25 Φεβρουαρίου 2023

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΑΡΑΣΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

 

«Ο άγιος Ταράσιος δογμάτισε την προσκύνηση των σεπτών και αγίων εικόνων και δι’ αυτού η βασιλική αρχή και ρωμαϊκή εξουσία επανήλθε προς τις σεπτές παραδόσεις των αγίων Αποστόλων και των Οικουμενικών Συνόδων και η αγία Εκκλησία ενώθηκε με τα υπόλοιπα Πατριαρχεία. Έζησε ο Ταράσιος ευσεβώς και έγινε αξιοσέβαστος στους βασιλείς, ενώ ίδρυσε και ιερό μοναστήρι πέραν του στενού, όπου συνάθροισε πλήθη μοναστών. Υπήρξε πολύ ελεήμων στους πτωχούς, διακυβέρνησε καλώς την Εκκλησία επί είκοσι δύο έτη και δύο μήνες και τελειώθηκε εν ειρήνη, οπότε και κατατέθηκε το σκήνωμά του στο μοναστήρι που κτίστηκε από τον ίδιο. Ήταν σωματικά κατά πάντα όμοιος με τον Θεολόγο Γρηγόριο, εκτός από την ηλικία και την ουλή κάτω από τον οφθαλμό. Διότι δεν ήταν εντελώς μεγάλος στα χρόνια. Η σύναξή του τελείται στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Τρία είναι τα επίπεδα που προβάλλει η υμνολογία της εορτής του αγίου Ταρασίου: πρώτον∙ η πνευματική ασκητική του διαγωγή, διά της οποίας υπερέβη τα πάθη της σαρκός και έζησε θεωρητικό αγγελικό βίο («όλο το γεώδες των παθών της σαρκός το απέβαλες με τους κόπους της εγκρατείας, Ταράσιε, και έζησες επί γης βίο ισάγγελο» (ωδή η΄), δεύτερον∙ η ορθόδοξη διαποίμανση του ποιμνίου του, με το κήρυγμα των ορθοδόξων δογμάτων, κυρίως της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, και την καταπολέμηση των αιρέσεων («Στερέωσες, Ταράσιε, την ταραγμένη διάνοια των πιστών,  στη άσειστη πέτρα της ορθοδοξίας, και τράνταξες τα θεμέλια της πλάνης και κατέβαλες τις βάσεις των αιρέσεων» (ωδή α΄)∙ «τη βασιλεύουσα διαποίμανες ορθόδοξα, διώχνοντας μακριά τα θηρία των αιρέσεων, θεόπνευστε, και διατρανώνοντας την προσκύνηση των σεπτών εικόνων» (κάθισμα όρθρου),  τρίτον∙ η τεράστια φιλανθρωπική του δράση υπέρ των πτωχών και αναγκεμένων συνανθρώπων του, καρπός της γεμάτης έλεος και αγάπη καρδιάς του («έχοντας την προαίρεσή σου σαν ανεξάντλητο ποτάμι ελέους, ανέβλυσες τους αέναους κρουνούς της ευεργεσίας στους αναγκεμένους» (ωδή ε΄), που συνεχιζόταν και με τα διάφορα θαύματά του («σαν μέγας ήλιος φωταγωγείς πάντοτε το πλήρωμα της οικουμένης με τις λάμψεις των δογμάτων σου και των θαυμάτων σου» (κοντάκιον). 

Ο σεμνός υμνογράφος του αγίου Ταρασίου Γεώργιος μάλιστα, γνωστός υμνογράφος της Εκκλησίας μας, θέλοντας να προβάλει ζωντανά και παραστατικά το μέγεθος της αγιότητάς  του στους πιστούς, τον παρουσιάζει ως ζωντανή εικόνα και στήλη  που στέκει ενώπιόν μας καλώντας μας να τον ακολουθήσουμε σε ό,τι αυτός πάλεψε να έχει στη ζωή του: την πίστη και τις αρετές. «Στέκεσαι μπροστά μας, σαν γεμάτη πνοή εικόνα και ζωντανή στήλη των αρετών και της πίστεως, Ταράσιε, φωνάζοντας αδιάκοπα με τα έργα και τα λόγια σου, σοφέ, και προτρέπεις όλους τους πιστούς να μιμηθούν εσένα» (ωδή θ΄). Ο υμνογράφος με τον τρόπο αυτό διακηρύσσει την παρρησία στον Θεό του αγίου Ταρασίου. Διότι μόνον ένας που έχει γίνει χριστομίμητος, σαν τον απόστολο Παύλο, μπορεί να έχει το θάρρος να καλεί και τους άλλους να τον ακολουθήσουν στον τρόπο της ζωής του. Όπως δηλαδή ο απόστολος έλεγε «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού», κατά τον ίδιο τρόπο και ο άγιος Ταράσιος: προέτρεπε τους πιστούς να τον μιμηθούν. Σε αποστολικά ύψη λοιπόν η ζωή του, όπως μας τον παρουσιάζει η Εκκλησία μας.

Κι είναι εκπληκτικό από τη ζωή του, όπως το διαπιστώνουμε και στους μεγάλους Ιεράρχες και Πατέρες της Εκκλησίας μας, το γεγονός ότι παρ’ όλες τις απασχολήσεις του ως αρχιεπίσκοπος έβρισκε χρόνο για τις εμβριθείς μελέτες του στην Αγία Γραφή – τι ωραία μας δίνει τη διάσταση αυτή ο ύμνος της ακολουθίας του (ωδή γ΄): «Εισέδυσες στον βυθό της θεόπνευστης Γραφής, Ταράσιε σοφέ, κι από εκεί ανείλκυσες τον πολύτιμο μαργαρίτη» – όπως και το ότι δεν σκλήρυνε την καρδιά του η θεσμική διοικητική του θέση. Η καρδιά του κρατήθηκε ανέπαφη, γεμάτη σπλάχνα οικτιρμών προς όλους τους ανθρώπους, κατεξοχήν μάλιστα προς τους πτωχούς και τους ενδεείς. Το σημειώσαμε και παραπάνω: η καρδιά και η προαίρεσή του ήταν «ανεξάντλητο ποτάμι ελέους και αγάπης». Πόσο πρέπει να τον έχουμε παράδειγμα τον άγιο όλοι οι πιστοί, και μάλιστα εκείνοι που κατέχουν  μεγάλα αξιώματα, είτε στην Εκκλησία είτε στην πολιτεία. Διότι αν τα αξιώματα δεν κάνουν πιο σάρκινη την καρδιά μας και δεν θεωρούνται αναβαθμός για μείζονα αγάπη, ασφαλώς δεν έχουν κανένα νόημα. Κι ίσως θεωρηθούν και η καταδίκη μας.

ΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΕΝ ΑΣΚΗΣΕΙ ΔΙΑΛΑΜΨΑΝΤΕΣ ΟΣΙΟΙ

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν ἐπιτελοῦμεν πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν» (Την ίδια ημέρα, μνημονεύουμε όλους αυτούς που έλαμψαν στην άσκηση, άγιους άνδρες και γυναίκες).

