25 Οκτωβρίου 2024

ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ…

«Μετάνοια σημαίνει ανανέωση του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεό για νέα ζωή… Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωση με τον Κύριο, με έργα αρετής αντίθετα προς τα παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμός της συνειδήσεως» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ε΄, 2).

Σου δόθηκε μεγαλείο που όμοιό του δεν υπάρχει στον κόσμο: τι μπορεί να παραβληθεί μπροστά στο να ‘σαι ένα με τον Δημιουργό σου δια του αγίου βαπτίσματος; Διαπιστώνεις όμως και την τραγικότητα που σε διαπερνά: να υπάρχει και να λειτουργεί ακόμη μέσα σου η αμαρτία. Το μεγαλείο που ταυτόχρονα περικλείει το δράμα. Και η καθημερινότητά σου δυστυχώς το επιβεβαιώνει: κλεψίματα του νου με λογισμούς ανόητους και πονηρούς, λόγια ανούσια, πειρακτικά και μερικές φορές βλάσφημα, συμπεριφορές προσβλητικές και άδικες προς τον συνάνθρωπό σου. Ένα δαιμονικό στοιχείο που πάει να ακυρώσει τη θεοείδειά σου! Η ασχήμια που θέλει να επιβληθεί πάνω στην ομορφιά! Το σκοτάδι που θέλει να κρύψει το… φως!

Αρχίζεις και ζεις τα συμπτώματα: χάνεται σιγά σιγά ο ενθουσιασμός της χριστιανικότητάς σου, νιώθεις ότι περνάς στην αντίπερα όχθη, αισθάνεσαι ένοχος και βρόμικος. Σαν να συρρικνώνεσαι και να χάνεις κάθε ικμάδα ζωής.

«Μη τρομάξεις, έστω κι αν πέφτεις κάθε ημέρα, και μην εγκαταλείψεις τον αγώνα» (Κλίμαξ, ε΄, 12). Είσαι ακόμη σε… ελεγχόμενη  κατάσταση. Σήκω πάνω και «με επαινετή αναίδεια» στρέψου στον Κύριο. Ζήτα του τη βοήθειά Του. Αυτό περιμένει από εσένα. Αυτή είναι η χαρά Του: να σε δει και πάλι μαζί Του. Αυτό δεν μας έδειξε με την παραβολή του ασώτου; Ο ίδιος δεν είπε ότι «χαρά γίνεται εν ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι;» Μόνο μην καθυστερείς. «Όσο είναι ακόμη πρόσφατο και ζεστό το τραύμα, τόσο και ευκολότερα θεραπεύεται. Ενώ τα τραύματα που εχρόνισαν, σαν παραμελημένα και αποσκληρυμένα, δύσκολα θεραπεύονται» (ε΄, 12).

Η αντίδραση στην πτώση λέγεται μετάνοια: ο μονόδρομος της πνευματικής  ζωής. Μ’ αυτήν επανέρχεσαι στην αφετηρία του βαπτίσματος – όταν μάλιστα καταλήγεις στην ιερά εξομολόγηση - μ’ αυτήν συμφιλιώνεσαι και πάλι με τον Θεό - όταν μάλιστα το δείχνεις με τα έργα σου - μ’ αυτήν καθαρίζεις τη συνείδησή σου. Οπότε αρχίζει και λάμπει πάλι μέσα στην καρδιά σου το φως του ουρανού. Δεν είναι τυχαίο αυτό που φώναζε ο όσιος του Γεροντικού: «Τρία πράγματα μας χρειάζονται για τη σωτηρία μας. Πρώτον, μετάνοια. Δεύτερον, μετάνοια. Τρίτον, μετάνοια».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΑΡΚΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟΣ

«Οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος έζησαν, όταν πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως ήταν  ο άγιος Παύλος ο ομολογητής, μετά την κοίμηση του αγίου Αλεξάνδρου, επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του αρειανόφρονος. Ο  άγιος πατριάρχης εξορίστηκε στην Αρμενία και δέχτηκε το μακάριο τέλος από τους Αρειανούς που τον έπνιξαν. Τότε λοιπόν και οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος σκοτώθηκαν με μαχαίρι, λόγω της ορθοδόξου πίστεώς τους, και ετάφησαν στη Μελανδησία πύλη, τοποθεσία του Δευτέρου,  μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Τον ναό αυτών των αγίων αργότερα ο άγιος Πατήρ ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος ανήγειρε εκ βάθρων».  

Οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος υπήρξαν μαθητές και ακόλουθοι του διδασκάλου τους, ισαποστόλου και ομολογητού, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αγίου Παύλου, διδασκάλου όχι μόνον βεβαίως των σήμερα εορταζομένων αγίων, αλλά και της καθολικής Εκκλησίας του Χριστού, διότι αγωνίσθηκε μέχρι θανάτου υπέρ των αληθών δογμάτων της Εκκλησίας, αντιτασσόμενος κατά του αιρεσιάρχη Αρείου, ο οποίος αλλοίωνε την πίστη της αγίας Τριάδος, υποβιβάζοντας τον Κύριο Ιησού Χριστό στο επίπεδο της κτιστότητας.  Οι άγιοι λοιπόν υπεραμύνθηκαν και αυτοί της ορθοδόξου πίστεως, ακολουθώντας επακριβώς τα ίχνη του διδασκάλου τους, που σημαίνει ότι ο αγώνας τους για την ορθοδοξία δεν ήταν μόνον στα λόγια, αλλά πρώτιστα στα έργα και τη ζωή τους. Διότι για την Εκκλησία μας, όπως βεβαίως διατρανώθηκε τούτο και με τον άγιο ομολογητή Παύλο και με τους αγίους μας σήμερα, η ορθόδοξη πίστη δεν εξαντλείται στο επίπεδο των λόγων, αλλά αγκαλιάζει ολόκληρη τη ζωή, δηλαδή η ορθοδοξία είναι αληθινή ορθοδοξία στον βαθμό που είναι και ορθοπραξία, επιβεβαιούμενη πολλές φορές και με το μαρτύριο του αίματος. Κατά τον σοφό και άγιο υμνογράφο  «Με μαρτύριο ολοκληρώσατε τον αγώνα σας, Μάρτυρες Κυρίου, αφού δυναμώσατε την ορθοδοξία με ρωμαλέα διάνοια και τέλειο φρόνημα»∙ «Φανήκατε, Μάρτυρες, οπαδοί των σοφοτάτων δογμάτων του θείου ιερουργού Παύλου, του οποίου τους τρόπους ζωής αφού μιμηθήκατε, αθλήσατε με υπομονή και δύναμη».

