03 Ιουλίου 2022

ΠΡΟΚΟΠΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΤΙΜΟ

 

«Ο προκομμένος άνθρωπος, σε όποια ζωή κι αν βρεθεί, είτε Μοναχός είτε λαϊκός, θα κάνει προκοπή πνευματική, γιατί θα εργασθεί φιλότιμα. Ενώ ο άνθρωπος που δεν καλλιεργεί το φιλότιμο που του χάρισε ο Θεός, ανεπρόκοπος θα είναι και στη μια ζωή και στην άλλη» (Π. Μ. Σωτήρχος, Γέρων Παΐσιος, Βίος, Διδαχές…, εκδ. Παπαδημητρίου, 2009).

Αγχώνονται πολλοί χριστιανοί νέοι άνθρωποι, και όχι μόνο, για την επιλογή που θα κάνουν στη ζωή τους: να γίνουν έγγαμοι ή να καλογερέψουν. Και δικαίως: η επιλογή αυτή αποτελεί ίσως την πιο καίρια απόφαση που πρέπει να λάβουν – καθορίζεται η περαιτέρω πορεία τους. Πολλοί μάλιστα αναλίσκονται στην αναζήτηση εκείνων των ανθρώπων, πνευματικών, μοναχών, Γεροντάδων, που θα τους δώσουν μία απάντηση που θα τους πείσει ότι είναι η πιο ενδεδειγμένη γι’ αυτούς. Δεν είναι λίγοι εκείνοι μάλιστα που εύχονται να συναντήσουν έναν διορατικό και προορατικό Γέροντα, ώστε αυτό που θα τους πει να έχει τη «σφραγίδα» του Θεού – δεν θα λαθέψουν μ’ αυτό που θα ακολουθήσουν! Κι εννοείται ότι οι άγιοι Γέροντες της εποχής μας, Πορφύριος, Παΐσιος, Ιάκωβος κ.ά., δέχονταν πολύ συχνά τέτοιους επισκέπτες που τους πίεζαν να αποφασίσουν αυτοί για εκείνους.

Η απάντηση βεβαίως που έδιναν οι σοφοί αυτοί άνθρωποι, σοφοί όχι μόνον από φωτισμό Θεού αλλά και από τη μακρά εμπειρία που είχαν από τις σχέσεις τους με τους ανθρώπους, ήταν ίσως απρόσμενη και όχι η πλήρως «επιθυμητή» από τους επισκέπτες τους: τους έστρεφαν στον εαυτό τους, ώστε αυτοί μόνοι τους να αποφασίσουν για τη ζωή τους. Η απάντηση για παράδειγμα που έδωσε ο άγιος Πορφύριος σε έναν τέτοιο νεαρό που τον ρώτησε τι θα ήθελε ο Θεός γι’ αυτόν είναι ό,τι ρεαλιστικότερο και λογικό και υποδειγματικό: «ο Θεός θέλει για σένα ό,τι εσύ θέλεις βαθιά μέσα σου». Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι τελικώς όλοι μέσα μας, αν αφουγκραστούμε την καρδιά μας, ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε – η καρδιά μας είναι ο καλύτερος σύμβουλός μας. Πρόκειται νομίζουμε για το ίδιο που επεσήμαινε και ο άγιος Παΐσιος σε παρόμοιους προβληματισμούς: «Αν έχεις εννιά λογισμούς από τους δέκα να γίνεις καλόγερος και έναν λογισμό να παντρευτείς, τότε να παντρευτείς. Γιατί ο ένας αυτός θα σε ταλαιπωρεί ολόκληρη τη ζωή σου».

Στο παραπάνω παρατιθέμενο απόσπασμα όμως του οσίου Παϊσίου έχουμε και κάτι επιπλέον. Ο όσιος ξεπερνά τον προβληματισμό της κρίσιμης απόφασης για τον δρόμο ζωής: έγγαμος ή μοναχός, και προσανατολίζει στο πιο σημαντικό κατ’ αυτόν στοιχείο: τη φιλοτιμία. Αν είμαστε φιλότιμοι, σημειώνει, και λάθος επιλογή να κάνουμε ο Θεός δεν θα μας αφήσει. Θα ευλογήσει και τη λάθος επιλογή μας και θα μας βοηθήσει να προκόψουμε, δηλαδή να προχωρήσουμε τη σχέση μας μ’ Εκείνον και να τελειωθούμε. Οπότε μπορεί κάποιος να γίνει καλόγερος ενώ το χάρισμά του είναι ο έγγαμος βίος, αλλά αν είναι φιλότιμος θα γίνει προκομένος καλόγερος και θα αγιάσει. Κι από την άλλη: μπορεί κάποιος να συζευχθεί, ενώ η κλήση του είναι για μοναχός, αλλά εφόσον είναι φιλότιμος θα είναι καλός σύζυγος και καλός οικογενειάρχης – ο αγιασμός του θα επέλθει μέσα από τον δρόμο αυτόν ζωής.

