19 Αυγούστου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

 

«Ο άγιος  έζησε τον καιρό του ασεβεστάτου Μαξιμιανού κι υπήρξε στο στράτευμα της ανατολικής χώρας, υπό τις διαταγές του στρατηγού Αντιόχου. Όταν ο Αντίοχος έδωσε εντολή σ’ αυτόν και σε άλλους στρατιώτες να πολεμήσουν τους Πέρσες, γιατί αυτοί καταπάτησαν τα σύνορα των Ρωμαίων και κατέστρεφαν τη χώρα τους, ο άγιος Ανδρέας, πείθοντας και τους άλλους στρατιώτες να κάνουν το ίδιο, επικαλέστηκε τον Χριστό και με τη δύναμη Εκείνου έτρεψε τους Πέρσες σε φυγή και καταδιώκοντάς τους κατέστρεψε τη δύναμή τους. Μ’  αυτήν την ανέλπιστη νίκη που κατήγαγαν στο όνομα του Χριστού, έφερε στην πίστη σ’  Εκείνον όλους τους στρατιώτες. Κατηγορήθηκε τότε και αυτός και οι στρατιώτες στον Αντίοχο, ο οποίος, αφού ο άγιος παραστάθηκε σ’  αυτόν ως κατάδικος, έδωσε έντολή ο μεν Ανδρέας να απλωθεί σε πυρακτωμένη σιδηρά κλίνη, οι δε στρατιώτες να δεθούν στα χέρια τους σε τετράγωνα ξύλα. Έπειτα πρόσταξε πάλι ο Αντίοχος να διωχτούν από τα όρια της χώρας, με τη βοήθεια χιλίων άλλων στρατιωτών, που και αυτούς όμως κατήχησε ο άγιος Ανδρέας και τους μετέστρεψε στη χριστιανική πίστη. Το έμαθε και αυτό ο Αντίοχος, οπότε τους καταδίωξε όλους μαζί και πρόσταξε να φονευτούν διά ξίφους».

 

Ο υμνογράφος σήμερα επανειλημμένως τονίζει τη λαμπρότητα της ζωής, αλλά και του μαρτυρίου του αγίου Ανδρέα, και μαζί με αυτόν και των υπολοίπων χιλιάδων μαρτύρων, που εορτάζουν μαζί του. Δεν σταματά να προβάλλει τον άγιο ως κοσμούμενο «ευπρεπεί στεφάνω», καθώς παρίσταται ενώπιον του Χριστού, αλλά και να θεωρεί ότι η είσοδος του αγίου στη Βασιλεία του Θεού συνιστά πλουτισμό των προηγηθέντων από αυτόν μαρτύρων. «Μαρτύρων περιφανώς λαμπρότητα, μάκαρ, επλούτησας», όπως συγκεκριμένα αναφέρει.   Με άλλα λόγια ο άγιος Ανδρέας δεν «έπιασε απλώς τη βάση» για να σωθεί, όπως ταπεινόφρονα ευχόταν για τον εαυτό του και για εμάς ο μεγάλος σύγχρονος όσιος Παΐσιος αγιορείτης, αλλά θα λέγαμε ότι μπήκε τροπαιοφόρος στον Παράδεισο, εντασσόμενος από τον Κύριο στην ομάδα των εκλεκτών μαρτύρων. «Συν εκλεκτοίς μάρτυσι, εν αγαλλιάσει τω Χριστώ παρίστασαι». Γι’  αυτό άλλωστε και μεγαλομάρτυς χαρακτηρίζεται.

Χρησιμοποιεί μάλιστα ο ποιητής και μία ωραία εικόνα, παρμένη από το σημαντικότερο γεγονός της Π. Διαθήκης, τη διάβαση της Ερυθράς θάλασσας, προκειμένου να τονίσει το μεγαλείο του αγίου και τα μεγάλα και ποικίλα βάσανα τα οποία υπέστη από τους εχθρούς της πίστεως, όπως και το καθοδηγητικό ευαγγελιστικό έργο, το οποίο επιτελούσε. «Ιστίω τω του Σταυρού, των πειρασμών διεκπερών πέλαγος, τους δυσμενείς ένδοξε, ρείθροις των αιμάτων εβύθισας». Περνώντας το πέλαγος των πειρασμών, με το κατάρτι του Σταυρού, βύθισες τους εχθρούς, ένδοξε, στα ρείθρη των αιμάτων σου. Κι αλλού: «τω δυσμενεί συμπλεκόμενος, τούτον ώλεσας, Φαραώ ως άλλον, ρείθροις των αιμάτων σου, βυθίσας πανστρατί αξιάγαστε». Παλεύοντας με τον εχθρό, τον εξολόθρευσες, σαν άλλο Φαραώ, αξιοθαύμαστε, αφού τον βύθισες στα ρείθρα των αιμάτων σου, με όλο το στράτευμά του. Όπως δηλαδή ο Ισραήλ, καθοδηγούμενος από τον Μωυσή - που με εντολή του Θεού τον έβγαλε από τη δουλεία της Αιγύπτου -  πέρασε την Ερυθρά θάλασσα με θαυμαστό τρόπο και είδε να βυθίζεται το στράτευμα του Φαραώ που ακολουθούσε στα νερά που κλείστηκαν και πάλι, έτσι και με τον άγιο Ανδρέα τον στρατηλάτη: το αίμα του μαρτυρίου του ήταν εκείνο που αφενός έγινε η δίοδος για να περάσει αυτός και οι συν αυτώ στη Βασιλεία του Θεού, αφετέρου έγινε ο καταποντισμός των εχθρών του, και των ειδωλολατρών και βεβαίως των πονηρών δυνάμεων.  Από την άποψη αυτή το μαρτύριο του αγίου υπήρξε η συμμετοχή του στο μαρτύριο του Πρώτου Μάρτυρα, του Ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: Ο Σταυρός Του και η με Αυτόν συνδεδεμένη Ανάστασή Του υπήρξε το Πάσχα ημών, το πέρασμά μας στη Βασιλεία του Θεού. Με τη Σταυρική θυσία του Χριστού σωθήκαμε. Κάθε άλλη θυσία, σαν του αγίου Ανδρέα, όπως και των υπολοίπων μαρτύρων, κατανοείται ως συμμετοχή σ’ αυτήν την πρώτη και άπαξ πραγματοποιηθείσα για τη σωτηρία μας θυσία.

Και το δικό μας αίμα πρέπει να χυθεί, για να μπούμε στη βασιλεία του Θεού. «Ουδείς ανήλθεν εις τον ουρανόν μετά ανέσεως», όπως σημειώνουν οι άγιοί μας. Αν, με άλλα λόγια, δεν θυσιαστούμε κι εμείς, δεν θα βρούμε το μονοπάτι συμμετοχής μας στον Δρόμο του Χριστού. Και βεβαίως δεν εννοούμε να μαρτυρήσουμε με το μαρτύριο του αίματος, σαν τους γνωστούς μάρτυρες τους οποίους τιμάμε ως αγίους. Κάτι τέτοιο συνιστά ιδιαίτερη χάρη, που επιτρέπει ο Θεός, όταν κρίνει ότι συντρέχουν οι συνθήκες γι’ αυτό. Όπως το λέει ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν (τον Χριστόν) πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν». Εννοούμε αυτό που σημειώνουν οι Πατέρες μας ως μαρτύριο και θυσία κάθε εποχής: το μαρτύριο της συνειδήσεως, κατά το «δος αίμα και λάβε Πνεύμα». Το μαρτύριο αυτό είναι ο πνευματικός αγώνας του κάθε Χριστιανού, προκειμένου να κρατήσει στη ζωή του τις άγιες εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού. Διότι η τήρηση των εντολών αυτών συνιστά όντως μαρτύριο, αφού καλείται κανείς να θυσιάζει καθημερινά τον εγωισμό του και τα όποια θελήματά του με τον αγώνα της εντολής της αγάπης. Προϋπόθεση γι’ αυτό, υπενθυμίζουμε, είναι η ίδια η χάρη του Θεού βεβαίως, αλλά και η δική μας η συμμετοχή με ανδρεία της ψυχής. Κι εδώ έχουμε την ιδιαίτερη συμβολή του αγίου Ανδρέα: όπως νίκησε αυτός τους εχθρούς με ανδρειωμένη καρδιά – «ανδρεία την ψυχήν, κραταιούμενος Μάρτυς, ηφάνισας εχθρού το ανίσχυρον θράσος» - έτσι κι εμείς: χωρίς ανδρειωμένο φρόνημα, χωρίς ζήλο Θεού δεν θα μπορέσουμε δυστυχώς να πετύχουμε τίποτε. Ο Θεός ενισχύει πάντοτε, αλλά όταν το «λέει» και η δική μας καρδιά.

18 Αυγούστου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΡΩ


«Ο Όσιος Αρσένιος γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1800 και ονομαζόταν Αθανάσιος. Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και σε ηλικία εννέα ετών μετέβη στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου σπούδασε στην ονομαστική σχολή της πόλεως έχοντας ως σχολάρχη τον περίφημο διδάσκαλο ιερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατά τα τελευταία έτη της φοιτήσεώς του συνδέθηκε με τον πνευματικό Γέροντα Δανιήλ από τη Ζαγορά του Πηλίου, έναν από τους ονομαστούς πνευματικούς της εποχής εκείνης και έγινε υποτακτικός του.
Το έτος 1815 ο Άγιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος με τον Γέροντα Δανιήλ και εκεί εκάρη μοναχός. Αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρά τις αντιδράσεις του, καθώς δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο και μετά από εξαετή παραμονή στο Άγιον Όρος ήλθε και πάλι με τον Γέροντά του, στη μονή Πεντέλης στην Αθήνα. Στη συνέχεια μετέβησαν στις Κυκλάδες, όπου ο Όσιος χειροτονήθηκε το 1817 Πρεσβύτερος.
Ο Όσιος Αρσένιος έδρασε κυρίως στην Πάρο και τη Φολέγανδρο, όπου δίδαξε από το 1829 μέχρι το 1840.

Μετά την κοίμηση του Γέροντά του Δανιήλ, ο Όσιος ασκήτεψε στη μονή Λογγοβάρδας της Πάρου. Κοιμόταν και έτρωγε ελάχιστα και συνεχώς αγρυπνούσε, προσευχόμενος για τα πνευματικά του τέκνα και τη σωτηρία του κόσμου. Βασική του τροφή ήταν η ανάγνωση των θείων Γραφών και των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων. Γι’ αυτό και ο Όσιος θεωρούσε τη μικρή του βιβλιοθήκη ως κήπο τερπνότατο και ωραιότατο με αγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη από εύχυμους καρπούς.
Ο Όσιος αγαπούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις. Περισσότερο όμως αγαπούσε τους ασθενείς, τους οποίους διακονούσε με μεγάλη προθυμία.
Όταν το 1861 κοιμήθηκε ο ηγούμενος της μονής, ευσεβής ιερομόναχος Ηλίας, οι πατέρες εξέλεξαν ηγούμενο και προϊστάμενό τους τον Όσιο Αρσένιο, ο οποίος τους ποίμανε με θεοφιλή και θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί απερίσπαστα με το έργο της ιεράς εξομολογήσεως.

Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1877. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το έτος 1938 και εορτάζεται στις 18 Αυγούστου. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται με ευλάβεια στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πάρου» (Από το ιστολόγιο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

 

Ο όσιος των νεώτερων χρόνων Αρσένιος ο εν Πάρω, άλλος βεβαίως από τον Μέγα Αρσένιο των παλαιών χρόνων και από τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, τον ανάδοχο του οσίου Παϊσίου του αγιορείτου, αποτελεί μία εξαιρετική περίπτωση πιστού ανθρώπου που στην εποχή του ζωντάνεψε με μοναδικό τρόπο την οσιακή ζωή των παλαιών μεγάλων αγίων, σε βαθμό που βλέποντάς τον οι σύγχρονοί του ή διαβάζοντας τη ζωή του όλοι οι μετέπειτα μέχρι σήμερα να θεωρούν ότι βλέπουν έναν άγγελο επί της γης. Κι αυτό σημαίνει ασφαλώς ότι και με τον όσιο Αρσένιο τον Παριανό επιβεβαιώνεται η κεντρική αλήθεια της πίστεώς μας ότι το Πνεύμα του Θεού πνέει σε κάθε εποχή αρκεί να βρει ανθρώπους με καλή διάθεση και με βούληση να ζήσουν τις εντολές του Θεού.

Στο πρόσωπο του αγίου Αρσενίου με άλλα λόγια ψηλαφάμε την παρουσία του ίδιου του Κυρίου, μία δική Του προέκταση όπως το απεκάλυψε απαρχής: «Εγώ είμαι το αμπέλι κι εσείς είστε τα κλήματα». Ήδη το απολυτίκιό του, και όχι μόνο, επισημαίνει την αλήθεια αυτή: «Ζήλεψες ένθεα την άσκηση των οσίων με την ενάρετή σου ζωή κατά τους έσχατους καιρούς, όσιε Αρσένιε. Διότι αφού ασκήθηκες στη νήσο Πάρο ίδια με τους αγγέλους, έλαβες από τον Θεό τη χάρη των θαυμάτων, παρέχοντας σ’ αυτούς που σε τιμούν χάρη και έλεος». «Την αρετή των παλαιών οσίων πατέρων φανέρωσες σαν ζωγραφιά στον εαυτό σου και ακολούθησες τα ίχνη τους, θεόφρον Αρσένιε» (στιχ. μ. εσπ.).

Τι σημαίνει πιο συγκεκριμένα ότι στη ζωή του βλέπουμε τη ζωή των οσίων Αντωνίου του Μεγάλου, Σάββα του ηγιασμένου, Αρσενίου του μεγάλου, οσίου Ποιμένος και των λοιπών μεγάλων αγίων; Τίποτε λιγότερο από ό,τι επισημαίνουμε και σε αυτούς: την πληγωμένη καρδιά τους από την αγάπη και τον έρωτα του Χριστού. Γιατί τι καθιστά έναν άνθρωπο άγιο του Θεού; Η ολοκάρδια στροφή της ύπαρξής του στον Χριστό, η εν αγάπη «κόλληση» της καρδιάς του σ’ Εκείνον μόνον! Αυτό δεν είναι και το ζητούμενο από τον ίδιο τον Κύριο για το αν είναι πράγματι οι πιστοί ακόλουθοί Του ή όχι; «Μείνετε ενωμένοι με Εμένα», προτρέπει. «Αν τηρήσετε τις εντολές μου θα δείξετε την αγάπη σας σ’ εμένα και τον Πατέρα μου και εγώ θα σας φανερωθώ». Απαρχής ο άγιος υμνογράφος σπεύδει να διευκρινίσει τον πυρήνα αυτόν της πίστεως: «Πληγώθηκες, όσιε Αρσένιε, από τον πόθο του Χριστού... κι Αυτόν έφερες στην καρδιά σου μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα» (στιχ. εσπ.). Γι’ αυτό και ο ποιητής βλέπει τον όσιο μίμημα του Χριστού και όλων των Αποστόλων, κατεξοχήν μάλιστα μίμημα του αποστόλου Παύλου που περιέφερε στο σώμα και την ψυχή του τη νέκρωση του Χριστού ως νέκρωση απέναντι στην αμαρτία, συνεπώς ζώντας την ανάστασή Του. «Αφού ντύθηκες, Αρσένιε, τη ζωοπάροχη νέκρωση Χριστού του Θεού μας και Τον μιμήθηκες ως γνήσιος μύστης και μαθητής Του, νέκρωσες ολόκληρο τον εαυτό σου, κι αφού πέθανες ως προς τον (αμαρτωλό) κόσμο βρήκες πράγματι την αγνή και καθαρή εν Χριστώ ζωή» (λιτή).

Μία τέτοια ζωή βεβαίως οδηγεί σε μεγάλη παρρησία ενώπιον του Θεού μας, που σημαίνει ότι ο όσιος διαρκώς πια πρεσβεύει υπέρ ημών που εξακολουθούμε να χειμαζόμαστε στον κόσμο αυτόν. Κι επανειλημμένως ο άγιος υμνογράφος δεν παραλείπει να μας το υπενθυμίζει: «Λύτρωσε, άγιε, όλους αυτούς που πανηγυρίζουμε τη θεία μνήμη σου από τις πολύπλοκες θλίψεις και τις συμφορές» (αίνοι).

17 Αυγούστου 2022

ΠΩΣ ΛΕΓΕΤΑΙ ΣΩΣΤΑ ΤΟ «ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ»

 


Το «Κύριε ἐλέησον», είτε στη συγκεκομμένη εκδοχή είτε στην πιο ανεπτυγμένη της ως «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ελέησόν με τόν ἁμαρτωλόν»,  είναι η πιο γνωστή, συχνά επαναλαμβανόμενη προσευχή της Εκκλησίας μας, μεμονωμένα ή μαζί με τους άλλους αδελφούς πιστούς. Κι αυτό γιατί συνιστά, όπως είναι γνωστό, μία σύντομη ομολογία της πίστεώς μας, ένα μικρό «Πιστεύω» θα έλεγε κανείς, που θα πει ότι μόνον ο βαπτισμένος και χρισμένος χριστιανός ως μέλος Χριστού και της Εκκλησίας μπορεί να την εκφέρει, αφού απαιτεί τη δύναμη και τη χάρη του Θεού, η οποία ανοίγει τα μάτια του ανθρώπου για να βλέπει τον Χριστό όχι μόνον ως άνθρωπο, αλλά και Θεό. Όπως το λέει ο απόστολος Παύλος «κανείς δεν μπορεί να ομολογήσει τον Ιησού ως Κύριο και Θεό, παρά μόνο με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος».

Κι ανάλογα βέβαια με τη διάθεση υπακοής στο θέλημα του Θεού, εκεί δηλαδή που πράγματι φανερώνεται αν είναι κανείς χριστιανός ή όχι  - η υπακοή στο θέλημα αυτό μάς συντονίζει με τον Χριστό τον κατεξοχήν υπήκοο στον Θεό Πατέρα Του – η μονολόγιστη αυτή λεγόμενη προσευχή προχωρεί από τα χείλη στον νου, κι από κει στην καρδιά, κάνοντας τον άνθρωπο να μη λέει απλώς προσευχές αλλά να γίνεται ο ίδιος προσευχή – το Πνεύμα του Θεού στην καρδιά του «κράζει ἀββᾶ ὁ Πατήρ».

Η υπακοή αυτή στο θέλημα του Θεού, δηλαδή στις άγιες εντολές του Θεού, συχνά παραθεωρείται από πολλούς χριστιανούς, σαν να υπάρχει χριστιανική ζωή στον «αυτόματο» που λέμε. Αλλά η υπακοή αυτή συνιστά την απόλυτη προϋπόθεση για να υπάρχει προσευχή, ακόμη και το απλό θεωρούμενο «Κύριε ἐλέησον», για να υπάρχει χριστιανική πνευματική ζωή. Κι ένα μικρό κεφάλαιο του μεγάλου οσίου και Πατέρα της Εκκλησίας Μαξίμου του ομολογητή έρχεται για να άρει όλες τις φαντασιώσεις μας περί της χριστιανικότητάς μας και να μας μυήσει στο αληθινό χριστιανικό προσευχητικό βίωμα. Ας στοχαστούμε πάνω σ’ αυτό με αίσθημα μετανοίας και ας προσανατολιστούμε σ’ αυτό που μας υποδεικνύει – είναι ο δρόμος του Χριστού. «῾Ο τελείαν ἀγάπην κτήσασθαι δυνηθείς καί ὅλον τόν βίον αὐτοῦ πρός ταύτην ρυθμίσας, οὗτος λέγει Κύριον ᾽Ιησοῦν ἐν Πνεύματι ἁγίῳ» (Αυτός που μπόρεσε να αποκτήσει τέλεια αγάπη και ρύθμισε όλη τη ζωή του προς αυτήν, αυτός ομολογεί ως Κύριο τον Ιησού εν Πνεύματι αγίω).

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΜΥΡΩΝ

 


«Ο άγιος έζησε επί Δεκίου αυτοκράτορα και Αντιπάτρου, άρχοντα Αχαϊας. Ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας, ευσεβής και σεμνός, από έντιμο και πλούσιο γένος, αγαπώμενος από Θεό και ανθρώπους. Κατά την ημέρα των Χριστουγέννων, ο Αντίπατρος μπήκε στην Εκκλησία, με σκοπό να συλλάβει και να τιμωρήσει τους χριστιανούς, κι ο άγιος Μύρων, γεμάτος ζήλο Θεού, τον έλεγξε αυστηρά. Γι’  αυτό και ο Αντίπατρος έδωσε εντολή να τον κρεμάσουν και τον χαρακώσουν, και μετά να τον ρίξουν σε αναμμένο καμίνι, (σαν τους αγίους τρεις παίδες), που είχε τόσο πολύ ανάψει, ώστε η φλόγα του να διαχέεται έξω αρκετά. Αλλά το καμίνι δεν προξένησε τίποτε κακό στον άγιο, ενώ κατέκαψε εκατόν πενήντα από τους ειδωλολάτρες που παρακολουθούσαν το μαρτύριό του. Ο άγιος έπειτα, επειδή αναγκάσθηκε να θυσιάσει στα είδωλα και βεβαίως αρνήθηκε, γδάρθηκε σε λουρίδες από τους ώμους μέχρι τα πόδια. Από αυτές τις λουρίδες πήρε μία ο μακάριος και την πέταξε στο πρόσωπο του ανθυπάτου, γι’  αυτό και δίδεται νέα εντολή  να ξαναξύσουν τις γδαρμένες πια σάρκες του, και μετά να τον ρίξουν στα θηρία. Βλέποντας όμως ο Αντίπατρος ότι από όλα αυτά διατηρήθηκε σώος και απείραστος, τόσο πολύ ντροπιάστηκε, ώστε σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον εαυτό του. Ο δε άγιος, αφού οδηγήθηκε στην Κύζικο και δόθηκε από τον ανθύπατο εκεί να φονευθεί με ξίφος, αποτμήθηκε την κεφαλή και έτσι δέχθηκε το στεφάνι της μαρτυρίας».

 

Ο υμνογράφος του αγίου, όπως συμβαίνει και με άλλους αγίους που το όνομά τους δίνει την αφορμή, αξιοποιεί και το δικό του όνομα, προκειμένου να δώσει με αισθητικό τρόπο το πνευματικό του στίγμα: «Σαν ευωδιαστό μύρο, αξιοθαύμαστε Μύρων, φάνηκε η θαυμαστή μνήμη σου σ’ αυτούς που σε τιμούν με πόθο, που ευωδιάζει τις καρδιές των πιστών. Κατ’  αυτήν τη μνήμη σου, γέμισε εμάς που πανηγυρίζουμε, από ένθεη ευωδία, με τις πρεσβείες σου». Ευωδία και θεϊκό άρωμα λοιπόν η ζωή του αγίου Μύρωνα. Αυτήν την αίσθηση σκορπά στις καρδιές των πιστών ανθρώπων, οι οποίοι τον τιμούν, όπως είπαμε, με πόθο. Κατά συνέπεια, οι μη πιστοί, όσοι δεν έχουν ανοικτές τις πνευματικές τους αισθήσεις, αδυνατούν να οσφρανθούν την ευωδία της ζωής του αγίου, προφανώς διότι η ευωδία αυτή είναι ευωδία του αγίου Πνεύματος, που επενεργούσε στην κεκαθαρμένη καρδιά του. Και ξέρουμε ότι το άγιον Πνεύμα μπορεί κανείς να το διακρίνει, να το νιώσει και να το «μυρίσει», μόνον όταν και ο ίδιος διακατέχεται από Αυτό. Εν Πνεύματι αγίω αισθάνεται κανείς το άγιον Πνεύμα. Γι’  αυτό και τους αγίους, που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν σε κάθε εποχή, τους καταλαβαίνει και τους επισημαίνει ο άνθρωπος που αγωνίζεται με επίγνωση στον πνευματικό δρόμο της Εκκλησίας.

Αυτό που επισημαίνει ο υμνογράφος για τον άγιο Μύρωνα δεν είναι απλώς ένα παιχνίδισμα λέξεων. Μπορεί το όνομά του να τον διευκολύνει στην εξαγγελία της πνευματικής ζωής του αγίου και από πλευράς λογοτεχνικής, όμως στην πραγματικότητα εξαγγέλλει ό,τι ήδη ο απόστολος Παύλος έχει επισημάνει για τη ζωή του αληθινού χριστιανού: η ζωή του αποτελεί ευωδία Χριστού. Κι αυτήν την ευωδία την εισπράττουν ως οσμή ζωής μόνον οι πιστοί στον Χριστό, ενώ οι μη Χριστιανοί  την εισπράττουν ως οσμή θανάτου. Αυτό συμβαίνει διότι το περιεχόμενο της καρδιάς του ανθρώπου λειτουργεί, θα λέγαμε, ως «μετασχηματιστής». Καρδιά που διακατέχεται από το άγιον Πνεύμα, μυρίζει, όπως αναφέραμε παραπάνω, τον αέρα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος και συνεπώς χαίρεται, ενώ καρδιά που είναι γεμάτη από τα πάθη του εγωισμού και δέχεται άρα τις επιδράσεις του πονηρού, όχι μόνον δεν καταλαβαίνει την παρουσία του αγίου Πνεύματος, αλλά και την αλλοιώνει, θεωρώντας την ως κάτι αρνητικό. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τις αντιδράσεις των Φαρισαίων απέναντι στα θαύματα του Χριστού: τα διέστρεφαν, αποδίδοντάς τα στην ενέργεια του Πονηρού. Διότι αυτός κυριαρχούσε μέσα τους - ο άνθρωπος ό,τι έχει, αυτό και βλέπει.

Την αλήθεια αυτή τη βλέπουμε  στο συναξάρι του αγίου και στις ακραίες συνέπειες, από πλευράς αρνητικής: ο άρχων Αντίπατρος, ο βασανιστής του αγίου, λόγω του κακού πνεύματος που τον διακατείχε, δεν «βλέπει» το Πνεύμα του Θεού που ενίσχυε τον άγιο Μύρωνα στα μαρτύριά του. Κι όχι μόνον δεν το «βλέπει», ώστε να οδηγηθεί σε μετάνοια – έτσι λειτουργεί η παρουσία του Θεού στους καλοπροαίρετους ανθρώπους – αλλά τα θαυμαστά που γίνονται, τον δαιμονίζουν περισσότερο. Αποτέλεσμα; Η απώλεια της ζωής του από τα ίδια του τα χέρια. Να μην μπορεί κανείς να ζει, γιατί δεν αντέχει την παρουσία του Θεού. Τι δαιμονικότερο; Θυμίζει την περίπτωση του προδότη μαθητή του Χριστού, Ιούδα: κι εκείνος δεν άντεξε την αγάπη του Διδασκάλου του και κρεμάστηκε. Οι καταστάσεις αυτές είναι βεβαίως περιττό και να πούμε ότι εκφράζουν αυτό που ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει ως βλασφημία του αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι και ο λόγος –  πλην των ψυχοπαθολογικών αξιοσυμπάθητων περιπτώσεων – που  η Εκκλησία μας αρνείται την εξόδιο ακολουθία στους αυτόχειρες.

16 Αυγούστου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΕΝ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙᾼ Ο ΝΕΟΣ ΑΣΚΗΤΗΣ

 


«Ο Άγιος Γεράσιμος, σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Κορινθίας το 1506. Ο πατέρας του ονομάζονταν Δημήτριος και η μητέρα του Καλή. Ο πατέρας του ανήκε στην βυζαντινή αριστοκρατία, στη μεγάλη οικογένεια των Νοταράδων. Το βαπτιστικό όνομα του Άγιου Γεράσιμου ήταν Γεώργιος. Γι’ αυτό ο Άγιος Γεράσιμος μεγάλωσε και μορφώθηκε όπως όλα τα αρχοντόπουλα της εποχής. Στα 20 χρόνια του όμως αποφάσισε να μεταβεί στη Ζάκυνθο, η οποία θεωρούταν ως ένα σημαντικό κέντρο των γραμμάτων της εποχής, καθώς παρόλη την Ενετική κατάκτηση, υπήρχε κεί ένας φιλεκπαιδευτικός αέρας σε αντίθεση με την υπόλοιπη τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.

Η βαθιά σχέση του με την ορδόδοξη πίστη μας, τον κάνει να εγκαταλείψει τη Ζάκυνθο και να ξεκινήσει προσκυνήματα στα σημαντικότερα πνευματικά θρησκευτικά κέντρα της εποχής του. Πρώτος του σταθμός η Κωνσταντινούπολη και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από όπου πήρε και την πατριαρχική ευλογία. Αμέσως μετά μετέβη στο Περιβόλι της Παναγίας, το Άγιον Όρος. Στο Άγιον Όρος ο Άγιος Γεράσιμος έγινε μοναχός. Δεν γνωρίζουμε σε πια ακριβώς μονή μόνασε, αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι εκάρη μοναχός στο μοναστήρι των Ιβήρων και ότι ασκήθηκε στο κελί του Αγ. Βασιλείου, στην περιοχή της Καψάλας. Ο Άγιος Γεράσιμος σύμφωνα με τους βιογράφους του, έμεινε αρκετά στο Άγιον όρος και έφυγε όταν αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι στους Άγιους Τόπους, όπου πρέπει να έφθασε γύρω στο 1538. Εκτός από τον Πανάγιο Τάφο, επισκέφτηκε τη Συρία, τη Δαμασκό, το Σινά, την Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την έρημο της Θηβαΐδος.

Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων εκτιμά την προσωπικότητα του Γεράσιμου, τον κρατάει κοντά του, οπότε και αναλαμβάνει κανδηλανάπτης στον Πανάγιο Τάφο. Στα Ιεροσόλυμα ο Άγιος Γεράσιμος χειροτονείται διάκονος και πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Γερμανό, με το όνομα Γεράσιμος, προς τιμήν του Άγιου Γεράσιμου του Ιορδανίτου. Το 1548 ο Άγιος Γεράσιμος αφήνει τα Ιεροσόλυμα για ένα ταξίδι στην Κρήτη, όπου και έμεινε γύρω στα δύο χρόνια. Από εκεί επιστρέφει στη Ζάκυνθο, τερματίζοντας έτσι ένα ταξίδι – προσκύνημα που τον έφερε πιο κοντά στο Θεό, διαρκείας 20 ετών.

Στη Ζάκυνθο ο Άγιος Γεράσιμος ασκήτεψε σε μια σπηλιά στον Άγιο Νικόλα Γερακαρίου, την οποία μέχρι σήμερα οι Ζακυνθινοί την ονομάζουν του Αγίου Γερασίμου. Υπάρχουν αναφορές ότι μπορεί να εφημέρευσε στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου. Την ίδια εποχή έχει γεννηθεί στη Ζάκυνθο και ο Άγιος Διονύσιος, ενώ κάποια παράδοση θέλει να τον έχει βαπτίσει ο άγιος Γεράσιμος! Πάντως το σίγουρο είναι ότι ο Άγιος Διονύσιος επηρεάστηκε από την προσωπικότητα του Άγιου Γεράσιμου, που ήταν ήδη πολύ γνωστός στο νησί. Η εποχή της Ενετικής κυριαρχίας είναι δύσκολη και από θρησκευτική άποψη, καθώς η Παπική εκκλησία προσπαθεί να αποκτήσει πιστούς από τον ντόπιο πληθυσμό. Ο Άγιος Γεράσιμος αποφασίζει να πάει στη Κεφαλονιά. Ασκητεύει πάλι σε σπήλαιο κοντά στο Αργοστόλι. Στο σπήλαιο έμεινε για 5 χρόνια και 11 μήνες, οπότε αποφασίζει να εγκατασταθεί στην περιοχή των Ομαλών, στους πρόποδες του Αίνου, και να ιδρύσει ένα μοναστήρι. Εκεί αρχίζουν να συρρέουν οι πιστοί για να ακούσουν τη διδασκαλία του. Στην περιοχή των Ομαλών υπήρχε ένα ερημοκλήσι αφιερωμένο στην κοίμηση της Θεοτόκου, το οποίο παραχώρησε στον Άγιο Γεράσιμο μαζί με τα γύρω κτήματα, ο ιερέας της περιοχής Γεώργιος Βάλσαμος το 1561. Ο Άγιος ιδρύει μοναστήρι με το όνομα Νέα Ιερουσαλήμ, έχοντας την άδεια και την ευλογία του επισκόπου του νησιού Παχώμιου Μακρή.

Από τότε η φήμη του εξαπλώνεται σε όλο το χριστιανικό κόσμο. Μετά από αίτηση του, το πατριαρχείο θέτει τη μονή υπό την υψηλή του προστασία. Ο Άγιος Γεράσιμος κοιμήθηκε στις 15 Αυγούστου του 1579, την ίδια ημέρα με την πολυσέβαστή του Παναγία. Στις τελευταίες του στιγμές στην επίγεια ζωή του ήταν κοντά του, όπως αναφέρει η παράδοση, ο πατέρας Ιωαννίκιος, ο πατέρας Γερμανός και η ηγουμένη Λαυρεντία. Οι ιερείς ντύνουν τον άγιο με τα άμφια, τα οποία φέρει μέχρι σήμερα, και μετά από κατανυχτική εξόδιο ακολουθία, στην οποία χοροστάτησε ο Επίσκοπος Κεφαλληνίας Φιλόθεος Λοβέρδος, ενταφιάζουν το σώμα του Άγιου Γεράσιμου δίπλα και μέσα στον νότιο τοίχο του Ναού. Η πρώτη ανακομιδή του Λειψάνου του Αγίου Γεράσιμου έγινε 2 χρόνια και 2 μήνες μετά την κοίμηση του, στις 20 Οκτωβρίου του 1581. Οι Ενετοί όμως, θορυβημένοι από την αφθαρσία του Λειψάνου του, ζήτησαν να ταφείξανά, ώστε να συμπληρωθούν τα 3 χρόνια από την κοίμησή του. Η δεύτερη ανακομιδή του σκηνώματός του γίνεται μετά από 6 μήνες και το αποτέλεσμα είναι πάλι το ίδιο!

Γι’ αυτό το λόγο θεσπίστηκε η κυριώνυμος εορτή του Άγιου Γεράσιμου στις 20 Οκτωβρίου και όχι στις 15 Αυγούστου. Αργότερα όμως οι χριστιανοί γιόρταζαν τη μνήμη του με την κοίμηση της Θεοτόκου, όχι όμως στις 15 για να μην επισκιαστεί η κοίμηση της Παναγίας, αλλά στις 16 Αυγούστου. Η διακήρυξη της αγιότητος του οσίου Γερασίμου έγινε το 1622. Ο Άγιος Γεράσιμος ονομάστηκε νέος ασκητής, για να τον ξεχωρίζουν από τον άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη» (Από το ιστολόγιο «Ορθόδοξη πορεία»).  

 

Η τελευταία γνωστή ακολουθία του αγίου Γερασίμου του νέου συντέθηκε από τον μακαριστό σπουδαίο και σοφό υμνογράφο της Εκκλησίας μας άγιο Γέροντα Γεράσιμο τον Μικραγιαννανίτη, του οποίου και το όνομα έφερε. Όμως και η ακολουθία αυτή στηρίζεται εν πολλοίς σε προηγούμενες έντυπες εκκλησιαστικές εκδόσεις, οι οποίες κινούνται στη γραμμή όλων των υμνογράφων όταν εξυμνούν έναν μεγάλο όσιο: την πλήρη αφιέρωση στον Θεό λόγω της μεγάλης αγάπης του προς Αυτόν, την εγκατοίκηση του Τριαδικού Θεού στην αγιασμένη του ύπαρξη, διότι κατέστησε τον εαυτό του κατάλληλο «καταγώγιον του Αγίου Πνεύματος», τα σπουδαία και μεγάλα χαρίσματα με τα οποία ο Θεός τον χαρίτωσε, την ευωδία και αφθαρσία του αγίου λειψάνου του, τα πάμπολλα θαύματα τα οποία επιτελούσε και όσο ζούσε, πολύ περισσότερο μετά την οσιακή κοίμησή του. Και όλα αυτά πράγματι ο μακαριστός Γέρων Γεράσιμος τα αξιοποιεί για την προβολή του μεγάλου οσίου. Δεν παύει μάλιστα να τονίζει την αφθαρσία του λειψάνου του οσίου, όπως και το ξεχωριστό χάρισμα να εκβάλλει τα δαιμόνια, γεγονός που επιβεβαιώνεται καθημερινώς μέχρι σήμερα από το πλήθος των πονεμένων συνανθρώπων μας που ταλαιπωρημένοι από την ενέργεια του Πονηρού καταφεύγουν στο ιερό νησί της Κεφαλλονιάς και στο Μοναστήρι που είχε ιδρύσει στην περιοχή των Ομαλών.

 Ένα από τα πολλά τροπάρια της ακολουθία επιβεβαιώνει για παράδειγμα την πραγματικότητα: «Με ποια κάλλη υμνωδιών να υμνολογήσουμε τον θεοφόρο που έχει τη χάρη του Ουρανού και κατέστη ιερό δοχείο του Αγίου Πνεύματος και αναδείχτηκε δυνατός οπλίτης της ασκήσεως; Αυτόν που ξαναφέρνει σε σώφρονα κατάσταση τους υποταγμένους στον δαίμονα και θεραπεύει όλους τους ασθενείς;» (στιχ. Εσπ.). «Θεοφόρος» ο άγιος Γεράσιμος, «ουρανομύστης της χάριτος», «καταγώγιον του Πνεύματος», «στερρός οπλίτης ασκήσεως», «σωφρονών τους δαιμονώντας», «θεραπεύων πάντας τους ασθενείς». Δεν υπάρχει έπαινος, κατά αντιστοιχία των παλαιών μεγάλων οσίων ασκητών, που να μη χρησιμοποιεί ο μακαριστός υμνογράφος για να προβάλει όπως είπαμε την τεράστια χαρισματική προσωπικότητα του αγίου Γερασίμου. Κι αυτό γιατί ο άγιος Γεράσιμος, ήδη εκ νεότητός του, κατέθεσε ολοκληρωτικά την ύπαρξή του στην υπακοή του θελήματος του Θεού, κάτι που επισύρει τη μεγάλη λήψη της χάριτος Εκείνου – ο Χριστός «χθες και σήμερον ο αυτός εις τους αιώνας» δεν έχει μεγαλύτερη χαρά από το να προσφέρεται χωρίς κρατούμενα σε κάθε άνθρωπο, όπου γης και χρόνου, ο οποίος στρέφεται εν αγάπη μεγάλη σ’ Εκείνον.

Ο άγιος Γεράσιμος λοιπόν, άγιος των νέων χρόνων, δεν υπολείπεται σε τίποτε από τους παλαιούς μεγάλους αγίους, γι’ αυτός και η δύναμη της πρεσβείας του και η παρρησία του στον Θεό είναι τεράστια. Κάθε άνθρωπος που καταφεύγει στη βοήθειά του θα βρει τον πρόθυμο συμπαραστάτη, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εκχέει με χαρά ό,τι τον διακατέχει: τη χάρη της αγάπης του Θεού. Αγάπη ο Θεός, αγάπη και κάθε άγιός Του, αγάπη συνεπώς και ο άγιος Γεράσιμος. Η προσέγγισή του από την άποψη αυτή είναι ρίξιμο στη στοργική αγκαλιά του, σαν το βρέφος που βρίσκει καταφυγή στην αγκαλιά της μάνας του. «Σε όλους βεβαιώνεις με τρανό τρόπο την ένθεη χάρη που ενεργούσε μέσα σου, προχέοντας αδιάκοπα τα θαύματα σ’ αυτούς που σε παρακαλούν και πρεσβεύοντας υπέρ των ψυχών μας» (λιτή).

Ένα μόνο παράδοξο θα λέγαμε αφήνει μετέωρο και αναπάντητο ο σοφός Γέρων υμνογράφος για τον όσιο, μάλλον δίνει την απάντηση και σ’ αυτό αλλά έμμεσα και εκ των πραγμάτων: πώς ο όσιος βρισκόταν σε μία συνεχή περιπλάνηση για πολλά χρόνια, μετακινούνταν από περιοχή σε περιοχή, ακόμη και από αγιασμένους τόπους σαν το Άγιον Όρος σε άλλους αγιασμένους σαν τους Αγίους Τόπους. Γιατί παράδοξο; Διότι υπάρχει μία πάγια αρχή ιδίως για τους επιλέγοντας τον μονήρη και ησυχαστικό βίο: να ριζώσουν σ’ έναν τόπο χωρίς πολλές μετακινήσεις. Κι αυτό γιατί η συνεχής μετακίνηση υποκρύπτει τον κίνδυνο να μην μπορούν να καρποφορήσουν πνευματικά, σαν τα φυτά και τα δέντρα που τα ξεριζώνει κανείς για να τα μεταφυτεύσει κάπου αλλού (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). «Ταξίδι προσκυνηματικό έκανε» είναι η πρώτη απάντηση του συναξαρίου – δεν ήταν μετακινήσεις βαριεστημάρας, ακηδίας δηλαδή που φανερώνει κατάσταση πνευματική όχι καλή. Ο υμνογράφος όπως είπαμε δεν δίνει απάντηση. Και δεν δίνει, γιατί βλέπει τα ορατά σημάδια της χάριτος του Θεού πάνω στον άγιο. Που θα πει: όταν ο ίδιος ο Θεός φανερά δικαιώνει τις επιλογές ενός δούλου Του, ποιος θα είναι εκείνος που θα θέσει ερωτηματικά σ’ αυτές; Θυμίζει την απάντηση του οσίου αββά του Γεροντικού  στον προβληματισμένο καλόγερο που τον ρώτησε «πώς ο Θεός επέτρεψε την αδικία ο Ιακώβ να «κλέψει» τα πρωτοτόκια του αδελφού του Ησαύ με τη βοήθεια της μάνας του Ρεβέκκας;» Και ποια η απάντηση; «Αδελφέ, αυτό που ο Θεός ευλογεί και δικαιώνει εμείς δεν μπορούσε να το κρίνουμε!»

Προφανώς λοιπόν, κάτι που όντως αποδεικνύεται από την αγιασμένη πορεία του οσίου Γερασίμου, ο όσιος μετακινείτο γιατί και είχε την ευλογία των πνευματικών πατέρων του και καθοδηγείτο από τη χάρη του Θεού που ένευε στην καθαρή καρδιά του. «Ό,τι καθάρισε ο Θεός εσύ μην τα βρομίζεις!» «Βασιλεύ Ουράνιε, γνωρίζω πόσα θαυμάσια μπορείς να εκτελείς, αφού καταπλούτισες τόσο πολύ τον θεόφρονα και θεϊκό Γεράσιμο» σημειώνει έκθαμβος ο άγιος υμνογράφος. Και: «Έγινες όργανο του Αγίου Πνεύματος, όσιε, αφού εμπνεύστηκες με την έλλαμψή Του» (λιτή).

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΔΙΟΜΗΔΗΣ

 


«Ο άγιος καταγόταν από την Ταρσό της Κιλικίας (την πόλη που γέννησε και ανάθρεψε τον Σαύλο, τον μετέπειτα απόστολο Παύλο), και ανήκε σε επίσημο και αγαθό γένος. Με αγαθότερο όμως τρόπο, ασκούσε την ιατρική τέχνη, θεραπεύοντας όσους έρχονταν σε αυτόν, δηλαδή και τις ψυχές τους με τη θεοσέβειά του, και τα σώματά τους με την τέχνη του. Κατά τους χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού, άφησε την Ταρσό και πήγε στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου με την ευσέβειά του και την ιατρική του μέθοδο ευεργετούσε όλους τους προσερχομένους με ποικίλους τρόπους, οπότε και κατηγορήθηκε στον βασιλιά. Όταν οι απεσταλμένοι του βασιλιά πήγαν να τον συλλάβουν, τον βρήκαν να έχει ήδη μετατεθεί προς τον Κύριο. Παρ’  όλα αυτά, του έκοψαν την κεφαλή και την πήγαν στον βασιλιά, ο οποίος, αφού την είδε, διέταξε να την πάνε αμέσως πάλι πίσω και να την προσθέσουν στο σώμα του. Πράγματι, οι στρατιώτες την πήγαν και την συνάρμοσαν στο σώμα του, ενώ, λέγεται ότι την ίδια στιγμή ξαναβρήκαν αυτοί τη δύναμη των οφθαλμών τους, που την είχαν χάσει, όταν έκοψαν την κεφαλή του αγίου».

Ο άγιος ανήκει σ’  ένα από τα πολλά ζευγάρια των αγίων Αναργύρων, που  η Εκκλησία μας εορτάζει. Συχνά ακούμε να μνημονεύονται τα ονόματά τους: «πρεσβείαις των αγίων ενδόξων και ιαματικών Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού, Κύρου και Ιωάννου, Παντελεήμονος και Ερμολάου, Σαμψών και Διομήδους…ικετεύομέν Σε, Κύριε», που σημαίνει ότι και ο Διομήδης χαρακτηρίζεται εξόχως από το βασικό γνώρισμα των αγίων Αναργύρων, την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, που εκφραζόταν ως ιαματική ενέργεια και της ψυχής και του σώματος των ανθρώπων. Όπως ακριβώς μάλιστα το σημειώνει και το συναξάρι του «αγαθώτερος τους τρόπους γενόμενος, μετήρχετο την ιατρικήν τέχνην». Είναι περιττό βεβαίως και να θυμήσουμε ότι την αγαθή αυτή διάθεση της ψυχής του την απέκτησε όχι μόνον κατά κληρονομικό τρόπο από τους γονείς του, αλλά και από τη δική του έμπονη προσπάθεια να τηρεί τις άγιες εντολές του Κυρίου, με αποτέλεσμα να καθαρίσει, όσο δυνατόν σ’  αυτόν, την καρδιά του και να βρει δίοδο εγκατοίκησης η χάρη του Θεού, που φανερώνεται πάντοτε ως αγάπη. Κατά τον υμνογράφο μάλιστα «παθών ανεπίδεκτον τον λογισμόν εργασάμενος, δοχείον, αοίδιμε, ώφθης του Πνεύματος». Προσπάθησες να κρατήσεις τον λογισμό σου μακριά από τα πάθη, κι έγινες έτσι, αοίδιμε, δοχείο του Πνεύματος.

Εκείνο που προκαλεί όμως ιερό δέος από το συναξάρι του αγίου είναι το γεγονός ότι οι στρατιώτες έχασαν την ενέργεια των οφθαλμών τους, το φως τους δηλαδή, όταν έκοψαν την τιμία του κεφαλή. Γιατί επέτρεψε κάτι τέτοιο η Πρόνοια του Θεού; Σε πολλούς αγίους έχει συμβεί κάτι παρόμοιο, χωρίς να υπάρξει όμως τόσο φοβερό αποτέλεσμα. Το συναξάρι μάς αφήνει περιθώριο ερμηνείας, έστω κι αν κανείς δεν γνωρίζει τις βουλές του Θεού στις όποιες ενέργειές Του: οι στρατιώτες είχαν εντολή να συλλάβουν τον άγιο και όχι να τον σκοτώσουν. Η αποτομή της κεφαλής του, όταν μάλιστα είχε επέλθει ο θάνατος, εντάσσεται στα όρια της ιεροσυλίας, κάτι που συνιστά «ύβριν», με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου, ενέργεια δηλαδή που αποτελεί υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, στους στρατιώτες αυτούς διαπιστώνει κανείς μία δαιμονική συμπεριφορά, που δεν γίνεται αποδεκτή όχι μόνον από τη χριστιανική πίστη, αλλά και παγκόσμια, πανθρησκειακά. Σε όλον τον κόσμο και σε όλες τις θρησκείες, ο νεκρός, ο κεκοιμημένος, απολαμβάνει κάποιου ιδιαίτερου σεβασμού. Όπου δεν υφίσταται τέτοιος σεβασμός, εκεί λειτουργεί η «νέμεσις», η θεία δίκη. Ας θυμηθούμε ότι πάνω σ’  αυτόν τον σεβασμό προς τους νεκρούς έχουν γραφεί υπέροχα έργα στην παγκόσμια λογοτεχνία, όπως για παράδειγμα η τραγωδία του Σοφοκλή «Αντιγόνη». Στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας μάλιστα, πολύ συχνά αναφέρονται περιστατικά σύλησης τάφων και νεκρών, όπως στο «Λειμωνάριον» του Ιωάννη Μόσχου, όπου ο ίδιος ο κεκοιμημένος, με την ενέργεια του Θεού, ανασηκώνεται, για να αντιδράσει στους διαφόρους τυμβωρύχους, και μάλιστα εκείνους που καταλύουν με ασέβεια την ιερή ησυχία του σκηνώματός του.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση της ασέβειας των στρατιωτών έναντι του ιερού σκηνώματος του αγίου Διομήδη, επισημαίνουμε όμως και το πιο σημαντικό: ναι μεν τιμωρούνται οι στρατιώτες γι’  αυτό που έκαναν, αλλά και δέχονται τη γεμάτη αγάπη ενέργεια του αγίου. Διότι αμέσως με την επιστροφή της κεφαλής του τους αποκαθιστά και τους θεραπεύει. Κι αυτό σημαίνει: στη χριστιανική πίστη, η όποια «νέμεσις», η όποια απόδοση της δικαιοσύνης, λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της αγάπης. Ο Θεός, και μαζί Του βεβαίως οι άγιοι, δεν θέλει απλώς τον κολασμό του ανθρώπου που αμαρτάνει, αλλά κυρίως τη σωτηρία του. Κι αυτό επιτυγχάνεται μόνον με την παροχή της αγάπης. Η δικαιοσύνη, δηλαδή, χριστιανικά, είναι δικαιοσύνη, όταν έχει ως περιεχόμενο την αγάπη. Συνεπώς, ο όποιος κολασμός αποτελεί παιδαγωγία του Θεού, για πρόκληση μετανοίας. «Ταις πρεσβείαις του αγίου Διομήδους, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».

Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΩΣ ΑΡΧΙΚΗ ΑΙΣΘΗΣΗ ΑΠΟΥΣΙΑΣ!

 


Η μαρτυρία του γνωστού ανά τον κόσμο, μακαριστού πια καθηγητή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Επισκόπου Διοκλείας Καλλίστου Γουέαρ, που έφυγε από τη ζωή μόλις προχθές παραμονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, για το πώς από προτεστάντης έγινε ορθόδοξος χριστιανός είναι συγκλονιστική και πολύ διδακτική. «Ήμουν 17 χρονών – είπε ο μακαριστός επίσκοπος καθηγητής -  και ετοιμαζόμουν για το Πανεπιστήμιο. Ήμουν σε ένα σχολείο στο Λονδίνο. Ένα Σάββατο βράδυ πήγα περίπατο και είδα έναν ναό που δεν είχα ξαναδεί ως τότε. Από περιέργεια ή μάλλον από Θεία Πρόνοια αποφάσισα να μπώ μέσα. Ήταν ο Ρώσικος Ορθόδοξος ναός του Λονδίνου. Στην αρχή όταν μπήκα μέσα στο ναό, ήταν σκοτεινός. Δεν είδα εύκολα τι είχε μέσα. Η πρώτη μου εντύπωση ήταν μια απουσία. Είχα την εντύπωση ότι κανείς και τίποτα δεν είναι εδώ, ότι ο ναός είναι κενός, δηλαδή δεν είχε στασίδια, καρέκλες, μόνο το πάτωμα. Αργότερα κατάλαβα ότι υπάρχουν μέσα στο ναό εικόνες, λαμπάδες αναμμένες, λίγος αριθμός ανθρώπων και κάπου, που δεν μπορούσα να δω υπήρχε μια μικρή χορωδία που έψαλλε. Έτσι ήρθα στην ώρα κατά την οποία οι Ρώσοι κάθε Σάββατο βράδυ έχουν μια μικρή αγρυπνία. Και η πρώτη μου εντύπωση μιας απουσίας – ότι δεν είναι τίποτε εδώ – άλλαξε ολοκληρωτικά. Απέκτησα μια άλλη εντύπωση, όχι απουσίας, αλλά παρουσίας. Κατάλαβα ότι εμείς οι ολίγοι άνθρωποι, παρόντες σε αυτήν την ακολουθία, συμμετέχουμε σε μια πράξη πάρα πολύ μεγαλύτερη από αυτήν την ακολουθία που γίνεται σε μια γωνιά του Λονδίνου. Κατάλαβα ότι συμμετέχουμε σε μια λειτουργική σύναξη που έχει πολλούς αοράτους προσκυνητάς. Πολλούς παρόντες που προσεύχονται μαζί μας, παρότι δεν τους βλέπουμε. Είχα την αίσθηση ότι πραγματικά η Εκκλησία είναι ουρανός επί γης».

Τα λόγια του επισκόπου καθηγητή αποτελούν πρό(σ)κληση για σπουδή στην Ορθοδοξία – πολλά σημεία του αποκαλύπτουν τις διαστάσεις της ορθόδοξης πίστης και του ορθόδοξου βιώματος. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο π. Κάλλιστος αποτελεί, κι ίσως τώρα που απήλθε από τον κόσμο ακόμη περισσότερο, έναν από τους πιο σπουδαίους και διαπρύσιους κήρυκες της ορθοδοξίας στον Δυτικό κόσμο, κάτι που μπορεί και κάθε έλληνας να το επιβεβαιώσει μέσα από τα βιβλία του, τα περισσότερα μεταφρασμένα και στην ελληνική. «Ορθόδοξος δρόμος», «Η εντός ημών Βασιλεία», «Η δύναμη του ονόματος του Χριστού» κ.ά.π. είναι ενδεικτικά ορισμένα μόνον από αυτά.

Από τα πολλά σημεία-προκλήσεις της παραπάνω μαρτυρίας του μένουμε για λίγο στην αρχική του αίσθηση: ωθούμενος από την Πρόνοια του Θεού, όπως μετέπειτα κατενόησε, εισέρχεται σε ορθόδοξο (ρωσικό) ναό και νιώθει ότι βρίσκεται σε κάτι «άδειο». Κενό και απουσία! Για να συνειδοποιήσει λίγο αργότερα ότι τα πράγματα ανατρέπονται άρδην! Όλα είναι γεμάτα και πλημμυρισμένα από μία Παρουσία που δεν λειτουργεί όμως κατά τον κοσμικό τρόπο: θορυβωδώς και προκλητικά. Η Παρουσία αυτή, του Θεού παρουσία όπως ένιωσε η (διψασμένη για νόημα) καρδιά του, λειτουργεί μυστικά και αθόρυβα, στον τόπο της «σιωπής» που συνηθίζει να ζει η αλήθεια. Μας θυμίζει η μαρτυρία του π. Καλλίστου αυτό που κατενόησε ο προφήτης Ηλίας, όταν ο Θεός τού μήνυσε ότι θα του αποκαλυφθεί. Κι η αποκάλυψή Του δεν ήλθε με τον θορυβώδη τρόπο του ισχυρού ανέμου ή του μεγάλου σεισμού ή της καταστροφικής φωτιάς, αλλά με τον ήπιο και απαλό τρόπο της δροσερής αύρας.

Κι είναι η αλήθεια που επίσης φανέρωσε ο ίδιος ο Κύριος με όλη τη ζωή Του και με τη διδασκαλία Του. Πώς εισέρχεται στον κόσμο ο Κύριος; Ως απλό βρέφος μέσα από μία απλή και άγνωστη μικρή κοπέλα στον πιο άσημο τόπο του τότε κόσμου! Και μάλιστα μέσα σ’  ένα σπήλαιο! Όπως και η διδασκαλία Του τι λέει; «Η Βασιλεία του Θεού ουκ έρχεται μετά παρατηρήσεως. Ουκ έστιν ώδε ή ώδε. Ιδού, η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν». Και μοιάζει η Βασιλεία του Θεού με το σπαρμένο έδαφος στο οποίο η γη «αυτομάτη καρποφορεί» - εσωτερικά γίνεται η διεργασία χωρίς να την κατανοεί κανείς εξωτερικά.

Λοιπόν, ο Θεός μάς θέλγει και μας ελκύει εσωτερικά – στρέφεται η καρδιά μας εκεί που είναι ο Ίδιος, χωρίς να υπάρχει λογικός έλεγχος επ’  αυτού – αρχίζουμε να νιώθουμε τη μυστική παρουσία Του κι όταν επιμείνουμε σ’ αυτό που ο γλυκασμός της καρδιάς μας δείχνει, εκεί αρχίζουμε να βλέπουμε, να ακούμε, να γευόμαστε, να οσφραινόμαστε, να ψηλαφάμε! «Κανείς δεν μπορεί να έλθει κοντά Μου, αν μη ο Πατέρας μου που με έστειλε δεν τον ελκύσει».

Και το εξόχως αξιοσημείωτο: η όλη αυτή μυστική διεργασία πραγματοποιείται στον Ναό του Κυρίου, την ώρα της ακολουθίας, εκεί που η αγαπώσα καρδιά του πιστού ορμά με έρωτα προς τον Κύριο – οι προσευχές της Εκκλησίας δεν είναι τα δώρα του Κυρίου στον πιστό άνθρωπο; «Συ Κύριε είσαι Αυτός που μας χάρισες τις κοινές και σύμφωνες προς τη φύση μας προσευχές...» ομολογούμε διαρκώς στη Θεία Λειτουργία.

Λοιπόν: όπου υπάρχει δίψα για τον Θεό, δηλαδή για την αλήθεια και για το νόημα της ζωής μας, εκεί και τίποτε να μη ξέρουμε θα δούμε την ενέργεια της Πρόνοιας του Θεού πάνω μας. Η απουσία Του θα γίνει μία Παρουσία, κάτι που θα λειτουργεί και ως «μοτίβο» πια στη ζωή του πιστού – μία πορεία «εκ πίστεως εις πίστιν». Κι αυτό γιατί ο Θεός μας είναι Θεός αγάπης που η χαρά Του είναι να είμαστε κοντά Του, στον βαθμό όμως που μπορούμε να αντέξουμε την παραμονή Του μέσα στην ύπαρξή μας!