Ο υμνογράφος, ως στόμα της Εκκλησίας εν προκειμένω, διαπιστώνει το αυτονόητο για την ορθόδοξη πίστη: συνιστά αυτή το φως και το κάλλος του κόσμου. «Στόλισαν οι άγιοι τον κόσμο με το φως της ορθοδοξίας», «γιατί έλαμπαν από την ορθοδοξία με το άγιον Πνεύμα», εν αντιθέσει προς την αίρεση, που είναι η σκοτεινιά, ο σκοτασμός του ανθρώπου, όπως και η διαίρεση και η σύγχυσή του: «Ξεφύγατε εντελώς από τη σκοτεινιά του Αρείου»˙ «κατέστρεψαν οι άγιοι τη διαίρεση του Αρείου και του Νεστορίου, καθώς απομακρύνθηκαν από τη σύγχυση του Σαβέλλιου και του Σεβήρου». Είναι αυτό που έλεγε και ο όσιος  Παΐσιος ο αγιορείτης μεταξύ άλλων, ότι «η ορθοδοξία είναι άρωμα, που όσο κανείς εγκύπτει σ’ αυτήν, τόσο και δυναμώνει το άρωμά της, ενώ η αίρεση είναι η βρομιά, που όσο κανείς τη σκαλίζει, τόσο και αναδύεται περισσότερο η δυσοσμία της». Αιτία για το ύψος αυτό της ορθοδοξίας είναι το γεγονός ότι αυτή αποτελεί την αλήθεια: κρατά και ζει ανόθευτο τον αποκαλυφθέντα Κύριο, ευρισκόμενη μέσα στην παρουσία του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς, η εμμονή στην ορθόδοξη πίστη και ζωή οδηγεί στη ζωή εν Θεώ και Χριστώ, ενώ η απομάκρυνση από την ορθοδοξία οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια και στα θανατερά δίχτυα του πονηρού διαβόλου.

Θυμάται κανείς στο σημείο αυτό και το περιστατικό που καταγράφεται στο Γεροντικό με τον όσιο αββά Αγάθωνα: «Πειράζοντάς» τον ορισμένοι συνασκητές του, τον έβριζαν με τα χειρότερα λόγια: ότι είναι πόρνος, μοιχός, εγωιστής, γαστρίμαργος, κενόδοξος κλπ. Σε όλες τις «κατηγορίες» ο όσιος δεν αντιδρούσε, αλλά με ταπείνωση τις αποδεχόταν. Εκεί όμως που αντέδρασε με απότομο τρόπο ήταν όταν τον κατηγόρησαν ως αιρετικό. Κι όταν έπειτα, χαμογελώντας, τον ρώτησαν γιατί αντέδρασε μόνο στο τελευταίο είπε: Οι άλλες κατηγορίες μού κάνουν καλό, γιατί με ταπεινώνουν. Η κατηγορία όμως για αίρεση με απομακρύνει από τον ίδιο τον Θεό.

24 Οκτωβρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΡΕΘΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Ο άγιος Αρέθας ήταν ο πρώτος της πόλεως Νεγράς στην Αιθιοπία, επί της βασιλείας του Ιουστίνου, όταν βασίλευαν στην μεν Αιθιοπία ο χριστιανικότατος Ελεσβαάν, στους δε Ομηρίτες κάποιος Εβραίος ονόματι Δουναάν. Η χώρα αυτή από μεν την Αγία Γραφή λέγεται Σαβά, από δε τους Έλληνες Ευδαίμων Αραβία. Ο Ελεσβαάν υπέταξε τον Εβραίο και έβαλε φρουρές στην πόλη του. Επαναστάτησε όμως ο Εβραίος και σκότωσε τους φύλακες, ενώ επιτέθηκε στην πόλη Νεγρά, την οποία πολιόρκησε και υπέταξε, όχι με στρατιωτική δύναμη, αλλά με επιορκίες, με αποτέλεσμα να σκοτώσει όλους τους χριστιανούς κατοίκους της, άνδρες και γυναίκες. Τότε ήταν που ο άγιος Αρέθας αντιστάθηκε με γενναιότητα, αφού προηγουμένως στήριξε όλους στην πίστη  του Χριστού, μολονότι είχε φθάσει στο έσχατο γήρας, ώστε να μη μπορεί ούτε να περπατήσει. Τόση ήταν η σωματική αδυναμία του, ώστε όταν παραδόθηκε για να του κόψουν την κεφαλή, με χαρά οδηγήθηκε στο μαρτύριο βασταζόμενος. Κι αφού του απέκοψαν την κεφαλή, παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο».

Προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι εκείνος ο οποίος ηγείτο στην αντίσταση κατά των Ομηριτών του Εβραίου Δουναάν  ήταν όχι ένας νέος άνδρας, που τη γενναιότητα την έχει ως φυσικό του ιδίωμα, αλλά ένας σεβάσμιος γέροντας, ο οποίος μάλιστα αδυνατούσε και να περπατήσει. «Φυσιολογικά», ο γέρων Αρέθας θα έπρεπε να είναι ο μαζεμένος και ανασφαλής, δεδομένου ότι συνήθως οι προχωρημένοι  στην ηλικία είναι περισσότερο δειλοί, λόγω της αδυναμίας που φέρνει ακριβώς η ηλικία τους. Και όμως! Δεν ήταν η ηλικία στον άγιο Αρέθα το πρόβλημα, διότι το φρόνημά του ήταν νεανικό. Κι αιτία γι’  αυτό το «παράδοξο» ήταν η αγιοπνευματική ζωή του. Ο άγιος Αρέθας διακατεχόταν από την παρουσία του Θεού, ο Οποίος τον ενίσχυε και του έδινε  την εκπλήσσουσα τόλμη του, ώστε και αλείπτης να παρουσιάζεται, δηλαδή ενισχυτής και εμψυχωτής της πίστεως των άλλων, και με χαρά να οδεύει προς το μαρτύριο. Ο υμνογράφος της ακολουθίας του επισημαίνει και τα δύο παραπάνω στοιχεία: και το αξιοσέβαστο δηλαδή της γεροντικής ηλικίας του, αλλά και το τολμηρό του χαρακτήρα του. «Εν τη του πνεύματος τόλμη υπέρ Χριστού μαρτυρήσαι ηγωνίσασθε», λέει και για τον ίδιο και για τους άλλους ενισχυμένους από αυτόν χριστιανούς∙ «υπό της σης συγκροτουμένη συνέσεως η θεόφρων πόλις σου Πανόλβιε, του πολιά λάμποντος σεμνή, προς τους παρανόμους ανδρείως διηγωνίσατο». (Η με θεϊκό φρόνημα πόλις σου, παμμακάριστε Αρέθα, που συγκροτήθηκε από τη δική σου σύνεση, από εσένα δηλαδή που έλαμπες από το σεμνό γήρας, αγωνίστηκε με ανδρειότητα προς τους παράνομους). Κι είναι τούτο μία αλήθεια που δεν πρέπει να μας διαφεύγει: όταν ο άνθρωπος ζει με τον Θεό, όταν νιώθει με αίσθηση καρδίας ότι είναι μέλος Χριστού και έχει επομένως ενεργούσα μέσα του την παρουσία του αγίου Πνεύματος, τότε ανεξάρτητα από ηλικία γίνεται ένας τολμηρός άνθρωπος, ο οποίος διοχετεύει και σε άλλους την τόλμη αυτή. Ο Θεός πάντοτε κρατάει νέο τον άνθρωπο, γιατί η «καρδιά» κάνει κάποιον νέο ή γέρο. Κι είναι τραγικό να βλέπει κανείς αυτό που επεσήμαινε και ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης: νέους με «γέρικη» καρδιά, με μαραμένο δηλαδή φρόνημα, που έχουν ήδη παραδώσει τα όπλα, πριν καν ξεκινήσουν τη ζωή τους. Διότι ακριβώς έχουν διαγράψει τον Χριστό από την ύπαρξή τους.

Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο άγιος Αρέθας, όπως και οι άλλοι χριστιανοί της πόλεώς του, σκοτώθηκαν από τους Εβραίους, παραλληλίζει το μαρτύριό τους με ό,τι συνέβη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ανάγοντας μάλιστα το φονικό μίσος των Εβραίων αυτών στο μίσος που επιδείκνυαν οι πρόγονοί τους απέναντι στον ίδιο τον Θεό, κατά την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, και μάλιστα στη διαρκή επαναστατικότητα και τον γογγυσμό τους στην πορεία της ερήμου, μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο. «Χριστού τη εκμιμήσει σαυτόν παραδέδωκας, πόθω του μαρτυρίου, τοις ανόμοις Εβραίοις» (Μιμούμενος τον Χριστό, παρέδωσες τον εαυτό σου από πόθο του μαρτυρίου στους άνομους Εβραίους). «Ως γαρ έκπαλαι εν νόμω, τον έξ Αιγύπτου σώσαντα, εν ερήμω παρώργισαν, και τούτον σταυρώ κατεδίκασαν, ούτω νυν και υμίν, έργω τον λόγον παρήλθον». (Όπως από παλιά, τότε που επικρατούσε ο Μωσαϊκός νόμος, παρόργισαν στην έρημο Αυτόν που τους έσωσε από την Αίγυπτο, (δηλαδή τον Χριστό ως Θεό μόνον τότε), και Τον κατεδίκασαν στον Σταυρό, έτσι και τώρα με εσάς: καταπάτησαν τον λόγο του Θεού έμπρακτα).

Δεν μπορεί ο υμνογράφος όμως να μη θέσει το ερώτημα που σκανδαλίζει τη σκέψη πολλών χριστιανών σε όλες τις εποχές: πώς ο Θεός επέτρεψε οι δικοί Του άνθρωποι, αυτοί που ο Ίδιος με τη χάρη Του συγκρότησε σε σώμα Του, να «χαθούν» με άνομο τρόπο; Να σκοτωθούν από τους «λύκους» εχθρούς της πίστεως; Είναι το «αιώνιο» ερώτημα, γιατί ο Θεός επιτρέπει να υφίστανται ένα σωρό δεινά, ακόμη και ατιμωτικό θάνατο, οι δικοί Του δούλοι, οι πιστοί Του; Πού είναι η δικαιοσύνη του Θεού; Γιατί δεν ενεργοποιεί υπέρ αυτών την παντοδυναμία Του; «Κατά μόνας ο πλάσας, θεουργικώ νεύματι, συ τας των ανθρώπων καρδίας, τις της προνοίας σου βάθος δυνήσεται καταλαβείν, όπως ποίμνην, ην, Χριστέ, συνήγαγες, λύκοις παρέδωκας;» (Ποιος θα μπορέσει να καταλάβει το βάθος της πρόνοιάς Σου, Χριστέ, πώς δηλαδή την ποίμνη, την οποία μάζεψες, παρέδωσες στους λύκους, Εσύ που είσαι ο μόνος που έπλασε με ένα θεουργικό νεύμα τις καρδιές των ανθρώπων;) Η απάντηση βεβαίως, όπως καταλαβαίνουμε, δεν δίνεται από τον υμνογράφο στον ύμνο. Καταθέτει απλώς την απορία του, αλλά χωρίς γογγυσμό και αμφισβήτηση. Ανάγει το «αγκάθι» αυτό για τη λογική σκέψη στην Πρόνοια του Θεού. Το εναποθέτει με άλλα λόγια στην απειρία της αγάπης Του, δίνοντας όμως έμμεσα με τους άλλους ύμνους την απάντηση: Επιτρέπει ο Θεός τις δοκιμασίες στους δικούς Του, κατά αναλογία με ό,τι ο Ίδιος υπέστη στον κόσμο, ακόμη και τον Σταυρό, διότι προφανώς αυτό είναι και η σωτηρία τους. Με τις δοκιμασίες και τα βάσανα δηλαδή ο πιστός κερδίζει τον Παράδεισο, την Βασιλεία του Θεού, επομένως το παράδοξο κατανοείται μόνο στο επίπεδο της πίστεως και όχι με τη λογική σκέψη. Άλλωστε, ποιος άλλος δρόμος μάς οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού πέρα από τον δρόμο του Σταυρού και του μαρτυρίου; «Δια πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» (ο Κύριος). «Ουδείς ανήλθε ποτέ εις τον Παράδεισον μετά ανέσεως» (αββάς Ισαάκ ο Σύρος).

23 Οκτωβρίου 2024

«ΑΜΕΣΩΣ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥΤΙΜΗ!»

«Μόλις ανοίξετε τα μάτια, αμέσως την ευχή. Μην αφήσετε το μυαλό σας να πετάη εδώ και εκεί και χάνετε την ώρα σας που είναι πολύτιμη για την ευχή. Όταν έτσι βιάσετε τον εαυτό σας, θα σας βοηθήση και ο Θεός να γίνη μία άγια συνήθεια με το άνοιγμα των ματιών, η προσευχή να παίρνη την πρώτη θέσι για όλη την ημέρα. Στην συνέχεια θα εργάζεσθε και θα λέτε την ευχή. Ευλογείται η εργασία, αγιάζεται το στόμα, η γλώσσα, η καρδιά, ο χώρος, ο χρόνος και όλος ο άνθρωπος που προφέρει το όνομα του Ιησού Χριστού. Αυτός που λέει αδιαλείπτως την ευχούλα, οπλίζεται με τέτοια θεϊκή δύναμι που καθίσταται απρόσβλητος από τους δαίμονες, αφού αυτή τους καίει και τους μαστιγώνει» (Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897-1959), Ι. Μ. Αγ. Αντωνίου, Αριζόνα, 2008).

Όλοι οι άγιοι, και μάλιστοι οι νηπτικοί λεγόμενοι Πατέρες της Εκκλησίας, έχουν ασχοληθεί και έχουν διδάξει τα σχετικά με το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού και τη δύναμη την οποία περικλείει η εν πίστει και μετανοία εκφορά του. Διότι πρόκειται περί του ονόματος του ενσαρκωθέντος Θεού μας, ο Οποίος δημιούργησε όλον τον κόσμο, πνευματικό και υλικό, τον διακρατεί στην ύπαρξη με την άκτιστη ενέργειά Του, τον κατευθύνει στον τελικό του προορισμό – «ότι εξ Αυτού και δι’ Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα έκτισται». «Όποιος επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου – βεβαιώνει η Γραφή – αυτός και θα σωθεί». Και δεν άφησε την επίκληση του αγίου ονόματός Του ο Κύριος στην ελεύθερη επιλογή του πιστού ακολούθου Του. Την έθεσε ως εντολή Του, για να μπορεί ο κάθε πιστός συνεργώντας μ’ Εκείνον να μετέχει στη δύναμη και τη χαρά Του, την ίδια την αιώνια Ζωή Του! «Έως άρτι ουκ ητήσασθε ουδέν εν τω ονόματί μου. Αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη». Να ζητάτε επικαλούμενοι το όνομά μου και θα λάβετε τη χάρη μου, για να είναι η χαρά σας σε πληρότητα. Και το είδαμε και το βλέπουμε απαρχής της Εκκλησίας μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: Στο όνομα του Χριστού κινούνταν και κήρυσσαν και επιτελούσαν τα πάντα οι Απόστολοι και όλοι οι άγιοι. «Εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού Χριστού…»!

Κι αυτήν τη μνήμη του ονόματος του Χριστού που ζητούσε ο Ίδιος ως γνώρισμα αποδοχής Του και συμπόρευσης μαζί Του, μνήμη που δεν άφηνε κενά και διαστήματα στην καθημερινότητα του χριστιανού, κατά το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» του απ. Παύλου, οι μετέπειτα Πατέρες της Εκκλησίας την  επεξεργάστηκαν, την κατέστησαν μόνιμο αντικείμενο του στοχασμού και της ζωής τους, την ανήγαγαν στο επίπεδο της μεγαλύτερης επιστήμης για την κατά Χριστόν ζωή του εν επιγνώσει πιστού - κατέδειξαν με τον πιο άμεσο και καθαρό τρόπο ότι χωρίς τη μνήμη αυτή, χωρίς την επίκληση της «ευχής», του «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», ή απλώς «Κύριε Ιησού Χριστέ», δεν δημιουργούνται συνθήκες καθάρσεως στην καρδιά ώστε να επαναπαύεται σ’ αυτήν ο Κύριος και να μπορεί να «θεάται» Αυτόν ο αγωνιζόμενος πιστός. Και η εμπειρία τους απεκάλυψε ότι ξεκινάει κανείς την ευχή αυτή με το στόμα, για να πλημμυρίσει τη διάνοια, ώστε τελικώς να «κατέβει» στην έδρα του νου, αυτό που λέγεται «καρδιά», το εσώτατο βάθος και ο πυρήνας της ύπαρξης του ανθρώπου.

Πέρασαν στους αιώνες μεγάλοι δάσκαλοι της νοεράς αυτής προσευχής, κήρυκες του «Χριστόν αναπνέετε» του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του αγίου πατρο-Κοσμά του Αιτωλού, ενώ από τους νεωτέρους δασκάλους της πνευματικής αυτής επιστήμης ήταν και ο μεγάλος αγιορείτης όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης. Σημειώνει ο ίδιος σε επιστολή του: «Η νοερά προσευχή εις εμένα είναι όπως η τέχνη του καθενός, καθότι εργάζομαι αυτήν τριανταέξ και επέκεινα χρόνια». Δεν χρειάζονται λόγια βεβαίως για τον γνωστό αυτόν όσιο της Αθωνικής γης. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι πνευματικά τέκνα του που απεκάλυπταν το δικό του τελικώς μεγαλείο, γιατί από αυτόν καθοδηγήθηκαν και έμαθαν τα θεία, ήταν ο όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, οι άγιοι Γέροντες Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός και Χαράλαμπος ο Διονυσιάτης, ο εξίσου μέγας Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης και Αριζονίτης. 

Τι σημειώνει ο ησυχαστής όσιος λοιπόν στο αρχικό μας απόσπασμα; Την πρώτη εργασία του ανθρώπου, ιδίως του καλογέρου, που είναι η ευχή. Για ποιον λόγο; Γιατί γνωρίζει πολύ καλά τον άνθρωπο της πτώσεως στην αμαρτία, τον καθένα μας δηλαδή στον κόσμο τούτο που η Πρόνοια του Θεού επέτρεψε να βρεθούμε. Γνώρισμα του πεπτωκότος ανθρώπου είναι η τρεπτότητα του νου, η ευκολία δηλαδή της διανοίας, του μυαλού, «να πετάη εδώ και εκεί», χωρίς να είναι δεμένη με το κέντρο και την ουσία της, την καρδιά. Υπόκειται ως προϋπόθεση στη σκέψη του οσίου η διάσπαση που συνέβη στον άνθρωπο μετά την αμαρτία των πρωτοπλάστων, αμαρτία που επέφερε τον «χαλασμό» του ενιαίου των ενεργειών και των δυνάμεών του – ο άνθρωπος τραυματισμένος καίρια από την ανυπακοή που επέδειξε στον Δημιουργό του έπαψε να λειτουργεί ολόκληρος, κινούμενος πια αποσπασματικά και «τυφλά», με κατεξοχήν κίνητρο της όποιας ψυχικής και σωματικής δράσεώς του την ικανοποίηση των παθών του. Η «ακτινογραφία» του αποστόλου Παύλου επ’ αυτού είναι μοναδική: «Δεν κάνω το καλό που θα ήθελα, αλλά υπηρετώ το κακό, που δεν το θέλω… Η πείρα δείχνει ότι, ενώ εγώ θέλω να κάνω το καλό, οι πράξεις μου δείχνουν πως κάνω το κακό. Εσωτερικά συμφωνώ και χαίρομαι με όσα λέει ο νόμος του Θεού. Διαπιστώνω όμως πως η πράξη μου ακολουθεί έναν άλλο νόμο, που αντιστρατεύεται τον νόμο με τον οποίο συμφωνεί η συνείδησή μου: είναι ο νόμος της αμαρτίας που κυριαρχεί στην ύπαρξή μου και με κάνει αιχμάλωτό της. Τι δυστυχισμένος αληθινά που είμαι!» (Ρωμ. 7, 17-24).

Κι έπρεπε, «έδει», να έρθει ο ίδιος ο Δημιουργός ως άνθρωπος εν προσώπω Ιησού Χριστού, προκειμένου να τον προσλάβει μέσα στον εαυτό Του, να τον αποκαταστήσει, ώστε να αποκτήσει εκ νέου την ολοκληρία του και την κανονική χαρισματική πια λειτουργία του εαυτού του. «Ποιος μπορεί να με λυτρώσει από την ύπαρξη αυτή που έχει υποταχθεί στον θάνατο; Ας ευχαριστήσουμε τον Θεό που το έκανε αυτό, με το σωτήριο έργο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» (Ρωμ. 7, 24-25). Γι’ αυτό και ο εν Χριστώ άνθρωπος είναι ο κανονικός άνθρωπος, που πρώτη σκέψη και ενέργεια έχει την αναφορά του προς τον Κύριο, το όνομα του Κυρίου του είναι η ώθηση προκειμένου να τεθεί σε λειτουργία το «σύμπαν» του ένθεου κόσμου του, είναι η κατάθεση του δικού του έργου στο σωτήριο έργο του Θεού, αφού «συνεργοί Θεού εσμεν».  Αν δεν το κάνει, «χάνει την ώρα του» επιστρέφοντας και πάλι στη διάσπαση του αμαρτωλού εγώ, λοιπόν απαιτείται «η βιάση του εαυτού» για να παραμένει ο πιστός στη χάρη του μέλους του Χριστού και στην ενότητα με Εκείνον. Ο Κύριος το έθεσε με τον πιο απόλυτο τρόπο: «Η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Δεν αφήνεσαι δηλαδή να γίνεις έρμαιο και πάλι των παθών σου, ενεργοποιείσαι στο έπακρον - γιατί πια μπορείς - και μένεις αδιάκοπα στην όραση του Χριστού: η σχέση με τον Χριστό δεν είναι απροϋπόθετη, απαιτεί το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» της Πανάχραντης Μητρός Του.

Και η επιμονή και η υπομονή αυτή, η απόφαση πιστότητας «άχρι θανάτου» γίνεται σιγά σιγά συνήθεια, «άγια συνήθεια» κατά τον άγιο Ιωσήφ, που σημαίνει ότι η αρχική δυσκολία λόγω των παθών εξαλείφεται και το όνομα του Κυρίου όπως και η προσαρμογή στις άγιες εντολές Του αρχίζουν να λειτουργούν με ευκολία και με μεγάλη χαρά, γιατί έχει αρχίσει να θερμαίνεται η καρδιά και ο πόθος για τον Θεό να αποκτά σφοδρότητα διαρκώς αυξανομένη. «Όπου Θεός το ποθούμενον, ο κόσμος άπας καταπεφρόνηται» λέει εμπνευσμένα ένας άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας. Και ποια η συνέχεια; «Θα εργάζεσθε και θα λέτε την ευχή», με αποτέλεσμα να ευλογούνται τα πάντα στη ζωή του πιστού: το σώμα του, η καρδιά του, ο χώρος και ο χρόνος του. Ο πιστός αποκτά «θεϊκές δυνάμεις», γινόμενος ο ίδιος «φόβητρο» και για τους πονηρούς δαίμονες – ο άγιος ησυχαστής μνημονεύει λόγους του άλλου μεγάλου ησυχαστή Ιωάννη της Κλίμακος: «το όνομα του Χριστού καίει και μαστιγώνει τους δαίμονες». 

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ

«Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος έγινε πρώτος επίσκοπος Ιεροσολύμων. Πρώτος έγραψε και τη θεία Λειτουργία, καθώς τη διδάχθηκε από τον ίδιο τον Κύριο. Αυτήν τη λειτουργία έπειτα την έκανε  συντομότερη ο Μέγας Βασίλειος, και μετά από αυτόν ο θείος Χρυσόστομος, λόγω της αδυναμίας των ανθρώπων. Επειδή εποίμαινε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων και με τη διδασκαλία του έκανε πολλούς από τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες να πιστεύουν στον Κύριο, εκίνησε σε οργή του Ιουδαίους. Τον συνέλαβαν λοιπόν και τον έριξαν από το άκρο του Ιερού και έτσι τον σκότωσαν. Περί του ότι λέγεται αδελφόθεος, υπάρχει αυτός ο λόγος από την παράδοση. Όταν ο μνήστωρ Ιωσήφ μοίραζε τη γη που είχε στα παιδιά από την πρώτη του γυναίκα και ήθελε να δώσει μερίδιο και στον Υιό και Θεό εκ της αγίας Παρθένου, οι μεν άλλοι από τα θεωρούμενα αδέλφια του δεν δέχτηκαν, ο δε Ιάκωβος τον έλαβε στη μερίδα του συγκληρονόμο. Γι’  αυτό κλήθηκε όχι μόνον αδελφόθεος, αλλά και Δίκαιος».

Οι απόστολοι αποτελούν τα θεμέλια της Εκκλησίας, η οποία ευλόγως γι’ αυτό χαρακτηρίζεται αποστολική. Αν λοιπόν ένας απόστολος είναι τόσο ξεχωριστός για την Εκκλησία, το ίδιο και περισσότερο είναι ο απόστολος Ιάκωβος, ο αδελφόθεος επονομαζόμενος, λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι υπήρξε ένας από τους θεωρούμενους αδελφούς του Κυρίου, άρα από εκείνους που όχι απλώς Τον συναναστράφηκαν για τρία χρόνια, αλλά για τριάντα και περισσότερο χρόνια: μεγάλωσαν μαζί στην ίδια οικογένεια, προσφωνούσαν «πατέρα» όλοι μαζί τον Ιωσήφ, έτρωγαν στο ίδιο τραπέζι, κοιμούνταν στον ίδιο χώρο, εργάζονταν μαζί στο εργαστήριο του Ιωσήφ, ζούσαν τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα της όλης οικογένειας, όπως για παράδειγμα το φοβερό γεγονός της φυγής τους στην Αίγυπτο. Η ζωή του αγίου Ιακώβου ήταν ζυμωμένη με τη ζωή του Κυρίου ως ανθρώπου. Εκτός από την Παναγία και τον θεωρούμενο πατέρα Του Ιωσήφ, ποιος άλλος θα μπορούσε να θεωρηθεί κοντινότερός Του;

Και ναι μεν στην αρχή της δημόσιας δράσης του Κυρίου υπήρξε αμφισβήτησή Του από τους δικούς Του, συνεπώς και από τον Ιάκωβο,  στη συνέχεια όμως μπροστά στο θάμβος της θεϊκής Του υποστάσεως, της διδασκαλίας και των θαυμάτων Του, Τον πίστεψαν, Τον αποδέχτηκαν, Τον ακολούθησαν, μέχρι σημείου ο άγιος Ιάκωβος μάλιστα να δώσει και τη ζωή του υπέρ Αυτού. Έτσι ο αδελφόθεος Ιάκωβος υπήρξε και ο αδελφός που είχε ζήσει τον Ιησού από πλευράς ανθρώπινης  κατά πάντα, αλλά και ο  μαθητής, που μυήθηκε από Εκείνον σε όλα τα μυστήρια, απολαμβάνοντας γι’ αυτό την τιμή και τον σεβασμό και των ίδιων των μαθητών του Κυρίου, πράγματα που επισημαίνει και ο υμνογράφος της ακολουθίας του, όχι μία φορά: «Αναδείχτηκες, σοφέ, αδελφός του Κυρίου όταν ήλθες στον κόσμο ως άνθρωπος, μαθητής και αυτόπτης των θείων Του μυστηρίων, καθώς έγινες μάλιστα φυγάς μαζί Του στην Αίγυπτο, μαζί με τον Ιωσήφ και τη Μητέρα του Ιησού». «Η ομάδα των αποστόλων  εξέλεξε εσένα να είσαι ο πρώτος ιεράρχης του Χριστού στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, διότι ήσουν και αδελφός της κατά σάρκα γεννήσεώς Του, συνοδίτης και οπαδός των ιχνών Του».

Ο πλούτος αυτός του αγίου Ιακώβου, παραπάνω από όλους τους αποστόλους, να έχει δηλαδή το αξίωμα του αδελφού του Κυρίου, πέραν της αδελφοσύνης του κατά πίστη – «παρά πάντας πλουτήσας, εξαίρετον αξίωμα, αδελφός του Κυρίου» - δεν ήταν γι’ αυτόν κάτι το ανώδυνο. Ο άγιος είχε επίγνωση της δωρεάς του Κυρίου, γι’  αυτό και καθημερινώς αγωνιζόταν να επιβεβαιώνει τη δοσμένη σ’ αυτόν χάρη, με την κατά Θεόν ζωή του. «Ιάκωβε, σε δοξολογούμε, γιατί σου δόθηκε η δωρεά να είσαι ο αδελφός του Κυρίου και έζησες με τρόπο που επαλήθευε τη δωρεά αυτή». Αιτία γι’ αυτό ήταν ασφαλώς το γεγονός ότι  είχε πλήρως κατανοήσει πως η χάρη του Θεού είναι μεν δωρεά Του, αλλά εάν δεν ενεργοποιηθεί ως ζωή κατά το θέλημα Εκείνου, τότε χάνεται, πάει στο κενό. Με άλλα λόγια, αυτό που δίνει στον άνθρωπο ο Θεός το δίνει με την προοπτική αναλήψεως από τον άνθρωπο ευθύνης και αποστολής προς χάριν του συνανθρώπου. Και επάνω σ’ αυτήν την αποστολή, που επιβεβαιώνει και αυξάνει τη χάρη του Θεού, ο άνθρωπος μπορεί να δώσει και τη ζωή του.

Η μύηση του αγίου Ιακώβου σε όλα τα μυστήρια από τον Κύριο συνιστά, κατά τους ύμνους της Εκκλησίας μας, την απόκτηση της αληθινής Σοφίας από αυτόν. Ο άγιος Ιάκωβος υπήρξε ο αληθινά σοφός, γιατί διδάχθηκε από  «την ενυπόστατον σοφίαν», δηλαδή τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Αυτός είναι η Σοφία του Θεού, που προσφέρεται σε κάθε άνθρωπο που θα πιστέψει στον Ίδιο και θα θελήσει έμπρακτα να ακολουθήσει τις άγιες εντολές Του. Μιλάμε λοιπόν για μία σοφία «άνωθεν προερχομένην, ειρηνικήν, επιεική, ευπειθή, μεστήν ελέους και καρπών αγαθών, αδιάκριτον και  ανυπόκριτον» - προερχόμενη από τον Θεό, ειρηνική, επιεική, πειστική, γεμάτη ευσπλαχνία και καλούς καρπούς, αμερόληπτη και ειλικρινή (Ιακ. 3, 17). Αυτήν τη σοφία ακριβώς κατέγραψε ο άγιος Ιάκωβος και στην καταπληκτική καθολική επιστολή του, η οποία αποτελεί εκλεκτό βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος πιστός να εγκύψει στην επιστολή αυτή και να μην κατανυχθεί, να μην ελεγχθεί, να μην κινητοποιηθεί σε μετάνοια, να μην παρηγορηθεί, να μη νιώσει πράγματι τη χάρη του Θεού να εκχύνεται ως ακτίνα φωτός μέσα στην καρδιά του. «Της θεωρίας της πρακτικής συ εκτιθέμενος, δέλτον εκ πυξίδος ώσπερ πνευματικής, τους ανθρώπους εβελτίωσας», θα πει ο υμνογράφος. Δηλαδή: Γράφοντας εσύ βιβλίο που εκθέτει την πρακτική θεωρία σαν πνευματική πυξίδα, έκανες καλύτερους τους ανθρώπους.  

Το λιγότερο λοιπόν που θα μπορούσαμε να κάνουμε  σήμερα επί τη μνήμη του αγίου Ιακώβου, είναι να αναγνώσουμε με προσοχή την επιστολή του. Και μακάρι να οδηγηθούμε σε μεγαλύτερη μετάνοια.  Θα είναι τούτο το καλύτερο μνημόσυνό του και η επιβεβαίωση της όλης αποστολής του.

20 Οκτωβρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΕΝ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ

 

«Γεράσιμος κάλλιστον ἤρατο στέφος, ἐκ τῆς ἄνωθεν δεξιᾶς τοῦ Kυρίου»

 (Ο Γεράσιμος πήρε το πιο καλό στεφάνι από την ουράνια δεξιά του Κυρίου).

«Ο Όσιος Γεράσιμος γεννήθηκε το 1509 στα Τρίκαλα της Κορινθίας. Καταγόταν από την επίσημη οικογένεια των Νοταράδων και ήταν γιος του Δημητρίου και της Καλής. Από μικρός έλαβε χριστιανική και αρχοντική ανατροφή και διακρινόταν στο σχολείο για την ευστροφία και την ευφυΐα του μυαλού του. Ευγενική ψυχή ο Γεράσιμος, συμπαθούσε τους φτωχούς συμμαθητές του και τους βοηθούσε με κάθε τρόπο. Όταν έφτασε σε ώριμη ηλικία, περιηγήθηκε διάφορα μέρη, όπως την Ζάκυνθο, την Κωνσταντινούπολη και τα γύρω απ' αύτη, το Άγιον Όρος, διάφορες Μονές της Ανατολής για να μείνει στην Ιερουσαλήμ. Εκεί υπηρέτησε σαν νεωκόρος για ένα χρόνο στον Ναό της Αναστάσεως και χειροτονήθηκε Διάκονος και αργότερα Πρεσβύτερος, από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Γερμανό. Κατόπιν έφυγε και από 'κει και κατέληξε στην τοποθεσία Ομαλά της Κεφαλονιάς, όπου έκτισε γυναικείο Μοναστήρι και το ονόμασε Νέα Ιερουσαλήμ. Στη Μονή αυτή λοιπόν, αφού έζησε ασκητικά και ανέπτυξε μεγάλες αρετές, βοηθώντας πνευματικά και υλικά τους κατοίκους της Κεφαλονιάς, απεβίωσε ειρηνικά στις 15 Αυγούστου του 1579, σε ηλικία περίπου 70 ετών. Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του έγινε το 1580-81» (Από ιστολόγιο «Ορθόδοξος Συναξαριστής»).

(Τα μετά θάνατον θαύματά του που διαρκώς επιτελεί το άφθαρτο ιερό λείψανό του τα αφήνουμε κατά μέρος, γιατί είναι πάμπολλα. Ένα μόνο θα διηγηθούμε που είναι αξιομνημόνευτο. Μία γυναίκα που έμενε στο Μοναστήρι του αγίου, από δαιμονική ενέργεια έπεσε στο πηγάδι και ο άγιος που της φανερώθηκε, τη βάστασε και την ανέβαζε αβλαβή. Οι μοναχές όμως, επειδή άκουσαν τη συνήθη φωνή του αγίου και μάλιστα νύκτα, σηκώθηκαν ψάχνοντας ολόγυρα μήπως τον ξανακούσουν πάλι. Καθώς τον αναζητούσαν δεν βρήκαν και τη γυναίκα στον συνηθισμένο τόπο που κατοικούσε. Η γυναίκα κατεχόταν από τον δαίμονα και καθώς δεν την βρήκαν σκέφτηκαν να κοιτάξουν και σε ένα κοντινό πηγάδι που είχαν, μήπως με επήρεια του δαίμονα έπεσε μέσα. Καθώς έσκυψαν, βλέπουν τη γυναίκα να βρίσκεται πάνω από τα νερά, σαν να τη βαστάζει κάποιος αόρατα. Την βοήθησαν λοιπόν να ανέβει κι έγιναν οι μοναχές αυτήκοες της γλυκύτατης και ευχάριστης φωνής του αγίου. Αφού είδαν το παράδοξο αυτό θαύμα, ανάπεμψαν δόξα στον Δοτήρα Θεό και στον άγιο που αντιδοξάσθηκε από τον δοξάσαντα Αυτόν μεγάλο Θεό, και όσο ζούσε και μετά τον θάνατό του. Υπάρχουν δε και άλλα πλείστα όπως είπαμε τα θαύματα και τα εξαίσια του αγίου. Λόγω του πλήθους τους, αυτό μόνο φέραμε στην επιφάνεια, ενώ τα άλλα τα παραλείψαμε, αφενός διότι για τους πιστούς είναι αρκετά να φανταστούν τα υπόλοιπα, κατά τη ρήση «εξ όνυχος τον λέοντα», αφετέρου διότι για τους άπιστους δεν υπάρχει περίπτωση να πειστούν, έστω κι αν τους φέρουν κι ολόκληρο τον λέοντα! Για όσους όμως αμφιβάλλουν, ας προσέλθουν στο λείψανο του αγίου και θα δουν από μόνοι τους όχι μόνο άφθορο και ακέραιο σώμα, αλλά και πηγή ανεξάντλητη από κάθε ευωδία και ιάματα. Ο άγιος έμοιαζε κατά το σώμα με τον άγιο Θεοδόσιο τον Κοινοβιάρχη, εκτός από το γένι του που ήταν σ’ αυτόν υπόξανθο).  

Ο εκκλησιαστικός ποιητής στην προσπάθειά του να εξάρει την αγιότητα του οσίου Γερασίμου προβαίνει σε μία παρακινδυνευμένη εκτίμηση: ο άγιος Γεράσιμος είναι ο μεγαλύτερος από όλους τους νεώτερους αγίους της Εκκλησίας! Με τις ίδιες τις λέξεις του: «Κανένας άλλος νεοφανής άγιος, Γεράσιμε, δεν υπήρξε εφάμιλλός σου»  («Μηδείς σου ἄλλος Γεράσιμε, νεοφανής ἐφάμιλλος γέγονε»: ωδή α΄). Γιατί; Για ποιον λόγο; Μήπως λόγω του πλήθους των θαυμάτων του, τα οποία όντως είναι πάμπολλα και ένα μεγάλο μέρος των ύμνων της ακολουθίας του αναφέρεται σ’ αυτά; Μήπως λόγω της σοφής και βαθειάς θεολογίας του; Μήπως λόγω κάποιου έκτακτου χαρίσματος που δεν απαντάται στους άλλους, έστω και νεώτερους αγίους; Ασφαλώς όχι. Ο ποιητής ξέρει τι λέει μιλώντας καθ’ υπερβολήν, γιατί γνωρίζει την πνευματική ζωή και την πνευματική οδό της Εκκλησίας: ένας άγιος είναι μεγάλος και πρώτος στην κλίμακα της αγιότητας όταν βρίσκεται πρώτος στην κάθοδο της εκτίμησης του εαυτού του, όταν δηλαδή αγωνίζεται να έχει επίγνωση και αίσθηση της μικρότητας και της αμαρτωλότητάς του. Ο μεγάλος είναι ο πρώτος στην ταπείνωση.

Το σημειώνει ο ίδιος ο Κύριός μας ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, πολύ περισσότερο όταν ο Ίδιος ήλθε στον κόσμο ως άνθρωπος: «ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν». «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται». Κι όπως εξίσου σημειώνει και ο απόστολος Παύλος φανερώνοντας και το δικό του ύψος της αγιότητας: «Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο να σώσει τους αμαρτωλούς, μεταξύ των οποίων ο πρώτος είμαι εγώ!» Πρόκειται για την παραδοξότητα της χριστιανικής έννοιας της πρωτιάς (φανερωμένης στο πρόσωπο του ενσαρκωμένου Θεού μας που ταπεινώθηκε έως εσχάτου), που ελέγχει το κοσμικό φρόνημα της πεσμένης στην αμαρτία ανθρωπότητας, η οποία διαρκώς και αενάως επιδιώκει τον έπαινο και την αναγνώριση από τους άλλους και την επιβολή επί των άλλων. Και να η απόδειξη, δοσμένη από τον άγιο Γεράσιμο ως παρακαταθήκη και αδιάκοπη προτροπή στις μαθήτριες και υποτακτικές του μοναστηριού του καλόγριες: «Αυτά είπε ο αββάς στις μονάστριες (πριν παραδώσει το πνεύμα του στον Κύριο). Παιδιά μου, έχετε ειρήνη μεταξύ σας και μη υψηλοφρονείτε. Αντίθετα, ταπεινώστε τον εαυτό σας, για χάρη Χριστού του Θεού μας, ο Οποίος ταπεινώθηκε για μας μέχρι σημείου που πήρε τη μορφή του δούλου» («Τάδε εἶπεν ὁ Ἀββᾶς ταῖς Μοναστρίαις· τεκνία εἰρηνεύετε ἐν ἑαυταῖς καὶ μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονῆτε· ἀλλὰ ταπεινώσατε ἑαυτάς, διὰ τὸν μέχρι καὶ δούλου μορφῆς, ταπεινωθέντα δι΄ἡμᾶς Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν»: Δόξα αίνων).

Και τι προϋποθέτει ο συγκεκριμένος αυτός αγώνας ταπεινώσεως που συνιστά το όριο πράγματι της αγιότητας; Την απόλυτη προσήλωση του πιστού προς το λατρευτό πρόσωπο του Κυρίου, την απόλυτη δηλαδή αγάπη του προς Αυτόν «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος», που θα πει ότι ο πιστός γίνεται όντως ένα «μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ» για να θυμηθούμε και τον της Κλίμακος άγιο. Κι αυτό συνέβη και με τον άγιο Γεράσιμο, κι αυτό αποδεικνύει όντως το πνευματικό του ύψος και το ισοστάσιο με τους μεγάλους αγίους κάθε εποχής. Ο εκκλησιαστικός ποιητής και πάλι είναι σαφής: «Πάτερ Γεράσιμε, η ολονύχτια στάση σου στις προσευχές και η πηγή των δακρύων σου κατέσβεσε τις σαρκικές ορέξεις. Κι αυτό γιατί έδινες φτερά στον νου και στα όμματα της καρδιάς σου για να προστρέχει στον Θεό» («Πάτερ Γεράσιμε ἡ σή, στάσις ὁλονύκτιος, καὶ τῶν δακρύων ἡ ἔκβλυσις, πάσας κατέσβεσε σαρκικὰς ὀρέξεις, πρὸς Θεὸν πτερούμενος, καὶ νοῦν καὶ τῆς καρδίας τὰ ὄμματα»: στιχ. εσπ.). Είναι η ίδια γενική εκτίμηση της ζωής του αγίου Γερασίμου που κάνει και αλλού ο υμνογράφος: «Έζησες τη ζωή σου στη γη με ευσέβεια, γι’ αυτό και φάνηκες καθαρό δοχείο του αγίου Πνεύματος, με αποτέλεσμα να φωτίζεις αυτούς που σε πλησιάζουν με πίστη, μακάριε» («Τὸν βίον εὐσεβῶς, ἐπὶ γῆς ἐκτελέσας, δοχεῖον καθαρόν, σὺ τοῦ Πνεύματος ὤφθης, φωτίζων τοὺς πίστει σοι, προσιόντας μακάριε»: δόξα καθίσματος όρθρου).

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ

«Αυτός ο μακάριος Αρτέμιος, αφού έγινε Δούκας και Αυγουστάλιος της Αλεξάνδρειας, τιμήθηκε και με το αξίωμα του Πατρικίου από τον μεγάλο Βασιλέα Κωνσταντίνο. Όταν ο αποστάτης Ιουλιανός άρπαξε την βασιλεία και άρχισε να τιμωρεί τους Χριστιανούς στην Αντιόχεια, ο μακάριος Αρτέμιος έρχεται από μόνος του εκεί στον αγώνα. Κι αφού έλεγξε την παρανομία του βασιλιά, άρχισαν τα μαρτύριά του: μαστιγώνεται, ξέονται τα νώτα του με αγκάθια και τρυπιούνται οι πλευρές του και τα βλέφαρά του με σιδερένιες ακίδες. Στη συνέχεια, αφού κόψανε στη μέση μία τεράστια πέτρα κάποιοι λιθοξόοι, τον βάλανε  ανάμεσά της. Κι αφού τον άφησαν εκεί, τυφλώθηκε και τα εντός του χύθηκαν στη γη. Στο τέλος, δέχεται τον θάνατο διά ξίφους. Τα θαύματα που έκτοτε γίνονται με την επίκληση του ονόματός του και μάλιστα σ’ εκείνους που προστρέχουν  στο άγιο λείψανό του είναι πάμπολλα και τεράστια».

Η Εκκλησία μας, κάθε φορά που εορτάζει ένας άγιος και μάλιστα μεγάλος, σαν τον σήμερα εορταζόμενο μεγαλομάρτυρα Αρτέμιο, είναι σαν να παραθέτει ενώπιόν μας ένα πλούσιο τραπέζι - με εστιάτορα τον ίδιο τον άγιο -   με κάθε είδους αγαθά, που σημαίνει ότι ζει ένα πανηγύρι, στο οποίο καλεί κάθε μέλος της Εκκλησίας να το απολαύσει πλουσιοπάροχα. Και τα αγαθά  βεβαίως αυτά, είναι ευνόητο, δεν είναι υλικά, αλλά πνευματικά, τέτοια που προκαλούν τον μετέχοντα σε δοξολογία του Θεού και του ίδιου του αγίου. «Η φαιδρά σου, μάρτυς, εορτή, πάντας συνεκάλεσε χαρμονικώς εις πανδαισίαν σήμερον, προθείσα τους άθλους σου, τα παλαίσματα, και την άνδρείαν ένστασιν∙ ων κατατρυφώντες, πίστει σε και πόθω μακαρίζομεν». Αυτό σημαίνει ότι ένας πιστός, που έχει ως προτεραιότητα της ζωής του την Βασιλεία του Θεού, κατά τον λόγο του Κυρίου, μπορεί και χαίρεται, έστω κι αν βρίσκεται μέσα σε θλίψεις και δοκιμασίες της παρούσης ζωής. Και δεν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τον χριστιανό «αιθεροβάμονα», μη ρεαλιστή, «εκτός τόπου και χρόνου», διότι ο χριστιανός ξεκινά με την πιο αληθινή πραγματικότητα, με τον πιο βαθύ ρεαλισμό: ότι «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου», ότι όλα είναι παρερχόμενα και φθαρτά, πλην βεβαίως του Θεού και των σχετιζομένων με Αυτόν.

Ένα από τα πιο ωραία αγαθά, από τις πιο ωραίες πνευματικές τροφές που μας προσφέρει η πανδαισία του αγίου σήμερα, είναι η ακλόνητη σαν στέρεος πύργος καρδιά του. Ο υμνογράφος θέλοντας να μας ζωγραφίσει ζωντανά τη σταθερή πίστη του μεγαλομάρτυρα, το ηρωικό φρόνημά του, τον σαφή προσανατολισμό του προς μόνη την  αγάπη του Θεού, τέτοια που κανένα βασανιστήριο δεν μπορούσε να αλλάξει, αυτήν την εικόνα παρουσιάζει: «Ουκ έσεισε τον πύργον σου της καρδίας, πάνσοφε, η σφοδροτάτη πρόσρηξις των βασάνων» (Η σφοδρότατη επίθεση των βασάνων πάνω σου, πάνσοφε, καθόλου δεν έσεισε τον πύργο της καρδιάς σου). Κι αυτό γιατί; Διότι ο άγιος είχε στεριώσει την καρδιά του αυτή πάνω στην απόλυτα στέρεη νοητή πέτρα, που είναι ο Χριστός. «Και γαρ εστήρικτο νοητήν επί πέτραν την ασάλευτον». Η αναφορά του υμνογράφου στο στέρεο σαν πέτρα φρόνημά του επηρεάζεται και από το είδος του μαρτυρίου του: την σύνθλιψή του μεταξύ δύο πετρών. Όπως έμεινε ακλόνητος δηλαδή, καθώς σφιγγόταν από τις τεράστιες πέτρες, έτσι στερέωσε τα βήματα της ψυχής του πάνω στην πέτρα της ζωής, τον Ιησού Χριστό. «Ο πέτρα ζωής της ψυχής τα βήματα πηξάμενος, ταις πέτραις σφιγγόμενος και τοις αλγεινοίς περικυκλούμενος, αληθής αθλοφόρος, ακλόνητος διέμεινας». Εκεί μας οδηγεί η στέρεη χωρίς ταλαντεύσεις πίστη και αγάπη προς τον Χριστό: να είμαστε «πέτρινοι» στο φρόνημα, σταθεροί στη ζωή αυτή, με βηματισμό ψυχής τέτοιο, που έστω κι αν όλα γύρω και δίπλα μας «πέφτουν», εμείς συνεχίζουμε με επίγνωση και συναίσθηση την πορεία μας. Σ’ έναν κόσμο μάλιστα «δίψυχο», άρα ακατάστατο σε όλα, καταλαβαίνουμε ότι ο λίγο συνεπής χριστιανός αποτελεί την πυξίδα και το φως του κόσμου. Όπως το λέει ο ίδιος ο Κύριος: «υμείς εστε το φως του κόσμου∙ ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη».

Αφήνοντας σοβαρές θεολογικές επισημάνσεις της ακολουθίας του αγίου -  όπως για παράδειγμα του ύμνου από τα στιχηρά του εσπερινού «επιπνοία του Πνεύματος μυηθείς γνώσιν ένθεον, των των όλων Κτίστην έγνως, Αρτέμιε», δηλαδή ότι ο άγιος γνώρισε τον Δημιουργό Κύριο των όλων, αφού οδηγήθηκε στην ένθεο αυτή γνώση από τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, κάτι που σημαίνει ότι κανείς δεν γνωρίζει τον Χριστό πραγματικά, παρά μόνον με τον φωτισμό του ίδιου του Θεού – δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε, έστω δι’  ολίγων, τα πάμπολλα θαύματα που τελούνται από την ώρα του μαρτυρίου του αγίου  και μετέπειτα. Είναι αληθές: ο άγιος Αρτέμιος είναι ένας από τους πιο θαυματουργούς αγίους (και μάλιστα για ανδρολογικές, θα λέγαμε, παθήσεις), συνεπώς όποιος με πίστη στον Θεό τον επικαλείται, βλέπει τη θαυμαστή ενέργειά του πάνω του, και στην ψυχή και στο σώμα του. Όπως το σημειώνει και ο υμνογράφος: «ιατρείον αναδέδεικται σώμα το πολύαθλον, πάσαν νόσον, πάσαν κάκωσιν, πάσαν δαιμόνων πάντοτε βλάβην αποδιώκον εκ των πιστώς προσφευγόντων σοι» (Το πολύαθλο σώμα σου αναδείχτηκε ιατρείο, που διώχνει από τους με πίστη προσερχομένους σε σένα, κάθε νόσο, κάθε τραύμα και πληγή, κάθε βλάβη των δαιμόνων). Υποψία θαυμαστών επεμβάσεών του καταγράφουμε στη συνέχεια: (1) Κάποιος άνδρας που είχε έντονο πρόβλημα στους διδύμους του, δηλαδή στους όρχεις του, ήλθε προς τον άγιο κλαίγοντας και ζητώντας την υγεία του. Έπεσε λοιπόν σε στρωμνή στο μέσον του ναού του, και μετά από λίγο που τον είχε πάρει ο ύπνος, του  λέγει ο άγιος: «υπόδειξέ μου το πάθος σου». Αυτός λοιπόν το υπέδειξε στον άγιο, οπότε εκείνος αφού άγγιξε το πονεμένο μέρος του ασθενούς και τον έσφιξε στο σημείο αυτό με δύναμη, τον έκανε να κραυγάσει από τον πόνο και να  ξυπνήσει. Καθώς λοιπόν ξύπνησε, βρήκε τον εαυτό του υγιή κι άρχισε να δοξολογεί και να ευλογεί τον Θεό. (2) Άλλος πάλι έχοντας υδροκήλη μεγάλη προσήλθε στον άγιο. Και  σ’ αυτόν ο άγιος «έσχισε» το σημείο πάθους του με ξίφος, την ώρα που κοιμόταν, με αποτέλεσμα να προέλθει μία τεράστια δυσωδία από το υγρό που βγήκε. Ξύπνησε αμέσως ο ασθενής και βρήκε κι αυτός τον μεν εαυτό του υγιή, τους δε χιτώνες του και το έδαφος γεμάτα από δυσωδία, σήψη και υγρότητα.

«Ταις αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».