04 Μαρτίου 2023

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 1, 44-52)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται,  εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν  τὸν  υἱὸν  τοῦ Ἰωσὴφ  τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;  λέγει  αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου  καὶ ἴδε.  εἶδεν ὁ Ἰησοῦς  τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦΘεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψῃ. καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε  τὸν  οὐρανὸν ἀνεῳγότα,  καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, ὁ Ἰησοῦς ἀποφάσισε νά πάει στή Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τόν Φίλιππο καί τοῦ λέει: «Ἔλα μαζί μου». Ὁ Φίλιππος καταγόταν ἀπό τή Βηθσαϊδά, τήν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέα καί τοῦ Πέτρου. Βρίσκει ὁ Φίλιππος τόν  Ναθαναήλ καί τοῦ λέει: «Αὐτόν πού προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς στόν νόμο καί οἱ προφῆτες, τόν βρήκαμε· εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ γιός τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τή Ναζαρέτ». «Μπορεῖ ἀπό τή Ναζαρέτ νά βγεῖ τίποτα καλό;» τόν ρώτησε ὁ Ναθαναήλ. «Ἔλα καί δές μόνος σου», τοῦ λέει ὁ Φίλιππος. Ο Ἰησοῦς εἶδε τόν Ναθαναήλ νά πλησιάζει καί λέει γι' αὐτόν: «Νά ἕνας γνήσιος Ἰσραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του». «Ἀπό ποῦ μέ ξέρεις;» τόν ρωτάει ὁ Ναθαναήλ. Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: «Προτοῦ σοῦ πεῖ ὁ Φίλιππος νά ’ρθεῖς, σέ εἶδα πού ἤσουν κάτω ἀπ' τή συκιά». Τότε ὁ Ναθαναήλ τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε, ἐσύ εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἐσύ εἶσαι ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ». Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἐπειδή σοῦ εἶπα πώς σέ εἶδα κάτω ἀπό τή συκιά, γι' αὐτό πιστεύεις; Θά  δεῖς  μεγαλύτερα  πράγματα ἀπ' αὐτά».  Καί  τοῦ λέει:  «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι σύντομα θά δεῖτε νά ἔχει ἀνοίξει ὁ οὐρανός, καί οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν πάνω στόν Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 11, 24-26, 32-40)

Ἀδελφοί, πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν,  μείζονα  πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ, ἀπέβλεπεν γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει με γὰρ διηγούμενον χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ἰεφθάε, Δαυῒδ  τε  καὶ Σαμουὴλ  καὶ τῶν  προφητῶν,  οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο  βασιλείας,  εἰργάσαντο  δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον  στόματα  μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν  πολέμῳ,  παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον  γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως  τοὺς  νεκροὺς  αὐτῶν· ἄλλοι  δὲ ἐτυμπανίσθησαν,  οὐ προσδεξάμενοι  τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι  δὲ δεσμῶν  καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν  μηλωταῖς, ἐν  αἰγείοις  δέρμασιν, ὑστερούμενοι,  θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος κόσμος, ἐπὶ ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, μέ τήν πίστη Μωυσῆς, ὅταν πιά μεγάλωσε, ἀρνήθηκε νά ὀνομάζεται γιός τῆς κόρης τοῦ Φαραώ· προτίμησε νά ὑποφέρει μαζί μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ, παρά ν' ἀπολαμβάνει τήν πρόσκαιρη ἁμαρτωλή ζωή.  Θεώρησε  μεγαλύτερο  πλοῦτο ἀπό  τούς  θησαυρούς  τῆς Αἰγύπτου τόν ἐξευτελισμό, σάν ἐκεῖνον πού ὑπέφερε Χριστός, γιατί ἀπέβλεπε στήν ἀνταπόδοση. Χρειάζεται νά συνεχίσω; Δέ θά μέ πάρει χρόνος  νά  διηγηθῶ γιά  τόν  Γεδεών,  τόν  Βαράκ,  τόν  Σαμψών,  τόν Ἰεφθάε, τόν Δαβίδ, τόν Σαμουήλ καί τούς προφῆτες. Μέ τήν πίστη κατατρόπωσαν  βασίλεια, ἐπέβαλαν  τό  δίκαιο,  πέτυχαν  τήν πραγματοποίηση  τῶν ὑποσχέσεων  τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν  στόματα λεόντων· ἔσβησαν τή δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τή σφαγή, ἔγιναν ἀπό ἀδύνατοι ἰσχυροί, ἀναδείχτηκαν ἥρωες στόν πόλεμο, ἔτρεψαν σέ φυγή ἐχθρικά στρατεύματα· γυναῖκες ξαναπῆραν πίσω στή ζωή τούς ἀνθρώπους τους, κι ἄλλοι βασανίστηκαν ὥς τόν θάνατο, χωρίς νά δεχτοῦν τήν ἀπελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ὅτι μποροῦσαν ν' ἀναστηθοῦν σέ μιά καλύτερη ζωή. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμούς καί μαστιγώσεις, ἀκόμη καί δεσμά καί φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν,  πέρασαν  δοκιμασίες,  θανατώθηκαν  μέ  μαχαίρι, περιπλανήθηκαν  ντυμένοι  μέ  προβιές  καί  κατσικίσια  δέρματα, ἔζησαν μέ στερήσεις, ὑπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις καί κακουχίεςὁκόσμος δέν ἦταν ἄξιος νάχει τέτοιους ἀνθρώπουςπλανήθηκαν σέ ἐρημιές καί βουνά, σέ σπηλιές καί σέ τρύπες τῆς γῆς. Ὅλοι οἱ παραπάνω, παρά τήν καλή μαρτυρία τῆς πίστης τους, δέν πῆραν ,τι τούς ὑποσχέθηκε Θεός. Αὐτός εἶχε προβλέψει κάτι καλύτερο γιά μᾶς, ἔτσι ὥστε νά μή φτάσουν ἐκεῖνοι στήν τελειότητα χωρίς ἐμᾶς.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ!

 

Α΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

Ενόψει των θλιβερών και τραγικών γεγονότων από το σιδηροδρομικό δυστύχημα της 28ης Φεβρουαρίου δεν θα προβάλουμε το δοξολογικό στοιχείο της ακολουθίας των Χαιρετισμών. Οι Χαιρετισμοί μπορεί να μας τοποθετούν πράγματι ενώπιον της Υπεραγίας Θεοτόκου με τρόπο τέτοιο ώστε να φωτίζεται όλη η πίστη μας – κριτήριο ορθοδοξίας θεωρείται η στάση ενός ανθρώπου απέναντι στη Μητέρα του Κυρίου – όμως τα τραγικά γεγονότα μας υπερβαίνουν και μας ωθούν να σταθούμε περισσότερο σ’ ένα ξεχωριστό κεφάλαιο που τονίζουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας για τη Θεοτόκο. Και το κεφάλαιο αυτό είναι η θέση της κάτω από τον Σταυρό του Υιού και Θεού της.

Και μία μικρή περιδιάβαση στους εκκλησιαστικούς ύμνους της Τετάρτης και της Παρασκευής, ιδίως στα Θεοτοκία, αποκαλύπτει ότι η Παναγία μας ενώ τίθεται υπεράνω των Χερουβείμ και των Σεραφείμ ως κυοφορήσασα τον Υιό και Λόγο του Θεού ως άνθρωπο, ενώ ακριβώς γι’ αυτό έχει τη μεγαλύτερη παρρησία που μπορεί άνθρωπος να έχει ενώπιον του Τριαδικού Θεού – «πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου» - δεν παύει από την άλλη να είναι άνθρωπος με την πιο «σάρκινη» καρδιά, μάλλον επειδή έχει αυτήν τη «σάρκινη» καρδιά κατέχει την πρώτη θέση μέσα στο σώμα του Κυρίου και Θεού της. Αδιάκοπα ο φωτισμένος από το Πνεύμα του Θεού εκκλησιαστικός ποιητής σημειώνει ότι ναι μεν η Παναγία Μητέρα χαίρεται γιατί της αποκαλύπτεται ο σωτηριώδης χαρακτήρας του Πάθους του Υιού της για όλον τον κόσμο, αλλά πάσχει και οδύρεται ως Μάνα για ό,τι υφίσταται το «σπλάχνο» της, ο αγαπημένος και μονάκριβος γιος της. «Ο μεν κόσμος αγάλλεται δεχόμενος την λύτρωσιν, τα δε σπλάγχνα μου φλέγονται ορώσης σου την σταύρωσιν, ην υπέρ πάντων υπομένεις, ο Υιός και Θεός μου». «Σφαγήν σου την άδικον, Χριστέ, η Παρθένος βλέπουσα οδυρομένη εβόα σοι: τέκνον γλυκύτατον, πώς αδίκως πάσχεις, πώς τω ξύλω κρέμασαι; Ο πάσαν γην κρεμάσας τοις ύδασιν μη λίπης μόνην με».

Κι ακόμη: υπάρχουν ύμνοι ιδίως της Μεγάλης Παρασκευής που η οδύνη της Μάνας Παναγίας φτάνει στο απώγειό της: θέλει να ξεριζώσει τα μαλλιά της, θέλει να γδάρει το πρόσωπό της από τον ψυχικό πόνο που νιώθει, δεν βρίσκει πουθενά ανάπαυση ανθρώπινη. Ό,τι ο γέρων Συμεών ο θεοδόχος κατά τον σαραντισμό της στον Ναό του Σολομώντα της είχε προφητέψει, ότι ρομφαία δίστομη θα της διαπεράσει την καρδιά, αυτό πράγματι και υφίσταται με τον Σταυρικό θάνατο του Κυρίου της.

Γιατί μνημονεύουμε την Παναγία του Πάθους; Διότι αυτό που ζούμε στην πατρίδα μας, όπως και άλλοι εκτός, είναι μία Μεγάλη Παρασκευή. Ξεκίνησε η Σαρακοστή και βρεθήκαμε διαμιάς στον Γολγοθά. Γιατί το δυστύχημα με τα τόσα πολλά θύματα που έφυγαν από τη ζωή, με τους τόσους συνανθρώπους μας που χαροπαλεύουν, με τις τόσες οικογένειες που πάσχουν με ό,τι συνέβη και πάνε να χάσουν το μυαλό τους, συνιστούν έναν Γολγοθά. Βλέπουμε με τα μάτια της πίστεως τον ίδιο τον Χριστό να πάσχει, να προεκτείνεται το πάθος Του μέσα από τα παιδιά Του τα πονεμένα αυτά, να σταλάζει αίμα η καρδιά Του. Και ξέρουμε γι’ αυτό ότι και η Παναγία Μητέρα παρευρίσκεται συμπάσχουσα και ικετεύουσα και δεομένη. Όπως τότε κάτω από τον Σταυρό, έτσι και τώρα, όπως και κάθε φορά βεβαίως που πάσχουν τα αγαπημένα της παιδιά: είναι εκεί, αοράτως παρούσα, πανταχού παρούσα μέσα στον πανταχού παρόντα και τα πάντα πληρούντα Κύριο και Θεό της. Και κλαίει και οδυνάται και ενισχύει και παρηγορεί. Κι είναι εκείνη, πέρα από τον ίδιο τον Θεό, που είναι ό,τι περισσότερο αναγκαίο υπάρχει, δίνοντας ώθηση σε κάθε ανθρώπινη βοήθεια πια χρειάζεται, δίνοντας φωτισμό σε κάθε άνθρωπο που σπεύδει να συμπαρασταθεί στον πόνο και την οδύνη.

Κι από την άποψη αυτή οι Χαιρετισμοί που κάθε φορά προβάλλουν το πάντιμο και λατρευτό πρόσωπό της έρχονται την πιο κατάλληλη στιγμή. Γιατί η Παναγία είναι το «Πρώτων Βοηθειών». Γιατί φανερώνει ότι ποτέ δεν είμαστε μόνοι μας στη ζωή αυτή, είτε στις ευτυχίες είτε στις δυστυχίες. Και πώς να είμαστε μόνοι, βεβαίως, όταν υπόθεση του κόσμου όλου είναι ο ίδιος ο Θεός μας, ο Οποίος είναι η πηγή της ζωής και τίποτε δεν γίνεται αν Εκείνος δεν το επιτρέψει, κατ’ ευδοκίαν ή κατά παραχώρησιν; Και μην σπεύσει κανείς να εγείρει την ένσταση, «γιατί τότε ως Παρών δεν σταμάτησε τα επερχόμενα δεινά;», διότι τότε θα αρνούμασταν την ελευθερία που μας δώρισε να αυτοκαθοριζόμαστε, θα βλασφημούσαμε στην ουσία την ίδια τη Σταυρική Του θυσία!

