07 Μαρτίου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΥΛΟΣ Ο ΑΠΛΟΥΣ

«Αυτός ο εν αγίοις Πατήρ ημών Παύλος, που προσαγορεύτηκε και απλός, ήταν γεωργός και άξεστος υπερβολικά, άκακος όμως και απονήρευτος, όσο κανείς άλλος. Είχε και γυναίκα δύστροπη και μοιχαλίδα, χωρίς να το ξέρει ο δίκαιος για μεγάλο διάστημα. Μία ημέρα λοιπόν που ήλθε από τον αγρό ξαφνικά, παρά τη συνηθισμένη ώρα, όπως ήταν φυσικό να συμβαίνει βρήκε την ομόζυγό του να μοιχεύεται στο σπίτι του. Γέλασε σεμνά και τους λέγει: Καλά, καλά, δεν με νοιάζει, μα τον Ιησού. Εγώ από τώρα και εξής δεν πρόκειται να την δω στα μάτια μου. Κράτα την λοιπόν, αυτήν και τα παιδιά της, κι εγώ φεύγω και θα γίνω μοναχός.

Κι αμέσως άφησε τα πάντα, αφού τα οικονόμησε καλά, κι απήλθε προς τον Μακάριο Αντώνιο. Κτύπησε τη θύρα και βγήκε ο μακάριος Αντώνιος και του λέγει: Ποιος είσαι, αδελφέ; Και τι ζητάς εδώ; Αυτός τότε: Ξένος είμαι, είπε, και ήλθα σε σένα να γίνω μοναχός. Ο άγιος τότε του λέει: είσαι εξήντα ετών γέρος, γι’ αυτό δεν μπορείς να γίνεις μοναχός ούτε και να υπομείνεις τις θλίψεις και τη δυσκολία του όρους. Πήγαινε καλύτερα σε Κοινόβιο, για να βρεις άφθονα τα σωματικά και να ζήσεις εκεί άκοπα μαζί με τους αδελφούς. Διότι οι αδελφοί θα σε βοηθήσουν στην αδυναμία σου. Κι αυτό γιατί εγώ κάθομαι μόνος εδώ και τρώω ανά πέντε ημέρες κι αυτό πολύ λίγο. Αυτός δε δεν ανεχόταν να ακούει τον Γέροντα, αλλά τον πίεζε να μείνει μαζί του. Επειδή δεν μπόρεσε ο άγιος να τον απομακρύνει, έκλεισε τη θύρα του κελλιού και τον άφησε έξω. Ο Παύλος τότε έμεινε νηστικός και δεν έφυγε. Την τέταρτη ημέρα, λόγω επείγουσας ανάγκης, άνοιξε ο άγιος το κελλί, βρήκε τον Παύλο και του λέει: Φύγε, γέρο, από εδώ, μη με αναγκάζεις, δεν μπορείς να είσαι μαζί μου. Ο Παύλος του λέει: Είναι αδύνατο να πάω αλλού.

Τότε είδε ο άγιος ότι αυτός δεν είχε ούτε σακούλι ούτε ψωμί ούτε νερό ούτε κάτι άλλο και του λέει: εάν έχεις υπακοή και ό,τι ακούσεις από εμένα το κάνεις πρόθυμα και αγόγγυστα, μπορείς να σωθείς και εδώ. Αν όμως δεν μπορείς αυτά, γιατί κουράζεσαι άδικα και δεν γυρίζεις εκεί από όπου ήρθες; Αποκρίθηκε ο Παύλος και του λέει: Όσα μου πεις θα τα κάνω όλα πρόθυμα. Και ο άγιος: Στάσου λοιπόν και προσευχήσου, μέχρις ότου βγω πάλι και θα σου δώσω εργασία. Μπήκε λοιπόν στη σπηλιά ο μακάριος και τον πρόσεχε από ένα μικρό άνοιγμα, να στέκεται ακίνητος στην προσευχή επί μία εβδομάδα, και να ψήνεται κάτω από τον καυτό ήλιο.

Μετά από αυτά βγήκε ο άγιος, έλαβε από τους φοίνικες και του λέει: Πάρε και πλέξε σειρά, όπως βλέπεις εμένα να πλέκω. Έπλεξε ο γέρων μέχρι την ενάτη ώρα (τρεις το απόγευμα), δεκαπέντε οργιές με μεγάλο κόπο. Και λέει ο άγιος: Άσχημα την έπλεξες. Λύσε την και πλέξε την από την αρχή. Ήταν δε νηστικός επτά ημέρες. Τα έκανε αυτά ο άγιος, για να δυσφορήσει ο Παύλος και να φύγει από αυτόν. Ο Παύλος όμως με μακροθυμία και ζήλο απέπλεξε τη σειρά, και πάλι αγόγγυστα και ήρεμα την έπλεξε με πολλή τάξη, τόσο που εξέπληξε τον άγιο. Γι’ αυτό και κατανύχτηκε, κι όταν έδυσε ο ήλιος του λέει: Παππούλη, θέλεις να φάμε λίγο ψωμί; Κι ο Παύλος: όπως νομίζεις, πάτερ. Αυτό πάλι έκαμψε τον Γέροντα, κι αφού παρέθεσε τράπεζα, έβαλε τέσσερα κομμάτια ψωμί, βρέχοντας το ένα για τον εαυτό του και τρία για τον γέροντα Παύλο. Άρχισε τότε ο Αντώνιος να ψέλνει ψαλμό, για να δοκιμάσει και μ’ αυτό τον Παύλο, και μάλιστα είπε δύο φορές τον ίδιο ψαλμό. Ο δε Παύλος προσευχόταν με μεγάλη προθυμία μαζί με τον άγιο. Και λέει ο Γέρων στον Παύλο: Κάθισε στο τραπέζι και μην αγγίξεις από τα παρατιθέμενα. Όταν έκανε αυτό που του πρόσταξε, λέει ο άγιος: Σήκω, προσευχήσου και κοιμήσου. Αυτός δε, χωρίς να έχει γευτεί καθόλου τροφή, έκανε έτσι. Περί δε το μεσονύχτιο, σηκώθηκε ο Αντώνιος για προσευχή και σήκωσε και τον Παύλο, οπότε και παρέτεινε τις προσευχές μέχρι της ενάτης ώρας της ημέρας.

Όταν σουρούπωσε αρκετά, έφαγε ο Αντώνιος τον ένα άρτο, χωρίς να αγγίξει άλλον. Ο δε Παύλος που έτρωγε πιο αργά, είχε ακόμη τον άρτο από τον οποίο έτρωγε. Κι όταν πια τον τελείωσε, λέει ο Αντώνιος: Παππούλη, φάε και άλλον άρτο. Λέει ο Παύλος: Εάν φας κι εσύ θα φάω κι εγώ. Λέει ο Αντώνιος: Για μένα είναι αρκετός, γιατί είμαι μοναχός. Και ο Παύλος: Λοιπόν, επειδή κι εγώ μοναχός θα γίνω, αρκεί και σ’ εμένα. Σηκώθηκαν λοιπόν και έψαλλαν. Κι αφού κοιμήθηκαν για λίγο, πάλι σηκώθηκαν κι άρχισαν να ψάλλουν. Όταν ξημέρωσε, τον έστειλε να γυρίζει στην έρημο και μετά από τρεις ημέρες να επιστρέψει. Έγινε κι αυτό, οπότε ήλθαν αδελφοί προς τον Γέροντα. Και πρόσεχε ο Παύλος τι όφειλε να κάνει. Και ο άγιος του λέει: Να διακονείς τους αδελφούς σιωπηρά, χωρίς να γευτείς τίποτε μέχρι να φύγουν. Και έως την τρίτη ημέρα, ο Παύλος δεν γεύτηκε τίποτε. Οι δε αδελφοί τον ρωτούσαν: Για ποιο λόγο είσαι σιωπηλός; Επειδή αυτός δεν αποκρινόταν, λέει ο άγιος προς αυτόν: Μίλησε στους αδελφούς, οπότε άρχισε να ομιλεί.

Κάποια μέρα έφερε κάποιος στον μακάριο Αντώνιο ένα δοχείο από μέλι και το έχυνε στη γη. Όταν έγινε αυτό, λέει ο Γέρων στον Παύλο: παιδάκι, μάζεψε το μέλι και πρόσεξε μη τυχόν κάτι από αυτό αχρηστευθεί. Έγινε κι αυτό χωρίς καθόλου να ταραχτεί ή να αλλοιωθεί. Σε άλλο δε καιρό, προστάχτηκε να αντλεί νερό και όλη την ημέρα να το χύνει χωρίς λόγο. Κι άλλοτε έσχισε το ιμάτιό του και τον πρόσταξε να το ράψει με επιμέλεια. Όταν λοιπόν τον είδε ο άγιος να κάνει ό,τι του πρόσταζε αγόγγυστα και ανεμπόδιστα, του λέει: Λοιπόν, αδελφέ. Εάν μπορείς να κάνεις έτσι κάθε ημέρα, να μείνεις μαζί μου. Αν δεν μπορείς όμως, πήγαινε από εκεί που ήλθες. Ο δε Παύλος του λέει: Εάν έχεις να μου δείξεις κάτι περισσότερο, δείξε μου, επειδή όσα είδα μέχρι τώρα, τα κάνω όλα εύκολα.

Τέτοια και τόσο μεγάλη υπακοή και ταπείνωση απέκτησε ο μακάριος, ώστε να λάβει χάρισμα κατά των δαιμόνων και να τους διώχνει. Πληροφορήθηκε λοιπόν από τον Θεό ο Αντώνιος και τον είχε μαζί του για κάποιο διάστημα. Έπειτα, του κατασκεύασε κελλί και τον έβαλε να κάθεται εκεί, ώστε να μάθει και τις πανουργίες εκείνων και να τους πολεμά. Κάθισε ένα χρόνο μόνος του ο Παύλος και αναδείχτηκε σε θαυματουργό. Κι αφού υπηρέτησε τον Θεό άξια, απήλθε προς τις ουράνιες μονές».

Δεν έχουν περάσει παρά λίγες ημέρες, που εορτάσαμε τον εν αγίοις πατέρα ημών Νικόλαο Πλανά (2 Μαρτίου). Και να σήμερα που η Εκκλησία μας εορτάζει έναν επίσης άγιο, με το ίδιο χάρισμα αγιότητας, την κατά Θεόν απλότητα. Η απλότητα ανέδειξε τον Παύλο σε μεγάλο όσιο, η απλότητα ανέδειξε επίσης σε μεγάλο άγιο τον παπα Νικόλα Πλανά. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν προτείνει ορισμένοι με την ίδια προσαγόρευση με τον όσιο Παύλο να προσαγορεύεται και ο παπα Νικόλας: ο απλός. Ο νέος όσιος της Εκκλησίας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο υμνογράφος του οσίου Παύλου, αυτό επισημαίνει ως πρώτο από όλα για τον όσιο Παύλο: «Έκανες ωραίο, όσιε, τον εαυτόν σου με τους τρόπους της απλότητας κι αναδείχτηκες απλός και πράος και ήσυχος, Παύλε μακάριε, κι έγινες γνήσιος υπηρέτης του Παντοκράτορα Θεού με τον λαμπρό βίο σου» (στιχηρό εσπερινού). Αιτία για την ανάδειξη σε άγιο εκείνου που έχει την κατά Θεόν απλότητα είναι ότι η αρετή αυτή φανερώνει τη μεγίστη όλων των αρετών, την ταπείνωση.  Όπου δηλαδή απλότητα, εκεί και ταπείνωση. Κι όπου ταπείνωση, εκεί κι η χάρη κι η αγάπη του Θεού. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». «Μόνος εσύ ανάμεσα στους μαθητές του Χριστού κλήθηκες απλός, Παύλε, ως τύπος της ταπεινοφροσύνης και μυρίπνοη μυροθήκη της απλότητας» (στιχηρό εσπερινού). «Αληθινά, Παύλε, φάνηκες μέγας ανάμεσα στους ασκητές, γιατί είχες ως κόσμημά σου την ταπείνωση, και δέχτηκες γι’ αυτό τη λαμπρότητα των μεγάλων χαρίτων του Θεού» (ωδή ε΄). «Γέμισες από το άυλο θεϊκό φως, επειδή ήσουν πράος, ταπεινός και γεμάτος από απλότητα (ωδή ς΄).

Ο άγιος υμνογράφος Γεράσιμος δεν μπορεί παρά να επικεντρώσει σε μεγάλο βαθμό την προσοχή του στη στάση του αγίου και μεγάλου Αντωνίου, του καθηγητή της ερήμου. Μπροστά στο «φαινόμενο» Παύλο, ακόμη κι αυτός ο αυστηρότατος ασκητής υποκλίνεται. Τον θαυμάζει και τον κάνει μέτοχο και της δικής του ζωής, ώστε τελικώς βλέποντας τον όσιο Παύλο τον όσιο Αντώνιο ταυτοχρόνως να βλέπουμε και να ευφημούμε, σαν ένα είδος «εκμαγείου» του. «Αναδείχτηκες θεοειδής μύστης του θείου Αντωνίου, Παύλε θεοφόρε, και μιμητής του και όργανο της απάθειας» (στιχηρό εσπερινού). «Πραγματικά θαύμασε ο μέγας Αντώνιος τον θερμό πόθο της ψυχής σου και τη σταθερότητα του νου σου και το ανυποχώρητο φρόνημά σου για τα ανώτερα. Διότι έγινες, Παύλε, μιμητής του και ίδιος με τους τρόπους της ζωής του κι αξιώθηκες με τους αγώνες της άσκησής σου πλούσια χαρίσματα» (στιχηρό εσπερινού).

Ο μεγάλος υμνογράφος αποπειράται να εξηγήσει το παράδοξο πράγματι γεγονός, του πώς ένας προχωρημένης ηλικίας άνθρωπος και άγευστος ασκητικών αγώνων μπόρεσε να ακολουθήσει την αυστηρή ασκητική διαγωγή του οσίου Αντωνίου σαν να ήταν η διασκέδασή του, η τρυφή και η χαρά του. Κι η εξήγηση που δίνει είναι μία: η βαθειά αγάπη προς τον Θεό, η καύση της καρδιάς του για Εκείνον. «Τους κόπους της ασκητικής ζωής τους θεώρησες σαν διασκέδαση, όσιε, γιατί ήσουν πυρπολημένος από τη θεία αγάπη» (λιτή). Κι ακριβώς αυτό τον κάνει να θαυμάσει το άλλο παράδοξο: πώς ένας μεγάλος άνθρωπος παρουσίασε ένα φρόνημα κυριολεκτικά νεανικό. Ακριβώς όμως για να επιβεβαιωθεί η αλήθεια ότι όπου υπάρχει η αγάπη προς τον Θεό, εκεί η καρδιά του ανθρώπου παραμένει πάντοτε νέα και γεμάτη δύναμη. «Εκπαιδεύτηκες καλά στα χέρια του μεγάλου Αντωνίου και επέδειξες προς τους αγώνες της άσκησης νεανικό φρόνημα κατά το γήρας» (δοξαστικό εσπερινού). Κι αλλού, σ’ ένα τροπάρι της λιτής: «Σήκωσες στους ώμους σου τον σταυρό και περιφρόνησες  την ηλικία του γήρατος, γι’ αυτό και έγινες δούλος του Σωτήρα, κατά τον θείο Παύλο, ζώντας τον καινούργιο τρόπο της ζωής που έφερε ο Χριστός».

06 Μαρτίου 2023

ΚΑΤΑΠΟΝΤΙΖΟΜΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΙΚΥΜΙΑ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΜΟΥ…

ΔΕΥΤΕΡΑ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 «Ὁ μόνος ἀγαθός, ἡ πηγή τοῦ ἐλέους, ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων ὡς Θεός τά τοῦ κόσμου ἐγκλήματα, σῶσόν με ἁμαρτημάτων τρικυμίᾳ ποντούμενον, μετανοίας πρός ὅρμον ἰθύνων με» (α΄ωδή Τριωδίου).

 (Μόνε αγαθέ Κύριε, που είσαι η πηγή του ελέους και ο Αμνός του Θεού, Συ που σηκώνεις ως Θεός τα εγκλήματα και τις αμαρτίες του κόσμου, σώσε με καθώς καταποντίζομαι από την τρικυμία των αμαρτημάτων μου, κατευθύνοντάς με προς το λιμάνι της μετάνοιας).

Με τη χάρη του Θεού αναγνωρίζει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος ότι βρίσκεται σ’ έναν κόσμο που κείται στην αμαρτία, συνεπώς ανά πάσα στιγμή υπάρχει ο κίνδυνος καταποντισμού του. Ποιος μπορεί να καυχηθεί ότι είναι αμέτοχος αμαρτιών; Μπορεί ο χριστιανός να έχει βαπτισθεί και να έχει γίνει μέλος Χριστού, όμως δεν παύει στον κόσμο αυτόν να δέχεται τις επιρροές του «παλαιού» ανθρώπου στην ύπαρξή του, καθώς και τις επιρροές του όλου (εξίσου αμαρτωλού) περίγυρού του, κυρίως δε τις επιθέσεις του Πονηρού, ο οποίος χαρά έχει, στον βαθμό που του επιτρέπει βεβαίως ο παντοδύναμος Κύριος, να ταλαιπωρεί τον άνθρωπο και να θέλει να τον σύρει στη δική του κόλαση και τη δική του δυστυχία. Μας μεταφέρει στο σημείο αυτό ο υμνογράφος στον καταποντισμό του αποστόλου Πέτρου στη θάλασσα της Γαλιλαίας, όταν θέλησε να περπατήσει σαν τον Κύριο πάνω στα κύματα. Τα κύματα «έκλεψαν» την προσοχή του και χάνοντας την προσήλωσή του στον Κύριο που τον καλούσε, άρχισε να βυθίζεται και να χάνεται! «Κύριε, σῶσόν με», άρχισε να κραυγάζει. Κι ο Κύριος βεβαίως τον έσωσε, ελέγχοντας όμως την ολιγοπιστία του. Στην ίδια θέση, λέει ο υμνογράφος ότι είναι και ο ίδιος, συνεπώς όλοι οι πιστοί. Τα κύματα της θάλασσας της ζωής, κύματα της αμαρτίας, πάνε να μας ρουφήξουν και να καταποντιστούμε. Όμως, όπως και ο Πέτρος, έτσι κι ο υμνογράφος: έχει μπροστά του τον Κύριο, τον γεμάτο αγάπη, Αυτόν που σήκωσε τις αμαρτίες όλου του κόσμου πάνω Του για τη σωτηρία μας, οπότε σ’ Αυτόν κραυγάζει: σώσε με, Κύριε του ελέους. Για να προσθέσει όμως πού βρίσκεται η σωτηρία αυτή: μόνο στη μετάνοια. Η μετάνοια συνιστά το λιμάνι της ζωής, την ασφάλεια του ανθρώπου, γιατί είναι ο μονόδρομος που οδηγεί αμέσως στο σπίτι του Πατέρα.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΑΜΟΡΙΩ

 

«Οι άγιοι αυτοί ήταν οι πρώτοι της πόλης του Αμορίου. Όταν επί της βασιλείας του Θεοφίλου κυριεύτηκε το Αμόριο από τους Αγαρηνούς, οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι από αυτούς, επειδή ήταν στρατηγοί και ταξιάρχες και μέτοχοι του πρώτου γένους στους Ρωμαίους. Δεν πρόδωσαν όμως την πίστη τους στον Χριστό ούτε από δειλία ούτε από αγάπη για τη ζωή αυτή ούτε από μαλθακότητα ούτε από την πολυχρόνια ταλαιπωρία. Διότι δεν χαλάρωσε ο τόνος της ψυχής τους από τη σωματική κάκωση και τον εγκλεισμό τους, αλλά αφού παρατάχτηκαν απέναντι στους εχθρούς με ανδρείο φρόνημα και γενναιότητα ψυχής και δεν καταδέχτηκαν να αρνηθούν την πίστη τους στον Χριστό, με χαρά δέχτηκαν την αποτομή των κεφαλών τους».

Όπως χαίρεται κανείς, όταν έχει επενδύσει σ᾽αυτόν τον κόσμο, για τα καινούργια πολύτιμα μάλιστα ρούχα του, κατά τον ίδιο τρόπο πανηγυρίζει, μας λέει ο υμνογράφος των αγίων άγιος Ιωσήφ, και η Εκκλησία σήμερα, διότι ντύθηκε τη νέα στολή των αιμάτων των νέων αθλοφόρων. «Η Εκκλησία σήμερα πανηγυρίζει μυστικά, γιατί ντύθηκε νέα στολή, σαν πορφύρα και χρυσό ένδυμα, τα αίματα των νέων αθλοφόρων» (δοξαστικό εσπερινού). Κι αυτό σημαίνει ότι το μαρτύριο για την Εκκλησία μας αποτελεί τη δόξα και το καύχημά της, αφού έτσι βρίσκεται επακριβώς επί τα ίχνη του πρώτου Μάρτυρα, του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού. Δεν παραξενευόμαστε λοιπόν από τις εκτιμήσεις της Εκκλησίας μας διά των ύμνων της, ότι το μαρτύριο των αγίων, όπως των σημερινών, είναι το φως τους και το κάλλος τους, κάτι βεβαίως που ανατρέπει παντελώς τις εκτιμήσεις του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου μας, ο οποίος το μαρτύριο και τον πόνο τον εκτιμά μόνον αρνητικά. Και δικαίως: η φιληδονία ως έκφραση της ουσίας της αμαρτίας εγωισμού αποτελεί τη διηνεκή έγνοια του. «Λαμπρυσμένοι από το κάλλος της φωτεινής και στέρεας άθλησής σας, οδηγηθήκατε στον Χριστό, που θυσιάστηκε ως άνθρωπος, Μάρτυρες» (ωδή α´).

Ο άγιος Ιωσήφ επισημαίνει μάλιστα ότι ο καιρός αυτός των μαρτυρικών αγώνων είναι ο καιρός που αποκαλύπτει την πραγματικότητα ή όχι της πίστεως των χριστιανών. Κι έχει δίκιο: στον καιρό της ειρήνης, τότε που όλα βαίνουν καλώς, είναι πολύ εύκολο να δηλώνει κανείς ότι είναι χριστιανός. Εκεί που θα φανερωθεί όμως η αλήθεια της πίστεώς του είναι όταν κληθεί να διαλέξει μεταξύ της ζωής αυτής και της ζωής με τον Θεό. Διότι τότε θα αναγκαστεί να αποδείξει τι κυριαρχεί μέσα στην καρδιά του, ποιος είναι δηλαδή ο αληθινός θησαυρός του, κατά τον λόγο του Κυρίου: «όπου ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται». Οι άγιοι λοιπόν σαράντα δύο μάρτυρες, μολονότι με αξιώματα και πολλές αφορμές να είναι ριζωμένοι στον κόσμο τούτο, έδειξαν ότι  τα αξιώματά τους τα θεωρούσαν «σκύβαλα», σκουπίδια, προκειμένου να έχουν τον Χριστό ζωντανό στη ζωή τους. «Ο καιρός των αγώνων σε φανέρωσε σε όλους πιστό φίλο του Χριστού» (ωδή γ´). Και πρέπει να το επεκτείνουμε: καιρός των αγώνων δεν είναι μόνον ο καιρός του μαρτυρίου σε εποχή πολέμου και δίωξης της πίστης, αλλά και ο κάθε καιρός που ο χριστιανός αντιμετωπίζει θλίψεις και δοκιμασίες, οι οποίες τον φέρνουν στο οριακό σημείο που κρίνεται η συνείδησή του, με την έννοια ότι πρέπει να μείνει σταθερός στο θέλημα του Θεού, και όχι να εκτραπεί και να το καταπατήσει, προκειμένου τάχα να επιβιώσει. Από την άποψη αυτή ο καιρός των αγώνων συνιστά ευλογία, διότι δίνεται η αφορμή να ξεκαθαριστούν οι πραγματικές διαθέσεις των ανθρώπων.

Ο υμνογράφος βεβαίως μας προβληματίζει και με μία ακόμη σκέψη του. Αναφερόμενος σε έναν από τους μάρτυρες, τον άγιο Θεόδωρο, λέει ότι στο μέσο του σταδίου ευρισκόμενος κήρυξε με ελεύθερη φωνή και ανδρεία τον Χριστό που σαρκώθηκε για χάρη μας. «Σταδίου μέσον παραστάς, τον σωτήριον Λόγον, δι᾽ημάς σαρκωθέντα, ελευθέρα τη φωνή, εκήρυξας ανδρικώς». Κι έχει ιδιαίτερη σημασία ο λόγος του, διότι επισημαίνει ότι η ελευθερία σε έναν κόσμο κυριαρχημένο από τον Πονηρό έχει ως τίμημα το μαρτύριο κι ακόμη και τον θάνατο. Οι άρχοντες του κόσμου τούτου, όργανα οι περισσότεροι του κοσμοκράτορος διαβόλου, δεν είναι εύκολοι στο να δέχονται κριτική και να ελέγχονται για τις πράξεις και τις ενέργειές τους. Το μόνο που ζητούν και απαιτούν είναι η κλίση του αυχένα του λαού, η υποδούλωσή του, προκειμένου να πραγματοποιούν τα άνομα σχέδιά τους, δηλαδή την ανάπαυσή τους και την καλοπέρασή τους. Και δεν ισχύει τούτο μόνο σε εποχές τυραννίας, όπως ίσως θα σκεφτόταν κανείς. Ισχύει δυστυχώς πάντοτε, ακόμη και στις λεγόμενες εποχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Κι αυτό γιατί έτσι λειτουργεί η εκάστοτε εξουσία.

Με τους αγίους μας αναπνέουμε τον πραγματικό αέρα της ελευθερίας. Διότι ζούμε μαζί τους Εκείνον που είναι η αληθινή ελευθερία, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Τη ελευθερία η Χριστός υμάς ηλευθέρωσε, στήκετε και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε». Να στεκόμαστε κι εμείς σ᾽αυτήν την ελευθερία. Πρέπει όμως να αποφασίσουμε να είμαστε πάντοτε μαζί με τον Χριστό, ενταγμένοι στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία. Και να είμαστε έτοιμοι να υποστούμε οποιοδήποτε τίμημα για την επιμονή μας αυτή. Το μαρτύριο είναι το συστατικό του ανθρώπου που θέλει να παραμένει γνήσιος και ελεύθερος άνθρωπος. 

Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ

«Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱός θυγατρός Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἤ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν» (῾Εβρ. 11, 24-25)

(Μέ τήν πίστη ὁ Μωϋσῆς, ὅταν πιά μεγάλωσε, ἀρνήθηκε νά ὀνομάζεται γιός τῆς κόρης τοῦ Φαραώ. Προτίμησε νά ὑποφέρει μαζί μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ, παρά νά ἀπολαμβάνει τήν πρόσκαιρη ἁμαρτωλή ζωή).

῾Η Κυριακή τῆς ᾽Ορθοδοξίας δέν σχετίζεται οὐσιαστικά μέ τό περιεχόμενο τῆς Σαρακοστῆς. ᾽Αποτελεῖ ἱστορική ἐπέτειο τῆς νίκης τῆς ᾽Εκκλησίας μας ἀπέναντι στήν χριστολογική αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας -ἡ ἄρνηση τῶν εἰκόνων ἀπεδείχθη ὅτι σημαίνει ἄρνηση τῆς πραγματικότητος τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστῷ- καί ἀπέναντι γενικῶς σέ ὅλες τίς αἱρέσεις, κάτι πού διατρανώθηκε τό πρῶτον τό 843 μ.Χ. καί ἔκτοτε πανηγυρικῶς ἐπαναλαμβάνεται τήν πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν. ῎Ετσι στήν οὐσία ἡ Κυριακή τῆς ᾽Ορθοδοξίας διασαλπίζει τήν διαχρονική νίκη τῆς ὀρθῆς πίστεως στόν Θεό, γι᾽ αὐτό καί τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου συνιστᾶ ἀκριβῶς μία ἐποποιΐα τῆς πίστεως αὐτῆς, ἐνσαρκωμένης σ᾽ ἐκείνους πού κατεξοχήν «ἐμαρτυρήθησαν διά τῆς πίστεως», τούς μεγάλους Πατριάρχες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τούς ἁγίους Προφῆτες, μέ πρῶτον ἀπό ὅλους τόν μέγα Μωϋσῆ.

1. Πράγματι, ὁ ἀπόστολος μνημονεύει ἰδιαιτέρως γιά τήν πίστη του στόν Θεό τόν Πατριάρχη Μωϋσῆ -ὡς συνέχεια βεβαίως τοῦ προτύπου τῆς πίστεως στόν Θεό, τοῦ ᾽Αβραάμ- διότι ἡ πίστη πού ἐπέδειξε σ᾽ Αὐτόν εἶχε ἔμπρακτο χαρακτήρα: ἦταν μία προσαρμογή τῆς ζωῆς του σ᾽ αὐτό πού ἤξερε ὅτι ἦταν τό θέλημα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.  Ποτέ ἄλλωστε στήν ῾Αγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, ἡ πίστη στόν Θεό δέν ἔχει θεωρητικό ἤ ἁπλῶς νοησιαρχικό χαρακτήρα, διότι μία τέτοια πίστη συνιστᾶ ἁπλή ἰδεολογία, ἀποτελεῖ δηλαδή ἀνθρώπινο διανοητικό κατασκεύασμα, γι᾽ αὐτό καί ἀπορρίπτεται ὡς κάτι κενό καί νεκρό. «῾Η πίστις γάρ χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι». ῾Ο ἀπόστολος χαρακτηρίζει πιστό τόν Μωϋσῆ, διότι ὅταν πιά μεγάλωσε ἐγκατέλειψε τήν ζωή πού ζοῦσε καί ἀκολούθησε μία ἄλλη, ἐντελῶς διαφορετική καί ἀνατρεπτική τῆς προηγουμένης. Κι αὐτό γιατί; Γιά νά ἀκολουθήσει, ὅπως εἴπαμε, αὐτό πού ὁ Θεός εἶχε ἀποκαλύψει στόν λαό Του. «Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱός θυγατρός Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ».

2. ῾Η ἐξέλιξη αὐτή στή ζωή τοῦ μεγάλου ἀνδρός δίνει τό μέτρο τῆς ἀληθινῆς πίστεως -αὐτῆς πού ὁδηγεῖ στήν εὕρεση ὄντως τοῦ Θεοῦ-  γιατί ἀποτελεῖ πορεία ἀντίστροφη τῶν κοσμικῶν κριτηρίων πού ἀντιμάχονται τόν Θεό. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι κατά τά κριτήρια τοῦ κόσμου τούτου, τοῦ πεσμένου ὅμως στήν ἁμαρτία καί κυριαρχημένου ἀπό τόν Πονηρό, ἡ πορεία ἑνός ἀνθρώπου γιά νά εἶναι ῾ἐπιτυχής᾽ πρέπει νά ἔχει ῾ἀνοδικό᾽ χαρακτήρα: ἀπό τή φτώχεια στόν πλοῦτο, ἀπό τήν καταφρόνηση στή δόξα, ἀπό τήν ταλαιπωρία στήν καλοπέραση. ᾽Επιτυχημένος δηλαδή κατά τόν κόσμο εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού δουλεύει στόν ἐγωϊσμό του καί στά παρακλάδια τοῦ ἐγωϊσμοῦ: τήν φιλοκτημοσύνη, τήν προβολή καί τό φαίνεσθαι, τίς σαρκικές ἀπολαύσεις. Μέ τόν Μωϋσῆ τά πράγματα ἀνατρέπονται: ἀπό τόν πλοῦτο τοῦ πριγκηπόπουλου πηγαίνει στή φτώχεια τοῦ δούλου, ἀπό τή δόξα τοῦ πρώτου ἐκπίπτει στήν καταφρόνια τοῦ ἔσχατου, ἀπό τήν καλοπέρασή του ἔρχεται στόν κόπο καί τόν πόνο. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὁδός τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ἐκεῖ πού ἐπισημαίνει κανείς τά σημάδια τῆς στενότητας καί τῆς θλίψεως. «Τί στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν» ὅπως εἶπε καί ὁ Κύριος. «Καί πλατεῖα ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ἀπώλειαν». ῎Ετσι μέ τόν Μωϋσῆ ἡ πίστη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει τά πραγματικά ὅριά της, πού ὑπερβαίνουν τή λογική τοῦ παρόντος κόσμου: συνιστᾶ ὑπέρ φύσιν κατάσταση καί  ἔξοδο κυριολεκτικά ἀπό τόν ῾φυσικό᾽ ἑαυτό. Θεός καί ἀνθρώπινα πάθη δέν συμβιβάζονται. «῞Ος ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται»!

3. ῾Ο ἀπόστολος ἐξηγεῖ τή θεωρούμενη αὐτήν παραδοξότητα: ἡ προτεραιότητα γιά τόν Μωϋσῆ ἦταν ἀκριβῶς ἡ ζωή μαζί μέ τόν Θεό.  ᾽Εκεῖνος συνιστοῦσε τόν θησαυρό καί τήν ἀξία τῆς ζωῆς του. Στό δίλημμα πού τοῦ ἐτέθη: χωρίς τόν ἀληθινό Θεό ἀλλά μέ πλούτη καί ἀπολαύσεις ἐπίγειες ἤ μαζί μέ τόν Θεό ἔστω καί μέ κακουχίες καί καταφρόνια, ἡ ἀπάντηση ἦταν: ἄς χάσω ὅλα τά ἐπίγεια γιά νά ἔχω τόν Θεό. Κατά τά λόγια τοῦ ἀποστόλου: «Μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ» (Θεώρησε μεγαλύτερο πλοῦτο ἀπό τούς θησαυρούς τῆς Αἰγύπτου τόν ἐξευτελισμό,  σάν ἐκεῖνο πού ὑπέφερε ὁ Χριστός).  Γιατί; Διότι εἶχε καρφωμένα τά μάτια του στίς οὐράνιες ἀνταμοιβές. «᾽Απέβλεπε γάρ εἰς τήν μισθαποδοσίαν». Κι εἶναι σάν νά μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος ὅτι ἀφενός ἡ ἀληθινή πίστη στόν Θεό κινεῖται στόν ὁρίζοντα τῆς αἰωνιότητας καί ὄχι στόν ὁρίζοντα τοῦ φθαρτοῦ αὐτοῦ κόσμου («οὐ σκοποῦμεν τά βλεπόμενα ἀλλά τά μή βλεπόμενα. Τά γάρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τά δέ μή βλεπόμενα αἰώνια» ὅπως λέει ἀλλοῦ ὁ ἀπόστολος), ἀφετέρου ἡ πίστη αὐτή μέ τόν θυσιαστικό της χαρακτήρα παραπέμπει στό Πάθος τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλαδή ἡ πίστη  στήν Παλαιά Διαθήκη κατανοεῖται ὀρθά κάτω ἀπό τήν ὀπτική τῆς Καινῆς: ὑπό τό πρίσμα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου ἀξιολογεῖται ἡ ὅποια ἀξία καί ἁγιότητα τῶν προσώπων τῆς Παλαιᾶς.

4. Δέν μᾶς θυμίζει ἡ προβληματική τῆς πίστεως τοῦ Πατριάρχη Μωϋσῆ τήν προβληματική καί ὅλων τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας μας, σάν τοῦ ἁγίου Παύλου καί πάλι πού θά πεῖ: «ἡγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω»; Καί πόσο πράγματι μοιάζουν οἱ ζωές τῶν δύο αὐτῶν μεγάλων ἀνδρῶν, τοῦ Μωϋσῆ καί τοῦ Παύλου! Δέν ἦταν μόνο ὁ Μωϋσῆς τό πριγκιπόπουλο πού ἔγινε δοῦλος γιά χάρη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Πολύ περισσότερο ἦταν ὁ Παῦλος, Σαούλ ἤ Σαῦλος πρό τῆς μεταστροφῆς του στήν χριστιανική πίστη, ὁ ὁποῖος καί αὐτός ἀπό  πριγκιπόπουλο τοῦ ᾽Ιουδαϊσμοῦ ἐπέλεξε κατόπιν τῆς κλήσεώς Του ἀπό τόν Κύριο νά ὑφίσταται τόν ὀνειδισμό ᾽Εκείνου. Γιά νά τονισθεῖ μέ τόν πιό ἀπόλυτο τρόπο ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια αὐτή: ὅτι ἄν δέν χάσει κανείς ὅ,τι θεωρεῖ ζωή στόν κόσμο τοῦτο – τά ἐπίγεια ἀγαθά καί τίς ἀνέσεις του, ὅπως εἴπαμε – δέν πρόκειται ποτέ νά εὕρει τήν ἀληθινή ζωή πού δίνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. «῾Ο εὑρών τήν ψυχήν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καί ὁ ἀπολέσας τήν ψυχήν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν» (ὁ Κύριος).

5. ῾Η πίστη τοῦ Μωϋσῆ, ἡ ἔμπρακτη, ἡ θυσιαστική καί ῾παράλογη᾽ γιά τά κριτήρια τοῦ κόσμου τούτου, ἡ πρό Χριστοῦ χριστιανική, μᾶς ἐπισημαίνει καί μία ἄλλη τέλος διάσταση: τήν ἐκκλησιαστικότητά της. ῾Ο Μωϋσῆς, λέει ὁ ἀπόστολος, ἄφησε τήν ψεύτικη πίστη πού εἶχε γιά νά ἀποκτήσει τήν ἀληθινή τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Θέλησε «νά ὑποφέρει μαζί μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ» προκειμένου νά εἶναι πιστός στόν Θεό. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι καμμία πίστη δέν στέκει ὡς πίστη Θεοῦ εἴτε ἀτομοκεντρικά εἴτε ἐκτός αὐτοῦ πού εἶναι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ. Καί λαός Θεοῦ ὑπάρχει ἐκεῖ πού ὑπάρχει κλήση ἀπό τόν Θεό καί ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου: στήν πρώτη φάση τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τούς δικαίους ἀνθρώπους πού ἀνταποκρίθηκαν στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, Πατριάρχες καί προφῆτες˙ στή δεύτερη καί τελεία φάση της στήν Καινή Διαθήκη μέ τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί τήν ᾽Εκκλησία πού ἵδρυσε καί ἔκτοτε καθοδηγεῖ καί ζωοποιεῖ διά τοῦ Πνεύματός Του. Γι᾽ αὐτό καί ἐκτός ᾽Εκκλησίας πιά δέν μπορεῖ κανείς νά θεωρηθεῖ ἀληθινά πιστός, παρά μόνον ὅταν ἐνταχθεῖ στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν ᾽Εκκλησία, διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, κρατώντας καί αὐξάνοντας τήν πίστη διά τῶν λοιπῶν μυστηρίων καί τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.

῾Η Κυριακή τῆς ᾽Ορθοδοξίας ὡς νίκη τῆς ὀρθῆς πίστεως ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ὄχι γιά νά θυμηθοῦμε ἁπλῶς τά ἱστορικά γεγονότα πού τήν καθιέρωσαν (ἱστορισμός), ὄχι γιά νά ὁδηγηθοῦμε σέ μία καύχηση ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε οἱ καλοί πού κρατᾶμε τήν ἀλήθεια (φαρισαϊσμός), ἀλλά γιά νά κινητοποιηθοῦμε στήν ἔμπρακτη βίωση τῆς πίστεως, πού σημαίνει ἀλλαγή τῆς ζωῆς μας καί φανέρωση τοῦ Χριστοῦ καί μέσα ἀπό ἐμᾶς στόν κόσμο. ᾽Αλλά αὐτό προϋποθέτει γενναιότητα καί ἀνδρεία ψυχῆς μαζί μέ τήν ταπείνωση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καί ὀρθή ἐκκλησιαστική ζωή. Γιατί τό μέτρο τῆς πίστεως αὐτῆς μᾶς τό δίνουν ὄχι οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλά οἱ ἅγιοί μας, σάν τόν παμμέγιστο Μωϋσῆ γιά παράδειγμα,  σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, σάν ὅλους τούς παλαιοτέρους καί νεωτέρους ἁγίους μας.  Τελικῶς τό νά εἶναι κανείς ὀρθόδοξος δέν φαίνεται νά εἶναι καί πολύ εὔκολο!

05 Μαρτίου 2023

ΕΝ ΩΔΑΙΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙΣ - ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΣΤΟΝ Ι. ΝΑΟ ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΛΛΙΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 


Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο όσιος Μάρκος υπήρξε φιλόπονος σε όλα: και στη μελέτη των θείων Γραφών αφιέρωσε τον εαυτό του και έφτασε στο άκρο της άσκησης και της αρετής. Απόδειξη και των δύο είναι αφενός οι λόγοι που συνέγραψε, οι οποίοι είναι γεμάτοι από κάθε διδαχή και ωφέλεια, αφετέρου η ενέργεια των θαυμάτων που του δόθηκε από τον Σωτήρα Χριστό. Από αυτά ένα είναι αναγκαίο εξάπαντος να πούμε: Όταν ο όσιος βρισκόταν στην αυλή του ασκηταριού του και εν προσευχή πρόσεχε τον εαυτό του, ήλθε κοντά του μία ύαινα, φέρνοντας και το τυφλό παιδάκι της. Με ταπεινό σχήμα λοιπόν παρακαλούσε τον άγιο να την λυπηθεί και να γιατρέψει την τύφλωση του παιδιού της. Κι αυτός, αφού έφτυσε στους πληγωμένους οφθαλμούς και προσευχήθηκε, τους έκανε υγιείς.

Μετά από κάποιες ημέρες, η ύαινα του έφερε την προβιά ενός μεγάλου κριαριού σαν δώρο για τη θεραπεία, αλλά ο όσιος δεν θέλησε  να το πάρει πριν το θηρίο του υποσχεθεί ότι δεν πρόκειται ποτέ από εδώ και στο εξής να επιτεθεί  σε πρόβατα φτωχών ανθρώπων. Αν όμως ήταν τόσο συμπαθής στην άλογη φύση, πολλαπλασίως είχε αγάπη προς τους ανθρώπους, λόγω της κοινής φύσης μας, η οποία απαιτεί να δείχνουμε πολύ μεγάλη ευσπλαχνία ο ένας προς τον άλλον.

Ήταν τόσο μεγάλη η ψυχική καθαρότητα του άνδρα, ώστε ο πρεσβύτερος της Μονής βεβαίωνε με όρκους ότι ουδέποτε ο ίδιος έδωσε κοινωνία των αχράντων μυστηρίων στον μοναχό Μάρκο, διότι όταν προσερχόταν αυτός να κοινωνήσει, άγγελος Κυρίου του την μετέδιδε, ενώ εκείνος έβλεπε μόνο το χέρι του αγγέλου από τον αγκώνα να κρατάει την αγία λαβίδα, με την οποία ο όσιος μετείχε των αγιασμάτων. Απομακρύνθηκε ο όσιος από τις κοσμικές φροντίδες και από όλους τους θορύβους, όταν ήταν στην ηλικία των σαράντα χρόνων. Κι αφού πέρασε στην άσκηση εξήντα έτη, εκδήμησε προς τον Κύριο. Ήταν κοντός σωματικά, με λεπτό γένι και έχοντας το κεφάλι να λάμπει εσωτερικά από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος».

Ο μακαριστός και επιφανής λόγιος μοναχός Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης σε εισαγωγικό του σχόλιο για κείμενα του οσίου Μάρκου του ασκητή στη Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών  λέγει μεταξύ άλλων τα εξής: «Ο όσιος Μάρκος ο ασκητής είναι ένας από τους πλέον επιφανείς ασκητικούς συγγραφείς των μέσων βυζαντινών χρόνων και ο δημοφιλέστερος δάσκαλος του ασκητικού βίου, ώστε οι βυζαντινοί ασκητικοί χριστιανοί να λένε∙ «πώλησον πάντα και αγόρασον Μάρκον». Γεννήθηκε τον 5ο αιώνα, υπήρξε μαθητής του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και σε μεγάλη ηλικία κατέφυγε σε μια έρημο, όπου και κοιμήθηκε εν Κυρίω σε βαθύτατο γήρας. Τα έργα του όμως επέζησαν ανά τους αιώνες και επηρέασαν αποφασιστικά τη μοναχική σκέψη και εμπειρία… Ο όσιος Μάρκος και οι άλλοι όσιοι Πατέρες, δεν μιλούσαν, ούτε έδιναν μονιμότητα στις σκέψεις τους με την εγγραφή τους, αν δεν ζούσαν τις αλήθειες της πνευματικής ζωής και αν δεν είχαν την καθολική μαρτυρία της πνευματικής παραδόσεως. Έτσι, ο άγιος αυτός ερημίτης έγραψε τις εμπειρίες του στηριζόμενος στις άγιες Γραφές και μέσα στα πλαίσια της πνευματικής παραδόσεως, αλλά με την προσωπική του ιδιοτυπία, που συνίσταται στον τονισμό της λειτουργίας του πνευματικού νόμου».

Δεν επηρέασε μόνο τους μοναχούς όμως ο όσιος Μάρκος. Κάθε χριστιανική ψυχή που ενέκυψε, εγκύπτει ή θα εγκύψει με προσοχή και με ταπείνωση στα κείμενά του, θα διαπιστώσει τη χάρη που τα διέπουν και οπωσδήποτε θα προβληματιστεί και θα παρακινηθεί, όχι ασφαλώς στο να γίνει μοναχός – αυτό είναι ξεχωριστή κλήση του Κυρίου σε όσους δύνανται να χωρέσουν τον λόγο τούτο – αλλά στο να εμβαθύνει στην πνευματική ζωή και στο να ακολουθήσει πιο συνειδητά τον δρόμο του Κυρίου. Κι αυτό είναι το σημαντικότερο: δεν πρόκειται να κρίνει ο Κύριος το είδος της ζωής που επιλέγουμε, τον έγγαμο ή τον μοναχικό βίο, αλλά αν αυτό που επιλέγουμε, το ακολουθούμε με βάση το άγιο θέλημά Του. Κι εδώ έγκειται η συνεισφορά η μεγάλη του οσίου Μάρκου. Με τις γραφές του, στη μορφή των μικρών κεφαλαίων, κατά το πρότυπο των βυζαντινών συγγραφέων της εποχής του, ώστε να είναι ευκολομνημόνευτα, δίνει ισχυρότατη ώθηση σε όλους τους χριστιανούς, μοναχούς ή κοσμικούς, στο να δουν σωστά την πνευματική ζωή και κατά τη δύναμη του καθενός να την ακολουθήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγάλος άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, ο ένας εκ των τριών που έχει τιμηθεί από την Εκκλησία μας με τον τίτλο του θεολόγου, προχώρησε από τη νεότητά του στα ύψη της αγιότητας, διότι κράτησε ως κανόνα και αρχή στη ζωή του, κυρίως ένα κεφάλαιο από τα διακόσια του «Πνευματικού Νόμου» του οσίου Μάρκου: «Αν ζητάς να θεραπευτείς, φρόντισε τη συνείδησή σου και κάνε ό,τι σου λέει, και πολύ θα ωφεληθείς».

Μία πολύ μικρή γεύση από τα κεφάλαια αυτά του οσίου στη Φιλοκαλία (μετάφραση Αντωνίου Γαλίτη) παραθέτουμε στη συνέχεια:

- Πρώτα-πρώτα γνωρίζουμε ότι ο Θεός είναι αρχή κάθε καλού και μεσότητα και τέλος. Το καλό δεν είναι δυνατό να πράττεται ή να πιστεύεται, παρά μόνο με την ένωση με τον Ιησού Χριστό και με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος.

- Μην προσπαθείς να λύσεις κάποιο δύσκολο πρόβλημα με φιλονικία, αλλά με τα μέσα που επιβάλλει ο πνευματικός νόμος, δηλαδή με την υπομονή, την προσευχή και την απλότητα της ελπίδας.

- Μην πεις ότι απόκτησες αρετή χωρίς θλίψη∙  γιατί είναι αδοκίμαστη η αρετή που απόκτησες με άνεση.

- Να αναλογίζεσαι το αποτέλεσμα κάθε αθέλητης θλίψεως, και θα βρεις σ’ αυτό το σβήσιμο κάποιας αμαρτίας.

- Πολλές συμβουλές των άλλων μας προσφέρονται για το συμφέρον μας. Για τον καθένα όμως τίποτε δεν είναι καταλληλότερο από τη δική του γνώμη.

- Μελέτα τα λόγια της θείας Γραφής με την πράξη και μην επεκτείνεσαι σε πολυλογία, υπερηφανευόμενος για σκέψεις θεωρητικές.

- Τα μικρά αμαρτήματα ο διάβολος τα δείχνει μηδαμινά, επειδή διαφορετικά δεν μπορεί να φέρει τον άνθρωπο στα μεγαλύτερα κακά.

- Εκείνος που ζητεί άφεση, αγαπά την ταπεινοφροσύνη. Εκείνος που κατακρίνει τον άλλον, επισφραγίζει τις αμαρτίες του.

04 Μαρτίου 2023

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΣΕΒΑΣΜ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΕΠΙ ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

 


ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2023

Τέκνα μου ἀγαπητὰ καὶ περιπόθητα,

Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ὅρισε ἡ Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν νά ἀποκαλεῖται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, νά  εἶναι ἀφιερωμένη στό θρίαμβο τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί νά ἑορτάζεται μέ κάθε λαμπρότητα τό μεγάλο γεγονός τοῦ τερματισμοῦ τῆς φοβερῆς εἰκονομαχικής ἔριδας (726-843), ἡ ὁποία συντάραξε τό Βυζάντιο γιά περισσότερο ἀπό ἕναν αἰῶνα καί ὑπέβαλλε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σέ σοβαρή δοκιμασία.

Δυσσεβεῖς κοσμικοί ἄρχοντες, ἔχοντας δαιμονικό φρόνημα καί ἐπηρεασμένοι ἀπό τίς ἀνεικονικές ἰουδαϊκές, ἰσλαμικές καί ἄλλες αἱρετικές πλάνες καί μέ πρόσχημα κάποιες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, προσπάθησαν νά πλήξουν τήν Ἐκκλησία, προσβάλλοντας τήν Ὀρθόδοξη Πίστη, ὅσον ἀφορᾶ τήν τιμή τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων. Δέν ἐπρόκειτο βεβαίως γιά «μεταρρυθμιστική πολιτική», ἀλλά γιά εὐθεῖα προσβολή τοῦ Χριστολογικοῦ Δόγματος, μέ τραγικές σωτηριολογικές συνέπειες. Οἱ εἰκονομάχοι αὐτοκράτορες, μέ τή σύμπραξη δυσσεβῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν,  μεταχειρίστηκαν ἀνείπωτη βία καί ἀνηλεεῖς διώξεις στούς ἐμμένοντες στήν Ὀρθόδοξη Πίστη, ἀναδεικνύοντας μιά πλειάδα Μαρτύρων καί Ὁμολογητῶν, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται αὐτή τήν ἁγία ἡμέρα.

Μετά τό θάνατο τοῦ τελευταίου εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Θεοφίλου (829-842), ἡ εὐσεβής Αὐγούστα καί ἁγία τῆς Ἐκκλησίας μας Θεοδώρα, ὡς ἐπίτροπος τοῦ ἀνηλίκου υἱοῦ της Μιχαήλ Γ΄ (842-867), ἐπί τῆς Πατριαρχείας τοῦ ἁγίου καί ὁμολογητῆ Μεθοδίου, συγκάλεσε Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη, ἐπικυρώνοντας τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787), βάζοντας τέλος στήν εἰκονομαχική αἵρεση, ἀναστηλώνοντας ὁριστικά τίς ἅγιες Εἰκόνες στίς 4-3-843 καί στούς ἀνείπωτους διωγμούς τῶν ὀρθοδόξων. Πρόκειται ἀναμφίβολα γιά ἕνα σημαντικό ἱστορικό γεγονός τό ὁποῖο ἄλλαξε κυριολεκτικά τή ροή τῆς ἱστορίας καί ἔφερε μιά νέα ἐποχή στήν Ἐκκλησία.

Μέ τήν παύση τῆς εἰκονομαχικῆς δίνης καί τήν ἐφαρμογή καί ἐπικράτηση τῶν ἀποφάσεων τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν ὁποίαν ἀνεκήρυξε ὡς Οἰκουμενική ἡ Ἁγία Ὀγδόη Οἰκουμενική Σύνοδος τοῦ 880, διασαφηνίστηκε καί παγιώθηκε στήν Ἐκκλησία ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη, ὁλοκληρώθηκε ἡ διατύπωση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας της, τριαδολογικό καί χριστολογικό δόγμα καί γι’’ αὐτό, τήν ἁγία αὐτή ἡμέρα, πανηγυρίζουμε το θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν θρίαμβο τῆς σώζουσας ἀλήθειας. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς τόνισε πώς κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας «ἑορτάζεται ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον κάθε ψεύδους, ἐναντίον κάθε ἀναλήθειας, ἐναντίον κάθε αἱρέσεως, ἐναντίον κάθε ψευδοθεοῦ· νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον κάθε ψευδοῦς διδασκαλίας, ἐναντίον κάθε ψευδοῦς φιλοσοφίας, ἐπιστήμης, πολιτισμοῦ, εἰκόνος, ἁγία νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί αὐτό σημαίνει ἁγία νίκη τῆς Παναληθείας».

Ἑορτάζοντας τή λαμπρή αὐτή ἡμέρα ὀφείλουμε νά συνειδητοποιήσουμε τήν ἀνεκτίμητη ἀξία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί νά προβληματιστοῦμε γιά την καταστροφική δράση τῆς κακοδοξίας διότι ἡ ἀληθινή Πίστη εἶναι συνώνυμη μέ τήν σωτηρία καί ἡ αἵρεση μέ τήν ἀπώλειά της.

Ἡ αἵρεση εἶναι τό πλέον ἐπώδυνο ἄλγος στό ἐκκλησιαστικό σῶμα, ὡς ἐφεύρημα τοῦ «ἀπ’ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνου» (Ἰωάν.8,44), γιά πληγεῖ καί νά ἀνασταλεῖ τό σωστικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Σύμφωνα μέ τόν μακαριστό π. Ἰωάννη Ρωμανίδη ἡ αἵρεση «Καταδικάζεται, ἐπειδή σέ αὐτή δέν ὑπάρχει θεραπεία. Καί ἐφ’ ὅσον δέν ὑπάρχει θεραπεία, εἶναι ἐπικίνδυνη γιά τόν ἄνθρωπο. Οἱ Πατέρες ἔβλεπαν τήν αἵρεση ὡς ἕνα εἶδος κομπογιαννιτισμοῦ, ὅπου δέν ὑπάρχει θεραπεία». Ὅσον ἀφορᾶ γιά τήν Ὀρθοδοξία, κατά τόν  ἀείμνηστο π. Γ. Μεταλληνό «Δέν πρόκειται γιά μιά Ἰδεολογία, γιά κάποιο “Κοινωνικό Σύστημα” ἤ Φιλοσοφία, γιά κάποια ἐγκόσμια Πολιτική, πού ἐπεκράτησε καί θριαμβολογεῖ γιά τή συντριβή τῶν ἀντιπάλων της. Ὄχι! Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ νέος τρόπος ζωῆς καί ὑπάρξεως, ἡ ΧΡΙΣΤΟΖΩΗ, πού εἰσήχθη στήν ἱστορία μέ τή Σάρκωση τοῦ Αἰώνιου Λόγου τοῦ Θεοῦ».

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ σωτηρία μας εἶναι συνισταμένη τῆς ἀλήθειας, τήν ὁποία ἔφερε στόν κόσμο ἡ ἔνσαρκη Ἀλήθεια, ὁ Ἐνανθρωπήσας Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἄρα ἡ ἀλήθεια, δηλαδή «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον εἰς τόν κόσμον» (Ἰωάν.1,9), εἶναι ἔνσαρκη στό θεῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι κάποιο θεωρητικό σχῆμα. «ὁ Χριστός συνεκέντρωσε ὅλες τίς ἀλήθειες καί μᾶς ἔδωσε τήν Παναλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς. Κατά συνέπεια νόθευση ἤ ἀπόρριψη τῆς ἐν Χριστῷ ἀλήθειας σημαίνει προσβολή καί ἀπόρριψη τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ καί γιά τοῦτο ἔχει σωτηριολογικό χαρακτῆρα.

Ἡ ἐν Χριστῷ ἀλήθεια ἐκφράζεται καί βιώνεται μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία, τήν Ὀρθόδοξη, τήν μοναδική Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί οὐδέποτε ἐκτός Αὐτῆς. Μόνο μέσα σέ αὐτή τή νοητή Ἄμπελο (Ἰωάν.15,1) αὐξάνεται ὀντολογικά ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ ἐκτός αὐτῆς «ξεραίνεται» καί «εἰς πῦρ βάλλεται» (Μάτθ.7,19). Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας κυριαρχεῖ ἡ πλάνη, κεῖνται τά σχίσματα καί οἱ αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι τά «ζιζάνια» πού σπέρνει οἱ διάβολος (Λούκ.8,12) γιά νά πλήξει καί νά ματαιώσει τό μοναδικό σωστικό της ἔργο.

Σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο Πέτρο, ἐμφανίστηκαν στήν Ἐκκλησία ἐνωρίς «ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας» (Β’ Πέτρ.2,1-2), οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται ὡς «κύματα θαλάσσης ἐπαφρίζοντα» (Ἰουδ.12-13). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προειδοποίησε ὅτι  «εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαροῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου, καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητᾶς ὀπίσω αὐτῶν» (Πράξ.20,29-30). Ἡ αἵρεση εἶναι τόσο ὀλέθρια, ὥστε ὁ μεγάλος Ἀπόστολος ἀναγκάζεται νά ἀναθεματίσει τούς αἰρεσιάρχες: «εἰ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’’ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω» (Γάλ.1,9). Τήν αἵρεση χαρακτηρίζει ὡς «ἕτερον εὐαγγέλιον» (Γάλ.1,6), κάλπικο, δαιμονικό, καί συστήνει στούς χριστιανούς: «στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἡμῶν, ἃς ἐδιδάχθητε, εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾿ ἐπιστολῆς ἡμῶν», (Β΄θέσ.2,15) καί ἐπαινεῖ ὅσους τηροῦν τήν πίστη ἀπαραχάρακτη: «ἐπαινῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, ὅτι πάντα μου μέμνησθε καί, καθὼς παρέδωκα ὑμῖν, τὰς παραδόσεις κατέχετε» (Α΄κορ.11,2).

Νόες ὑπερφίαλοι, μεστοί δαιμονικῆς ἐνέργειας, «πλήρεις παντός δόλου καί πάσης ραδιουργίας… διαστρέφοντες τάς ὁδούς Κυρίου τάς εὐθείας» (Πράξ.13,10) ἐγέρθηκαν κηρύσσοντας «ἕτερον εὐαγέλιον» (Γάλ.1,9), παρασύροντας τά τραγικά θύματά τους ἐκτός τῆς σωστικῆς ἀγκαλιᾶς τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι, στόν ὄλεθρο καί τήν καταστροφή, στόν αἰώνιο θάνατο.

Τό φαινόμενο τῶν αἱρέσεων εἶναι ἕνα διαχρονικό πρόβλημα στήν Ἐκκλησία. Οὐδέποτε στήν δισχιλιετῆ ἱστορική της πορεία ὑπῆρξε ἀνακωχή τῶν αἱρετικῶν καί ὅπως φαίνεται αὐτή ἡ κατάσταση θά συνεχιστεῖ ὡς τά ἔσχατα. Ἐβιωνίτες, Μαρκιωνίτες, Πατροπασχίτες, Μοναρχιανοί, Μοντανιστές, Ἐγκρατεῖτες, Νικολαΐτες, Ἀρειανιστές, Πνευματομάχοι, Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες, Μονοενεργεῖτες, Μονοθελῆτες, Εἰκονομάχοι, κ.α. ἀποτελοῦν τό αἱρετικό μωσαϊκό τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.  Τόν 7ο μ.Χ. αἰῶνα ἐμφανίστηκε τό Ἰσλάμ, ὡς ἀναβίωση καί συμπίλημα τῶν ἀρχαίων τριαδολογικῶν καί χριστολογικῶν αἱρέσεων καί τοῦ προϊσλαμικοῦ  παγανισμοῦ, πνίγοντας στό αἷμα τήν Ἐκκλησία καί τήν ἀνθρωπότητα, ὡς τά σήμερα.

Τόν 9ο αἰῶνα ἐμφανίστηκαν οἱ βάρβαροι Φράγκοι, εἰσάγοντας τήν αἵρεση τοῦ φιλιόκβε, καταδικάζοντας τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (809). Τό 11ο αἰῶνα κατέλαβαν, δια πυρός καί σιδήρου, τό ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο τῆς Δύσεως καί ἐπέβαλλαν τόν Παπισμό, μέ σωρεία αἱρετικῶν δοξασιῶν, ἀποκόβοντας τόν δυτικό χριστιανισμό ἀπό τόν ἑνιαῖο καί ἀδιαίρετο κορμό τῆς Ἐκκλησίας. Τόν 16ο αἰῶνα ἀκολούθησε ἡ διάσπαση τοῦ Παπισμοῦ μέ τόν Προτεσταντικό κατακερματισμό, ὁ ὁποῖος ἐφεῦρε νέες πλάνες καί καταπάτησε βάναυσα τίς ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅσον ἀφορᾶ τήν τιμή τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων.

Ἀπότοκο τῆς καταπτώσεως τοῦ αἱρετικοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ καί τῶν φρικτῶν ἐγκλημάτων του κατά τῆς ἀνθρωπότητας, ἐμφανίστηκε τόν 17ο αἰῶνα τό «πνευματικό» κίνημα τοῦ λεγόμενου «Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ», ὡς μιά ἀκόμα δαιμονική κατάσταση, μέ χαρακτῆρα ὑλιστικό, ἀθεϊστικό καί ἀντιχριστιανικό.

Στούς σύγχρονους χαλεπούς καιρούς μας, τῆς πρωτοφανοῦς ἔκπτωσης τῶν ἀξιῶν, τοῦ ἀμοραλισμοῦ καί τῆς πνευματικῆς συγχύσεως, τό πρόβλημα τῆς κακοδοξίας ἔχει πάρει ἀνεξέλεγκτες διαστάσεις, σύμφωνα μέ πρόρρηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πώς «ἐν ἐσχάτοις καιροῖς ἀποστήσονταί τινές τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καί διδασκαλίαις δαιμονίων, ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων» (Α΄τιμ.4,1). Κυριαρχεῖ τό δαιμονικό πνεῦμα τῆς «Νέας Ὑδροχοϊκῆς Ἐποχῆς», μέ χαρακτῆρα σαφῶς ἀντιχριστιανικό καί ὑφή ἀποκρυφιστική, «στεγάζοντας» χιλιάδες ὀργανώσεις σέ ὅλο τόν κόσμο καί προωθῶντας τόν ἀποκρυφισμό, τή μαγεία καί τήν σατανολατρία. Ὅλες οἱ σύγχρονες δυνάμεις τῆς κακοδοξίας, τοῦ ψεύδους καί τῆς ἀπάτης στοχεύουν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ πολέμιοι τοῦ Χριστοῦ παραμερίζουν τίς διαφορές μεταξύ τους καί συνασπίζονται προκειμένου νά πλήξουν ἀπό κοινοῦ τό κῦρος τῆς Ἐκκλησίας Του. Παπικοί, Προτεστάντες ὅλων τῶν ἀποχρώσεων, ὀπαδοί τῆς ἑταιρείας Σκοπιά, Μορμόνοι, Ἀντβεντιστές, Σαηεντολόγοι, ἀποκρυφιστές, νεοπαγανιστές, ἀγνωστικιστές, ἄθεοι κλπ. ἀποτελοῦν σήμερα τό πολεμικό δυναμικό ἐναντίον τῆς ἀκριβῆς μας Ὀρθοδοξίας, ὅλοι τους  «Λύκοι βαρεῖς, μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πράξ.20,29). Μέγα πρόβλημα ἀποτελεῖ καί ἡ εἰσβολή τῶν εἰδωλολατρικῶν Ἀνατολικῶν θρησκευμάτων καί τῶν πρακτικῶν τους στόν δυτικό  κόσμο, εἰσάγοντάς τον σέ νοσηρή δαιμονική πνευματικότητα, ὅπως μέ τήν γιόγκα καί τόν διαλογισμό.

Χείριστη κακοδοξία τῆς ἐποχῆς μας, ἀπόλυτης δαιμονικῆς ὑφῆς, εἶναι καί ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία προωθεῖ τόν θρησκευτικό συγκρητισμό, ἀποδυναμώνοντας τήν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας καί προετοιμάζοντας τήν ἐφιαλτική Πανθρησκεία τοῦ ἐρχομένου Ἀντιχρίστου, ἕναν τερατώδη ἀχταρμᾶ ἀλήθειας καί ψεύδους. Δυστυχῶς στό ἅρμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχουν δεθεῖ καί πάμπολλοι ὀρθόδοξοι, καί δεῖ ὑψηλόβαθμοι ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες, δοξάζοντες κακόδοξες θεωρίες, ὅπως λ.χ. «ὅλες οἱ θρησκεῖες λατρεύουν τόν ἴδιο Θεό» καί «ἀποτελοῦν ξεχωριστούς δρόμους πού ὁδηγοῦν στόν ἕνα Θεό», ἀρνούμενοι ἔτσι τήν μοναδικότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας καί ἐργαζόμενοι πυρετωδῶς γιά τήν «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν», χωρίς τήν μετάνοια τῶν αἱρετικῶν, ὡς μιά ἀφύσικη συγκόλληση ἀλήθειας καί πλάνης.

Ἀγαπητοί μου, ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,

Αὐτή τήν ἁγία ἡμέρα καλούμαστε νά προβληματιστοῦμε καί νά συνειδητοποιήσουμε πώς σωτηρία, χωρίς τήν ἀληθινή καί ἀνόθευτη πίστη στό Χριστό, δέν ὑπάρχει, καθότι μόνον Αὐτός εἶναι τό θεμέλιο τῆς ἀπολυτρώσεώς μας, «ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ.4,12). Ἡ σωτηρία μας συντελεῖται μόνο μέσα στήν Ἁγία Του Ἐκκλησία καί πουθενά ἀλλοῦ. Ὄχι στήν ὁποιαδήποτε αὐτοονομαζόμενη «ἐκκλησία», ἀλλά στήν μία καί μοναδική, τήν Ὀρθόδοξη, τήν ἀληθινή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, μέ τήν ἀπόλυτη πιστότητα στήν ἀποστολική πίστη, σέ ἀντίθεση μέ ὅ,τι αὐτοπροσδιορίζεται ὡς «ἐκκλησία», ἐκτός Αὐτῆς πού εἶναι κάλπικη. Κατά τόν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, «ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μόνο μία, ἀλλὰ καὶ μοναδική. Ἐν τῷ Κυρίῳ Ἰησοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξουν πολλὰ σώματα, κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν ἐν αὐτῷ πολλὲς Ἐκκλησίες. Ἐν τῷ Θεανθρωπίνῳ αὐτοῦ σώματι ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ μοναδική, ὅπως ὁ Θεάνθρωπος, ὁ  Χριστός, εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός».

Ὀφείλουμε ἐπίσης νά ἀναπέμψουμε αἶνο εὐχαριστίας στόν ἐν Τριάδι Θεό, διότι, ἐν τη ἀμέτρῳ Αὐτοῦ ἀγάπῃ καί φιλανθρωπίᾳ, μᾶς ἀπολύτρωσε ἀπό τήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας, τή φθορά καί τό θάνατο, χαρίζοντάς μας τήν υἱοθεσία δια τοῦ Χριστοῦ (Γάλ.4,7). Εὐδόκησε νά εἴμαστε ὀρθόδοξοι χριστιανοί, δοξάζοντες καί βιώνοντες ὀρθά καί ἀπαραχάρακτα τήν «ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις» Πίστι (Ἰουδ.3), τήν ὀρθόδοξη, τήν μόνη σώζουσα, ὡς θησαυρό ἀνεκτίμητο καί ἔχουσα ἀκατανίκητη δύναμη, καθότι «αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Ἀ΄ιωάν.5,5). Αὑτή τήν Πίστη ὀφείλουμε νά τηρήσουμε ἀνόθευτη καί νά τήν παραδώσουμε ἀκέραια στούς ἀπογόνους μας, ὅπως τήν παραλάβαμε ἀπό τούς προγόνους μας, διότι «Αὕτη (ἐστίν) ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τών Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν»! Νά ὑποσχεθοῦμε, τέλος, ἐνώπιον τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, πώς «Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία, οὐ ψευσόμεθά σοι, πατροπαράδοτον σέβας, … ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, ἐν σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα, εἰ δὲ καλέσοι καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα»! (Ἰωσήφ Βρυέννιος)

Εὔχομαι ἀπὸ καρδίας ἔτη πολλὰ καὶ καρποφόρος ἡ ἀρξαμένη Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή!

Μετά πατρικῶν εὐχῶν

Ο  Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