03 Απριλίου 2021

Σπουδή στον Ακάθιστο Ύμνο (Γ΄ Στάση Χαιρετισμών)

                           

 ΣΤΑΣΙΣ ΤΡΙΤΗ

Νέαν ἔδειξε κτίσιν, ἐμφανίσας ὁ Κτίστης, ἡμῖν τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ γενομένοις· ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός, καὶ φυλάξας ταύτην, ὥσπερ ἦν, ἄφθορον· ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες, ὑμνήσωμεν αὐτήν, βοῶντες·

Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας· χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.

Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα· χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.

Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί· χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ᾿ οὗ σκέπονται πολλοί.

Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις· χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.

Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις· χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.

Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παῤῥησίας· χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Νέα (πνευματικὴ) κτίση φανέρωσε ὁ Κτίστης σ᾿ ἐμᾶς ποὺ γίναμε ἀπ᾿ Αὐτόν, ἀφοῦ βλάστησε χωρὶς σπορὰ ἀπὸ παρθενικὴ κοιλιὰ καὶ τὴν διαφύλαξε ὅπως ἦταν ἄφθορη. Ὣστε βλέποντας ἐμεῖς τὸ θαῦμα, μὲ ὕμνους νὰ φωνάζουμε πρὸς αὐτή·

Χαῖρε, ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας· χαῖρε, στεφάνι τῆς ἐγκρατείας.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ μᾶς δίνεις εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, χαῖρε ἐσὺ ποὺ μᾶς φανερώνεις τὴ ζωὴ τῶν Ἀγγέλων.

Χαῖρε, δέντρο ποὺ παράγεις καρποὺς γευστικοὺς καὶ καλούς, ἀπ᾿ τοὺς ὁποίους τρέφονται οἱ πιστοί· χαῖρε, ξύλο (δέντρο) πυκνόφυλλο, κάτω ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο σκεπάζονται πολλοί.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ κυοφόρησες ὁδηγὸ γιὰ τοὺς πλανωμένους, χαῖρε, ἐσὺ ποὺ γέννησες Λυτρωτὴ γιὰ τοὺς αἰχμαλώτους.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ καθικετεύεις τὸν δίκαιο Κριτή, χαῖρε ἐσὺ ποὺ (μὲ τὴ μεσιτεία σου) παρέχεις συγχώρηση στοὺς ἁμαρτωλούς.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ γίνεσαι στολὴ γιὰ τοὺς γυμνοὺς ἀπὸ πνευματικὴ παρρησία (πρὸς τὸ Θεό)· χαῖρε στοργὴ ποὺ νικᾶς κάθε πόθο.

Χαῖρε Νύμφη, ἀνύμφευτε.

ΛΞ: εμφαίνουσα: που εμφανίζεις, αγλαόκαρπον: με χυμώδεις καρπούς, ευσκιόφυλλον: πυκνόφυλλο, δυσώπησις: παράκληση, παρρησίας: θάρρος.

 

Ξένον τόκον ἰδόντες, ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες· διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεός, ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος, βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος, τοὺς αὐτῷ βοῶντας· Ἀλληλούϊα.

Ἀφοῦ γνωρίσαμε τὴν παράδοξη γέννηση (τοῦ Χριστοῦ), ἂς ἀποξενωθοῦμε ἀπὸ τὸν κόσμο, μεταφέροντας τὸ νοῦ μας στὸν οὐρανό. Γιὰ τοῦτο ὁ ὑψηλὸς Θεὸς φανερώθηκε στὴ γῆ ὡς ἕνας ταπεινὸς ἄνθρωπος· γιατὶ ἤθελε νὰ τραβήξει πρὸς τὸ δικό Του ὕψος αὐτοὺς ποὺ τοῦ φωνάζουν Ἀλληλούϊα.

ΛΞ: Ξένον: παράδοξο, ξενωθώμεν: ας αποξενωθούμε.

 

Ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω, καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν, ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος· συγκατάβασις γὰρ θεϊκή, οὐ μετάβασις δὲ τοπικὴ γέγονε· καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου, ἀκουούσης ταῦτα·

Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα· χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.

Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα· χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.

Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβείμ· χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφείμ.

Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταὐτὸ ἀγαγοῦσα· χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.

Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐλύθη παράβασις! χαῖρε δι᾿ ἧς ἠνοίχθη Παράδεισος.

Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ Βασιλείας· χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὁλόκληρος βρισκόταν κάτω στὴ γῆ, κι ὡστόσο δὲν ἀπουσίαζε ἀπὸ τὰ ἄνω (τὸν οὐρανὸ) ὁ ἀπερίγραπτος Υἱὸς καὶ Λόγος (τοῦ Θεοῦ). Κι αὐτὸ ἔγινε μὲ θεϊκὴ συγκατάβαση κι ὄχι μὲ τοπικὴ μετακίνηση· κι ἔτσι συντελέστηκε ἡ γέννηση ἀπὸ Παρθένο ἀφιερωμένη στὸ Θεό, ἡ ὁποία ἀκούει αὐτά·

Χαῖρε, χώρα ποὺ χώρεσες τὸν ἀχώρητο Θεό· χαῖρε, θύρα τοῦ σεπτοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας μας.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ γιὰ τοὺς ἀπίστους εἶσαι ἀμφίβολο ἄκουσμα· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ γιὰ τοὺς πιστοὺς εἶσαι ἀναμφίβολο καύχημα.

Χαῖρε, ὄχημα πανάγιο (τοῦ Χριστοῦ) ποὺ κάθεται πάνω στὰ Χερουβείμ· χαῖρε, οἴκημα ὑπερτέλειο Ἐκείνου ποὺ κάθεται στὰ Σεραφείμ.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἕνωσες μεταξύ τους τὰ ἀντίθετα· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ συνδύασες τὴν παρθενία μὲ τὴ μητρότητα.

Χαῖρε, ἐσὺ μὲ τὴν ὁποία καταλύθηκε ἡ παράβαση, χαῖρε, ἐσὺ χάρη στὴν ὁποία ἀνοίχτηκε ὁ Παράδεισος.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ᾿σαι τὸ κλειδὶ τῆς βασιλείας (τοῦ Χριστοῦ)· χαῖρε, ἐσὺ ἡ ἐλπίδα τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.

Χαῖρε Νύμφη, ἀνύμφευτε.

ΛΞ: απήν: απουσίαζε, αμφίβολον: δύσκολο άκουσμα, ταναντία εις ταυτό αγαγούσα: ένωσες τα αντίθετα, ζευγνύσα: συνδύασες.

 

Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων, κατεπλάγη τὸ μέγα, τῆς σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον· τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν, ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον· ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα, ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως· Ἀλληλούϊα.

Κάθε φύση Ἀγγέλων κατεπλάγη γιὰ τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπήσεὼς Σου· γιατὶ ἔβλεπε τὸν ἀπρόσιτο Θεό, νὰ γίνεται προσιτὸς σὲ ὅλους ἄνθρωπος, νὰ συναναστρέφεται μαζί μας καὶ νὰ ἀκούει ἀπὸ ὅλους τὸ Ἀλληλούϊα.

ΛΞ: συνδιάγοντα: συναναστρέφεται.

 


Ῥήτορας πολυφθόγγους, ὡς ἰχθύας ἀφώνους, ὁρῶμεν ἐπὶ σοὶ Θεοτόκε· ἀποροῦσι γὰρ λέγειν τό, πῶς καὶ Παρθένος μένεις, καὶ τεκεῖν ἴσχυσας· ἡμεῖς δὲ τὸ μυστήριον θαυμάζοντες, πιστῶς βοῶμεν·

Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον· χαῖρε, προνοίας αὐτοῦ ταμεῖον.

Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα· χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.

Χαῖρε, ὅτι ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί· χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.

Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα· χαῖρε, τῶν ἁλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.

Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα· χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.

Χαῖρε, ὁλκὰς τῶν θελόντων σωθῆναι· χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Τοὺς ἐπιδέξιους ρήτορες, τοὺς βλέπουμε σὰν ψάρια ἄφωνα νὰ στέκονται μπροστὰ στὸ μυστήριό σου Θεοτόκε· γιατὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐξηγήσουν πῶς καὶ Παρθένος ἔμεινες καὶ μπόρεσες νὰ γεννήσεις. Ἐμεῖς ὅμως θαυμάζοντας τὸ μυστήριο, σοῦ φωνάζουμε μὲ πίστη·

Χαῖρε, δοχεῖο τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, χαῖρε ταμεῖο τῆς πρόνοιάς Του.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἀποδείχνεις ἄσοφους τοὺς φιλοσόφους· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἐλέγχεις ὡς ἄμυαλους τοὺς τεχνολόγους.

Χαῖρε, γιατὶ μὲ σένα ἀποδείχτηκαν ἀνόητοι οἱ διαβόητοι συζητητές· χαῖρε, γιατὶ μὲ σένα ἐξαφανίστηκαν οἱ μυθοπλάστες.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ διαλύεις τοὺς περίπλοκους συλλογισμοὺς καὶ σοφίες τῶν Ἀθηναίων· χαῖρε, ἐσὺ ποὺ γεμίζεις (μὲ ἀνθρώπινες ψυχὲς) τὰ δίχτυα τῶν πνευματικῶν ψαράδων.

Χαῖρε, ἐσὺ ποὺ ἀνασύρεις ἀπὸ τὸ βυθὸ τῆς ἄγνοιας, χαῖρε ἐσὺ ποὺ φωτίζεις πολλοὺς μὲ θεία γνώση.

Χαῖρε, πλοῖο αὐτῶν ποὺ θέλουν νὰ σωθοῦνε, χαῖρε, λιμάνι αὐτῶν ποὺ ταξιδεύουν στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς.

Χαῖρε Νύμφη, ἀνύμφευτε.

ΛΞ: πολυφθόγγους: ικανότατους, τεκείν ίσχυσας: μπόρεσες να γεννήσεις, τεχνολόγους: σοφούς που φάνηκαν, εμωράνθησαν: αποδείχτηκαν ανόητοι, πλοκάς: σοφιστείες, σαγήνας πληρούσα: γεμίζεις τα δίχτυα, εξέλκουσα: ανασύρεις, ολκάς: πλοίο, πλωτήρων: ταξιδιωτών.

 


Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον, ὁ τῶν ὅλων Κοσμήτωρ, πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε· καὶ ποιμὴν ὑπάρχων ὡς Θεός, δι᾿ ἡμᾶς ἐφάνη καθ᾿ ἡμᾶς ἄνθρωπος· ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέσας, ὡς Θεὸς ἀκούει· Ἀλληλούϊα.

Θέλοντας νὰ σώσει τὸν κόσμο Ἐκεῖνος ποὺ γιὰ χάρη μας τὸν κόσμησε, ἦλθε πρὸς αὐτὸν μὲ δική του πρωτοβουλία. Καὶ ὄντας Ποιμένας, ὡς Θεός, γιὰ χάρη μας φάνηκε ὅμοιος μὲ μᾶς ἄνθρωπος, καὶ κάλεσε ἔτσι (στὴ σωτηρία) τοὺς ὅμοιους μὲ Αὐτόν, ποὺ ὡς Θεὸς ἀκούει· Ἀλληλούϊα.

ΛΞ: κοσμήτωρ: διακοσμητής

 

                                                                                                          

π. Μ Ι Χ Α Η Λ ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ


«Ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου δούλου τοῦ Θεοῦ Μιχαήλ πρεσβυτέρου, πατρός καί ἀδελφοῦ ἡμῶν γενομένου ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ Ἁγίας Παρασκευῆς Καλλιπόλεως Πειραιῶς».

«Οἱ τήν ὁδόν τήν στενήν βαδίσαντες τεθλιμμένην πάντες οἱ ἐν βίῳ˙ οἱ τόν σταυρόν ὡς ζυγόν ἀράμενοι καί ἐμοί ἀκολουθήσαντες ἐν πίστει, δεῦτε ἀπολάβετε ἅ ἡτοίμασα ὑμῖν βραβεῖα καί στέφη τά οὐράνια» (Από την εξόδιο ακολουθία εις κεκοιμημένον ιερέα).

(Όλοι εσείς που στη ζωή αυτή  βαδίσατε τη στενή και τεθλιμμένη οδό˙ κι όλοι εσείς που σηκώσατε τον σταυρό σας ως ζυγό και με ακολουθήσατε με πίστη, εμπρός απολαύσατε όσα βραβεία και ουράνια στεφάνια ετοίμασα για χάρη σας).

Σήμανε η ώρα, η κοινή για όλους τους ανθρώπους, και για τον κεκοιμημένο πια πατέρα και αδελφό π. Μιχαήλ Βασιλάκη. Ενενήντα χρόνια ζωής, εξήντα και… χρόνια ιερωσύνης (τα τελευταία δεκαπέντε ως συνταξιούχος), μία ζωή ολόκληρη διακονίας και υπηρεσίας προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ήρθε η ώρα να δύσει κι αυτός, όπως σβήνει κι ο ήλιος, όχι όμως για να «χαθεί», όπως πιστεύουν οι αρνητές της πίστεως, αλλ’ ούτε για να μείνει στη μνήμη κάποιων ανθρώπων, ώστε δι’ αυτών να συνεχιστεί η παρουσία του. Αλλά για να ανατείλει εκεί «ἔνθα οὐκ ἔστιν πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός», στην ίδια την εν Ουρανοίς Βασιλεία του Θεού. Έφυγε από τον κόσμο τούτο, για να αλλάξει πλευρό στην αγκαλιά του Χριστού. Γιατί αυτό δεν διαλαλεί η πίστη μας όχι ως θεωρία και φαντασία, όχι ως ιδεολογία, αλλά ως πραγματικότητα θεμελιωμένη στο κατεξοχήν γεγονός που σφράγισε την Ιστορία, την Ανάσταση του Χριστού; «Ἐάν τε ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» όπως το μαρτυρεί ο μέγας απόστολος Παύλος. Είτε δηλαδή είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε με τον θάνατό μας, στον Χριστό ανήκουμε. Γιατί Αυτός είναι ο Δημιουργός και ο Προνοητής και ο Κυβερνήτης μας. «Τά πάντα ἐξ Αὐτοῦ καί δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν» υπάρχουν και υφίστανται. Και ο αγαπημένος παπα Μιχάλης μας, και όσο ζούσε μέχρι λίγες μέρες πριν, αναπαυόταν στην αγκαλιά του Κυρίου, και τώρα, ακόμη περισσότερο, αναπαύεται στην ίδια αγκαλιά, μέσα όμως από την πρόσωπο προς πρόσωπο κοινωνία μαζί Του. Εάν η σχέση μας με τον Χριστό στον κόσμο τούτο είναι μέσα από τη «θολή» όραση της πίστης, τότε, την ώρα που φεύγουμε από τον κόσμο τούτο, αποκτά την καθαρότητα που ’χει το κρύσταλλο, που θα γίνει μάλιστα ακόμη καθαρότερη με τη Δευτέρα έλευση του Κυρίου μας. Τίποτε δεν διακόπτει πια την κοινωνία με τον Χριστό, κυρίως δε το σαρκίο μας, το σώμα μας, που η παχύτητά του δεν αφήνει την ψυχή και το πνεύμα μας να απολαμβάνει όσο θέλει την αγάπη του Χριστού, Εκείνου προς εμάς και ημών προς Εκείνον.  

