25 Αυγούστου 2022

ΠΩΣ ΕΝΕΔΡΕΥΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΑΓΙΔΕΥΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΑΣΤΙΓΩΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ ΜΑΣ

«Ενεδρεύει ο εχθρός διάβολος όπως το λιοντάρι στη φωλιά του, και κρύβει για κακό μας παγίδες και δίχτυα από λογισμούς ακάθαρτους και ασεβείς. Αλλά και εμείς, αν δεν κοιμόμαστε, θα μπορέσουμε να του στήνουμε μεγαλύτερες και φοβερότερες παγίδες και δίχτυα και ενέδρες. Γιατί η προσευχή, οι ψαλμοί, η αγρυπνία, η ταπεινοφροσύνη, η υπηρεσία προς τον πλησίον και το έλεος, η ευχαριστία και η ακρόαση των θείων λόγων, γίνονται ενέδρα και παγίδα και λάκκος καί μάστιγες και αγχόνη καί δίχτυα για τον εχθρό»[1] (όσιος Ιωάννης Καρπάθιος).

 

Ο όσιος Ιωάννης Καρπάθιος που η Εκκλησία μας τον εορτάζει την 25η Αυγούστου δεν είναι πολύ γνωστός στο πλήρωμα της Εκκλησίας κι ούτε έχουμε πολλά στοιχεία για την εδώ στον κόσμο τούτο πορεία του. Παρ’ όλα αυτά η παρουσία του στα ασκητικά κείμενα της Εκκλησίας είναι ισχυρή, γιατί μας έχει αφήσει σπουδαία κεφάλαια, «παρηγορητικά» όπως χαρακτηρίζονται, στη Φιλοκαλία των Νηπτικών των αγίων Μακαρίου του Νοταρά και Νικοδήμου του Αγιορείτου. Ένα τέτοιο κεφάλαιο που μας αποκαλύπτει στοιχεία της πνευματικής ζωής είναι και το παραπάνω.

Καταρχάς ο όσιος σχολιάζει τον λόγο του αποστόλου Πέτρου, που συνιστά όμως πιστεύουμε και προσωπική, του οσίου, εμπειρία, ότι όχι μόνο βεβαίως υφίσταται ο πονηρός διάβολος, (ο ξεπεσμένος αρχάγγελος με τις λεγεώνες που τον ακολούθησαν), αλλά η μόνιμη επιθυμία του είναι να καταστρέφει τη δημιουργία του Θεού και μάλιστα τον κατ’  εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού άνθρωπο. Όπως ακριβώς το σημειώνει ο απόστολος «ὁ ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος περιπατεῖ ὡς λέων ὠρυόμενος ζητῶν τίνα καταπίῃ»[2]. Βεβαίως πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η δράση του πονηρού δεν είναι ανεξέλεγκτη∙ μπορεί αυτός και οι δικοί του να ξέπεσαν, μπορεί ο Κύριος για λόγους που Εκείνος γνωρίζει να τους κρατάει στην ύπαρξη: ο Θεός ποτέ δεν καταστρέφει τη δημιουργία Του έστω και σε κατάσταση πτώσεως, μπορεί να τον αφήνει να δρα πειρασμικά και καταστροφικά, αλλά πάντοτε μέσα στο πλαίσιο της παντοδύναμης Πρόνοιάς Του: όσο η δράση του πονηρού εξυπηρετεί το δικό Του σχέδιο για τη διαπαιδαγώγηση και τη σωτηρία του ανθρώπου.  Και τι σημειώνει συγκεκριμένα ο όσιος; Ότι ο διάβολος ως λιοντάρι πράγματι στήνει ενέδρες και παγίδες στον άνθρωπο, αλλά κυρίως στο επίπεδο των λογισμών – τοξεύει τον άνθρωπο με τα βέλη των ακάθαρτων και ασεβών λογισμών. Και ακάθαρτοι λογισμοί είναι εκείνοι που αναφέρονται κατεξοχήν στο παθητικό λεγόμενο μέρος της ψυχής, στον κόσμο των συναισθημάτων δηλαδή και των βουλητικών ενορμήσεων, όπως για παράδειγμα να εξάπτει το μίσος και τις έχθρες ανάμεσα στους ανθρώπους ή και να τους παρωθεί σε επιθυμίες που είναι πέρα από το θέλημα του Θεού: σαρκικές επιθυμίες, αγάπη για τα χρήματα, αγάπη για το φαίνεσθαι και την ανθρώπινη δόξα∙ ενώ ασεβείς λογισμοί είναι εκείνοι που αναφέρονται καεξοχήν στο λογιστικό μέρος της ψυχής και που δεν είναι άλλοι από τους λογισμούς της απιστίας και της αμφιβολίας ως προς την ύπαρξη και την παρουσία του Θεού στη ζωή του ανθρώπου. Συνεπώς ο πονηρός έχει ως έργο του αδιάκοπο το πώς θα αλλοιώσει τη σχέση του ανθρώπου ως προς τον Θεό και ως προς τον συνάνθρωπό του και την όλη λοιπή δημιουργία.

Κι έπειτα μάς υπενθυμίζει ο όσιος ότι ναι μεν αυτό συμβαίνει από πλευράς του πονηρού, όμως από πλευράς δικής μας, δηλαδή από πλευράς των χριστιανών που έχουν επίγνωση της χριστιανικότητάς τους, μπορεί να συμβεί το θεωρούμενο παράδοξο και «απίστευτο»: «να στήνουμε εμείς στον διάβολο μεγαλύτερες και φοβερότερες παγίδες και δίχτυα και ενέδρες!» Μα πώς είναι δυνατόν; Ο διάβολος ως πνεύμα, έστω και ξεπεσμένο, δεν έχει μεγαλύτερη δύναμη από εμάς; Είχε και έχει, αλλά μέχρι εκεί που υπάρχει η παρουσία του Χριστού στη ζωή του ανθρώπου. Για τον χριστιανό, τον βαπτισμένο και χρισμένο στο όνομά Του, λειτουγεί η παντοδυναμία Εκείνου, γιατί έγινε διά του βαπτίσματος μέλος Του και δικό Του κομμάτι, που θα πει ότι ο χριστιανός δεν είναι ποτέ μόνος του, αλλά πάντοτε μαζί με τον Χριστό, ντυμένος Εκείνον και έχοντας τις δυνάμεις Εκείνου! «Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε»[3]. Πρόκειται για την αυτοσυνειδησία του χριστιανού μέσα στην Εκκλησία, που έκανε τον όσιο Παῒσιο για παράδειγμα τον αγιορείτη να λέει ότι «ο διάβολος μπροστά στον χριστιανό μοιάζει με το σκυλί που του έχουν βγάλει τα δόντια ή με το φίδι που του έχουν αφαιρέσει το δηλητήριο». Έτσι ο χριστιανός αποτελεί φόβητρο για τον διάβολο, ο διάβολος τρέμει τον χριστιανό και όχι το αντίθετο. Τυχαία ο μέγας όσιος της Εκκλησίας Ιωάννης της Κλίμακος λέει πως ο χριστιανός με το όνομα του Χριστού στα χείλη και την καρδιά του μαστιγώνει τον διάβολο; «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους»[4].  Για να συμπληρώσει ο όσιος Ιωάννης Καρπάθιος πια, πέρα από τη διαρκή επανάληψη του ονόματος του Χριστού, και «την προσευχή, τους ψαλμούς, την αγρυπνία, την ταπεινοφροσύνη, την υπηρεσία προς τον πλησίον και το έλεος, την ευχαριστία και την ακρόαση των θείων λόγων».

