την πίστη τους στον Χριστό ούτε από δειλία ούτε από αγάπη για τη ζωή αυτή ούτε από μαλθακότητα ούτε από την πολυχρόνια ταλαιπωρία. Διότι δεν χαλάρωσε ο τόνος της ψυχής τους από τη σωματική κάκωση και τον εγκλεισμό τους, αλλά αφού παρατάχτηκαν απέναντι στους εχθρούς με ανδρείο φρόνημα και γενναιότητα ψυχής και δεν καταδέχτηκαν να αρνηθούν την πίστη τους στον Χριστό, με χαρά δέχτηκαν την αποτομή των κεφαλών τους».

Όπως χαίρεται κανείς, όταν έχει επενδύσει σ᾽αυτόν τον κόσμο, για τα καινούργια πολύτιμα μάλιστα ρούχα του, κατά τον ίδιο τρόπο πανηγυρίζει, μας λέει ο υμνογράφος των αγίων άγιος Ιωσήφ, και η Εκκλησία σήμερα, διότι ντύθηκε τη νέα στολή των αιμάτων των νέων αθλοφόρων. «Η Εκκλησία σήμερα πανηγυρίζει μυστικά, γιατί ντύθηκε νέα στολή, σαν πορφύρα και χρυσό ένδυμα, τα αίματα των νέων αθλοφόρων» (δοξαστικό εσπερινού). Κι αυτό σημαίνει ότι το μαρτύριο για την Εκκλησία μας αποτελεί τη δόξα και το καύχημά της, αφού έτσι βρίσκεται επακριβώς επί τα ίχνη του πρώτου Μάρτυρα, του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού. Δεν παραξενευόμαστε λοιπόν από τις εκτιμήσεις της Εκκλησίας μας διά των ύμνων της, ότι το μαρτύριο των αγίων, όπως των σημερινών, είναι το φως τους και το κάλλος τους, κάτι βεβαίως που ανατρέπει παντελώς τις εκτιμήσεις του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου μας, ο οποίος το μαρτύριο και τον πόνο τον εκτιμά μόνον αρνητικά. Και δικαίως: η φιληδονία ως έκφραση της ουσίας της αμαρτίας εγωισμού αποτελεί τη διηνεκή έγνοια του. «Λαμπρυσμένοι από το κάλλος της φωτεινής και στέρεας άθλησής σας, οδηγηθήκατε στον Χριστό, που θυσιάστηκε ως άνθρωπος, Μάρτυρες» (ωδή α´).

Ο άγιος Ιωσήφ επισημαίνει μάλιστα ότι ο καιρός αυτός των μαρτυρικών αγώνων είναι ο καιρός που αποκαλύπτει την πραγματικότητα ή όχι της πίστεως των χριστιανών. Κι έχει δίκιο: στον καιρό της ειρήνης, τότε που όλα βαίνουν καλώς, είναι πολύ εύκολο να δηλώνει κανείς ότι είναι χριστιανός. Εκεί που θα φανερωθεί όμως η αλήθεια της πίστεώς του είναι όταν κληθεί να διαλέξει μεταξύ της ζωής αυτής και της ζωής με τον Θεό. Διότι τότε θα αναγκαστεί να αποδείξει τι κυριαρχεί μέσα στην καρδιά του, ποιος είναι δηλαδή ο αληθινός θησαυρός του, κατά τον λόγο του Κυρίου: «όπου ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται». Οι άγιοι λοιπόν σαράντα δύο μάρτυρες, μολονότι με αξιώματα και πολλές αφορμές να είναι ριζωμένοι στον κόσμο τούτο, έδειξαν ότι  τα αξιώματά τους τα θεωρούσαν «σκύβαλα», σκουπίδια, προκειμένου να έχουν τον Χριστό ζωντανό στη ζωή τους. «Ο καιρός των αγώνων σε φανέρωσε σε όλους πιστό φίλο του Χριστού» (ωδή γ´). Και πρέπει να το επεκτείνουμε: καιρός των αγώνων δεν είναι μόνον ο καιρός του μαρτυρίου σε εποχή πολέμου και δίωξης της πίστης, αλλά και ο κάθε καιρός που ο χριστιανός αντιμετωπίζει θλίψεις και δοκιμασίες, οι οποίες τον φέρνουν στο οριακό σημείο που κρίνεται η συνείδησή του, με την έννοια ότι πρέπει να μείνει σταθερός στο θέλημα του Θεού, και όχι να εκτραπεί και να το καταπατήσει, προκειμένου τάχα να επιβιώσει. Από την άποψη αυτή ο καιρός των αγώνων συνιστά ευλογία, διότι δίνεται η αφορμή να ξεκαθαριστούν οι πραγματικές διαθέσεις των ανθρώπων.

Ο υμνογράφος βεβαίως μας προβληματίζει και με μία ακόμη σκέψη του. Αναφερόμενος σε έναν από τους μάρτυρες, τον άγιο Θεόδωρο, λέει ότι στο μέσο του σταδίου ευρισκόμενος κήρυξε με ελεύθερη φωνή και ανδρεία τον Χριστό που σαρκώθηκε για χάρη μας. «Σταδίου μέσον παραστάς, τον σωτήριον Λόγον, δι᾽ημάς σαρκωθέντα, ελευθέρα τη φωνή, εκήρυξας ανδρικώς». Κι έχει ιδιαίτερη σημασία ο λόγος του, διότι επισημαίνει ότι η ελευθερία σε έναν κόσμο κυριαρχημένο από τον Πονηρό έχει ως τίμημα το μαρτύριο κι ακόμη και τον θάνατο. Οι άρχοντες του κόσμου τούτου, όργανα οι περισσότεροι του κοσμοκράτορος διαβόλου, δεν είναι εύκολοι στο να δέχονται κριτική και να ελέγχονται για τις πράξεις και τις ενέργειές τους. Το μόνο που ζητούν και απαιτούν είναι η κλίση του αυχένα του λαού, η υποδούλωσή του, προκειμένου να πραγματοποιούν τα άνομα σχέδιά τους, δηλαδή την ανάπαυσή τους και την καλοπέρασή τους. Και δεν ισχύει τούτο μόνο σε εποχές τυραννίας, όπως ίσως θα σκεφτόταν κανείς. Ισχύει δυστυχώς πάντοτε, ακόμη και στις λεγόμενες εποχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Κι αυτό γιατί έτσι λειτουργεί η εκάστοτε εξουσία.

Με τους αγίους μας αναπνέουμε τον πραγματικό αέρα της ελευθερίας. Διότι ζούμε μαζί τους Εκείνον που είναι η αληθινή ελευθερία, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Τη ελευθερία η Χριστός υμάς ηλευθέρωσε, στήκετε και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε». Να στεκόμαστε κι εμείς σ᾽αυτήν την ελευθερία. Πρέπει όμως να αποφασίσουμε να είμαστε πάντοτε μαζί με τον Χριστό, ενταγμένοι στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία. Και να είμαστε έτοιμοι να υποστούμε οποιοδήποτε τίμημα για την επιμονή μας αυτή. Το μαρτύριο είναι το συστατικό του ανθρώπου που θέλει να παραμένει γνήσιος και ελεύθερος άνθρωπος.