"οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου δίκαιοι παρά τῷ
Θεῷ, ἀλλ᾽ οἱ ποιηταί τοῦ νόμου δικαιωθήσονται" (Ρωμ. 2, 13)
Στό σημαντικότατο θέμα τοῦ τρόπου
κρίσεως τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν Θεό, ᾽Ιουδαίων καί εἰδωλολατρῶν, ἀναφέρεται ὁ ἀπόστολος
Παῦλος στό ἀπόσπασμα ἀπό τή μεγαλύτερη καί δογματική ὀνομαζόμενη ἐπιστολή του,
τήν πρός Ρωμαίους. Οἱ ᾽Ιουδαῖοι θά κριθοῦν μέ βάση τόν γραπτό νόμο πού τούς εἶχε
δώσει ὁ Θεός, οἱ εἰδωλολάτρες μέ βάση τόν ἔμφυτο νόμο τῆς συνειδήσεώς τους. Καί
γιά τούς μέν καί γιά τούς δέ, ἐκεῖνο πού συνιστᾶ ζητούμενο ἀπό τόν Κύριο δέν εἶναι
ἡ καταγωγή καί ἡ φυλετική τους ἔνταξη, ἀλλά ἡ ἀγαθότητα τήν ὁποία ἐπιδεικνύουν
στή ζωή τους – σέ ὅ,τι ἀποσκοπεῖ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ καί ἡ φωνή τῆς συνειδήσεως
- πού σημαίνει κριτήριο γιά τόν Θεό ἀποτελεῖ
ἡ ἐσωτερική καλή τους διάθεση ἐνεργούμενη στήν καθημερινότητα, ῾τά κρυπτά τῶν ἀνθρώπων᾽ πού λέει ὁ ἀπόστολος,
συνεπῶς ἡ ῾καρδιά᾽ τους βρίσκεται στό ῾στόχαστρο᾽ τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἡ ἐπιφάνεια τῆς
ἐδῶ ζωῆς. Διότι ῾οὐκ ἔστι προσωποληψία
παρά τῷ Θεῷ᾽ (δέν χαρίζεται σέ πρόσωπα ὁ Θεός). ῾Η φράση μάλιστα τοῦ ἀποστόλου
῾οὐ γάρ οἱ ἀκροαταί τοῦ νόμου δίκαιοι
παρά τῷ Θεῷ, ἀλλ᾽ οἱ ποιηταί τοῦ νόμου δικαιωθήσονται᾽ (Διότι δίκαιοι ἐνώπιον
τοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι ὅσοι ἀκοῦν ἁπλῶς τήν ἀνάγνωση τοῦ θείου νόμου, ἀλλά ὅσοι
τηροῦν τόν νόμο αὐτοί θά ἀναγνωριστοῦν δίκαιοι) εἶναι κλασική καί συνιστᾶ ἀξίωμα
στήν ὅλη πνευματική ζωή.
1. Βεβαίως
τό ἀξίωμα αὐτό δέν ἀποτελεῖ ἐφεύρεση τοῦ ἀποστόλου. Πέρα ἀπό ὅσα οἱ προφῆτες
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διακήρυσσαν ἐπ᾽ αὐτοῦ, ὁ ἀπόστολος κινεῖται πάνω στή
γραμμή πού τόνιζε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. ᾽Εκεῖνος διαρκῶς δέν ἔλεγε ὅτι ῾οὐ
πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, ἀλλ᾽ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς
εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ᾽; ῎Οχι τά λόγια, ὄχι ἡ ἁπλή ἀκρόαση,
ἀλλά ἡ ποίηση καί ἐφαρμογή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει τόν ἄνθρωπο
νά δικαιώνεται ἀπό τόν Θεό καί νά θεωρεῖται μέλος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ αὐστηρή
καί ἐπίμονη αὐτή τοποθέτηση τοῦ Κυρίου ἔφτανε στό σημεῖο καί θεωρούμενης ῾ὑπερβολῆς᾽:
ἔκρινε καί κατέκρινε ἀκόμη καί τή συγγενική σχέση καί συνάφεια, ὅταν αὐτή δέν
βρισκόταν μέσα στά πλαίσια τοῦ ἀπόλυτου κριτηρίου: τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. ῾Ποιά εἶναι ἡ μάνα μου καί ποιοί εἶναι οἱ ἀδελφοί
μου; ῞Οποιος τηρεῖ τό θέλημα τοῦ Πατέρα μου τοῦ Οὐράνιου, αὐτός εἶναι μάνα μου
καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μου᾽. Καί δέν διστάζει νά χαρακτηρίσει τόν
μαθητή του Πέτρο ῾σατανά᾽, ὅταν ἐκεῖνος χωρίς ἐπίγνωση προσπαθεῖ νά τόν ἀποπροσανατολίσει
ἀπό τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. ῾῞Υπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ, ὅτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ ἀλλά τά τῶν ἀνθρώπων᾽.
2. ῾Ο Θεός
λοιπόν δικαιώνει τόν ἄνθρωπο, λέει ὁ ἀπόστολος, μέ βάση τήν τήρηση τοῦ νόμου Του, τοῦ ἁγίου
θελήματός Του δηλαδή, καί ὄχι μέ βάση τά ἐξωτερικά ἐπίγεια στοιχεῖα του. Δικαίωση
ἀπό τόν Θεό μέ τά χαρακτηριστικά τῆς καταγωγῆς, τῆς φυλῆς καί τῶν ἐξωτερικῶν
καλῶν ἔργων διεκδικοῦσαν καί πίστευαν οἱ ᾽Ιουδαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, μέ ἀποτέλεσμα
νά κάνουν τόν Θεό ἐθνικιστή καί ἄδικο, (ἄς θυμηθοῦμε καί τό ἀνηλεές μαστίγωμα τῆς
διαστροφῆς αὐτῆς ἀπό τόν ἄγνωστο συγγραφέα τοῦ προφητικοῦ βιβλίου τοῦ ᾽Ιωνᾶ ἀκριβῶς
στό πρόσωπο τοῦ ἐθνικιστῆ προφήτη), γι᾽
αὐτό καί δέχτηκαν τά σκληρά ῾οὐαί᾽ ἀπό
᾽Εκεῖνον ὅπως καί τή σκληρή καταδίκη τους ἀπό τούς ἀποστόλους, ἰδίως δέ ἀπό τόν
ἀπόστολο Παῦλο. Δικαίωση ὅμως κατά τόν Κύριο καί τό κήρυγμα συνεπῶς τῶν ἀποστόλων
σημαίνει τόν συντονισμό τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, δηλαδή τή βίωση τῆς χάρης Του,
τήν ὁποία χορηγεῖ σέ κάθε ἄνθρωπο πού ἀρχίζει νά αἰσθάνεται ὅτι ἡ ἀληθινή ζωή
δέν βρίσκεται στίς προσφορές καί τίς γοητεῖες τοῦ κόσμου τούτου, τοῦ εὑρισκομένου
ἄχρι καιροῦ στά χέρια τοῦ ῾κοσμοκράτορος
διαβόλου᾽, ἀλλ᾽ ὅπου ὑπάρχει Θεός: στό ἅγιο θέλημα καί τίς ἐντολές Του. ῎Ετσι
ἡ δικαίωση τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος μ ε τ α ν
ο ε ῖ, μέ ἐπιστροφή τῆς καρδιᾶς του πρός τόν Κύριο καί ὅλης τῆς ὑπάρξεώς
του. Εὐθύς ὡς ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἀρχίζει νά κτυπᾶ μέ ἀγάπη πρός τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ, ἀμέσως ἀρχίζει καί τό γεγονός τῆς δικαίωσής του, δεῖγμα ὅτι ἀφενός ἡ
δικαίωση δέν ἔχει τέλος ἀφοῦ ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό δέν ἔχει ὅριο, ἀφετέρου
ἡ δικαίωση αὐτή δέν ἔχει χαρακτήρα προσωποληψίας ἀφοῦ ὁ Θεός ἀγκαλιάζει ἐν ἀγάπῃ
κάθε ἄνθρωπο ἀνεξάρτητα ἀπό κάθε ἐγκόσμιο προσδιορισμό του.
3. Ἡ μετάνοια λοιπόν ὡς προσανατολισμός πρός τόν
Θεό καί ἐπιστροφή σέ Αὐτόν, κάτι πού θά γίνει ἀγώνισμα πιά ὅλης τῆς ζωῆς, εἶναι
ἐκεῖνο πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά νιώθει τή δικαίωση τοῦ Θεοῦ. Πιό ἄμεση ἐπιβεβαίωση
τῆς ἀλήθειας αὐτῆς ἀπό τήν παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου καί ἀπό τήν
παραβολή τοῦ ἀσώτου νομίζουμε δέν ὑπάρχει. ῾Ο Τελώνης καταρχάς ῾ἐξῆλθε δεδικαιωμένος᾽ ἀπό τόν Θεό, κατά
τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου, διότι ἀκριβῶς μετανόησε γιά τίς ἁμαρτίες του καί ἡ
καρδιά του ἔκλινε πρός τόν Οὐράνιο Πατέρα. Δέν ἦταν τά ἀνύπαρκτα ἀκόμη καλά ἔργα
του πού τόν δικαίωσαν – τέτοια εἶχε νά ἐπιδείξει μέ ἐγωϊστική καύχηση ὁ Φαρισαῖος
- ἀλλά τό γεγονός ὅτι ὁ ἐσωτερικός κόσμος του ἐπέστρεψε στόν Κύριο. (Προφανῶς ἀπό
κεῖ καί πέρα ἔπρεπε νά ἐπιβεβαιώνει τήν ἐπιστροφή του αὐτή μέ τήν
καθημερινότητα τῆς ζωῆς του, δηλαδή τό θέλημα τοῦ Θεοῦ νά παίρνει μορφή μέσα ἀπό
τή δική του ζωή). Κι ἔπειτα ἡ περίπτωση τοῦ ἀσώτου. Δικαιώνεται πανηγυρικά ἀπό
τόν Θεό Πατέρα, ὅταν συνειδητοποιεῖ τήν κατάντια του καί παίρνει τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς
του πρός Αὐτόν. ῾Η ἀνοικτή ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα, τό πανηγύρι πού ἔστησε γιά τό ἄσωτο
παιδί Του, τί ἄλλο διακηρύσσουν παρά τή δικαίωση πού δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο ὁ
ὁποῖος ἀληθινά μετανοεῖ;
4. Πρόκειται
γιά περίσσια λόγων, ἀλλά θά τό κάνουμε: ἡ μετάνοια αὐτή πού φέρνει τή δικαίωση ἀπό
τόν Θεό, γιατί συνιστᾶ οὐσιαστικά τήν ποίηση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, φανερώνει τή
γνησιότητά της ἀπό τά ἔργα τῆς ἀγάπης. ᾽Αφοῦ ῾ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί᾽, δέν μπορεῖ ὅποιος συντονίζεται μαζί Του νά μή
ζεῖ ἐν ἀγάπῃ. Κι αὐτό θά πεῖ: μετανοῶ σημαίνει ἀγαπῶ. Τόν Θεό καί τόν
συνάνθρωπο, ὅπου γῆς καί κάθε λογῆς. Μετάνοια ὡς θεωρητική ἀποδοχή προτάσεων τῆς
πίστεως χωρίς ἔμπρακτη φανέρωσή της μέ τήν ἀγάπη συνιστᾶ ἰδεολογία πού
ταυτίζεται μέ τόν δαιμονισμό. Καθότι ῾καί
τά δαιμόνια πιστεύουσιν καί φρίττουσιν᾽. Πολλοί ῾πιστοί᾽ θά μείνουν ἐκτός τῆς
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀδικαίωτοι, σάν τίς μωρές παρθένες τῆς ὁμώνυμης παραβολῆς.
Καί πολλοί ῾ἄπιστοι᾽, ἀκολουθώντας τόν νόμο τῆς συνείδησής τους μέ ἀγαθή
διάθεση ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο θά βροῦν χῶρο στή Βασιλεία αὐτή. ᾽Από τήν ἄποψη
αὐτή ποτέ κανείς δέν πρέπει νά σπεύδει νά βγάζει καταδικαστικές ἀποφάσεις γιά ὁποιονδήποτε
συνάνθρωπό του. ῾Ο ἀπόστολος ὑπενθυμίζει ὅτι ἡ κρίση εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ὁ ῾Οποῖος
θά κρίνει ῾τά κρυπτά τῶν ἀνθρώπων᾽: ῾...ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεός τά κρυπτά τῶν ἀνθρώπων
κατά τό εὐαγγέλιόν μου διά ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ᾽.
Μποροῦμε νά ξέρουμε ἀπό τώρα ἄν ἡ κρίση τοῦ
Χριστοῦ θά εἶναι θετική ἤ ὄχι καί γιά ἐμᾶς. Μποροῦμε νά ξέρουμε ἄν εἴμαστε ἐν
θείῳ δικαίῳ ἤ ὄχι. Βεβαίως ἄν τηροῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης – αὐτός εἶναι
ὁ τέλειος νόμος - ἀλλά καί ἀπό τό τί ζοῦμε μέσα μας. ῾Η θλίψη καί ἡ στενοχώρια
εἶναι τά σημάδια τῆς ἀπουσίας τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀδικαίωτου ἀνθρώπου. ῾Η
χάρη ὡς χαρά, ἡ τιμή καί ἡ εἰρήνη τῆς καρδιᾶς εἶναι τά σημάδια τῆς παρουσίας τοῦ
Θεοῦ καί τοῦ δικαιωμένου ἀνθρώπου. ῞Οτι βεβαίως αὐτό προϋποθέτει τή σωστή ἔνταξη
τοῦ ἀνθρώπου στό σῶμα τῆς ᾽Εκκλησίας, γιατί ἐκεῖ προσφέρεται κατεξοχήν ἡ χάρη
τοῦ Θεοῦ, εἶναι περιττό καί νά ποῦμε.