Χριστιανός με άλλα λόγια που προσεύχεται με τον τρόπο της Εκκλησίας μας, που μελετά τον λόγο του Θεού, που στέκεται με ταπείνωση και αγάπη και έλεος απέναντι στον συνάνθρωπό του, που ευχαριστεί και δοξολογεί τον Θεό, αυτός στήνει «ενέδρα και παγίδα και λάκκο και αγχόνη και δίχτυα» στον εχθρό διάβολο και τον μαστιγώνει με τον σκληρότερο τρόπο! Πόσες φορές δεν έχουμε διαβάσει για παράδειγμα σε παλαιότερα αλλά και νεώτερα συναξάρια ότι και μόνο η επίκληση του ονόματος του Χριστού – εννοείται με πίστη και αγάπη προς Εκείνον – εξαφάνισε τη δαιμονική παρουσία, όπως και η αναφορά στην Παναγία «έκαψε τους δαίμονες»! Πόσες φορές επίσης δεν έχουμε διαβάσει ή ακούσει και προσωπικά αισθανθεί ότι σε μία κατάσταση δύσκολη και θλιβερή η μελέτη του Ευαγγελίου μάς έκανε να αποκτήσουμε και πάλι το θάρρος μας, κι ακόμη περισσότερο: πόσες φορές ο αγώνας μας να συγχωρήσουμε κάποιον για μια αδικία που πιθανόν έκανε απέναντί μας μάς οδήγησε να νιώσουμε τη χαρά του θεϊκού ελέους, ενώ η έχθρα που σκίαζε την ψυχή μας μέχρι την ώρα της συγγνώμης μάς έκανε περίλυπους και δυστυχισμένους;

Οπότε, ναι! Ο διάβολος μάς πολεμάει, μας δυσκολεύει (είπαμε κατά παραχώρηση Κυρίου) τη ζωή, αλλά κι εμείς δεν πάμε πίσω: του δυσκολεύουμε πολύ περισσότερο, κατά τον όσιο Καρπάθιο, τη ζωή και τη δράση. Και βλέπει κανείς την κοινή εμπειρία στον πνευματικό αγώνα των αγίων μας. Ό,τι λέει ο όσιος Καρπάθιος και ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος  το λέει και ο νέος μέγας πράγματι όσιος της Εκκλησίας Ιωσήφ ο ησυχαστής. Έλεγε χαρακτηριστικά σε κάποιον χριστιανό που δείλιαζε στον πνευματικό αυτόν αγώνα : «Πρέπει να γίνεις γενναιότερος. Να παραταχθείς στήθος προς στήθος προς αυτούς τους άσαρκους. Μην τους φοβάσαι. Εσύ δεν βλέπεις με κάθε ευχή, όπου λέγεις, πόσοι πίπτουν, πόσοι στρέφουν τα νώτα. Συ μόνον βλέπεις πόσον εσύ πληγώνεσαι. Αλλά και αυτοί δέρνονται. Και αυτοί φεύγουν. Σε κάθε υπομονή οπού κάμνομε, φεύγουν αλματωδώς, και σε κάθε ευχή πληγώνονται σοβαρώς. Λοιπόν μη θέλεις εν καιρώ πολέμου να ρίπτεις εσύ σφαίρες και βόλια και αυτοί να σου ρίχνουν λουκούμια και σοκολάτες!» - κάτι παρόμοιο που έλεγε και ο άγιος Παῒσιος, όταν εξηγούσε ότι «πολύ συχνά νιώθουμε ότι μένουμε στάσιμοι πνευματικά, γιατί δεν βλέπουμε ότι τη μία ημέρα πολεμάμε με ένα διάβολο, ενώ την άλλη με δέκα!»

Ο όσιος Ιωάννης Καρπάθιος όμως σημειώνει τέλος το αυτονόητο: όλα αυτά συμβαίνουν από πλευράς πνευματικής σε μας τους χριστιανούς, «αν δεν κοιμόμαστε». Κι αυτό είναι το πιο καίριο. Διότι μπορεί κάποιος να είναι χριστιανός, αλλά να μην το έχει πάρει σοβαρά στη ζωή του. Χρειάζεται δηλαδή να είμαστε ξύπνιοι, να έχουμε εγρήγορση, να έχουμε τη νήψη που λένε τα αγιογραφικά και τα πατερικά κείμενα της Εκκλησίας μας[5]. Τότε, πράγματι, η ζωντανή σχέση μας με τον Χριστό θα αποτυπώνεται σε όλες τις διαστάσεις της ζωής μας, θα ζούμε ασφαλώς τον σταυρό και τις δυσκολίες, αλλά μέσα σ’ ένα πλαίσιο Ανάστασης, θα είμαστε για τον διάβολο κι εμείς το φόβητρό του! Το σημαντικότερο όμως κατά τον Κύριο, δεν θα είναι αυτό∙ θα είναι ότι «το όνομά μας θα είναι γραμμένο στη Βασιλεία του Θεού»[6], γεγονός που συνιστά το όραμα και την αδιάκοπη προοπτική μας.

 



[1] Ἁγ. Ἰωάννου Καρπαθίου, 100 παρηγορητικά κεφάλαια, κεφ. 51, στό: Φιλοκαλία τῶν ἱερών νηπτικῶν, (μετάφρ. Ἀντ. Γαλίτη), τόμ. Α΄, ἐκδ. «Τό περιβόλι τῆς Παναγίας», α΄ ἔκδ. 1984, σελ. 340.

[2] Α΄ Πέτρ. 5, 8.

[3] Γαλ. 3, 27.

[4] Κλίμαξ, λόγ. 20, κεφ. 6.

[5] Π.χ. Α΄ Πέτρ. 5, 8: «Νήψατε, γρηγορήσατε».

[6] Βλ. Λουκ. 10, 20.

Η ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ

 

«Ο άγιος απόστολος Βαρθολομαίος, αφού έκανε φανερό το όνομα του Κυρίου σε διαφόρους τόπους, σταυρώνεται στη Μεγάλη Αρμενία της Ανατολής. Οι πιστοί που παραβρέθηκαν στο τέλος του, τον έβαλαν σε λίθινη λάρνακα και τον απέθεσαν στην Αλβανούπολη. Καθώς λοιπόν η λάρνακα εκείνη πρόσφερε διαρκώς τις θεραπείες, πρόστρεχαν οι λαοί και απαλλάσσονταν από τα πάθη που τους ενοχλούσαν. Βλέποντας αυτά οι υπηρέτες του διαβόλου οδηγούντο σε μανία εναντίον της λάρνακας του αγίου. Σκέφτηκαν  τότε να τη ρίξουν, με το σώμα του αγίου μέσα, μαζί και με τέσσερις ακόμη λάρνακες αγίων μαρτύρων, στη θάλασσα. Κι αυτό έγινε και για να αγιασθεί η πλατιά θάλασσα με τη διέλευση αυτών, όπως και οι τόποι στους οποίους τελικώς θα πήγαιναν να ευλογηθούν, και ο Θεός να δοξασθεί μέσα από τους αγίους Του, όπως είναι γραμμένο. Πέρασαν λοιπόν ως θαλασσοπόροι, ο άγιος Βαρθολομαίος και οι άλλοι μάρτυρες, ο Παππιανός, ο Λουκιανός, ο Γρηγόριος και ο Ακάκιος,  όλες τις μεγάλες θάλασσες, μέχρις ότου προσορμίστηκαν στη νήσο που ονομαζόταν Λίπαρη. Και οι μεν τέσσερις μάρτυρες, αφού άφησαν το λείψανο του αγίου αποστόλου, έφυγαν, για να πάει η καθεμία λάρνακα από αυτούς σε ξεχωριστό μέρος, ενώ ο άγιος Βαρθολομαίος φανερώθηκε στον επίσκοπο της νήσου Αγάθωνα, εξηγώντας του τα καθέκαστα. Εκείνος ανταποκρίθηκε αμέσως, μη μπορώντας να κατανοήσει το μέγεθος της ευλογίας στη νήσο του και μη σταματώντας τις δοξολογίες στον Θεό και στον άγιο. Στο σχέδιο του επισκόπου πια και του πιστού λαού να τοποθετήσουν τη λάρνακα του αγίου σε επίσημο μέρος και να του ανεγείρουν ναό, είδαν ότι ο άγιος αντιτίθεται. Διότι αδυνατούσαν οι άνδρες που έσερναν τη λάρνακα να προχωρήσουν, ενώ με θεία αποκάλυψη αφέθηκε αυτή εύκολα να τραβηχτεί, από ζεύγος αγελάδων, οι οποίες καθοδηγούντο από τον απόστολο. Και συνέβη τότε μέγιστο θαύμα, αδύνατο να γίνει αποδεκτό από τους απίστους: ένα νησάκι, που λεγόταν Βουλκάνος στα λατινικά, και Πυρπνόον στα ελληνικά, με ηφαίστειο πάνω του, μόλις πλησίασε το λείψανο του αγίου, αμέσως παρασύρθηκε από θεϊκή δύναμη επτά στάδια πέρα από το νησί Λίπαρη, ώστε να σταματήσει να είναι κίνδυνος για το νησί αυτό. Και μέχρι σήμερα κηρύσσεται με δύναμη το θαύμα αυτό. Εκεί που θέλησε λοιπόν ο άγιος να τοποθετηθεί, εκεί και κτίσθηκε περικαλλής ναός, που μαρτυρούσε καθημερινά τα αναρίθμητα θαύματα που επιτελούσε ο Θεός διά του αγίου του.  Πέρασαν πάρα πολλά χρόνια, μέχρι τις ημέρες του αυτοκράτορα Θεοφίλου. Και το φρούριο, μέσα στο οποίο  βρισκόταν ο ναός του αγίου, καταλήφθηκε από τους Αγαρηνούς, οπότε και η νήσος Λίπαρη έμεινε ακατοίκητη. Συνέβη τότε, ο άρχων της πόλεως Βενένδου να μάθει τα αποστολικά θαύματα και με θερμή πίστη να κινηθεί προς τον άγιο, τον οποίο μπόρεσε τελικώς να φέρει στην πόλη του, με τη βοήθεια καλά πληρωμένων ναυτικών από την πόλη των Αμαλφινών. Ο άρχων αυτός, αν και ήταν μακριά η θάλασσα, κίνησε όλο το πλήθος των ιερέων με τον επίσκοπο και όλον τον λαό, να πάνε προς προϋπάντηση του λειψάνου, κάτι που έγινε. Το λείψανο με τη λάρνακα κατατέθηκε σε σεβάσμιο τόπο, όπου ο μέγας απόστολος επιτελούσε καθημερινώς πολλές ιάσεις σε όλους, φανερώνοντας τη δόξα του υπεράγαθου Θεού μας».

 

Θαυμάσια ταινία υπερπαραγωγής θα μπορούσε να γίνει το συναξάρι της σημερινής ημέρας, που περιγράφει την ιστορία του λειψάνου του μαθητή του Κυρίου από τους δώδεκα, Βαρθολομαίου. Δεν είναι δηλαδή μόνον αυτό που έζησε ως απόστολος ο άγιος Βαρθολομαίος – το τι πέρασε για τον ευαγγελισμό των ανθρώπων και πώς έφθασε να μαρτυρήσει σαν τον Κύριο με σταυρικό θάνατο – αλλά και τι περιπέτειες διήλθε το άγιο λείψανό του, όχι μόνον από τους εχθρούς της πίστεως, αλλά και από την επέμβαση του ίδιου, κάτι που σημαίνει με υπερθαύμαστο τρόπο το πόσο ζωντανοί είναι οι άγιοί μας, και όσο ζουν, αλλά και μετά θάνατον. Με τον άγιο Βαρθολομαίο δηλαδή, για λόγους που γνωρίζει ο Κύριος, έχουμε μία πολύ θαυμαστή παρουσία της χάρης του Θεού σε όλη τη διαδρομή της ζωής του. Και η διαδρομή αυτή περιλαμβάνει και τα πριν αλλά και τα μετά τον θάνατό του. Έτσι κι αλλιώς, μετά τον ερχομό του Χριστού, θάνατος δεν υφίσταται. Η ζωή απλώς μετά τον θάνατο αλλάζει μορφή. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «εάν τε ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν».

 Με τη θαλασσοπορία του λειψάνου του αγίου Βαρθολομαίου μέσα σε λίθινη λάρνακα – γιατί «μέσα σε τύμβο νεκρός έγινες θαλασσοπόρος», όπως σημειώνει και ο υμνογράφος – η σκέψη μας κάνει ένα συσχετισμό: αυτό που συνέβη στον άγιο μέσα στη λάρνακά του, χωρίς να βουλιάζει, όπως θα ήταν φυσικό, παραλληλίζεται με αυτό που συνέβη στα χρόνια της ιστορικής παρουσίας του Κυρίου, όταν ο Πέτρος, ευρισκόμενος μέσα στο πλοιάριο με τους άλλους μαθητές και βλέποντας έξαφνα τον Κύριο να περπατά πάνω στα κύματα, ζητά από Εκείνον να περπατήσει παρομοίως και ο ίδιος. Και ο μεν Πέτρος τελικώς βουλιάζει, γιατί η πίστη του, ασθενική ακόμη, δεν είναι σταθερά προσανατολισμένη στον Κύριο, στον δε Βαρθολομαίο η λίθινη λάρνακα θαλασσοπορεί χωρίς πρόβλημα, λόγω της δυνάμεως του Θεού, που επενεργούσε στο λείψανό του, προφανώς για την «πρόσωπον προς πρόσωπον» σχέση του αγίου με Εκείνον.

Η ηδονή της καθαρής όρασης του προσώπου του Κυρίου, δηλαδή η συμμετοχή στη ζωή Εκείνου με όλες τις δυνάμεις της ψυχής, που θα επιταθεί στο απόλυτο δυνατό, λόγω της συμμετοχής και του σώματος, μετά την ανάσταση εκ των νεκρών, κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του, δεν προσφέρεται χωρίς προϋποθέσεις. Κι οι προϋποθέσεις αυτές υφίστανται και λειτουργούν κατά το διάστημα της εδώ ζωής. Πρόκειται γι᾽ αυτό που είναι γνωστό ως οδύνη του Σταυρού. Χωρίς την οδύνη αυτή, η ηδονή είναι όνειρο άπιαστο. Διότι ο Σταυρός οδηγεί στην Ανάσταση και τη χαρά. Κι όταν μιλάμε για τον Σταυρό και την οδύνη που περικλείει, εννοούμε τον κόπο και τον πόνο που καταβάλλει κανείς, βεβαίως με την ενίσχυση της χάρης του Θεού,  για να σταθεί με υπομονή στις άγιες εντολές του Κυρίου. Αν ο άγιος Βαρθολομαίος, όπως και όλοι οι άγιοι, απολαμβάνει τη δόξα του Παραδείσου, με προοπτικές άπειρης ακόμη αύξησης σ᾽ αυτήν, είναι γιατί θέλησε να υπακούσει στον Κύριο και να τηρήσει το άγιο θέλημά Του. Και η οδύνη αυτή από την υπακοή σ᾽ Εκείνον, που αποκορυφώθηκε στην οδύνη και του σωματικού σταυρού του, μετατράπηκε σε άφατη χαρά και αγαλλίαση, στην υπέρμετρη του πνεύματος ηδονή. Όπως παρεμφερώς σημειώνει και ο υμνογράφος:  «Δέχτηκες, ένδοξε, το διά σταυρού μακάριο τέλος και έγινες σύμμορφος με τα παθήματα του Διδασκάλου σου, αλλά και λαμπρότατος κοινωνός της θεϊκής Του δόξας. Γι᾽ αυτό και παρίστασαι πάντοτε μπροστά Του, μαζί με τους αγγέλους, γεμάτος από άρρητο φως». Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς.

24 Αυγούστου 2022

ΠΩΣ ΕΞΑΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ, ΤΟ ΚΑΚΟ ΚΑΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ

 


«Όταν έρθει μέσα μας ο Χριστός, τότε ζούμε μόνο το καλό, την αγάπη για όλο τον κόσμο. Το κακό, η αμαρτία, το μίσος εξαφανίζονται μόνα τους, δεν μπορούν, δεν έχουν θέση, να μείνουν.

Στην ψυχή, που όλος ο χώρος της είναι κατειλημμένος από το Χριστό, δεν μπορεί να μπει και να κατοικήσει ο διάβολος, όσο κι αν προσπαθήσει, διότι δεν χωράει, δεν υπάρχει κενή θέση γι’ αυτόν» (όσιος Πορφύριος καυσοκαλυβίτης).

 

Ο άγιος Πορφύριος εκφράζει με τον δικό του τρόπο τη βασική μέθοδο της πνευματικής ζωής, την οποία έχει υποδείξει ο ίδιος ο Θεός μας ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, πολύ περισσότερο στην Καινή Διαθήκη. Τι δηλαδή; Ότι η πορεία του ανθρώπου στον κόσμο τούτο δεν πάει… ανάποδα! Ο άνθρωπος κλήθηκε και καλείται πάντοτε να πορεύεται προς τα εμπρός, δηλαδή προς εκεί που είναι Εκείνος, ο Θεός του. «Να αγαπήσεις Κύριον τον Θεό σου με όλη την ψυχή σου, με όλη την καρδιά σου, με όλη τη διάνοιά σου, με όλη τη δύναμή σου και τον συνάνθρωπό σου σαν τον εαυτό σου». Ό,τι αρνητική προτροπή υπάρχει έρχεται δευτερογενώς, ως διαγραφή από την κανονική και ομαλή πορεία. Ο Κύριος στην επί γης παρουσία Του διαρκώς τούτο επαναλάμβανε: να αγαπάμε και να ζούμε όπως Εκείνος, έχοντας προσηλωμένα τα μάτια της ψυχής μας στην παρουσία του Θεού με τον δικό Του τρόπο: τον απόλυτα θυσιαστικό προς χάρη των άλλων. «Αυτή είναι η εντολή μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο, όπως εγώ σας αγάπησα». Το ίδιο έκαναν και κήρυσσαν και οι μαθητές Του, οι άγιοι απόστολοι. Ο απόστολος Παύλος μάλιστα ήταν εκείνος που κατεξοχήν με μία μικρή ρήση εξέφρασε τη μέθοδο αυτή: «νίκα εν τω αγαθώ το κακόν», να νικάς το κακό με το καλό. Δεν υπάρχει πιο σύντομος και ανώδυνος τρόπος υπέρβασης του κακού από τη στροφή του ανθρώπου, με τη βοήθεια πάντοτε του Θεού, στο αγαθό. Ο ίδιος απόστολος αναφερόμενος στον Ιησού Χριστό διατύπωσε με μεγαλειώδη τρόπο την αλήθεια αυτή. «Στον Χριστό», έγραψε, «υπήρχε πάντοτε το ναι στο θέλημα του Θεού Πατέρα. Ο Χριστός δεν ήταν ναι και όχι, πάντοτε το ναι ως αδιάκοπη υπακοή στον Θεό Πατέρα υπήρχε σ’ Αυτόν». Αταλάντευτη προσήλωση στον Πατέρα λοιπόν, απόλυτη υπακοή μέχρι θανάτου σ’ Αυτόν, καμία επιφύλαξη ή διχασμός, όπως το λέει κατεξοχήν στην προς Φιλιππησίους επιστολή του: «ο Χριστός ως ο αληθινός Θεός ταπείνωσε τον εαυτό Του και έγινε άνθρωπος. Κι έγινε υπάκουος στον Θεό Πατέρα μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρικού».

Όλα τα ανθρώπινα προβλήματά μας, ιδίως εκείνα που σχετίζονται με τη διαχείριση της ίδιας της ύπαρξής μας – από αυτά μάλιστα πηγάζουν και όλα τα άλλα! – οφείλονται ακριβώς στο γεγονός αυτό: δεν έχουμε μάθει τη μέθοδο αυτή ή τη λησμονούμε, με αποτέλεσμα η δική μας πορεία να κινείται με βάση τις αμαρτωλές κλίσεις της καρδιάς μας και τις πονηρές υποβολές του διαβόλου. Πού οδηγεί αυτό όμως; Σε μία μόνιμη σύγχυση, σε μία ζάλη πνευματική, σε διαρκείς πτώσεις, σαν εκείνον τον άνθρωπο που πηγαίνοντας να κάνει ένα βήμα μπρος την ίδια στιγμή γυρίζει προς τα πίσω ή σαν το όχημα που παίρνει… ανάποδες στροφές! Πρόκειται για τον ορισμό της ταλαιπωρίας και της πνευματικής κακομοιριάς, μία κόλαση ήδη από τη ζωή αυτή, κατά το πρότυπο εκείνου που χαίρεται για την κατάντια αυτή, γιατί αυτή είναι η ζωή του: του πονηρού διαβόλου.

Κι όμως τα πράγματα για τον χριστιανό είναι απλά, μολονότι απαιτείται τουλάχιστον στην αρχή άσκηση μικρής βίας απέναντι στον εαυτό του. Να δίνουμε ώθηση στην καρδιά και την ψυχή μας να απεμπλεκόμαστε από τις εμπαθείς προσκολλήσεις μας διά της στροφής προς το αγαθό, προς το θέλημα του Θεού δηλαδή, μονίμως και αδιάκοπα προς την αγάπη. Η βοήθεια του Θεού είναι δεδομένη στην περίπτωση αυτή, γιατί ήδη Εκείνος είναι «εγκατεστημένος» μέσα μας από την ώρα του αγίου βαπτίσματός μας. Είμαστε μέλη Χριστού και το μόνο που περιμένει είναι και το δικό μας ναι στο άγιο θέλημά Του, ώστε να επέλθει η «έκρηξη» της παρουσίας Του – το μικρό μας ναι θα το μεγιστοποιήσει και θα του δώσει άπειρες διαστάσεις. Ό,τι έχει υποσχεθεί ο Κύριος το κρατάει και το προσφέρει, γιατί είναι η Αλήθεια και είναι η Αγάπη. Λοιπόν, στρεφόμαστε εφόσον πιστεύουμε σ’ Εκείνον στην εντολή Του, προσπαθούμε με τη δύναμή Του να αγαπάμε, οπότε γεμίζουμε πράγματι με την παρουσία Του, με το φως Του, και το όποιο σκοτάδι του διαβόλου και των παθών μας εξαφανίζεται – δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτό. Ο μέγας καθηγητής άγιος Πορφύριος μιλάει, όπως πάντοτε, από την προσωπική εμπειρία του, η οποία για τον καλοδιάθετο χριστιανό μπορεί να γίνει και δική του εμπειρία.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΟΣΜΑΣ Ο ΑΙΤΩΛΟΣ

 