Το ερώτημα βεβαίως είναι τι σημαίνει φιλοτιμία για τον άγιο; Κι η απάντηση που παίρνουμε από τα λόγια του, προφορικά και γραπτά, είναι: ο πιστός άνθρωπος να έχει αίσθηση της παρουσίας του Χριστού στη ζωή του που τον κινητοποιεί να αγωνίζεται με ευαισθησία στην τήρηση των αγίων εντολών του Χριστού, μάλιστα δε της αγάπης. Μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως ό,τι εξέφραζε ο μέγας Γέρων με τη λέξη «φιλοτιμία» ήταν το ίδιο που εξέφραζε με τη λέξη «αρχοντιά», πιο συγκεκριμένα μάλιστα με τη φράση «αρχοντική αγάπη». Ο ίδιος ο Θεός είναι ο άρχοντας της αγάπης κατά τον άγιο, συνεπώς και ο φιλότιμος άνθρωπος είναι ο αγωνιζόμενος να μοιάσει του Θεού του. Ευνόητο έτσι ότι η φιλοτιμία συνιστά ζεύγος με την προκοπή. Προκόβει ο φιλότιμος, ό,τι κι αν κάνει και όπου κι αν βρίσκεται, προκόβει δηλαδή ο ευαίσθητος άνθρωπος που τις εντολές του Χριστού τις θεωρεί ως τον μεγαλύτερο θησαυρό της ζωής του.   

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΥΑΚΙΝΘΟΣ

 

«῾Ο ἅγιος ῾Υάκινθος καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καί ὑπηρετοῦσε στό βασιλικό τραπέζι τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ. Κατηγορήθηκε ὅμως ὡς χριστιανός, γι᾽ αὐτό καί δόθηκε ἡ ἐντολή νά κτυπηθεῖ σέ ὅλο τό σῶμα του καί νά ριχτεῖ στήν φυλακή. ᾽Εκεῖ μένοντας ἀρκετές ἡμέρες χωρίς φαγητό παρέθεσε τό πνεῦμα του στόν Θεό».

῎Εχει προταθεῖ ἀπό ὁρισμένους χριστιανούς ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ῾Υακίνθου νά καθιερωθεῖ ὡς ἡ ἑορτή τῶν ἐρωτευμένων σέ ἀντικατάσταση τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Βαλεντίνου (14 Φεβρουαρίου), γιά τόν ὁποῖο ὑπάρχουν πολλές καί ἀντιφατικές παραδόσεις. Καί τοῦτο βεβαίως ὄχι γιατί ὁ ἅγιος ἔχει καμμία οὐσιαστική σχέση πρός αὐτό πού προβάλλεται ὡς ἀνθρώπινος ἔρωτας, ἀλλά γιατί τό ὄνομά του πού παραπέμπει στό πολύ ὄμορφο καλλωπιστικό φυτό ὑάκινθος, τό κοινῶς ὀνομαζόμενο ζουμπούλι, μέ τό ἔντονο ἄρωμα καί τά πολυάριθμα μικρά ἄνθη του, κυανοῦ, ρόζ ἤ ἄσπρου χρώματος, συνηγορεῖ γιά κάτι τέτοιο. ῾Η σχέση τοῦ ἁγίου πρός τόν ἔρωτα ὑπάρχει, κατά πῶς μᾶς τό θέτει καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος τῆς ἀκολουθίας του Θεοφάνης ὁ ποιητής, ἀλλά μέ τήν ἔννοια πού συναντᾶμε σέ ὅλους τούς ἁγίους, δηλαδή τήν ἔννοια τοῦ θείου ἔρωτα, τῆς σφοδρῆς ἀγάπης πρός τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό.

