«Ο άγιος Ειρηναίος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα της Ρώμης Μάρκου Αντωνίνου, τον δεύτερο μ. Χ. αιώνα, και υπήρξε αρχαίος Πατέρας της Εκκλησίας, διάδοχος των μακαρίων Αποστόλων, ενώ χρημάτισε και επίσκοπος Λουγδούνων της Γαλλίας (της σημερινής Λυών). Άφησε στην Εκκλησία πολλά βιβλία, τα οποία εξηγούσαν, ερμήνευαν και υπεράσπιζαν τη χριστιανική πίστη, τα οποία χρησιμοποίησαν πολύ για παρόμοιο σκοπό και οι μεταγενέστεροι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Ο άγιος ανέλαβε τα καθήκοντα του επισκόπου της εκκλησίας των Λουγδούνων, μετά τον Ποθεινό, ο οποίος και μαρτύρησε για την πίστη του Χριστού. Με τη διδασκαλία του ο Ειρηναίος και με τις παραινέσεις του, μετέστρεψε στην πίστη του Χριστού από την ειδωλολατρία πολλούς ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους έγιναν μάρτυρες του Χριστού, όπως και ο ίδιος τελικώς στεφανώθηκε με το στεφάνι του μαρτυρίου, με το ξίφος των διωκτών της πίστεως».
Η απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που η Εκκλησία μας άγει σήμερα, αφενός τονίζει και πάλι τη σπουδαιότητα του προσώπου της Παναγίας μας, αφετέρου σχετίζει Αυτήν με τον μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, τον οποίο επίσης εορτάζουμε, τον άγιο ιερομάρτυρα Ειρηναίο Λουγδούνων ή Λυών. Και τούτο, διότι ο άγιος Ειρηναίος, συνεχιστής της θεολογίας του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου (ο άγιος Ιγνάτιος ανοίγει τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα, ο άγιος Ειρηναίος κλείνει τον αιώνα αυτόν), προβάλλει, μέσα στο πλαίσιο της θεολογίας αυτής, την Υπεραγία Θεοτόκο, ως αναπόσπαστο παράγοντα της σωτηρίας του ανθρώπου. Εννοούμε ότι η Παναγία μας, κατά τον άγιο, δεν έχει τη θέση του εξαίρετου μέλους στην Εκκλησία, από πλευράς μόνον παραδειγματικής – να Της μοιάσουμε απλώς λόγω της αγιότητάς Της – αλλά και από πλευράς σωτηριώδους. Η υπακοή Της στον λόγο του Θεού, προκειμένου να έλθει στον κόσμο ως άνθρωπος ο Υιός του Θεού, αντιπαραβάλλεται με την ανυπακοή της πρώτης Εύας, που σημαίνει ότι όπως με εκείνη ο άνθρωπος ξέπεσε από τη σχέση του με τον Θεό, έτσι και με την Παναγία, ως δεύτερη Εύα, ο άνθρωπος βοηθήθηκε στην επανένταξή του σ’ Εκείνον. Ειρηναίος και Παναγία λοιπόν σχετίζονται ουσιαστικά και όχι μόνον γιατί συμπίπτει η απόδοση της Κοιμήσεώς Της με την εορτή του αγίου.
Ο άγιος Ειρηναίος όμως είναι από εκείνους τους αποστολικούς Πατέρες που η επικαιρότητά τους σήμερα είναι εκπληκτική. Για δύο λόγους. Πρώτον, διότι τόνισε σε βαθμό απόλυτο αυτό που αληθινά έφερε ο Χριστός και κήρυξαν οι απόστολοι, δηλαδή ότι ο άνθρωπος σώζεται μόνον εν Χριστώ, κάτι που πήγε στην εποχή του να αλλοιωθεί με την κυριαρχία της αίρεσης του γνωστικισμού (ο οποίος κήρυσσε άλλον Θεό του καλού και άλλον του κακού και Δημιουργού, άρα δαιμονοποιούσε τον κόσμο και την ύλη, συνεπώς και το σώμα του ανθρώπου, και αρνιόταν και την Παλαιά Διαθήκη, ως το πρώτο θεόπνευστο μέρος της Αγίας Γραφής), αλλά και με τη συνέχειά του και σήμερα, μέσω υπολειμμάτων του – είναι γνωστό ότι όλα εκείνα τα συστήματα της εποχής μας, θεοσοφικά, φιλοσοφικά, μυστικιστικά, που μιλούν για γνώση και εύρεση του εαυτού με μύηση και στοχασμό και άσκηση, συνδέονται με αυτήν την ανατολική αίρεση των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που κατεδίκασε η Εκκλησία μας. Δεύτερον, διότι εξίσου τόνισε ότι αυτή η εν Χριστώ σωτηρία δεν μπορεί να υπάρξει πουθενά αλλού, πέρα από την Εκκλησία. Ο άγιος Ειρηναίος ήταν εκείνος που περίτρανα έδειξε ότι έξω από την Εκκλησία που συνιστά το ζωντανό σώμα του Χριστού, δεν μπορεί κανείς να έχει μετοχή στον Χριστό, άρα δεν μπορεί και να σωθεί. Και καταλαβαίνουμε το πόσο επίκαιρη είναι η διδασκαλία του, διδασκαλία όλης της Εκκλησίας, όταν και πάλι ακούγονται φωνές, δυστυχώς και από «χριστιανούς», που πιστεύουν ότι μπορούν να «κρατούν» τον Χριστό, διαγράφοντας όμως την Εκκλησία. Απαρχής λοιπόν η Εκκλησία, δια στόματος πρώτον των αποστόλων, κι έπειτα των Πατέρων, σαν τον άγιο Ειρηναίο, έχει δώσει την απάντηση: Χριστός και Εκκλησία πάνε μαζί, όπως μαζί θεωρούνται η κεφαλή με το σώμα. Τυχόν διάσπασή τους σημαίνει εκτρωματική και «τερατική» κατάσταση.
Ο άγιος Ειρηναίος ήταν εκείνος που τονίζοντας τα παραπάνω δεν ιδεολογοποίησε την Εκκλησία. Δεν μίλησε γι’ αυτήν ως κάτι θεωρητικό, άρα και η σχέση του χριστιανού με τον Χριστό δεν μπορεί να είναι θεωρητική. Ο άγιος, στοιχώντας στην Παράδοση, όπως είπαμε, των αποστόλων, ζώντας και αναπνέοντας ιδιαιτέρως τη ζωή και το ήθος του αγίου Ιγνατίου και του αγίου Πολυκάρπου, μίλησε για την πραγματική και ουσιαστική εν χάριτι μετοχή του ανθρώπου στον Χριστό. Ο άνθρωπος με άλλα λόγια έχει τον Χριστό, όταν μετέχει στη ζωή Του. Όπως η θέα του φωτός είναι μετοχή στο φως, έτσι και η πίστη στον Χριστό είναι μετοχή σ’ Εκείνον. Ο άγιος Ειρηναίος μάς ανοίγει τα μάτια σήμερα για τα καλά: ο Χριστός είναι ο Σωτήρας μας, τον Χριστό Τον ζούμε στην Εκκλησία, με τον Χριστό ενωνόμαστε πραγματικά και αληθινά.