«Ο άγιος Κοσμάς ο αιτωλός, ο νεώτερος αυτός πατέρας και δάσκαλος της Εκκλησίας, γεννήθηκε το 1714 στο Μέγα Δέντρο της Αιτωλίας και μαρτύρησε από τους Τούρκους το 1779 στο Κολικόντασι της Αλβανίας, οι οποίοι τον κρέμασαν σ᾽ ένα δέντρο, και πέταξαν το λείψανό του στον παρακείμενο Άψο ποταμό. Αιτία της θανατικής του καταδίκης υπήρξε το μίσος των Εβραίων, οι οποίοι τον πολεμούσαν, κυρίως για το γεγονός ότι έχασαν ως ημέρα του παζαριού τους την Κυριακή, η οποία μεταφέρθηκε το Σάββατο, λόγω του κηρύγματος του αγίου Κοσμά. Γράμματα έμαθε από την παιδική του ηλικία, τα οποία τα συνέχισε κι άργότερα, αλλά εκεί που τα ολοκλήρωσε ήταν στο Άγιον Όρος, όπου ευτύχησε να έχει σπουδαίους δασκάλους, σαν τον Παναγιώτη Παλαμά, τον Νικόλαο Τζαρτζούλη εκ Μετσόβου, ιδίως δε τον Ευγένιο Βούλγαρη. Στο Άγιον Όρος, κι ιδίως στη Μονή Φιλοθέου, έζησε επί δεκαεπτά χρόνια, κατά την ομολογία του ίδιου, μετά τα οποία δέχτηκε κλήση από τον Θεό να βγει στο κήρυγμα προς χάριν των υπόδουλων και βουτηγμένων στην αμάθεια συμπατριωτών του. Αφού έλαβε την άδεια των Γερόντων του Αγίου Όρους και έπειτα του Οικουμενικού Πατριάρχου Σεραφείμ του Β´, ώστε το κήρυγμά του να μην είναι αδέσποτο, κάτι που επανέλαβε και αργότερα επί πατριάρχου Σωφρονίου, άρχισε τις περιοδείες του, τρεις ή τέσσερις τον αριθμό, κατά τις οποίες διέτρεξε, από ό,τι σημειώνουν οι μελετητές της ζωής και του έργου του, όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, ίσως και το βόρειο μέρος της Πελοποννήσου, καθώς και αρκετά νησιά στο Αιγαίο και το Ιόνιο. Δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς ακριβώς τοπικά και χρονικά τις περιοδείες αυτές, εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι το γεγονός ότι από όπου πέρασε ῾σφράγισε᾽ τον τόπο, ώστε ακόμη και σήμερα να έχει μείνει στη μνήμη των ανθρώπων το αγιασμένο και μαρτυρικό πέρασμά του. Όπου πήγαινε, έμπηγε ένα ξύλινο σταυρό και ανέβαινε πάνω σ᾽ ένα σκαμνάκι – σύμβολο του θανάτου του, καθώς έλεγε, - και από εκεί κήρυσσε, πρωί και βράδυ, στους ανθρώπους, οι οποίοι δεν ήταν μόνον Έλληνες, αλλά και  Τούρκοι και άλλοι πολλοί. Πλην των Εβραίων, κάποιων Τούρκων και Ενετών, που τον έβλεπαν καχύποπτα, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, ο κόσμος τον λάτρευε. Είναι χαρακτηριστική η φράση του: ῾χίλιοι Τούρκοι με αγαπώσι, και ένας όχι τόσον᾽. Κι είναι τούτο μία αλήθεια, την οποία επιβεβαιώνουν πολλοί περιηγητές της εποχής, που έβλεπαν την ανταπόκριση του λαού στο κήρυγμα του καλόγερου. Το κήρυγμά του στην πραγματικότητα ήταν μία εξήγηση του συμβόλου της Πίστεως, του γνωστού Πιστεύω, κι αυτό σημαίνει ότι αναφερόταν στη Δημιουργία του κόσμου, των αγγέλων και του ανθρώπου, στην πτώση στην αμαρτία και τις συνέπειές της, αλλά και στην επανένταξη του ανθρώπου δια του ερχομού του Ιησού Χριστού στον Θεό, τη ζωή, τη διδασκαλία και τα θαύματα Εκείνου, το Πάθος και την Ανάστασή Του, αλλά και την Ανάληψή Του, την εις ουρανούς άνοδό Του, την Πεντηκοστή και τη δημουργία της Εκκλησίας, όπως και τη Δευτέρα Παρουσία Του. Μέσα στο πλαίσιο του φωτισμού αυτού των υπόδουλων, ήταν και η ίδρυση πολλών σχολείων, των απλών και των μεγαλυτέρων, έργο που έχει επαινεθεί πολλαπλώς και στη σημερινή εποχή, γι᾽ αυτό και φωτιστής του Γένους μεταξύ των άλλων χαρακτηρίστηκε. Το τέλος του υπήρξε, όπως είπαμε, μαρτυρικό, και η μνήμη του, από το 1961, οπότε και εντάχτηκε επισήμως στις δέλτους των αγίων, τιμάται στις 24 Αυγούστου».

 

Η περίπτωση του αγίου Κοσμά δεν είναι τυχαία. Καταρχάς, προβληματίζει από τη ζωή του η απόφασή του να εγκαταλείψει το μοναστήρι του στο Άγιον Όρος, για να κάνει περιοδείες. Είναι όμως συγκινητική η εξήγηση που δίνει για την απόφασή του αυτή: δεν βγήκε από το Όρος, γιατί βαρέθηκε τη ζωή εκεί, δεν έφυγε γιατί ήταν χαμηλό το επίπεδο του μοναχισμού της εποχής, αλλά γιατί υπήρξε ῾νύξη᾽ στην καρδιά του από τον λόγο του Θεού. Ας ακούσουμε τον ίδιο να μας το λέει: ῾Σιμά εις τα άλλα ηύρηκα και τούτον τον λόγον, οπού λέγει ο Χριστός μας, πως δεν πρέπει κανένας χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, να φροντίζη δια του λόγου του μόνον πώς να σωθεί, αλλά να φροντίζη και δια τους αδελφούς του. Και όποιος φροντίζει μόνον δια του λόγου του και δεν φροντίζει και δια τους αδελφούς του εκεινος θα κολαστή. Ακούοντας και εγώ, αδελφοί μου, ετούτον τον γλυκύτατον λόγον, οπού λέγει ο Χριστός μας, να φροντίζωμεν και δια τους αδελφούς μας, με έτρωγε εκείνος ο λόγος μέσα εις την καρδίαν μου τόσους χρόνους ωσαν το σκουλήκι, οπού τρώγει το ξύλον᾽.

 Δεν θεωρεί ο άγιος όμως ότι το δικό του παράδειγμα πρέπει να το ακολουθήσουν και άλλοι καλόγεροι. Κάποια στιγμή που επεσήμανε ότι ένας καλόγερος παρευρισκόταν στο κήρυγμά του, τον έλεγξε για την έξοδό του από το μοναστήρι του, λέγοντας ότι ο ίδιος βγήκε με απόφαση καταδίκης του για την ενέργειά του αυτή. Με άλλα λόγια, η ιεραποστολή που ανέλαβε, έβλεπε ότι ήταν έξω από τα δεδομένα της ζωής που είχε επιλέξει, και θεωρούσε τον εαυτό του ως ένα χαμένο, χάριν όμως των αδελφών του. ῾Μα θέλετε ειπεί: Και εσύ καλόγερος είσαι, διατί συναναστρέφεσαι εις τον κόσμον; Και εγώ, αδελφοί μου, κακά το κάμνω, μα, επειδή το γένος μας έπεσε εις αμάθειαν, είπα: Ας χάση ο Χριστός μας εμένα, ένα πρόβατον, και ας κερδίση τα άλλα. Ίσως η ευσπλαγχνία του Θεού και η ευχή σας σώση και εμένα᾽.