Ευλογήθηκα, και μαζί μου και οι άλλοι εφημέριοι του Ναού μας: άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο, να συνυπάρχω με τον μακαριστό πατέρα μας είκοσι περίπου χρόνια. Αρκετά βεβαίως για να καταλάβω την ποιότητα του χαρακτήρα του και το βάθος της ιερατικής του συνείδησης. Και τι κατενόησα; Ότι πρόκειται περί ανθρώπου που μέσα από αυτόν αναδύεται πρώτα από όλα η κρητική υπερηφάνεια και λεβεντιά. Ο παπα Μιχάλης, σαν άλλος καπετάν Μιχάλης, ήταν ο ντόμπρος άνθρωπος, ο καθαρός, που δεν κρατάει δεύτερες σκέψεις για σένα πίσω από το κεφάλι του. Ό,τι είχε να πει στο έλεγε απερίφραστα, γιατί δεν μπορούσε να κρυφτεί. Η μόνη έγνοια του ήταν να μη σε προσβάλει, που σημαίνει ότι η ντομπροσύνη του φιλτραριζόταν από την αγάπη του για τον συνάνθρωπο. Τόσα χρόνια μαζί, για παράδειγμα, και ένα λόγο κατάκρισης για άλλον συνεφημέριο ή και για άλλον συνάνθρωπο δεν άκουσα. Κι όχι μόνο αυτό. Πάντοτε η στάση του και ο λόγος του συνοδευόταν από το πηγαίο χαμόγελό του. Και δεν είναι υπερβολή. Όσοι έστω και λίγο τον έζησαν και τον συναναστράφηκαν θα συμφωνούν με την πραγματικότητα αυτή.

Θα πω ένα συγκεκριμένο περιστατικό. Υπήρχαν πολλά πράγματα που τα έβλεπε και τον ενοχλούσαν, και στον κόσμο γύρω μας αλλά και στην ενορία, ακόμη και μέσα στον Ναό. Μία τέτοια ενόχλησή του – δείγμα της ιερατικής ευαίσθητης και καλλιεργημένης συνείδησής του – ήταν η κακή συνήθεια κάποιων χριστιανών, που την ώρα του μνημοσύνου μετά τη Θεία Λειτουργία σηκώνονταν και έφευγαν. Συχνά βέβαια είχαμε την ευκαιρία να το σημειώσουμε, να το εξηγήσουμε, να το πούμε και να το ξαναπούμε. Μάταιος όμως κόπος. Γιατί μία κακή συνήθεια δεν ξεριζώνεται εύκολα. Κάποια φορά δεν άντεξε. Πήρε στο τέλος το μικρόφωνο και με τη συνηθισμένη του ευγένεια παρεκάλεσε τον κόσμο να μείνει, να μη φύγει. «Σας παρακαλώ», είπε, «δεν είναι σωστό να φύγετε». Μπορεί να μην εύρισκε τα λόγια να εκφράσει τη θεολογία της Εκκλησίας μας, αλλά τη ζούσε και έβλεπε το λάθος. «Δεν είναι σωστό» - αρκούσε τούτο για να φανερώσει τη στάση ζωής του, ότι η Εκκλησία μας είναι «σώμα Χριστού», ότι όλοι μας είμαστε «μέλη Χριστού», συνεπώς όταν φεύγει ένας αδελφός φεύγει κάποιος που είναι δικός μας, που είμαστε εμείς, κι όχι ένας ξένος. Ειλικρινά, στο άκουσμα της σεμνής παρατήρησης δάκρυσα.

Κι ακριβώς, ήταν ευγενής άνθρωπος ο μακαριστός πατέρας. Γιατί όπως είπαμε, έφερνε την αύρα του Ψηλορείτη και την αρμύρα του Κρητικού Πελάγους, που σημαίνει τον καθαρό λόγο, αλλά τον συνυφασμένο με τ’ αγιαστικό ένδυμα του αγίου παππούλη, του αγίου των θαλασσών Νικολάου του εν Μύροις. Ευγένεια: το ευωδιαστό άνθος της απλής και καθαρής ψυχής που έχει αρδευτεί και αρδεύεται όμως από την αγάπη. Και τέτοια ευγενική ψυχή ήταν και ο παπα Μιχάλης. Και δεν δίσταζε όταν έβλεπε κάτι καλό, να το επαινέσει, να το ενισχύσει, να του δώσει «αέρα» όπως λέμε για να αναπτυχθεί περισσότερο. Και το λέω εμπειρικά: ήδη απαρχής όταν ανέλαβα τη διακονία μου στον Ναό μας, και ιδίως το κήρυγμα, ήταν ο πρώτος που μου εξέφρασε την ευαρέσκειά του. «Να κηρύσσεις» μου έλεγε, ενώ όταν για διαφόρους λόγους, σε μία καθημερινή εορτή για παράδειγμα, έλεγα πως δεν θα πω τίποτε, ερχόταν και με παρακινούσε. «Πες τους δυο λόγια εσύ που μπορείς».

Δεν ήταν μόνο η κρητική αύρα που έφερνε ως ψυχή ο μακαριστός πατέρας. Η ίδια η κορμοστασιά του, η ευθυτενής και σταθερή, βοηθούσε σ’ αυτό. Και το καταλάβαινες με την πρώτη ματιά την ώρα ιδιαιτέρως που λειτουργούσε. Ήταν ιεροπρεπέστατος, σωστά τοποθετημένος ενώπιον της αγίας Τράπεζας, με κινήσεις κυριολεκτικά αρχοντικές. Ναι, ήταν άρχοντας στη Θεία Λειτουργία ο πατέρας. Και είχε επίγνωση και το εξέφραζε ως στοιχείο της ζωής του. Μα ήταν ακριβώς αυτό που απεδείκνυε και τη βαθειά πίστη του και την αίσθηση του τι σημαίνει να είσαι λειτουργός του Υψίστου. Και πάλι θα μου επιτρέψετε να θυμηθώ κάτι από την αγωνία του να μου μεταδώσει κάτι σημαντικό όταν πρωτοέγινα κληρικός. Κάνοντας την πρόθεση κάποια φορά και καθώς βρισκόμουν εγώ δίπλα του για να παρακολουθώ, κοντοστέκεται στο τέλος, μετά την ευχή της προθέσεως, όπου ο ιερέας ζητά από τον Θεό Πατέρα να ευλογήσει την πρόθεση και να αναγάγει τα δώρα στο Ουράνιο θυσιαστήριο μαζί με τα αιτήματα των ανθρώπων, γυρίζει και μου λέει με επίσημο ύφος ως τρόπον τινά απόσταγμα της λειτουργικής εμπειρίας του: «Πρόσεχε, π. Γεώργιε. Η συγκεκριμένη ευχή είναι πολύ σπουδαία. Περικλείει μεγάλο βάθος». Ποιος ξέρει τι εμπειρίες εξέφραζε την ώρα εκείνη ο καλός παππούλης!

Θα παραλείψω πάμπολλα άλλα στοιχεία, αποδεικτικά του γεγονότος ότι μιλάμε για πραγματικό παπά, και θα περιοριστώ σε ένα τελευταίο, που νομίζω όμως πως είναι πρώτο: τη σχέση του με τη μακαριστή πρεσβυτέρα του Ηλέκτρα. Η παπαδιά του ήταν για τον παπα Μιχάλη η βάση του μετά τον Θεό. Τίποτε δεν μπορούσε να κάνει χωρίς την έγνοια και την αναφορά του σ’ αυτήν. Άλλωστε εκείνη είχε και την κατεξοχήν ευθύνη για το μεγάλωμα των αγαπημένων του παιδιών που τόσο τα αγαπούσε και τόσο τον αγαπούσαν! Ευλογημένα παιδιά. Ευλογημένα έπειτα και τα εγγόνια του! Γι’ αυτό και όταν έφυγε πριν από αρκετά χρόνια από τη ζωή αυτή απρόσμενα, κλονίστηκε. Έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του, αλλά σιγά σιγά η πίστη του, μαζί με την αγάπη των παιδιών του, τον δυνάμωσε και συνήλθε. Και δεν πρέπει τούτο να το πάρουμε στα ελαφρά. Γιατί η παπαδιά για τον παπά συνιστά πράγματι το θεμέλιο και του οίκου του αλλά και της ορθής ιερατικής του πορείας. Αν για κάθε έγγαμο το άλλο μέλος της συζυγίας είναι κυριολεκτικά το άλλο του μισό, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «οὐκ εἰσί δύο, ἀλλά μία σάρξ», τούτο ισχύει πολλαπλάσια ίσως για τον ιερέα. Κι είχε επίγνωση και η μακαριστή πρεσβυτέρα του της πραγματικότητας αυτής, γιατί έλεγε πως «ο παπάς – έτσι προσφωνούσε τον ιερέα σύζυγό της - μόνο τα της Εκκλησίας ξέρει. Στο σπίτι δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα». Γιατί προφανώς είχε τέτοια αγάπη και δυναμισμό η πρεσβυτέρα του, ώστε του τα ετοίμαζε όλα, προκειμένου εκείνος ελεύθερα να είναι αφοσιωμένος στα ιερατικά του καθήκοντα.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά που λέμε όμως με το αρχικό τροπάριο; Αμεσότατη! Διότι ό,τι αναφέραμε και πολλά άλλα που ο καθένας που τον γνώρισε, ιδίως μάλιστα τα αγαπημένα του παιδιά και εγγόνια, μπορεί να συμπληρώσει, έρχονται και υπομνηματίζουν το περιεχόμενο του ύμνου. Ο παπα Μιχάλης μας, ο πατέρας και αδελφός μας, ακολούθησε τη στενή και θλιμμένη οδό του Κυρίου – Εκείνος ήταν πάντοτε η καταφυγή του και το καθημερινό όραμα της ζωής του. Τα φυσικά και πνευματικά προσόντα του εμπνέονταν από την πίστη του στον Χριστό και τον σταυρό της διακονίας Του που εν επιγνώσει είχε αναλάβει και με απόλυτη ευσυνειδησία επιτελούσε. Δεν κινείτο σαν φωτιά ή σαν δυνατός άνεμος ή σαν σεισμός – ό,τι φαντάζει σπουδαίο και μεγάλο στα μάτια πολλών! Το πέρασμά του ήταν της απαλής αύρας, της σεμνής ευγένειας, που έχει όμως τη σκληρότητα του διαμαντιού της πίστεως. Γι’ αυτό και είμαστε πεπεισμένοι απολύτως πως ό,τι ο Κύριος υποσχέθηκε στους πιστούς δούλους Του, ό,τι ο ύμνος προβάλλει ως κατακλείδα, είναι και γι’ αυτόν. 

Ναι, παπα Μιχάλη μας. «Δεῦτε καί ἀπόλαυσον ὅσα ἡτοίμασέ σοι Κύριος ὁ Θεός σου βραβεῖα καί στέφη τά οὐράνια». Γέροντα, να έχουμε την ευχή Σου. Καλό Παράδεισο.


ΣΑΒΒΑΤΟΝ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τίνι στέργουσα τά πάθη τῶν ἀλόγων ἀληθῶς, ψυχή, ἐξωμοίωσαι; τίνα ὑπερβάλλοντα ἔσχες ἐν ἁμαρτίαις; βόησον τῷ Χριστῷ˙ Σῶσόν με Ἀγαθέ» (ωδή ζ΄).

(Ψυχή μου, με τι εξομοιώθηκες αγαπώντας παράφορα τα πάθη των αλόγων ζώων; (Ασφαλώς εξομοιώθηκες με αυτά). Ποιον έχεις να σε ξεπερνά στις αμαρτίες; Φώναξε δυνατά στον Χριστό: Σώσε με, Αγαθέ).

Ο αγαπημένος άγιος υμνογράφος Ιωσήφ μας θέτει και πάλι στη μόνη οδό που μπορεί να πορευτεί ο άνθρωπος μετά τον ερχομό του Κυρίου Ιησού Χριστού προκειμένου να εισέλθει στη Βασιλεία του Θεού: την οδό της μετανοίας. Κι είναι η μόνη οδός, διότι από τη στιγμή που ο άνθρωπος αμάρτησε, εξέκλινε από τον δρόμο τον κανονικό, παραστράτησε, διαφθάρηκε, έχασε τον εαυτό του, νεκρώθηκε. Κι ήρθε ο ενανθρωπήσας Θεός να τον πάρει από το χέρι: που θα πει να τον εντάξει μέσα στον εαυτό Του αν πιστέψει, ώστε μαζί με Εκείνον να είναι μέτοχος της Βασιλείας του Θεού, ο Χριστός να είναι ο «πρωτότοκος» μεταξύ των πολλών αδελφών Του. Η μόνη προϋπόθεση της σχέσεως μαζί Του είναι ακριβώς η πίστη σ’ Αυτόν, η αποδοχή Του, κι αυτή η πίστη και αποδοχή συνιστά το γεγονός της μετανοίας, όπως ο Ίδιος ο Κύριος το εκήρυξε απαρχής του ερχομού Του: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Μπροστά στον Χριστό λοιπόν δεν υπάρχει άλλη στάση, ειμή της μετανοίας. Κι είναι αυτονόητο ότι μιλώντας για τη μετάνοια αυτή την εννοούμε όχι απλώς ως μία αλλαγή θεώρησης της ζωής – και αυτό βεβαίως! – αλλά αλλαγή που ανατρέπει κυριολεκτικά όλη τη ζωή του ανθρώπου: μία κινητοποίηση που απεμπλέκει τον άνθρωπο από τον εγωισμό και τα πάθη του και τον θέτει σε πορεία ακολουθία του Χριστού. «Ἐν Αὐτῷ περιπατεῖτε», είναι πια μετά τον Χριστό το «σύνθημα» ζωής για τον πιστό. Και περιπατεί κανείς κατά Χριστόν όταν Τον ακολουθεί σε όλες τις φάσεις της ζωής του, όπως Εκείνος και πάλι το εξήγγειλε: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Το να ακολουθεί κανείς τον Χριστό, δηλαδή να μετανοεί, σημαίνει επιλογή μαρτυρίου και θανάτου, για να βρει όμως την ίδια στιγμή τον Θεό ως πηγή της Ζωής παρόντα μέσα στην ύπαρξή του.

