«῾Ο ἅγιος ῎Ισαυρος καί οἱ σύν αὐτῷ Βασίλειος καί ᾽Ιννοκέντιος (3ος αἰ.) κατάγονταν ἀπό τήν ᾽Αθήνα. Ἔφυγαν
ὅμως ἀπό τήν πατρίδα τους καί φτάνοντας σ' ἕνα σπήλαιο τῆς Ἀπολλωνίας βρῆκαν ἐκεῖ
τόν Φήλικα καί τόν Περεγρίνο καί τόν Ἑρμεία. Ὁ ἅγιος ῎Ισαυρος τότε
βρῆκε τήν εὐκαιρία καί τούς δίδαξε νά μήν εἶναι ὡς
χριστιανοί προσκολλημένοι πρός τά παρόντα γήϊνα πράγματα, λόγια πού ἐκεῖνοι
τά ἔκαναν ἀμέσως πράξη. Διότι ἀποστράφηκαν τήν συναναστροφή μέ τούς συγγενεῖς
τους πού ἦταν ἄπιστοι καί γι᾽ αὐτό κατηγορήθηκαν στόν ἔπαρχο Τριπόντιο. ῾Ο ἔπαρχος
τούς συνέλαβε κι ἐπειδή δέν μπόρεσε νά τούς κάνει νά ἀποστατήσουν ἀπό τόν
Χριστό, πρόσταξε νά τούς κόψουν μέ ξίφος τά κεφάλια. ῾Ο ῎Ισαυρος, ἀπό τήν ἄλλη,
ὁ ὑπηρέτης τοῦ Χριστοῦ, καί αὐτοί πού ἦταν μαζί του, ὁδηγήθηκαν στόν ᾽Απολλώνιο,
τόν γιό τοῦ ἐπάρχου. ῾Ο ᾽Απολλώνιος τούς ἔριξε στά βασανιστήρια τῆς φωτιᾶς καί
τοῦ νεροῦ, αὐτοί ὅμως κατά παράδοξο τρόπο σώθηκαν ἀπό αὐτά, μέ ἀποτέλεσμα νά
πιστέψουν στόν Χριστό πολλοί ἄνθρωποι, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί οἱ πρῶτοι τῆς
πόλεως, οἱ κατά σάρκα ἀδελφοί Ροῦφος καί Ρουφίνος. Τέλος ἀποφασίστηκε ἡ
θανάτωσή τους καί τούς ἔκοψαν τά κεφάλια».
῾Ο ὑμνογράφος τῶν σημερινῶν ἁγίων Γρηγόριος προκειμένου
νά προβάλει διαμιᾶς τήν σημασία τους στόν κόσμο χρησιμοποιεῖ μία φράση πού εἶναι
ἰδιαιτέρως προσφιλής στούς ὕμνους ὅλων τῶν ἁγίων: οἱ ἅγιοι εἶναι αὐτοί πού «οὐράνωσαν
τήν γῆν», ἔκαναν τή γῆ δηλαδή οὐρανό. Διότι ζώντας στήν ὕπαρξή τους τή χάρη
καί τό φῶς τοῦ Θεοῦ ἔγιναν μία δική Του προέκταση μέσα στόν κόσμο, μέ ἄλλα
λόγια στά πρόσωπά τους βλέπουμε τήν ἴδια τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόν
Θεό κυριολεκτικά παρόντα ἀνάμεσά μας. «῾Ο ῎Ισαυρος ὁ ἔνδοξος καί ὁ δυνατός ᾽Ιννοκέντιος
καί ὁ θεῖος Βασίλειος, ὁ θαυμάσιος Φήλικας, ὁ δοξασμένος ῾Ερμείας καί ὁ
Περεγρίνος, αὐτοί πού κάνανε τή γῆ οὐρανό ἀπό τίς θεῖες λάμψεις τῶν θαυμάτων
τους, ἄς μακαριστοῦν μέ πίστη» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι εἶναι εὐνόητο βεβαίως ὅτι
ἐκεῖνο κατά τόν ὑμνογράφο πού τούς κατέστησε ἱκανούς νά ἀκτινοβολοῦν τό φῶς τοῦ
Θεοῦ καί νά «περιπολοῦν στόν κόσμο ὡς θεοί» δέν ἦταν κάποια ξεχωριστή δική τους
φυσική ἱκανότητα, ἀλλά ἡ διάθεσή τους νά ὑπακοῦνε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά ὑπηρετοῦν
᾽Εκεῖνον. «῎Ας μακαριστοῦν μέ πίστη ὡς ὑπηρέτες τοῦ Κυρίου». ᾽Εδῶ βρίσκεται ὡς
γνωστόν τό μυστικό τῆς τεράστιας δύναμης ὅλων τῶν ἁγίων μας: ζοῦν ἐν
ταπεινώσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί γεμίζουν ἀπό τήν παντοδυναμία ᾽Εκείνου,
ὁ ῾Οποῖος «κάνει θαυμαστούς τούς ἁγίους τούς ἐν τῇ γῇ Αὐτοῦ».
Μέ τήν παραπάνω ὑπενθύμισή του ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής
δίνει καί μία ἀξιοσημείωτη διευρυμένη θεώρηση τῆς ἔννοιας τῆς τιμιότητας τοῦ ἀνθρώπου.
Συνήθως τίμιο χαρακτηρίζουμε ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀκέραιος στίς σχέσεις
του μέ τούς συνανθρώπους του, μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν τούς κλέβει, δέν τούς ἀδικεῖ,
δέν ἀποτελεῖ ἀπειλή γιά τήν ὑπόστασή τους καί τήν περιουσία τους. Κι ἀπό τήν ἄποψη
αὐτή τίμιοι ἄθρωποι ὑπάρχουν σέ πολλούς χώρους καί μή χριστιανικούς - δέν εἶναι
προνόμιο μόνο τῶν χριστιανῶν ἡ ἠθική ἀκεραιότητα. ῾Ο ὑμνογράφος ὅμως προχωρεῖ ἀκόμη
περισσότερο. Δέν τοῦ ἀρκεῖ ἡ γενική ἔννοια τῆς τιμιότητας. Γι᾽ αὐτόν καί γιά
σύνολη τήν πίστη μας ἀσφαλῶς, ὁ πλήρως τίμιος ἄνθρωπος, ὁ καθ᾽ ὁλοκληρίαν θά
λέγαμε ἄρτιος καί ὁλοκληρωμένος ἄνθρωπος, εἶναι ὁ χριστιανός, ὁ ὁποῖος δέν
φέρει συμβατικά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τό τιμᾶ μέ τόν πρέποντα τρόπο,
δηλαδή κάνει πράξη αὐτό πού δηλώνει τό ὄνομά του. «῎Εγινες τίμιος», σημειώνει
συγκεκριμένα γιά τόν ἅγιο ῎Ισαυρο, «γιατί τίμησες τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ» (ωδἠ
γ´). Κι ἔχει δίκιο: ἄν ὁ πραγματικά ἀληθινός ἄνθρωπος εἶναι ὁ Κύριος, διότι ὡς
«τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος ἦταν χωρίς ἁμαρτία» - ἡ ἁμαρτία κολοβώνει
καί τραυματίζει τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση - κατά συνέπεια ἀληθινός ἄνθρωπος
γίνεται ἐκεῖνος πού εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Κύριο, παίρνοντας τή δύναμή Του γιά
νά μήν ἁμαρτάνει. Κι ἐπιβεβαιώνει ὁ ὑμνογράφος μας τήν ἄλλη θέαση αὐτή τῆς
τιμιότητας μέ ὅ,τι λέει ῾παίζοντας᾽ μέ τό ὄνομα τοῦ ἁγίου στούς στίχους τοῦ
συναξαρίου του. «Κόπηκε ὁ ῎Ισαυρος μαζί μέ τήν πεντάδα τῶν συνάθλων του ὡς πρός
τήν κεφαλή, κόβει (ταυτοχρόνως) στή μέση καί τήν καρδιά τῆς νοητῆς σαύρας, (τοῦ
διαβόλου)».
Οἱ δοξολογικές καί ἑρμηνευτικές τῆς ἁγιότητας τοῦ ᾽Ισαύρου ἀναφορές τοῦ ὑμνογράφου δέν γίνονται αὐθαίρετα. Πέραν τῆς ἀλήθειας πού προβάλλουν γιά τήν θέση του στό νοητό στερέωμα τῆς ᾽Εκκλησίας, συνιστοῦν τή βάση γιά τό ποθούμενό του: τήν ἐκζήτηση τῶν πρεσβειῶν του καί γιά τή δική του σωτηρία. Κι εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι σχεδόν σέ ὅλα τά τροπάρια ὁ ποιητής ἐκεῖ καταλήγει: νά παρακαλεῖ τή μεσιτεία τοῦ ἁγίου νά γίνει ὁ Κύριος ἵλεως καί σέ αὐτόν, ἤ, ἄμεσα ὁ ἅγιος νά προσφέρει τή χάρη τῆς θεραπείας του σέ αὐτόν. Μέ τή σωστή ὅμως ἱεράρχηση: ὄχι μονομερῶς νά τόν θεραπεύσει ἀπό σωματικές θλίψεις καί ἀρρώστιες, ἀλλά αὐτές νά θεραπευτοῦν, ἀφοῦ πρῶτα θεραπεύσει τά βασικά τραύματα τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς. ῾Ο ὑμνογράφος κινεῖται μέ καθαρό θεολογικό τρόπο: ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς εἶναι τό ζητούμενο καί ἄν θελήσει ὁ Κύριος καί ἡ θεραπεία τοῦ σώματος. «᾽Αφοῦ θεραπεύσεις τίς ἐκτροπές τοῦ νοῦ μου καί τά πάθη τῆς καρδιᾶς μου, θεόφρον, σῶσε με καί ἀπό τούς σωματικούς πόνους» (ὠδή ς´).