Κλημένος από τον Θεό απόστολος λοιπόν ο άγιος Κοσμάς. Με κύρια γνωρίσματα της ζωής του, από ό,τι φαίνεται 1) τον έντονο ζήλο του για τον ευαγγελισμό των ανθρώπων, 2) τη μέχρι θυσίας αγάπη του για τους συνανθρώπους του και 3) την τεράστια ταπείνωσή του, η οποία φανερωνόταν και από την έγνοια του να βρίσκεται εν υπακοή προς την ποιμαίνουσα Εκκλησία – δεν ήθελε να δρα, όπως αναφέραμε, αδέσποτα – αλλά και από τη στάση του έναντι των ανθρώπων με τους οποίους ερχόταν σε επαφή: έλεγε ότι δεν ήταν άξιος ούτε και τα πόδια τους να τους φιλήσει. Ο ζήλος του μάλιστα για τον ευαγγελισμό των συμπατριωτών του, και όχι μόνο, στηριζόταν στη βαθειά πίστη του στη δύναμη του λόγου του Θεού. Το είχε ζήσει ο ίδιος στον εαυτό του: ένας λόγος του Ευαγγελίου λειτούργησε μέσα του σαν ατομική βόμβα και του άλλαξε ολόκληρη τη ζωή. Πίστευε λοιπόν ότι, αν οι συμπατριώτες του ακούσουν κι αυτοί τον λόγο του Θεού, ανάλογα με τη δεκτικότητά τους, μπορούν πράγματι να αλλάξουν. Κάτι που έγινε σε μεγάλο βαθμό. Και στην πίστη του αυτή στηριζόταν και ο αγώνας του για την ίδρυση σχολείων. Δεν ήταν μόνον η πολιτιστική ώθηση που ήθελε να δώσει στους Έλληνες με τα σχολεία. Αυτό ίσως ερχόταν δεύτερο. Το πρώτο και κύριο, όπως και πάλι εκείνος το ομολογεί, ήταν ότι με τα σχολεία ανοίγουν τα μάτια των ανθρώπων, προκειμένου να μάθουν για την Αγία Τριάδα, για τον Χριστό ως Σωτήρα του κόσμου, για τους αγγέλους, τους δαίμονες ως εκπεσμένους αγγέλους, την Εκκλησία, τους αγίους. Με άλλα λόγια, τα γράμματα τα ήθελε και παθιαζόταν με αυτά ο άγιος, για να βοηθηθούν οι άνθρωποι στη σχέση τους με τον Χριστό. Άν δεν βρίσκονταν σ᾽ αυτήν την προοπτική, ῾έβλεπε᾽, ως διορατικός που ήταν, ότι αυτά θα στρέφονταν τελικώς κατά του ίδιου του ανθρώπου. Και το ανέφερε και σε μία προφητεία του: ῾το κακό θα έλθει από τους γραμματισμένους᾽, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό το ζήσαμε και το ζούμε και σήμερα.

Για τον άγιο Κοσμά μπορεί κανείς να μιλά με τις ώρες. Προκαλεί μεγάλη χαρά και συγκίνηση το γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες προβλήθηκε ιδιαιτέρως η φοβερά μεγάλη προσωπικότητά του, το έργο του, οι διδαχές του. Κι ας ευχηθούμε, ως μικρό αντίδωρο στη μνήμη του, να εγκύψουμε, έστω και λίγο, στις άγιες διδαχές του. Εκεί θα δούμε τη γνήσια και πάλλουσα από θέρμη και αγάπη Ελληνική ψυχή του, η οποία φώναζε και φωνάζει αδιάκοπα και καθοδηγητικά: Παιδιά μου, Χριστός και ψυχή σάς χρειάζονται. Χριστός και Ελλάδα μάς χρειάζονται.

23 Αυγούστου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΛΟΥΓΔΟΥΝΩΝ

 

«Ο άγιος Ειρηναίος έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα της Ρώμης Μάρκου Αντωνίνου, τον δεύτερο μ. Χ. αιώνα, και υπήρξε αρχαίος Πατέρας της Εκκλησίας, διάδοχος των μακαρίων Αποστόλων, ενώ χρημάτισε και επίσκοπος Λουγδούνων της Γαλλίας (της σημερινής Λυών). Άφησε στην Εκκλησία πολλά βιβλία, τα οποία εξηγούσαν, ερμήνευαν και υπεράσπιζαν τη χριστιανική πίστη, τα οποία χρησιμοποίησαν πολύ για παρόμοιο σκοπό και οι μεταγενέστεροι Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Ο άγιος ανέλαβε τα καθήκοντα του επισκόπου της εκκλησίας των Λουγδούνων, μετά τον Ποθεινό, ο οποίος και μαρτύρησε για την πίστη του Χριστού. Με τη διδασκαλία του ο Ειρηναίος και με τις παραινέσεις του, μετέστρεψε στην πίστη του Χριστού από την ειδωλολατρία πολλούς ανθρώπους,  πολλοί από τους οποίους έγιναν μάρτυρες του Χριστού, όπως και ο ίδιος τελικώς στεφανώθηκε με το στεφάνι του μαρτυρίου, με το ξίφος των διωκτών της πίστεως».

 

Η απόδοση της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που η Εκκλησία μας άγει σήμερα, αφενός τονίζει και πάλι τη σπουδαιότητα του προσώπου της Παναγίας μας, αφετέρου σχετίζει Αυτήν με τον μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, τον οποίο επίσης εορτάζουμε, τον άγιο ιερομάρτυρα Ειρηναίο Λουγδούνων ή Λυών. Και τούτο, διότι ο άγιος Ειρηναίος, συνεχιστής της θεολογίας του αγίου Ιγνατίου του θεοφόρου (ο άγιος Ιγνάτιος ανοίγει τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα, ο άγιος Ειρηναίος κλείνει τον αιώνα αυτόν), προβάλλει, μέσα στο πλαίσιο της θεολογίας αυτής, την Υπεραγία Θεοτόκο, ως αναπόσπαστο παράγοντα της σωτηρίας του ανθρώπου. Εννοούμε ότι η Παναγία μας, κατά τον άγιο, δεν έχει τη θέση του εξαίρετου μέλους στην Εκκλησία, από πλευράς μόνον παραδειγματικής – να Της μοιάσουμε απλώς λόγω της αγιότητάς Της – αλλά και από πλευράς σωτηριώδους. Η υπακοή Της στον λόγο του Θεού, προκειμένου να έλθει στον κόσμο ως άνθρωπος ο Υιός του Θεού, αντιπαραβάλλεται με την ανυπακοή της πρώτης Εύας, που σημαίνει ότι όπως με εκείνη ο άνθρωπος ξέπεσε από τη σχέση του με τον Θεό, έτσι και με την Παναγία, ως δεύτερη Εύα, ο άνθρωπος βοηθήθηκε στην επανένταξή του σ’  Εκείνον. Ειρηναίος και Παναγία λοιπόν σχετίζονται ουσιαστικά και όχι μόνον γιατί συμπίπτει η απόδοση της Κοιμήσεώς Της με την εορτή του αγίου.

Ο άγιος Ειρηναίος όμως είναι από εκείνους τους αποστολικούς Πατέρες που η επικαιρότητά τους σήμερα είναι εκπληκτική. Για δύο λόγους.  Πρώτον, διότι τόνισε σε βαθμό απόλυτο αυτό που αληθινά έφερε ο Χριστός και κήρυξαν οι απόστολοι, δηλαδή ότι ο άνθρωπος σώζεται μόνον εν Χριστώ, κάτι που πήγε στην εποχή του να αλλοιωθεί με την κυριαρχία της αίρεσης του γνωστικισμού (ο οποίος κήρυσσε άλλον Θεό του καλού και άλλον του κακού και Δημιουργού, άρα δαιμονοποιούσε τον κόσμο και την ύλη, συνεπώς και το σώμα του ανθρώπου, και αρνιόταν και την Παλαιά Διαθήκη, ως το πρώτο θεόπνευστο μέρος της Αγίας Γραφής), αλλά και με τη συνέχειά του και σήμερα, μέσω υπολειμμάτων του – είναι γνωστό ότι όλα εκείνα τα συστήματα της εποχής μας, θεοσοφικά, φιλοσοφικά, μυστικιστικά, που μιλούν για γνώση και εύρεση του εαυτού με μύηση και στοχασμό και άσκηση, συνδέονται με αυτήν την ανατολική αίρεση των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που κατεδίκασε η Εκκλησία μας. Δεύτερον, διότι εξίσου τόνισε ότι αυτή η εν Χριστώ σωτηρία δεν μπορεί να υπάρξει πουθενά αλλού, πέρα από την Εκκλησία. Ο άγιος Ειρηναίος  ήταν εκείνος που περίτρανα έδειξε ότι έξω από την Εκκλησία που συνιστά το ζωντανό σώμα του Χριστού, δεν μπορεί κανείς να έχει μετοχή στον Χριστό, άρα δεν μπορεί και να σωθεί. Και καταλαβαίνουμε το πόσο επίκαιρη είναι η διδασκαλία του, διδασκαλία όλης της Εκκλησίας, όταν και πάλι ακούγονται φωνές, δυστυχώς και από «χριστιανούς», που πιστεύουν ότι μπορούν να «κρατούν» τον Χριστό, διαγράφοντας όμως την Εκκλησία. Απαρχής λοιπόν η Εκκλησία, δια στόματος πρώτον των αποστόλων, κι έπειτα των Πατέρων, σαν τον άγιο Ειρηναίο, έχει δώσει την απάντηση: Χριστός και Εκκλησία πάνε μαζί, όπως μαζί θεωρούνται η κεφαλή με το σώμα. Τυχόν διάσπασή τους σημαίνει εκτρωματική και «τερατική» κατάσταση.

Ο άγιος Ειρηναίος ήταν εκείνος που τονίζοντας τα παραπάνω δεν ιδεολογοποίησε την Εκκλησία. Δεν μίλησε γι’  αυτήν ως κάτι θεωρητικό, άρα και η σχέση του χριστιανού με τον Χριστό δεν μπορεί να είναι θεωρητική. Ο άγιος, στοιχώντας στην Παράδοση, όπως είπαμε, των αποστόλων, ζώντας και αναπνέοντας ιδιαιτέρως τη ζωή και το ήθος του αγίου Ιγνατίου και του αγίου Πολυκάρπου, μίλησε για την πραγματική και ουσιαστική εν χάριτι μετοχή του ανθρώπου στον Χριστό. Ο άνθρωπος με άλλα λόγια έχει τον Χριστό, όταν μετέχει στη ζωή Του. Όπως η θέα του φωτός είναι μετοχή στο φως, έτσι και η πίστη στον Χριστό είναι μετοχή σ’  Εκείνον. Ο άγιος Ειρηναίος μάς ανοίγει τα μάτια σήμερα για τα καλά: ο Χριστός είναι ο Σωτήρας μας, τον Χριστό Τον ζούμε στην Εκκλησία, με τον Χριστό ενωνόμαστε πραγματικά και αληθινά.

22 Αυγούστου 2022

ΘΕΛΕΙ ΔΟΥΛΕΙΑ ΠΟΛΛΗ!

 


«Δε γίνεται κανείς χριστιανός με την τεμπελιά, χρειάζεται δουλειά, πολλή δουλειά. Το παν είναι να αγαπήσει ο άνθρωπος το Χριστό και όλα τα προβλήματα τακτοποιούνται» (Όσιος Πορφύριος καυσοκαλυβίτης)

 

Η τεμπελιά θεωρείται από τους αγίους Πατέρες μας καρπός του πρώτου τέκνου του εγωισμού (ουσίας της αμαρτίας), της φιληδονίας. Ο εγωισμός ή αλλιώς φιλαυτία έχει τρία κεντρικά παρακλάδια, τα οποία με τη σειρά τους γεννούν όλες τις αμαρτίες του κόσμου: τη φιληδονία, τη φιλοδοξία, τη φιλαργυρία. Οπότε η τεμπελιά, η οποία τόσο επιπόλαια και ανεπίγνωστα «υμνείται» από πολλούς στην εποχή μας, πρέπει να αντιμετωπιστεί ακριβώς ως πνευματικό πρόβλημα, ως ροπή που αν αφεθεί θα οδηγήσει σε κάθε είδους εκτροπή. Δεν είναι τυχαίο ότι απαρχής της ανθρωπότητας η εργασία χαρακτηριζόταν ως σπουδαιότατη αρετή, χαρακτηρισμός που  θεμελιώνεται στη φυσιολογία του ανθρώπου, του δημιουργημένου κατ’  εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού. Ο Θεός μας, κατά τα αποκαλυπτικά λόγια του Κυρίου Ιησού Χριστού, είναι ένας εργατικός Θεός – «ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται καγώ εργάζομαι» είπε, κι όχι μόνο με τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου αλλά αενάως με την προνοητική ενέργειά Του γι’ αυτά που τα κατευθύνει στον τελικό τους προορισμό, την «εις Αυτόν» ολοκληρωτική ένταξή τους.

Από την άποψη αυτή φυσιολογικό για τον άνθρωπο είναι να εργάζεται, να βρίσκεται αδιάκοπα σε κίνηση και πορεία, προς την κατεύθυνση βεβαίως που έθεσε ο Ίδιος ο Δημιουργός σε αυτόν: την ομοίωση προς Εκείνον. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από τη στιγμή που τίθεται ο άνθρωπος στον κήπο της Εδέμ από τον Πατέρα του, παίρνει την εντολή: «εργάζεσθαι και φυλάσσειν αυτόν», να διαφυλάσσει την αδελφή του φύση που είναι του Θεού και να εργάζεται πάνω σ’ αυτήν κυρίως πάνω στον εαυτό του, αυτή θα πρέπει να είναι η προτεραιότητά του. «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού» βεβαίωσε ο Κύριος, κάτι που ακόμη πιο καθαρά το είπε στους μαθητές Του και στους Ιουδαίους της εποχής Του: «εργάζεσθε μη την βρώσιν την απολλυμένην αλλά την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον», να εργάζεσθε όχι για το φαγητό πρώτιστα το υλικό και φθαρτό, αλλά για για το φαγητό που έχει αιώνιο χαρακτήρα». Και διευκρίνισε ποια είναι αυτή η εργασία: «Αυτό είναι το έργο του Θεού, να πιστέψετε σ’ Αυτόν που έστειλε Εκείνος», δηλαδή στον Ίδιο, ακολουθώντας τις άγιες εντολές Του.

Πρώτη εργασία για τον άνθρωπο είναι να κινητοποιεί με τη χάρη του Θεού τον εαυτό του ώστε να βρίσκεται εκεί που τον παραπέμπει το θέλημα του Θεού, που θα πει στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο και βεβαίως και την αδελφή του φύση. Το αποτέλεσμα είναι δεδομένο, γιατί το υποσχέθηκε ο Δημιουργός: ο άνθρωπος να είναι κι αυτός ένας μικρός Θεός που θα χαίρεται την παρουσία του Δημιουργού του και θα ζει τον παράδεισό του. Στην κατάσταση αυτή προβλήματα δεν υπάρχουν ή κι αν υπάρχουν θεωρούνται κάτω από εντελώς διαφορετική προοπτική: ως μέσον προαγωγής προς τη θέωσή του. Ο άγιος Πορφύριος επιβεβαιώνει με τα λόγια του την αλήθεια αυτή, την οποία βεβαίως γνώριζε γιατί τη ζούσε.  

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΑΓΑΘΟΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

 


