12 Νοεμβρίου 2024

ΠΩΣ ΜΑΣ ΒΑΘΜΟΛΟΓΕΙ Ο ΘΕΟΣ!

«Όπως σε όλα τα άλλα, έτσι και στην περίπτωση των δακρύων ο καλός και δίκαιος Κριτής μας λαμβάνει υπόψη Του και τη φυσική προδιάθεση και δύναμη του καθενός. Είδα μικρές σταγόνες να χύνονται με πόνο σαν αίμα. Και είδα βρύσες δακρύων που έτρεχαν χωρίς δυσκολία. Εγώ τουλάχιστον βαθμολόγησα τους αγωνιστές ανάλογα με τον πόνο και όχι με το ποσόν των δακρύων. Και ο Θεός νομίζω παρόμοια θα τους έκρινε» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ζ΄ 25).

Δεν σου θυμίζει καταρχάς ο όσιος τον απόστολο Παύλο όταν με πλήρη επίγνωση της αποστολικότητάς του και της αλήθειας των λόγων του λέει ότι «και ημείς νουν Χριστού έχομεν»; Ο όσιος είναι κι αυτός εντελώς βέβαιος για την κρίση του: «Και ο Θεός νομίζω παρόμοια θα έκρινε». Πού έγκειται το απόλυτο της κρίσης του οσίου; Ότι ο Θεός κρίνει τους ανθρώπους, και μάλιστα εκείνους που αγωνίζονται πάνω στο άγιο θέλημά Του, όχι με κριτήριο κάποιες εξωτερικές εκδηλώσεις τους, σαν τα δάκρυα για παράδειγμα, αλλά την πνευματική τους διάθεση. Κι αυτό γιατί ο Κύριος βλέπει την καρδιά του καθενός, τη φυσική προδιάθεση και τη δύναμή του, τον αληθινό δηλαδή εαυτό του. Τον κρίνει εξατομικευμένα: ο καθένας είναι ξεχωριστός και μοναδικός για την αγάπη Του! Πόσες ανατροπές θα περιλαμβάνει η τελική κρίση Του για τους ανθρώπους!

Έχε θάρρος λοιπόν! Μπορεί εκ φύσεως να μην είσαι πολύ συναισθηματικός και γι’ αυτό τα δάκρυα, οι διαχυτικότητες, τα χαμόγελα να μην σου πάνε και να μη… σου βγαίνουν. Η παραμικρή όμως γνήσια κίνηση της καρδιάς σου προς τον Θεό, αυτή που γίνεται με πόνο κυρίως και όχι τόσο εύκολα, αυτή μετράει πρώτιστα ενώπιόν Του. Ο Θεός μάς βαθμολογεί «ανάλογα με τον πόνο και όχι με το ποσόν». Και αυτό ισχύει για τα πάντα, όχι μόνο για τα δάκρυα. Αν λοιπόν προσεύχεσαι και η προσευχή σου περιέχει ένα στοιχείο θυσίας – καταβάλλεις κόπο – τότε ναι! Γίνεται αποδεκτή η προσευχή σου. Αν είσαι θυμώδης και προσπαθείς να περιορίσεις λίγο το στόμα σου, έστω κι αν βράζεις μέσα σου, τότε ναι!  Ο Θεός θα σε χαριτώσει σύντομα. Σε όλα λοιπόν βάζε τον κόπο και τον πόνο: είναι η συμμετοχή στον δικό Του Σταυρό που θα σου φέρει τη χαρά.

Καυχώνται κάποιοι αιρετικοί χριστιανοί για τις πληθωρικές εκδηλώσεις τους, για τις συναισθηματικές τους εκρήξεις, για τις κραυγές και τους αλαλαγμούς τους στις συνάξεις τους!  «Είναι η παρουσία του Πνεύματος», λένε. Μα, κράτα… μικρό καλάθι! Πρόκειται για την επιφάνεια και όχι για την ουσία. Όπως το είπε σπουδαίος μακαριστός Γέροντας του Όρους σ’ έναν τέτοιο χριστιανό, που του μίλησε για τις συνάξεις τους αυτές: «Εσείς μένετε σ’ έναν συναισθηματισμό. Εμείς καλλιεργούμε την κατάνυξη. Η κατάνυξη κινείται από το Πνεύμα του Θεού. Ο συναισθηματισμός κινείται από ανθρώπινα αίτια, που τις περισσότερες φορές είναι σκέτος… εγωισμός».

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ

«Ο άγιος Ιωάννης ήταν Κύπριος, υιός του Επιφανίου, του άρχοντα της χώρας. Νυμφεύθηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα του, και απέκτησε και παιδιά. Όταν η γυναίκα του και τα παιδιά του έφυγαν από τη ζωή αυτή, όλη την έφεση της ψυχής του την έστρεψε στην επίδοση της αρετής και στο να αρέσει στον Θεό. Λόγω ακριβώς της λαμπρής κατά Θεόν ζωής του, καταστάθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Αλεξάνδρειας, αφού ζήτησε αυτόν ως αρχιεπίσκοπο ο λαός των Αλεξανδρέων από τον βασιλιά Ηράκλειο. Ο Ιωάννης λοιπόν, αφού τέθηκε επί την λυχνίαν, κατά τον ευαγγελικό λόγο, έλαμψε στην οικουμένη σαν πυρσός. Ήταν μάλιστα αυτός πρώτος που εμπόδισε την προσθήκη στον τρισάγιο ύμνο, όταν αιρετικοί με πονηρή γνώμη πρόσθεσαν στο Άγιος αθάνατος, το «ο σταυρωθείς δι’  ημάς». Ο άγιος διέπρεψε στην αρχιερωσύνη για πολλά έτη, κι αφού έκανε πάμπολλα θαύματα και πρόσφερε πλουσιοπάροχα τα αναγκαία σε όσους είχαν ανάγκη, γεγονός που του έδωσε και την προσωνυμία Ελεήμων, κι αφού έγινε αξιοσέβαστος σε όλους, ακόμη και στους απίστους, όπως μαρτυρούν  η ιστορία και  τα βιβλία γι’  αυτόν, εξεδήμησε προς Κύριον».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος δεν φείδεται πράγματι επαίνων, προκειμένου να παρουσιάσει τη λαμπρά παρουσία και στη στρατευόμενη και στη θριαμβεύουσα Εκκλησία  του αγίου Ιωάννου του ελεήμονος. Τον θεωρεί ως λάμποντα και «υπέρ τον ήλιον» ακόμη, τον οποίο «ο δοτήρ του ελέους μεγάλως ηλέησε και φαιδρώς κατελάμπρυνεν». Προκειμένου μάλιστα ο ποιητής, ως στόμα της Εκκλησίας, να δώσει το στίγμα του αγίου στον τόπο που αναδείχθηκε, την Αλεξάνδρεια, τον σχετίζει καταρχάς με τον άγιο απόστολο Μάρκο, τον ιδρυτή της συγκεκριμένης Εκκλησίας, του οποίου, λέγει, κόσμησε με ιερό τρόπο τον θρόνο. «Τον του Μάρκου θρόνον ιερώς εκόσμησας, έργοις ενθέοις». Αλλά κι ακόμη: τον βλέπει να τον «συλλαμβάνουν» οι δύο άλλοι μεγάλοι φωστήρες της Αλεξανδρινής Εκκλησίας, οι οικουμενικοί Πατέρες και Διδάσκαλοι, άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος, να τον έχουν, μετά το τέλος του, ανάμεσά τους και να του απονέμουν «ιερωτάτην τιμήν». «Ιδού σε μετά τέλος, μέσον συλλαμβάνει, δυάς Αγίων Πατέρων, εν μνήματι, ιερωτάτην τιμήν σοι, Πάτερ, προσνέμουσα».