Πράγματι, ἡ ὅλη κατά Χριστόν πορεία τοῦ ἁγίου ῾Υακίνθου κατανοεῖται μόνον κάτω ἀπό τήν ὀπτική αὐτή. ῾Η ἀγάπη του πρός τόν Χριστό τοῦ ἔδωσε τήν δύναμη νά ἀντιμετωπίσει τήν ὀργή καί τήν μήνη τοῦ ἴδιου τοῦ αὐτοκράτορα, ἐπιμένοντας ὅτι εἶναι χριστιανός, καί νά ὑποστεῖ φοβερά μαρτύρια μέχρι τῆς τελικῆς ἐκπνοῆς του λόγω ἀσιτίας. «῎Ελεγξες τόν τύραννο, ἀθλοφόρε, πού εἶχε φτάσει σέ κατάσταση μανίας, γιατί ἤσουν ντυμένος ἀπό τόν Χριστό μέ τήν ἀήττητη δύναμή Του» (ὠδή ε´). «᾽Αγάπησες τόν Θεό μέ τήν ψυχή σου σύ, ἀθλητή μακάριε, παλεύοντας μέχρις αἵματος πρός τήν ἁμαρτία καί ἀνατρέποντας τούς ἐχθρούς» (ὠδή η´).

῾Ο ἅγιος ποιητής μάλιστα παίρνει ἀφορμή ἀπό τήν γνωριμία πού εἶχε ὁ ῾Υάκινθος μέ τόν αὐτοκράτορα Τραϊανό, ἀφοῦ ὑπῆρξε θαλαμηπόλος του, γιά νά πεῖ ὅτι τελικῶς ὁ ἅγιος ἦταν ὁ ἀληθινός αὐτοκράτορας, γιατί ἀκριβῶς μέ τόν εὐσεβή λογισμό τῆς πίστεως πού εἶχε ἔγινε αὐτοκράτορας τῶν παθῶν του, τρεφόμενος ἀπό τόν θεϊκό λόγο καί ὄχι ἀπό τήν τροφή τῶν παρανόμων (ὠδή ζ´). Κι εἶναι πολύ σημαντική ἡ παρατήρηση τοῦ Θεοφάνη, γιατί μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὅταν ὁ μάρτυρας δέχεται τό ὅποιο μαρτύριο εἴτε ὡς κτύπημα εἴτε ὡς στέρηση, τήν ἴδια ὥρα ὁ Κύριος μέ μυστικό τρόπο ἔρχεται καί λειτουργεῖ σ᾽ αὐτόν ἀντιστοίχως εἴτε ὡς θεϊκό χάδι εἴτε ὡς πλήρωση καί τροφή. Πρόκειται γιά πραγματικότητα πού δέν πρέπει νά λησμονοῦμε, γιατί ἰσχύει γενικότερα: κάθε ὑπομονή πού κάνουμε στήν ζωή μας τήν ὥρα τῆς ὅποιας δοκιμασίας μας, ἐνῶ φαίνεται ὅτι ὑφιστάμεθα μία ταλαιπωρία καί ἕνα βάσανο, ὁ Κύριος εἶναι παρών καί τήν δοκιμασία τήν μεταποιεῖ σέ εὐλογία.

῾Ο ἐκκλησιαστικός ποιητής δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἀξιοποιήσει καί τό ὄνομα τοῦ ἁγίου ῾Υακίνθου. ᾽Αφενός μᾶς προτρέπει νά τοῦ πλέξουμε στεφάνι μέ τούς ὕμνους ἀποτελούμενο ἀπό ἀμαράντινους ὑακίνθους (κοντάκιο), ἀφετέρου μᾶς μεταφέρει στήν θριαμβεύουσα ᾽Εκκλησία, τήν ᾽Εκκλησία τῶν πρωτοτόκων, δίνοντάς μας τήν εἰκόνα τῆς θέσης τοῦ ἁγίου μάρτυρα ἀνάμεσα στούς ἄλλους ἁγίους. «Σάν ὄμορφο ζουμπούλι λάμπρυνες τήν θεία σκηνή, σάν ἐκλεκτό ζωηρό κόκκινο ἀπό τό αἷμα τῆς ἀθλήσεώς σου ἔγινες ἀφιέρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας τῶν πρωτοτόκων» (ὠδή ς´). Κι ἀκόμη: θεωρεῖ ὁ ποιητής τόν ἅγιο μάρτυρα σάν διαυγή καί πολύτιμο  λίθο τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ, γιατί μέ τήν «εἰλικρίνεια τῆς ψυχῆς του καί τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ του» (ὠδή ζ´) ἔγινε φωτεινό κατοικητήριο τοῦ  Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. (στιχηρό ἑσπερινοῦ, ὠδή α΄).

