«Ενεδρεύει ο εχθρός διάβολος όπως το λιοντάρι στη φωλιά του, και κρύβει για κακό μας παγίδες και δίχτυα από λογισμούς ακάθαρτους και ασεβείς. Αλλά και εμείς, αν δεν κοιμόμαστε, θα μπορέσουμε να του στήνουμε μεγαλύτερες και φοβερότερες παγίδες και δίχτυα και ενέδρες. Γιατί η προσευχή, οι ψαλμοί, η αγρυπνία, η ταπεινοφροσύνη, η υπηρεσία προς τον πλησίον και το έλεος, η ευχαριστία και η ακρόαση των θείων λόγων, γίνονται ενέδρα και παγίδα και λάκκος καί μάστιγες και αγχόνη καί δίχτυα για τον εχθρό»[1] (όσιος Ιωάννης Καρπάθιος).
Ο όσιος Ιωάννης Καρπάθιος που η Εκκλησία μας τον εορτάζει την 25η Αυγούστου δεν είναι πολύ γνωστός στο πλήρωμα της Εκκλησίας κι ούτε έχουμε πολλά στοιχεία για την εδώ στον κόσμο τούτο πορεία του. Παρ’ όλα αυτά η παρουσία του στα ασκητικά κείμενα της Εκκλησίας είναι ισχυρή, γιατί μας έχει αφήσει σπουδαία κεφάλαια, «παρηγορητικά» όπως χαρακτηρίζονται, στη Φιλοκαλία των Νηπτικών των αγίων Μακαρίου του Νοταρά και Νικοδήμου του Αγιορείτου. Ένα τέτοιο κεφάλαιο που μας αποκαλύπτει στοιχεία της πνευματικής ζωής είναι και το παραπάνω.
Καταρχάς ο όσιος σχολιάζει τον λόγο του αποστόλου Πέτρου, που συνιστά όμως πιστεύουμε και προσωπική, του οσίου, εμπειρία, ότι όχι μόνο βεβαίως υφίσταται ο πονηρός διάβολος, (ο ξεπεσμένος αρχάγγελος με τις λεγεώνες που τον ακολούθησαν), αλλά η μόνιμη επιθυμία του είναι να καταστρέφει τη δημιουργία του Θεού και μάλιστα τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού άνθρωπο. Όπως ακριβώς το σημειώνει ο απόστολος «ὁ ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος περιπατεῖ ὡς λέων ὠρυόμενος ζητῶν τίνα καταπίῃ»[2]. Βεβαίως πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η δράση του πονηρού δεν είναι ανεξέλεγκτη∙ μπορεί αυτός και οι δικοί του να ξέπεσαν, μπορεί ο Κύριος για λόγους που Εκείνος γνωρίζει να τους κρατάει στην ύπαρξη: ο Θεός ποτέ δεν καταστρέφει τη δημιουργία Του έστω και σε κατάσταση πτώσεως, μπορεί να τον αφήνει να δρα πειρασμικά και καταστροφικά, αλλά πάντοτε μέσα στο πλαίσιο της παντοδύναμης Πρόνοιάς Του: όσο η δράση του πονηρού εξυπηρετεί το δικό Του σχέδιο για τη διαπαιδαγώγηση και τη σωτηρία του ανθρώπου. Και τι σημειώνει συγκεκριμένα ο όσιος; Ότι ο διάβολος ως λιοντάρι πράγματι στήνει ενέδρες και παγίδες στον άνθρωπο, αλλά κυρίως στο επίπεδο των λογισμών – τοξεύει τον άνθρωπο με τα βέλη των ακάθαρτων και ασεβών λογισμών. Και ακάθαρτοι λογισμοί είναι εκείνοι που αναφέρονται κατεξοχήν στο παθητικό λεγόμενο μέρος της ψυχής, στον κόσμο των συναισθημάτων δηλαδή και των βουλητικών ενορμήσεων, όπως για παράδειγμα να εξάπτει το μίσος και τις έχθρες ανάμεσα στους ανθρώπους ή και να τους παρωθεί σε επιθυμίες που είναι πέρα από το θέλημα του Θεού: σαρκικές επιθυμίες, αγάπη για τα χρήματα, αγάπη για το φαίνεσθαι και την ανθρώπινη δόξα∙ ενώ ασεβείς λογισμοί είναι εκείνοι που αναφέρονται καεξοχήν στο λογιστικό μέρος της ψυχής και που δεν είναι άλλοι από τους λογισμούς της απιστίας και της αμφιβολίας ως προς την ύπαρξη και την παρουσία του Θεού στη ζωή του ανθρώπου. Συνεπώς ο πονηρός έχει ως έργο του αδιάκοπο το πώς θα αλλοιώσει τη σχέση του ανθρώπου ως προς τον Θεό και ως προς τον συνάνθρωπό του και την όλη λοιπή δημιουργία.
Κι έπειτα μάς υπενθυμίζει ο όσιος ότι ναι μεν αυτό συμβαίνει από πλευράς του πονηρού, όμως από πλευράς δικής μας, δηλαδή από πλευράς των χριστιανών που έχουν επίγνωση της χριστιανικότητάς τους, μπορεί να συμβεί το θεωρούμενο παράδοξο και «απίστευτο»: «να στήνουμε εμείς στον διάβολο μεγαλύτερες και φοβερότερες παγίδες και δίχτυα και ενέδρες!» Μα πώς είναι δυνατόν; Ο διάβολος ως πνεύμα, έστω και ξεπεσμένο, δεν έχει μεγαλύτερη δύναμη από εμάς; Είχε και έχει, αλλά μέχρι εκεί που υπάρχει η παρουσία του Χριστού στη ζωή του ανθρώπου. Για τον χριστιανό, τον βαπτισμένο και χρισμένο στο όνομά Του, λειτουγεί η παντοδυναμία Εκείνου, γιατί έγινε διά του βαπτίσματος μέλος Του και δικό Του κομμάτι, που θα πει ότι ο χριστιανός δεν είναι ποτέ μόνος του, αλλά πάντοτε μαζί με τον Χριστό, ντυμένος Εκείνον και έχοντας τις δυνάμεις Εκείνου! «Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε»[3]. Πρόκειται για την αυτοσυνειδησία του χριστιανού μέσα στην Εκκλησία, που έκανε τον όσιο Παῒσιο για παράδειγμα τον αγιορείτη να λέει ότι «ο διάβολος μπροστά στον χριστιανό μοιάζει με το σκυλί που του έχουν βγάλει τα δόντια ή με το φίδι που του έχουν αφαιρέσει το δηλητήριο». Έτσι ο χριστιανός αποτελεί φόβητρο για τον διάβολο, ο διάβολος τρέμει τον χριστιανό και όχι το αντίθετο. Τυχαία ο μέγας όσιος της Εκκλησίας Ιωάννης της Κλίμακος λέει πως ο χριστιανός με το όνομα του Χριστού στα χείλη και την καρδιά του μαστιγώνει τον διάβολο; «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους»[4]. Για να συμπληρώσει ο όσιος Ιωάννης Καρπάθιος πια, πέρα από τη διαρκή επανάληψη του ονόματος του Χριστού, και «την προσευχή, τους ψαλμούς, την αγρυπνία, την ταπεινοφροσύνη, την υπηρεσία προς τον πλησίον και το έλεος, την ευχαριστία και την ακρόαση των θείων λόγων».
Χριστιανός με άλλα λόγια που προσεύχεται με τον τρόπο της Εκκλησίας μας, που μελετά τον λόγο του Θεού, που στέκεται με ταπείνωση και αγάπη και έλεος απέναντι στον συνάνθρωπό του, που ευχαριστεί και δοξολογεί τον Θεό, αυτός στήνει «ενέδρα και παγίδα και λάκκο και αγχόνη και δίχτυα» στον εχθρό διάβολο και τον μαστιγώνει με τον σκληρότερο τρόπο! Πόσες φορές δεν έχουμε διαβάσει για παράδειγμα σε παλαιότερα αλλά και νεώτερα συναξάρια ότι και μόνο η επίκληση του ονόματος του Χριστού – εννοείται με πίστη και αγάπη προς Εκείνον – εξαφάνισε τη δαιμονική παρουσία, όπως και η αναφορά στην Παναγία «έκαψε τους δαίμονες»! Πόσες φορές επίσης δεν έχουμε διαβάσει ή ακούσει και προσωπικά αισθανθεί ότι σε μία κατάσταση δύσκολη και θλιβερή η μελέτη του Ευαγγελίου μάς έκανε να αποκτήσουμε και πάλι το θάρρος μας, κι ακόμη περισσότερο: πόσες φορές ο αγώνας μας να συγχωρήσουμε κάποιον για μια αδικία που πιθανόν έκανε απέναντί μας μάς οδήγησε να νιώσουμε τη χαρά του θεϊκού ελέους, ενώ η έχθρα που σκίαζε την ψυχή μας μέχρι την ώρα της συγγνώμης μάς έκανε περίλυπους και δυστυχισμένους;
Οπότε, ναι! Ο διάβολος μάς πολεμάει, μας δυσκολεύει (είπαμε κατά παραχώρηση Κυρίου) τη ζωή, αλλά κι εμείς δεν πάμε πίσω: του δυσκολεύουμε πολύ περισσότερο, κατά τον όσιο Καρπάθιο, τη ζωή και τη δράση. Και βλέπει κανείς την κοινή εμπειρία στον πνευματικό αγώνα των αγίων μας. Ό,τι λέει ο όσιος Καρπάθιος και ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος το λέει και ο νέος μέγας πράγματι όσιος της Εκκλησίας Ιωσήφ ο ησυχαστής. Έλεγε χαρακτηριστικά σε κάποιον χριστιανό που δείλιαζε στον πνευματικό αυτόν αγώνα : «Πρέπει να γίνεις γενναιότερος. Να παραταχθείς στήθος προς στήθος προς αυτούς τους άσαρκους. Μην τους φοβάσαι. Εσύ δεν βλέπεις με κάθε ευχή, όπου λέγεις, πόσοι πίπτουν, πόσοι στρέφουν τα νώτα. Συ μόνον βλέπεις πόσον εσύ πληγώνεσαι. Αλλά και αυτοί δέρνονται. Και αυτοί φεύγουν. Σε κάθε υπομονή οπού κάμνομε, φεύγουν αλματωδώς, και σε κάθε ευχή πληγώνονται σοβαρώς. Λοιπόν μη θέλεις εν καιρώ πολέμου να ρίπτεις εσύ σφαίρες και βόλια και αυτοί να σου ρίχνουν λουκούμια και σοκολάτες!» - κάτι παρόμοιο που έλεγε και ο άγιος Παῒσιος, όταν εξηγούσε ότι «πολύ συχνά νιώθουμε ότι μένουμε στάσιμοι πνευματικά, γιατί δεν βλέπουμε ότι τη μία ημέρα πολεμάμε με ένα διάβολο, ενώ την άλλη με δέκα!»
Ο όσιος Ιωάννης Καρπάθιος όμως σημειώνει τέλος το αυτονόητο: όλα αυτά συμβαίνουν από πλευράς πνευματικής σε μας τους χριστιανούς, «αν δεν κοιμόμαστε». Κι αυτό είναι το πιο καίριο. Διότι μπορεί κάποιος να είναι χριστιανός, αλλά να μην το έχει πάρει σοβαρά στη ζωή του. Χρειάζεται δηλαδή να είμαστε ξύπνιοι, να έχουμε εγρήγορση, να έχουμε τη νήψη που λένε τα αγιογραφικά και τα πατερικά κείμενα της Εκκλησίας μας[5]. Τότε, πράγματι, η ζωντανή σχέση μας με τον Χριστό θα αποτυπώνεται σε όλες τις διαστάσεις της ζωής μας, θα ζούμε ασφαλώς τον σταυρό και τις δυσκολίες, αλλά μέσα σ’ ένα πλαίσιο Ανάστασης, θα είμαστε για τον διάβολο κι εμείς το φόβητρό του! Το σημαντικότερο όμως κατά τον Κύριο, δεν θα είναι αυτό∙ θα είναι ότι «το όνομά μας θα είναι γραμμένο στη Βασιλεία του Θεού»[6], γεγονός που συνιστά το όραμα και την αδιάκοπη προοπτική μας.
[1] Ἁγ. Ἰωάννου Καρπαθίου, 100 παρηγορητικά κεφάλαια, κεφ. 51, στό: Φιλοκαλία τῶν ἱερών νηπτικῶν, (μετάφρ. Ἀντ. Γαλίτη), τόμ. Α΄, ἐκδ. «Τό περιβόλι τῆς Παναγίας», α΄ ἔκδ. 1984, σελ. 340.
[2] Α΄ Πέτρ. 5, 8.
[3] Γαλ. 3, 27.
[4] Κλίμαξ, λόγ. 20, κεφ. 6.
[5] Π.χ. Α΄ Πέτρ. 5, 8: «Νήψατε, γρηγορήσατε».
[6] Βλ. Λουκ. 10, 20.