«Ο μάρτυς του Χριστού Αγαθόνικος έζησε κατά τους χρόνους του Μαξιμιανού. Συνελήφθη από κάποιον κόμη, που ονομαζόταν Ευτόλμιος. Αυτός απεστάλη από τη Νικομήδεια στην Ποντιακή χώρα από τον βασιλιά, για να εξολοθρεύσει τους χριστιανούς. Στην πορεία του με πλοίο, κατέλαβε το Εμπόριον, που λεγόταν και Κάρπη. Εκεί βρήκε τον άγιο Ζωτικό μαζί με τους μαθητές του να ομολογούν τον Χριστό, γι’  αυτό και τους κατεδίκασε σε σταυρικό θάνατο. Έπειτα αφού επέστρεψε στη Νικομήδεια και έμαθε ότι ο καλούμενος Πρίγκιψ πίστεψε στον Χριστό από κάποιον Αγαθόνικο, που απομάκρυνε τους Έλληνες από τα είδωλα και τους οδηγούσε στη χριστιανική πίστη, έστειλε και συνέλαβε και τους δύο. Και τον μεν άγιο Αγαθόνικο τον κτυπά με σφοδρότητα, τον δε Πρίγκιπα μαζί με άλλους δέσμιους χριστιανούς, μαζί και με τον Αγαθόνικο, τους οδηγεί στη Θράκη, όπου βρισκόταν ο βασιλιάς, με σκοπό να κάνει ο βασιλιάς την εξέτασή τους. Καθώς ήλθε και σ’  ένα χωριό, που ονομαζόταν Ποταμός, σκότωσε τον άγιο Ζήνωνα και τον Θεοπρέπιο και τον Ακίνδυνο, οι οποίοι λόγω των προηγηθέντων βασανιστηρίων, αδυνατούσαν να βαδίζουν. Όταν έφτασε κοντά στη Χαλκηδόνα, σκοτώνει τον άγιο Σεβηριανό, που κήρυττε τον Χριστό με παρρησία. Στο Βυζάντιο, παρουσιάζουν ενώπιόν του τον άγιο Αγαθόνικο, μαζί με τους υπόλοιπους συναιχμαλώτους και τον Πρίγκιπα, και αφού τους έβγαλαν έξω από την πόλη, τους κτυπάνε με σφοδρότητα, ενώ στη συνέχεια τους οδήγησαν στη Σηλυμβρία, σ’  ένα τόπο που λεγόταν Άμμους, όπου ζούσε ο Μαξιμιανός, κι εκεί έκοψαν την κεφαλή του αγίου Αγαθονίκου και του Πρίγκιπα και των άλλων χριστιανών, όσους ο κόμης έφερε από τη Νικομήδεια, και έτσι κατακοσμήθηκαν όλοι με το στεφάνι του μαρτυρίου».

 

Ιδιαίτερη θλίψη καταλαμβάνει την ψυχή καθενός ανθρώπου, που δεν έχει χάσει εντελώς την ανθρωπιά του, όταν διαβάζει τα συναξάρια των πρώτων, και όχι μόνο, χριστιανικών αιώνων, σαν το σημερινό, και βλέπει την ευκολία με την οποία οι διώκτες των χριστιανών εξολόθρευαν, και μάλιστα με σκληρά βασανιστήρια,  τους χριστιανούς. Η ανθρώπινη ζωή για τους διώκτες δεν είχε προφανώς καμία αξία, θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι χαίρονταν αυτό το οποίο έκαναν. Και ναι μεν για τους χριστιανούς μάρτυρες το μαρτύριο ήταν η δόξα τους, διότι μετείχαν έτσι στο μαρτύριο του Πρώτου μάρτυρα Κυρίου Ιησού Χριστού, συνεπώς έμπαιναν θριαμβευτικά στη Βασιλεία του Θεού, δεν παύει όμως η ψυχή μας να πονά και να κλαίει για την κατάντια των διωκτών και βασανιστών των μαρτύρων, διότι με τις ενέργειές τους αυτές απεκάλυπταν το έρεβος της ψυχής τους, το μίσος που τους διακατείχε, την επήρεια του Πονηρού πάνω σ’  αυτούς.

Το τραγικό βεβαίως είναι ότι παρόμοιες ενέργειες μίσους κατά των ανθρώπων επισημαίνουμε σε όλη τη διαδρομή της ανθρώπινης ιστορίας, ακόμη δε και στην «πολιτισμένη» και «προηγμένη» εποχή μας. Θέλουμε να πούμε ότι δεν είναι μόνον οι χριστιανοί, οι οποίοι δέχτηκαν τη μήνη των διωκτών τους, λόγω της πίστεώς τους στον Χριστό. Πλήθος ανθρώπων, που είχαν μία άλφα φιλοσοφία ή θρησκεία, ή και μία πολιτική ιδεολογία, διαφορετική από άλλους, υπέστησαν τα πάνδεινα από αυτούς, διότι ακριβώς ήθελαν να μείνουν σταθεροί στα δικά τους πιστεύω. Και η θλίψη είναι η ίδια και γι’  αυτούς, γιατί, είπαμε, βλέπει κανείς την κατάντια των ανθρώπων, που όταν χάσουν τη ζωντανή σχέση τους με τον Θεό, χάνουν και την όποια ανθρωπιά τους: δεν υφίσταται πια κανένα ίχνος αγάπης, συνεπώς ο καθένας γίνεται για τον άλλο ένας «λύκος».

«Χωρίς Θεό, όλα επιτρέπονται» είχε επισημάνει πολύ εύστοχα ο μεγάλος Ρώσος λογοτέχνης Ντοστογιέφσκι, και πράγματι:  Τι είναι εκείνο που μπορεί να συγκρατήσει κάποιον χωρίς Θεό, έστω και «καλό» άνθρωπο, από το να βλάψει τον συνάνθρωπό του, δοθείσης της ευκαιρίας, όταν έχει υποστεί ένα κακό από εκείνον; Και μπορεί ίσως να μην προβεί σε κάποια εχθρική ενέργεια εναντίον του, μπορεί όμως να σκεφτεί εχθρικά μέσα στη σκέψη και την καρδιά του γι’  αυτόν. Η εχθρότητα της ψυχής προς κάποιον άλλον δεν συνιστά κι αυτή κακή «ενέργεια», απλώς άλλου τύπου; Το ζητούμενο λοιπόν είναι πώς θα μπορέσει ο άνθρωπος να βρίσκεται πάντοτε εν αγάπη, έστω και απέναντι στον εχθρό του, κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη χάρη του Θεού, ιδίως με τη δύναμη που παρέχει η προσευχή στον Θεό και τα μυστήρια της Εκκλησίας. Εν Χριστώ, με άλλα λόγια, ο άνθρωπος φτάνει στο υπέρ φύσιν και χαρισματικό σημείο αγάπης και προς τον εχθρό.

Ο άγιος Αγαθόνικος σήμερα μας προκαλεί σ’  αυτήν την διπλή επισήμανση: πρώτον, ο άνθρωπος ο χωρίς Θεό γίνεται χειρότερος και από τα πιο αιμοβόρα θηρία, που σημαίνει ότι μπροστά στην παρουσία ιδίως αγίων ανθρώπων ο άνθρωπος αυτός κυριολεκτικά δαιμονίζεται: προκαλείται να φανερώσει το τι κατοχή δαιμονίων έχει υπάρξει μέσα του και πόσο επικίνδυνος επομένως είναι για τον κόσμο. Δεύτερον, το πιο σημαντικό: ο άνθρωπος του Θεού, με τη δύναμη του Χριστού, ζει τον σταυρό Εκείνου και πεθαίνει με ακακία, χωρίς να φωνάζει, χωρίς να ερίζει, προσευχόμενος υπέρ των διωκτών και των εχθρών του. Ποιο μεγαλύτερο μεγαλείο ανθρώπου μπορεί να υπάρξει από αυτό; Νομίζουμε ότι σπουδαιότερη «απόδειξη» της αλήθειας της χριστιανικής πίστεως από αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει: η ίδια η ζωή επιβεβαιώνει την παρουσία  της ενέργειας του Θεού ως αγάπης στον άνθρωπο. Την αγάπη αυτή ως συμμετοχή στο Πάθος του Χριστού, συνεπώς ως αγάπη και προς τους εχθρούς,  βλέπουμε ότι ζούσε και ο άγιος Αγαθόνικος. Όπως το επισημαίνει μεταξύ άλλων και ο υμνογράφος του: «Ιχνηλατών το πάθος του Χριστού, του βλύσαντος πάσι την απάθειαν πιστοίς, υπέμεινας ονειδισμούς και θλίψεις, Μάρτυς, και θάνατον άδικον, ξίφει την σήν κεφαλήν, αποτμηθείς εν χαρά». Ακολουθώντας τα ίχνη του πάθους του Χριστού, από τον Οποίο ανέβλυσε για όλους τους πιστούς η απάθεια, υπέμεινες και σύ, Μάρτυς, με χαρά ονειδισμούς και θλίψεις και άδικο θάνατο, καθώς σου κόψανε με ξίφος το κεφάλι. Ταις αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς.