16 Ιουνίου 2023

ΠΟΥ ΕΜΑΘΑ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ!

«Κύριε, σώσον ημάς! Είδατε μυστικά (της πνευματικής ζωής)! Δεν τα ξέρουνε αυτά οι άνθρωποι. Αυτά είναι μυστικά που εγώ τα έχω μάθει μέσα στην Παρακλητική, μέσα στα Μηναία. Πω! Πω! Όλα, και ο άγιος Εφραίμ και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος και όλοι οι καλοί. Μέσα όμως η υμνολογία έχει τρόπους και μεγαλεία και λεπτότητες και ευαισθησίες και μεταρσιώματα και οράματα και μεταρσιώσεις… Ήρθε μία που δεν ήτανε τόσο καλά γιατί την εβλάψανε οι ακολουθίες, κουράστηκε και δεν ήθελε να πάει στην Εκκλησία. Λοιπόν, λέει: «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, και κάθε βράδυ. Κουράστηκα, δεν μπορώ να ακούω αυτά τα πράγματα». Ενώ το να λες «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, Κύριε των Δυνάμεων, επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου», πώς το λέει εκεί, «Εις τας αυλάς του Κυρίου, επιποθεί και εκλείπει η ψυχή». Λοιπόν, αυτά και όλη την ημέρα να λες «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου» και όλα και όλη την ημέρα να λες ψαλμούς, ποτέ δεν έχω κούραση. Εδώ πέρα βλέπεις που αγαπιούνται και λένε «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» και όλα τα τραγούδια που ακούς στα ραδιόφωνα «Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ» όλα, όλο αυτή τη λέξη ακούεις. Καταλάβατε; Αυτή, ας πούμε, του έρωτος του επιγείου. Αλλά στον Θεό είναι άλλος έρως, άλλο πράμα, άλλη, άλλη χαρά» (Ευαγγ. Καραδήμου, Βίος και Πολιτεία του οσίου Γέροντος Πορφυρίου, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι, 2011).

Δεν είναι λίγες οι φορές που ο όσιος Πορφύριος τόνιζε όχι απλώς τη σημασία της εκκλησιαστικής υμνογραφίας για την πνευματική ζωή ενός πιστού χριστιανού, αλλά τη μέγιστη αξία που έχει. «Τα μυστικά της πνευματικής ζωής από τους ύμνους της Εκκλησίας τους έμαθα» σημείωνε. «Και μπορεί να μην έχω φτάσει το ύψος στο οποίο μας οδηγούν, όμως έμαθα τον τρόπο». Φτάνει μάλιστα σε σημείο ίσως υπερβολής, όταν ομολογεί ότι ακόμη και από τους μεγάλους οσίους, τους «καλούς», άγιο Εφραίμ, άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, οι ύμνοι της Παρακλητικής και των Μηναίων – ό,τι εξαγγέλλει μέσα από αυτούς η Εκκλησία για την Αγία Τριάδα, για τους αγίους, για την πνευματική ζωή – πρόσφεραν στον ίδιο μεγαλύτερη ωφέλεια. Κι αυτό γιατί, κατά τα λεγόμενά του, εκεί βρίσκεις «τρόπους και μεγαλεία και λεπτότητες και ευαισθησίες και μεταρσιώματα και οράματα και μεταρσιώσεις». Κι ήταν βαθιά πεποίθησή του ότι τούτο ισχύει όχι μόνο για τον ίδιο, αλλά και για όλους τους χριστιανούς. Όταν προέτρεπε τους αδελφούς που τον επισκέπτονταν να ακολουθήσουν τη μέθοδο αυτή αγιασμού τους, εκείνοι, κι αν ακόμη εξέφραζαν στην αρχή κάποια επιφύλαξη, αργότερα όμως υπακούοντας, από την εμπειρία τους βεβαίωναν την ίδια αλήθεια. «Είχα μία – έλεγε – η οποία δεν διάβαζε κανόνες, δεν έδινε σημασία στους αγίους και στην υμνολογία και αυτά που λέω σχεδόν τέτοια. Μια μέρα την κατατόπισα και τώρα… Τόσο πολύ της άρεσαν∙ διαβάζει, και κανένα που χτυπάει πολύ, με παίρνει στο τηλέφωνο και μου λέει: «Σ’ ευχαριστώ, Γέροντα, που μ’ έβαλες σ’ αυτούς τους θησαυρούς που περιφρονούσα, επειδή σχεδόν έτσι είχα διδαχτεί».

Κατά τον μεγάλο όσιο λοιπόν, στην υμνολογία της Εκκλησίας βρίσκεις όλους τους τρόπους για να αγιάσεις, βρίσκεις εκφρασμένη με γλυκό τρόπο την Αγία Γραφή αλλά και την Πατερική Παράδοση – η υμνολογία συνιστά μία σύνοψη όλων των θησαυρών του Αγίου Πνεύματος. Κι ένας βασικός λόγος της πραγματικότητας αυτής για τον όσιο ήταν ότι οι εκκλησιαστικοί μεγάλοι ποιητές, Ιωάννης μοναχός, Ιωσήφ, Θεοφάνης κ.ά., ήταν κι αυτοί μεγάλοι άγιοι που μπορούσαν να διακρίνουν τα σημάδια της αγιότητας και να επισημάνουν και όλες τις παραμέτρους τους. Ο λόγος του είναι σαφής: «Δεν γνωρίζουν αυτοί που ασχολούνται, ίσως και οι μοναχοί πολλές φορές, το μεγαλείο των αγίων ποιητών που έχουν ασχοληθεί με την υμνολογία της Εκκλησίας μας. Πω! Πω! Τι είναι αυτό!...Σας λέω ότι είναι σαν τον άγιο Σάββα, σαν τον άγιο Εφραίμ, σαν τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος. Τέτοιοι είναι και αυτοί. Μέσα στους ύμνους τους, μέσα στους κανόνες τους, μέσα στους όρθρους που έχουνε φτιάξει. Τι μεγαλεία! Εκεί μαθαίνει κανείς όλους τους τρόπους πώς να γίνει άγιος. Επαινώντας τον άγιο, κατείχαν όλα οι ίδιοι από πείρα και επαινούσαν τον άγιο και έγραφαν όλους τους τρόπους που μεταχειριζόταν ο άγιος

