«Ρήματα ἀκούσασαι χαρᾶς ἐκ τῶν ἐν τῷ τάφῳ τοῦ Λόγου
προσκαθημένων νοῶν, δρόμον ἐπεδείξαντο σπουδαιοτέρας ὁρμῆς∙ καί τήν τάξιν ἀφέμεναι
τῶν πρίν Μυροφόρων, ὡς εὐαγγελίστριαι ἐθεωρήθησαν, Ἔγερσιν ἐξ ἅδου κευθμώνων εὐαγγελιζόμεναι
Μύσταις τοῦ ὑπέρ ἡμῶν ἐνανθρωπήσαντος» (στιχ. εσπ. ημέρας).
(Αφού άκουσαν οι Μυροφόρες γυναίκες λόγια χαράς (ότι
αναστήθηκε δηλαδή ο Χριστός) από τους Αγγέλους που κάθονταν στον τάφο του Λόγου
Χριστού, έκαναν τον δρόμο της επιστροφής με βιασύνη και μεγαλύτερη ορμή. Κι
αφού άφησαν την τάξη των Μυροφόρων που είχαν πριν, φάνηκαν ως ευαγγελίστριες,
καθώς ανήγγελλαν στους Αποστόλους το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης από τα
άδυτα του άδη Εκείνου
που ενανθρώπησε για χάρη μας).
Δεν είναι τυχαίο ότι η αναγγελία της Ανάστασης του Κυρίου
δόθηκε από τους αγίους Αγγέλους σε γυναίκες, οι οποίες επέδειξαν μία
γενναιότητα μεγάλη, καθώς παρ’ όλο τον φόβο τους λόγω των γεγονότων από τη
Σταύρωση του Κυρίου αγόρασαν αρώματα προκειμένου να επιτελέσουν τα έθιμα που
προέβλεπε ο Ιουδαϊκός νόμος – μία συνέχεια θα λέγαμε του τύπου της Αντιγόνης γυναίκας
της αρχαίας τραγωδίας. Οι μυροφόρες γυναίκες κινούνταν από την αγάπη τους προς
τον Κύριο, η οποία ξεπερνούσε τον φόβο της λογικής, γεγονός που ισχύει
διαχρονικά, ιδίως δε σε θέματα πια της πνευματικής ζωής: όπου υφίσταται αγάπη,
εκεί διαπιστώνεται υπέρβαση του όποιου φόβου, εκεί λειτουργεί η τόλμη και η
γενναιότητα – υπερνικάται ακόμη και ο φόβος του θανάτου. «Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν
τῇ ἀγάπῃ» θα πει αξιωματικά ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, «ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη
ἔξω βάλλει τόν φόβον».
Η αγάπη τους λοιπόν που οδηγεί στην τολμηρή και γενναία
στάση τους επιβραβεύεται από τον Θεό˙ είναι οι πρώτες που μαθαίνουν την
Ανάσταση! Κι όχι μόνο˙ παίρνουν την εντολή να αναγγείλουν το χαρμόσυνο γεγονός
σ’ εκείνους που θα έπρεπε λογικά να είναι οι πρώτοι μέτοχοι: στους Μαθητές του
Κυρίου, τους ίδιους τους Αποστόλους. Έτσι αλλάζουν, κατά τον υμνογράφο μας,
τάξη και επίπεδο: από μυροφόρες γίνονται ευαγγελίστριες. Πρόκειται για μία
επισήμανση όχι μόνον από τον συγκεκριμένο ύμνο, αλλά από πληθώρα παρομοίων,
προφανώς γιατί η μεταβολή αυτή της τάξεως, έχει κάποιο ξεχωριστό νόημα και
σημασία.