῾Ο ἅγιος ῾Υάκινθος γιά τόν Θεοφάνη θεωρεῖται καί ὡς πρότυπο ἰδιαιτέρως τῆς νεότητας. Γιατί νέος καθώς ἦταν ὁ ἅγιος φανέρωσε ἐκεῖνο πού τιμᾶ τήν νεότητα καί τήν διακρατεῖ πάντοτε ἀνθοφοροῦσα: τήν γενναιότητα τοῦ νοῦ καί τή φρόνηση καί σύνεση τῶν μεγάλων. Πού σημαίνει: δέν δίνει ἀξία σέ ἕνα νέο ἀπό μόνη της ἡ νεότητά του. Κι αὐτή θά παρέλθει πολύ γρήγορα. ῾Η νεότητα τῆς καρδιᾶς μετράει κατεξοχήν, γιατί αὐτή παραμένει ἐσαεί. «᾽Απέδειξες, μάρτυς ἀθλοφόρε, τό νεανικό τῆς ἡλικίας σου καί τό γενναῖο τῆς διανοίας σου, καθώς πάλεψες μέ ἀνδρεία κατά τῆς πλάνης ὑπέρ Χριστοῦ» (ὠδή α´). «᾽Ενῶ ἤσουν νέος, φάνηκες νά ἔχεις καθαρά φρόνηση μεγάλου, μάρτυς Χριστοῦ, καί νά κοσμεῖσαι ἀπό σύνεση» (ὠδή γ´).

02 Ιουλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ


«Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. 6, 22, 24)

Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Γ´ Ματθαίου ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς γνωστῆς ἐπί τοῦ ῎Ορους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου, μίας ἐκτεταμένης ὁμιλίας πού καταγράφεται στό εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου καί μάλιστα στά 5, 6 καί 7 κεφάλαιά του. Τό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα ἔχει ἐκπληκτική ἐπικαιρότητα, δεδομένου ὅτι ἀφενός ἀποκαλύπτει βαθιές ἀνθρωπολογικές ἀλήθειες καί μᾶς  ὑπενθυμίζει τό πόσο ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς φροντίζει μέ τήν πρόνοιά Του,  ἀφετέρου μᾶς προσανατολίζει στήν ὀρθή κατεύθυνση τῆς ζωῆς, πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἔνταξή του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ᾽Ιδιαιτέρως θά σταθοῦμε στόν λόγο τοῦ Κυρίου «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν», πού θέτει ἕνα σημαντικό προβληματισμό.

            1. Ἡ πρώτη ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου, πού συνιστᾶ καί ἀποκάλυψη γιά τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος πάντοτε κάπου ῾δουλεύει᾽, πάντοτε δηλαδή σέ κάτι ὑπακούει καί αὐτό οὐσιαστικά ὑπηρετεῖ μέ ὅλες τίς δυνάμεις του. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή, ἐλεύθερος ἄνθρωπος, μέ τήν ἀπόλυτη ἔννοια τοῦ ὅρου, δέν ὑπάρχει. Εἴτε ὑπακοῦμε στόν Θεό εἴτε ὑπακοῦμε σέ ἀντίθεες δυνάμεις εἴτε ἀκόμη καί στίς δικές μας μόνο ἐπιλογές, ἄν ὑφίσταται ἀπολύτως κάτι τέτοιο, πάντοτε θά βρισκόμαστε  κάτω ἀπό ἕνα ῾ἀφεντικό᾽. Τό ἐρώτημα εἶναι τί εἴδους ῾ἀφεντικό᾽ εἶναι αὐτό; Δηλαδή: σέ τί δουλεύω πού θά μέ κάνει νά νιώσω πραγματικά ἄνθρωπος, μέσα στά πλαίσια τῆς φυσιολογίας τοῦ ἀνθρώπου;

