«Ο δίκαιος Ιώβ ήταν από την Αυσίτιδα χώρα, που βρισκόταν
στα σύνορα της Ιδουμαίας και της Αραβίας, και ήταν ένα από τα παιδιά του Ησαύ,
ώστε να είναι πέμπτη γενιά από τον Αβραάμ. Ο πατέρας του λεγόταν Ζαρέθ και η
μητέρα του Βοσόρρα. Του είχαν δώσει το όνομα Ιωβάβ και προφήτευσε εικοσιπέντε
έτη. Έζησε το 1925 π. Χ. Ο Κύριος έδωσε τη μαρτυρία γι᾽αυτόν ότι ήταν άνθρωπος
δίκαιος και άμεμπτος και καλύτερος από όλους τους ανθρώπους στη γενιά του, γι᾽
αυτό και τον Ιώβ ζήτησε από τον Θεό ο διάβολος να πειράξει. Πράγματι, μετά την
άδεια που του έδωσε ο Θεός, ο διάβολος απογύμνωσε τον Ιώβ από όλα τα υπάρχοντά
του, τον ταλαιπώρησε με φρικτές και απαρηγόρητες πληγές και τέλος έφυγε
ντροπιασμένος, γιατί ο δίκαιος φάνηκε άκαμπτος και ανυποχώρητος σε όλες τις
προσβολές των πειρασμών. Στο τέλος των άθλων του ο ίδιος ο Θεός τον βράβευσε
και του απέδωσε φανερώνει η σχετική με αυτόν ιστορία. Έζησε δε μετά τους
πειρασμούς του εκατόν εβδομήντα έτη, που σημαίνει ότι έζησε εν όλω διακόσια
σαράντα οκτώ έτη».
Ο άγιος Ιώβ έχει μείνει στην ιστορία ως το κατεξοχήν
παράδειγμα της υπομονής. «Η υπομονή του είναι ιώβειος», λέμε συχνά, όταν
θέλουμε να χαρακτηρίσουμε άνθρωπο που πράγματι υπομένει αγόγγυστα τα θλιβερά
που του συμβαίνουν. Κι αυτό όχι τυχαία: ο άνθρωπος αυτός πέρασε τόσα δεινά στη
ζωή του, κατά παραχώρηση Θεού, ώστε και μόνο με το άκουσμά τους φρίττει ο καθένας
μας: έχασε όλη την περιουσία του, έχασε διά μιας όλα τα παιδιά του, γέμισε από
όλες τις αρρώστιες και μάλιστα τις θεωρούμενες μολυσματικές, ώστε να μην μπορεί
να κατοικήσει μαζί με άλλους, όχι μόνον δεν είχε συμπαράσταση από τη γυναίκα
του, αλλά δέχτηκε πολλές κατηγόριες από αυτήν, τέλος δε από
την υποτιθέμενη παρηγοριά φίλων του που τον επισκέφτηκαν
για τον σκοπό αυτό, είδε και αυτοί να μεταστρέφονται εναντίον του. Και σε όλα
αυτά ο μόνος λόγος του ήταν: «ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα επήρε. Ας
είναι το όνομα του Κυρίου ευλογημένο». Ποιος ο σκοπός της παραχώρησης από
τον Θεό τόσων πειρασμών σ᾽αυτόν που ήταν τόσο δίκαιος; Ασφαλώς ο περαιτέρω
αγιασμός του – ο άνθρωπος ποτέ δεν γίνεται τέλειος στον κόσμο τούτο: πάντοτε
υπάρχει η παραπάνω προκοπή του – αλλά και η προβολή του διαχρονικά ως το
παράδειγμα που θα βοηθούσε και άλλους. Κι αυτό είναι εκείνο που απαρχής τονίζει
η ακολουθία του. «Υπεράγαθε Κύριε, έδωσες ως υπόδειγμα υπομονής και ανδρείας
τον δίκαιο Ιώβ τον πολύαθλο, ως προς τις αρετές και τα λόγια του και τα θεία
του έργα, και προκαλείς τον σωφρονισμό πράγματι σ᾽αυτούς που τα χάνουν από τα
ατυχήματα της ζωής» (στιχηρό εσπερινού).
Εκείνο που θα μπορούσε να καταλογίσει κανείς ως ῾αρνητικό᾽
στον άγιο και δίκαιο αυτόν άνδρα είναι το γεγονός ότι στο τέλος των δοκιμασιών
του, όταν και οι φίλοι του τον καταδικάζουν, λέγοντάς του ότι ασφαλώς οι
αμαρτίες του τον οδήγησαν σ᾽ αυτήν την κατάντια, αρνείται τις κατηγορίες τους,
ισχυριζόμενος ότι δεν έφταιξε σε τίποτε και γι᾽ αυτό δεν κατανοεί την αιτία των
παθών του. Κι ενώ πράγματι είναι αρνητικό γεγονός ο ισχυρισμός του αυτός:
ξεκινά με το δεδομένο της δικαιοσύνης και της αγιωσύνης του, το θέτουμε εντός
εισαγωγικών, γιατί ο Ιώβ βρίσκεται μέσα στα πλαίσια της Παλαιάς Διαθήκης. Δεν
είχε έλθει ακόμη ο Κύριος Ιησούς Χριστός, για να φανερώσει ότι η πορεία του
ανθρώπου στη ζωή αυτή, μετά την πτώση του στην αμαρτία, είναι πορεία που θα
περνά πια μέσα από το πάθος και τις δοκιμασίες, καλύτερα το πάθος και οι
δοκιμασίες θα είναι πια το μέσον προαγωγής του ανθρώπου στην αγιότητα και της
αναγωγής του στη ζωή του Θεού. Κι απόδειξη: ο ίδιος ο Κύριος πέρασε μέσα από το
Πάθος για να φτάσει στην Ανάσταση. Οι λόγοι Του είναι σαφείς: «Διά πολλών
θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών». Και: «ει εμέ
εδίωξαν και υμάς διώξουσι». Έκτοτε οι χριστιανοί έμαθαν ότι δεν μπορούν να
αρνούνται τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες κι ότι οι δοκιμασίες είναι το
μέσον, όπως είπαμε, προκειμένου να μετάσχουν στη δόξα του Χριστού ως «κληρονόμοι
μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού. Ει γαρ συμπάσχομεν, τότε και συνδοξασθώμεν.
Ου γαρ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν εις υμάς
αποκαλυφθήναι δόξαν» (πρβλ. Ρωμ. 8).
Το σκεπτικό λοιπόν του Ιώβ «γιατί πάσχω, ενώ είμαι
δίκαιος;» είναι το σκεπτικό του Ιουδαίου ανθρώπου (δικαιολογημένο σ᾽ έναν
βαθμό, αφού δεν είχε ακόμη καλλιεργηθεί η μετά θάνατον ζωή), που θεωρεί ότι ο
δίκαιος πρέπει να απολαμβάνει μόνο τις χάρες και τη δόξα του Θεού, διότι τηρεί
το θέλημα Αυτού. Αλλά ακριβώς αυτό είναι και το σκεπτικό των ῾φίλων᾽ του που ήλθαν
να του ῾συμπαρασταθούν᾽: για να υφίστασαι τόσα δεινά, άρα έχεις αμαρτήσει. Και
θα οδηγούνταν τα πράγματα σε αδιέξοδο, αν δεν επενέβαινε ο ίδιος ο Θεός στο
τέλος της συνομιλίας τους, για να ελέγξει τόσο τους φίλους όσο και τον ίδιο τον
Ιώβ, με την επισήμανση ῾έχετε εμπιστοσύνη στην αγάπη Μου, έστω κι αν δεν την
καταλαβαίνετε᾽. Κι είναι η απάντηση αυτή του Θεού η τελική απάντηση στο
ευρύτερο πρόβλημα που ταλανίζει διαχρονικά την ανθρωπότητα, η οποία σε κάθε
εποχή διαπιστώνει τα πάθη και τις συμφορές της: γιατί πάσχει ο δίκαιος
άνθρωπος; Πού υπάρχει η δικαιοσύνη του Θεού, όταν βλέπουμε ένα σωρό αδικίες,
όπως πολέμους, φτώχεια, αρρώστιες, θανάτους μικρούς παιδιών κλπ.; Η απάντηση
δηλαδή του Θεού κυμαίνεται σε επίπεδο υπέρ την ανθρώπινη λογική, στο επίπεδο της
πίστης σ᾽ Εκείνον, ο Οποίος καλεί ακριβώς τον άνθρωπο να έχει εμπιστοσύνη στην
αγάπη Του, έστω κι αν η λογική του αδυνατεί να Την κατανοήσει.
Ο δίκαιος Ιώβ βεβαίως δοκιμάστηκε σαν χρυσός (βλ. ωδή γ´) και έλαμψε περισσότερο η λάμψη του. Γι᾽ αυτό και ο Θεός τελικώς τον ανταμείβει διπλά και τον προβάλλει πρότυπο αιώνιο. Ο άγιος υμνογράφος εμμένει, και δικαίως, στην αρετή και την αγιωσύνη του Ιώβ. Όλη η υμνογραφία του είναι ένας ύμνος προς τις αρετές του δικαίου, τη συνέπειά του στον λόγο του Θεού, στην υπέρ φύσιν πίστη του. Δεν θέλει να ῾εκτραπεί᾽ στον παραπάνω θεολογικό προβληματισμό – δεν υπάρχει ούτε ένα τροπάριο επ᾽ αυτού - που θέτει με οξύτητα το πρόβλημα της θεοδικίας. Για τον άγιο ποιητή «ο Ιώβ στεφανώθηκε επαξίως με τη λαμπρότητα της υπομονής» (ωδή θ´), φανερώνοντας και το στήριγμα της υπομονής του αυτής, την αγία ταπείνωσή του: «Όπως δικαιολογείται ο άνθρωπος όταν δει τη δόξα Σου, Κύριε, έτσι κι ο Ιώβ είδε την αθέατη αυτή δόξα, και ζυμωμένος με την ευλάβεια και τον φόβο Σου, φώναξε πολύ έντρομος: Είμαι γη και στάχτη, ενώ εσύ είσαι ο Κύριος» (ωδή θ´), όπως και την θερμή αγάπη του στον συνάνθρωπο: «Ιώβ ένδοξε, θεραπεύοντας τον πόνο κάθε θλιμμένης καρδιάς, από βλέφαρα συμπάθειας έχυνες δάκρυα, καθώς ήσουν ο προστάτης των ορφανών και των χηρών» (ωδή ς´). Γι᾽ αυτό «και όλοι τον τιμούμε και υμνολογούμε τη μνήμη του» (κοντάκιο).