Πώς όμως παρουσιάζει την περίπτωση ο μέγας Γέρων εκείνης της εν Χριστώ αδελφής που είχε κουραστεί από τη διαρκή επανάληψη των ψαλμικών λόγων και των ίδιων κάθε φορά ακολουθιών, τόσο που δεν ήθελε πια να πηγαίνει και στην Εκκλησία; Η απάντησή του δίνει την απάντηση και για ένα μεγάλο μέρος χριστιανών μας, οι οποίοι και αυτοί «βαριούνται» και «πλήττουν» στις ακολουθίες, βρίσκοντας τρόπο «διαφυγής» είτε με την απουσία τους από τον Ναό είτε, συχνότερα, από τη «σμίκρυνση» της παρουσίας τους – όσο αργότερα και προς το τέλος, τόσο και καλύτερα! Τι λέει; Δεν υπάρχει αγάπη προς τα λόγια του Θεού και των αγίων. Μετέχουμε δηλαδή στις εκκλησιαστικές προσευχές, αλλά τυπικά και όχι καρδιακά. Τα λόγια είτε των ψαλμών είτε των ύμνων δεν μας κινητοποιούν, δεν μας αλλοιώνουν τον εσωτερικό κόσμο, δεν γίνονται το όχημα αναβάσεως της καρδιάς μας σε ό,τι μας αποκαλύπτουν. Οπότε, χωρίς αγάπη δεν υπάρχει το ανάλογο ενδιαφέρον. Δεν είναι τυχαίο ότι φέρνει ο άγιος το παράδειγμα των διαφόρων ερωτικών κοσμικών τραγουδιών. Εκεί αδιάκοπα προβάλλεται η αγάπη του άνδρα προς τη γυναίκα, της γυναίκας προς τον άνδρα: «σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ», γιατί έχει πληγεί η καρδιά από τον ανθρώπινο έρωτα. Κι αν αυτό συμβαίνει σ’ αυτόν τον έρωτα, λέει ο άγιος, πόσο περισσότερο πρέπει να συμβαίνει στον θεϊκό έρωτα που είναι απείρως βαθύτερος και μεγαλύτερος από τον κοσμικό!

Η έλλειψη βεβαίως της αγάπης προς τα λόγια του Θεού αποκαλύπτει την έλλειψη αγάπης προς τον ίδιο τον Θεό. Θεός και λόγια του Θεού ευρίσκονται στην ίδια συστοιχία – ο Θεός «κρύβεται» μέσα στα λόγια Του, μας διδάσκουν οι άγιοι. Ο ίδιος άλλωστε ο Κύριος είπε ότι θα φανερώσει τον εαυτό Του σ’ εκείνον που θα Τον αγαπήσει, τουτέστιν θα τηρήσει τις άγιες εντολές Του. Όταν μιλάμε για αγάπη προς τον Θεό μιλάμε πάντοτε για αγάπη προς τα λόγια, τις εντολές, τα κρίματα, τα δικαιώματά Του! Αναζητώ τον Θεό λοιπόν σημαίνει ότι «κυνηγάω» τις εντολές Του, προκειμένου να τις κάνω ένδυμα και σπίτι μου, να ενοικήσω σε αυτές, διαπιστώνοντας και τη δύναμη που περικλείουν, τη χάρη Εκείνου. Ο Κύριος για παράδειγμα που μας έμαθε να προσευχόμαστε με το «Πάτερ ημών», μας έμαθε στην πραγματικότητα να μπορούμε να Τον «αγκαλιάζουμε» μ’ έναν πολύ αισθητό και άμεσο τρόπο – το Πνεύμα Του προσεγγίζουμε κάτω από τις λέξεις και τους φθόγγους. Αλλά το ίδιο συμβαίνει και με όλη την Αγία Γραφή και με όλη την εκκλησιαστική υμνογραφία. Να ακούσουμε και πάλι τον άγιο πάλι στον συγκεκριμένο παραπάνω στίχο του «Ως αγαπητά τα σκηνώματά Σου, Κύριε». «Μα θα πεις, “Ως αγαπητά”. Τι αγαπητά, μωρέ, εδώ είναι λαχτάρα. “Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου”. Σε ποθώ, Θεέ μου, και λιώνει η ψυχή μου κοντά Σου. Στην αγάπη Σου λιώνει. Ίσως αυτό θα έχει να πει “εκλείπει η ψυχή μου”. Ίσως θα έχει να πει: Λιώνει η ψυχή μου».

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΥΧΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΜΑΘΟΥΝΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ

“Ο άγιος Τύχων είχε ευσεβείς και φιλόχριστους γονείς. Αφιερώθηκε από αυτούς στον Θεό και αφού έμαθε τα ιερά γράμματα και μελέτησε καλά τις Γραφές, τάχθηκε πρώτα ως αναγνώστης στον λαό να διαβάζει τα λόγια και τα διδάγματα κι έπειτα λόγω της κατά πάντα αξιωσύνης του και της καθαρότητας και του ανεπίληπτου του βίου του χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μνημόνιο, τον αγιότατο επίσκοπο Αμαθούντος. Όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή, ο Τύχων ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο από τον μεγάλο Επιφάνιο. Μετέστρεψε πολλούς από την πλάνη και τη ματαιότητα των ειδώλων προς την πίστη του Χριστού και Θεού μας, γκρέμισε και ανέτρεψε πολλούς ναούς των ειδώλων και ανήγειρε αντ᾽ αυτών θείους ναούς, τους οποίους  κατακόσμησε με θείες προσφορές και τους καθαγίασε, οπότε μετατέθηκε προς τον Κύριο, αφού επιτέλεσε πολλές θαυματουργίες ενόσω ζούσε στη ζωή αυτή, και συνεχίζει να επιτελεί και μετά τον θάνατό του. Από αυτές τις θαυματουργίες μία ή δύο, σαν δείγμα της αρετής του άνδρα, αξίζει να εκθέσει κανείς.

Όταν ακόμη ήταν στην αρχή της ζωής του, πήρε άρτους από τον πατέρα του για να τους πωλήσει στην αγορά (διότι αυτό ήταν το επάγγελμά του). Τους άρτους όμως αυτούς τους πρόσφερε στους φτωχούς. Το έμαθε ο πατέρας του κι επειδή το πήρε βαριά, τον έλεγξε με σκληρά λόγια. Ο Τύχων όμως  του είπε ότι δανείζει τους άρτους στον Θεό και ότι κατέχει γραμμάτιο από Αυτόν για να τους πάρει πίσω. Κι αμέσως ήλθε η απόδειξη των λόγων του φανερά, διότι οι αποθήκες του σίτου  βρέθηκαν πλήρεις, περισσότερο μάλιστα από τότε που ο πατέρας του έκανε τη συγκομιδή και πριν από την οποιαδήποτε εξαγωγή του. Κι αυτό μεν είναι μεγάλο θαύμα, για το οποίο υπάρχει όμως και κάποιος λόγος, γιατί και άλλοι έπραξαν παρόμοια: ο Θεός δηλαδή αυξάνει και προσφέρει τον σίτο, ώστε η ευεργεσία και η ελεημοσύνη και η δική μας να γίνεται πλούσια.

 Το άλλο δε μεγαλύτερο θαύμα, που είναι για τη δόξα του Θεού και δεν επιδέχεται σύγκριση με τίποτε άλλο, είναι αυτό: ο άγιος φύτευσε ένα ξερό κλήμα στη γη, το οποίο αμέσως ρίζωσε και βλάστησε πριν από τον καιρό του. Διότι πού έχει ακουστεί να βγει ώριμο σταφύλι στις 16 Ιουνίου, τότε που τελείται η μνήμη του αγίου; Αυτό το κλήμα λοιπόν, που έχει άγουρους ακόμη τους καρπούς πριν από τον καιρό του, τους δείχνει να μαυρίζουν και να ωριμάζουν, όταν αρχίζει η θεία υμνωδία και η λειτουργία για τον άγιο. Όταν όμως τελειώνει η ιερή θυσία και λειτουργία, τα σταφύλια τότε έχουν γίνει γλυκά και ώριμα και ευχάριστα για να τα φάει κανείς, προς δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”.

Ο άγιος Τύχων ανήκει εκ καταγωγής στην αποστολική Εκκλησία της Κύπρου. Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε, εκεί αγίασε, εκεί ετάφη. Η Κύπρος λοιπόν κατέχει το τίμιο και άγιο σώμα του, το οποίο αποτελεί για τους πιστούς πράγματι κρήνη ιαμάτων. Ένας τόσο μεγάλος θαυματουργός άγιος θεραπεύει με τη χάρη του Θεού όλους τους προσερχομένους σ᾽ αυτόν εν πίστει. Κι είναι γνωστό ότι ο άγιος ενεργεί πολύ περισσότερο μετά την κοίμησή του παρά κατά τη διάρκεια της εδώ ζωής του. Διότι ελεύθερος από το φυσικό του σκήνωμα ῾πετά᾽ ως άγγελος οπουδήποτε υπάρχει η κλήση του και η ανάγκη των ανθρώπων, κατεξοχήν όμως εκεί που υπάρχουν τα άγια λείψανά του. «Η σορός των αγίων λειψάνων σου, την οποία κυκλοτερά υμνολογούμε, ιερότατε Τύχων, έχει αναδειχτεί ιατρείο των παθών (ωδή η´).

Δεν είναι όμως η Κύπρος μόνο που τον τιμά και τον γεραίρει. Κάθε πόλη και χώρα αναφέρεται στην αγιότητά του, όπως συμβαίνει και σε όλους τους αγίους. Οι άγιοι μπορεί να ανήκουν σαρκικά σε έναν τόπο, αποτελούν όμως ῾κτήματα᾽ κάθε τόπου και κάθε ανθρώπου που πιστεύει στον Χριστό και στους αγίους Του. Οι άγιοι δηλαδή έχουν οικουμενική και διαχρονική διάσταση. Κι αυτό σημαίνει ότι την εγγύτητά τους και την αγιαστική δύναμή τους την εισπράττει ο κάθε πιστός, ανάλογα με τις προϋποθέσεις της καρδιάς του. Ο άγιος υμνογράφος σημειώνει επ᾽ αυτού: « κάθε πόλη και χώρα κηρύττει, Τύχων παμμακάριε αξιοθαύμαστε, τον βίο σου, τα θαύματα και τη φιλική σου σχέση προς τον Δεσπότη Χριστό»  (ωδή θ´).

Ο άγιος Ιωσήφ δίνει ιδιαίτερη σημασία στο θαυματουργικό χάρισμα του αγίου Τύχωνα. Κι είναι εύλογο: από παιδί χαριτώθηκε με τη θαυματουργία. Σημειώνει και αυτός το θαυμαστό γεγονός με τους άρτους και τον πολλαπλασιασμό του σίτου στις αποθήκες του πατέρα του αγίου. «Δεν ελαττώθηκε ο σίτος, όσο προσφερόταν στους φτωχούς με το χέρι σου, μακάριε, μάλλον δε ευλογείτο πολλαπλασίως, καθώς γέμιζαν με τη χάρη του Θεού τα άδεια δοχεία, παναοίδιμε» (ωδή δ´). Κι ακόμη περισσότερο: μνημονεύει το δεύτερο μεγάλο θαύμα με το αμπέλι και τα σταφύλια, θεωρώντας ότι όσο περνά ο καιρός τόσο και πιο θαυμαστό και λαμπρό αποδεικνύεται αυτό. «Φάνηκε το μεγάλο θαύμα σου, πάτερ Τύχων θαυμαστέ, το οποίο λαμπρύνεται με τα χρόνια. Διότι το αμπέλι κατά τη μνήμη σου, κάνει ώριμα σταφύλια, που δημιουργούν γλυκασμό ευφροσύνης στους πιστούς» (ωδή ζ´).

Ο άγιος Ιωσήφ όμως δίνει και την ερμηνεία της χάρης του θαυματουργείν του αγίου. Ο Θεός έδωσε τη χάρη αυτή, γιατί από παιδί ο άγιος είχε πολύ μεγάλη αγάπη προς τους συνανθρώπους του. Κι όπου υπάρχει πράγματι μεγάλη αγάπη, εκεί ο Θεός βρίσκει την κατάλληλη για τον κόσμο  ῾δίοδό᾽ Του. «Ανοίγοντας την καρδιά σου με συμπάθεια, Τύχων ένδοξε, έγινες πλούτος για τους πτωχούς και ένδυμα για τους γυμνούς και προστάτης των ορφανών» (ωδή δ´). Τι ήταν εκείνο όμως που έκανε τον άγιο από νωρίς να έχει τόσο ευαίσθητη καρδιά γεμάτη από την αγάπη του Χριστού; Ο Ιωσήφ ο υμνογράφος, μέγας ασκητικός διδάσκαλος και αυτός, με μεγάλη πείρα στην πνευματική ζωή, εύκολα διαπιστώνει: η αγιασμένη εκ παιδός ζωή του αγίου, με την έννοια ότι αγωνίστηκε να ξεφύγει από τα αμαρτωλά πάθη της σάρκας και να παραμείνει στο θέλημα του Θεού, γενόμενος κατοικητήριο Εκείνου. «Ξέκλινες από το νηπιακό φρόνημα ήδη από την παιδική σου ηλικία, και υπέταξες τον παλαιό εφευρέτη της κακίας με τα τέλεια νοήματα, Τύχων» (ωδή η´).

Κι ένα βασικό στοιχείο που έκανε τον άγιο εκ παιδός να αγαπήσει τον Χριστό, πέρα της χριστιανικότητας των γονέων του, ήταν η αγάπη του για τους βίους των αγίων. Ο άγιος διάβαζε και μελετούσε τους βίους των προηγουμένων αγίων, τόσο που και στην Εκκλησία έγινε αναγνώστης για να διαβάζει το ευαγγέλιο και αυτούς. Και τι πιο φυσικό σε μία ψυχή καθαρή και αγνή ενός παιδιού να χαραχτούν τα ίχνη της χάρης του Θεού που προβάλλονται από τη ζωή των αγίων μας και να τον παρακινούν σε μίμηση; «Μιμήθηκες τους βίους των αγίων – σημειώνει και πάλι ο υμνογράφος μας – σαν άγιος κι εσύ, θεόφρονα Τύχων θεόπνευστε, κι απέκτησες απάθεια ψυχής, γινόμενος οίκος του Θείου Πνεύματος» (ωδή γ´). 

14 Ιουνίου 2023

ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!

ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΝΩΤΗΣ

Κρυφά με δάκρυ στην καρδιά σε κοίταζα καθώς

ωδές τις ορθρινές εδιάβαζες με τα χοντρά σου

τα γυαλιά σ’ ένα του Πήλιου ξωκλήσι.

Κι έβλεπα άγγελο σεμνό κερί να σου κρατά ολόρθο

με φλόγα π’ άναψε μεμιάς απ’ της ψυχής σου το καντήλι.

Μυσταγωγούσες τη στιγμή καθώς οι λέξεις γίνονταν

της χάριτος αχτίνες που τη ζωή ανάβλυζαν

μέσα στην ύπαρξή σου.

Πώς να σε προσφωνήσω; - απορώ. Της Βίβλου ’να Προφήτη;

Δάσκαλο μέγα ή σοφό κυρ- Αλεξάνδρου φίλο;

Κυρίως ό,τι ήσουνα: άνθρωπος του Θεού κι εργάτης της μετάνοιας!

Δεν μ’ είδες, δεν θα τ’ άντεχες, μέσα στο άγιο Βήμα,

να προσκυνώ τη χάρη σου, ν’ ασπάζομαι το χέρι. 

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΕΛΙΣΑΙΟΣ

«Ο προφήτης Ελισαίος ήταν γιος του Σαφάτ, από την Αελμούθ, από την περιοχή του Ρουβίμ. Σ᾽ αυτόν, όταν γεννήθηκε στα Γάλγαλα, συνέβη κάποιο τεράστιο παράδοξο: η χρυσή δάμαλη που προσκυνείτο ως είδωλο εκεί, βόγγιξε τόσο δυνατά, ώστε να ακουστεί στα Ιεροσόλυμα. Είπε τότε ο ιερέας ερμηνεύοντας το γεγονός ότι προφήτης γεννήθηκε σήμερα στα Ιεροσόλυμα, ο οποίος θα γκρεμίσει τα αγάλματα  και θα συντρίψει τα (ειδωλολατρικά) μνημεία. Ο Θεός πράγματι έκανε μέσω των χειρών του Ελισαίου του προφήτη πολλά μεγάλα θαύματα. Όταν πέθανε, τάφηκε στη Σαμάρεια στη Σεβαστούπολη. Αυτός προφήτευσε για την παρουσία του Κυρίου και γλύκανε τα νερά της Ιεριχώς, τα οποία ήταν αλμυρά και προκαλούσαν ατεκνία στις γυναίκες. ῾Αυτά λέγει ο Κύριος, είπε ο προφήτης: θεραπεύω τα νερά αυτά. Και θεραπεύτηκαν᾽. Αλλά και νεκρούς ανέστησε και τον Νεεμάν τον Σύρο που ήταν λεπρός τον καθάρισε από τη λέπρα. Αντιθέτως, τον Γιεζή τον υπηρέτη του, τον έκανε λεπρό λόγω της φιλαργυρίας και της παρακοής του. Κι ακόμη, ενώ ήταν νεκρός, ανέστησε νεκρό. Όπως και χώρισε τα νερά του Ιορδάνη, κτυπώντας τα με τη μηλωτή του προφήτη Ηλία».

Η μνήμη του προφήτη Ελισαίου συνυπάρχει πάντοτε με τη μνήμη του πνευματικού του πατέρα και διδασκάλου, προφήτη Ηλία. Ακόμη και το απολυτίκιο του αγίου Ελισαίου πρωτίστως αναφέρεται στον Ηλία και έπειτα σ᾽ εκείνον. Και δικαίως: ο Θεός κάλεσε τον Ελισαίο στο προφητικό αξίωμα διά του μεγάλου Ηλία και του έδωσε όχι απλώς την προφητική δύναμη του διδασκάλου του, αλλά την περίσσεια αυτής, διπλή δηλαδή τη χάρη εκείνου. Ο υμνογράφος Ιωάννης ο μοναχός που συνέγραψε την ακολουθία του αγίου Ελισαίου εκεί πρώτιστα επικεντρώνει την προσοχή του: αφενός στην ιδιαίτερη σχέση του μαθητή προς τον διδάσκαλο, του Ελισαίου προς τον Ηλία, που σημαίνει οποιαδήποτε αναφορά στον ένα είναι ταυτόχρονη αναφορά και στον άλλον, αφετέρου στην προφητική χάρη που έλαβε ο Ελισαίος, τη διπλή όπως είπαμε του διδασκάλου.   Εκτός από το απολυτίκιο («...ο δεύτερος Πρόδρομος της παρουσίας Χριστού, Ηλίας ο ένδοξος, άνωθεν καταπέμψας Ελισαίω την χάριν...»), το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού μεταξύ άλλων τονίζει την παραπάνω αλήθεια: «Τους πιο μεγάλους από τους προφήτες και λαμπρότατους φωστήρες της οικουμένης ας τιμήσουμε με ύμνους πιστοί, δηλαδή τον Ηλία και τον Ελισαίο». Έτσι πάντοτε ῾συν αυτώ (τω Ηλία) σε τιμώμεν, Ελισαίε᾽ (εξαποστειλάριο όρθρου). Και: «Μακάριε Ελισαίε, ο ζηλωτής Ηλίας άφησε εσένα να καταλάμπεσαι με διπλό το χάρισμα» (στιχηρό εσπερινού). «Έλαβες διπλή τη χάρη από το Πνεύμα του Θεού και φάνηκες έτσι θαυμαστός προφήτης σε όλα τα πέρατα της οικουμένης» (κοντάκιο).

Ο άγιος υμνογράφος υπενθυμίζει το αυτονόητο: το αξίωμα του προφήτη και τη διπλή χάρη του προφήτη Ηλία τα έλαβε ο Ελισαίος από τον Θεό όχι απροϋπόθετα. Διότι ο Θεός μας προσφέρει τα πάντα στον άνθρωπο, ως γνωστόν, αρκεί ο άνθρωπος να βρίσκεται σε ετοιμότητα αποδοχής της χάρης Του. Μία προσφορά του Θεού χωρίς ο άνθρωπος να είναι έτοιμος, θα σημαίνει ίσως εκβιασμό της ελευθερίας του ανθρώπου και συνεπώς άρνηση του τρόπου δημιουργίας του. Ο Ελισαίος λοιπόν είχε καταστήσει τον εαυτό του ευαπόδεκτο της χάρης του Θεού, γι᾽ αυτό και η κλήση του σε προφήτη λειτούργησε κατά τρόπο σύμφωνο με το θέλημα του Θεού. Τι είχε κάνει λοιπόν ο Ελισαίος; «Καθάρισε τον νου του από τις ηδονές του σώματος, γι᾽ αυτό και υποδέχθηκε τις λάμψεις του αγίου Πνεύματος, τις οποίες και μετέδωσε στους άλλους ανθρώπους»  (στιχηρό εσπερινού). Με άλλα λόγια ο προφήτης «φύλαξε καθαρό το μάτι της ψυχής του και γι᾽αυτό αξιώθηκε με τον φωτισμό του Πνεύματος να προβλέπει τα μέλλοντα» (ωδή α´). Και με άλλη διατύπωση του υμνογράφου: Ο προφήτης «αναδείχθηκε κειμήλιο της παρθενίας, αφού απέκτησε τον τρόπο ζωής και την άφθονη χάρη του διδασκάλου του Ηλία» (ωδή ζ´). «Ακολουθούσε τη ζωή του όλο το πλήθος των αρετών» (ωδή δ´).

Χαρά του αγίου υμνογράφου είναι να περιστρέφεται διαρκώς πάνω  στις προϋποθέσεις λήψεως από τον Προφήτη του Πνεύματος του Θεού˙ τις αρετές και την πνευματική άσκησή του. Δεν βρίσκει λόγια να διηγηθεί αυτές του τις αρετές και συνεπώς και τις πνευματικές του αναβάσεις. «Ποιος θα διηγηθεί τις πρακτικές σου αρετές; Ποιος θα μπορέσει να εξαγγείλει τις πνευματικές σου αναβάσεις, προφήτη του Θεού;» (ωδή ε´). Σε ένα τέτοιο ύψος ευρισκόμενος ο προφήτης, έχοντας γίνει θεοειδής όλος από το Πνεύμα του Θεού, «με νου ειλικρινή και λόγο καθαρότατο» (ωδή ς´), προβαίνει και στην προφητική του αποστολή: να είναι «ριζότομος» και «φυτοκόμος». Αυτό είναι το έργο ενός προφήτη. «Το Πνεύμα το Άγιο σε ανέδειξε ριζότομο, δηλαδή να κτυπάς στη ρίζα κάθε κακία, όπως και φυτοκόμο, δηλαδή να φροντίζεις και να καλλιεργείς τα φυτά κάθε αρετής» (ωδή δ´).

Να ξεριζώνει το κακό και να φυτεύει το καλό και να το φροντίζει: σ᾽αυτό κάλεσε τον προφήτη ο Θεός, όπως και τους άλλους προφήτες, και σ᾽ αυτήν την προοπτική βλέπουμε να λειτουργεί η διδασκαλία του και το θαυματουργικό του χάρισμα. Διδασκαλία και θαύματα ήταν στην ίδια γραμμή για τον προφήτη που άνοιγαν παράθυρο για την όραση του μέλλοντος˙ τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο.  Ο άγιος Ιωάννης ο μοναχός μάς δίνει ένα εξαίσιο δείγμα της θεώρησης αυτής, όταν μνημονεύει τη θεραπεία από τον Ελισαίο της λέπρας του Νεεμάν του Σύρου. Ο προφήτης θεραπεύει τη λέπρα του Νεεμάν κι αυτή η κάθαρσή του ήταν μία προεικόνιση, μία δηλαδή χωρίς λόγια προφητεία, της θεραπείας και της κάθαρσης του ανθρώπου που θα έφερνε στον κόσμο διά του αγίου βαπτίσματος ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός. «Λουσμένος ο Νεεμάν μέσω του Ελισαίου κι αφού ξεπλύθηκε από τη λέπρα  του στον Ιορδάνη, δήλωνε την θεία κάθαρση του βαπτίσματος» (ωδή η´).

13 Ιουνίου 2023

"ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ" ΜΗΝΟΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2023

 

Κυκλοφόρησε το τεύχος του περιοδικού «Πειραϊκή Εκκλησία» για το μήνα Ιούνιο 2023.

Κυκλοφόρησε το τεύχος του περιοδικού «Πειραϊκή Εκκλησία» για το μήνα Ιούνιο 2023.

 Το κεντρικό αφιέρωμα έχει θέμα: Κωνσταντίνος Γανωτής

 Στο αφιέρωμα θα βρείτε κείμενα των:

Κωνσταντίνου Γανωτή

Μαρίας Γανωτή

Ηλία Λιαμή

Δημήτρη Μαυρόπουλου

Σοφίας Χατζή

Βασιλικής Κορωναίου

Επίσης στο τεύχος θα βρείτε και κείμενα ποικίλης θεματολογίας των: Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Αγίου Ρωμανού του Μελωδού, Αγίου Φιλαρέτου Μόσχας, Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου ( Αριζόνας), Πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Μέγιεντορφ, Βασίλη Καραποστόλη.

Το Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία» μπορείτε να το βρείτε σε όλους τους Ναούς της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, καθώς και σε κεντρικά βιβλιοπωλεία.

ΛΥΣΗ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ!

 

«Όταν κάποιοι χριστιανοί, που φέρουν μόνον το όνομα, ζητάνε να τους λύσουμε τις διαφορές τους (όταν τρώγωνται μεταξύ τους), να δεχτούμε μόνον, όταν δεχτούν να τις λύσουμε με το Ευαγγέλιο, διότι όλες οι άλλες λύσεις είναι ένας συνεχής πονοκέφαλος με ασπιρίνες. Όλοι οι άνθρωποι που μαλώνουν μεταξύ τους, όλοι τους λένε ότι έχουν και δίκαιο, μόνον που παίρνουν περισσότερο δίκαιο απ’ ό,τι δικαιούνται, γι’  αυτό και διαφωνούν συνέχεια. Το Ευαγγέλιο κάνει την καλύτερη μοιρασιά» (Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου, Επιστολές, έκδ. Ι. Ησυχ. Ευαγγ. Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης).

Όχι μόνον οι εκτός της Εκκλησίας αλλά και οι εντός αυτής χριστιανοί «που φέρουν μόνον το όνομα», κατά τον όσιο μεγάλο Γέροντα, συνεπώς ζουν και αυτοί ως «άθεοι εν τω κόσμω» (απ. Παύλος), έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους τον εγωισμό, δηλαδή την ενεργούμενη αμαρτία με όλα τα παρακλάδια της. Κατ’ ακρίβεια βέβαια ακόμη και οι θεωρούμενοι προχωρημένοι στην πνευματική ζωή ταλαιπωρούνται από τις νύξεις του εγωισμού, διότι στον κόσμο τούτο όλοι υποκείμεθα στην αμαρτία, κανείς δεν είναι αναμάρτητος. Η διαφορά μεταξύ ενός εν επιγνώσει πιστού χριστιανού και ενός απίστου έγκειται στο ότι ο πιστός βρίσκεται αδιάκοπα σε μία πορεία αύξησης της χάρης του Θεού, στον βαθμό που τηρεί τις εντολές του Κυρίου Ιησού Χριστού, που σημαίνει ότι τον εγωισμό του όταν πάει να εκδηλωθεί τον επισημαίνει και αγωνίζεται εν μετανοία να τον μεταστρέψει για να τον κάνει αληθινή και άδολη αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ο μη πιστός όμως δεν κάνει αυτόν τον αγώνα. Άγεται και φέρεται συνήθως από τις παρορμήσεις της εμπαθούς καρδιάς του, οπότε η επιβολή του δικού του θελήματος με παραθεώρηση του Θεϊκού θελήματος γίνεται η καθημερινή πρακτική του – το εγώ του είναι και ο θεός του.

Αυτήν την επιβολή του εγώ εις βάρος του άλλου συνανθρώπου επισημαίνουμε αδιάκοπα στις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις, με το «συντριπτικό» κατ’ αυτούς επιχείρημα ότι ο καθένας είναι βέβαιος για το «δίκιο του». Αν ερωτηθεί ένας που είναι οργισμένος κατά του πλησίον του, δεν υπάρχει περίπτωση να μη δικαιολογηθεί, να μη θεωρήσει ότι καλώς εχθρεύεται τον άλλον, γιατί τον έθιξε, γιατί τον αδίκησε, γιατί του συμπεριφέρθηκε με τρόπο πονηρό και συμφεροντολογικό. Κι έχει «δίκιο»! Γιατί σε ένα ποσοστό στον κόσμο τούτο όλοι λίγο πολύ φταίμε – «πολλά γάρ πταίομεν άπαντες» όπως λέει η Γραφή. Το πρόβλημα όμως, καθώς επισημαίνει ο άγιος, είναι ότι διεκδικούμε παραπάνω δίκιο από όσο μας πρέπει. Κι αυτό γιατί; Διότι ο νους μας θολωμένος από τον εγωισμό δεν διακρίνει σωστά – ο νους πάντοτε πλανάται όταν η καρδιά δεν είναι καθαρή, όταν δηλαδή δεν είναι γεμάτη από αγάπη. Το αποτέλεσμα; Η σπίθα και η φωτιά. Ο ένας εγωισμός που συγκρούεται με τον άλλο εγωισμό, σαν δύο πέτρες που βγάζουν σπίθα από τη μεταξύ τους σύγκρουση.

Τι γίνεται στην περίπτωση που μία τέτοια διαμάχη έρθει ενώπιόν μας; Τι μπορούμε και πρέπει να πούμε, όταν δύο με διαφωνία μεταξύ τους θελήσουν να τα βρουν με «διαιτητή» εμάς; Εννοείται ότι ο καθένας θα θελήσει να μας πάρει με το μέρος του, παρουσιάζοντάς μας τα πράγματα εντελώς «φουσκωμένα» για τον άλλον και εντελώς «εν σμικρύνσει και αθώα» για τον εαυτό του. Ο ίδιος ο Κύριος βρέθηκε σε τέτοια στιγμή: Του ζήτησαν δύο άνθρωποι να τους λύσει τη διαφορά. Κι Εκείνος, ο παντογνώστης και καρδιογνώστης, αρνήθηκε! «Ποιος με έβαλε δικαστή ανάμεσά σας;» είπε, παραπέμποντας ουσιαστικά και στο ανάλογο περιστατικό από την Παλαιά Διαθήκη με τον Μωϋσή (που έκανε τον δικαστή και βρέθηκε στη συνέχεια ο ίδιος υπόδικος!). Κι είναι η στάση Του αυτή που μας δείχνει τον δρόμο: να μη πέφτουμε στην παγίδα του κριτή – θα κατηγορηθούμε και από τους δύο διαφωνούντες.

Μόνο σε μία περίπτωση μπορούμε να πούμε τη γνώμη μας, αλλά με ταπείνωση και αγάπη και προσευχή: όταν προτείνουμε τη λύση του Ευαγγελίου. Και μάλιστα τότε που διαπιστώνουμε ότι οι διαφωνούντες έχουν έστω και μία μικρή διάθεση να ακούσουν, έχουν δηλαδή κάποια μικρή ταπείνωση. Και τι προτείνει το Ευαγγέλιο; Τίποτε άλλο από την αγάπη των ανθρώπων μεταξύ τους, δηλαδή από τη διάθεση ο καθένας να δίνει περισσότερο δίκιο στον άλλον! Θυμόμαστε και πάλι το όσιο Αγιορείτη που έλεγε με τον μοναδικό εποπτικό τρόπο του: «Χριστιανική μοιρασιά και δικαιοσύνη είναι από τα δέκα να πάρω εγώ τα δύο και να δώσω στον άλλον τα οκτώ!» Κάθε άλλος τρόπος για έναν χριστιανό είναι «συνεχής πονοκέφαλος με ασπιρίνες».

Αν όπως είπαμε οι διαφωνούντες είναι καλοπροαίρετοι και έχουν κάποιο χριστιανικό στοιχείο μέσα τους θα δεχτούν τη λύση και θα ευχαριστήσουν τον Θεό, κι ίσως κι εμάς. Αν όμως δεν είναι, τότε ματαίως κοπιάζουμε, ματαίως μιλάμε και εκφέρουμε γνώμη: η γνώμη μας γίνεται αφορμή μεγαλύτερης έξαψης των παθών που την «πληρώνουμε» κι εμείς. Σπουδαίο παράδειγμα επ’ αυτού έχουμε από τον βίο του μεγάλου οσίου νηπτικού Πατέρα της Εκκλησίας Ισαάκ του Σύρου. Μόλις είχε γίνει επίσκοπος Νινευί ο ησυχαστής όσιος Ισαάκ, και μάλιστα με μεγάλη πίεση και αποκάλυψη Κυρίου, και ήρθαν δύο χριστιανοί για να βρουν το δίκιο τους. Ο ένας ήταν δανειστής και ο άλλος οφειλέτης. Ο δανειστής είχε τα δίκια του: του χρωστούσε ο άλλος και αργοπορούσε την εξόφληση. Ο οφειλέτης είχε κι αυτός τα δικά του: φτωχός άνθρωπος μεροκαματιάρης ήταν και ήθελε μία παράταση χρόνου από τον δανειστή. Ο πρώτος έξαλλος επιτέθηκε με σκαιό τρόπο κατά του άλλου «αδελφού», φώναζε, έλεγε, έλεγε… Ο άλλος μαζεμένος άκουγε. Ο άγιος Ισαάκ που προσευχόταν με πόνο με την όλη κατάσταση πήρε κάποια στιγμή τον λόγο. Και τι είπε; Ό,τι λέει το Ευαγγέλιο. «Αδελφέ μου, ο Κύριος στο Ευαγγέλιο ζητάει να αγαπάμε ο ένας τον άλλον, να είμαστε συγκαταβατικοί, να παραιτούμαστε κάποιες φορές και από τα δικαιώματά μας». Ο δανειστής βεβαίως με τα λόγια του αγίου εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο. Στράφηκε και κατά του επισκόπου του. Αποτέλεσμα: έφυγε απειλώντας ότι θα σύρει τον χρεώστη στα δικαστήρια. Και ο άγιος Ισαάκ, αφού αγκάλιασε τον άνθρωπο και τον παρηγόρησε, λέγοντας ότι θα κάνει ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό, μάζεψε τα πράγματά του, εγκατέλειψε τον επισκοπικό του θρόνο και επανήλθε στο ησυχαστήριό του. Το σκεπτικό του ήταν ατράνταχτο: «Αν δεν μπορώ να πείσω τους χριστιανούς μου με τον λόγο του Ευαγγελίου, τότε ποια είναι η θέση μου εδώ;»

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΚΥΛΙΝΑ

«Η αγία Ακυλίνα έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού και καταγόταν από τη Βύβλο, πόλη της Παλαιστίνης. Ήταν κόρη ένδοξου άνδρα που ονομαζόταν Ευτόλμιος, ενώ βαπτίστηκε χριστιανή από τον επίσκοπο Ευθάλιο. Από δεκαπέντε ετών καθοδηγούσε τις φίλες και συνομήλικές της κοπέλες προς την πίστη του Χριστού και τις δίδασκε να απέχουν από τα είδωλα. Γι᾽ αυτό  και κατηγορήθηκε στον ανθύπατο Ουλοσιανό από κάποιο Νικόδημο. Οδηγήθηκε σε εξέταση και εκεί ομολόγησε το όνομα του Χριστού. Τότε δόθηκε εντολή να την κτυπήσουν, ενώ τρύπησαν τις ακοές της με σιδερένιες πυρωμένες σούβλες τόσο πολύ, ώστε και να τρέχουν αίματα από τα ρουθούνια της και να πυρωθεί εσωτερικά όλο το κεφάλι της. Έπειτα αποφάσισαν να την κτυπήσουν με ξίφος, οπότε της έκοψαν το κεφάλι και έτσι εκδήμησε προς τον Κύριο. Τελείται δε η σύναξή της στο αγιότατο Μαρτυρείο της, που βρίσκεται στην περιοχή του Φιλοξένου».

Κάθε φορά που η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη μιας μικρής κοπέλας μάρτυρος, θαυμάζει κανείς και απορεί πώς είναι δυνατό ένα μικρό κορίτσι να αντέξει τόσα βασανιστήρια χωρίς να δειλιάσει και να υποταχτεί στον αντίπαλο. Αυτήν την απορία είναι γνωστό ότι την είχε και ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης, όταν το 1987 του εμφανίστηκε η αγία μεγαλομάρτυς Ευφημία, για να πάρει ως απάντηση στην απορία και τον θαυμασμό του ότι αφενός τούτο είναι κατορθωτό με τη χάρη του Θεού, αφετέρου με την αγάπη που καίει στην καρδιά του πιστού για τον ίδιο τον Χριστό. Είναι χαρακτηριστικά μάλιστα τα λόγια της αγίας: «Αν ήξερα τι ο Θεός μου επεφύλασσε, θα έλεγα ποτέ να μην τελείωναν τα βασανιστήριά μου». Η απάντηση της αγίας βεβαίως δεν ήταν τίποτε άλλο παρά παραλλαγή των λόγων του αποστόλου Παύλου «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν», δεν ισοφαρίζονται τα παθήματα της παρούσης ζωής προς τη δόξα που πρόκειται να μας αποκαλυφθεί μελλοντικά. Ό,τι περνάμε εδώ σαν βάσανα και δοκιμασίες, και μάλιστα για το όνομα και την αγάπη του Χριστού, και κάνουμε υπομονή χωρίς να βλασφημούμε και να γογγύζουμε, αυτά τα βάσανα μάς ετοιμάζουν «αιώνιον βάρος δόξης».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επανειλημμένως τονίζει αυτήν την πραγματικότητα. Βλέπει δηλαδή ότι θεμέλιο και αιτία της υπομονής της αγίας στα μαρτύρια που υπέστη και με τα οποία νικήθηκε ο εχθρός διάβολος και τα όργανά του, ήταν ο βαθύς έρωτάς της για τον Κύριο. «Πληγώθηκες από τον θεϊκό έρωτα αληθινά, πάνσεμνε. Γι᾽ αυτό και υπέμεινες με δύναμη τις πληγές και τους μεγάλους πόνους» (ωδή γ´). Προχωρεί μάλιστα τη σκέψη του, λέγοντας ότι η μικρή Ακυλίνα θεωρούσε τα παθήματά της εξεικονισμό των παθημάτων του Χριστού και προίκα που πρόσφερε στον νυμφίο της. Με άλλα λόγια τα θεωρούμενα αρνητικά: τα μαρτύρια του σώματος, τα μεταποιούσε με την πίστη και τον χαριτωμένο λογισμό της σε θετικά: μετοχή στο Πάθος του Χριστού και προσφορά στον αγαπημένο της. «Κυριαρχημένη, πανεύφημε, από τον έρωτα του Δημιουργού σου, εξεικόνισες στο σώμα σου τα παθήματα Εκείνου» (στιχηρό εσπερινού). «Πρόσφερες ως προίκα στον Νυμφίο σου, πάνσεμνε, τα κτυπήματα των μελών του σώματός σου» (στιχηρό εσπερινού).

Το μαρτύριο της αγίας, για τον άγιο υμνογράφο, ήταν βεβαίως συνέχεια και προαγωγή της θεοφιλούς ζωής της. Η αγία αγωνίστηκε στο μικρό διάστημα που έζησε πάνω στη γη να κρατήσει την καθαρότητα της ψυχής της, δηλαδή την ομορφιά από τη χάρη του αγίου Πνεύματος που  έλαβε κατά το άγιο βάπτισμά της – τότε είναι ωραίος ο άνθρωπος, όταν έχει στην ύπαρξή του τη χάρη του Θεού – την οποία ομορφιά αύξησε πολλαπλασίως με τη θυσία της ίδιας της ζωής της. «Απέκτησες τη χάρη του αγίου Πνεύματος, καθώς κράτησες την ψυχή σου καθαρή, ένδοξε, και έγινες ωραιότατη με τα στίγματα του σώματός σου» (ωδή α´). Κι αλλού ο άγιος Ιωσήφ θα επισημάνει ότι το μαρτύριο της αγίας ήταν το διάδημα στην όλη λάμψη των αρετών που την διακατείχε, με αποτέλεσμα να γίνει νύμφη του Κυρίου αμίαντη και άφθορη. «Φλέχτηκες από το θείο φως των αρετών και κοσμήθηκες, σεμνή, ένδοξα από το διάδημα των αθλητών, οπότε ωραία κατά το κάλλος που δίνει η πίστη, έγινες νύμφη αμίαντη και άφθορη πράγματι του παντοκράτορα Κυρίου» (κάθισμα όρθρου).

Ο άγιος Ιωσήφ βεβαίως δεν παύει να τονίζει παράλληλα με την προαγωγή της αγίας ως νύμφης Χριστού και τη νίκη που κατήγαγε απέναντι στον διάβολο και τα όργανά του. Μπορεί η ίδια να ήταν ένα κορίτσι με ασθενικό σώμα, αλλά το γενναίο φρόνημά της λόγω της θερμής αγάπης της προς τον Χριστό και της ενίσχυσης της χάρης Εκείνου, την έκανε να είναι σαν μέγας και κυρίαρχος στρατηλάτης. Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε στρατηλάτες πνευματικούς τους νέους άνδρες, σαν τον άγιο Δημήτριο, τον άγιο Γεώργιο, τους αγίους Θεοδώρους. Τους εξεικονίζουμε μάλιστα πάνω σε άλογα να τρυπάνε τον νικημένο δράκοντα, τον διάβολο. Μα εξίσου η υμνολογία της Εκκλησίας μας προβάλλει και τις νέες κοπέλες μάρτυρες, σαν την αγία Ακυλίνα. Θα μπορούσαμε και αυτήν να την εξεικονίσουμε πάνω σε άλογο, τη γενναία ψυχή της δηλαδή και τη χάρη του Θεού, να καταβάλει  τον υπερήφανο δράκοντα. «Τον υπερήφανο δράκοντα εσύ, παρόλη την ασθενική σου σάρκα, τον κατέβαλες, καθώς αρίστευσες λαμπρότατα και αφάνισες το θράσος των τυράννων» (ωδή δ´). Είναι αλήθεια: η πίστη και η βαθειά αγάπη προς τον Χριστό μεταποιεί και τον πιο αδύναμο άνθρωπο κυριολεκτικά σε λιοντάρι. Αρκεί να κρατάει το σώμα του καθαρό από σαρκικές αμαρτίες και την καρδιά του ενωμένη με τον Χριστό. Σαν την αγία Ακυλίνα: «Έχοντας το σώμα σου καθαρό από αμαρτίες και την καρδιά σου ενωμένη με τον Κύριο, παραστάθηκες ενώπιον δικαστικών βημάτων, ελέγχοντας, θεόφρον αγνή, τον ανόητο τύραννο» (ωδή ζ´).