2. Ὁ Κύριος προεκτείνει τήν ἐπισήμανση: «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». ῎Οχι μόνο πάντοτε κάπου δουλεύουμε, ἀλλά καί ἡ ῾δουλεία᾽ αὐτή εἶναι μονομερής: δέν μπορεῖ κανείς νά ὑπηρετεῖ δύο ἀφεντικά ταυτόχρονα, οἱ δυνάμεις του θά εἶναι κατατεθειμένες στήν ὑπηρεσία πάντοτε ἑνός. Ὁ ἄνθρωπος, μέ ἄλλα λόγια, μᾶς λέει ὁ Κύριος, εἶναι δημιουργημένος ἔτσι, ὥστε νά ὑπάρχει καί νά λειτουργεῖ μέ ἑνιαῖο τρόπο, πού σημαίνει ὅτι οἱ δυνάμεις του προσαρμόζονται πάντοτε σέ μία μόνο κατεύθυνση, κάθε φορά ὁ ἄνθρωπος εἶναι ῾ὅλος κάπου᾽. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ὁ Κύριος ἀποκλείει γιά τή φυσιολογία τοῦ ἀνθρώπου τό φαινόμενο τοῦ ῾πνευματικοῦ ἀλλοιθωρισμοῦ᾽: δέν μπορεῖ νά κοιτᾶ τήν ἴδια στιγμή σέ δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.  Συνεπῶς, ἄν κάποιος προσπαθήσει νά τά συνδυάσει ὅλα, θά βρεθεῖ σέ ἕνα εἶδος πνευματικῆς σχιζοφρένειας, θά ὑποστεῖ  μία ἀλλοίωση τῆς ὕπαρξής του ὡς ἀνθρώπου.

Στήν περίπτωση αὐτή ἔχουμε ἴσως τήν κατάσταση πού ἐλέγχει δριμύτατα τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη, τήν κατάσταση τῆς χλιαρότητας. ῾῎Οφειλες νά εἶσαι ἤ θερμός ἤ ψυχρός. ᾽Επειδή ὅμως εἶσαι χλιαρός, θά σέ ξεράσω ἀπό τό στόμα μου᾽. Εἶναι εὐνόητο ὅτι γνώρισμα μίας τέτοιας ἀλλοιωμένης πνευματικῆς κατάστασης, τῆς διψυχίας, πού λέει ἀλλοῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀκαταστασία καί ἡ ταραχή. «᾽Ανήρ δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ» (ἅγιος ᾽Ιάκωβος). Ὁπότε, ὁ μόνος ὁ ὁποῖος χαίρεται στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ὁ διάβολος, διότι φανερώνει τή δική του μόνιμη πνευματική κατάσταση. Ὁ διάβολος, ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ Γραφή, εἶναι τό πιό δυστυχισμένο καί τραγικό ὄν, μέ μόνιμη τήν ἀκαταστασία καί τήν ταραχή στήν ὕπαρξή του, κάτι πού θέλει νά δημιουργήσει καί στόν κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἄνθρωπο.

3.  Ἡ ἀνθρωπολογική αὐτή ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου, ὅτι ὅλος ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται κάθε φορά κάπου, ὅτι δέν μπορεῖ νά  δουλεύει ταυτόχρονα σέ δύο κυρίους, συμπληρώνεται  στή συνέχεια μέ τήν προτροπή νά ἐπιλέγουμε τόν σωστό κύριο, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό μας. «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν».  ῎Ετσι ὁ Κύριος μᾶς θέτει στήν ὀρθή τροχιά τῆς δημιουργίας μας: εἴμαστε πλασμένοι ἀπό τόν Θεό γιά νά πορευόμαστε καί νά ἐπεκτεινόμαστε πρός ᾽Εκεῖνον, ἄν θέλουμε νά βρισκόμαστε στή φυσική μας κατάσταση. Καί τί γίνεται τότε; Ὑποτασσόμενοι στόν Θεό, ῾δουλεύοντας᾽ σ᾽᾽Εκεῖνον ἐξυψωνόμαστε σέ υἱούς Του, γινόμαστε φίλοι Του, μᾶς δίνει ὁλόκληρο τόν ῾Εαυτό Του, μᾶς κάνει ἕνα μ᾽ Ἐκεῖνον. «Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους». «Ὑμεῖς φίλοί μού ἐστε, ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐντέλλομαι ὐμῖν» (ὁ Κύριος). Κατά συνέπεια, ὁ ἄνθρωπος αὐτός φτάνει νά ζεῖ τήν πραγματική ἐλευθερία, τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τήν βλέπουμε στά πρόσωπα τῶν κατεξοχήν ἐλευθέρων ἀνθρώπων, τῶν ἁγίων. «Οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ καί ἐλευθερία». «Τῇ ἐλευθερίᾳ  ᾗ Χριστός ὑμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καί μή ζυγῷ δουλείας πάλιν ἐνέχεσθε».

