«Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος καταγόταν ἀπὸ
ἡμιβάρβαρη φυλὴ καὶ ὀνομαζόταν Ρεμπρόβος, ποὺ σημαίνει ἀδόκιμος, ἀποδοκιμασμένος,
κολασμένος. Πιθανότατα ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου (249 –
251), ὅταν στὴν Ἀντιόχεια Ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Βαβύλας († 4
Σεπτεμβρίου).
Ὁ Ἅγιος ὡς πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση ἦταν τόσο πολὺ ἄσχημος,
γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλεῖτο «κυνοπρόσωπος».
Ἡ μεταστροφή του στὸν Χριστὸ ἔγινε μὲ τρόπο θαυμαστό.
Συνελήφθη αἰχμάλωτος σὲ μάχη, ποὺ διεξήγαγε τὸ ἔθνος του μὲ τὰ Ρωμαϊκὰ αὐτοκρατορικὰ
στρατεύματα. Κατατάγηκε στὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες καὶ πολέμησε κατὰ τῶν Περσῶν, ἐπὶ
Γορδίου καὶ Φιλίππου.
Ὅταν ἦταν ἀκόμη κατηχούμενος, γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν
Χριστό, ἐγκαταστάθηκε σὲ ἐπικίνδυνη δίοδο ποταμοῦ καὶ μετέφερε δωρεὰν ἐπὶ τῶν ὤμων
του ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ διέλθουν τὸν ποταμό. Μία μέρα
παρουσιάσθηκε πρὸς αὐτὸν μικρὸ παιδί, τὸ ὁποῖο τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν περάσει στὴν
ἀπέναντι ὄχθη. Ὁ Ρεμπρόβος πρόθυμα τὸ ἔθεσε ἐπὶ τῶν ὤμων του καὶ στηριζόμενος ἐπὶ
τῆς ράβδου του εἰσῆλθε στὸν ποταμό. Ὅσο ὅμως προχωροῦσε, τόσο τὸ βάρος τοῦ
παιδιοῦ αὐξανόταν, ὥστε μὲ μεγάλο κόπο κατόρθωσε νὰ φθάσει στὴν ἀπέναντι ὄχθη.
Μόλις ἔφθασε στὸν προορισμό του, κατάκοπος εἶπε στὸ παιδὶ ὅτι καὶ ὅλο τὸν κόσμο
νὰ σήκωνε δὲν θὰ ἦταν τόσο βαρύς. Τὸ παιδὶ τοῦ ἀπάντησε: «Μὴν ἀπορεῖς,
διότι δὲν μετέφερες μόνο τὸν κόσμο ὅλο, ἀλλὰ καὶ τὸν πλάσαντα αὐτόν.
Εἶμαι Ἐκεῖνος στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ὁποίου ἔθεσες τὶς δυνάμεις σου καὶ σὲ ἀπόδειξη
αὐτοῦ φύτεψε τὸ ραβδί σου καὶ αὔριο θὰ ἔχει βλαστήσει», καὶ ἀμέσως ἐξαφανίσθηκε.
Ὁ Ρεμπρόβος φύτεψε τὴν ράβδο καὶ τὴν ἑπομένη τὴν βρῆκε πράγματι νὰ ἔχει
βλαστήσει. Μετὰ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα
Βαβύλα, ὁ ὁποῖος τὸν μετονόμασε σὲ Χριστοφόρο. Ἡ ἄκτιστη θεία Χάρη, ποὺ ἔλαβε τὴν
ὥρα τοῦ βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος, μεταμόρφωσε ὅλη του τὴν ὕπαρξη. Καὶ αὐτὴ
ἀκόμα ἡ δύσμορφη ὄψη του φαινόταν φωτεινότερη καὶ ὀμορφότερη.
Στὴν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ὁ Ἅγιος εἰκονίζεται νὰ μεταφέρει
στὸν ὦμο του τὸν Χριστό. Ἐξ ἀφορμῆς ἴσως τοῦ γεγονότος αὐτοῦ θεωρεῖται
προστάτης τῶν ὁδηγῶν καὶ στὸ Μικρὸν Εὐχολόγιον καὶ συγκεκριμένα στὴν Ἀκολουθία
«ἐπὶ εὐλογήσει νέου ὀχήματος» ὑπάρχει, πρῶτο στὴ σειρά, τὸ ἀπολυτίκιό του.
Κατὰ τὸν τότε ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν διωγμό, λίγο μετὰ τὴν
βάπτισή του, εἶδε Χριστιανοὺς νὰ κακοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ ἀγανάκτηση
ἐπενέβη καὶ ἔκανε δριμύτατες παρατηρήσεις πρὸς αὐτούς, διέφυγε δὲ τὴ σύλληψη
χάρη στὸ γιγαντιαῖο του παράστημα καὶ τὴν ἡράκλεια δύναμή του. Καταγγέλθηκε ὅμως
στὸν αὐτοκράτορα καὶ διατάχθηκε ἡ σύλληψή του. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἀπεστάλησαν
διακόσιοι στρατιῶτες. Αὐτοί, ἀφοῦ ἐρεύνησαν σὲ διάφορα μέρη, τὸν βρῆκαν κατὰ τὴν
στιγμὴ τὴν ὁποία ἑτοιμαζόταν νὰ γευματίσει ἕνα κομμάτι ξερὸ ψωμί. Κατάκοποι οἱ
στρατιῶτες καὶ πεινασμένοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Χριστοφόρο νὰ τοὺς δώσει νὰ
φάγουν καὶ ὡς ἀντάλλαγμα τοῦ ὑποσχέθηκαν ὅτι δὲν θὰ τὸν κακομεταχειρίζονταν. Ἕνας
ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, βλέποντας ὅτι πλὴν τοῦ ξεροῦ ἄρτου δὲν ὑπῆρχε καμία ἄλλη
τροφή, εἰρωνευόμενος τὸν Χριστοφόρο, τοῦ εἶπε ὅτι εὐχαρίστως θὰ γινόταν
Χριστιανός, ἐὰν εἶχε τὴν δύναμη νὰ τοὺς χορτάσει ὅλους μὲ τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ
ἄρτου. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ γονάτισε, ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ
πολλαπλασιάσει τὸ κομμάτι ἐκεῖνο τοῦ ἄρτου, ὅπως πολλαπλασίασε τοὺς πέντε ἄρτους
στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ χορτάσουν οἱ πεινῶντες στρατιῶτες καὶ νὰ φωτισθοῦν στὴν ἀναγνώριση
καὶ ὁμολογία Αὐτοῦ. Ἡ παράκληση τοῦ Ἁγίου εἰσακούσθηκε καὶ τὸ τεμάχιο τοῦ ἄρτου
πολλαπλασιάσθηκε. Βλέποντας οἱ στρατιῶτες τὸ θαῦμα αὐτό, προσέπεσαν στὰ πόδια
τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς γνωρίσει καλύτερα τὸν Θεό του. Ὁ Ἅγιος ἐξέθεσε
μὲ ἁπλότητα τὴ Χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ ἀφοῦ ὅλοι ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία νὰ
γίνουν Χριαστιανοί, τοὺς ὁδήγησε πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας Βαβύλα, ὁ ὁποῖος,
ἀφοῦ τοὺς κατήχησε, τοὺς βάπτισε. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε τὸ
γεγονός, τοὺς μὲν στρατιῶτες συνέλαβε καὶ ἀποκεφάλισε, τὸν δὲ Χριστοφόρο
προσπάθησε μὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες νὰ μεταπείσει, ἀλλὰ οἱ προσπάθειές του
προσέκρουσαν στὴν ἐπίμονη ἄρνηση αὐτοῦ. Κατόπιν τούτου ἔστειλε πρὸς αὐτὸν δύο
διεφθαρμένες γυναῖκες, τὴν Ἀκυλίνα καὶ τὴν Καλλινίκη, ἐλπίζοντας ὅτι μὲ τὰ
θέλγητρά τους θὰ τὸν σαγήνευαν καὶ θὰ τὸν παρέσυραν. Οἱ δύο γυναῖκες, ἀφοῦ ἄκουσαν
τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἐπανέλθουν στὸν δρόμο τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς ἀρετῆς,
ἔγιναν Χριστιανὲς καί, ἀφοῦ παρουσιάσθηκαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος Δεκίου, ὁμολόγησαν
τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο.
Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ
βασανιστήρια καὶ τέλος ὑπέστη τὸν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τὸ 251.Ἡ Σύναξη αὐτοῦ
ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριο αὐτοῦ κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου στὸ
Κυπαρίσσιον καὶ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πολυεύκτου, πλησίον τῆς Ἁγίας Εὐφημίας
τῶν Ὀλυβρίου» (Απόιστολόγιο«ΜΕΓΑΣΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ»).
Έχει
πολλές φορές ειπωθεί ότι η μελέτη των βίων των αγίων είναι από τα σημαντικότερα
αναγνώσματα για την πνευματική προκοπή των χριστιανών. Κι αυτό γιατί η ζωή τους
αποτελεί την ενσάρκωση του Ευαγγελίου, την έμπρακτη επιβεβαίωση αυτού που
μαρτυρεί ο λόγος του Θεού. Ό,τι βλέπουμε στον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, στον
Οποίο ο λόγος ήταν η έκφραση της ζωής Του και η ζωή Του ήταν ο υπομνηματισμός
του λόγου Του, κατά τον ίδιο τρόπο, σ᾽ έναν βαθμό, βλέπουμε και στους αγίους
μας. Κι ιδιαιτέρως σ᾽ εκείνες τις στιγμές τους που καταθέτουν και την ίδια τη
ζωή τους θυσία για την αγάπη του Θεού. Από την άποψη αυτή τα ανδραγαθήματα των
αγίων, τα μαρτύρια που πέρασαν και ο τρόπος που τα αντιμετώπιζαν αποτελούν για
τους πιστούς τη δίοδο για να εισπράττουν τη χάρη του Θεού. Αυτός δηλαδή που
ενίσχυε τους αγίους στα μαρτύριά τους, η χάρη που τους έδιδε ώστε να αντέχουν
και να υπερβαίνουν τα βάσανα, ο Ίδιος Αυτός διοχετεύεται και στους πιστούς όταν
εν πίστει και αγάπη έρχονται σε επαφή με ό,τι υπέστησαν οι μάρτυρες για χάρη
του Κυρίου. Κι αυτό σημαίνει ότι χριστιανός που δεν μελετά τους βίους των αγίων
μας στερεί τον εαυτό του από μία ιδιαίτερη χάρη που προσφέρει ο Κύριος στον
κόσμο. Την αλήθεια αυτή επισημαίνει ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού ο
άγιος υμνογράφος: «Εμπρός ας τιμήσουμε τους άθλους του Χριστοφόρου, μέσω των
οποίων πηγάζει σ᾽ εμάς η αέναη χάρη του Χριστού που δίνει τη ζωή». Γι᾽ αυτό και
δεν είναι υπερβολή ο λόγος του ότι «το μνημόσυνο του μάρτυρα μας προσφέρει ως
εωδία με έντονο μάλιστα τρόπο τα πολύαθλα πάθη των αγωνισμάτων του, σαν να
μυρίζει κανείς την έντονη και μεθυστική μυρωδιά των ανοιξιάτικων
τριαντάφυλλων» (στιχηρό εσπερινού).
Ο
άγιος Θεοφάνης, ο ποιητής του κανόνα του αγίου Χριστοφόρου, τονίζει με έμφαση
την παραπάνω αλήθεια, σημειώνοντας όμως ότι η μέθεξη της χάρης του Θεού μέσω
του μαρτυρίου ενός αγίου συμβαίνει μόνον στους πιστούς, μόνο
δηλαδή σε εκείνους που επίσης είναι χριστοφόροι σαν τον
άγιο Χριστοφόρο, που εκτός από τη χάρη είχε και το όνομα. Με άλλα λόγια, ένας
άσχετος προς τη χριστιανική πίστη, ένας αβάπτιστος ας πούμε ή και ένας
βαπτισμένος μεν αλλά που δεν έχει ενεργοποιήσει το βάπτισμά του και ζει ως
άθεος εν τω κόσμω, όχι μόνο δεν μπορεί να οσφρανθεί τη χάρη του μαρτυρίου, αλλά
μπορεί και να διακωμωδήσει το μαρτύριο και να βλασφημήσει τον άγιο,
περιπίπτοντας στη βλασφημία του αγίου Πνεύματος, ως αδυναμία οράσεως της
παρουσίας του Θεού στη ζωή ενός αγίου. Πώς φανερώνει την αλήθεια αυτή ο άγιος Θεοφάνης;
Όχι μία φορά καλεί προς δοξολογία του μάρτυρα τους χριστοφόρους ανθρώπους.
«Εμπρός σήμερα όλοι οι χριστοφόροι και θεόφρονες ας ανυμνήσουμε με ευσέβεια τη
μνήμη του Χριστοφόρου, του μάρτυρα της αλήθειας» (ωδή α´). Και στους στίχους
του συναξαρίου του αγίου σημειώνει: «Εγώ ως χριστοφόρος γνωρίζω εσένα τον
Χριστοφόρο, που θυσιάστηκες προς χάρη του Χριστού του Θεού με
ξίφος».
Ο
εκκλησιαστικός ποιητής στον κανόνα του δεν κάνει καθόλου λόγο ούτε για τη
δυσμορφία του προσώπου του αγίου Χριστοφόρου ούτε και για το περιστατικό της
μεταφοράς στους ώμους του του παιδίου Χριστού. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι
η ωραιότητα της ψυχής του αγίου, η οποία πλημμύριζε από την αγάπη προς τον
Χριστό και την αδιάκοπη μελέτη για την απόλαυση της βασιλείας Του, μελέτη μάλιστα που
αποτελούσε και την τροφή του αγίου Χριστοφόρου. «Η θεοφιλής σου ψυχή τρεφόταν
με την αγάπη, καθώς μελετούσε, Χριστοφόρε, την απόλαυση της βασιλείας του
Χριστού» (ωδή γ´). Η επικέντρωση στην ομορφιά της ψυχής του αγίου αποτελεί
προφανώς και την απάντηση για τις παραπάνω δύο ῾ελλείψεις᾽ - η δυσμορφία του
προσώπου του αγίου εξαφανίζεται από την εσωτερική ωραιότητα, κατά το λόγιο της
Γραφής «καρδίας ευφραινομένης πρόσωπον θάλλει», το πρόσωπο του ανθρώπου
ζωντανεύει και ομορφαίνει, όταν η καρδιά ευφραίνεται· η μεταφορά του
παιδίου Χριστού στους ώμους του αγίου ερμηνεύεται είτε ως μή αποδοχή από τον
υμνογράφο της πραγματικότητας του περιστατικού είτε ως συμβολική αποδοχή, με
την έννοια ότι ο άγιος Χριστοφόρος, όπως δηλώνει και το όνομά του, έφερε στην
καρδιά του πάντοτε τον Χριστό, ως πράγματι λοιπόν και ονόματι Χριστοφόρος.
Η
στερέωση της διάνοιας του αγίου πάντοτε στον Χριστό, φανέρωση της αγάπης του
προς Εκείνον, ήταν αυτή που του έδινε και τη δύναμη να αντέχει και
τους πόνους βεβαίως του μαρτυρίου, αλλά και τους πειρασμούς άλλου μεγάλου
μαρτυρίου: της σάρκας. Ο άγιος υμνογράφος δεν αφήνει ασχολίαστα και τα δύο.
«Αγάπησες με τον τρόπο που έπρεπε την πιο ψηλή κορφή των επιθυμητών στον κόσμο,
τον ίδιο τον Χριστό, αθλοφόρε, γι᾽ αυτό και δεν αισθανόσουν τους κόπους καθώς
σε καταξέσχιζαν, έχοντας στερεωμένη τη διάνοιά σου πάντοτε στον Δεσπότη σου»
(ωδή ς´). «Το φίδι, ο διάβολος δηλαδή, όπως κάποτε στον προπάτορα Αδάμ, σου
πρόσφερε, μάρτυς, την πείρα των γυναικών. Ηττήθηκε όμως και ντροπιάστηκε,
αποδεικνύοντας τους πειρασμούς παγίδες για τον ίδιο» (ωδή
δ´).