Εκείνο βεβαίως στο οποίο μένει ο υμνογράφος και δεν μπορεί να μην αποδώσει το δίκαιο, είναι η ελεήμων διάθεση και πράξη του αγίου Ιωάννη. Δεν είναι, κατ’  αυτόν, ότι υπήρξε άνθρωπος συμπαθείας και ελεημοσύνης ο Ιωάννης. Όλοι οι άγιοι υπήρξαν τέτοιοι άνθρωποι, ιδιαιτέρως μάλιστα εκείνοι, σαν τους αγίους Αναργύρους για παράδειγμα, που έλαμψαν με τη συμπάθειά τους. Ποιος άγιος, πράγματι, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άγιος, χωρίς την αγάπη, τη μόνη αρετή που  φανερώνει αληθινά την παρουσία του Θεού; Κι όμως! Για τον άγιο Ιωσήφ, ο Ιωάννης υπερέβαλε όλους τους αγίους ως προς τη συγκεκριμένη διάθεση αγάπης. Και το τονίζει όχι μόνο μία φορά. «Ανέλαβες ελεήμονα γνώμη και φάνηκε ευσυμπάθητος, Ιωάννη. Γι’  αυτό και πλούτησες την ονομασία σου (του ελεήμονα), συνδυασμένη με την πράξη, παραπάνω από όλους τους αγίους, μακάριε». «Ονομάστηκες ελεήμων παραπάνω από όλους τους αγίους, που έλαμψαν ως άγιοι με τη συμπάθειά τους στους ανθρώπους».

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον άγιο Ιωάννη να διαπρέψει τόσο πολύ στην αγάπη και την ελεημοσύνη; Ασφαλώς η ενσυνείδητη αποδοχή των λόγων του Κυρίου περί της αγάπης, και μάλιστα του μακαρισμού περί της ελεημοσύνης: «μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται». «Με τα έργα βεβαίωσες τους λόγους του Σωτήρα Χριστού και εντάχθηκες στον χορό των μακαριζομένων από Αυτόν». Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος Ιωάννης έγινε μιμητής του Πρώτου και κατεξοχήν Ελεήμονος, του ίδιου του Τριαδικού Θεού, της πηγής του Ελέους και της Αγάπης -  «τον μιμητήν φανέντα του φιλοικτίρμονος Θεού» -  με άλλα λόγια ο άγιος κατανοείται στον κόσμο ως συνέχεια Εκείνου, ως «καθαρόν καταγώγιον της Αγίας Τριάδος».

Ο άγιος ποιητής όμως, με τη διάκριση και τον φωτισμό που έχει, επισημαίνει επ’  αυτού και κάτι ακόμη. Όχι μόνον ήταν η πίστη του αγίου Ιωάννη που τον έκανε να αγωνίζεται για την αγάπη, αλλά και ο ίδιος ο χαρακτήρας του. Ο άγιος προφανώς ήταν εκ φύσεως ελεήμων και συμπαθής προς τους άλλους, γι’  αυτό και ο Κύριος ενίσχυσε και πολλαπλασίασε την καλή αυτή διάθεσή του, ώστε να φτάσει χαρισματικά πια στο απώγειό της. Μία αλήθεια που λέει: ο Θεός ό,τι καλό βλέπει σε εμάς εκ φύσεως, εκ χαρακτήρος, το παίρνει και το αυξάνει. Αρκεί να θέλει ο άνθρωπος να συνεργαστεί με τη χάρη Του. Ας δούμε πώς επισημαίνει την αλήθεια αυτή ο υμνογράφος: «Ο Θεός, ο δοτήρας του ελέους, αφού χαρίτωσε την από πριν ελεήμονα διάνοιά σου, ελέησε πολλούς με τη θεία μεσιτεία σου». Ότι βεβαίως έπρεπε  ο άγιος, πέραν της αγαθής διάθεσής του, να αγωνιστεί και παλέψει – με τις δεήσεις, τη νηστεία, τις αγρυπνίες του -  και με τα δικά του πάθη, ώστε να εξαλείψει, μάλλον να μεταστρέψει αυτά και να τα κάνει ένθεα πάθη, δηλαδή πλησμονή αγάπης, είναι περιττό και να αναφέρουμε. «Δεήσεσι και νηστεία σχολάζων, και αγρύπνως τον Θεόν ικετεύων…».

10 Νοεμβρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΚΑΠΠΑΔΟΚΗΣ

Τον όσιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, τον Χατζεφεντή, τον γνωρίσαμε κυρίως από το βιβλίο που έγραψε γι’  αυτόν ο άλλος όσιος της εποχής μας, Γέρων Παῒσιος αγιορείτης. Ήταν εκείνος που «γοήτευσε» τον όσιο Παῒσιο  από μικρό παιδί, ήδη από τον τόπο της κοινής καταγωγής τους, τα Φάρασα της Καππαδοκίας, και θέλησε γι’  αυτό να ακολουθήσει τα δικά του χνάρια ζωής και να γίνει καλόγερος, πλήρως αφιερωμένος στον Θεό. Κι ίσως η στροφή αυτή του Γέροντος Παϊσίου για την καλογερική ζωή, πλην της δικής του κλίσης, να οφείλετο σ’  ένα βαθμό και στη δύναμη προσευχής του αγίου Αρσενίου, ο οποίος στο πρόσωπο του μικρού Φαρασιώτη (μετέπειτα αγίου Παϊσίου, γιου του Προέδρου τότε των Φαράσων Πρόδρομου Εζνεπίδη), είδε τον δικό του διάδοχο, καθώς μάλιστα εξέφρασε τούτο και την ώρα της βάπτισης του παιδιού -  είναι γνωστό ότι την ώρα της ονοματοδοσίας «υποχρέωσε» τον νονό αντί του ονόματος Χρήστος να πει το δικό του όνομα Αρσένιος.  Ο πόθος του αγίου Παϊσίου να γράψει τον βίο του αγίου Αρσενίου σφηνώθηκε μέσα του από πολλά χρόνια πριν μέχρις ότου γίνει τούτο πραγματικότητα. Κι όταν είχε συλλέξει πια αρκετά στοιχεία και είχε ολοκληρώσει κατά κάποιον τρόπο το βιβλίο, ο άγιος Αρσένιος μετά από θαυμαστική παρουσία του «επικρότησε» το έργο του μαθητή και «διαδόχου» του.

Στο παρόν κείμενο θέλουμε όμως να αναδείξουμε ένα σημείο από την ποιμαντική δράση του αγίου Αρσενίου, όταν μετά κυρίως από τις θείες λειτουργίες μάζευε τους Φαρασιώτες και μάλιστα τους μεγαλυτέρους στην ηλικία, προκειμένου να τους μιλάει για θέματα του Ευαγγελίου, για βίους αγίων, για ιστορίες ακόμη και από την Παλαιά Διαθήκη. Ο τρόπος της ποιμαντικής του είναι αξιοπρόσεκτος, που αποκαλύπτει το ύψος της διάκρισης και της αγιότητάς του.

«Όταν (ο άγιος Αρσένιος) έβλεπε μερικά γεροντάκια να ανησυχούν, όσες φορές η διήγηση ήταν μεγάλη, και ήθελαν να καπνίσουν, ο ίδιος σηκωνόταν και τους έφερνε καπνό και τους ανάπαυε σ’  αυτές τις περιπτώσεις∙ κι έτσι είχαν διάθεση να καθήσουν και να ακούν με προσοχή, για να τα διηγηθούν και αυτοί ύστερα ο καθένας στο σπίτι του ή στη γειτονιά του».

Θα έλεγε κανείς ότι ο άγιος θα θύμωνε βλέποντας την ανησυχία των γερόντων προκειμένου να ικανοποιήσουν ένα πάθος τους, αφού τούτο φανέρωνε ότι η προτεραιότητά τους είναι τα υλικά και επίγεια και όχι ο Θεός και ο λόγος Του. Αλλά ο άγιος ήταν προσγειωμένος και κατανοούσε βαθιά την ανθρώπινη φύση. Ήξερε δηλαδή πως όταν κάποιος έχει υποχωρήσει σ’ ένα πάθος του, και μάλιστα επανειλημμένως, τότε το πάθος αυτό λόγω της συνήθειας αποκτά ένα βάθος μεγάλο στην ψυχή του ανθρώπου, βγάζει ρίζες και στερεώνεται τόσο που καθίσταται σχεδόν αδύνατο να εξαλειφθεί – δεύτερη φύση χαρακτηρίζουν από παλιά οι σοφοί τη συνήθεια στον άνθρωπο. Οπότε, ναι, ο άγιος Αρσένιος κατανοούσε την ανησυχία των εθισμένων στο τσιγάρο γερόντων.  Και να ήθελαν να το κόψουν, δεν μπορούσαν διαμιάς.

Κι η κατανόησή του αυτή, καρπός όχι απλώς μιας παιδαγωγικής αρχής αλλά ενός «παροξυσμού αγάπης», τον έκανε όχι μόνο να ανέχεται την αδυναμία τους, αλλά να σπεύδει ο ίδιος να την ικανοποιήσει  – έφερνε τον καπνό τους. Γιατί; Διότι αφενός (ιδίως με τα δεδομένα της τότε εποχής) το τσιγάρο μπορεί να ήταν πάθος όχι όμως θανάσιμο – θεωρείτο μία απλή απόλαυση του ανθρώπου –, αφετέρου έβλεπε ότι ήταν καλοδιάθετοι άνθρωποι, με αγάπη προς τον Θεό, τόσο που όχι μόνο αποδέχονταν τις αγιωτικές ιστορίες του με προσοχή, αλλά μετέπειτα δρούσαν και ιεραποστολικά μεταφέροντάς τις και σε άλλους στην οικογένειά τους αλλά και ευρύτερα. Και το δεύτερο αυτό ασφαλώς θα έκανε τον άγιο να ελπίζει και για την υπέρβαση του συγκεκριμένου πάθους τους. Διότι όταν κανείς είναι προσανατολισμένος προς τον Θεό, τότε Εκείνος δίνει τη δύναμη σταδιακά να απεμπλέκεται από όποια αδυναμία του. Η πνευματική ζωή θέλει όπως λέμε «ρέγουλα». Τα πάθη «κόβονται» σιγά-σιγά, στον βαθμό που ο άνθρωπος κινείται προς τον Θεό. Και όπως όταν ξεκινάει κανείς να τρέχει, στην αρχή έχει μία μικρή ταχύτητα, η οποία σταδιακά αυξάνει, το ίδιο και στα πνευματικά: κάνει κάποιος κάποια μικρά δειλά βήματα και κατά την αναλογία της αγάπης του προς τον Θεό τα βήματα γίνονται άλματα, τα άλματα μπορεί να γίνουν τρέξιμο με φτερά.

Ο άγιος Αρσένιος είναι μία δωρεά του Θεού στον σύγχρονο κόσμο. Η αγάπη του, η διάκρισή του, η συνεχής θαυματουργία του λόγω της «πεπαρρησιασμένης» ενώπιον του Θεού ψυχής του, αποτελούν ακτίνες της χάρης του Θεού που δρουν θεραπευτικά στον ταλαιπωρημένο από την αμαρτία κόσμο μας. Κι όπως γράφει ο όσιος Παῒσιος περί το τέλος του βιβλίου του για τον άγιο «τώρα πια ο Χατζεφεντής (Πατήρ Αρσένιος) δεν τρέχει με τα πόδια και δεν λαχανιάζει, για να προλαβαίνη τους αρρώστους, να τους διαβάζη την ανάλογη ευχή και να τους θεραπεύει, αλλά πετάει άνετα σαν Άγγελος από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη και μπορεί να προλαβαίνη όλους τους πιστούς, που τον επικαλούνται με ευλάβεια».  

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΟΡΕΣΤΗΣ

 

«Αυτός ο άγιος ήταν από την πόλη των Τυάνων της Καππαδοκίας. Επειδή ομολογούσε την πίστη του στον Χριστό, συνελήφθη από τον ηγεμόνα Μαξιμίνο, επί της βασιλείας του Διοκλητιανού. Επειδή δεν πείσθηκε να θυσιάσει στα είδωλα, αλλά με παρρησία ομολογούσε τον Χριστό ως Θεό, κτυπιέται με ράβδους τόσο δυνατά, ώστε τα έγκατα των σπλάγχνων του να αποσπασθούν και να φαίνονται από έξω. Μετά από αυτό οδηγήθηκε στον ναό των ειδώλων. Αυτός τότε με ένα απλό φύσημά του στα είδωλα τα έκανε να γίνουν αμέσως σαν σκόνη. Έπειτα παραδόθηκε στη φυλακή και μετά από επτά ημέρες παραστάθηκε στο βήμα του Μαξιμίνου. Και πάλι, επειδή αναγκάστηκε να θυσιάσει και δεν πείστηκε, του τρυπήσανε τους αστραγάλους με μεγάλα καρφιά και τον πρόσδεσαν με αλυσίδες σε άγριο άλογο, που έτρεχε με πολλή βία, κι αφού τον έσυρε εικοσιτέσσερα μίλια από την πόλη των Τυάνων, παρέδωσε το πνεύμα».

Η στερεότητα και η πνευματική δύναμη της ψυχής του αγίου μάρτυρα Ορέστη είναι εκείνο που κατεξοχήν τονίζεται στην ακολουθία του από τον εκκλησιαστικό ποιητή. Ο μάρτυρας, κατ’  αυτόν, έχει τέτοια και τόση ρώμη εσωτερική, ώστε ο θεωρούμενος πανίσχυρος τύραννος δεν τολμούσε ούτε να υπομείνει το φέγγος των λόγων του. «Ρημάτων σου αντιβλέψαι τω φέγγει ο τύραννος…ουκ ίσχυσεν».  Αιτία της δυνάμεως αυτής του αγίου βεβαίως δεν ήταν άλλο από τη δύναμη που του έδινε το άγιο Πνεύμα, ο ίδιος ο Χριστός, πάνω στην πέτρα της αγάπης του Οποίου είχε στηρίξει και την ύπαρξή του. Οι ύμνοι επ’  αυτού είναι υπέροχοι: «Οι χείμαρροι των βασάνων που σωρεύτηκαν  δεν μπόρεσαν να σείσουν τον πύργο της ψυχής σου, μακάριε μάρτυρα Ορέστη. Διότι είχε στηριχτεί πάνω στην πέτρα της αγάπης του Κυρίου, αξιοθαύμαστε».

Ο άγιος υμνογράφος βλέπει με πνευματικό τρόπο και το μαρτυρικό τέλος του αγίου. Ενώ σύρεται από το άλογο και παραδίδει έτσι δεινώς βασανιζόμενος την αγία ψυχή του, γίνεται λόγω της αιτίας του μαρτυρίου του – της αγάπης του προς τον Χριστό – ο ίδιος ένα άρμα: τρέχει στον αγώνα αυτό, φέροντας επάνω και μέσα στην καρδιά του τον ίδιο τον Χριστό, με αποτέλεσμα να φτάσει χαίροντας στο όριο της πνευματικής αυτής αρματοδρομίας, την βασιλεία του Θεού. «Έγινες άρμα του Λόγου του Θεού, του Χριστού, παμμακάριστε, και τον είχες να είναι σαν σε όχημα επάνω σου. Γι’  αυτό, αφού δέθηκες σε άλογα, από τους πονηρούς, από το βίαιο σύρσιμο εξέπνευσες και έφθασες με χαρά προς τη βασιλεία του Θεού».  Είναι η ίδια αλήθεια που τονίζει κάθε φορά η Εκκλησία μας, όταν αναφέρεται στα μαρτύρια των αγίων: ενώ φαίνονται οι ηττημένοι και οι εξαθλιωμένοι, στην πραγματικότητα είναι οι θριαμβευτές, εκείνοι που έχουν τον τελικό και απόλυτο λόγο.

Ένας ύμνος του κανόνα του αγίου δίνει και την εξήγηση του παράδοξου φαινομένου: πώς δηλαδή ο «αδύναμος» άγιος τελικώς κατισχύει των «δυνατών». «Ο θεϊκός πόθος για τον Χριστό – λέει - σε κατάκαψε, μάρτυς πανάριστε, και σε έκανε δυνατό, έτσι ώστε να καταφλέγεις την εύκολη να καεί ύλη της μανίας των ειδώλων». Σαν φωτιά  ο άγιος κατέκαψε το ξερόχορτο της ειδωλολατρίας. Η συγκεκριμένη εικόνα του αγίου υμνογράφου δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Διότι πέραν του γεγονότος ότι προβάλλει τη δύναμη πράγματι ενός μάρτυρα, δύναμη στην ουσία του ίδιου του Χριστού, επισημαίνει την παντελή αδυναμία της κοσμικής δύναμης. Η ειδωλομανία εν προκειμένω είναι η όποια κυριαρχική δύναμη στον κόσμο, που δεν λαμβάνει υπόψη της τον αληθινό Θεό. Συνεπώς δεν αναφέρεται μόνον στην εποχή του μάρτυρα, αλλά και σε κάθε εποχή, και στη δική μας. Όπου υπάρχουν δυνάμεις που φαίνονται ισχυρές και τεράστιες, αλλά δρουν χωρίς αγάπη, χωρίς δηλαδή την παρουσία του Θεού, η όποια θεωρούμενη δύναμή τους είναι μία σκιά, ένα κυριολεκτικά ξερόχορτο. Είναι αυτό που μαρτυρεί ο λόγος του Θεού, ότι δηλαδή ο κοσμοκράτορας διάβολος είναι ένας ηττημένος άρχοντας, ένας ήδη «τελειωμένος», που απλώς είναι θέμα ολίγου χρόνου μπροστά στον Χριστό να χαθεί με ένα απλό φύσημά Του, όπως ένας ιστός αράχνης.

Πόσες αυτοκρατορίες δεν υπήρξαν που θεωρούνταν κραταιές και «αιώνιες»; Πού είναι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία; Χάθηκε. Πού είναι και η Βυζαντινή ακόμη αυτοκρατορία; Κι αυτή κατέπεσε, λόγω «των αμαρτιών» της. Κι ακόμη σύγχρονες αυτοκρατορίες κι αυτές εξαφανίστηκαν. Και επομένως: ποιος μπορεί να θεωρεί κραταιούς και τους σημερινούς ισχυρούς της γης, που κάνουν επίδειξη δυνάμεως στους αδύναμους; Ποιος μπορεί να τους λαβαίνει στα σοβαρά, όταν μάλιστα κριτήριό τους είναι η αδικία, με την έννοια ότι κοιτούν μόνον το συμφέρον τους, αδιαφορώντας για τα πάθη ολόκληρων λαών; Το θέμα είναι αυτοί οι αδύναμοι θεωρούμενοι λαοί να έχουν ανθρώπους με λίγη φλόγα στην καρδιά τους. Ο άγιας Ορέστης – κι όχι μόνον αυτός - με πυρακτωμένη την ψυχή από την αγάπη του Χριστού ντρόπιασε και κατάκαψε, όπως είπαμε, το ξερόχορτο της δύναμης του Μαξιμίνου και του Διοκλητιανού. Εμείς πού θα βρούμε λίγη από τη φλόγα του; Οι άλλοι είναι «ξερόχορτα». Εμείς όμως;

ΚΑΠΟΤΕ ΒΡΙΣΚΟΜΟΥΝ ΣΕ ΑΔΙΕΞΟΔΟ…

«Κάποτε βρισκόμουν σε αδιέξοδο. Από την στενοχώρια αισθανόμουν να μου χτυπούν το κεφάλι με σμίλη, για να μου σπάσουν το κούτελο. Τα μάτια μου κόντευαν να βγουν έξω, ιδιαίτερα το δεξί. Πόνος ανυπόφορος! Έφερνα σβούρα, σπαρταρούσα από τον πόνο. Δεν ήξερα τί να κάνω…Έκανα προσευχή και ζητούσα από τον Θεό, να βρεθεί ένας τρόπος να βγω από το αδιέξοδο. Και ξαφνικά, βλέπω στον δεξιό ώμο τον Φύλακα Άγγελό μου. Ήταν ίσα με δώδεκα χρονών παιδάκι. Είχε ένα όμορφο στρογγυλό προσωπάκι με στρογγυλά ματάκια. Ένα προσωπάκι! Φεγγοβολούσε! Και μόνο με την παρουσία του, μου έφυγε και ο πόνος και όλα· όχι από την χαρά, αλλά από την Θεία Χάρη. Η χαρά δεν διώχνει τον πόνο, έχεις τον πόνο και χαίρεσαι συγχρόνως, ενώ η Θεία Χάρις! Μεγάλη υπόθεση! Δεν περιγράφεται! «Αν είναι έτσι, είπα, όχι με σμίλη, αλλά με βαριοπούλα ας με χτυπούν στο κεφάλι!» Άξιζε να μου σπάσουν το κεφάλι, και μόνο γι’ αυτό. Μετά βρέθηκε και η λύση, που ανθρωπίνως δεν υπήρχε». σιος Παΐσιος Αγιορείτης, «Περί προσευχής», Λόγοι στ΄, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Ιωάννης Θεολόγος ο Ευαγγελιστής, Σουρωτή Θεσσαλονίκης.

Προκαλεί εντύπωση! Η στενοχώρια και ο πόνος του οσίου μεγάλου Παϊσίου δεν οφείλονταν σε κάποια σωματική αρρώστια από τις οποίες, πάμπολλες είναι αλήθεια, έπασχε συνήθως. Οφείλετο σε ψυχική δυσφορία, από ό,τι μας αφήνει να καταλάβουμε, λόγω αδιεξόδου στο οποίο ανθρωπίνως είχε βρεθεί. Κι ήταν τέτοια η ψυχική αυτή ένταση, ώστε κατά φυσικό τρόπο σωματικά «σπαρταρούσε», δεν άντεχε, ήταν σαν να του χτυπούσαν το κεφάλι με κοφτερό σφυρί, πήγαινε να του βγει το δεξί ιδίως μάτι! Κι αυτό διότι ψυχή και σώμα είναι ένα στον άνθρωπο, είμαστε ψυχοσωματικές οντότητες, δεν μπορεί κανείς να διακρίνει την ψυχή από το σώμα, οπότε ό,τι συμβαίνει στο ένα αντανακλά και στο άλλο. Μυστήριο και ο ίδιος ο θάνατος: «πώς ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται»!

Και προκαλεί εντύπωση η τέτοιας φύσεως οδύνη του αγίου διότι συνήθως έχουμε την εντύπωση ότι οι άγιοι μπορεί μεν να πάσχουν σωματικά, όμως ψυχικά βρίσκονται αδιάκοπα σε μία χαρισματική υψηλή κατάσταση που τους κάνει να μην νιώθουν συχνά ούτε και τον πόνο! Αλλά καταλαβαίνουμε ότι αυτό δεν είναι αλήθεια κι ούτε συνάδει με τη χριστιανική πίστη μας, (πέραν εξαιρετικών καταστάσεων την ώρα του μαρτυρίου κάποιων αγίων!) Ζουν πράγματι μέσα στη χάρη του Θεού οι άγιοι, όμως η χάρη αυτή συνυπάρχει τις περισσότερες φορές και με τον ψυχικό πόνο, με τη στενοχώρια, με την αίσθηση του αδιέξοδου, γιατί συνήθως ενεργεί κατά παραχώρηση του Θεού «υπόγεια», μ’ έναν τρόπο δηλαδή που ενώ υφίσταται ως υπόβαθρο ενισχύοντας τον άνθρωπο εκείνος δεν το καταλαβαίνει την κρίσιμη και δύσκολη στιγμή του, παρά αργότερα όταν δει ότι υπερέβη το αδιέξοδο! Ο ίδιος ο Κύριος, η πηγή της χάριτος, δεν διήλθε από τέτοια φαινόμενα θλίψεως και οδύνης, καθώς τα παραχωρούσε στην ανθρώπινη φύση Του η θεότητά Του; «Περίλυπός εστιν η ψυχή μου έως θανάτου» έφτασε να πει σε κάποια στιγμή. Κι ακόμη: δείλιασε ενόψει της σταυρικής Του θυσίας, «δειλιάζει ο Κύριος για να φανεί ότι είναι πραγματικά άνθρωπος» (άγιος Ιωάννης Κλίμακος). «Έξωθεν μάχαι έσωθεν φόβοι» σημειώνει και ο μέγας απόστολος Παύλος – δεν υπέρκειτο και του φόβου ως άνθρωπος ακόμη και ο οικουμενικός απόστολος, που το πνεύμα του Θεού μέσα του, όπως είχε γράψει σε μία επιστολή του, λειτουργούσε ως «πνεύμα όχι δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού».

Λοιπόν; Καμία διαφορά μεταξύ του χριστιανού και του ανθρώπου της πίστεως; Ναι και όχι. Ναι, γιατί όλοι οι άνθρωποι είμαστε το ίδιο από πλευράς φύσεως, ψυχής και σώματος – στον κόσμο αυτόν υποκείμεθα στις ίδιες προκλήσεις ζωής και θανάτου, φθαρτότητας και αμαρτίας. Όχι βεβαίως, γιατί τις προκλήσεις αυτές ο μεν άπιστος τις υφίσταται με τρόπο που τον καταβάλλουν σχεδόν παντελώς ή με μεγάλη διαλυτική ένταση χωρίς να βλέπει πουθενά τη λύση και τη διέξοδο, σαν έναν που πνίγεται χωρίς να μπορεί να αναπνεύσει˙ ο δε πιστός ενώ υφίσταται τις προκλήσεις, στρέφεται με ένταση και θέρμη ψυχής στον «μόνον δυνάμενον σώζειν», τον ίδιο τον Κύριο και Θεό, προσδοκώντας την όποια επέμβασή Του εν υπομονή, η οποία λειτουργεί παρακλητικά και γαλήνια. «Ησυχάσαμεν ειπόντες το θέλημα του Κυρίου γινέσθω» των Πράξεων των Αποστόλων - το όριο στο οποίο φτάνει ο πιστός, όταν βλέπει από παντού αδιέξοδο.

Κι αυτό βλέπουμε να κάνει και ο όσιος Παΐσιος: «Δεν ήξερα τί να κάνω…Έκανα προσευχή και ζητούσα από τον Θεό, να βρεθεί ένας τρόπος να βγω από το αδιέξοδο». Δεν μας θυμίζει ακριβώς τη στάση του Κυρίου στην αγωνία της Γεθσημανή; «Και γενόμενος εν αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο»! Στα αδιέξοδα λοιπόν, στις θλίψεις, στην ψυχική δυσφορία η λύση είναι η αναφορά προς τον Θεό, η έμπονη προσευχή. Και ξέρει πια ο χριστιανός ότι αφού εναπέθεσε το πρόβλημά του στον Κύριο, Εκείνος θα τον φροντίσει με τον καλύτερο τρόπο˙ αν όχι επιλύοντας το πρόβλημα, δίνοντας όμως την απαιτούμενη υπομονή και τη σωστή θέασή του. Κατά τον λόγο και πάλι του μεγάλου Παϊσίου: «Αν κάνουμε εμείς αυτό που πρέπει να κάνουμε, τότε και ο Άγγελος θα κάνη αυτό που πρέπει να κάνη» - ο άγγελος ο σταλμένος από τον Θεό. Κι εκείνον μεν τον βοήθησε ο Κύριος με τον εξαιρετικό τρόπο που κάνει στους αγίους Του: επέτρεψε και να δει τον φύλακα άγγελό του και να φύγει ο πόνος και να δοθεί η λύση στο πρόβλημα και το αδιέξοδο, εμάς δε εξίσου μας βοηθά όταν Τον επικαλούμαστε, στέλνοντας συνήθως τους ανθρώπους αγγέλους Του, που είναι οι διάφοροι συνάνθρωποί μας, έτοιμοι να μας συνδράμουν από εκεί που δεν το περιμένουμε. Αρκεί όπως είπαμε να στρεφόμαστε εν πίστει σ’ Αυτόν και να κάνουμε λίγη υπομονή.

09 Νοεμβρίου 2024

ΑΓΙΟΣ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ: ΠΑΝΑΚΡΙΒΟ ΚΟΣΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«Η αρετή και όχι τα αξιώματα φέρνουν την ανισότητα... Το αξίωμα τιμά αυτόν που το έχει, αλλά δεν τον διακρίνει από τους αδελφούς του Κυρίου. Μεταξύ των αδελφών του Κυρίου διακρίνονται άσχετα προς τα αξιώματα οι μιμητές του Χριστού, γιατί αυτοί φέρουν το αρχέτυπο της εικόνας (δηλ. τον Χριστό) και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία τους κοσμεί και τους εξυψώνει σε περιωπή δόξας και τιμής»(Απόσπασμα επιστολής αγίου Νεκταρίου πρός Ιωάσαφ μοναχό)

Λόγια του αγίου, ατόφια ευαγγελικά, καθαρά και ξάστερα. Γιατί τι λέει ο μεγάλος νεώτερος άγιος και Πατέρας της Εκκλησίας;

Δεν δημιουργούν ανισότητα στους ανθρώπους τα αξιώματα που έχουν, είτε τα εκκλησιαστικά είτε τα κοσμικά, διότι δεν αποτελεί το έχειν του ανθρώπου το καθοριστικό στοιχείο της ποιότητάς του στον κόσμο. Εξίσου, δεν είναι το αξίωμα εκείνο που τον διακρίνει έναντι των άλλων, διότι το αξίωμα αναφέρεται στα εξωτερικά και συνεπώς στα φθαρτά και παρερχόμενα του κόσμου τούτου. Ο ίδιος ο Κύριος δεν τόνισε ότι «ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, αλλά οι λόγοι Του δεν πρόκειται ποτέ να παρέλθουν;» Που σημαίνει ότι εκείνο που ενδιαφέρει τον άγιο του Θεού και αποτελεί κριτήριό του είναι η θεώρηση των πραγμάτων «υπό το πρίσμα της αιωνιότητας». Και αιωνιότητα έχει μόνο ο λόγος και το θέλημα του Θεού.

 Λοιπόν, το αξίωμα τιμά, σημειώνει, αυτόν που το έχει, αλλά από πλευράς κοσμικής και όχι χριστιανικής. Για τη χριστιανική πίστη έχει εντελώς δευτερεύουσα, αν μη και αρνητική, σημασία, όταν μάλιστα δεν λειτουργεί με τον τρόπο του Χριστού. Κι ο τρόπος του Χριστού εκφράστηκε με τη ζωή Του αλλά και με τη διδαχή Του. «Δεν ήλθα για να διακονηθώ, αλλά για να διακονήσω» είπε. Και «όποιος θέλει να είναι πρώτος, ας είναι τελευταίος και υπηρέτης των άλλων». Οπότε,  χωρίς διακονική και θυσιαστική διάθεση ο «αξιωματούχος» γίνεται Χριστομάχος καί Θεομάχος! Εντάσσεται και αυτός σε όλη τη χορεία των κοσμικών αρχόντων που ο Κύριος κατεδίκασε ως «κατακυριευτές και κατεξουσιαστές»  των ανθρώπων -  «δεν πρέπει να είστε έτσι κι εσείς»! Δεν έχουμε εν προκειμένω τη μόνιμη σύγκρουση του πνεύματος του κόσμου με το χριστιανικό πνεύμα; «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Αυτό επισημαίνει λοιπόν καταρχάς και ο άγιος Νεκτάριος. 

Τι προσδίδει τιμή λοιπόν, κατ’ αυτόν, στον άνθρωπο; Απολύτως και μόνο η αρετή του, όταν νοείται βεβαίως και αυτή ως πορεία «μίμησης» του Χριστού – να είναι ο πιστός ένας άλλος Χριστός στον κόσμο και συνεπώς να φανερώνεται ως έδαφος που καλλιεργείται και αναπτύσσεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Όπου υπάρχει το Πνεύμα του Θεού, εκεί υπάρχει αξία, δόξα και τιμή, εκεί ο άνθρωπος έχει γίνει και γίνεται διαρκώς κυριολεκτικά κόσμημα Θεού και ανθρώπων. Ένας τέτοιος πλούτος χάρης που κινείται σε υπέρ φύσιν επίπεδο δημιουργεί κατά τον άγιο Νεκτάριο την όποια «ανισότητα» ανάμεσα στους ανθρώπους. Όπως συμβαίνει, ευαγγελικά, με το καλό χωράφι της παραβολής του σπορέως, όπου αλλού καρποφορεί τριάντα, αλλού εξήντα, αλλού εκατό.

Ο άγιος Νεκτάριος «πλήρωσε» ακριβά την πιστότητά του στον ευαγγελικό λόγο. Κι αυτό γιατί κάποιοι στην Εκκλησία της τότε εποχής (και μόνο τότε άραγε;) τα αξιώματα τα έβλεπαν με τον τρόπο του κόσμου, του πεσμένου στην αμαρτία, και όχι με τον τρόπο του Χριστού και των αγίων. Κι η πιστότητά του αυτή απέδειξε περίτρανα την πράγματι χριστοποιημένη ύπαρξή του: διώχτηκε και αξιώθηκε της ιερότητας του μαρτυρίου – της κατασυκοφάντησης, του εξευτελισμού, της εξορίας, της πείνας, της απόλυτης κατ’  άνθρωπον μοναξιάς! Αλλά και γι’ αυτό δοξάστηκε από τον Κύριο, με την ανάσταση και τη δόξα που ο Κύριος δίνει στους δικούς Του! Ο Κύριος όντως τον κατέστησε στην Εκκλησία ένα από τα πανάκριβα κοσμήματά της!

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο άγιος γεννήθηκε στη Συλυβρία της Ανατολικής Θράκης την 1η Οκτωβρίου 1846. Το όνομα που του δόθηκε στη βάπτισή του ήταν Αναστάσιος. Τελείωσε το Δημοτικό και τις τρεις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου (ελληνικό σχολείο) στη γενέτειρά του. Δεκατεσσάρων ετών πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάζεται σε καπνοπωλείο, ενώ παράλληλα παρακολουθεί μαθήματα στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Διορίζεται λίγο αργότερα δάσκαλος και παιδονόμος στο σχολείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Το 1866 μεταβαίνει στη Χίο, όπου μετά δεκαετία κείρεται μοναχός στην Ιερά Νέα Μονή, με το όνομα Λάζαρος, αφού χρημάτισε για αρκετά χρόνια δάσκαλος στο χωριό Λιθί. Το 1877 χειροτονείται διάκονος παίρνοντας το όνομα Νεκτάριος. Έρχεται στην Αθήνα, για να συμπληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές, ενώ με την ευλογία του πατριάρχου Αλεξανδρείας Σωφρονίου, εγγράφεται στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1885 παίρνει το πτυχίο του και μετά λίγους μήνες χειροτονείται πρεσβύτερος. Ο Πατριάρχης, εκτιμώντας τα προσόντα του, τον χειροτονεί το 1889 επίσκοπο – μητροπολίτη Πενταπόλεως, θέση που αξιοποίησε για να επιτελέσει ένα τεράστιο πνευματικό και κοινωνικό έργο. Ο φθόνος όμως που προκαλεί το έργο του φέρνει ως αποτέλεσμα την απομάκρυνσή του (1890). Έρχεται στην Ελλάδα, όπου αναλαμβάνει τη θέση ιεροκήρυκα στην Εύβοια πρώτα (1891) και στη Φθιώτιδα έπειτα (1893). Το 1894 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Ριζαρείου Σχολής, θέση που θα κρατήσει μέχρι το 1908, οπότε και θα παραιτηθεί για λόγους υγείας. Στο μεταξύ, από το 1904 ήδη έχει ιδρύσει το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος στην Αίγινα. Εκεί εγκαταβιώνει μετά τη Ριζάρειο και εκεί αναδεικνύεται ιδιαιτέρως η οσιακή του προσωπικότητα. Αρρωσταίνει μετά από ορισμένα χρόνια βαριά, οπότε και αποβιώνει στο Αρεταίειο νοσοκομείο την 8η Νοεμβρίου 1920, μετά από δίμηνη εκεί νοσηλεία. Τον Απρίλιο του 1921 άνοιξαν τον τάφο του με σκοπό την οικοδόμηση μαρμάρινου μνημείου. Το σκήνωμά του βρέθηκε ανέπαφο, ενώ η ευωδία που σκορπούσε ήταν υπέροχη. Το ίδιο επανελήφθη και μετά τρία χρόνια, καθώς και το 1927. Και τις δύο αυτές φορές το σκήνωμα ήταν ανέπαφο και η ευωδία η ίδια. Το 1953 έγινε και πάλι ανακομιδή. Τη φορά αυτή, για λόγους που γνωρίζει ο Θεός, το σκήνωμά του βρέθηκε διαλυμένο. Με πατριαρχική πράξη της 20ής Απριλίου του 1961 η Εκκλησία μας διεκήρυξε επίσημα την αγιότητά του. Το συγγραφικό του έργο είναι πολύ μεγάλο και αξιόλογο, ενώ τα θαύματά του είναι αμέτρητα».