῎Αν ὁ ἄνθρωπος ἐπιλέξει λάθος κύριο, ἄν ἡ ἐπιλογή του δέν εἶναι ὁ Θεός πού φανερώθηκε ἐν Χριστῷ καί βιώνεται στήν ᾽Εκκλησία Του, τότε θά βρίσκεται σέ κατάσταση θεομαχίας – «ὁ μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι» εἶπε ὁ Κύριος – καί κύριός του θά εἶναι ὁ πονηρός, ὁ ὁποῖος ὡς χαρά του ἔχει, ὅπως ἐπισημάνθηκε, νά ταλαιπωρεῖ τόν ἄνθρωπο καί τή δική του δυστυχία νά τήν κάνει δυστυχία καί τοῦ ἀνθρώπου, μέ τελικό σκοπό τήν πλήρη ἐξόντωσή του. Μή λησμονοῦμε ὅτι ὁ διάβολος «ἀνθρωποκτόνος» χαρακτηρίζεται στό εὐαγγέλιο. Κι εἶναι τραγικό νά σκέπτεται κανείς ὅτι δυστυχῶς ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διαστρεβλώσει τόσο τά πράγματα, ὥστε νά πιστεύουν ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ὁ «σωτήρας» τους, αὐτόν νά ἀκολουθοῦν καί αὐτόν νά κηρύσσουν στόν κόσμο. Ἡ ψυχοσωματική αὐτομαστίγωση τοῦ ἀνθρώπου προφανῶς δέν ἔχει ὅρια. Ἡ ἀνισορροπία σέ πολλούς ἔχει γίνει καθεστώς.

᾽Ανεξάρτητα ὅμως ἀπό ἐκείνους τούς δυστυχεῖς συνανθρώπους μας πού ἐνσυνείδητα ἔχουν ἐπιλέξει ἕναν τέτοιο δρόμο, ἡ παραπάνω ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου προκαλεῖ ῾φόβο᾽ καί γιά τούς χριστιανούς. Τό γεγονός ὅτι κάθε φορά εἴμαστε ὁλόκληροι στή δουλεία ἑνός κυρίου, εἴτε τοῦ Θεοῦ εἴτε τοῦ διαβόλου,  σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε νά ῾παίζουμε᾽ μέ τή ζωή μας καί τίς ἐπιλογές μας. Ἡ ἐπιπολαιότητα στήν πνευματική μας ζωή δέν εἶναι χωρίς συνέπειες. Αὐτό πού κάνω κάθε φορά μέ ἐντάσσει στή μία ἤ στήν ἄλλη κατάσταση, δηλαδή  μέ προσδιορίζει συνολικά ὡς ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτό καί τρομάζει λίγο αὐτό πού ἀκούγεται συχνά ἀπό συνανθρώπους μας,  καί μάλιστα νέους, ὅτι σκοπό ἔχουν νά μαζεύουν στή ζωή τους ἐμπειρίες. Ἡ κάθε ἐμπειρία καταλαβαίνουμε μέ τά παραπάνω λόγια τοῦ Κυρίου ὅτι δέν εἶναι ἀνώδυνη. ῎Αν δέν βρίσκεται στήν κατεύθυνση τῆς ὑπακοῆς στόν Θεό, λειτουργεῖ ἀρνητικά, ἄρα δαιμονίζει τόν ἄνθρωπο. Προφανῶς ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἕνα ἄθροισμα ἐμπειριῶν, ἕνα σύνολο τεμαχίων δηλαδή, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, ἑνιαία ψυχοσωματική κατάσταση, ἡ ὁποία προσδιορίζεται κάθε φορά ὁλόκληρη, θετικά ἤ ἀρνητικά, ἀνάλογα μέ τό εἶδος τῆς ἐμπειρίας.

4. Ὑποδηλώθηκε μέ τά παραπάνω, ἀλλά τό τονίζουμε καί ξεχωριστά: ἡ κάθε ὥρα καί ἡ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας εἶναι ἐκείνη πού ἀποκαλύπτει τόν κύριό μας, τό ποῦ δουλεύουμε. Δέν εἶναι τά λόγια μας καί οἱ διακηρύξεις μας, ἀλλά αὐτό πού ἐπιλέγουμε καί κάνουμε ὅ,τι  ἀποδεικνύει τή χριστιανοσύνη μας. Ἡ κάθε στιγμή μας, ἐν λόγῳ ἤ ἔργῳ ἤ διανοίᾳ, φανερώνει ἄν μισοῦμε ἤ ἀγαποῦμε τόν Θεό, ἄν στηριζόμαστε σ᾽ Αὐτόν ἤ Τόν περιφρονοῦμε. Ὁπότε τήν κάθε στιγμή μας γινόμαστε μάρτυρες ἤ ὄχι τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Κύριος σέ ἄλλο σημεῖο ἀνέφερε ὅτι «ὅπου ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται». Γιά νά δῶ τόν Θεό μου, ποιόν ὑπηρετῶ, πρέπει νά στραφῶ στήν καρδιά μου καί νά δῶ τί κυριαρχεῖ ἐκεῖ. Αὐτό πού κυριαρχεῖ εἶναι καί ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρός μου.

 Ὁπότε τό ἐρώτημα γιά τόν καθένα μας εἶναι: ποιόν Θεό πιστεύουμε; Ποιόν κύριο πράγματι ὑπηρετοῦμε;

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 6, 22-33)

Εἶπεν ὁ  Κύριος· ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. Εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ  τὸν ἕνα  μισήσει  καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς  καὶ τὸ σῶμα  τοῦ ἐνδύματος; Ἐμβλέψατε  εἰς  τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι  οὐ σπείρουσιν  οὐδὲ θερίζουσιν  οὐδὲ συνάγουσιν  εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; Καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν  χόρτον  τοῦ ἀγροῦ,  σήμερον ὄντα  καὶ αὔριον  εἰς  κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς  οὕτως ἀμφιέννυσιν,  οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; Πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν  τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν  δικαιοσύνην  αὐτοῦ,  καὶ ταῦτα  πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Τὸ λυχνάρι τοῦ σώματος εἶναι τά μάτια. Ἄν λοιπόν τά μάτια σου εἶναι γερά, ὅλο το σῶμα σου θά εἶναι στό φῶς. Ἄν ὅμως τά μάτια σου εἶναι χαλασμένα, ὅλο τό σῶμα σου θά εἶναι στό σκοτάδι. Κι ἄν τό φῶς  πού ἔχεις,  μεταβληθεῖ σέ σκοτάδι,  σκέψου  πόσο  θά ’ναι  τό σκοτάδι! Κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος σέ δύο κυρίους· γιατί ἤ θά μισήσει τόν ἕνα καί θά ἀγαπήσει τόν ἄλλο, ἤ θά στηριχτεῖ στόν ἕνα καί θά περιφρονήσει τόν ἄλλο. Δέν μπορεῖτε νά εἶστε δοῦλοι καί στόν Θεό καί στό χρῆμα. Γι’ αὐτό, λοιπόν, σᾶς λέω: Μή μεριμνᾶτε γιά τή ζωή σας, τί θά φᾶτε καί τί θά πιεῖτε οὔτε γιά τό σῶμα σας, τί θά ντυθεῖτε. Ἡ ζωή δέν εἶναι σπουδαιότερη ἀπό τήν τροφή; Καί τό σῶμα δέν εἶναι σπουδαιότερο ἀπό τό ντύσιμο; Κοιτάξτε τά πουλιά πού δέν σπέρνουν οὔτε θερίζουν οὔτε συνάζουν ἀγαθά σέ ἀποθῆκες,  κι ὅμως ὁ οὐράνιος  Πατέρας  σας  τά τρέφει· ἐσεῖς δέν ἀξίζετε πολύ περισσότερο ἀπ’ αὐτά; Κι ἔπειτα, ποιός ἀπό σᾶς μπορεῖ μέ τό ἄγχος του νά προσθέσει ἕναν πῆχυ στό ἀνάστημά του;  Καί γιατί τόσο ἄγχος  γιά τό ντύσιμόσας; Ἄς  σᾶς  διδάξουν  τά ἀγριόκρινα πῶς μεγαλώνουν· δέν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν· κι ὅμως σᾶς βεβαιώνω  πώς  οὔτε ὁ Σολομών  σ’ ὅλη  του  τή μεγαλοπρέπεια  δέν ντυνόταν ὅπως ἕνα ἀπό αὐτά. Ἄν ὅμως ὁ Θεός ντύνει ἔτσι τό ἀγριόχορτο, πού σήμερα ὑπάρχει κι αὔριο θά τό ρίξουν στή φωτιά, δέν θά φροντίσει πολύπερισσότερο γιά σᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μήν ἔχετε, λοιπόν, ἄγχος καί μήν ἀρχίσετε  νά λέτε:  “τί θά φᾶμε;” ἤ:  “τί θά πιοῦμε;” ἤ:  “τί θά ντυθοῦμε;” γιατί, γιά ὅλα αὐτά ἀγωνιοῦν ὅσοι δέν ἐμπιστεύονται τόν Θεό· ὁ οὐράνιος ὅμως Πατέρας σας ξέρει καλά ὅτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπ’ ὅλα αὐτά. Γι’ αὐτό πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά ἐπιζητεῖτε τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐπικράτηση τοῦ θελήματός του, κι ὅλα αὐτά θά ἀκολουθήσουν». 

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ρωμ. 5, 1-10)

Ἀδελφοί, δικαιωθέντες ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι ̓ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ ̓ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Οὐμόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς  οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη  τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν. Ἔτι  γὰρ  Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν  κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. Μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. Συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. Πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι ̓ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ἀφοῦ ὁ Θεός μᾶς ἔσωσε ἐπειδή πιστέψαμε, οἱ σχέσεις μας μ’ αὐτόν ἀποκαταστάθηκαν  μέ τή μεσολάβηση  τοῦ Κυρίου  μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός μᾶς ὁδήγησε μέ τήν πίστη στόν χῶρο αὐτῆς τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία εἴμαστε στερεωμένοι, καί καυχόμαστε γιά τήν ἐλπίδα τῆς συμμετοχῆς μας στή δόξα τοῦ Θεοῦ. Μα δέν σταματᾶ ἐκεῖ ἡ καύχησή μας· καυχόμαστε ἀκόμα καί στίς δοκιμασίες, γιατί ξέρουμε καλά πώς οἱ δοκιμασίες ὁδηγοῦν  στήν ὑπομονή, ἡ ὑπομονή στόν δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ὁ δοκιμασμένος χαρακτήρας στήν ἐλπίδα. Κι ἡ ἐλπίδα τελικά δέν ἀπογοητεύει. Μαρτυρεῖ γι’ αὐτό ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία τό Ἅγιο Πνεῦμα πού μᾶς δόθηκε, γέμισε καί ξεχείλισε τίς καρδιές μας. Γιατί ὁ Χριστός, παρ’ ὅλο πού ἤμασταν ἀκόμη ἀνίκανοι νά κάνουμε τό καλό, πέθανε γιά μᾶς, τούς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους, στόν προκαθορισμένο καιρό. Δύσκολα θά ’δινε κανείς τή ζωή του ἀκόμα καί γιά ἕνα δίκαιο ἄνθρωπο. Ἴσως ἀποφάσιζε  κανείς  νά πεθάνει  γιά κάποιον  καλό ἄνθρωπο. Ὁ Θεός ὅμως ξεπερνώντας αὐτά τά ὅρια ἔδειξε τήν ἀγάπη του γιά μᾶς, γιατί ἐνῶ ἐμεῖς ζούσαμε ἀκόμα στήν ἁμαρτία, ὁ Χριστός ἔδωσε τή ζωή του γιά μᾶς. Τώρα, λοιπόν, ἀφοῦ ὁ Θεός μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τήν καταδίκη, μέ τή μεσολάβηση τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, πολύ περισσότερο ὁ ἴδιος θά μᾶς σώσει κι ἀπό τή μέλλουσα ὀργή.