Και πράγματι έχει, γιατί αυτό που γίνεται στις μυροφόρες
λειτουργεί ως τύπος ευρύτερα για κάθε χριστιανό όπου γης και κάθε χρόνου. Τι
εννοούμε; Όπως οι γυναίκες θέλησαν να προσφέρουν τα μύρα της αγάπης τους προς
τον Κύριο και βρέθηκαν να δέχονται αποκάλυψη αγγελική και ώθηση ιεραποστολική,
έτσι και με κάθε χριστιανό: γεύεται την παρουσία του Κυρίου γινόμενος μέτοχος
του αναστασίμου φωτός Του, έτοιμος συνεπώς να ακτινοβολήσει το φως αυτό στο περιβάλλον
του και όπου αλλού βρεθεί, στον βαθμό που έχει καταστήσει και καθιστά τον εαυτό
του μυροφόρο Εκείνου. Και μυροφόρος, κατά την πίστη μας, καθίσταται ο πιστός,
όταν αγωνίζεται τη ζωή του να τη θέτει επί τα ίχνη του Κυρίου, πάνω στο θέλημα
του Θεού δηλαδή, πάνω στις άγιες εντολές Του. Κι αυτό στην πραγματικότητα
φανερώνει τον αγώνα της μετανοίας του, γιατί αυτό σημαίνει αληθινή μετάνοια: να
βλέπω τα λάθη, τις αστοχίες και τις αμαρτίες μου, με κριτήριο τον λόγο του
Θεού, και να παρακαλώ τον Κύριο να μου δίνει δύναμη να βρίσκομαι στη δική Του
Οδό – «ἐγώ εἰμι ἡ Ὁδός»!
Ένας ύμνος μάλιστα της Εκκλησίας μας, από τους
κατανυκτικούς λεγόμενους, στον ήχο πλ. δ΄, έρχεται και με ανάγλυφο τρόπο μάς το
εξαγγέλλει: «Δάκρυά μοι δός ὁ Θεός ὡς ποτέ τῇ γυναικί τῇ ἁμαρτωλῷ, καί ἀξίωσόν
με βρέχειν τούς πόδας σου, τούς ἐμέ ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πλάνης ἐλευθερώσαντας, καί
μύρον εὐωδίας σοι προσφέρειν, βίον καθαρόν ἐν μετανοίᾳ μοι κτισθέντα, ἵνα ἀκούσω
κἀγώ τῆς εὐκταίας σου φωνῆς, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εἰς εἰρήνην»
(Δώσε μου δάκρυα, Θεέ μου, όπως κάποτε έδωσες στην αμαρτωλή γυναίκα, και αξίωσέ
με να βρέχω μ’ αυτά τα πόδια Σου, αυτά που με ελευθέρωσαν από την οδό της
πλάνης, και να σου προσφέρω μύρο ευωδίας, δηλαδή την καθαρή ζωή μου τη
θεμελιωμένη πάνω στη μετάνοιά μου, ώστε να ακούσω κι εγώ την ευλογημένη Σου
φωνή: η πίστη σου σε έσωσε, πορεύου ειρηνικά).
Τα δάκρυα της μετανοίας μας λόγω της αμαρτωλής ζωής μας
λειτουργούν ενώπιον του Κυρίου ως ευωδία, γιατί οδηγούν στην καρποφορία των
αρετών, που είναι τα δικά μας μύρα που προσφέρουμε σ’ Εκείνον. Μη ξεχνάμε ότι ο
Ίδιος βεβαίωσε πως «χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι»
- οι αμαρτίες μας είναι το μεγαλύτερο δώρο που προσάγουμε στον Θεό. Μυροφόρος
είναι ο κάθε χριστιανός, άνδρας και γυναίκα, από την άποψη αυτή, που σημαίνει
ότι ευαγγελιστής και ευαγγελίστρια γίνεται μόνον αυτός που ζει τον Θεό ως χαρά
στην ύπαρξή του. Μυροφόρος και ευαγγελιστής: το μόνιμο δίπολο που συνυπάρχει
πάντοτε – το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο.