«Ο Όσιος Αρσένιος
γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1800 και ονομαζόταν
Αθανάσιος. Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και σε ηλικία εννέα ετών μετέβη στις
Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου σπούδασε στην ονομαστική σχολή της πόλεως
έχοντας ως σχολάρχη τον περίφημο διδάσκαλο ιερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατά τα
τελευταία έτη της φοιτήσεώς του συνδέθηκε με τον πνευματικό Γέροντα Δανιήλ από
τη Ζαγορά του Πηλίου, έναν από τους ονομαστούς πνευματικούς της εποχής εκείνης
και έγινε υποτακτικός του.
Το έτος 1815 ο Άγιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος με τον Γέροντα Δανιήλ και
εκεί εκάρη μοναχός. Αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρά τις αντιδράσεις του,
καθώς δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο και μετά από εξαετή παραμονή στο Άγιον
Όρος ήλθε και πάλι με τον Γέροντά του, στη μονή Πεντέλης στην Αθήνα. Στη
συνέχεια μετέβησαν στις Κυκλάδες, όπου ο Όσιος χειροτονήθηκε το 1817
Πρεσβύτερος.
Ο Όσιος Αρσένιος έδρασε κυρίως στην Πάρο και τη Φολέγανδρο, όπου δίδαξε από το
1829 μέχρι το 1840.
Μετά την κοίμηση του Γέροντά του Δανιήλ, ο Όσιος ασκήτεψε στη μονή Λογγοβάρδας
της Πάρου. Κοιμόταν και έτρωγε ελάχιστα και συνεχώς αγρυπνούσε, προσευχόμενος
για τα πνευματικά του τέκνα και τη σωτηρία του κόσμου. Βασική του τροφή ήταν η
ανάγνωση των θείων Γραφών και των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων. Γι’ αυτό και
ο Όσιος θεωρούσε τη μικρή του βιβλιοθήκη ως κήπο τερπνότατο και ωραιότατο με
αγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη από εύχυμους καρπούς.
Ο Όσιος αγαπούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις. Περισσότερο όμως αγαπούσε τους
ασθενείς, τους οποίους διακονούσε με μεγάλη προθυμία.
Όταν το 1861 κοιμήθηκε ο ηγούμενος της μονής, ευσεβής ιερομόναχος Ηλίας,
οι πατέρες εξέλεξαν ηγούμενο και προϊστάμενό τους τον Όσιο Αρσένιο, ο οποίος
τους ποίμανε με θεοφιλή και θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε,
για να ασχοληθεί απερίσπαστα με το έργο της ιεράς εξομολογήσεως.
Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1877. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το έτος 1938 και εορτάζεται στις 18 Αυγούστου. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται με ευλάβεια στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πάρου» (Από το ιστολόγιο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).
Ο όσιος των νεώτερων χρόνων Αρσένιος ο εν Πάρω, άλλος βεβαίως από τον Μέγα Αρσένιο των παλαιών χρόνων και από τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, τον ανάδοχο του οσίου Παϊσίου του αγιορείτου, αποτελεί μία εξαιρετική περίπτωση πιστού ανθρώπου που στην εποχή του ζωντάνεψε με μοναδικό τρόπο την οσιακή ζωή των παλαιών μεγάλων αγίων, σε βαθμό που βλέποντάς τον οι σύγχρονοί του ή διαβάζοντας τη ζωή του όλοι οι μετέπειτα μέχρι σήμερα να θεωρούν ότι βλέπουν έναν άγγελο επί της γης. Κι αυτό σημαίνει ασφαλώς ότι και με τον όσιο Αρσένιο τον Παριανό επιβεβαιώνεται η κεντρική αλήθεια της πίστεώς μας ότι το Πνεύμα του Θεού πνέει σε κάθε εποχή αρκεί να βρει ανθρώπους με καλή διάθεση και με βούληση να ζήσουν τις εντολές του Θεού.
Στο πρόσωπο του αγίου Αρσενίου με άλλα λόγια ψηλαφάμε την παρουσία του ίδιου του Κυρίου, μία δική Του προέκταση όπως το απεκάλυψε απαρχής: «Εγώ είμαι το αμπέλι κι εσείς είστε τα κλήματα». Ήδη το απολυτίκιό του, και όχι μόνο, επισημαίνει την αλήθεια αυτή: «Ζήλεψες ένθεα την άσκηση των οσίων με την ενάρετή σου ζωή κατά τους έσχατους καιρούς, όσιε Αρσένιε. Διότι αφού ασκήθηκες στη νήσο Πάρο ίδια με τους αγγέλους, έλαβες από τον Θεό τη χάρη των θαυμάτων, παρέχοντας σ’ αυτούς που σε τιμούν χάρη και έλεος». «Την αρετή των παλαιών οσίων πατέρων φανέρωσες σαν ζωγραφιά στον εαυτό σου και ακολούθησες τα ίχνη τους, θεόφρον Αρσένιε» (στιχ. μ. εσπ.).
Τι σημαίνει πιο συγκεκριμένα ότι στη ζωή του βλέπουμε τη ζωή των οσίων Αντωνίου του Μεγάλου, Σάββα του ηγιασμένου, Αρσενίου του μεγάλου, οσίου Ποιμένος και των λοιπών μεγάλων αγίων; Τίποτε λιγότερο από ό,τι επισημαίνουμε και σε αυτούς: την πληγωμένη καρδιά τους από την αγάπη και τον έρωτα του Χριστού. Γιατί τι καθιστά έναν άνθρωπο άγιο του Θεού; Η ολοκάρδια στροφή της ύπαρξής του στον Χριστό, η εν αγάπη «κόλληση» της καρδιάς του σ’ Εκείνον μόνον! Αυτό δεν είναι και το ζητούμενο από τον ίδιο τον Κύριο για το αν είναι πράγματι οι πιστοί ακόλουθοί Του ή όχι; «Μείνετε ενωμένοι με Εμένα», προτρέπει. «Αν τηρήσετε τις εντολές μου θα δείξετε την αγάπη σας σ’ εμένα και τον Πατέρα μου και εγώ θα σας φανερωθώ». Απαρχής ο άγιος υμνογράφος σπεύδει να διευκρινίσει τον πυρήνα αυτόν της πίστεως: «Πληγώθηκες, όσιε Αρσένιε, από τον πόθο του Χριστού... κι Αυτόν έφερες στην καρδιά σου μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα» (στιχ. εσπ.). Γι’ αυτό και ο ποιητής βλέπει τον όσιο μίμημα του Χριστού και όλων των Αποστόλων, κατεξοχήν μάλιστα μίμημα του αποστόλου Παύλου που περιέφερε στο σώμα και την ψυχή του τη νέκρωση του Χριστού ως νέκρωση απέναντι στην αμαρτία, συνεπώς ζώντας την ανάστασή Του. «Αφού ντύθηκες, Αρσένιε, τη ζωοπάροχη νέκρωση Χριστού του Θεού μας και Τον μιμήθηκες ως γνήσιος μύστης και μαθητής Του, νέκρωσες ολόκληρο τον εαυτό σου, κι αφού πέθανες ως προς τον (αμαρτωλό) κόσμο βρήκες πράγματι την αγνή και καθαρή εν Χριστώ ζωή» (λιτή).
Μία τέτοια ζωή βεβαίως οδηγεί σε μεγάλη παρρησία ενώπιον του Θεού μας, που σημαίνει ότι ο όσιος διαρκώς πια πρεσβεύει υπέρ ημών που εξακολουθούμε να χειμαζόμαστε στον κόσμο αυτόν. Κι επανειλημμένως ο άγιος υμνογράφος δεν παραλείπει να μας το υπενθυμίζει: «Λύτρωσε, άγιε, όλους αυτούς που πανηγυρίζουμε τη θεία μνήμη σου από τις πολύπλοκες θλίψεις και τις συμφορές» (αίνοι).