11 Ιανουαρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ο ΚΟΙΝΟΒΙΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

«Ο όσιος πατέρας μας Θεοδόσιος ήταν από την κώμη Μωγαρισό της επαρχίας της Καππαδοκίας, τον πατέρα του τον έλεγαν Προαιρέσιο και τη μητέρα του Ευλογία, που ήταν και οι δύο ευσεβείς και πιστοί χριστιανοί. Ακολούθησε δε τη μοναχική ζωή και το ιερό ένδυμα αυτής. Πήγε στα Ιεροσόλυμα και από εκεί έφθασε στην Αντιόχεια προς τον μέγα Συμεών τον Στυλίτη, από τον οποίο και μυήθηκε την επίδοση στην αρετή, που θα παρουσίαζε αργότερα. Διότι θα γινόταν ποιμένας πολλών λογικών προβάτων. Έπειτα ησυχάζει κοντά σε κάποιο σεβαστό άνδρα, ονόματι Λογγίνο. Ακολουθώντας την άκρα εγκράτεια, ώστε να σιτίζεται μία φορά την εβδομάδα, και χωρίς να γευτεί καθόλου άρτο για τριάντα χρόνια, κι αφού εξάσκησε κάθε άλλη αρετή, έφτασε σε τόσο μεγάλο πνευματικό ύψος, ώστε να επιτελεί και παράδοξα θαύματα. Για παράδειγμα: - Τον μοναχό Βασίλειο, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του και εγκαινίασε τον τάφο που ο άγιος είχε κατασκευάσει για τον ίδιο, για μνήμη θανάτου, ο όσιος μόνος με έναν ακόμη μοναχό, ενώ στους υπόλοιπους ήταν αθέατος,  τον έβλεπε να στέκεται μαζί με τους αδελφούς και να συμψάλλει˙ - χωρίς να υπάρχει φωτιά, άναψε τα σβησμένα κάρβουνα, εκεί που επρόκειτο να ιδρύσει το μοναστήρι˙ - κάποια γυναίκα που τον πλησίασε, την απάλλαξε από την αιμορραγία της˙ - από έναν κόκκο, τον οποίο ευλόγησε  και τον έδωσε πίσω, έκανε να ξεχειλίζουν τα χωράφια με σιτάρι˙ - ένα παιδί που έπεσε μέσα σε φρεάτιο, ήλθε αόρατα και το έβγαλε από τον λάκκο˙ - σταμάτησε τον θάνατο των παιδιών που γεννώνταν, τα οποία δεν πρόφταιναν να φτάσουν ζωντανά στη ζωή. Τη μητέρα τους λοιπόν, που ήταν όπως σχεδόν οι στείρες γυναίκες, με την προσευχή του την έκανε εύτεκνο˙ - και απεσόβησε νέφος ακρίδων με μόνη την επιτίμησή του˙ - και τον Κήρυκο, τον κόμητα της Ανατολής, τον έκανε άτρωτο στους πολέμους, διότι αντί για θώρακα φόρεσε αυτός την τρίχινη εσθήτα του αγίου˙ - και τη γη που ταλαιπωρείτο από την ξηρασία, την απάλλαξε από την αδικία περί τους καρπούς, κάνοντας να έλθει βροχή με την προσευχή του˙ - προείπε και την πτώση των οικοδομημάτων από σεισμό που επρόκειτο να καταλάβει την Αντιόχεια, όπως και πολλούς έσωσε από τα θαλάσσια κύματα, εμφανιζόμενος σ᾽ αυτούς που κινδύνευαν. Έγινε καθηγητής πολλών μαθητών και έτσι εξεδήμησε προς τον Κύριο. Τελείται δε η σύναξή του στο σεπτό αποστολείο του αγίου αποστόλου Πέτρου».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν είναι δυνατόν να μη προβάλλουν τη σπουδαία ασκητική διαγωγή ενός από τους μεγαλυτέρους οσίους της Εκκλησίας μας, ο οποίος μάλιστα έχει και τον τίτλο του καθηγητού της ερήμου, αφού καθοδήγησε πλήθος άλλων μοναχών όχι με τα λόγια, αλλά πρώτιστα με την ίδια την αγιασμένη ζωή του. «Όσιε πάτερ, θεοφόρε Θεοδόσιε, αγωνίστηκες σπουδαία στην πρόσκαιρη αυτή ζωή, με τους ύμνους και τις νηστείες και τις αγρυπνίες, γενόμενος έτσι παράδειγμα των μαθητών που ήταν μαζί σου». Η μεγαλωσύνη του μάλιστα παρομοιάζεται με εκείνην του μεγίστου οσίου Αντωνίου, δείχνοντας με τον τρόπο αυτόν πράγματι το μέγεθος της αγιότητας και του ίδιου. «Ασκήθηκες αληθινά όπως ακριβώς ο μέγας Αντώνιος».

Η κατεξοχήν άσκησή του, κατά τον υμνογράφο του, ήταν στην προσευχή, στο κατά Θεόν πένθος και τα δάκρυα, στη μνήμη του θανάτου. Ασκούμενος σ᾽ αυτά, έφτασε σε μεγάλα ύψη ταπείνωσης και καθαρότητας, συνεπώς δημιούργησε μέσα στην καρδιά του τον κατάλληλο χώρο για την ενοίκηση της αγίας Τριάδος. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν», όπως και «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Με την ενοίκηση του Θεού στην ύπαρξή του, έγινε και ο ίδιος φως, το οποίο φώτισε και τους μοναχούς του μοναστηριού του, αλλά και τον κόσμο που τον επισκεπτόταν. Σημειώνει ο άγιος υμνογράφος: «όπως ποθούσε η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, βρήκε την καθαρή σου ψυχή και κατασκήνωσε σε σένα σαν άχραντο φως». Είπαμε όμως: η καθαρότητα αυτή της ψυχής του ήταν αποτέλεσμα του αδιάκοπου κατά των ψεκτών παθών αγώνα του, κυρίως στην προσευχή, το κατά Θεόν πένθος και τα δάκρυα, τη μνήμη του θανάτου. «Σηκώνοντας τα θεϊκά σου χέρια προς τον Θεό, όσιε, φάνηκες φωτεινός στύλος, που λάμπει με τις ακτίνες των προσευχών». «Θεοδόσιε, οι κρουνοί των δακρύων σου έσταξαν γλυκασμό ευφροσύνης από τον Χριστό τον Θεό, ο Οποίος  μετέτρεψε τα δάκρυα των Μυροφόρων σε χαρά». Και κυρίως η μνήμη του θανάτου: «Κρατώντας πάντοτε στη ζωή σου τη μελέτη του θανάτου και σπεύδοντας να φύγεις από τη ζωή αυτή προς τον Χριστό, που φάνηκε για εμάς ως άνθρωπος, κατασκεύασες για τον εαυτό σου τον τάφο σου, Θεοδόσιε». Μοιάζει και σ᾽ αυτό με τον άγιο Αντώνιο, ο οποίος τόνιζε ότι δεν είναι δυνατόν να φτάσει σε αγιότητα ο άνθρωπος, αν δεν θεωρήσει την κάθε του ημέρα ως την τελευταία  της ζωής του. Κι αν για τους μεγάλους αυτούς οσίους η μελέτη του θανάτου θεωρείτο ως απαραίτητη πνευματική άσκηση, ας φανταστούμε πόσο πιο απαραίτητη είναι για εμάς, τους εν τη ταραχή και συγχύσει του κόσμου ευρισκομένους. Είναι αυτό που προτρέπει ο λόγος του Θεού ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Θυμήσου το τέλος της ζωής σου, και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ».

Οι πνευματικές του ασκήσεις και η εν Χριστώ πρόοδός του ενισχύονταν από δύο στοιχεία: πρώτον, από τον τόπο που ευρισκόταν, δηλαδή  κοντά στον τόπο που έζησε ο ίδιος ο Κύριος, γι᾽αυτό και ο υμνογράφος προβάλλει τα στάδια της πνευματικής του πορείας κατά αντιστοιχία με την πορεία του Χριστού – «Άφησες τον κόσμο και τα εν τω κόσμω, όσιε, επειδή μιμήθηκες τη γύμνωση που υπέστη ο Δεσπότης Κύριος στον Ιορδάνη, Θεοδόσιε», «Μιμούμενος την υπακοή και την άριστη ταπείνωση του Χριστού, που έκλινε την κεφαλή του στον Πρόδρομο, Πάτερ Θεοδόσιε, ανέβηκες και εσύ στον στέρεο πύργο των αρετών», «Σήκωσες στους ώμους σου τον σταυρό του Σωτήρα και έτρεξες στον τάφο εκείνου, όπως τρέχει το ελάφι στις σωτήριες πηγές των υδάτων, παμμάκαρ Θεοδόσιε» – δεύτερον, από το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να προσεύχεται και να ζει μέσα στον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία αγαπούσε υπερβαλλόντως – «Αφού λειτούργησες στην Παρθένο και Μητέρα Χριστού του Θεού, δέχτηκες την ακαταμάχητη χάρη του αγίου Πνεύματος», «Αξιώθηκες να κατοικείς στον θείο  ναό της Θεοτόκου και να τον επισκέπτεσαι. Διότι αγάπησες να βλέπεις τη λαμπρότητα του Θεού». Κι είναι ευνόητο: δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος να προχωρήσει σε αγιότητα, να έχει την οποιαδήποτε αγιότητα, αν δεν αγαπήσει τη Μητέρα του Κυρίου, την υπεραγία Θεοτόκο. Η αγάπη προς Εκείνην είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης προς τον ίδιο τον Χριστό και Θεό μας.

Αναφέραμε προηγουμένως ότι ο όσιος Θεοδόσιος ήταν φωτισμένος εκ Θεού άνθρωπος, ο οποίος φώτιζε και τους μοναχούς του και τον κόσμο που τον επισκεπτόταν. Κι ο φωτισμός αυτός φανερωνόταν και με τις θεόπνευστες διδασκαλίες του. Ο όσιος μπορεί να ήταν μέγας ασκητής, αλλά λόγω της θέσεώς του και της ευθύνης την οποία είχε, είχε και διδασκαλικό χάρισμα. Και τι δίδασκε; Μα, ό,τι η Εκκλησία μας κήρυσσε. Δεν θα ήταν άλλωστε ο άγιος που ξέρουμε, αν η αγιότητά του δεν στηριζόταν στην παράδοση της Εκκλησίας. Ελεύθερη και αυτόνομη αγιότητα δεν υφίσταται. Ό,τι αγιότητα έχει κανείς, οφείλεται στην ένταξή του στην Εκκλησία και τη σχέση του με τον Χριστό, τους Αποστόλους, τους προηγουμένους από αυτόν αγίους. Ο όσιος λοιπόν ήταν παραδοσιακός, συνδεδεμένος δηλαδή με την πηγή της χάρης, γι᾽αυτό και κήρυσσε τα δόγματα της πίστεως. Υπέρμαχος των Οικουμενικών Συνόδων, των τεσσάρων δηλαδή που υφίσταντο μέχρι την εποχή του, κήρυσσε ορθά το τριαδολογικό και το χριστολογικό δόγμα. Και μάλιστα η υπερμάχησή του για την ορθή εικόνα του Χριστού, ως τελείου Θεού και τελείου ανθρώπου, δηλαδή ως έχοντος δύο φύσεις, συνεπώς και δύο θελήσεις και ενέργειες, αλλά μία θεϊκή προσωπικότητα, ήταν εκείνο που τον συνείχε, μέχρι σημείου να θέλει να δώσει και τη ζωή του για την αλήθεια αυτή. Γι᾽ αυτό και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας τονίζουν και την ορθή από αυτόν εξαγγελία της πίστεως, αλλά και το μαρτυρικό του φρόνημα. «Ενθυμούμενοι τα διδάγματά σου, Θεοδόσιε, κηρύσσουμε τον Χριστό  με δύο ουσίες, γνωρίζοντας δύο και τις φυσικές θελήσεις και τις ενέργειες και τα αυτεξούσια, του Θεού που βαπτίστηκε ως άνθρωπος». «Κήρυξες, θεόφρον Θεοδόσιε, τις ισάριθμες με τα σεπτά ευαγγέλια του Χριστού Συνόδους, έτοιμος να δώσεις το αίμα της προαίρεσής σου με μαρτυρικό ζήλο, γι᾽αυτό και αναδείχτηκες και αναίμακτος μάρτυρας της πίστεως». 

10 Ιανουαρίου 2024

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΥΖΥΓΟΙ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ;

Ἡ χρήση τοῦ διαλόγου προκειμένου νά ἐπιλύονται τά διάφορα προβλήματα πού κατ᾽ἀνάγκην ἀναφύονται στήν πορεία μιᾶς οἰκογένειας θεωρείται δεδομένη(;) γιά ἕνα χριστιανικό ζευγάρι. Δέν εἶναι δυνατόν αὐτοί πού ἔχουν γίνει ἕνα, (:«οὐκέτι εἰσί δύο, ἀλλά μία σάρξ» εἶπε ὁ Κύριος), πού εἶναι ἑνωμένοι μέ τά δεσμά τῆς ἀγάπης καί ἔχουν ὡς βάση τόν Χριστό, νά μή χρησιμοποιοῦν τό διάλογο μεταξύ τους. ῎Αν κοινωνία μέ τόν Θεό σημαίνει καθημερινή καί συνεχή προσευχή ὡς διάλογο μαζί Του, τότε πῶς εἶναι δυνατόν νά λείπει αὐτός ὁ διάλογος μεταξύ ἐκείνων πού εἰκονίζουν τή σχέση τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἄνθρωπο; Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι τό ζευγάρι μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ὁδηγήθηκε σ᾽ αὐτό τό μεγάλο μυστήριο:  νά εἰκονίζει τόν Χριστό καί τήν ᾽Εκκλησία. «Τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστί, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ᾽Εκκλησίαν». Ὁ διάλογος λοιπόν πρέπει νά λειτουργεῖ σέ καθημερινή βάση. Κι ἐννοοῦμε  ὄχι μόνο ἐπικοινωνία μέ τίς λέξεις, ἀλλά καί μέ τήν ὅλη συμπεριφορά. Ἕνα βλέμμα στοργῆς, ἕνα χαμόγελο ἀπό καρδιᾶς μεταφέρει νοήματα πολύ περισσότερα κάποιες φορές ἀπό ὅσο κάποιες λέξεις.

Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι μιλᾶμε γιά τόν πραγματικό διάλογο, πού βασίζεται στό «ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ» (ἀπ. Παῦλος), δηλαδή προϋποθέτει ἰσοτιμία καί ἀμοιβαιότητα στή σχέση τῶν συζύγων. Λόγια τοῦ τύπου «εἶμαι ἄντρας καί τό κέφι μου θά κάνω καί θά πῶ καί μιά κουβέντα παραπάνω», μπορεῖ νά ἀκούγονται εὐχάριστα ὡς λαϊκά τραγούδια καί μάλιστα ἀπό τούς ἄντρες, ἀλλά δέν πατᾶνε σέ ἔδαφος χριστιανικό. Μή ξεχνᾶμε δύο πράγματα: πρῶτον, ὅτι ὁ Θεός, κατά τή διήγηση της Γραφής, δημιούργησε τή γυναίκα ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἄνδρα, πού σημαίνει οὔτε ἀπό τό κεφάλι γιά νά τόν καθοδηγεῖ ἡ γυναίκα ἀλλά οὔτε καί ἀπό τά πόδια γιά νά ποδοπατᾶ τή γυναίκα του ὁ ἄντρας. ᾽Από τήν πλευρά σημαίνει, κατά τούς ἁγίους μας, ἰσότητα, ὅτι βάζει τή γυναίκα, πού ᾽ναι «σάρξ ἐκ τῆς σαρκός του καί ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων του», δηλαδή ἴδιο ὑλικό, στήν ἴδια θέση. Καί δεύτερον, ὅτι ναί μέν ἡ Γραφή χαρακτηρίζει τόν ἄντρα ὡς κεφαλή τῆς γυναίκας, ἀλλά μέ τήν ἔννοια πού δίνει στόν Χριστό ἔναντι τῆς ᾽Εκκλησίας. Δηλαδή ὡς τοῦ πρώτου στή διακονία καί τήν ὑπηρεσία καί τή θυσία. Διότι ἔτσι ὁ Χριστός εἶναι κεφαλή τῆς ᾽Εκκλησίας. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ ἄντρας εἶναι κεφαλή τῆς γυναίκας σημαίνει ὅτι πρῶτος αὐτός ὑπηρετεῖ αὐτήν καί τήν οἰκογένειά του, ἕτοιμος νά θυσιασθεῖ πρός χάρη αὐτῆς καί τῶν παιδιῶν του. Μέ τό σκεπτικό αὐτό κατανοεῖ κανείς καί τό διαρκῶς στρεβλούμενο νοηματικά ἁγιογραφικό χωρίο «ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα». Ἡ γυναίκα δηλαδή πού βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τῆς καρδιᾶς τοῦ ἄνδρα της καί δέχεται τή στοργική ἀγάπη του πρέπει νά τόν σέβεται.

Ὁ διάλογος λοιπόν εἶναι ἀπό τά πιό καίρια στοιχεῖα στήν ἐπικοινωνία τῶν συζύγων καί λειτουργεῖ θετικά, ὅταν γίνεται μέ τήν προϋπόθεση τῆς ἰσοτιμίας καί τῆς ἐν ἀγάπῃ ἀμοιβαιότητος. ᾽Από τήν ἄλλη, εἶναι δεῖγμα ὡριμότητος καί φυσιολογικῆς εὐφυΐας τοῦ ἀνθρώπου, ἰδίως μέσα στό πλαίσιο τῆς συζυγίας, νά ἔχει κατανοήσει τό αὐτονόητο:  ὅτι κανείς, πλήν τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι τέλειος καί ὅτι συνεπῶς ἡ ἄποψη κάποιου  γιά τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου εἶναι πράγματι ἄποψη καί ὄχι θέσφατο. Ὅσο κανείς συνειδητοποιεῖ ὅτι, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι πατέρες, «νόμος τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ εἶναι ἡ πλάνη», τόσο θά μειώνει μέσα του τήν πεποίθηση ὅτι αὐτό πού ἐκεῖνος λέει εἶναι πάντοτε καί τό σωστό. Καί σωστό νά εἶναι αὐτό πού λέει, ἔχει πιθανόν καί ἄλλες διαστάσεις πού τοῦ διαφεύγουν. Συνεπῶς, φράσεις τοῦ τύπου «αὐτό πού σοῦ λέω ἐγώ, αὐτό εἶναι, καί τέρμα!», ἤ «τί νά μοῦ πεῖς καί σύ; τί ξέρεις;», ὄχι μόνο δέν εἶναι ἀληθινές, ἀλλά δυστυχῶς ἐκφράζουν ἕναν ἀπύθμενο ἐγωισμό, φανερώνοντας ἄνθρωπο μέ δαιμονική νοοτροπία, ἔστω κι ἄν στά λόγια καί στήν ἰδεολογία θέλει νά χαρακτηρίζεται χριστιανός. ῎Αν δέν εἶσαι ἐνεργείᾳ χριστιανός στό σπίτι σου, ὁ ἄνδρας πρός τή γυναίκα του ἤ ἡ γυναίκα πρός τόν ἄντρα της, ὅπως καί οἱ δύο ἀπέναντι στά παιδιά τους,  τά ὑπόλοιπα ἠχοῦν ὡς «κύμβαλον ἀλαλάζον»! Μία ἐπισήμανση τοῦ μεγάλου ἀσκητικοῦ Πατέρα ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος εἶναι ἐν προκειμένω ἀποκαλυπτική: «Ὅποιος θέλει νά ἐπιβάλει τή γνώμη του, ἔστω κι ἄν εἶναι ὀρθή, νά γνωρίζει ὅτι πάσχει ἀπό τή νόσο τοῦ διαβόλου, τήν ὑπερηφάνεια».

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΥΣΣΗΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος ήταν αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, λαμπρός στους λόγους και ζηλωτής της ορθόδοξης πίστης. Γι’ αυτόν τον λόγο κι έγινε προεστώς της Εκκλησίας του Χριστού. Κι όταν ήλθε μαζί με αυτούς που συγκρότησαν την Δευτέρα στην Κωνσταντινούπολη Οικουμενική Σύνοδο (381), οι οποίοι εναντιώνονταν κατά των δυσσεβών αιρέσεων, βρέθηκε υπέρμαχος των Πατέρων, κατατροπώνοντας τους αιρετικούς με τη δύναμη των λόγων του και με τις αποδείξεις που έφερνε από τις Άγιες Γραφές. Διότι νίκησε, μετερχόμενος κάθε επιχείρημα λόγων και ευδοκιμώντας στην αρετή. Έφτασε σε προχωρημένο γήρας και εκδήμησε προς τον Κύριο. Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, όμοιος σχεδόν με τον αδελφό του Βασίλειο».

 Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ανήκει στη μεγάλη χορεία των Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας, μαζί με τον αδελφό του Βασίλειο τον μέγα, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Η μεγαλωσύνη του αναδείχτηκε ιδίως κατά τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, «στην οποία έγινε ο κατεξοχήν εκφραστής της τριαδολογίας και πνευματολογίας των καππαδοκών και αναγνωρίστηκε ως μεγάλη θεολογική μορφή» (Σ. Παπαδόπουλος). Δεν είναι τυχαίο ότι η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787) τον χαρακτήρισε «Πατέρα Πατέρων». Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος του Ιωάννης μοναχός, έχοντας υπ’ όψιν την όλη προσφορά του και την αξιολόγηση της ίδιας της Εκκλησίας διά του στόματός της, των Οικουμενικών Συνόδων, αφενός τον χαρακτηρίζει εξίσου «διδασκάλων το λαμπρόν εγκαλλώπισμα», αφετέρου τον τιμά με παρόμοιο τρόπο με τον αδελφό του άγιο και μέγα Βασίλειο: «Ω η θαυμαστή αδελφική δυάδα, ίδιου αίματος σαρκικά, ίδιου φρονήματος ως προς τα θεία! Αυτήν τη δυάδα τιμώντας, τον Βασίλειο κατά λόγο δικαιοσύνης, μαζί με τον Γρηγόριο, τιμάμε στους αιώνες».

Ο άγιος υμνογράφος επικεντρώνει την προσοχή μας με τον κανόνα του στον άγιο, στο μεγαλύτερο τουλάχιστον ποσοστό, στη θεολογική προσφορά του Γρηγορίου, δηλαδή στην υπεράσπιση των ορθοδόξων δογμάτων, τα οποία αποτελούν το στήριγμα του κόσμου. Κι η υπεράσπιση αυτή βεβαίως δεν ήταν πρώτιστα καρπός της μεγάλης όντως παιδείας του και της μεγαλοφυούς διανοίας του.  Ήταν καρπός του φωτισμού του από τον Θεό λόγω της ασκητικής του διαγωγής και του άυλου βίου του. «Έχοντας την έλλαμψη από τον Θεό και έχοντας εξασκηθεί στον αγγελικό βίο, διέπρεψες στη γεμάτη εγρήγορση ιερατική σου διακονία. Διότι αφού διατράνωσες με τη χάρη του Θεού τα δόγματα, στήριξες τον κόσμο στην ορθοδοξία». Ο εκ Θεού φωτισμός του ήταν εκείνος που του έδινε τη δυνατότητα, όπως συνέβη άλλωστε και με τους άλλους μεγάλους Πατέρες και Διδασκάλους, να μη μένει στην επιφάνεια των λόγων της Αγίας Γραφής, στο «νομικόν ένδυμα», αλλά να διεισδύει στο κρυμμένο κάλλος των εννοιών, στο «απόθετον κάλλος» κατά την αντίστοιχη φράση του άλλου μεγάλου Γρηγορίου, του Θεολόγου. «Έχοντας δεχθεί τη χάρη του αγίου Πνεύματος, άνοιξες το ευτελές ένδυμα του νομικού γράμματος και μας αποκάλυψες το κρυμμένο κάλλος των εννοιών».

Ο πλουτισμός του αγίου Γρηγορίου από το Πνεύμα του Θεού, η μεγαλοφυία του από πλευράς φυσικών καταβολών, η μεγάλη παιδεία του (κυρίως από τον αδελφό του Μεγάλο Βασίλειο και τις προσωπικές μελέτες του), θύραθεν και εκκλησιαστική, τον ανέδειξαν αφενός «ολόφωτο στύλο ορθοδοξίας με τον βίο του και με τον θερμό του λόγο», αφετέρου μέγα αντιαιρετικό, που κατατρόπωσε, κατά το συναξάρι, τους διαφόρους αιρετικούς, ήτοι τον Ευνόμιο, τον Μακεδόνιο, τις παραφυάδες του Αρείου, τον Σαβέλλιο, εκείνους δηλαδή που αμφισβήτησαν στην εποχή του την αποκαλυμμένη από τον Κύριο αγία Τριάδα, την εν Τριάδι Μονάδα και την εν Μονάδι Τριάδα. Είναι κατά τον υμνογράφο «ο πέλεκυς που κόβει τις ορμές των αιρετικών, το δίκοπο ξίφος του Παρακλήτου, το μαχαίρι που κόβει τις νόθες σπορές, η φωτιά που καταφλέγει τις σαν φρύγανα αιρέσεις». Κι ας σημειώσουμε ότι ο αντιαιρετικός του αγώνας είχε κατεξοχήν θετικό χαρακτήρα. Πίστευε δηλαδή ότι τότε εξαλείφεται η οποιαδήποτε αίρεση, όταν προβάλλεται με σαφήνεια  η αλήθεια του λόγου του Θεού.

Ο υμνογράφος του βεβαίως δράττεται της ευκαιρίας να προβάλει τη νηπτική και εσωτερική της καρδιάς  διάθεση και θεολογία του αγίου Γρηγορίου αναφερόμενος στο ίδιο του το όνομα: Γρηγόριος.  Ο άγιος Γρηγόριος ήταν «ο γρήγορος νους», «αυτός που ήταν σε εγρήγορση ως προς το όμμα της ψυχής και σε εγρήγορση ποιμένας», ο οποίος «υπέταξε στον μεν ηγεμόνα νου τα αμαρτωλά σκιρτήματα της σάρκας, τον δε νου στον Παμβασιλέα Χριστό», γι’ αυτό και χωρίς εμπόδια διήνυσε την οδόν των εντολών του Χριστού και έγινε εύκολα κατοικητήριο της αγίας Τριάδος («όθεν απροσκόπτως την οδόν των εντολών ανύσας, συ της Τριάδος ενδιαίτημα γέγονας εικότως, Γρηγόριε»). Η πρακτική αυτή εξάσκηση των αρετών διά των εντολών του Κυρίου, η οποία τον οδήγησε  και στη θεωρία του Θεού, ήταν η προϋπόθεση για τον ιδιαίτερο φωτισμό του από τον Θεό, προκειμένου να διακρίνει την αλήθεια της πίστης από την πλάνη των αιρέσεων. Κι είναι τούτο βασικότατη αλήθεια της χριστιανικής πίστης: μόνον όποιος καθαρίζει την καρδιά του από τις πονηρίες των παθών, μπορεί και να δεχτεί τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, συνεπώς να γίνει και αληθής θεολόγος.

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε και εμείς είναι να συντονιστούμε με τον υμνογράφο της Εκκλησίας μας: να παρακαλέσουμε τον άγιο, με την παρρησία που έχει ενώπιον του Τριαδικού Θεού, «ως γρήγορος ποιμήν», να διεγείρει και εμάς από τον πνευματικό μας ύπνο και να «κοιμίσει» τα πάθη που μας τυραννούν, λόγω της αμελείας μας. «Από αμέλεια ο δειλός ξανάπεσα στην αμαρτία και μέχρι θανάτου κοιμήθηκα. Αλλά σαν ποιμένας ευρισκόμενος σε μεγάλη εγρήγορση, ξύπνησέ με, Πάτερ, και κοίμισε τα πάθη μου, που με τυραννούν με κακό τρόπο».  

09 Ιανουαρίου 2024

Η ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Η ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

῾Η πανταχοῦ παρουσία τοῦ Κυρίου δέν ἀποτελεῖ μία περιθωριακή σκέψη γιά τήν Ἐκκλησία. Συνιστᾶ τή βασική ἀλήθεια καί τό θεμέλιό της: ὁ Χριστός ἐκτός ἀπό ἄνθρωπος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ῾Οποῖος βρίσκεται παντοῦ καί γεμίζει μέ τήν παρουσία Του ὅλο τό σύμπαν. Δέν πρόκειται βεβαίως γιά μία φυσικοῦ τύπου παρουσία Του,  ἕνα εἶδος πανθεϊσμοῦ ἴσως - ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ διαπερνᾶ καί συνέχει τά πάντα ὁπότε τό κάθε τι εἶναι καί Θεός - ἀλλά γιά τήν ἐνέργειά Του, τήν πανσθενή καί πανάγαθη, ἡ ὁποία ὄχι μόνο δημιούργησε τόν κόσμο, ἀλλά καί τόν διακρατεῖ στήν ὕπαρξη καί τόν καθοδηγεῖ στόν τελικό του προορισμό. «῞Οτι ἐξ αὐτοῦ καί δι᾽ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν τά πάντα ἔκτισται» (ἀπ. Παῦλος). Κατά τή διατύπωση μάλιστα τοῦ μεγάλου Πατέρα τῆς ᾽Εκκλησίας ὁσίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ «πάντα ἀπέχει τοῦ Θεοῦ οὐ τόπῳ ἀλλά φύσει». ῾Η ἀπόσταση δηλαδή ὅλων τῶν κτισμάτων ἀπό τόν Θεό δέν ἔχει τοπικό χαρακτήρα ἀλλά φυσικό: ἄλλη ἡ φύση τῶν κτισμάτων καί ἄλλη ἡ φύση τοῦ Κτίστου καί Δημιουργοῦ Θεοῦ.

Εἶναι τόσο σημαντική ἡ παραπάνω ἀλήθεια, ὥστε ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει καί πάλι: ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, «τό πλήρωμα τοῦ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου», εἶναι ἡ πληρότητα δηλαδή ἐκείνου ὁ Ὁποῖος μέ τήν παρουσία Του γεμίζει πλήρως τά πάντα. Πρόκειται γιά συνέπεια αὐτοῦ πού θεόπνευστα καταγράφει καί ὁ εὐαγγελιστής ᾽Ιωάννης ἤδη στήν ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου του: «Πάντα δι᾽ Αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε». ῞Ολα δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Χριστό καί συνεπῶς ὅλα ἔχουν τή δική Του σφραγίδα καί παρουσία. ῞Οπως ὡραῖα καί ποιητικά ἔχει κάπου γραφτεῖ: «ὅποια πέτρα τῆς Δημιουργίας κι ἄν σηκώσουμε, πίσω στέκει ὁ Χριστός». Καί πόσο θεόπνευστα ἡ ᾽Εκκλησία μας ψάλλει τήν ἀλήθεια αὐτή διά γραφίδος ἁγίου ᾽Ανδρέου Κρήτης στόν Μεγάλο Κανόνα του: «ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; Ἡ ὥρα ἐγγίζει καί μέλλεις θορυβεῖσθαι. ᾽Ανάνηψον οὖν ἵνα φείσηταί σου, Χριστός ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν».

῾Η αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας  τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας ἀποτελεῖ καί τήν προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ. Χριστιανός πού δέν καλλιεργεῖ μέσα του τήν αἴσθηση αὐτή δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἤ νά προοδεύσει ὡς χριστιανός, ἀφοῦ οὔτε προσευχή μπορεῖ νά κάνει σωστά – ποῦ νά στραφεῖ γιά προσευχή; - οὔτε μπορεῖ νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ - «χωρίς ἐμοῦ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» - οὔτε πολλῷ μᾶλλον μπορεῖ νά νιώσει ὡς μέλος Χριστοῦ, συνεπῶς νά ζήσει τό βάπτισμά του, ἐνδεδυμένος τόν Χριστό μέχρι τά τρίσβαθα τοῦ εἶναι του. Μέ τή φράση τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί πάλι «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».

᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὅσο κανείς βλέπει στόν ἑαυτό του καί στά πάντα τόν Χριστό, τόσο καί παίρνει δύναμη καί θάρρος γιά νά ἀντιμετωπίσει ὁποιοδήποτε πρόβλημα καί ὁποιαδήποτε δοκιμασία τοῦ παρουσιαστεῖ, ἀκόμη δέ καί τόν ἴδιο τόν θάνατο. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν;» λέει ὁ γνήσιος πιστός μαζί μέ τόν ἀπόστολο, ὅπως καί «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ». Ὁπότε ὁ φόβος πού «σημαδεύει» συνήθως τόν ἄνθρωπο πού παραθεωρεῖ ἤ διαγράφει τόν Θεό ἀπό τή ζωή του – χωρίς Θεό ὁ κόσμος γίνεται ἀκατανόητος καί πηγή ἀνασφάλειας - ὑπερβαίνεται. Γιατί γίνεται ένας κόσμος φιλικός καί κοντινός πού ὑπάρχει καί κινεῖται μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα Θεοῦ καί μέσα στήν ἀγκαλιά κατ’ ἐπέκταση κι ἐκείνων πού ζοῦν ὡς δικά Του τέκνα. 

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΣ

«Ο άγιος Πολύευκτος ζούσε επί των βασιλέων Δεκίου και Βαλλεριανού, ήταν στρατιωτικός στη Μελιτηνή της Αρμενίας και ήταν ο πρώτος που μαρτύρησε σ’ αυτήν τη χώρα υπέρ του Χριστού. Διότι όταν έφτασε το ασεβές δόγμα ότι πρέπει να αρνηθούν τον Χριστό οι χριστιανοί και ότι όσοι δεν πειθαρχήσουν θα πεθάνουν, αυτός χωρίς να φοβηθεί καθόλου ομολόγησε με παρρησία την πίστη του στον Χριστό. Με το μεγάλο θάρρος του μάλιστα συνέτριψε και τα είδωλα των απίστων. Γι’ αυτό χωρίς να πεισθεί στις παραινέσεις και τις κολακείες του πενθερού του ούτε και να καμφθεί από τους θρήνους και τους ολοφυρμούς της γυναίκας του, βεβαιώνοντας τις υποσχέσεις του βαπτίσματος στον μάρτυρα Νέαρχο, που ήταν φίλος του και φοβόταν μήπως παρεκκλίνει από την πίστη του Χριστού, αυτός λοιπόν φάνηκε σταθερός στην ομολογία του Χριστού και δέχτηκε το τέλος του με ξίφος. Τελείται δε η σύναξή του στον ναό του, το αγιότατο μαρτύριό του».

Ο άγιος Πολύευκτος αποτελεί συνεπή και άξιο μαθητή του Κυρίου μας, καθώς η ζωή του επιβεβαιώνει τα λόγια Εκείνου που είπε: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς, έτι και την εαυτού ψυχήν, ου δύναται είναί μου μαθητής». Στην κρίσιμη δηλαδή ώρα, που η ασέβεια τον έθεσε σε κρίση: να δείξει έμπρακτα το ποια αγάπη υπερισχύει μέσα στην καρδιά του, εκείνος χωρίς δισταγμό επέλεξε την αγάπη του Κυρίου, με θυσία μάλιστα της ζωής του, κάνοντας πέρα γυναίκα, τέκνα και συγγενείς, εφόσον αυτοί τον καλούσαν σε άρνηση του Θεού. Κι είναι το πρώτο που σημειώνουν βεβαίως και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας για τον άγιο: «Ούτε ο πόθος της συζύγου ούτε η στοργή των τέκνων ούτε η αξία του συγγενή ούτε  η περιουσία, των κτημάτων ή των χρημάτων, κλόνισαν καθόλου τη σταθερότητα της ψυχής σου από την πίστη πράγματι στον Χριστό, παμμακάριστε Πολύευκτε». Η σταθερότητα της πίστης του, αποτέλεσμα της μεγάλης αγάπης του προς τον Χριστό, δεν είναι κάτι που εύκολα μπορεί κανείς να το παρέλθει. Διότι ο άγιος είχε δεσμεύσεις επίγειες: είχε να φροντίσει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Αγάπες δηλαδή φυσικές και πολύ δυνατές. Ποιος θα μπορούσε ίσως να τον κατηγορήσει ότι χάριν της οικογένειάς του άφησε τον Χριστό; Είχε σπουδαία δικαιολογία. Κι όμως! Ο άγιος πίστευε πραγματικά στον Χριστό. Κι ο λόγος Εκείνου περί της αγάπης σ’ Αυτόν υπεράνω όλων ήταν εκείνο που τον συνείχε. Από την άποψη αυτή το μαρτύριό του αποκτά απροσμέτρητη αξία.

Κι επιτείνεται ακόμη περισσότερο η σπουδαιότητα του μαρτυρίου του, όταν αναλογιστεί κανείς ότι ο άγιος Πολύευκτος ήταν ο πρώτος που έδωσε τη ζωή του υπέρ Χριστού στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Διότι άλλο πράγμα είναι να έχουν προηγηθεί άλλοι σ’ ένα δρόμο που φαντάζει πολύ δύσκολος – ο δρόμος του μαρτυρίου – και άλλο να είσαι ο πρώτος που ανοίγεις τη χορεία αυτή. Η ψυχική δύναμη που απαιτείται σαφώς είναι υπέρτερη. Ο άγιος Πολύευκτος λοιπόν ανήκε σ’  εκείνους που άνοιξαν τον δρόμο, σαν ένας νέος πρωτομάρτυρας Στέφανος, δείχνοντας ότι ναι μεν είχε την ιδιαίτερη ενίσχυση από τον Χριστό, αλλά και ένα ιδιάζον φυσικό ψυχικό σθένος. Επρόκειτο για τον τύπο του ατρόμητου ανθρώπου, που είχε επίγνωση και συναίσθηση όμως του πού θα καταθέσει την τόλμη του αυτή. Με άλλα λόγια δεν λειτουργούσε μ’ έναν τρόπο «αποκοτιάς», παράλογης τρέλας, την οποία επισημαίνουμε συχνά σε νέους ανθρώπους, χωρίς συναίσθηση όμως και επίγνωση, γεγονός που τους οδηγεί όχι λίγες φορές σε απώλεια της ζωής τους χωρίς νόημα. Την πρωτιά του μαρτυρίου του εγκωμιάζει και ο άγιος υμνογράφος σε μία από τις ωδές του κανόνα του: «Συναριθμήθηκες με τα στρατεύματα των μαρτύρων. Πήρες τη θέση σου στην αιώνια βασιλεία, ως νεοσφαγής, φθάνοντας σ’ αυτήν, ενώ ακόμη τα αίματά σου έσταζαν».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του αγίου, επισημαίνει γι’ αυτόν και κάτι εξόχως σημαντικό, μεταξύ των άλλων εγκωμιαστικών του λόγων. «Ο γλυκασμός – λέει – της ευσεβείας ηδύνθη σοι». Σε ευχαρίστησε, σου προκάλεσε ευφροσύνη ο γλυκασμός της ευσέβειας. Η πίστη δηλαδή για τον άγιο Πολύευκτο δεν ήταν ένα είδος καταπίεσής του ή μία απλή συνήθεια που δεν αγγίζει την καρδιά. Η πίστη του στον Χριστό ήταν η παρηγοριά του, ήταν ο γλυκασμός της καρδίας του, το γλύκισμα στο λάρυγγά του, για να θυμηθούμε τον προφητάνακτα. Ήταν δηλαδή τρόπος ζωής που τον έκανε να νιώθει την παρουσία του Χριστού. Κι αυτό γιατί αγάπησε, όπως είπαμε, τον Χριστό με καθαρή και ειλικρινή αγάπη, με πόθο και έρωτα. Ο υμνογράφος του δεν μπορεί να μην τραγουδήσει την πυρωμένη αυτή καρδιά του. «Φτερώθηκες από τη θεία αγάπη, πληγωμένος από τον καθαρό και ειλικρινή σου πόθο για τον Χριστό και φλογισμένος από τον έρωτα της άνω Βασιλείας». Ας συγκρίνουμε λίγο το καμίνι αυτό της πίστης και της αγάπης του αγίου με τη δική μας αναιμική ή και παγωμένη πολλές φορές πίστη, την οποία ως κακέκτυπο περιφέρουμε με μιζέρια και με μαρασμό,  και αν δεν μπορούμε να τη μιμηθούμε, τουλάχιστον ας κλάψουμε και ας ταπεινωθούμε. Μπορεί τότε ίσως λίγη από τη δική του φλόγα να θερμάνει και τη δική μας καρδιά.

08 Ιανουαρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΒΒΑΣ ΑΓΑΘΩΝ

Μέγας ο Αγάθων από τους αββάδες του Γεροντικού, για τον οποίο το Βιβλίο «Αποφθέγματα Γερόντων» αφιερώνει τριάντα τον αριθμό λόγια και περιστατικά. Περιβόητος μεταξύ των Πατέρων της ερήμου αναχωρητής και αββάς, έζησε πιθανότατα κατά το δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα και τις αρχές του πέμπτου. Θεωρείται ως τύπος του ταπεινού και πράου ανθρώπου. Κατά το 390, όταν ο όσιος μέγας Αρσένιος βγήκε στην έρημο, ο Αγάθων είχε ήδη σχηματίσει γύρω του ένα όμιλο μαθητών, από τους οποίους κατεξοχήν γνωστοί είναι ο Αλέξανδρος και ο Ζωῒλος. Σύμφωνα με τα κοπτικά συναξάρια, εορτάζει την 11η Σεπτεμβρίου, ενώ τα ίδια τον χαρακτηρίζουν ως στυλίτη, πράγμα απίθανο [Θ.Η.Ε. 1, 105 (1962)].  

Ενδεικτικά από τα αναφερόμενα σε αυτόν στα Αποφθέγματα καταγράφουμε τα παρακάτω:

- Είπε ο αββάς Αγάθων: «Πρέπει ο μοναχός να μην αφήνει τή συνείδησή του να τον κατηγορήσει για οποιοδήποτε πράγμα».

- Είπε πάλι: «Χωρίς φύλαξη των θείων εντολών δεν προοδεύει ο άνθρωπος ούτε σε μία αρετή».

- Είπε πάλι: «Ποτέ δεν κοιμήθηκα έχοντας κάτι εναντίον οποιουδήποτε, ούτε άφησα κανένα να κοιμηθεί έχοντας κάτι εναντίον μου, όσον εξαρτιόταν από μένα».

- Έλεγαν για τον αββά Αγάθωνα ότι πήγαν κάποιοι προς αυτόν, επειδή άκουσαν ότι έχει μεγάλη διάκριση, και θέλοντας να τον δοκιμάσουν αν πράγματι την ασκεί στη ζωή του τού λένε:

Εσύ είσαι ο Αγάθων; Ακούμε για σένα ότι είσαι πόρνος και υπερήφανος.

Κι αυτός είπε: Ναι, έτσι είναι.

Και του λένε: Εσύ είσαι ο Αγάθων ο φλύαρος και καταλάλος;

Κι αυτός είπε: Εγώ είμαι.

Του λένε πάλι: Εσύ είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός;

Κι αποκρίθηκε: Δεν είμαι αιρετικός.

Και τον παρεκάλεσαν λέγοντας: Πες μας, γιατί, είπαμε τόσα για σένα και τα καταδέχτηκες, ενώ τον λόγο αυτόν δεν τον βάστασες;

Και τους λέει: Τα πρώτα τα επιγράφω στον εαυτό μου, γιατί είναι όφελος για την ψυχή μου. Το να δεχτώ όμως ότι είμαι αιρετικός, σημαίνει χωρισμό από τον Θεό. Κι εγώ δεν θέλω να χωριστώ από τον Θεό.

Κι αυτοί, αφού τα άκουσαν, θαύμασαν τη διάκρισή του και έφυγαν οικοδομημένοι.

- Έλεγαν για τον αββά Αγάθωνα ότι έκανε τρία χρόνια έχοντας λιθάρι στο στόμα του, μέχρι ότου κατόρθωσε να σιωπά.

- Ο ίδιος όταν έβλεπε κάτι και ήθελε ο λογισμός του να το κρίνει, έλεγε στον εαυτό του: «Αγάθων, εσύ να μην το κάνεις αυτό».

- Ο ίδιος είπε: «Ο οργίλος, και νεκρό να αναστήσει, δεν είναι δεκτός από τον Θεό».

- Αδελφός ρώτησε τον αββά Αγάθωνα για την πορνεία. Και του λέγει: «Πήγαινε, ρίξε την αδυναμία σου ενώπιον του Θεού και θα έχεις ανάπαυση».

- Έλεγε ο αββάς Αγάθων ότι «αν μου ήταν δυνατόν να βρω έναν λεπρό και να του δώσω το δικό μου σώμα και να λάβω το δικό του, θα ήμουν ευτυχής. Διότι αυτή είναι η τέλεια αγάπη».

Ο κάθε λόγος του οσίου αββά αποτελεί, όπως καταλαβαίνουμε, και μία αφορμή για να εγκύψει κανείς μέσα στο βάθος του εσωτερικού του κόσμου και να αναμετρηθεί με τα πάθη του, παίρνοντας τη δύναμη για να επιλέξει τη φωτεινή οδό των εντολών του Κυρίου. Διότι κατά τον λόγο του ίδιου πρόοδος από πλευράς πνευματικής «χωρίς φύλαξη των θείων εντολών» δεν υπάρχει. Με άλλα λόγια ο κάθε λόγος του οσίου, όπως βεβαίως και η κάθε ενέργειά του, ήταν απαύγασμα της ασκητικής προσπάθειάς του να βρίσκεται επί των ιχνών του Κυρίου – το να ακολουθεί τον Κύριο που φανερώνεται μέσα από τις εντολές Του ήταν ο μόνιμος και διαρκής σκοπός του. Κι από την άποψη αυτή ο λόγος του «μένει εις τον αιώνα»∙ διότι τελικώς δεν ήταν δικός του λόγος ως αποκύημα της φαντασίας του ή κάποιου στοχασμού του. Ήταν ο λόγος του ίδιου του Κυρίου που περνούσε βιωματικά μέσα από την ψυχοσωματική του ύπαρξη και προσφερόταν σ’ εκείνους που ζούσαν μαζί του ή στους επισκέπτες του μ’ έναν ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο που λειτουργούσε διττά: είτε ως μαχαίρι δίστομο για να περικόπτει τα πάθη είτε ως ψωμί και νερό για να τρέφει και να ξεδιψά τους καλοπροαίρετους συνανθρώπους του.

Προϋπόθεση βεβαίως της σκληρής προσπάθειας να μένει κανείς στο θέλημα του Θεού είναι η φύλαξη της συνείδησής του από οτιδήποτε αμαρτωλό και πονηρό - «πρέπει ο μοναχός (γράφε ο χριστιανός) να μην αφήνει τή συνείδησή του να τον κατηγορήσει για οποιοδήποτε πράγμα». Είναι η νήψη, η εγρήγορση για την οποία κάνει λόγο ο ίδιος ο Κύριος, αλλά και οι Απόστολοι και όλοι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Γιατί χωρίς τη νήψη αυτή δεν υπάρχει καθαρότητα της καρδιάς, η οποία συνιστά τον όρο για να επαναπαύεται ο Θεός σ’αυτήν. Λοιπόν, δεν μπορεί κανείς χωρίς φύλαξη της καρδιάς του από ό,τι πονηρό να προκόψει και να δει Θεού πρόσωπο, γι’ αυτό και πολλοί άγιοι τόνισαν την «παραδοξότητα» για τη σημερινή, και όχι μόνον, εποχή ότι ενώπιον του Θεού θεωρείται περισσότερο αξιοθαύμαστος όχι εκείνος που ανασταίνει νεκρούς ή μεταστρέφει ολόκληρους λαούς στην πίστη, όσο εκείνος που έχει καθαρίσει ή αγωνίζεται να καθαρίσει την καρδιά του (άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όσιος Ισαάκ ο Σύρος). Κι ο λόγος του Κυρίου το επιβεβαιώνει: «μακάριοι είναι αυτοί που έχουν καθαροί την καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό».

Πρόκειται για αλήθειες που στην εποχή μας πολλοί, και χριστιανοί, αδυνατούν να «κατανοήσουν», καθώς είναι εγκλωβισμένοι σε έναν χριστιανισμό κοινωνικού μόνο τύπου και προσφοράς, σε έναν ακτιβισμό που αυτό που κάνεις «για το καλό του άλλου» είναι και το ανώτερο όλων. Αλλά έρχεται είπαμε ο λόγος του Θεού για να βάλει τα πράγματα στή θέση τους: τίποτε δεν έχει αξία, αν δεν προέρχεται από καθαρή καρδιά, που θα πει ότι δεν έχει αξία κάτι που δεν έχει σφραγιστεί από το Πνεύμα και τη Χάρη του Θεού. Οπότε, το ζητούμενο δεν είναι απλώς να κάνουμε «έργα», αλλά να επιτελούμε αυτά ως απαύγασμα της φωτεινής από το φως του Θεού καρδιάς μας – ό,τι επισημάναμε και παραπάνω για τον αββά Αγάθωνα. Αυτά είναι τα έργα που θα δοκιμαστούν από το πυρ της κρίσης του Θεού και θα παραμείνουν.

Κι ένα σημείο που εξίσου βοηθάει στην κατανόηση της παραπάνω αγιοπνευματικής κατάστασης ως προϋπόθεσης της όποιας εν κόσμω ενέργειας του χριστιανού, είναι και πάλι η «παράδοξη» κίνηση του Αγάθωνα να ασκηθεί στη σιωπή κρατώντας ένα βότσαλο μέσα στο στόμα του. Τι μεγαλείο πράγματι! Γιατί όχι μόνο δείχνει πόσο είχε κατανοήσει την αξία της σιωπής ως περιορισμού των λόγων για να μπορεί να αδολεσχεί με τον Θεό – «από την πολυλογία δεν μπορεί να αποφευχθεί η αμαρτία» σημειώνει ήδη από την Παλαιά Διαθήκη ο λόγος του Θεού – αλλά και πόσο προσγειωμένος ήταν ως προς τον ίδιο του τον εαυτό: το βότσαλο ήταν η διαρκής υλική υπόμνηση για να ξεπερνά το κατεξοχήν πρόβλημα που ταλαιπωρεί εμάς τους ανθρώπους, τη λήθη∙ τη ξεχασιά. «Τυραννίδα» χαρακτηρίζουν τη λήθη οι Πατέρες μας, γιατί δυστυχώς τέτοια είναι η (μεταπτωτική) φύση μας: να ρέπουμε πρωτίστως προς το πονηρό και να κάνουμε τεράστιες προσπάθειες για να στραφούμε προς το αγαθό. Λοιπόν, τα ήξερε ο αββάς Αγάθων αυτά και τον θαυμάζουμε γιατί είχε την ατσάλινη θέληση να κάνει πράξη μόνον το θέλημα του Θεού, όπως βεβαίως και τον παρακαλούμε να πρεσβεύει και για εμάς που χειμαζόμαστε μέσα σ’ έναν κόσμο που το μόνο που αγνοεί και δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό είναι το θέλημα του Θεού.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΧΟΖΕΒΙΤΗΣ

«Ο Όσιος Γεώργιος καταγόταν από την Κύπρο και οι γονείς του ήταν ευσεβείς χριστιανοί. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ονόματι Ηρακλείδης, ενόσω ζούσαν ακόμη οι γονείς του, πήγε στους αγίους Τόπους για να προσκυνήσει, οπότε θέλησε να παραμείνει εκεί ως μοναχός, στη Λαύρα του Καλαμώνα, κοντά στο σημερινό μοναστήρι του οσίου Γερασίμου του Ιορδανίτη. Ο  Γεώργιος παρέμεινε κοντά στους γονείς του, έως ότου έφυγαν από τη ζωή αυτή, οπότε τον παρέλαβε μαζί με την κληρονομιά του ο θείος του, που είχε μια μοναχοκόρη και ήθελε να τον κάνει γαμπρό του. Ο Γεώργιος όμως δεν ήθελε να παντρευτεί και έφυγε στον άλλο του θείο, που ήταν ηγούμενος σ' ένα Μοναστήρι. Αλλά επειδή ο προηγούμενος θείος του πίεζε τον αδελφό του ηγούμενο ν' αφήσει τον Γεώργιο να φύγει από το μοναστήρι, ο Γεώργιος έφυγε κι από 'κει και πήγε στον αδελφό του Ηρακλείδη στη Λαύρα του Καλαμώνα. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του όμως, τον οδήγησε στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου, την λεγόμενη Χοζεβά που βρίσκεται σε μια ερημική και άγρια χαράδρα - εκεί υπάρχει το σπήλαιο στο οποίο είχε καταφύγει καταδιωγμένος από τους βασιλείς του Ισραήλ Αχαάβ και Ιεζάβελ ο προφήτης Ηλίας - κι είναι κοντά στην αρχαία Ρωμαϊκή οδό, που οδηγεί από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ. Εκεί πλέον ο Γεώργιος αφού έγινε μοναχός, έζησε αυστηρή ασκητική μοναχική ζωή. Η φήμη της αρετής του ήταν μεγάλη και τα άγια έργα του δίδαξαν πολλούς. Τελικά, ειρηνικά παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Θεό».

Η υμνογραφία της Εκκλησίας μας, κατά λογικό και φυσικό τρόπο, επικεντρώνει ιδιαιτέρως στο γεγονός ότι ο όσιος ασκήθηκε και αγίασε στους τόπους που πάτησαν οι άγιοι πόδες του Κυρίου Ιησού Χριστού. Ήταν ο φλογερός πόθος του για τον Θεό που οδήγησε και εκείνου τα βήματα στους αγίους Τόπους – «αιχμαλωτισμένος από θείο έρωτα των αγίων τόπων της Σιών, παμμάκαρ, μετέβηκες σε αυτούς» -  στους οποίους παρέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του, έστω και αν πέρασε από πολλές δυσκολίες, και μέχρι να φτάσει εκεί και όταν έφτασε. «Δεν μπόρεσε το μήκος της οδού ούτε η δυσχέρεια των τόπων να παραλύσουν τη φλογερή στροφή σου προς τον Θεό. Διότι και εκεί φθάνοντας και αφού ευφράνθηκες από τον τόπο που πάτησαν οι πόδες του Θεού μας, δεν έδειξες καμία αμέλεια, παρά να φθάσεις με την άσκηση και τους κόπους και προς την ουράνια Σιών».

Είναι πολύ όμορφη μάλιστα η εικόνα του υμνογράφου που περιγράφει την ασκητική βιοτή του οσίου, ο οποίος φανερώνοντας τον εγκάρδιο έρωτά του προς τον Χριστό, εν κατανύξει ψυχής κατέβρεχε την αγία γη με τα δάκρυά του – πολλές φορές τονίζουν οι ύμνοι το χάρισμα των δακρύων που είχε ο όσιος – και με τις τρίχες της κεφαλής του νοερώς σφούγγιζε τα πόδια του Κυρίου, σαν να Τον έβλεπε νοερώς μπροστά του. «Φανερώνοντας τον εγκάρδιο έρωτά σου προς τον Χριστό, ένδοξε, εν κατανύξει κατάβρεχες τη γη με τα δάκρυα, και με τις τρίχες της κεφαλής σου σφούγγιζες τα πόδια του Χριστού, βλέποντάς Τον και εννοώντας Τον ως παρόντα, Αυτόν που πόθησες». Κι όχι μόνον τούτο: οι άγιοι τόποι, η αγία Σιών, θεωρούνται από τον υμνογράφο ως σκαλοπάτι για να ανέλθει ο όσιος στην άνω Σιών, τη Βασιλεία των Ουρανών. Ο αγιασμένος τόπος δηλαδή λειτουργούσε για τον όσιο Γεώργιο ως διαρκής πρόκληση και αφορμή μνήμης του Χριστού και ενθυμήσεως της αληθινής πατρίδας. Ο ίδιος ο Χριστός εξέλεξε ως τόπο ερχομού Του τη Σιών, ο τόπος αυτός έγινε για τον όσιο, λόγω της αγάπης του προς τον Χριστό, εφαλτήριο ανόδου του προς Εκείνον. «Ο Δεσπότης ουρανόθεν δι’ ημάς κατερχόμενος, την Σιών ευρίσκει θείον αληθώς ευναστήριον∙ η ενσκηνώσας συ πόθω, ώσπερ κλίμακι, προς την άνω ανήλθες Σιών ταύτη χρώμενος».

Η σφοδρή αγάπη του οσίου προς τον Χριστό εκδηλωνόταν, όπως είπαμε, με τα άφθονα δάκρυα κατανύξεως, αλλά και με τους ασκητικούς του  κόπους. Δεν θα υπήρχαν όμως όλα αυτά, αν ο όσιος δεν είχε βρει το «μυστικό» της πνευματικής ζωής: τον έλεγχο των λογισμών του. Ο έλεγχος των λογισμών, ως γνωστόν, είναι εκείνο που κρατάει  καθαρή την καρδιά του ανθρώπου, ώστε να υπάρχει και να αυξάνει σ’ αυτήν η αγάπη του Χριστού, συνεπώς να καρποφορούν μέσα της και οι αρετές Εκείνου. Όπως το σημειώνει ο υμνογράφος: «Την ακρόπολη της ψυχής σου δεν την κλόνισαν οι προσβολές των λογισμών, μακάριε». Έτσι ο όσιος Γεώργιος φάνηκε σαν ουρανός, κατάφωτος από τα αστέρια των πρακτικών αρετών της άσκησης, έχοντας ως  ήλιο τον Κύριο και την ψυχή του σαν σελήνη που φωτίζεται από Αυτόν. «Ουρανός τις ανεφάνης τοις πρακτέοις ως άστρασι κατηγλαϊσμένος, φέρων ως φωσφόρον τον Κύριον, την σην ψυχήν ως σελήνην καταυγάζοντα».