«Ήρεμα και σιγά-σιγά με τις προηγούμενες εορτές, οι θεοφόροι Πατέρες αφού μας παιδαγώγησαν και μας προπαρασκεύασαν να είμαστε έτοιμοι για το πνευματικό στάδιο, κι αφού μας απομάκρυναν από την τρυφή και τον κόρο και μας έβαλαν στον δρόμο του φόβου της μελλούσης κρίσεως, όπως και με την εβδομάδα της Τυροφάγου μάς προκάθαραν καθώς πρέπει, μάς έβαλαν συνετά ανάμεσά τους και τις δύο νηστείες, ώστε λίγο λίγο να μας προτρέψουν σ’ αυτήν. Και να τώρα προσθέτουν στο μέσον κι όλους εκείνους που έζησαν όσια με πολλούς κόπους και καμάτους, άνδρες και γυναίκες, προκειμένου με τη μνήμη τους και τα παλαίσματά τους να μας κάνουν δυνατώτερους για το στάδιο της Σαρακοστής, έχοντας τους βίους εκείνων ως κάποιο υπογραμμό και οδηγό.  Οπότε με τη συμμαχία και την αρρωγή των οσίων αυτών να αποδυθούμε προς τους πνευματικούς αγώνες, αναλογιζόμενοι ότι και αυτοί είχαν τήν ίδια με εμάς ανθρώπινη φύση.

 Όπως ακριβώς δηλαδή  οι στρατηγοί, αφού έχουν παραταχθεί τα στρατεύματα και ήδη στέκονται κατά μέτωπο, προτρέπουν τον στρατό τους με λόγια και παραδείγματα και μνημόνευση ανδρών της ιστορίας που στάθηκαν άριστα στον πόλεμο και παρουσίασαν ανδρείο φρόνημα, το ίδιο και ο δικός τους στρατός να κινηθεί στον αγώνα ολόψυχα,  ενδυναμούμενος με την ελπίδα της νίκης∙ έτσι και τώρα, οι θεοφόροι Πατέρες κινούνται με την ίδια σοφία: εγκαρδιώνουν για τους πνευματικούς αγώνες τους άνδρες και τις γυναίκες, με τα παραδείγματα όσων βίωσαν όσια, και τους καθοδηγούν παρόμοια κι αυτοί να μπουν στο στάδιο της νηστείας. Ώστε κι εμείς, θεωρώντας τους ως αρχέτυπο και βλέποντας τον βίο εκείνων όχι κακό αλλά καλό, να εργαζόμαστε τις αρετές, όσο μπορεί ο καθένας: πρώτη από όλες την αγάπη και τη σώφρονα αποχή των άσεμνων έργων και πράξεων, και την ίδια τη νηστεία, όχι βεβαίως μόνον από τα φαγητά, αλλά και τη νηστεία της γλώσσας και του θυμού και των οφθαλμών, και μ’ έναν λόγο την αργία και την αποξένωση από κάθε κακό.

Γι’ αυτόν τον λόγο λοιπόν οι άγιοι Πατέρες κατέταξαν σήμερα την παρούσα μνήμη όλων των αγίων, προβάλλοντας αυτούς που ευαρέστησαν τον Θεό με τη νηστεία και τα άλλα καλά και χρηστά έργα. Μας παρωθούν δηλαδή με την εικόνα αυτών προς το στάδιο των αρετών, ώστε να οπλιζόμαστε γενναία κατά των παθών και των δαιμόνων, και κατά κάποιο τρόπο μας λένε ότι αν κι εμείς δείξουμε τον ίδιο μ’ αυτούς ζήλο, τίποτε δεν θα μας εμποδίσει να κάνουμε όσα έκαναν κι εκείνοι και να αξιωθούμε τα ίδια βραβεία μ’ εκείνους. Διότι κι αυτοί είχαν την ίδια μ’ εμάς ανθρώπινη φύση.

Και για την εβδομάδα της Τυροφάγου, ισχυρίζονται κάποιοι ότι ο βασιλιάς Ηράκλειος την επέβαλε, ενώ ήταν προηγουμένως εβδομάδα κρεοφαγίας. Όταν δηλαδή είχε εκστρατεύσει κατά του βασιλιά Χοσρόη και των Περσών για έξι έτη, προσευχήθηκε στον Θεό ότι αν τους νικήσει, θα την καθιερώσει και θα την βάλει στο διάστημα μεταξύ της νηστείας και της καταλύσιμης περιόδου, πράγμα που έκανε. Όμως εγώ νομίζω, έστω κι αν συνέβη τούτο, ότι οι άγιοι Πατέρες επινόησαν την καθιέρωση αυτή, ως ένα είδος προκαθάρσιμης περιόδου, ώστε να μην δυσχεραινόμαστε με την απότομη αλλαγή από την κρεοφαγία και την κατάλυση σε όλα στην άκρα ασιτία, κι έτσι να βλαπτόμαστε και σωματικά. Αλλά σταδιακά και σιγά-σιγά αφού απομακρυνθούμε από τα λιπαρά και τα ευχάριστα στη γεύση, να υποδεχτούμε το χαλινάρι της νηστείας με τον περιορισμό του φαγητού, όπως συμβαίνει και στα άγρια άλογα. Με άλλα λόγια ό,τι έκαναν οι Πατέρες και για τα θέματα της ψυχής χρησιμοποιώντας τις παραβολές, το ίδιο σκέφτηκαν να κάνουν και για το σώμα: τα εμπόδια που υπάρχουν στη νηστεία τά έκοψαν λίγο λίγο».

Η Εκκλησία μας με τη σημερινή εορτή που θυμάται όλους τους αγίους ασκητές, άνδρες και γυναίκες, αλλά τελικώς και όλους τους αγίους, θέλει να τονίσει αυτό που συνιστά βαθειά πεποίθησή της, ότι δηλαδή όλοι οι άγιοι στο βάθος και κατ’ ουσίαν είναι μάρτυρες. Αν όχι του αίματος, όπως συμβαίνει με πάμπολλους εξ αυτών, αλλά της συνειδήσεως. Τι έκαναν όλοι οι άγιοι παρά αγωνίστηκαν να ζήσουν ενάντια στην πεσμένη στην αμαρτία ανθρώπινη φύση τους, επιλέγοντας το αγκυροβόλημα της καρδιάς και της ψυχής τους στο θέλημα του Χριστού και Θεού; Κι αυτή η επιλογή αποτελεί διαχρονικά πράγματι ένα μαρτύριο. Διότι άλλα επιθυμεί ο άνθρωπος της αμαρτίας και άλλα ο άνθρωπος του Θεού. «Ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ Πνεύματος, καί τό Πνεῦμα κατά τῆς σαρκός». «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Συνεπώς, άγιος είναι ο πιστός που ενώ φέρεται από τον νόμο της αμαρτίας κατά του Θεού, εκείνος διά της βίας και χάριτι βεβαίως Θεού στρέφεται προς Εκείνον, ζώντας στη συνείδησή του ένα μαρτύριο. «Βία φύσεως διηνεκής», λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ζωγραφίζοντας τον όσιο και τον κάθε άγιο. Πρόκειται για ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε, ότι «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν» - ο πιστός, ο άγιος βρίσκεται αδιάκοπα σ’ έναν αδυσώπητο πνευματικό πόλεμο, σε μία ένταση εσωτερική, για να βρίσκεται εκεί που είναι ο Κύριός Του, δηλαδή οι άγιες εντολές Του.

Η παραπάνω αλήθεια, η «χαρτογράφηση» της εσωτερικής πορείας του οσίου, του κάθε αγίου, άνδρα και γυναίκας, αποτελεί το καίριο σημείο στο οποίο επικεντρώνει την προσοχή μας συχνά ο άγιος υμνογράφος. Μιλάει για τους οσίους, αλλά δεν μένει σε μία επιφανειακή και εξωτερική περιγραφή των αγώνων τους. Τον ενδιαφέρει το «βάθος» τους, γιατί αυτό θέλει να προβάλει, ώστε να λειτουργήσει και ως αρχέτυπο και πρότυπο για όλους τους πιστούς. Το δοξαστικό μάλιστα του εσπερινού με σαφήνεια δείχνει την κατά Χριστόν πολιτεία των οσίων και αγίων. «Αφού τηρήσατε υγιές και αλώβητο από την αμαρτία το κατ’ εικόνα κι αφού καταστήσατε τον νου σας ηγεμόνα απέναντι στα ολέθρια πάθη με τους ασκητικούς σας αγώνες, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο ανεβήκατε στο καθ’ ομοίωσιν. Διότι με ανδρεία ψυχής ασκήσατε βία στην (αμαρτωλή) φύση (που ρέπει επί τα πονηρά) και σπεύσατε να υποτάξετε το χειρότερο στο καλύτερο και να υποδουλώσετε το σαρκικό φρόνημα στο Πνεύμα».

Η πορεία αυτή δεν συνιστά την «ὁδόν Κυρίου», όπως την απεκάλυψε ο Κύριος; Με τα αποτελέσματα που επίσης ο Ίδιος υποσχέθηκε: την ενχρίστωση του ανθρώπου, την ταύτισή του με Εκείνον, την ένταξή του στον Νυμφώνα Του που θα πει την ένταξη του πιστού στη Βασιλεία του Θεού, ήδη από τη ζωή αυτή. Ένα απόστιχο του εσπερινού επίσης με ενάργεια φοβερή μάς προσφέρει την υπέρ φύσιν χριστιανική ζωή. «Ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας, αδελφοί, από κάθε μολυσμό της σάρκας και του πνεύματος. Ας κάνουμε να λάμψουν οι λαμπάδες των ψυχών μας, με τη φιλοπτωχεία μας, χωρίς να καταβροχθίζουμε ο ένας τον άλλον με τη συκοφαντία. Κι αυτό γιατί έφτασε ο καιρός, όταν ο Νυμφίος θα έλθει, για να αποδώσει σε όλους σύμφωνα με τα έργα τους. Ας μπούμε λοιπόν μαζί με τον Χριστό και με τις φρόνιμες παρθένες στον Νυμφώνα Του, φωνάζοντας δυνατά εκείνη τη φωνή του Ληστή προς Αυτόν: Θυμήσου μας, Κύριε, όταν έλθεις στη Βασιλεία Σου».

Είναι ευνόητο έτσι ότι οι όσιοι, αυτοί που με πόθο ακολουθούν τον Χριστό συσταυρωμένοι μαζί Του, είναι αυτοί που αφενός ζουν πια όλα όσα ο Κύριος είπε ότι θα αποτελούν κληρονομιά των πιστών Του – αυτά που περιέγραψε ο απόστολος Παύλος με τα λόγια «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν» - αφετέρου όμως έχουν και την παρρησία να πρεσβεύουν υπέρ ημών για όλους τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε αλλά και για την ενίσχυσή μας στον καθημερινό πνευματικό αγώνα μας και εν όψει της Νηστείας της Σαρακοστής. Όπως το καταγράφει μάλιστα ο υμνογράφος μεταξύ άλλων: οι άγιοι Ιεράρχες και Ασκητές και Ιερομάρτυρες και όσιες Γυναίκες «καταφρόνησαν τα φθαρτά και τα πρόσκαιρα πράγματι, και ως αράχνη και ως σκουπίδια τα θεώρησαν, προκειμένου να κερδίσουν τον Χριστό και τα Βασίλεια αυτού, όπως και τα θεία εκείνα που οφθαλμός ανθρώπου δεν είδε κι αυτί δεν άκουσε ποτέ» (αίνοι). Και:  «Άγιοι και ένδοξοι Πατέρες που σας μνημονεύσαμε, αλλά και οι άγνωστοι σε μας, σώστε μας από τους κινδύνους, εμάς που επιτελούμε το μνημόσυνό σας με πόθο» (ωδή στ΄).

24 Φεβρουαρίου 2023

ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Ὁ τῆς νηστείας θεῖος καιρός, πάθη ἐκκαθαίρων ψυχικά, καί ψυχικούς πλύνων μώλωπας, ἦλθε, νῦν ἐπέστη˙ πιστοί, συνδράμωμεν, καί τοῦτον φιλοφρόνως ὑποδεξώμεθα» (ωδή ε΄ Τριωδίου).

(Ο θείος καιρός της νηστείας, που καθαρίζει τα ψυχικά πάθη και πλένει τους ψυχικούς μώλωπες, ήλθε, τώρα φάνηκε. Πιστοί, ας τρέξουμε μαζί και ας τον υποδεχτούμε με φιλοφροσύνη και καλή διάθεση).

Μια ανάσα από την έναρξη της Σαρακοστής και η Εκκλησία μας διά του αγίου υμνογράφου της Ιωσήφ μάς καλεί να την υποδεχτούμε με τον σωστό τρόπο. Και σωστός τρόπος δεν είναι η κατήφεια και η μελαγχολική διάθεση -  δείγμα της κυριαρχίας των παθών μέσα μας: «χάνουμε» τα ηδονικά στοιχεία του λαιμού και της γαστέρας μας, ταλαιπωρείται δηλαδή η λαιμαργία και η γαστριμαργία μας, άρα η φιληδονία μας – αλλά η καλή και ευχάριστη διάθεση, η φιλοφροσύνη. Μας καλεί η Εκκλησία μας «τρέχοντας» να σπεύσουμε να ενταχτούμε στην αγκαλιά της σεμνής αυτής περιόδου. Θυμάται κανείς τον άγιο αββά του Γεροντικού, ο οποίος έλεγε τον παράδοξο θεωρούμενο λόγο: «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος, και στον κόπο βρίσκω ανάπαυση». Που θα πει: ο όσιος αυτός ασκητής είχε καταλάβει πολύ καλά ότι η ζωή στον κόσμο τούτο αν θέλει να είναι χριστιανική, πρέπει να είναι με τον Χριστό, συνεπώς πρέπει ο πιστός να ασκεί πάντοτε «βία» στον εαυτό του, ακολουθώντας με συνέπεια Εκείνον. Κι η ακολουθία του Χριστού είναι συσταύρωση μαζί Του: «όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί». Οπότε η χριστιανική ζωή δεν είναι καθόλου εύκολη. Έχει ασκητικό χαρακτήρα, είτε είναι κανείς καλόγερος είτε όπως λέμε κοσμικός. Γιατί ακριβώς παλεύεις να στρέφεις αδιάκοπα τα νώτα του στο γενικό κλίμα του σαρκικού αμαρτωλού φρονήματος και να προσανατολίζεσαι έστω και με το «ζόρι» εκεί που είναι ο Χριστός.

Αλλά ο προσανατολισμός αυτός καθιστά από την άλλη και τον αγώνα ευχάριστο και εξαιρετικά ποθητό. Γιατί δεν είναι αγώνας «τυφλός». Τον Χριστό θέλουμε να ακολουθούμε, το πιο αγαπημένο πρόσωπο που μπορεί να υπάρξει για τους πιστούς, έστω κι αν υπάρχουν τα εμπόδια των ακανθών από τα πάθη μας. Τι μας εμποδίζει στην πραγματικότητα να ζούμε τον Παράδεισο ήδη από τώρα στη ζωή αυτή μαζί Του; Μόνον ο αμαρτωλός εαυτός μας, που ρέπει στη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία. Γι’ αυτό και ο πνευματικός αγώνας στοχεύει στην εξάλειψη των παθών αυτών, με την έννοια της μεταστροφής τους σε εγκράτεια, σε προσφορά και ελεημοσύνη, σε ταπείνωση. Το αποτέλεσμα; Στον βαθμό που εξαλείφονται τα αγκάθια αυτά εξομαλύνεται το έδαφος της καρδιάς μας και φύεται το σπέρμα του Πνεύματος που ελάβαμε διά του αγίου βαπτίσματός μας, εμφανίζεται δηλαδή στην ύπαρξή μας ο ίδιος ο Χριστός, γινόμαστε κι εμείς Χριστός, γινόμαστε φιλόθεοι και φιλάνθρωποι.

Η πιο πρόσφορη περίοδος της Εκκλησίας για την ένταση του πνευματικού αγώνα, ώστε να κάνουμε τον εαυτό μας «περιβόλι του Ουρανού», είναι η Σαρακοστή. Είναι ο θείος καιρός της νηστείας, μας υπενθυμίζει ο άγιος υμνογράφος,  γιατί με τη ορθή άσκησή της καθαρίζονται τα ψυχικά πάθη και ξεπλένονται  και θεραπεύονται οι μαυρίλες και τα κτυπήματα της ψυχής. Σε άλλο σημείο (ωδή ε΄) ο υμνογράφος θα μας πει: «η νηστεία έκανε τον Μωυσή θεόπτη, είδε τον Θεό! Οπότε κι εσύ, ψυχή μου, μιμήσου τον κι ανάλαβε τη νηστεία, ανεβαίνοντας διαρκώς εσωτερικά προς τον Θεό, για να δεις τη λαμπρότητα του Θεού». Η εκκλησιαστική νηστεία, ψυχική και σωματική, είναι αυτονόητο ότι έχει θετικό χαρακτήρα: μας φέρνει ενώπιον του Θεού και μας γεμίζει με το φως Του. Πόσο μακριά δηλαδή από ό,τι συνήθως οι πολλοί αντιμετωπίζουμε τη «σκυθρωπότητά» της!

Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ

«Η τίμια και σεβάσμια και στους αγγέλους κεφαλή πρώτα μεν βρέθηκε, κατ’ ευδοκία και φανέρωση του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, από δύο μοναχούς στην οικία του Ηρώδη, όταν ήλθαν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον ζωηφόρο τάφο του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Από τους μοναχούς αυτούς την έλαβε κάποιος κεραμέας και την μετέφερε στην πόλη των Εμεσηνών. Επειδή αισθανόταν χαρά κι ευτυχία  στην καρδιά του μέσω αυτής ο κεραμέας, την τιμούσε εξαιρετικά. Έπειτα επειδή επρόκειτο να πεθάνει, την άφησε στην αδελφή του, αφήνοντας την εντολή να μην την μετακινεί ούτε να την ανοίγει, παρά μόνον να την τιμά. Και μετά τον θάνατο της γυναίκας, πολλοί δέχτηκαν την κεφαλή διαδοχικά ο ένας μετά τον άλλον. Τελευταία από όλους η κεφαλή του Προδρόμου περιήλθε σε κάποιο μοναχό και πρεσβύτερο Ευστάθιο, που ανήκε στην κακοδοξία των Αρειανών. Αυτός εκδιώχτηκε από τους ορθοδόξους από το σπήλαιο στο οποίο κατοικούσε, διότι καπηλευόταν τις ιάσεις που γίνονταν διά της τιμίας κάρας, λέγοντας ότι οφείλονται στην κακόδοξη πίστη του, γι’ αυτό κατά θεία οικονομία φεύγοντας άφησε την κάρα του θείου Προδρόμου στο σπήλαιο. Ήταν λοιπόν κρυμμένη εκεί, μέχρι των χρόνων του Μαρκέλλου, που ήταν αρχιμανδρίτης, επί της βασιλείας του Ουαλεντιανού του νέου και του επισκόπου Εμέσης Ουρανίου. Τότε ακριβώς, επειδή αποκαλύφθηκαν πολλά γι’ αυτήν, βρέθηκε να είναι σε υδρία, οπότε εισήχθη στην Εκκλησία από τον επίσκοπο Ουράνιο, ενεργώντας πολλές ιάσεις και θαύματα. Τελείται δε η σύναξη για την εύρεση της κάρας στο αγιότατο Προφητείο του Προδρόμου, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου».

Αφορμή και πάλι για την Εκκλησία μας η εύρεση της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου, προκειμένου να τονίσει τη σπουδαία θέση του μεταξύ όλων των αγίων: να θυμηθούμε οι πιστοί ότι ήταν εκείνος που «κήρυξε τη σωτήρια έλευση του Σωτήρος Χριστού, κατενόησε την πτήση του αγίου Πνεύματος που σκήνωσε σ’ εκείνον, κατά το βάπτισμα του Κυρίου, που μεσίτευσε μεταξύ της Παλαιάς και της Νέας χάριτος» (στιχηρό εσπερινού)∙ ότι ήταν εκείνος που «όταν παρανόμησε ο Ηρώδης τον έλεγξε και γι’ αυτό ως παράφρων ο δειλός του έκοψε την κεφαλή» (κάθισμα όρθρου)∙ ότι ήταν εκείνος που «σφράγισε την Παλαιά Διαθήκη και υπήρξε το τέλος των προφητών, ενώ ετοίμασε τον δρόμο της καινής» (ωδή δ΄)∙ ότι τέλος υπήρξε εκείνος που «φάνηκε με τη δύναμη και το πνεύμα του προφήτη Ηλία σαν ακράδαντος πύργος» (ωδή ε΄), ενώ υμνήθηκε από τον Κύριο «ως ο μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους» (ωδή ζ΄).

Πέραν όμως αυτών. Η υμνολογία της Εκκλησίας μας σήμερα έρχεται να μας εξηγήσει γιατί ο Κύριος θέλησε να τον φανερώσει από την κρυμμένη στη γη για πολλά χρόνια θέση του. Κι η εξήγηση που προσάγει είναι διπλή: αφενός να κηρύξει εκ νέου μετάνοια  στους ανθρώπους, αφετέρου να γίνει ίαμα γι’ αυτούς με τα διάφορα θαύματά του. Με άλλα λόγια η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου κατανοείται μέσα στο πλαίσιο της ευεργεσίας του Χριστού στον πιστό λαό του, αποτελεί δηλαδή δώρο Του στην Εκκλησία, γιατί θέλει και να τον παρηγορήσει στον κόσμο τούτο με τα ιάματα που προσφέρει δια της κάρας του Ιωάννου, και να τον βοηθήσει και πάλι να βρει τον αληθινό δρόμο της ζωής, που δεν είναι άλλος από τον δρόμο της μετανοίας και του αγιασμού. Οι πολλές αναφορές του υμνογράφου επί των παραπάνω συγκεφαλαιώνονται θα λέγαμε στους στίχους του συναξαρίου: «Από τη γη φανερώνει ο Πρόδρομος τη σεβάσμια κάρα του, προτρέποντας πάλι να κάνουμε καρπούς άξιους της μετάνοιας. Πρόδρομε, συ που βάπτισες παλιά τον λαό στις πηγές των υδάτων, συ τώρα που φάνηκες από τη γη, βάπτιζέ τον στις πηγές των θαυμάτων».

Αλλ’ είπαμε, οι αναφορές του υμνογράφου είναι πάμπολλες: δεν μπορεί να κάνει οιαδήποτε αναφορά στον άγιο Ιωάννη, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να μιλήσει για το πρώτιστο έργο του Προδρόμου, το κήρυγμα της μετανοίας. Προσαρμόζει όμως το έργο αυτό στα δεδομένα της εποχής του, και κάθε εποχής βεβαίως, όσο κι αν είναι σύγχρονη. «Στάλθηκε ο Πρόδρομος σαν φωνή ανθρώπου που φωνάζει στις έρημες καρδιές, εγκεντρίζοντας σ’ αυτές την ευσεβή πίστη του Υιού του Θεού, του αληθινού Θεού» (ωδή η΄). Κι είναι ευνόητο για τον άγιο υμνογράφο ότι μιλώντας για τη μετάνοια μιλάμε για την οδό αγιασμού των ανθρώπων, που οδηγεί στο να γίνει ο άνθρωπος κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού. Εκεί οδηγεί η μετάνοια και ο αγιασμός: όχι απλώς να γίνει ο άνθρωπος ένας καλός άνθρωπος – πολλοί «καλοί» άνθρωποι από ό,τι μας λένε οι άγιοί μας θα βρεθούν στην κόλαση, σε αρνητική δηλαδή σχέση με τον Θεό – αλλά να γίνει μία φανέρωση Εκείνου, μία ζωντανή παρουσία της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. «Ετοιμάστε, λέει και τώρα (που φανερώθηκε η κεφαλή του) ο Πρόδρομος, την οδό του Κυρίου, διά της αγιότητος. Διότι αυτός θα έλθει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα και θα κατοικήσει αιωνίως στις καρδιές μας» (ωδή η΄).

Είναι περισσότερο από σαφές έτσι ότι η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου λειτουργεί κατεξοχήν εισαγωγικά και αφυπνιστικά προς την περίοδο που εισερχόμαστε σε λίγες ημέρες: τη Σαρακοστή. Δεν υπάρχει καλύτερη προετοιμασία μας γι’ αυτήν, περίοδο νηστείας και εγκρατείας, πνευματικής αφύπνισης και κατάνυξης, από ό,τι μας προβάλλει η τεράστια προσωπικότητα του αγίου Ιωάννου. Κι ακριβώς αυτό επισημαίνει μεταξύ άλλων και η υμνολογία της Εκκλησίας: «Ανέτειλε με λαμπρότητα η τίμια κάρα σου από τους άδυτους κόλπους της γης, Πρόδρομε Ιωάννη…Σε παρακαλούμε να μας δώσεις λύση στα δεινά της ζωής μας, όπως και να διανύσουμε τον καιρό της εγκράτειας καρποφόρα με τις πρεσβείες σου» (εξαποστειλάριον όρθρου). Και στους αίνους διαβάζουμε: «Άνοιξε τα προπύλαια της εγκράτειας η πάνσεμνη κεφαλή σου, πανεύφημε, και παρέθεσε σε όλους γλυκύτατη ευχαρίστηση των θείων χαρισμάτων. Σ’ αυτά τα θεία χαρίσματα αν μετέχουμε με πίστη, γλυκαίνουμε την τραχύτητα της νηστείας».

23 Φεβρουαρίου 2023

ΤΟ «ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ» ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ

Πρόκειται για μικρής έκτασης μαρτυρολόγιο, που άσκησε τεράστια επίδραση στα μετέπειτα χρόνια της Εκκλησίας ως προς τον χαρακτήρα των εν γένει μαρτυρολογίων. Αφορμή συγγραφής – κατά το ίδιο το κείμενο -  στάθηκε το αίτημα της Εκκλησίας του Φιλομηλίου προς την Εκκλησία της Σμύρνης, επίσκοπος της οποίας ήταν ο άγιος Πολύκαρπος, προκειμένου να μάθουν λεπτομέρειες για το συγκλονιστικό μαρτύριό του που έγινε στο αμφιθέατρο της πόλεως περί τα μέσα του 2ου αι., εκεί που πλήθος ειδωλολατρών και Ιουδαίων ήταν συναθροισμένοι για να απολαμβάνουν το «θέαμα» του βασανισμού και του θανάτου των χριστιανών. Το γράμμα γράφτηκε διά χειρός Ευαρέστου, χριστιανού της Σμύρνης, ενώ τη μεταφορά του στην Εκκλησία του Φιλομηλίου -  και δι’  αυτής «προς όλες τις παροικίες της αγίας και καθολικής Εκκλησίας σε κάθε τόπο» - ανέλαβε «ο αδελφός Μαρκίων». Σκοπός: «η δοξολογία του Κυρίου που διαλέγει τους δούλους Του».

Είναι ευνόητο ότι δεν μπορεί να καταγραφεί εδώ όλο το μαρτύριο. Μπορούμε όμως να σχολιάσουμε δι’ ολίγων την αντίδραση του συγκεντρωμένου όχλου, που ενώ θαμπώνεται πράγματι από τη γενναιότητα των χριστιανών μαρτύρων, συνεχίζει με δαιμονικό τρόπο να κραυγάζει εναντίον τους! Οι φράσεις είναι χαρακτηριστικές:

«Μόλις ο όχλος είδε και θαμπώθηκε από το δείγμα γενναιότητος του θεοφιλούς και θεοσεβούς γένους των χριστιανών ξέσπασε σε φωνές: Να λείψουν οι άθεοι! (δηλ. οι χριστιανοί!) Φέρε εδώ και τον Πολύκαρπο!»

 Δύο πράγματα είναι καίρια: Πρώτον, ότι το θάμβος που δημιουργείται στους εχθρούς της πίστεως από τη γενναία και υπεράνθρωπη στάση των χριστιανών που περιφρονούν και τον ίδιο τον θάνατο για χάρη της πίστεώς τους δεν γίνεται αφορμή μετανοίας τους. Το αντίθετο μάλιστα: γίνεται αφορμή μεγαλύτερης τύφλωσής τους. Σαν να δαιμονίζονται περισσότερο, διψώντας κι άλλο αίμα – η χαρά τους να βλέπουν ανθρώπους να βασανίζονται, κατασπαρασσόμενοι από τα θηρία ή κατακαιόμενοι από τη φωτιά! Δεν παραξενευόμαστε όμως. Η αντίδραση αυτή αποτελεί συνέχεια της ίδιας στάσης των εχθρών του Χριστού απέναντι και στον Ίδιο όσο ήταν στον κόσμο τούτο: όχι μόνο βλέποντας τη θαυμαστή ζωή Του δεν μετανοούσαν, αλλά κυριαρχούντο περισσότερο από τον Πονηρό, φτάνοντας στο σημείο να «ερμηνεύουν» τα εκ Θεού σημεία και θαύματά Του ως ενεργήματα του διαβόλου! «Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια»!  Κι αυτό γιατί; Διότι για να πιστέψει ο άνθρωπος χρειάζεται να είναι έτοιμος, να είναι δηλαδή καλοπροαίρετος αναζητητής της αλήθειας. Άνθρωπος που αναζητεί και διψάει την αλήθεια και δεν έχει προσκολληθεί ολοκληρωτικά στα πάθη του και τον κόσμο, κάποια στιγμή θα  δεχτεί μέσα του το φως του Χριστού. «Όποιος αγαπάει την αλήθεια ακούει τη φωνή μου» υπογραμμίζει αξιωματικά ο Κύριος. Έτσι και στην περίπτωση με τον άγιο Πολύκαρπο επιβεβαιώνεται ο προφητικός λόγος του αγίου Συμεών του θεοδόχου, ότι ο Χριστός «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον». Μπροστά στον Χριστό τοποθετείσαι οριστικά: ή θετικά ή αρνητικά, Τον πιστεύεις ή Τον απορρίπτεις. Μέση λύση δεν υφίσταται. Κανείς δεν μπορεί να σταθεί αδιάφορα απέναντί Του. Η αδιαφορία άλλωστε συνιστά τον μεγαλύτερο βαθμό άρνησής Του.

Και δεύτερον, αξίζει να σταθεί κανείς και στην παράδοξη ιαχή: «Να λείψουν οι άθεοι». Άθεοι για τους ειδωλολάτρες ήταν οι χριστιανοί! Διότι αρνούνταν την πίστη στα είδωλα και στο «θεϊκό πνεύμα» του αυτοκράτορα. Είναι συγκλονιστικό να σκεφτεί κανείς ότι για πρώτη φορά στην ιστορία οι πρώτοι που δέχτηκαν την κατηγορία επί αθεῒα ήταν οι... χριστιανοί! Οι κατεξοχήν ένθεοι να χαρακτηρίζονται άθεοι. Αλλά αυτό δεν είναι το τίμημα, μεταξύ άλλων, των ανθρώπων που διαγράφουν τον Χριστό από τη ζωή τους; Τυφλώνονται πορευόμενοι στο σκότος χωρίς κριτήρια, χωρίς νόημα, χωρίς διάκριση. Το είχαν αναγγείλει ήδη οι προφήτες από την Παλαιά Διαθήκη: Οι χωρίς Θεό άνθρωποι το σκοτάδι το λένε φως και το φως σκοτάδι. Το γλυκύ το ονομάζουν πικρό και το πικρό γλυκύ. Δεν διατρανώνεται η αλήθεια των Πατέρων της Εκκλησίας που επιβεβαιώνουν με κάθε τρόπο από την εμπειρία της ζωής ότι ο νους του (αθέου) ανθρώπου έναν νόμο έχει, την πλάνη; Ποιος μπορεί να εμπιστευτεί την κρίση, ιδίως για πνευματικά θέματα, ανθρώπου που άγεται και φέρεται από τα πάθη του; Όλα τα κρίνει με βάση το... σκοτάδι του! Η σημερινή εποχή μάλιστα συνιστά τον πιο ανάγλυφο υπομνηματισμό της αλήθειας αυτής: ό,τι πιο διαστροφικό, παράδοξο και περίεργο υπάρχει  προβάλλεται και ανακυκλώνεται ως «αλήθεια»  και βαθειά «σοφία»! Αλλά ο λόγος του Θεού αποκαλύπτει: «ο Θεός μωραίνει την κρίση των θεωρουμένων σοφών»!

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

«Ο άγιος Πολύκαρπος μαθήτευσε στον Θεολόγο και Ευαγγελιστή Ιωάννη μαζί με τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Μετά τον Βουκόλο, τον αγιότατο επίσκοπο Σμύρνης, χειροτονήθηκε από τους επισκόπους, αφού είχε προφητεύσει την είσοδό του στην ιερωσύνη ο μακάριος Βουκόλος. Συνελήφθη κατά τον διωγμό του Δεκίου και οδηγήθηκε στον ανθύπατο. Έκανε τον μαρτυρικό αγώνα του μέσα από τη φωτιά και έγινε δημιουργός εξαίσιων θαυμάτων. Διότι και προ της ιερωσύνης του γέμισε με την προσευχή του τις αποθήκες σίτου της γυναίκας που τον έθρεψε, τις οποίες προηγουμένως είχε αδειάσει για να καλύψει τις ανάγκες των πτωχών. Κι ακόμη σταμάτησε την ορμή μιας πυρκαϊάς, μετά την ανάρρησή του στην ιερωσύνη, όπως και με την ικεσία του προς τον Κύριο κατέβασε βροχή στην ξεραμένη γη και πάλι τη σταμάτησε, όταν έβρεχε διαρκώς. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Η χριστοκεντρικότητα της ζωής του αγίου Πολυκάρπου είναι το κύριο στοιχείο που θίγει η υμνολογία της εορτής του. Αξιοποιώντας ο υμνογράφος[1] το ίδιο το όνομά του: Πολύκαρπος, βλέπει τον άγιο ως  το πολύκαρπο στάχυ, που βλάστησε από τον σπόρο που φύτευσε στη γη ο Χριστός, όπως και ως το πολύκαρπο κλήμα που προεκτείνει την άμπελο Χριστό. Ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού ακούμε: «Όταν ο καρπός της Παρθένου και πηγή ζωής σπόρος έπεσε στη γη, τότε βλάστησε σένα ως πολύκαρπο στάχυ»[2] «Όταν υψώθηκε πάνω στο ξύλο του Σταυρού η αληθινή άμπελος που κρεμάστηκε, τότε άπλωσε εσένα ως κατάκαρπο κλήμα, που κόπηκε από το δρεπάνι του σεπτού μαρτυρίου»[3]. Ο υμνογράφος με άλλα λόγια κατανοεί τον άγιο Πολύκαρπο όχι ως ένα ήρωα απλώς της πίστεως, αλλά ως προέκταση της ζωής και της σταυρώσεως του Κυρίου, ως τίμιο μέλος του αγίου σώματός Του, ως ένα με Εκείνον, συνεπώς στο πρόσωπο του αγίου Πολυκάρπου βλέπει τον ίδιο τον Κύριο.

Γι’ αυτό και επιμένει στην πραγματικότητα αυτή και με άλλες εικόνες. Στην α΄ ωδή για παράδειγμα παρουσιάζει τον άγιο ως μία στήλη που έχει γραμμένο πάνω της όχι με μελάνι, αλλά με το Πνεύμα του Θεού, το Ευαγγέλιο της θείας χάρης. Ο άγιος Πολύκαρπος είναι ένα ζωντανό ευαγγέλιο: και μόνο βλέποντάς τον είναι σα να βλέπει κανείς τη ζωή του Χριστού[4]. Η επισήμανση εν προκειμένω του αγίου Θεοφάνη του υμνογράφου, ότι με το Πνεύμα του Θεού είναι γραμμένο στον άγιο το ευαγγέλιο, ότι δηλαδή με το Πνεύμα του Θεού φανερώνει τον Χριστό, είναι εξόχως σημαντική. Διότι μας θυμίζει ότι κανείς δεν γνωρίζει και δεν συνδέεται με τον Χριστό ερήμην του αγίου Πνεύματος, συνεπώς εκτός της Εκκλησίας. Μόνον ο εν τη Εκκλησία ζων και ενεργούμενος από το Πνεύμα το Άγιον μπορεί να είναι και με τον Χριστό. «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» κατά τον λόγο και του αποστόλου Παύλου[5].

Ο άγιος Θεοφάνης  δεν παύει να τονίζει -  εκτός βεβαίως της μαθητείας του Πολυκάρπου στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, από τον οποίο, λέγει, ότι δέχτηκε και τα ρείθρα της ζωής σαν από χείμαρρο: «Δέχτηκες το ρείθρο της ζωής σαν από χείμαρρο τρυφής, όσιε, γιατί μαθήτευσες στον αγαπημένο μαθητή που άντλησε από τον Χριστό την άβυσσο της σοφίας»[6] (ωδή ε΄) – και το μαρτύριο αίματος του αγίου. Δεν πρέπει μάλιστα να ξεχνάμε ότι το μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου καταγράφηκε απαρχής σ’ ένα μικρό κείμενο[7], λίγο μετά την αποτομή της κεφαλής του, από ένα Σμυρναίο χριστιανό, ονόματι Μαρκίωνα, και επέδρασε καταλυτικά στη μετέπειτα Παράδοση της Εκκλησίας ως προς την κατανόηση γενικώς του μαρτυρίου και της θεολογίας αυτού. Το μαρτύριο λοιπόν του αγίου τονίζεται επαρκώς από τον άγιο υμνογράφο. Δίνει όμως και τις βαθύτερες διαστάσεις του: ο άγιος Πολύκαρπος μαρτύρησε βεβαίως, αλλά προ του μαρτυρίου του ήδη μαρτυρούσε ως προς τη συνείδησή του, δηλαδή τηρώντας τις εντολές του Κυρίου. Που σημαίνει: κανείς δεν φτάνει στο σημείο ολοκληρωτικής θυσίας, χωρίς να είναι έτοιμος εσωτερικά γι’ αυτό.  «Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στον Χριστό, σαν ζωντανή θυσία, με την άσκηση του μαρτυρίου σου, παμμακάριε, αφού προηγουμένως προαθλήθηκες στο μαρτύριο της συνειδήσεως»[8] (ωδή γ΄). Κι ακόμη: Πριν ριχτεί στη φωτιά για να καεί, έκαιγε μέσα του η φλόγα της δόξας του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς η αισθητή φωτιά ολοκλήρωσε την τελείωσή του που ήδη βρισκόταν σε εξελικτική πορεία διά του Πνεύματος του Θεού. «Με λαμπρό τον νου από τη δόξα του αγίου Πνεύματος, όσιε, σαν να φλεγόσουν, για να το πούμε συμβολικά, από τη φωτιά Εκείνου, μυήθηκες σαφώς στην τελείωσή σου, θεόφρον, μέσα από την αισθητή φωτιά»[9] (ωδή ε΄).

Δεν παραξενευόμαστε λοιπόν που η υμνολογία μας αφενός στέκεται με σεβασμό απέναντι στο παράδοξο: να βλέπει σε βαθύ γήρας νεανική ανδρεία και υψηλό φρόνημα («Επέδειξες νεανική ανδρεία σε βαθύτατο γήρας, με τη δύναμη του Σταυρού, και ανάστησες το φρόνημά σου για τους θείους αγώνες»[10]) (ωδή η΄), δείγμα ότι τα νειάτα δεν βρίσκονται πρωτίστως στην ηλικία αλλά στην καρδιά, αφετέρου τον παραλληλίζει με τους αγίους τρείς παίδας εν τη καμίνω και τον χαρακτηρίζει «αγγέλων ισοστάσιον και αποστόλων σύσκηνον» (εξαποστειλάριον). «Με στέρεο λογισμό μπήκες μέσα στην καιόμενη φλόγα, ένδοξε, όπως οι τρεις παίδες που δρόσισαν το καμίνι με την άυλη φωτιά»[11] (ωδή ζ΄).





[1] Ο άγιος Θεοφάνης ο Γραπτός (778-845) υπήρξε ίσως ο πολυγραφότερος, μαζί με τον Ιωσήφ τον υμνογράφο, ποιητής κανόνων της ορθόδοξης Εκκλησίας.

[2] «Ότε της Παρθένου ο καρπός και ζωαρχικώτατος σπόρος εις γην ενέπεσε, τότε σε πολύκαρπον στάχυν εβλάστησε».

[3] «Ότε επί ξύλου τουο Σταυρού, η αληθινή κρεμασθείσα υψώθη άμπελος, τότε σε κατάκαρπον κλήμα εξέτεινε, τη δρεπάνη τεμνόμενον σεπτού μαρτυρίου».

[4] «Νόμου καινού στηλογραφία συ γέγονας, εγγεγραμμένον έχουσα, Πάτερ, ου μέλανι, αλλά Πνεύματι θείω, της χάριτος της θείας το Ευαγγέλιον».

[5] Α΄Κορ. 12,3.

[6] «Ρείθρον εδέξω ζωής, ως εκ χειμάρρου της τρυφής, όσιε, τω μαθητή τω ηγαπημένω μεμαθητευμένος, τω αρυσαμένω σοφίας την άβυσσον».

[7] «Μαρτύριον του αγίου Πολυκάρπου» (κείμενο και μετάφραση), στο: Βασ. Μουστάκη, Οι Αποστολικοί Πατέρες, εκδ. ΑΣΤΗΡ, Αθήναι 1953, σελ. 232-249. Για τη θεολογική αποτίμηση του κειμένου, βλ.: Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τόμ. Α΄, Αθήνα 1977, σελ. 223-227. Όπως σημειώνει ο μακαριστός καθηγητής «σπάνια τόσο μικρό κείμενο απέκτησε τόσο μεγάλη σημασία στη ζωή της Εκκλησίας. Το Μαρτύριο του Πολυκάρπου, που ίσως να μην είναι το αρχαιότερο, έγινε κυριολεκτικά το θεμέλιο της μαρτυριολογίας και ίσχυσε πράγματι σαν πρόγραμμα στη ζωή της Εκκλησίας, όσον αφορά τους μάρτυρες και την τιμή τους».

[8] «Ολόκληρον σαυτόν Χριστώ προσήγαγες ως ζώσαν θυσίαν τω μαρτυρίω, συνειδήσεως μαρτύριον  προαθλήσας, παμμάκαρ, δι’ ασκήσεως».

[9] «Αίγλη του Πνεύματος συ καταλαμπόμενος τον νουν,  όσιε, συμβολικώς, πυρί φλεγομένω, σαφώς εμυήθης την διά πυρός σου, θεόφρον, τελείωσιν».

[10] «Νεανικήν εν πολιά βαθυτάτη την ανδρείαν επεδείξω, του Σταυρού τη δυνάμει, διαναστήσας σαυτού  προς θείας αγώνας το φρόνημα».

[11] «Στερρώ λογισμώ καιομένης της φλογός επέβης, ένδοξε, ως οι τρεις παίδες οι την κάμινον πυρί αϋλω δροσίσαντες».

22 Φεβρουαρίου 2023

ΤΡΙΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

 

«Ἀσμένως λαοί, τήν Νηστείαν ἀσπασώμεθα· ἔφθασε γάρ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἡ ἀρχή· ἀφήσωμεν τῆς σαρκός τήν εὐπάθειαν, αὐξήσωμεν τῆς ψυχῆς τά χαρίσματα, συγκακοπαθήσωμεν ὡς δοῦλοι Χριστοῦ, ἵνα καί συνδοξασθῶμεν ὡς τέκνα Θεοῦ· καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐν ἡμῖν οἰκῆσαν, φωτίσῃ τάς ψυχάς ἡμῶν» (Ἰδιόμελον, ἦχος γ΄. Ἀπόστιχα τῶν αἴνων).

(Ἄς ἀποδεχθοῦμε, πιστοί, τή νηστεία μέ εὐχαρίστηση, γιατί ἔφτασε ἡ ἀρχή τῶν πνευματικῶν ἀγώνων. Ἄς ἀφήσουμε τήν εὐπάθεια τῆς σάρκας, ἄς αὐξήσουμε τά χαρίσματα τῆς ψυχῆς, ἄς συγκακοπαθήσουμε ὡς δοῦλοι Χριστοῦ, προκειμένου νά δοξασθοῦμε μαζί Του ὡς τέκνα Θεοῦ. Καί ἔτσι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀφοῦ κατοικήσει μέσα μας, νά φωτίσει τίς ψυχές μας).

Ἡ Ἐκκλησία μας καί πάλι διά τοῦ ὑμνογράφου της εἶναι ἀπόλυτα προσγειωμένη στήν πραγματικότητα τῶν μελῶν της. Ἐνῶ οἱ πιστοί ὡς μέλη Χριστοῦ ἔχουμε πάρει διά τοῦ μυστηρίων, ἰδίως τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος, τή δύναμη νά μήν ἁμαρτάνουμε, πού θά πεῖ ὅτι ἀδιάκοπα πρέπει νά πορευόμαστε πάνω στίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, «ἀφορῶντες εἰς Αὐτόν ὡς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν» καί κοινωνώντας Τον στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὅμως ἡ ἴδια ἡ ζωή ἀποδεικνύει ὅτι αὐτό σ’ ἕνα μεγάλο βαθμό δέν ὑφίσταται. Κι αὐτό γιατί τά προβλήματα καί ἡ καθημερινότητα ἀπορροφοῦν τόσο πολύ τήν ἐνέργεια τοῦ χριστιανοῦ, ὥστε χάνει αὐτό πού πρέπει νά εἶναι ἡ προτεραιότητά του, ἡ σχέση του ἀκριβῶς μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Τό «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ», πού προέτρεψε ὁ Κύριος, δυστυχῶς ἀποτελεῖ «ψιλό γράμμα» γιά τούς πολλούς ἤ ἀνέφικτη πραγματικότητα στόν κόσμο τοῦτο πού ζοῦμε. Ὁπότε ἡ Ἐκκλησία μας, διαπιστώνοντας τόν ἐλλειμματικό χριστιανισμό μας, μᾶς κρούει τόν κώδωνα τῆς ἀφύπνισης: ἔφτασε, μᾶς λέει, καί πάλι ἡ ἀρχή τῶν πνευματικῶν ἀγώνων μέ τή νηστεία τῆς Σαρακοστῆς. Τουλάχιστον τώρα, ἄς προσανατολιστοῦμε ὀρθά, δηλαδή ἄς ζήσουμε μαζί μέ τόν Χριστό, προκειμένου νά λάβουμε τή δόξα πού ἀπολαμβάνουν τά τέκνα τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει νά ἐνεργοποιηθεῖ μέσα στίς καρδιές ἀλλά καί στό σῶμα μας ὁ φωτισμός τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀδιάκοπο ἐμπόδιο στήν πρός τά πρόσω πορεία μας εἶναι ἡ εὐπάθεια τῆς σαρκός μας, ἡ ὁποία πολύ εὔκολα προσκλίνει στά φιλήδονα πάθη της, ἀναζητώντας διαρκῶς τήν ἄνεσή της καί σχηματίζοντας ἔτσι στήν ψυχή ἕνα παχύ στρῶμα πνευματικοῦ «λίπους» πού τήν κάνει ἀδύνατη νά νιώσει τήν παρουσία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπιλογή συνεπῶς τῆς νηστείας, ὡς περιορισμοῦ τῶν φιλήδονων τάσεων καί ὁρμῶν τῆς σαρκός, εἶναι μονόδρομος γιά τόν εὐαισθητοποιημένο κάπως χριστιανό, γι’ αὐτό καί μέ χαρά κάθε φορά πού ἔρχεται ἡ Σαρακοστή σπεύδει νά τήν ἐνστερνισθεῖ καί νά τήν ἀγκαλιάσει.