Οπότε κατανοούμε έτσι και το παραδειγματικό στοιχείο της στάσεως της Παναγίας: κάτω από τον Σταυρό οδυνάται και φλέγεται, αλλά χωρίς να χάνει την ελπίδα και την πίστη της – γνωρίζει ότι η αγάπη του Υιού και Θεού της έχει ένα σχέδιο που μπορεί να της διαφεύγει, αλλά υφίσταται. Και στη στάση αυτή ωθεί και εμάς: η οδύνη μάς διακατέχει πράγματι, φλεγόμαστε, δεν μπορούμε να ησυχάσουμε, θυμώνουμε, εξοργιζόμαστε ίσως με ό,τι συνέβη, απαιτούμε την απόδοση της δικαιοσύνης. Μα, ξέρουμε ότι πέρα από αυτά τα ανθρώπινα: όλα περικλείονται μέσα στην ακατανόητη πολλές φορές για τα δεδομένα μας αγάπη Του προς τον κόσμο. Και γι’ αυτό δεν απελπιζόμαστε, δεν τα «σπάμε», δεν διαγράφουμε τα πάντα. Γιατί η αγάπη Του είναι αυτή που τελικώς θα νικήσει, αποκαλύπτοντάς μας όλο το βάθος της πραγματικότητας που τώρα δεν βλέπουμε. Κλαίμε και περιμένουμε. Αλλά και θυμόμαστε: «είτε ζωντανοί είτε κεκοιμημένοι ανήκουμε στον Κύριο». «Πάντες γαρ Αυτώ ζώσι», όλοι είναι ζωντανοί γι’ Αυτόν!     

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΕΝ ΙΟΡΔΑΝΗ

 

«Ο όσιος Γεράσιμος μεγάλωσε από παιδί με τον φόβο του Κυρίου και αφού περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα, προχώρησε στην εσώτερη έρημο της Θηβαΐδος, όταν βασιλιάς ήταν ο Κωνσταντίνος ο λεγόμενος Πωγωνάτος, εγγονός του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Έκανε τόσους μεγάλους ασκητικούς αγώνες και ήταν τόσο κοντά στον Θεό, ώστε να εξουσιάζει και τα άγρια θηρία. Διότι ένα λιοντάρι τον διακονούσε, επιτελώντας διάφορα διακονήματα, και μάλιστα να βγάζει για βοσκή και να επιστρέφει έναν όνο που έφερνε νερό. Όταν κάποτε κάποιοι έμποροι του δρόμου έκλεψαν τον όνο, τον οποίο έδεσαν στις καμήλες τους, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι το λιοντάρι κοιμόταν, ο μοναχός που υπηρετούσε τον όσιο, βλέποντας το βράδυ το λιοντάρι να βρίσκεται μόνο του στο κελί, αγανάκτησε. Κι επειδή νόμισε ότι φαγώθηκε από αυτό, ανέφερε τούτο στον Γέροντα. Αυτός τότε έδωσε εντολή να αναλάβει το λιοντάρι την υπηρεσία του όνου. Πράγματι το λιοντάρι την δέχτηκε και για όσο χρόνο ο όνος βρισκόταν στα χέρια των εμπόρων, αυτό έφερνε τα δοχεία νερού στους ώμους του, και τρέχοντας, σαν να έκανε αγώνα δρόμου, αναγκαζόταν να φέρνει το νερό.

Αλλά οι έμποροι επέστρεφαν και πάλι από τον ίδιο δρόμο, όταν το λιοντάρι ήταν στο ποτάμι για να πάρει νερό. Το λιοντάρι είδε και αναγνώρισε τον όνο που ακολουθούσε τις καμήλες, όρμησε ξαφνικά προκαλώντας την κατάπληξη των εμπόρων, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή. Άδραξε τότε το χαλινάρι και τράβηξε τον όνο, ο δε όνος τις καμήλες που ακολουθούσαν, καθώς ήταν δεμένες η μία με την άλλη, όπως τις συνήθιζαν, έως ότου οδήγησε τον όνο και τις καμήλες στο κελί. Και κτυπώντας τη θύρα με την ουρά του, τα έφερε στον Γέροντα σαν κυνήγι. Αυτός τότε μειδίασε και λέει προς τον μοναχό που τον υπηρετούσε: Χωρίς λόγο λοιπόν βάλαμε επιτίμιο στο λιοντάρι. Γι’ αυτό, ας απαλλαγεί από τις συνηθισμένες αγγαρείες και ας πάει να βόσκει και να ζει όπως θέλει. Τότε  το λιοντάρι έκλινε το κεφάλι του και σαν να συμφώνησε με τον Γέροντα άφησε το όρος και παρουσιαζόταν μία φορά την εβδομάδα, κατά την οποία προσερχόταν σ’ αυτόν και έσκυβε το κεφάλι, σαν να προσκυνάει.

Όταν πέθανε δε ο Γέροντας, ήλθε για να αποδώσει τη συνηθισμένη ευχή. Επειδή όμως δεν βρήκε τον όσιο κι έμαθε από τον διακονητή του μοναχό ότι πέθανε και μπήκε σε τάφο, πρώτα μεν θρήνησε πολύ με μικρά βρυχήματα, κι ύστερα με μεγάλο βρυχηθμό άφησε κι αυτό την πνοή του. Έτσι δοξάζει ο Θεός αυτούς που Τον δοξάζουν και κάνει και τα θηρία να τους υπακούνε, αυτούς που διατηρούν το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν άσπιλο και καθαρό».

Ο όσιος Γεράσιμος είναι μία από τις πιο ωραίες παρουσίες στην ασκητική παράδοση της Εκκλησίας μας. Όχι μόνο για την ασκητική του διαγωγή, αλλά και για την ιδιαίτερη σχέση του με τον ιδιότυπο «υποτακτικό» του, τον ανθρωπόμορφο λέοντα. Το λιοντάρι του αγίου Γερασίμου έχει ταυτιστεί μαζί του τόσο, ώστε οι περισσότερες εικόνες του να απεικονίζουν  και αυτό μαζί με εκείνον. Ασφαλώς δεν είναι η μοναδική περίπτωση,  που θηρία είναι υποταγμένα σε αγίους. Αρκετά συχνά σε συναξάρια βρίσκουμε παρόμοια φαινόμενα, όπως για παράδειγμα στις 11 Φεβρουαρίου μνημονεύεται ο άγιος αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας Βλάσιος, ο οποίος σε όρος ζώντας, με την ευλογία του ξημέρωνε όλα τα άγρια θηρία. Ακόμη και στη νεώτερη εποχή είναι γνωστή η περίπτωση της αρκούδας του οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ, για να μην αναφερθούμε και στον όσιο Παΐσιο, που και αυτού η πολύ φιλική σχέση με τα ζώα είναι γνωστή. Κατά την πίστη μας, η εξήγηση είναι απλή: ο Δημιουργός Θεός έθεσε τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού άνθρωπο να άρχει επί όλων των ζώων της γης. Τα ζώα σε αυτόν προσέβλεπαν και αυτόν υπάκουαν, επειδή αυτός προσέβλεπε και υπάκουε  στον Δημιουργό Του. Η αμαρτία όμως που εισήλθε στον άνθρωπο, έφερε μεταξύ των άλλων και την ανατροπή αυτή: τα ζώα έγιναν εχθρικά απέναντί του, κάτι που αποκαταστάθηκε μετά τον ερχομό στον κόσμο του ενανθρωπήσαντος Θεού μας. Από τη στιγμή που ο Χριστός εξάλειψε την αμαρτία και καθάρισε την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, δόθηκε στον άνθρωπο και πάλι η χάρη της βασιλείας του επί της κτιστής φύσεως, στον βαθμό που επιτρέπει τούτο βεβαίως ο ίδιος ο Χριστός, στο μεταξύ διάστημα που βρισκόμαστε μέχρι τη Δευτέρα Του παρουσία.

Έτσι, για να επανέλθουμε στον όσιο Γεράσιμο, η υπακοή του λέοντα ήταν η υπακοή στον χαρισματούχο άνθρωπο, τον αποκαταστημένο ενώπιον του Θεού, με την καθαρότητα της εικόνας του Θεού στην καρδιά του. Η υπακοή του δηλαδή ήταν η συνέχεια της υπακοής των θηρίων στον πρώτο Αδάμ, προ της πτώσεώς του στην αμαρτία, εκεί που η εξουσία του επ’ αυτών φανερωνόταν και με το όνομα που αυτός έδινε στα θηρία. Κι αυτό ακριβώς τονίζει και ο υμνογράφος της ακολουθίας του. «Δόθηκε σαν βραβείο στον Γεράσιμο ένας υπηρέτης θηρίο, επειδή πριν φύγει από τη ζωή φόνευσε τα θηρία των παθών του» (στίχοι συναξαρίου). Κι αλλού: «Επειδή φύλαγες την αξία του κατ’ εικόνα, θεοφόρε, φάνηκες φοβερός στα ανήμερα θηρία» (ωδή ζ΄). Με άλλα λόγια, βασίλεψε πρώτα πάνω στα πάθη του ο άγιος, κι έπειτα του δόθηκε η χάρη να βασιλέψει και πάνω στο λιοντάρι. Τα θηρία αναγνωρίζουν προφανώς τον άνθρωπο του Θεού, τον άνθρωπο δηλαδή που τα αγαπά γνήσια. Το γεγονός ότι έχουμε φαινόμενα που άγιοι κατασπαράσσονται από θηρία, δεν ακυρώνει την αλήθεια αυτή. Τούτο γίνεται, διότι ο Θεός κρίνει ότι με τον τρόπο αυτό οι άγιοι θα κέρδιζαν πιο εύκολα τον Παράδεισο. Το μαρτύριο του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου είναι μία πολύ καλή απάντηση επ’ αυτού.

Ο υμνογράφος Γεώργιος δεν επεκτείνεται άλλο σ’ αυτό το θέμα. Θα μπορούσε να μνημονεύσει και την υπακοή των λιονταριών στον προφήτη Δανιήλ, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, όταν τον είχαν ρίξει σ’ αυτά μέσα σ’ έναν λάκκο. Δεν το κάνει όμως. Και μάλλον διότι περισσότερο τον ενδιαφέρει να προβάλει την πνευματική προσωπικότητα του οσίου Γερασίμου. Κι είναι αλήθεια: τα περισσότερα τροπάρια της ακολουθίας του έχουν ως περιεχόμενο την αναζήτηση του Θεού εκ μέρους του, όταν περιπλανιόταν στις ερημιές, στις σπηλιές και στα όρη, και την αδιάκοπη ενατένισή του προς τον πόθο του Κυρίου του, με αποτέλεσμα να καταυγαστεί από το φως του Πνεύματος του Θεού. «Όσιε Πάτερ Γεράσιμε, ζώντας με πίστη πάντοτε στις ερημιές και στα σπήλαια και στα όρη, τον Θεό εκζήτησες και Αυτόν βρήκες, όπως ακριβώς ήταν η βαθιά σου επιθυμία» (στιχηρό εσπερινού). «Ήσουν προσηλωμένος πάντοτε προς τον άυλο πόθο του Κυρίου, Πάτερ όσιε». «Καταφωτίστηκαν τα νοητά μάτια της ψυχής σου από την έλλαμψη του Πνεύματος του Θεού, θεοφόρε, και τα προσήλωσες στο αιώνιο φως με την αρετή σου» (ωδή α΄). Η κρίση του υμνογράφου Γεωργίου είναι ορθή: δεν θέλει να μας αποπροσανατολίσει με ένα σπουδαίο ασφαλώς γεγονός: το «ανθρώπινο» λιοντάρι, γιατί το ουσιώδες γι’ αυτόν είναι η πνευματική διαγωγή του οσίου, η οποία και μόνη, αν ακολουθηθεί, εκβάλλει στη βασιλεία του Θεού. Με έναν λόγο, τον υμνογράφο τον ενδιαφέρει η αιτία της αγιότητάς του και όχι ένα από τα αποτελέσματα αυτής.

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΠΡΩΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 

«Τῇ μαρτυρικῇ σου πρός Θεόν παρρησίᾳ Θεόδωρε, τό τοῦ ἀποστάτου, κατά τῆς Χριστοῦ πίστεως μηχάνημα, μάταιον ἀπετέλεσας· ὑπέρμαχος τῷ εὐσεβοῦντι χρηματίσας λαῷ, δι’ ἐπιστασίας φρικτῆς, τῶν μεμολυσμένων βρωμάτων θυσίαις εἰδωλικαῖς αὐτούς λυτρωσάμενος· ὅθεν σε καί εἰδώλων καθαιρέτην καί ὡς τῆς ποίμνης Χριστοῦ σωτῆρα καί φύλακα, καί προστάτην ἡμῶν εὐεπήκοον, τιμῶντες, δεόμεθα ἐν ᾅσμασιν, ἱλασμόν καί φωτισμόν, διά σοῦ δωρηθῆναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν» (Ἀπόστιχα αἴνων, ἰδιόμελον εἰς ἦχον γ΄).

(Μέ τήν παρρησία πού ἔχεις πρός τόν Θεό ὡς μάρτυς, Θεόδωρε, ὁδήγησες στό κενό τό σχέδιο τοῦ ἀποστάτη βασιλιᾶ Ἰουλιανοῦ κατά τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Διότι ὡς ὑπερασπιστής τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ λύτρωσες, μέ τή φοβερή ἐμφάνισή σου, τούς πιστούς ἀπό τά μολυσμένα φαγητά λόγω τῶν εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν. Γι’ αὐτό, τιμώντας σε καί ὡς καταστροφέα τῶν εἰδώλων καί ὡς σωτήρα καί φύλακα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ὡς γρήγορο προστάτη μας, σέ παρακαλοῦμε μέ τούς ὕμνους μας νά δωρίσει ὁ Κύριος μέ τίς πρεσβεῖες σου στίς ψυχές μας τό ἔλεος καί τόν φωτισμό Του).

Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τό Σάββατο τῆς πρώτης ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν δέν εἶναι ψυχοσάββατο κατά τόν τύπο τοῦ Σαββάτου τῆς παραμονῆς τῆς Κυριακῆς τῶν Ἀπόκρεω, ἀλλά εἶναι ἀφιερωμένο στόν ἅγιο μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο τόν Τήρωνα, λόγω μίας θαυμαστῆς ἐπέμβασής του, μέ τήν ὁποία ἔσωσε τόν πιστό λαό τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό μολυσμένα εἰδωλολατρικά φαγητά. Ὅπως σημειώνει τό σύντομο συναξάρι τῆς ἡμέρας «ὁ (αὐτοκράτορας) Ἰουλιανός ὁ παραβάτης, γνωρίζοντας ὅτι οἱ χριστιανοί κατεξοχήν καθαρίζουν τίς ψυχές τους μέ νηστεία τήν πρώτη ἑβδομάδα τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία καί μεῖς οἱ πιστοί γιά τόν λόγο αὐτόν τήν ὀνομάζουμε καθαρά ἑβδομάδα, σκέφτηκε τότε κυρίως νά τούς μολύνει. Γι’ αὐτό καί πρόσταξε κρυφά, νά βάλουν στήν ἀγορά ἐκεῖνες τίς ἡμέρες τρόφιμα πού εἶχαν μιανθεῖ ἀπό τά αἵματα τῶν εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν. Μέ θεϊκή ἐπίνευση ὅμως φάνηκε ὁ μάρτυς Θεόδωρος στόν τότε ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Εὐδόξιο τήν ὥρα πού κοιμόταν καί τοῦ φανέρωσε τό σχέδιο, ἐνῶ τοῦ παράγγειλε νά συγκαλέσει τούς πιστούς ἀμέσως τό πρωί τῆς Δευτέρας καί νά τούς ἐμποδίσει νά χρησιμοποιήσουν ἐκεῖνα τά τρόφιμα· τήν ἔλλειψη δέ τῆς ἀναγκαίας τροφῆς νά τήν ἀναπληρώσουν πρόχειρα μέ κόλλυβα πού θά φτιάξουν, δίνοντας ὁ ἅγιος τήν ἑρμηνεία ὅτι κόλλυβα ὀνομάζουμε ἐμεῖς στά Εὐχάϊτα τό βρασμένο σιτάρι. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ματαιώθηκε ὁ σκοπός τοῦ παραβάτη αὐτοκράτορα, ἐνῶ ὁ εὐσεβής λαός πού διαφυλάχθηκε ἀμόλυντος καθόλη τήν καθάρσιμη ἑβδομάδα, ἀπέδωσε στόν μάρτυρα τήν εὐχαριστία κατά τό Σάββατο αὐτό, τελώντας τή μνήμη του μέ κόλλυβα. Κι αὐτά μέν συνέβησαν περί τά μέσα τοῦ 4ου αἰῶνα, ἡ δέ Ἐκκλησία ἐπιτελεῖ κάθε χρόνο τήν ἀνάμνηση τοῦ θαύματος πρός δόξα Θεοῦ καί τιμή τοῦ μάρτυρα».