Ο άγιος Νεκτάριος θεωρείται από όλους τους πιστούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως ένας από τους πιο αγαπητούς αγίους της. Όχι μόνον διότι ο Θεός επιτελεί μέσω αυτού καθημερινώς πάμπολλα θαύματα – «πλούσιες ιάσεις καθημερινά πηγάζει (η κάρα του) θαυμαστώς με τη χάρη του Θεού», κατά τον γνωστό όσιο υμνογράφο Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη – αλλά και διότι είναι ένας άγιος της εποχής μας, «ο άγιος του εικοστού αιώνα», και μάλιστα  όχι μικρότερος από τους άλλους μεγάλους αγίους ιεράρχες της Εκκλησίας που έζησαν τα παλαιότερα χρόνια. Κι αυτό σημαίνει ότι με τον άγιο Νεκτάριο αφενός νιώθουμε πλούσια τη χάρη του Θεού, μέσω κυρίως των αγίων λειψάνων του, που κατανοούνται ως «ιαμάτων κρήνη» και «προσφέρουν ουράνια οσμή και θεία ευωδία σε όλους», αφετέρου παίρνουμε απάντηση  στο εύλογο ερώτημα που τίθεται «γιατί δεν έχουμε μεγάλους αγίους σήμερα;» Ο όσιος υμνογράφος λοιπόν επισημαίνει αυτό το ισοστάσιο του αγίου Νεκταρίου με τους προγενέστερους μεγάλους αγίους, δίνοντας μάλιστα και την εξήγηση: ο Νεκτάριος προσπάθησε να ακολουθήσει τα ίχνη των παλαιών αγίων, με την καθαρότητα της ζωής του, δηλαδή στην πραγματικότητα να ζήσει σύμφωνα με το ευαγγέλιο του Χριστού. «Με το φως των έργων σου φανερώνεις το φως του Ευαγγελίου, πάτερ, σε όλον τον κόσμο κατά θαυμαστό τρόπο». «Ακολούθησες, Νεκτάριε, τα ίχνη των παλαιών αρχιερέων του Χριστού, με την καθαρότητα της ζωής σου, και φάνηκες ίσος με αυτούς και μέτοχος της δόξας τους».

Ο εμπνευσμένος υμνογράφος πέρα από τη γενική αναφορά που κάνει για την ακολουθία των παλαιών Πατέρων από τον άγιο Νεκτάριο, εστιάζει την προσοχή μας στον άγιο Διονύσιο. Κυρίως αυτόν ακολούθησε με άμεμπτο τρόπο ο σήμερα εορταζόμενος άγιος, διότι και εκείνος την Αίγινα είχε ως τόπο των πνευματικών του αγώνων, αφού υπήρξεν ο επίσκοπός της. Γι’  αυτό και μετέχουν, σημειώνει, και οι δύο άγιοι, ο παλαιότερος και ο νεώτερος, στην ίδια δόξα του Θεού, ικετεύοντας ασφαλώς για όλους, κατεξοχήν όμως για τη νήσο τους. «Ακολούθησες καθαρά με τους ενάρετους τρόπους σου, άγιε, τον Διονύσιο, τον θείο ποιμένα της Αίγινας, μαζί με τον οποίο μετέχοντας στη δόξα του Θεού, άγιε, ικέτευε να σώζεται η νήσος πάντοτε». Μπορεί η νήσος Ζάκυνθος να καυχάται, διότι κατέχει το άγιο σκήνωμα του θείου Διονυσίου, αλλά και η νήσος Αίγινα δέχεται πάντοτε τις ευεργετικές ακτίνες των πρεσβειών του στον Θεό, που πολλαπλασιάζονται και με τις πρεσβείες του αγίου Νεκταρίου.

Όλοι μας προστρέχουμε συχνά-πυκνά στον άγιο Νεκτάριο, ιδίως ανήμερα της εορτής του, διότι η καρδιά του πλατυσμένη από την αγάπη του Θεού, είναι γεμάτη από αγάπη και προς εμάς. Και ιδίως προστρέχουμε όσοι ταλαιπωρούμαστε από κάποιο πρόβλημα, ψυχικό ή σωματικό. Είναι τόσες πολλές οι θαυμαστές επεμβάσεις του, ώστε δεν υπάρχει, θα έλεγε κανείς, άνθρωπος που με πίστη τον επικαλείται, και δεν εισπράττει το θετικό αποτέλεσμα. Είναι χαρακτηριστικά, επ’ αυτού, και τα λόγια του μακαριστού γέροντος π. Ανανία Κουστένη, ο οποίος θέλοντας να τονίσει ακριβώς τη θαυματουργία του αγίου Νεκταρίου σημειώνει με χαριτωμένο τρόπο ότι μετά και τη φανέρωση από τον Χριστό του άλλου μεγάλου θαυματουργού αγίου της εποχής μας, ακόμη πιο σύγχρονου και από τον άγιο Νεκτάριο, του αγίου Λουκά του ιατρού, του Ρώσου, ο άγιος Νεκτάριος έχει κάποιον να τον ξεκουράσει. «Στέλνει ο άγιος Νεκτάριος τον άγιο Λουκά στη θέση του πολλές φορές,  γιατί έχει κουραστεί ο ίδιος  να επεμβαίνει στις τόσες επικλήσεις των κουρασμένων και ασθενών χριστιανών μας».

Εκείνο όμως που πράγματι ευχαριστεί τον άγιο Νεκτάριο είναι όχι μόνον η επίκλησή του για τις ιάσεις που ο Θεός του δίνει, αλλά κυρίως η επίκλησή του να πρεσβεύει υπέρ ημών, προκειμένου να ακολουθούμε τον τρόπο της ζωής του. Διότι αυτό συνιστά πάντοτε την σωστή εορτή ενός αγίου: να τον μιμούμαστε. Όπως το λέει ο ιερός Χρυσόστομος: «τιμή μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος», συνεπώς «τιμή αγίου, μίμησις αγίου». Κι ένας ύμνος έρχεται να μας υπενθυμίσει ποιο ήταν το «μυστικό» της αγιότητας του αγίου Νεκταρίου. «Έγινες ισότιμος των παλαιών Πατέρων, διότι μιμήθηκες τον τρόπο της ζωής τους, τον θεϊκό ζήλο τους και τις υπόλοιπες αρετές τους, Νεκτάριε, και διέπρεψες στην αληθινή ταπεινοφροσύνη και στα απλά και απονήρευτα ήθη». Αν ο άγιος Νεκτάριος έφτασε σε τόσο μεγάλο ύψος αγιότητας, το κατόρθωσε  όχι διότι υπήρξε σπουδαίος ιεροκήρυκας, σπουδαίος δάσκαλος, σοφός συγγραφέας, αλλά διότι υπήρξε ταπεινός. Η οδός της ταπεινοφροσύνης ήταν γι’ αυτόν η οδός που τον έφτασε πολύ γρήγορα στη δόξα του Ουρανού, η οδός της ταπεινοφροσύνης είναι πάντοτε αυτή, μαζί με την απονήρευτη διάθεση, που ανοίγει τις πύλες του Ουρανού και για κάθε χριστιανό.