30 Απριλίου 2024

ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ (ΕΣΠΕΡΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΙΤΗΣ)

«Άπλωσε η πόρνη τις τρίχες της κεφαλής της σε Σένα τον Δεσπότη. Άπλωσε ο Ιούδας τα χέρια στους παράνομους. Η πρώτη, για να λάβει την άφεση των αμαρτιών της, ο δεύτερος, για να πάρει χρήματα» (απόστιχα)

Δύο παραδείγματα μας προβάλλει απόψε η Εκκλησία μας. Ένα θετικό και ένα αρνητικό. Το ένα για να το μιμηθούμε. Το άλλο για να το αποστραφούμε. Μία πόρνη γυναίκα και ένα μαθητή του Κυρίου. Και προφανώς θα έλεγε κανείς ότι το θετικό και καλό παράδειγμα είναι ο μαθητής του Χριστού, ενώ το αρνητικό η πόρνη γυναίκα. Αλλά τα πράγματα, όπως όλοι ασφαλώς γνωρίζουμε, κινούνται ανατρεπτικά: η πόρνη προβάλλεται ως εκείνη που πρέπει να μιμούμαστε, και μάλιστα σε όλη τη ζωή μας· ο μαθητής προβάλλεται ως εκείνος που πρέπει να αποστρεφόμαστε, για να μην οδηγηθούμε σαν κι εκείνον στην καταστροφή!

Κι είναι ευνόητο: η πόρνη είναι εκείνη που έγινε το διαχρονικό πρότυπο όχι βεβαίως για την πορνεία της, αλλά για τη μετάνοια την οποία επέδειξε, καθώς ένιωσε τη χάρη και την αγάπη του Κυρίου. Ο μαθητής Ιούδας είναι εκείνος που οι αιώνες αποστρέφονται, όχι ασφαλώς για την επίζηλη θέση του: να είναι δίπλα στον Κύριο ως μαθητής Του, αλλά για την προδοτική στάση του την οποία κράτησε τελικώς απέναντι στον Διδάσκαλό του!

Που θα πει: εκείνο που μετράει πάντοτε ενώπιον του Θεού μας, ανεξάρτητα από το τι κάναμε ή κάνουμε, σπουδαίο και σημαντικό ίσως, είναι τελικώς ό,τι υπερτερεί στην καρδιά μας. Όχι τι φαινόμαστε, αλλά τι είμαστε είναι εκείνο που στέκει αδιάκοπα ενώπιον του Θεού μας, δηλαδή το περιεχόμενο της καρδιάς μας που είναι και ο αληθινός θησαυρός μας. Πρόκειται για τη συγκλονιστική αλήθεια που είπε ο Κύριος και δεν της δίνουμε συνήθως και μεγάλη σημασία: «όπου ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται». Με άλλα λόγια, για να δω τον θησαυρό μου, τον ίδιο τον Θεό μου, πρέπει να κοιτάξω μέσα μου και να δω τι κυριαρχεί εκεί. Στον Ιούδα, τον μαθητή του Χριστού, κυριάρχησε αντί του Χριστού το χρήμα: τον κέρδισε το πάθος της φιλαργυρίας, οπότε ακολουθούσε τον Κύριο όντας ειδωλολάτρης· στην πόρνη γυναίκα κυριάρχησε αντί της φιληδονίας και της πορνείας της η αγάπη του Χριστού που την οδήγησε στη συγκλονιστική μετάνοιά της.

Εντελώς ανατρεπτικό πράγματι το σκηνικό: μας εμβάλλει κυριολεκτικά σε φόβο, γιατί μας κάνει να σκεφτούμε ότι τίποτε το εξωτερικό, το μετρήσιμο με τις αισθήσεις μας και τη λογική μας, δεν μπορεί να είναι το σταθερό έδαφος που μπορούμε να πατήσουμε. Το μόνο σωτήριο για μας είναι η αγάπη του Θεού μας. Αυτή που έκανε και την άσωτη γυναίκα να μεταστραφεί και να γίνει υπόδειγμα αγιότητας! 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ, ΑΔΕΛΦΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

 

«Ο άγιος Ιάκωβος ήταν υιός του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου. Μετά από την κλήση του Ανδρέου και του Πέτρου, προσκλήθηκε από τον ίδιο τον Σωτήρα μαζί με τον αδελφό του να μαθητεύσουν σ᾽ Εκείνον.  Αυτοί αμέσως και τον πατέρα και το πλοίο, και μ᾽ έναν λόγο τα πάντα άφησαν και ακολούθησαν τον Κύριο. Και τόσο πολύ αγάπησε αυτούς ο Κύριος, ώστε στον μεν ένα να χαρίσει την ανάκληση πάνω στο στήθος Του (την ώρα του Μυστικού Δείπνου), στον δε άλλον να πιει το ποτήριο που ο Ίδιος ήπιε. Ο άγιοι Ιάκωβος και Ιωάννης επέδειξαν τέτοιον ζήλο υπέρ του Χριστού, ώστε να θελήσουν να κατεβάσουν φωτιά από τον Ουρανό και να καταστρέψουν τους απίστους. Κι ίσως και θα το έκαναν, αν δεν τους εμπόδιζε η αγαθότητα Εκείνου. Γι᾽ αυτό λοιπόν ο Κύριος έπαιρνε αυτούς και τον Κορυφαίο Πέτρο πάντοτε στις προσευχές Του και στις άλλες οικονομίες Του, μυσταγωγώντας τους στα υψηλότερα και μυστικότερα από τα δόγματα. Αυτόν τον μακάριο Ιάκωβο, μετά από το Πάθος και την Ανάληψη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, επειδή δεν άντεχε ο Ηρώδης να μιλάει με θάρρος και να εξαγγέλλει το σωτήριο κήρυγμα, τον συνέλαβε και τον φόνευσε με μαχαίρι, δεύτερον αυτόν μετά τον Στέφανο τον μάρτυρα, στέλνοντάς τον έτσι στον Δεσπότη Χριστό».

Υψηλοτάτη η ποίηση του μεγάλου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αγίου Θεοφάνους για τον «άρχοντα όλης της γης», όπως τον χαρακτηρίζει, άγιο Ιάκωβο, τον πρόκριτο μεταξύ των αποστόλων μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη τον Θεολόγο και τον άγιο Πέτρο, ανεψιό μάλιστα του Κυρίου μας Ιησού, ως υιό της Σαλώμης, κόρης του Ιωσήφ του μνήστορος της Υπεραγίου Θεοτόκου. Και τον χαρακτηρίζει άρχοντα,  και διότι υπήρξε μαθητής του Κυρίου, αλλά και για τον θερμότατο ζήλο του υπέρ Αυτού, τόσο που πρώτος αυτός από τους δώδεκα έδωσε τη ζωή του για Εκείνον. «Καταστάθηκες, ένδοξε, άρχοντας τώρα σε όλη τη γη, όπως γράφτηκε για σένα, γιατί έγινες μαθητής Αυτού που δημιούργησε τα πάντα. Και λόγω του θερμότατου ζήλου σου υπέμεινες τον φόνο με μαχαίρι από ανόμους, πάνσοφε, φεύγοντας από τη ζωή αυτή πρώτος εσύ από τη σεπτή ομήγυρη των δώδεκα συμμαθητών σου, μακάριε»  (στιχηρό εσπερινού και ωδή η´).

Ο άγιος Θεοφάνης εμμένει με τους ύμνους του στον θερμό πόθο του αγίου Ιακώβου για τον Κύριο: «Ω, τι θερμός είναι ο πόθος σου προς τον Δεσπότη Χριστό!» (ωδή δ´). Πόθος τέτοιος μάλιστα που έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος: «Προσλάμβανες ατελείωτο πόθο πάνω στον πόθο, γι᾽αυτό και απέκτησες την έσχατη μακαριότητα των επιθυμητών πραγμάτων, την ίδια την αρχή της αγαθότητας, τον Θεό» (ωδή δ´). Γεγονός που σημαίνει: αν δεν ανταποκριθεί με αγάπη ο άνθρωπος στην αγάπη του Δημιουργού – «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτον ηγάπησεν ημάς» - δύσκολα, αν όχι καθόλου δεν  μπορεί να προχωρήσει σε ζωντανή σχέση μαζί Του· και: όσο ανοίγεται κανείς με αγάπη στον Κύριο, τόσο και νιώθει την αγάπη του αυτή να φουντώνει. «Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στην κλήση του Δεσπότη, θεοδίδακτε μύστη, γι᾽αυτό και έφτασες εμφανώς προς την υψηλότατη και θεία πράγματι κορυφή των αρετών» (ωδή δ´).

Γι᾽αυτό και ο άγιος υμνογράφος θεωρεί ότι η κλήση του αγίου Ιακώβου να γίνει απόστολος του Κυρίου ξεκίνησε στην πραγματικότητα πολύ πριν από την εξωτερική κλήση του. Ο Θεός δηλαδή ως προγνώστης, βλέποντας εκ των προτέρων την ευγένεια της ψυχής του, αλλά και τη δύναμη και την παλληκαριά της διάνοιάς του τον κάλεσε ως διακεκριμένο απόστολό Του να κηρύσσει στα έθνη Εκείνον (ωδή α´). Και: «Φάνηκες, Ιάκωβε, άξιος πρόσληψης από τον Κύριο και μύστης της οικονομίας Του, ακόμη και πριν από την κλήση σου, γιατί είδε σε σένα την ιλαρότητα της αγνής ψυχής σου» (ωδή γ´). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι χαρακτηρίζει ο Θεοφάνης «τη γέννηση του Ιακώβου ιερή και φωτοφόρα, που έλαμψε ακόμη περισσότερο λόγω της συγγενείας που είχε με τον ίδιο τον Κύριο» (ωδή γ´).

Το θάμβος που νιώθει ο άγιος Θεοφάνης μπροστά στην τεράστια και λαμπερή προσωπικότητα του αγίου Ιακώβου - αποτέλεσμα όχι μόνο της κλήσεώς του από τον Κύριο και της αγιασμένης βιοτής του, αλλά και από τη φλόγα του Παρακλήτου Πνεύματος που έλαβε την ημέρα της Πεντηκοστής (ωδή γ´) – τον κάνει σε ένα τροπάριό του να φτάσει σε επίπεδα υπερβολής, καθώς αποπειράται να δικαιολογήσει με καλό λογισμό το πρωτείο που ζήτησε αυτός με τον αδελφό του και τη μητέρα τους από τον Κύριο. Θυμόμαστε όλοι ότι η μητέρα τους και οι ίδιοι ζήτησαν από τον Χριστό, λίγο πριν από τα πάθη Του, παρεξηγώντας προφανώς την πνευματική βασιλεία του Κυρίου και εκλαμβάνοντάς την γήινα,  να σταθούν δίπλα Του πρωτόθρονοι. Και ο Κύριος απήντησε ότι ναι μεν «δεν ξέρουν τι ζητούν», αλλά «το ποιος θα σταθεί πρώτος δίπλα Του είναι κάτι που δεν το δίνει ο Ίδιος, αλλά ο Πατέρας Του, ανάλογα με την αγάπη που τρέφει ο άνθρωπος προς Εκείνον μέχρι σημείου θυσίας». Ο υμνογράφος μας λοιπόν ερμηνεύει ως εξής το αίτημά του: «Ανέβηκες στα φτερά της μεγαλύτερης αρετής με την αγάπη, και πόθησες, ένδοξε, να έχεις τα πρωτεία των πρώτων θρόνων του Δεσπότη. Όχι γιατί αγαπούσες τη μάταιη δόξα, αλλά για να βλέπεις με άμεσο τρόπο Αυτόν που αγάπησες» (ωδή ε´). Καταλαβαίνει όμως ο άγιος Θεοφάνης την υπερβολή, γι᾽αυτό και στην επόμενη ωδή «διορθώνει»: «Ζήτησες από τον Χριστό, σαν να είναι γήινος Βασιλιάς, να σου δώσει την επίγεια δόξα, και πέτυχες, μακάριε Ιάκωβε, τη βασιλεία όχι την κάτω και φθαρτή, αλλά την αθάνατη, που την έλαβες όμως με την άθλησή σου» (ωδή ς´).

Μπροστά λοιπόν στον μαθητή του Κυρίου, μπροστά στον πρώτο που έδωσε από τους δώδεκα τη ζωή του για Εκείνον, μπροστά στη φλογισμένη από αγάπη Χριστού καρδιά του αποστόλου και τον ζήλο του που τον έκανε να είναι «ένας νέος Ηλίας» (ωδή ε´), «όλη η Εκκλησία στήνει χορό, γιατί γιορτάζει την παναγία μνήμη του, κατά την οποία  τον δοξολογούμε» (κάθισμα όρθρου).

29 Απριλίου 2024

ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΙΤΗΣ (Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΣΠΕΡΑΣ)

ΜΗ ΜΕΙΝΩΜΕΝ ΕΞΩ ΤΟΥ ΤΟΥ ΝΥΜΦΩΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ!

