“Ο άγιος Τύχων είχε ευσεβείς και φιλόχριστους γονείς.
Αφιερώθηκε από αυτούς στον Θεό και αφού έμαθε τα ιερά γράμματα και μελέτησε
καλά τις Γραφές, τάχθηκε πρώτα ως αναγνώστης στον λαό να διαβάζει τα λόγια και
τα διδάγματα κι έπειτα λόγω της κατά πάντα αξιωσύνης του και της καθαρότητας
και του ανεπίληπτου του βίου του χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μνημόνιο, τον
αγιότατο επίσκοπο Αμαθούντος. Όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή, ο Τύχων ανήλθε
στον επισκοπικό θρόνο από τον μεγάλο Επιφάνιο. Μετέστρεψε πολλούς από την πλάνη
και τη ματαιότητα των ειδώλων προς την πίστη του Χριστού και Θεού μας, γκρέμισε
και ανέτρεψε πολλούς ναούς των ειδώλων και ανήγειρε αντ᾽ αυτών θείους ναούς,
τους οποίους κατακόσμησε με θείες προσφορές και τους καθαγίασε, οπότε
μετατέθηκε προς τον Κύριο, αφού επιτέλεσε πολλές θαυματουργίες ενόσω ζούσε στη
ζωή αυτή, και συνεχίζει να επιτελεί και μετά τον θάνατό του. Από αυτές τις θαυματουργίες
μία ή δύο, σαν δείγμα της αρετής του άνδρα, αξίζει να εκθέσει κανείς.
Όταν ακόμη ήταν στην αρχή της ζωής του, πήρε άρτους από
τον πατέρα του για να τους πωλήσει στην αγορά (διότι αυτό ήταν το επάγγελμά
του). Τους άρτους όμως αυτούς τους πρόσφερε στους φτωχούς. Το έμαθε ο πατέρας
του κι επειδή το πήρε βαριά, τον έλεγξε με σκληρά λόγια. Ο Τύχων όμως του
είπε ότι δανείζει τους άρτους στον Θεό και ότι κατέχει γραμμάτιο από Αυτόν για
να τους πάρει πίσω. Κι αμέσως ήλθε η απόδειξη των λόγων του φανερά, διότι οι
αποθήκες του σίτου βρέθηκαν πλήρεις, περισσότερο μάλιστα από τότε που ο
πατέρας του έκανε τη συγκομιδή και πριν από την οποιαδήποτε εξαγωγή του. Κι
αυτό μεν είναι μεγάλο θαύμα, για το οποίο υπάρχει όμως και κάποιος λόγος, γιατί
και άλλοι έπραξαν παρόμοια: ο Θεός δηλαδή αυξάνει και προσφέρει τον σίτο, ώστε
η ευεργεσία και η ελεημοσύνη και η δική μας να γίνεται πλούσια.
Το άλλο δε μεγαλύτερο θαύμα, που είναι για τη δόξα
του Θεού και δεν επιδέχεται σύγκριση με τίποτε άλλο, είναι αυτό: ο άγιος
φύτευσε ένα ξερό κλήμα στη γη, το οποίο αμέσως ρίζωσε και βλάστησε πριν από τον
καιρό του. Διότι πού έχει ακουστεί να βγει ώριμο σταφύλι στις 16 Ιουνίου, τότε
που τελείται η μνήμη του αγίου; Αυτό το κλήμα λοιπόν, που έχει άγουρους ακόμη
τους καρπούς πριν από τον καιρό του, τους δείχνει να μαυρίζουν και να
ωριμάζουν, όταν αρχίζει η θεία υμνωδία και η λειτουργία για τον άγιο. Όταν όμως
τελειώνει η ιερή θυσία και λειτουργία, τα σταφύλια τότε έχουν γίνει γλυκά και
ώριμα και ευχάριστα για να τα φάει κανείς, προς δόξα του Πατρός και του Υιού
και του Αγίου Πνεύματος”.
Ο άγιος Τύχων ανήκει εκ καταγωγής στην αποστολική
Εκκλησία της Κύπρου. Εκεί γεννήθηκε, εκεί μεγάλωσε, εκεί αγίασε, εκεί ετάφη. Η
Κύπρος λοιπόν κατέχει το τίμιο και άγιο σώμα του, το οποίο αποτελεί για τους πιστούς
πράγματι κρήνη ιαμάτων. Ένας τόσο μεγάλος θαυματουργός άγιος θεραπεύει με τη
χάρη του Θεού όλους τους προσερχομένους σ᾽ αυτόν εν πίστει. Κι είναι γνωστό ότι
ο άγιος ενεργεί πολύ περισσότερο μετά την κοίμησή του παρά κατά τη διάρκεια της
εδώ ζωής του. Διότι ελεύθερος από το φυσικό του σκήνωμα ῾πετά᾽ ως άγγελος
οπουδήποτε υπάρχει η κλήση του και η ανάγκη των ανθρώπων, κατεξοχήν όμως εκεί
που υπάρχουν τα άγια λείψανά του. «Η σορός των αγίων λειψάνων σου, την οποία
κυκλοτερά υμνολογούμε, ιερότατε Τύχων, έχει αναδειχτεί ιατρείο των παθών (ωδή
η´).
Δεν είναι όμως η Κύπρος μόνο που τον τιμά και τον
γεραίρει. Κάθε πόλη και χώρα αναφέρεται στην αγιότητά του, όπως συμβαίνει και
σε όλους τους αγίους. Οι άγιοι μπορεί να ανήκουν σαρκικά σε έναν τόπο,
αποτελούν όμως ῾κτήματα᾽ κάθε τόπου και κάθε ανθρώπου που πιστεύει στον Χριστό
και στους αγίους Του. Οι άγιοι δηλαδή έχουν οικουμενική και διαχρονική
διάσταση. Κι αυτό σημαίνει ότι την εγγύτητά τους και την αγιαστική δύναμή τους
την εισπράττει ο κάθε πιστός, ανάλογα με τις προϋποθέσεις της καρδιάς του. Ο
άγιος υμνογράφος σημειώνει επ᾽ αυτού: « κάθε πόλη και χώρα κηρύττει, Τύχων
παμμακάριε αξιοθαύμαστε, τον βίο σου, τα θαύματα και τη φιλική σου σχέση προς
τον Δεσπότη Χριστό» (ωδή θ´).
Ο άγιος Ιωσήφ δίνει ιδιαίτερη σημασία στο θαυματουργικό
χάρισμα του αγίου Τύχωνα. Κι είναι εύλογο: από παιδί χαριτώθηκε με τη
θαυματουργία. Σημειώνει και αυτός το θαυμαστό γεγονός με τους άρτους και τον
πολλαπλασιασμό του σίτου στις αποθήκες του πατέρα του αγίου. «Δεν ελαττώθηκε ο
σίτος, όσο προσφερόταν στους φτωχούς με το χέρι σου, μακάριε, μάλλον δε
ευλογείτο πολλαπλασίως, καθώς γέμιζαν με τη χάρη του Θεού τα άδεια δοχεία,
παναοίδιμε» (ωδή δ´). Κι ακόμη περισσότερο: μνημονεύει το δεύτερο μεγάλο θαύμα
με το αμπέλι και τα σταφύλια, θεωρώντας ότι όσο περνά ο καιρός τόσο και πιο
θαυμαστό και λαμπρό αποδεικνύεται αυτό. «Φάνηκε το μεγάλο θαύμα σου, πάτερ
Τύχων θαυμαστέ, το οποίο λαμπρύνεται με τα χρόνια. Διότι το αμπέλι κατά τη
μνήμη σου, κάνει ώριμα σταφύλια, που δημιουργούν γλυκασμό ευφροσύνης στους
πιστούς» (ωδή ζ´).
Ο άγιος Ιωσήφ όμως δίνει και την ερμηνεία της χάρης του
θαυματουργείν του αγίου. Ο Θεός έδωσε τη χάρη αυτή, γιατί από παιδί ο άγιος
είχε πολύ μεγάλη αγάπη προς τους συνανθρώπους του. Κι όπου υπάρχει πράγματι
μεγάλη αγάπη, εκεί ο Θεός βρίσκει την κατάλληλη για τον κόσμο ῾δίοδό᾽
Του. «Ανοίγοντας την καρδιά σου με συμπάθεια, Τύχων ένδοξε, έγινες πλούτος για
τους πτωχούς και ένδυμα για τους γυμνούς και προστάτης των ορφανών» (ωδή δ´).
Τι ήταν εκείνο όμως που έκανε τον άγιο από νωρίς να έχει τόσο ευαίσθητη καρδιά
γεμάτη από την αγάπη του Χριστού; Ο Ιωσήφ ο υμνογράφος, μέγας ασκητικός
διδάσκαλος και αυτός, με μεγάλη πείρα στην πνευματική ζωή, εύκολα διαπιστώνει:
η αγιασμένη εκ παιδός ζωή του αγίου, με την έννοια ότι αγωνίστηκε να ξεφύγει από
τα αμαρτωλά πάθη της σάρκας και να παραμείνει στο θέλημα του Θεού, γενόμενος
κατοικητήριο Εκείνου. «Ξέκλινες από το νηπιακό φρόνημα ήδη από την παιδική σου
ηλικία, και υπέταξες τον παλαιό εφευρέτη της κακίας με τα τέλεια νοήματα,
Τύχων» (ωδή η´).
Κι ένα βασικό στοιχείο που έκανε τον άγιο εκ παιδός να αγαπήσει τον Χριστό, πέρα της χριστιανικότητας των γονέων του, ήταν η αγάπη του για τους βίους των αγίων. Ο άγιος διάβαζε και μελετούσε τους βίους των προηγουμένων αγίων, τόσο που και στην Εκκλησία έγινε αναγνώστης για να διαβάζει το ευαγγέλιο και αυτούς. Και τι πιο φυσικό σε μία ψυχή καθαρή και αγνή ενός παιδιού να χαραχτούν τα ίχνη της χάρης του Θεού που προβάλλονται από τη ζωή των αγίων μας και να τον παρακινούν σε μίμηση; «Μιμήθηκες τους βίους των αγίων – σημειώνει και πάλι ο υμνογράφος μας – σαν άγιος κι εσύ, θεόφρονα Τύχων θεόπνευστε, κι απέκτησες απάθεια ψυχής, γινόμενος οίκος του Θείου Πνεύματος» (ωδή γ´).