 «Τήν ὥραν, ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα, καί τήν ἐκκοπήν τῆς συκῆς δειλιάσασα, τό δοθέν σοι τάλαντον φιλοπόνως ἔργασαι, ταλαίπωρε, γρηγοροῦσα καί κράζουσα. Μή μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ» (κοντάκιο).

(Ταλαίπωρη ψυχή μου, κατάλαβε καλά την ώρα του τέλους σου και δείλιασε από το κόψιμο που προτείνει ο Κύριος για την ξεραμένη συκιά. Οπότε το τάλαντο που σου ‘δωσε ο Θεός εργάσου το με φιλοπονία, φωνάζοντας δυνατά και με εγρήγορση: Μη μείνουμε έξω από τον νυμφώνα του Χριστού). 

Πρέπει να μπούμε στην αγωνία του αγίου υμνογράφου. Έχει την επίγνωση ότι δεν βρίσκεται στην κανονική θέση που θα έπρεπε: του παιδιού που ό,τι κάνει το κάνει από αγάπη προς τον Θεό Πατέρα του. Αλλ’ ούτε πάλι κινητοποιείται στο άγιο θέλημα Αυτού προσδοκώντας ίσως τις δωρεές της Βασιλείας Του. Νιώθει πολύ μικρός και πολύ κάτω: η αίσθηση του φόβου μπορεί να τον κρατήσει σε ό,τι ο Κύριος έφερε με τη Βασιλεία Του. Αισθάνεται δηλαδή σαν τον δούλο που λόγω του φόβου μίας τιμωρίας κρατάει τις εντολές του κυρίου του.

Ποιος είναι ο φόβος του πιστού υμνογράφου; Μπροστά στο επερχόμενο γεγονός του τέλους, του θανάτου, και μπροστά σ’ αυτό που είπε ο Κύριος, ότι δηλαδή «κάθε δένδρο που δεν κάνει καλό καρπό κόβεται και πετιέται στη φωτιά», μη τυχόν και μείνει αμετανόητος, σαν το άκαρπο δένδρο της συκιάς. Καλεί λοιπόν την ψυχή του, τον εαυτό του, όσο καιρό έχει, δηλαδή το σήμερα, να εργαστεί πάνω στην ψυχή του και  να καλλιεργήσει ό,τι δώρο του έδωσε ο Θεός, είτε φυσικό είτε πνευματικό. Και κυρίως το πνευματικό: τη χάρη του αγίου βαπτίσματος. Πώς; Προσπαθώντας με τη δύναμη Εκείνου να τηρεί τις άγιες εντολές Του.  Έτσι θα βρίσκεται ενωμένος με τον Χριστό ως άγιο μέλος Του. Έτσι θα βρίσκεται μέσα στον νυμφώνα Αυτού! Αυτός δεν είναι και όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής;

Ο φόβος του αγίου ποιητή πρέπει να γίνει και φόβος δικός μας. Διότι κι εμείς γνωρίζουμε ότι θα φύγουμε από τη ζωή αυτή, και μάλιστα σε ώρα που δεν προσδοκούμε. Η κάθε ώρα δυνητικά μπορεί να είναι και το  τέλος μας! Συνεπώς, δεν μπορούμε να παίζουμε με την πίστη μας. Κι ακόμη· ο λόγος του Κυρίου είναι αψευδής: ό,τι έχει πει είναι στην πραγματικότητα ήδη γεγονός. Είναι λοιπόν πνευματικός νόμος: δεν παρουσιάζουμε στη ζωή μας καλούς καρπούς; Δηλαδή επιλέγουμε τη διαγραφή του Θεού από τη ζωή μας; Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να υποστούμε τις συνέπειες της ελεύθερης επιλογής μας: την αποκοπή μας από Εκείνον!

Μα εμείς θέλουμε τον Κύριο. Ζητάμε να Τον αγαπάμε. Εκείνος είναι ο νυμφίος και ο Ίδιος είναι και ο νυμφώνας. «Μη μείνωμεν λοιπόν έξω του νυμφώνος Αυτού»! Οπότε ο  φόβος μας αλλάζει: δεν είναι φόβος ενόψει μίας τιμωρίας. Είναι φόβος ενόψει της απώλειας του Ίδιου από τη ζωή μας! Με φιλοπονία λοιπόν ας εργαζόμαστε τις εντολές του αγαπημένου μας!

Ο ΚΡΙΤΗΣ ΕΠΙ ΘΥΡΑΙΣ!

«Ἑτοίμαζε σεαυτήν, ὦ ψυχή μου, πρός τήν σήν ἔξοδον˙ ἡ παρουσία ἐγγίζει τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ» (Μ. Απόδειπνο: ωδή β΄ Τριωδίου Μ. Δευτέρας, αγίου Ανδρέου Κρήτης).

(Ψυχή μου, ετοιμάζου για την έξοδό σου από τον κόσμο αυτόν. Διότι η  παρουσία του δίκαιου Κριτή εγγίζει).

Ο ποιητής του κατανυκτικότατου Μεγάλου Κανόνος Άγιος Ανδρέας Κρήτης κινείται απολύτως αγιογραφικά: Ο Ιησούς Χριστός που Θεός ων έγινε άνθρωπος για να σηκώσει τις αμαρτίες μας και να μας δώσει και πάλι τον κλεισμένο Παράδεισο, την όραση δηλαδή του Θεού ως μετοχή στη ζωή Του, θα ξανάλθει και πάλι για δεύτερη και οριστική φορά. Κι η Δεύτερη αυτή Παρουσία Του θα σημάνει και το τέλος του σχήματος του παρόντος κόσμου, που σημαίνει όχι την καταστροφή αλλά την αλλαγή του. «Καινούς ουρανούς και καινήν γην προσδοκώμεν». Τη φοβερή αυτή ώρα που θα τη συνοδέψουν συγκλονιστικά γεγονότα, οι μεν τότε ζώντες θα αλλάξουν μ’ έναν τρόπο που δεν γνωρίζουμε, οι δε κεκοιμημένοι θα αναστηθούν από τους τάφους, ώστε όλοι, ψυχή τε και σώματι, να σταθούν προς κρίση ενώπιον του απολύτως Δικαίου Κριτού.

Πρόκειται για την προσδοκία που συνείχε κυριολεκτικά την πρώτη Εκκλησία και που διαχρονικά καλλιεργεί αδιάκοπα η συνέχειά της, το ζωντανό σώμα του Κυρίου, αφού δεν μπορεί να κατανοηθεί ο ερχομός του Χριστού την πρώτη φορά χωρίς την επάνοδό Του το δεύτερον. Ο Κύριος δηλαδή ήλθε για να ξανάλθει, ένδοξα τη δεύτερη φορά και απολύτως οριστικά – η πρώτη Παρουσία Του συν-οράται πάντοτε με τη Δεύτερή Του. «Και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης κρίναι ζώντας και νεκρούς, ου της βασιλείας ουκ έσται τέλος». Χωρίς την ομολογία της προσδοκίας αυτής δεν μπορεί να υπάρξει αυτοσυνειδησία χριστιανική, με άλλα λόγια ο χριστιανός τρέφεται κυριολεκτικά από το μέλλον, το φως της ερχόμενης Βασιλείας του Χριστού φωτίζει το εκάστοτε παρόν του – η Θεία Λειτουργία συνιστά την κατεξοχήν επιβεβαίωση της αλήθειας αυτής, κάθε φορά που εκκινεί με το «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».

Κι είναι αλήθεια ότι ενώ ο Κύριος βεβαίωνε τον και πάλι ερχομό Του σε ώρα απροσδιόριστη, κάποιοι χριστιανοί βιάζονταν και σαν να μη λάμβαναν υπ’ όψιν τους τα λόγια Του ότι θα έρθει «ως κλέπτης εν νυκτί», κατά κάποιον τρόπο «εκβίαζαν» την ώρα Του αυτή θέτοντας συγκεκριμένο όριο: σήμερα ή αύριο έρχεται! Το λάθος των πιστών αυτών δεν ήταν η άμεση αίσθηση της ερχόμενης Παρουσίας του Κυρίου, αλλά η επικαιροποίησή Της από αυτούς σε δεδομένη στιγμή. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας διά των Αποστόλων αντέδρασε και έθεσε το ορθό πλαίσιο που πρέπει να κινούμαστε οι χριστιανοί: ζούμε πάντοτε με την προσμονή της άμεσης παρουσίας Του, σαν να είναι να έλθει την κάθε ώρα και στιγμή, αλλά δεν «οριοθετούμε» την ελευθερία της δικής Του κρίσεως – ποιος άλλωστε μπορεί να γίνει «σύμβουλος» του Κυρίου; Εκείνος που ιδιαιτέρως δίνει την απάντηση στον προβληματισμό αυτόν είναι ο απόστολος Πέτρος. Στη Β΄ καθολική του επιστολή σημειώνει τα εξής πολύ σημαντικά: «Ένα πράγμα να μην ξεφεύγει από την προσοχή σας, αγαπητοί μου: Ότι για τον Κύριο μία μέρα είναι σαν χίλια χρόνια, και χίλια χρόνια σαν μία μέρα. Δεν καθυστερεί ο Κύριος να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, όπως νομίζουν μερικοί. Κάνει υπομονή, γιατί δεν θέλει να καταστραφούν μερικοί από σας, αλλά να μετανοήσουν όλοι. Ωστόσο, η ημέρα του Κυρίου θα έρθει όπως ο κλέφτης τη νύχτα».

Οπότε, η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου είναι μία πραγματικότητα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνει, όμως ο Κύριος μάς δίνει παράταση. Και η παράταση είναι η κάθε ημέρα, με σκοπό να Τον θελήσουμε, που θα πει να μετανοήσουμε. Αυτό είναι και το νόημα του χρόνου: ει δυνατόν η μετάνοια όλων των ανθρώπων. Κι έρχεται ο Κύριος ο Οποίος με απόλυτο τρόπο το αποκαλύπτει και αλλιώς: «γίνεσθε έτοιμοι ότι η ώρα ου δοκείτε ο Κύριος έρχεται» - να είστε πάντοτε έτοιμοι γιατί την ώρα που δεν περιμένετε έρχεται ο Κύριος. Κι είναι το συμπέρασμα και του αποστόλου Πέτρου: «Η συμπεριφορά σας να είναι άγια και αφιερωμένη στον Θεό, όσον καιρό θα προσμένετε με ζήλο και λαχτάρα τον ερχομό της ημέρας του Θεού».

Λοιπόν, ο άγιος Ανδρέας στο παραπάνω μικρό τροπάριο εκφράζει την αίσθηση του αληθινού πιστού και καταγράφει τον κτύπο της καρδιάς της ζωντανής Εκκλησίας του Κυρίου: περιμένει τον Αρχηγό της που όπου να ’ναι έρχεται. Κι είναι ο Δίκαιος και αδέκαστος Κριτής – «όλα είναι γυμνά και φανερά μπροστά στα μάτια Του». «Θεός πιστός και ουκ έστιν αδικία εν Αυτώ». Με την επιπλέον επισήμανση: ο ερχομός Του μπορεί να συμβεί και με την ώρα του θανάτου του ανθρώπου. Ο θάνατος που είναι άδηλος είναι η ώρα που ο Κριτής κρούει τη θύρα μας για να μας πάρει κοντά Του. Κι η ώρα αυτή λειτουργεί και στο επίπεδο της Δευτέρας Παρουσίας: μετά τον θάνατο δεν υπάρχει μετάνοια. Όπως μας βρει η ώρα του φυσικού τέλους μας, έτσι θα σταθούμε και ενώπιον του Κυρίου κατά την ώρα της οριστικής κρίσεως. Απλώς τότε με μεγαλύτερη ένταση, γιατί θα έχουμε και το σώμα μας.

28 Απριλίου 2024

ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

«Τῆς ξηρανθείσης συκῆς διά τήν ἀκαρπίαν τό ἐπιτίμιον φοβηθέντες, ἀδελφοί, καρπούς ἀξίους τῆς μετανοίας προσάξωμεν Χριστῷ, τῷ παρέχοντι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος».

(Αφού φοβηθούμε, αδελφοί, το επιτίμιο της συκιάς που ξεράθηκε λόγω της ακαρπίας της, ας προσφέρουμε στον Χριστό που μας παρέχει το μέγα έλεος καρπούς άξιους της μετανοίας).

Ο παραπάνω ύμνος των αποστίχων του όρθρου της Μ. Δευτέρας που ακούγεται το εσπέρας της Κυριακής των Βαῒων σε ήχο πλάγιο του τετάρτου, αφορμάται από το γεγονός της υπό του Κυρίου ξηρανθείσης συκής – το ένα από τα δύο γεγονότα που εορτάζουμε τη Μεγάλη Δευτέρα (το άλλο είναι η προβολή του πατριάρχη της Παλαιάς Διαθήκης παγκάλου Ιωσήφ ως τύπου και προεικόνισης του ίδιου του Κυρίου). Κατά την ευαγγελική διήγηση, ο Κύριος πλησιάζοντας μία συκιά και βλέποντας ότι έχει μόνο φύλλα και καθόλου καρπούς της μιλάει επιτιμητικά σαν να την «καταριέται»: «να μη βγάλεις ποτέ καρπούς», κάτι το οποίο όντως με θαυμαστό τρόπο συμβαίνει∙ η συκιά ξεραίνεται! (Και βεβαίως, ας σημειώσουμε παρενθετικά, ο Κύριος προέβη στην ενέργεια αυτή όχι γιατί είχε «κάτι» με το συγκεκριμένο δένδρο, το οποίο αποτελούσε έτσι κι αλλιώς δική Του δημιουργία – «πάντα δι’ Αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε», σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής, όπως και το ότι ακόμη και το παραμικρότερο χορταράκι είναι αντικείμενο της παντοδύναμης και γεμάτης αγάπη Πρόνοιάς Του – αλλά γιατί ήθελε να διδάξει τους μαθητές Του να μην ακολουθούν τον τρόπο ζωής των Φαρισαίων της εποχής τους, οι οποίοι παρουσιάζονταν στον κόσμο πράγματι σαν δένδρο μόνο με φύλλωμα χωρίς καρπούς, διότι τους ενδιέφερε μόνο το φαίνεσθαι και η γνώμη των ανθρώπων αδιαφορώντας για την ποιότητα του εσωτερικού τους κόσμου. Και το αποτέλεσμα θα είναι ακριβώς το ίδιο και γι’ αυτούς, όπως και της συκιάς: αποξηραμένοι θα πεταχτούν στη φωτιά!)

Τι λέει λοιπόν ο υμνογράφος; Βλέποντας το τι συνέβη με τη συκιά, να μη βρεθούμε κι εμείς στη θέση της. Πώς; Ζώντας ζωή μετάνοιας, με επίγνωση των αμαρτιών μας και εν ελπίδι ταπεινή επιστροφή μας προς τον Θεό – ό,τι μας δίδαξε ο Κύριος με τη συγκλονιστική παραβολή του ασώτου. Και τι είναι εκείνο που καθιστά φανερή τη γνησιότητα της μετανοίας αυτής; Οι καρποί που παρουσιάζουμε στη ζωή μας: η αγάπη προς τον συνάνθρωπό μας, η χαρά που αναβλύζει από την ύπαρξή μας, η ειρήνη που διακατέχει τον εσωτερικό μας κόσμο, η μακροθυμία και η υπομονή μας στις διάφορες δυσκολίες της ζωής, η αγαθή διάθεσή μας προς όλους και όλα, η προσπάθεια να γινόμαστε ωφέλιμοι στο περιβάλλον μας, η εμπιστοσύνη μας πάντοτε στον Θεό αλλά και στον άνθρωπο, η πραότητα του εσωτερικού μας κόσμου, η εγκράτειά μας ως περιορισμός των άτακτων ορμών και ορέξεών μας – αυτό που με καταιγιστικό τρόπο σημειώνει ο απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή ως «καρπόν του Πνεύματος» (5, 22-23).  Κι αυτό συμβαίνει, διότι ασφαλώς η μετάνοια, όπως και κάθε τι στη χριστιανική πίστη, δεν είναι λόγια ή κάποια ιδέα, αλλά βίωμα, κίνηση και πορεία να είναι κανείς εκεί που βρίσκεται πάντοτε ο Ίδιος ο Χριστός, με αποτέλεσμα την αλλοίωση επί τα βελτίω της ζωής του ανθρώπου.

Με τον φόβο όμως θα κινηθούμε προς τον Θεό; Το «ἐπιτίμιον» της καταστροφής θα είναι αυτό που θα μας οδηγήσει στη σωστική μετάνοια; Δεν είναι το ακριβώς ζητούμενο: η Εκκλησία μας βασισμένη στον Κύριο και τους Αποστόλους μάς υποδεικνύει την αγάπη ως το ιδανικό ποιητικό αίτιο κάθε αγαθής ενέργειας και κίνησής μας που οδηγεί στον Θεό. Μα η αγάπη είναι ακριβώς το «ιδανικό» και μακάρι αυτό να ήταν εκείνο που θα κινούσε όλους μας. Με ρεαλισμό η Εκκλησία διά των Πατέρων της αποδέχεται και κατώτερα σκαλοπάτια: τον φόβο κι ακόμη την αμοιβή. Πρόκειται για τη γνωστή από τα πρώτα χρόνια ήδη του χριστιανισμού διαβάθμιση των πιστών σε τρείς «κατηγορίες»: την κατηγορία των δούλων (την κατώτερη όλων που κίνητρο ενεργείας είναι ο φόβος)∙ την κατηγορία των μισθωτών (τη μεσαία που κίνητρο είναι η προσδοκία αμοιβής)∙ την κατηγορία των υιών (την ανώτερη που κίνητρο είναι η αγάπη).

Λοιπόν, η Εκκλησία μας έρχεται σήμερα με τον συγκεκριμένο ύμνο και μας υπενθυμίζει τις μεγάλες αυτές αλήθειες: ο Θεός πράγματι είναι γεμάτος έλεος για τους ανθρώπους, περιμένοντας και τη δική μας ανταπόκριση αγάπης στη δική Του αγάπη∙ οι άνθρωποι «ξεκουνιόμαστε» από την προσκόλληση στα πάθη μας συνήθως με τον φόβο. Τουλάχιστον λοιπόν φοβούμενοι το «ἐπιτίμιον» της συκιάς ας ξυπνήσουμε για να βρεθούμε μέσα στη λιακάδα της αγάπης του Θεού μας. 

«ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΕΝ ΤΩ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΝΥΚΤΟΣ…»

Στηριγμένο το μεσονυκτικό τροπάριο «Ἰδού ὁ νυμφίος ἔρχεται...» στην παραβολή των Δέκα Παρθένων, δίνει το στίγμα της απαρχής της Μεγάλης Εβδομάδος: ο Κύριος, ο νυμφίος κάθε ανθρώπινης ψυχής, έρχεται εν τω μέσω της νυκτός. Τι σημαίνει αυτό;

1. Καταρχάς ότι το κύριο γνώρισμα της σχέσης του Χριστού με εμάς είναι η αγάπη. Κι όχι απλώς μία αγάπη κινούμενη μέσα σε συμβατικά τυπικά πλαίσια, αλλά μία αγάπη χωρίς όρια, την οποία ακροθιγώς μπορούμε να ψηλαφήσουμε στη σχέση του ερωτευμένου προς την αγαπημένη του. «Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν…». Και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά, αφού ο Κύριος απεκάλυψε – «ἐξηγήσατο» - ότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί». Ο Θεός μας λοιπόν που ενηνθρώπησε εν προσώπω Ιησού Χριστού είναι Εκείνος που γίνεται ο νυμφίος μας, γιατί μέσα στην άπειρη αγάπη Του προς εμάς, τους αμαρτωλούς ανθρώπους, μας προσλαμβάνει στον εαυτό Του και μας κάνει ένα μ’  Εκείνον. Ανθρωποπαθώς μιλώντας, η σκέψη Του, η καρδιά Του, η επιθυμία Του είναι σε μας, όπως του νυμφίου απέναντι στη νύμφη.

2. Έπειτα ότι (α) έρχεται με τρόπο που δεν μπορούμε εμείς να προσδιορίσουμε και να οριοθετήσουμε. Ο ερχομός Του πάντοτε είναι αποτέλεσμα της απόλυτα ελεύθερης αγάπης Του, καρπός της δικής Του πρωτοβουλίας, που θα πει ότι εμφανίζεται εκεί που κανείς δεν Τον περιμένει και με τρόπο που ίσως ποτέ δεν μπορεί να υποψιαστεί: μέσα από ένα ατύχημα κάποια φορά, από την ανάγνωση κάποιου βιβλίου κάποια άλλη, από μία θλίψη και δοκιμασία άλλοτε, κυρίως όμως από τη συνάντησή μας με τους πιο παραπεταμένους ελαχίστους συνανθρώπους μας. «Ἐφ’  ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε». (β) Έρχεται συνεπώς κι εκεί που «αντικειμενικά» δεν θα έπρεπε να βρίσκεται, μέσα δηλαδή και στο σκοτάδι της αμαρτίας. Την ώρα που επιτελεί κανείς την αμαρτία, εκείνη την ώρα μπορεί να κληθεί από τον ερχόμενο Κύριο. Όπως συνέβη με τον απόστολο Παύλο που κλήθηκε την ώρα που δίωκε τους χριστιανούς, όπως και με τον απόστολο Ματθαίο που κλήθηκε την ώρα που βρισκόταν στο «τελώνειον». Με άλλα λόγια, η κάθε ώρα για τον καθένα μας μπορεί να είναι η ώρα της χάρης μας, της κλήσης μας από τον νυμφίο Χριστό – ό,τι τελικώς συνέβη με την οικονομία του Θεού για τη σωτηρία μας: μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας των ανθρώπων ήλθε ο Λυτρωτής Χριστός! «Ὄντων ἡμῶν ἁμαρτωλῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε!» Αλλά και (γ) έρχεται και καλεί τον άνθρωπο χωρίς τις περισσότερες φορές να παίρνει είδηση της κλήσης αυτής κανείς από τους άλλους συνανθρώπους. Σαν την περίπτωση της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, που μόνον αυτή εμποδιζόταν να μπει στον Ναό, χωρίς κανείς δίπλα της να νιώθει το τι διαδραματιζόταν στην ψυχή της. Ο Κύριος πάντοτε είναι ο ερχόμενος και κρούων τη θύρα της ψυχής μας. «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω». Η συνάντηση του ανθρώπου με τον Κύριο γίνεται στα μυστικά βάθη της καρδιάς, τα οποία γνωρίζει μόνον Εκείνος και σε ένα βαθμό και το πνεύμα του ανθρώπου. Στην καρδιά με τρόπο απροσδιόριστο μάλιστα τις περισσότερες φορές «παίζεται» το όλο παιχνίδι της σωτηρίας του ανθρώπου.

3. Κι αυτός ο ποικίλος ερχομός σε μας του γεμάτου αγάπη νυμφίου Χριστού συναντά συνήθως δύο καταστάσεις: την κατάσταση της εγρήγορσης και την κατάσταση της ραθυμίας. Εγρήγορση σημαίνει να ανταποκριθώ στην αγάπη Του και να ζήσω μαζί Του τη χαρά της παρουσίας Του, ψυχικά και σωματικά, εδώ και αιώνια. «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς». Ραθυμία σημαίνει να είμαι τόσο προσκολλημένος στα πάθη μου: τη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία, ώστε να μην καταλάβω καν τον ερχομό και την κλήση Του, κι ακόμη: να Τον καταλάβω μεν, αλλά να αναβάλω την ανταπόκρισή μου. Η εκτίμηση για τις δύο καταστάσεις, όπως μας τη δίνει ο άγιος υμνογράφος, είναι σαφής: μακαριότητα η πρώτη, αναξιότητα η δεύτερη. Με τα αντίστοιχα βεβαίως αποτελέσματα. Η επιλογή πια είναι στην απόλυτη του καθενός ευθύνη. «Βλέπε οὖν ψυχή μου!»

ΠΡΟΓΕΥΣΕΙΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ελισσαίου Κυνούση

Περατώνοντας την «ψυχωφελή της Τεσσαρακοστής  περίοδον» και ευρισκόμενοι στις παρυφές  του Αγίου Λαζάρου και της Βαϊοφόρου που αποτελούν το  μεταίχμιο μεταξύ Σαρακοστής και Μεγάλης Εβδομάδος, οι εναλλαγές χαράς και λύπης, φωτός και σκότους, λαμπρών και πένθιμων αμφίων, μας εισάγουν στην χαρμολύπη των σπουδαίων γεγονότων της Αγίας και Μεγάλης εβδομάδος προσδίδοντας στην ατμόσφαιρα μια πρόγευση Αναστάσεως.

Με το Μικρό Απόδειπνο και τον κανόνα του Αγίου Λαζάρου την Παρασκευή της Βουβής, άρχονται οι Αναστάσιμες ακολουθίες του Σαββατοκύριακου. Ο ποιητής του κανόνος, Άγιος Ανδρέας Κρήτης, σε θριαμβευτικό Α΄ ήχο, προβάλλει το γεγονός της εγέρσεως του Λαζάρου, παραθέτοντας κάθε στοιχείο που αντλεί από τους Ιερούς Ευαγγελιστές και κυρίως από τον Ιωάννη, δοξολογώντας τον Θεάνθρωπο Κύριο για την ευσπλαχνία Του προς το πεπτωκός πλάσμα Του, τον άνθρωπο μέσω του λόγου της Θείας Οικονομίας, του απολυτρωτικού δηλαδή έργου του Χριστού προκειμένου να σώσει σύμπαντα τον άνθρωπο.

         Ιδιαίτερη εντύπωση προξενεί στον πιστό η παραβολή περιστατικών Αναστάσεως ανθρώπων πριν από εκείνην του Λαζάρου, που καταγράφονται είτε στην Παλαιά είτε στην Καινή Διαθήκη και η εμφανώς ευθεία σύγκρισή τους με την Ανάσταση του τετραημέρου φίλου του Χριστού. Ειδικότερα,  σε ένα από τα τροπάρια της Δ΄ ωδής του εν λόγω κανόνος, η γραφίδα του Αγίου Ανδρέα αποτυπώνει τα εξής: «Τίς οἶδε, τίς ἤκουσεν, ὅτι ἀνέστη, ἄνθρωπος νεκρὸς ὀδωδώς; Ἠλίας μὲν ἤγειρε, καὶ Ἐλισσαῖος, ἀλλ’ οὐκ ἐκ μνήματος, ἀλλ’ οὐδὲ τεταρταῖον», που σημαίνει: «Ποιος ποτέ πληροφορήθηκε ή ποιος άκουσε ότι αναστήθηκε άνθρωπος νεκρός σε προχωρημένη σήψη; Ο προφήτης Ηλίας βέβαια ανέστησε κάποτε έναν νεκρό άνθρωπο όπως και ο Ελισαίος, όχι όμως ενώ βρισκόταν στο μνήμα και μάλιστα τέσσερις ημέρες». Η αναφορά της Καινής Διαθήκης στον θάνατο του ανθρώπου ως ύπνο δε σημαίνει ότι πρόκειται για έναν υποθετικό θάνατο. Στην περίπτωση του Λαζάρου, ο Ιερός συγγραφέας ομιλεί με πολύ ρεαλισμό και τονίζει  ότι ο νεκρός είναι ήδη «τεταρταίος» εντός του τάφου  κι ότι «όζει» καθώς η αποσύνθεση έχει ήδη προχωρήσει.

Ο άγιος ποιητής αναφέρεται σε τρία γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία περιγράφονται στο Γ΄ και Δ΄ βιβλίο των Βασιλειών και ήδη έχουν εμπνεύσει τον μέγα Άγιο κοντακογράφο, Ρωμανό τον Μελωδό να συνθέσει δύο θαυμάσιους οίκους στο Κοντάκιό του «Στον δίκαιο και τετραήμερο Λάζαρο, ιε΄, ιστ΄»

α) Την Ανάσταση του γιού της χήρας από τα Σαρεπτά της Σιδώνας, τον οποίο ο προφήτης Ηλίας ανέστησε κατόπιν προσευχής στο Θεό. (Γ’ Βασ. 17, 20-24)   « Ο Ηλίας έκραξε προς τον Θεό και είπε· “αλίμονο, Κύριε! Εγώ είμαι αυτόπτης μάρτυς στη δυστυχία της χήρας αυτής, με την οποία εγώ διαμένω. Εσύ έστειλες την βαρεία αυτή θλίψη, ώστε να πεθάνει το παιδί της”. Φύσηξε ο προφήτης Ηλίας τρεις φορές στο πρόσωπον του παιδιού και παρακάλεσε τον Κύριο και είπε· “Κύριε ο Θεός μου, δώσε, ώστε να επιστρέψει η ψυχή του παιδιού τούτου σε αυτό”. Έτσι και έγινε. Το παιδί ξανάζησε και μίλησε δυνατά. Ο Ηλίας κατέβασε το παιδί από το υπερώο στο σπίτι, το παρέδωσε στη μητέρα του και είπε· “βλέπεις ότι το παιδί σου ζει”».

β) Την Ανάσταση του γιου μιας Σουναμίτιδος γυναίκας, τον οποίο  με προσευχή ανέστησε ο προφήτης Ελισαίος (Δ’ Βασ. 4, 32) «Ο Ελισαίος εισήλθε στο σπίτι και βλέπει το παιδί νεκρό ξαπλωμένο πάνω στο κρεβάτι του. Εισήλθε στο δωμάτιο του υπερώου, έκλεισε την θύρα του δωματίου, έμεινε αυτός με το νεκρό παιδί και προσευχήθηκε προς τον Κύριο. Ανέβηκε κατόπιν στην κλίνη, ξάπλωσε πάνω στο παιδί, έθεσε το στόμα του στο στόμα του παιδιού και τα μάτια του στα μάτια εκείνου και τα χέρια του στα χέρια εκείνου, ξάπλωσε πάνω σε αυτό και έτσι το σώμα του παιδιού θερμάνθηκε. Ο Ελισαίος απεσύρθη, πήγε από εδώ και από εκεί μέσα στο σπίτι, ανέβηκε πάλι στην κλίνη και ξάπλωσε πάνω στο παιδί, όπως και προηγουμένως. Αυτό επανελήφθη επτά φορές. Το δε παιδί άνοιξε τότε τα μάτια του».

Και γ) Την Ανάσταση ενός νεκρού άνδρα τον οποίο τοποθέτησαν στον τάφο του προφήτη Ελισαίου κι ευθύς εκείνος αναστήθηκε. (Δ’ Βασ. 13, 20-21). «Ο Ελισαίος πέθανε και τον έθαψαν. Κατά το επόμενο έτος εισέβαλαν στην χώρα των Ισραηλιτών επιδρομείς Μωαβίτες. Ενώ, λοιπόν οι Ισραηλίτες έθαπταν ένα νεκρό, φάνηκαν από μακριά ερχόμενοι οι επιδρομείς Μωαβίτες. Κατελήφθησαν από τρόμο οι Ισραηλίτες και έριξαν τον νεκρό άνδρα στον ανοικτό τάφο του Ελισαίου και τράπηκαν σε φυγή. Ο νεκρός μόλις άγγιξε τα οστά του Ελισαίου, ανέζησε και ανορθώθηκε στα πόδια του».

Ο υμνογράφος παρατάσσει τα αναστάσιμα γεγονότα προβάλλοντας έτσι τη δύναμη της αγάπης του ανθρώπου προς τον Θεό ως ανταπόκριση στην άνευ όρων Αγάπης του Κυρίου προς εκείνον που ελεύθερα Τον υπακούει και ταυτίζει το θέλημά του με το δικό Του. Η θαυματουργία των δύο προφητών νοηματοδοτείται ακριβώς  από την προσευχή τους προς τον Θεό˙ από την εξάρτησή τους από Εκείνον. Γνωρίζουν ότι χωρίς τη δύναμη του Θεού δε θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα και συγχρόνως κάνουν στάση της ζωής τους τον διαρκή αγώνα για ένωση με τον Θεό, όπως ακριβώς η σταγόνα μετατρέπεται σε ωκεανό μόλις ενωθεί μαζί του. Οι δύο προφήτες και κατ’ επέκταση όλοι οι Άγιοι καθίστανται πρότυπο για κάθε χριστιανό που αναζητεί την ένωση με την Αλήθεια, την όντως Αλήθεια, τον Χριστό. Ο καθένας από μας δημιουργήθηκε να είναι φίλος του Θεού και κλήθηκε σ’ αυτή τη θεϊκή Φιλία που είναι η γνώση του Θεού, η κοινωνία μαζί Του, η συμμετοχή στη ζωή Του. Ο Θεός είναι Αγάπη και η Αγάπη είναι Ζωή. Η Αγάπη δημιουργεί Ζωή… Η Αγάπη, λοιπόν, είναι εκείνη που κλαίει μπροστά στον τάφο και η Αγάπη είναι εκείνη που επαναφέρει τη ζωή αναφέρει χαρακτηριστικά ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν.

Μέχρι τώρα βλέπουμε την θαυματουργική ενέργεια του Θεού διαμέσου των αγίων Του. Στην έγερση του Λαζάρου φανερώνεται αυτή η παντοδυναμία του Θεού από τον ίδιο τον Υιό του Θεού. Πρόκειται για μια βαθμιαία φανέρωση της πρόνοιας του Θεού στο δημιούργημά του που σε λίγο θα μετατραπεί σε μια κατά κράτος κατάργηση του μέχρι τώρα αδυσώπητου θανάτου.

Βρισκόμαστε, λοιπόν ενώπιον του θανάτου του Αγίου Λαζάρου. Οι αδελφές του έστειλαν μήνυμα στον Ιησού και Του έλεγαν: «Κύριε, ο αγαπημένος φίλος είναι άρρωστος» (Ιωάν. 11, 3). Αναρωτιέται όμως κανείς, γιατί δεν πηγαίνουν οι ίδιες να μεταφέρουν μόνες τους την είδηση; Είχαν μεγάλο θάρρος και οικειότητα προς τον Χριστό. Αυτό, βέβαια το έδειξαν και με τη φράση τους: «Κύριε, ο αγαπημένος σου φίλος είναι άρρωστος». Με τα λόγια τους δείχνουν ότι σχεδόν αγανακτούν και εκπλήσσονται που ο φίλος του Δεσπότη αρρώστησε. Έβλεπαν δε τον αδελφό τους να πλησιάζει προς τον θάνατο. Δεν πήγαν οι ίδιες προς τον Χριστό, ίσως γιατί φοβούνταν μήπως χάσουν τις τελευταίες στιγμές του Λαζάρου, ή ίσως, διότι ο Χριστός  έμενε στην έρημο, σε περιοχή πέρα από τον Ιορδάνη. Ωστόσο, φαίνεται να ελέγχονται πολύ που δεν το έπραξαν αυτό.  Μία αναφορά του  Αγίου Θεοφάνους του Κεραμέως, που παραπέμπει και πάλι στο περιστατικό της ανάστασης του  γιου της Σουναμίτιδις γυναίκας, τον οποίο ανέστησε ο προφήτης Ελισαίος, επεξηγεί τη θέση αυτή. «Διότι έπρεπε να ζηλέψουν τη Σουναμίτιδα, γράφει ο Άγιος Θεοφάνης, η οποία παρόλο που είχε πεθάνει το παιδί της δεν απελπίστηκε ούτε βαρέθηκε να τρέξει προς το Κάρμηλο για να βρει τον Ελισαίο (Δ΄ Βασ. 4,5).

Ο Κύριος ανέστησε τον Λάζαρο, επισημαίνει ο Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, όχι τόσο για να δείξει την δύναμη της θεοπρεπούς Του μεγαλοσύνης, άλλωστε το είχε κάνει και νωρίτερα αυτό όταν  ανέστησε τον γιο της χήρας της Ναΐν (Λουκ. 7, 11-17) και την κόρη του Ιαείρου (Λουκ. 10, 40-56, Ματθ. 9, 18-26 και Μαρκ. 5, 22-43), αλλά για να δείξει ότι πλησιάζει το προοίμιο της συντριβής του θανάτου και της γενικής αναστάσεως της ανθρωπινής φύσεως και της αποκαταστάσεως ολόκληρης  της κτίσεως «της υποταγείσης εις την φθοράν» έξ αιτίας της πτώσεως του ανθρώπου.

Συνοψίζοντας, μέσα από μια σειρά αναστάσιμων γεγονότων τόσο στην Παλαιά, όπως αυτά χρωματίζονται στον Κανόνα του Αποδείπνου από τον Άγιο Ανδρέα Κρήτης, όσο και στην Καινή Διαθήκη, προμηνύεται η κατάργηση της ισχύος του διαβόλου και η κατά κράτος κατάργηση του θανάτου διά του Σταυρού και της Αναστάσεως του Κυρίου. Μέσα από αυτά τα περιστατικά αχνοφαίνεται η παράλυση του κράτους του Άδου και προμηνύεται το Φως της Αναστάσεως.  Το Σάββατο του Λαζάρου αναγγέλλει το φως και τη γαλήνη του επομένου Σαββάτου, του Αγίου και Μεγάλου Σαββάτου, που είναι ημέρα του Ζωηφόρου Τάφου. Η Ανάσταση των νεκρών, η έγερσή τους από τους τάφους, η συναρμολόγηση των σωμάτων από όπου κι αν αυτά βρίσκονται, κατά τον προφήτη Ιεζεκιήλ, είναι το προσδοκώμενο. Η ολοκληρωτική νίκη του Κυρίου έναντι του θανάτου και η Ανάσταση των νεκρών αποτελούν την ελπίδα, τη μόνη ελπίδα του σύγχρονου ανθρώπου, ιδίως στις μέρες μας κατά τις οποίες ο αιφνίδιος θάνατος έρχεται να κλονίσει την υποτιθέμενη ανθρώπινη «παντοδυναμία». Με την ανάσταση του ανθρώπινου σώματος διά του Ιησού Χριστού ο καθένας απεγκλωβίζεται από τη φθορά και γίνεται άφθαρτος, αθάνατος και αιώνιος φωνάζοντας μαζί με τον Ιερό Χρυσόστομο: «Ποῦ εἶναι λοιπόν ἅδη ἡ νίκη σου; Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός καί ἔχεις πιά ὁριστικά κατανικηθεῖ… Γιατί μέ τήν Ἀνάστασή Του ὁ Χριστός ἔγινε ἡ ἀρχή τῆς ἀναστάσεως ὅλων ὅσοι ἔχουν κοιμηθεῖ. Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ ἐξουσία στούς ἀπέραντους αἰῶνες».

(Περιοδικό "Πειραϊκή Εκκλησία", Απρίλιος 2023)