Ο άγιος υμνογράφος μας με τον βαθύ και κατανυκτικό λόγο του επισημαίνει τα δύο πιο καίρια στοιχεία της μετανοίας ως ακολουθίας του Χριστού – κάτι που ο Κύριος προέβαλε με τον πιο ανάγλυφο τρόπο στην παραβολή του ασώτου υιού. Πρώτον, τη συναίσθηση της αμαρτίας λόγω της απομάκρυνσης από τον Θεό. Δεύτερον, τη στροφή με πίστη και ελπίδα στον μόνο που μπορεί να σώσει τον άνθρωπο, τον αγαθό και φιλεύσπλαχνο Πατέρα. Και τα δύο στοιχεία πρέπει να πούμε ότι συνυπάρχουν. Ένα από τα δύο αν λείπει, δεν έχουμε την αληθινή μετάνοια – μόνη η συναίσθηση της αμαρτίας οδηγεί σε απελπισία˙ μόνη η πίστη στην αγάπη του Θεού φανερώνει έλλειψη αυτογνωσίας, συνεπώς έλλειψη στο βάθος και πραγματικής πίστης. Κι είναι σημαντική η παρατήρηση του υμνογράφου: τόσο πιο βαθειά και έντονη είναι η μετάνοια του ανθρώπου, όσο πιο βαθειά και έντονη είναι η αίσθηση της αμαρτωλότητάς του: ομοιώθηκα με τα κτήνη, επισημαίνει˙ βρίσκομαι στη χειρότερη κατάσταση σε σχέση με όλους τους άλλους συνανθρώπους μου. Η τελευταία μάλιστα επισήμανσή του συνιστά και την απόδειξη της πιο μεγάλης χάρης που μπορεί να αποκτήσει ο άνθρωπος, γιατί φανερώνει και το μέγεθος της ταπείνωσής του – ταπείνωση και μετάνοια συνυπάρχουν, μετάνοια χωρίς ταπείνωση είναι ψεύτικη μετάνοια. Το μυαλό μας πηγαίνει στον τρισμέγιστο απόστολο Παύλο, ο οποίος ζώντας μέσα στο κλίμα της μεγάλης μετάνοιας αποκαλύπτει και το ύψος της μεγάλης του ταπείνωσης: «Ναι, ο Χριστός ήλθε για να σώσει τους αμαρτωλούς. Πρώτος όμως των αμαρτωλών είμαι εγώ!» - «Χριστός ἦλθεν ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ». Αυτό είναι το όριο! Όχι μόνο να βλέπουμε αμαρτωλό τον εαυτό μας, αλλά πιο κάτω από όλους. «Τό ἔχειν ἑαυτόν ὑποκάτω πάσης τῆς κτίσεως», κατά τον Πατερικό λόγο. Κι αλλού ο απόστολος Παύλος θα ξαναπεί: «Τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν», με την ταπείνωση να θεωρούμε ότι οι άλλοι είναι πιο πάνω από τον εαυτό μας. Αλλά το ξανατονίζουμε: πρόκειται για υψηλή χαρισματική κατάσταση – ο Θεός μάς φωτίζει να ανοίξουν οι «κόρες» των πνευματικών οφθαλμών μας για να δούμε τα χάλια του εαυτού μας.

Μία τέτοια προσέγγιση του Θεού μας, με αληθινή αυτογνωσία και με ελπίδα στην αγάπη Του, το μόνο που συναντά ασφαλώς είναι η ανοιχτή αγκαλιά Του. Ο Πατέρας που μας κάνει ίδιους μ’ Εκείνον!  

02 Απριλίου 2021

Γ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

«Χαῖρε, στοργή πάντα πόθον νικῶσα»

(Χαῖρε, Σύ Παναγία, πού εἶσαι η σφοδρή αγάπη κι ὁ ἔρωτας που νικάει κάθε άλλον πόθο).

Οἱ τρίτοι χαιρετισμοί βρίσκουν τήν πατρίδα μας ἀλλά καί τήν παγκόσμια κοινότητα σέ μία πρωτόγνωρη κατάσταση: τήν πανδημία τοῦ κορονοϊοῦ, ἡ ὁποία μᾶς καθιστᾶ  σ’ ἕναν βαθμό ἔγκλειστους καί μᾶς δίνει βεβαίως τήν εὐκαιρία, πέραν τῶν ἄλλων ἀρνητικῶν στοιχείων πού φέρνει, νά ἀναμετρηθοῦμε μέ τίς πνευματικές ἀντιστάσεις μας, νά ὑποστοῦμε ἕνα «crash test» τῆς συνύπαρξής μας στήν οἰκογένεια, νά σταθοῦμε ἐνώπιοι ἐνωπίῳ μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας καί τήν ἐνδεχομένη «μοναξιά» μας. Εὐλογία ἤ κατάρα; Ὁ χρόνος θά δείξει. Σημασία πάντως ἔχει τό γεγονός ὅτι ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό καί τούς ἁγίους μας δέν ὑφίσταται κανέναν ἀποκλεισμό - ὁ Θεός τήν καρδιά μας ἔτσι κι ἀλλιῶς ἐπιζητεῖ καί ἐκεῖ εἶναι στραμμένο ἀδιάκοπα τό παντοδύναμο πλῆρες ἀγάπης βλέμμα Του. «Ἄνθρωπος εἰς πρόσωπον, Θεός εἰς καρδίαν βλέπει». Κι ἴσως εἶναι εὐκαιρία νά νιώσουμε ἐξ ἀνάγκης καί ὄχι κατ’ ἐπιλογήν τόν ἐγκλεισμό πολλῶν ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι στό «ταμεῖον» τοῦ στενοῦ χώρου πού ζοῦσαν ἀλλά καί τῆς καρδιᾶς τους μποροῦσαν νά βιώνουν πανίερες στιγμές θεοκοινωνίας. Μήπως καί ὁ Κύριος γιά τόν λόγο αὐτόν ἐπέτρεψε τήν πανδημία αὐτή;

Οἱ χαιρετισμοί τῆς Παναγίας μας, καί ἐν προκειμένῳ ὁ συγκεκριμένος πού ἐπιλέξαμε, συνιστοῦν ἀπό τήν πλευρά τους τήν ἀπάντηση καί στή δύσκολη περίοδο πού διερχόμαστε. Πῶς;

1. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιά τόν ποιητή (συνεπῶς καί γιά ὅλους τούς πιστούς, στόμα τῶν ὁποίων εἶναι ἐκεῖνος), δέν εἶναι ἁπλῶς μία ὑπέρ τούς ἄλλους ἁγίους Ἁγία, ἡ ὁποία κάθεται ἐπί τοῦ θρόνου της καί ρίχνει ἀφ’ ὑψηλοῦ τό βλέμμα της στήν ἀνθρωπότητα καί δή στούς πιστούς. Μία τέτοια θέασή της μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι περιέχει στοιχεῖα ἀληθείας, μά ἀπέχει πόρρω τῆς πραγματικότητάς της. Διότι ἡ Παναγία μας, ἄν ἔχει τέτοια σπουδαία θέση, τή σπουδαιότερη ἀνθρώπινα, μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶναι διότι φανερώνει τή ζωή καί τό ἦθος τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. Τό μεγαλεῖο της ἦταν ὅτι ἐλεύθερα ὑποτάχθηκε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἔγινε ἡ πιό κρυστάλλινη καί διαυγής δίοδος, κυριολεκτικά ἡ «μόνη πύλη», προκειμένου νά περάσει δι’ αὐτῆς ὄχι κάτι ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος μέσα στόν κόσμο. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὅπως ὁ Θεός μας «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη», διότι μᾶς ἀγάπησε μέ τή μεγαλύτερη ἀγάπη καί τόν μεγαλύτερο ἔρωτα (:«οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν», καί: «ὄντων ἡμῶν ἁμαρτωλῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν»), ἔτσι καί ἡ Παναγία μας, συντονισμένη μέ τή σφοδρή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο, κινεῖται στόν ἴδιο  μέ Ἐκεῖνον ρυθμό: στέκεται θυσιαστικά, πλήρης ἀγάπης καί ἔρωτος, ἀπέναντι στόν κάθε ἄνθρωπο, ἰδίως δέ τόν πιστό πού ἀφήνει χῶρο στήν ψυχή καί τήν καρδιά του γιά νά βρεῖ «τόπον καταπαύσεως» ἡ ἀπόλυτη καί μοναδική αὐτή ἀγάπη. Τά ἄπειρα καταγεγραμμένα ἤ μή θαύματα τῆς Παναγίας μας ἀνά τούς αἰῶνες πιστοποιοῦν τήν πραγματικότητα αὐτή.

2. Μπροστά λοιπόν σ’ αὐτήν τή στάση της πού φανερώνει τή στάση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ μας, (νά εἶναι δηλαδή ἡ Μάνα πού τό μόνο πού ἐπιζητεῖ γιά τά παιδιά της εἶναι νά τά ἔχει στή θερμή ἀγκαλιά της), ὁ πιστός διά στόματος τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου κινεῖται ἐξίσου θερμά καί μέ σφοδρή ἀγάπη: κινεῖται σάν τό παιδί πού πέφτει στήν ἀνοικτή ἀγκάλη τῆς Μάνας του καί τήν καταφιλεῖ δεχόμενη τούς δικούς της ἀσπασμούς καί τά δικά της φιλιά. Πόσο θυμᾶται κανείς ἐδῶ τούς ἁγίους μας, ὄχι μόνο τούς παλαιοτέρους, μά καί τούς νεωτέρους μας, σάν γιά παράδειγμα τόν ἅγιο Νεκτάριο ἤ σάν τόν ἅγιο Γέροντα Παΐσιο! Ὁ ἅγιος Νεκτάριος μπρός στήν Παναγία τή Συλημβριανή πού εἶχε στό κελλί του, τῆς μιλοῦσε τόσο θερμά καί τήν προσκυνοῦσε καί φιλοῦσε τήν εἰκόνα της τόσο πολύ, πού δημιούργησε βαθούλωμα ὁ ἔνδακρυς ἀσπασμός του. Κι ὁ ἅγιος Παΐσιος, κατά τήν ὁμολογία τοῦ Ἴδιου, πάντοτε ἀναφερόταν στήν Παναγία – «τήν κρατάω διαρκῶς ἀπό τό φουστάνι» συνήθιζε νά λέει – κι ὑπῆρχαν φορές, πάμπολλες πρέπει νά ὑποθέσουμε, πού ἀγκάλιαζε τήν ἁγία εἰκόνα της καί τήν καταφιλοῦσε «γιά νά βυζάξει λίγο τή χάρη της».

3. Ἔτσι ἡ Παναγία μας, κατά τόν ὑμνογράφο, εἶναι κατ’ ἀντανάκλαση τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της, τό ἐρώμενο ἀπό τούς πιστούς πρόσωπο, γιατί εἶναι ἡ κατεξοχήν ἐρῶσα τούς ἀνθρώπους. Ἀγαπάει μέ ἄλλα λόγια κι ἐπειδή ἀγαπάει ἀγαπιέται. Γιατί πῶς θά μπορούσαμε ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι καί πεσμένοι στήν ἁμαρτία ἄνθρωποι νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί ὅ,τι εἶναι τοῦ Θεοῦ, πρωτίστως τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἄν δέν μᾶς ἔδινε ὁ Ἴδιος χέρι βοηθείας; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μποροῦμε νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό, γιατί Ἐκεῖνος πρῶτος ἀγάπησε ἐμᾶς. Ἐκεῖνος εἶχε καί ἔχει πάντοτε τήν πρωτοβουλία, Ἐκεῖνος στήνει τή σκάλα καί κατέρχεται, προκειμένου νά ἀνέβουμε κι ἐμεῖς. Ὅπως τό διατυπώνει καί ὁ μέγας Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς». Τό τραγικό γιά ἐμᾶς εἶναι ὅτι ἐνῶ ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει χωρίς ἐκπτώσεις καί χωρίς διακοπές, (εἶναι «ὁ μόνος πιστός»), ἐμεῖς συνεχῶς ἀπιστοῦμε καί ταλαντευόμαστε, ἐμεῖς πότε λίγο καταλαβαίνουμε καί θέλουμε νά ἀνταποκριθοῦμε καί πότε κλεινόμαστε στόν ἑαυτό μας καί στά πάθη μας, ἀφήνοντας ἔξω ἀπό ἐμᾶς τήν ἀγάπη Του αὐτή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί τή λύση καί τή διέξοδο σέ ὅλα τά προβλήματά μας - ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι κυριολεκτικά ὁ Παράδεισός μας.  

4. Καί τί μᾶς λέει περαιτέρω καί ἐντελῶς παρηγορητικά ὁ ἅγιος ποιητής, κατά τόν χαιρετισμό; Ὅτι μόλις ἀρχίζουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά νιώθουμε λίγο τή θερμή ἀγάπη τῆς Παναγίας ἀπέναντί μας, συνεπῶς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας, τότε ἀρχίζουμε νά ἀπεμπλεκόμαστε καί ἀπό ὅ,τι ἐμπαθές μᾶς δένει μέ τόν κόσμο τοῦτο. Νά «ξεκολλᾶμε» δηλαδή καί ἀπό τόν πόθο τῶν σαρκικῶν μας ἐπιθυμιῶν καί ἀπό τόν πόθο γιά ν’ ἀποκτοῦμε διαρκῶς καί περισσότερα ὑλικά ἀγαθά καί ἀπό τόν πόθο γιά νά φαινόμαστε καί νά ἐπιζητοῦμε τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο σέ ὅλα τά ἔργα μας. Μέ ἄλλα λόγια μόνο μία σφοδρή καθαρή ἀγάπη, σάν αὐτήν πρός τή Μάνα μας Παναγία, μπορεῖ νά μᾶς γλιτώσει ἀπό τίς ἐμπαθεῖς ἀγάπες καί προσκολλήσεις μας. Κι αὐτό γιατί; Διότι οἱ ἐμπαθεῖς ἀγάπες καί οἱ ὅποιοι ἁμαρτωλοί πόθοι μας ὁδηγοῦν πάντοτε μέ μαθηματική ἀκρίβεια σέ μία ἀπ’ αὐτήν τή ζωή κόλαση, μέ τά στοιχεῖα τῆς θλίψης καί τῆς μελαγχολίας καί τοῦ ἄγχους καί τῆς ἀνοησίας τῆς ζωῆς πού περικλείει. Εἶναι ἡ τραγική ὁμολογία πού κάνουμε ὅλοι μας, ὅταν φτάσουμε στό σημεῖο τόν πρῶτο λόγο στή ζωή μας νά τόν ἔχει ἡ ἁμαρτία καί ὄχι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά τόν ἔχει δηλαδή ἡ κλίση τῆς καρδιᾶς μας σέ ὅ,τι δέν εἶναι Θεός καί Χριστός. Ἐν ἀντιθέσει πρός τήν ἄλλη περίπτωση: πόσο καλά αἰσθανόμαστε, πόση χάρη Θεοῦ καί «Παράδεισο» ζοῦμε, ὅταν ἡ κλίση τῆς καρδιᾶς μας εἶναι πρός τόν Χριστό καί πρός τούς ἁγίους μας, κυρίως δέ πρός τήν Παναγία μας!

Αὐτόν τόν Παράδεισο τόν ἤδη βιούμενο ἀπό τή ζωή αὐτή μᾶς προβάλλει ὁ χαιρετισμός. Γιατί μᾶς ὑπενθυμίζει τόν Παράδεισο τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης πού τόν ψαύουμε ἀνάγλυφα στό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Κι αὐτό συνιστᾶ, ὅπως εἴπαμε, καί τή λύση καί τή θεραπεία καί στό πρόβλημα πού ζοῦμε μέ τήν πανδημία τῶν ἡμερῶν μας. Ναί, τό πρόβλημα εἶναι ὑπαρκτό, δυσκολευόμαστε ἀπό τίς συνέπειές του, μά πέρα ἀπό αὐτό, (διότι μπορεῖ νά τό προσδιορίσει καί νά τό ἀντιμετωπίσει), εἶναι ἡ ἀγάπη τῆς Μάνας μας καί ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ Πατέρα μας, φίλου μας, ρίζας μας, νυμφίου τῆς ψυχῆς μας. Ἡ στοργή τους αὐτή ὄντως νικάει κάθε τι ἄλλο μέσα στόν κόσμο.

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

 

«Σέ ὡς ἐθεάσατο σαρκί κρεμάμενον, Χριστέ, ἐν ξύλῳ, τό φῶς εἰς σκότος μετέβαλεν ἥλιος˙ καί γῆ ἐσαλεύθη καί πέτραι διερράγησαν» (ωδή ε΄).

(Καθώς Σε είδε, Χριστέ, να κρέμεσαι ως άνθρωπος στο ξύλο του Σταυρού ο ήλιος, το φως του το έκανε σκοτάδι. Και η γη σαλεύτηκε και οι πέτρες έσπασαν).

Ο άγιος Ιωσήφ μάς μεταφέρει στα συγκλονιστικά γεγονότα της Μεγάλης Παρασκευής: τη Σταύρωση του Υιού και Λόγου του Θεού ως ανθρώπου, του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι ενώ σε πολλούς άλλους ύμνους αναφέρεται στη σωτηρία που πήγασε από τον Σταυρό, καθώς ο Εσταυρωμένος «αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» και ανοίγει την κλεισμένη θύρα του Παραδείσου δίνοντας και πάλι τη ζωή στον άνθρωπο – «τῷ Σταυρῷ Σου, οἰκτίρμον, ἀνεζωώθημεν» (κάθισμα όρθρου) -, στον συγκεκριμένο ύμνο θυμίζει την αντίδραση της φύσης μπροστά σ’ αυτά που υπέστη ο Δημιουργός της, όπως βεβαίως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο. Διότι δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει ότι «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς» και ότι ο Κύριος είναι ο Παντοκράτωρ Δημιουργός Κύριος, διά του Οποίου «πάντα ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε» (όλα δημιουργήθηκαν από τον Χριστό και χωρίς Αυτόν δεν έγινε τίποτε από αυτά που υπάρχουν). Το ομολογούμε άλλωστε διαρκώς και στο Σύμβολο της Πίστεως. Ο Χριστός είναι ο «δι’ Οὗ τά πάντα ἐγένετο». Και μας προκαλεί με την υπόμνησή του αυτή ο άγιος υμνογράφος να μη ξεχνάμε ότι η φύση, μέρος της οποίας είμαστε και εμείς, συνιστά την αδελφή μας, συνιστά «ιερό τόπο» αφού διακρατείται από τις άκτιστες ενέργειες του Δημιουργού της, αποτελεί μία άλλη Βίβλο, στην οποία μπορούμε να διαβάζουμε την παρουσία του Τριαδικού Θεού μας – «οἱ οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δέ χειρῶν αὐτοῦ ἀναγγέλλει τό στερέωμα». Κι αυτό θα πει κατ’ επέκταση ότι προσεγγίζοντας έτσι τη Δημιουργία του Θεού, η οποία κινείται από τον Κύριο για να εκφράσει τον αποτροπιασμό της για όσα εχθρικά συνέβησαν πάνω στον Γολγοθά από πλευράς του πρώτου της Κτίσεως ανθρώπου, την σεβόμαστε και την αγαπάμε. Γιατί «σκοποῦμεν οὐ τά βλεπόμενα ἀλλά τή μή βλεπόμενα» κατά τον απόστολο, τη χάρη όπως είπαμε και την ενέργεια του Θεού μας.  Η άλογη φύση γίνεται εν προκειμένω ο δάσκαλος και ο καθοδηγητής μας.

01 Απριλίου 2021

ΠΕΜΠΤΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ὀλισθαίνων τοῖς χείροσι προσεπεκτείνομαι καί τῷ μώλωπι τραῦμα προσεπιτίθημι˙ ἴασαι, Χριστέ, τήν λιθώδη μου πώρωσιν, ταῖς τῶν Ἀποστόλων, Οἰκτίρμον, ἱκεσίαις» (ωδή η΄).

(Την ώρα που γλιστράω στην αμαρτία, επεκτείνομαι ακόμη περισσότερο στα χειρότερα, όπως και στους μώλωπες που μου προξενούν οι αμαρτίες εγώ προσθέτω κι άλλο τραύμα. Γιάτρεψε, Χριστέ, την πώρωσή μου που ’ναι σκληρή σαν λίθος, με τις ικεσίες των Αποστόλων Σου).

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ επισημαίνει στον ύμνο την τραγωδία στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος, δηλαδή ο καθένας μας, όταν αμαρτάνει και δεν μετανοεί όπως πρέπει. Όπως είναι γνωστό, η αμαρτία δεν είναι μία επιλογή του ανθρώπου χωρίς επιπτώσεις στη ζωή του. Δυστυχώς τα αποτελέσματά της είναι ο ίδιος ο θάνατος, πνευματικός και σωματικός – «τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» κατά τον Απόστολο – που σημαίνει ότι η αμαρτία όχι μόνο έχει αντίκτυπο στην υγεία του σώματος, αλλά πρωτίστως της ίδιας της ψυχής: ο αμαρτάνων αλλοιώνεται ψυχολογικά, συναισθηματικά, βουλητικά, με άμεση επίπτωση και στις σκέψεις του.  Το συνολικό αποτέλεσμα, κατά τον υμνογράφο μας, είναι ότι σκληραίνει την ψυχή μας, την κάνει σαν πέτρα, γεγονός που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει τις απαρχές της κόλασης. Κόλαση δεν είναι «καζάνια που βράζουν» ή φωτιές αναμμένες, αλλά η ανυπαρξία «σάρκινης καρδιάς», η έλλειψη δηλαδή οποιασδήποτε αγάπης και ορθής κοινωνίας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ας θυμηθούμε το περιστατικό του Γεροντικού με τον άγιο Μακάριο, που το πνεύμα ενός ιερέα των ειδώλων μίλησε στον άγιο, καθώς τον κίνησε η αγιότητα του Μακαρίου όταν συνάντησε το κρανίο του, για να του πει ότι κόλαση είναι ακριβώς η έλλειψη επικοινωνίας των ανθρώπων – είμαστε πλάτη με πλάτη, είπε – και παρηγοριά προσωρινή υπάρχει όταν κάποιος άγιος προσεύχεται για εμάς και γυρίζουμε και βλέπουμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου.

Ο άγιος Ιωσήφ όμως, κινούμενος αγιογραφικά αλλά και εμπειρικά, επισημαίνει όχι μόνο τη λιθώδη πώρωση της καρδιάς που φέρνει η αμαρτία αλλά και τη λειτουργία της αμαρτίας μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο αμαρτάνων και μη σπεύδων να μετανοήσει αμαρτάνει διαρκώς αυξητικά! Βλέπει το κακό που του κάνει η αμαρτία και η αντίδρασή του είναι να… προσθέτει και άλλη αμαρτία. Αμαρτία στην αμαρτία, το ένα κακό πάνω στο άλλο. Η Αγία Γραφή, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, το επισημαίνει: «ο ρυπαρός ας γίνεται πιο ρυπαρός ακόμη, και ο κακός ακόμη χειρότερος»! Και πάλι θυμίζει η περίπτωση το άλλο περιστατικό του Γεροντικού, όπου ένας όσιος ασκητής κατάλαβε τι συμβαίνει με τους ανθρώπους, όταν είδε κάποιον να μην μπορεί να σηκώσει ένα μεγάλο δεμάτι από ξύλα. Και τι έκανε ο άνθρωπος αυτός; Αντί να ελαφρύνει το φορτίο, έκοβε κι άλλα ξύλα και τα πρόσθετε στο ήδη μεγάλο δεμάτι. Η πληροφορία που έλαβε από τον Θεό ο όσιος στην απορία του ήταν ακριβώς αυτή: οι άνθρωποι έτσι δυστυχώς συμπεριφέρονται. Αμαρτάνουν και αντί να μετανοούν προσθέτουν και άλλες αμαρτίες στην ήδη βαριά καρδιά τους.

Η θεραπεία είναι μονόδρομος για τον άγιο και κάθε χριστιανό: να στραφεί ο άνθρωπος εν μετανοία στον μόνο Ιατρό των ψυχών και των σωμάτων, τον Κύριο Ιησού Χριστό, γιατί είναι ο Μόνος ως ο ενανθρωπήσας Θεός που ήλθε ακριβώς για την ίαση του ανθρώπου. «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν καί περισσόν ζωῆς ἔχωσιν οἱ ἄνθρωποι». Και στη μετάνοια αυτή μεγάλη βοήθεια, υπενθυμίζει ο άγιος, προσφέρουν οι άγιοι Απόστολοι. Γιατί είμαστε όλοι μέλη Χριστού, συνεπώς ο καθένας, και μάλιστα τα εξαίρετα μέλη όπως η Παναγία μας και οι Απόστολοι, μπορούν να βοηθήσουν τα υπόλοιπα ασθενικά μέλη σαν κι εμάς. Όπως το ψάλλουμε  διαρκώς και στην περίοδο της Σαρακοστής: «Ἱκετεύσατε ὑπέρ ἡμῶν ἅγιοι Ἀπόστολοι καί ἅγιοι Πάντες, ἵνα ῥυσθῶμεν κινδύνων καί θλίψεων. Ὑμᾶς γάρ θερμούς προστάτας πρός τόν Σωτῆρα κεκτήμεθα».  

31 Μαρτίου 2021

ΤΕΤΑΡΤΗ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ἐν τιμῆ ὤν υἱότητος Πατρός ἀγαθοῦ, ὁ ἄνους ἐγώ οὐ συνῆκα, ἀλλ’ ἐμαυτόν τῆς δόξης ἐστέρησα, τόν πλοῦτον κακῶς δαπανήσας τῆς χάριτος· λειπόμενος δέ θείας τροφῆς, παράσιτος γέγονα μιαρῷ πολίτῃ· ὑπ’ αὐτοῦ δέ πεμφθείς εἰς τόν αὑτοῦ ψυχοφθόρον ἀγρόν, ζῶν ἀσώτως συνεβοσκόμην τοῖς κτήνεσι, καί ταῖς ἡδοναῖς δουλεύων, οὐκ ἐνεπλησκόμην. Ἀλλ’ ὑποστρέψας, βοήσω τῷ εὐσπλάγχνῳ καί οἰκτίρμονι Πατρί· Εἰς τόν Οὐρανόν, καί ἐνώπιόν σου, ἥμαρτον, ἐλέησόν με» (Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, ἰδιόμελον, ἦχος β΄).

(Ἐνῶ εἶχα τήν τιμή νά εἶμαι υἱός ἀγαθοῦ Πατέρα, ὁ ἀνόητος ἐγώ δέν κατάλαβα, ἀλλά στέρησα τόν ἑαυτό μου ἀπό τή δόξα, ἀφοῦ ξόδεψα μέ κακό τρόπο τόν πλοῦτο τῆς χάρης. Κι ἐπειδή μοῦ ‘λειπε ἡ θεϊκή τροφή, ζοῦσα παρασιτικά κοντά σέ μιαρό πολίτη, ὁ ὁποῖος μέ ἔστειλε στόν δικό του ψυχοφθόρο ἀγρό. Ἐκεῖ ζώντας ἄσωτα βοσκοῦσα κι ἐγώ μαζί μέ τά κτήνη· κι ἐνῶ ἤμουν δοῦλος στίς ἡδονές, ἔνιωθα ἄδεια τήν καρδιά μου. Ἀλλά θά γυρίσω πίσω στόν εὔσπλαγχνο καί οἰκτίρμονα Πατέρα μου καί θά τοῦ φωνάξω δυνατά: Ἁμάρτησα στόν Οὐρανό καί ἐνώπιόν Σου, ἐλέησέ με).

Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου ἔρχεται καί ἐπανέρχεται ἀενάως στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀνεξάρτητα ἀπό τή συγκεκριμένη Κυριακή τῶν ἀρχῶν τοῦ Τριωδίου. Κι αὐτό γιατί ὁ ἄσωτος ἀποτελεῖ τύπο τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀπαρχῆς μέχρι σήμερα καί ὅσο θά ὑπάρχει κόσμος, ὁ ὁποῖος ἀπομακρύνεται ἀπό τό σπίτι τοῦ Πατέρα Θεοῦ καί περιπίπτει γι’ αὐτό σέ μία κατάσταση κόλασης, στοιχεῖα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ προσκόλληση σέ μιαρό πολίτη, δηλαδή τόν Πονηρό διάβολο, ἡ δουλεία στά σαρκικά πάθη, τό κενό ὡς ὀδυνηρό βίωμα τῆς καρδιᾶς. Ἡ συγκεκριμένη παραβολή μέ ἄλλα λόγια προβάλλει ἐν συντόμῳ τήν ὅλη πορεία τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλά γίνεται κατανοητή μόνον ἀπό τόν πιστό πού ἔχει ἀποδεχτεῖ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Κι ἡ κατανόηση αὐτή περιλαμβάνει, πέραν βεβαίως τῆς ἔκπτωσης τοῦ ἀνθρώπου, καί τήν ἀποκατάστασή του ὡς ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφή στό σπίτι τοῦ Πατέρα. Ἡ παραβολή μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τό κρισιμότερο σημεῖο βρίσκεται στήν πίστη ὅτι ἀφενός ὁ Θεός εἶναι τό σπίτι μας, ἐκεῖ λοιπόν βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας, ἀφετέρου ὅτι Αὐτός ὁ Θεός εἶναι ἀκριβῶς ὁ Πατέρας μας, ὁ γεμᾶτος ἀγάπη καί ἔλεος ἀπέναντί μας. Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου - ἡ σύνοψη τοῦ Εὐαγγελίου κατά πολλούς - ἔχει ἐντελῶς δυναμικό χαρακτήρα· γιατί φωτίζει μέ ἄμεσο τρόπο ὅ,τι διαδραματίζεται στήν καθημερινότητα ὅλων τῶν πιστῶν: κάθε ἁμαρτία μας εἶναι μία ἀσωτία πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα, ρίχνοντάς μας σέ μία κόλαση· κάθε ἀπόφαση ἐπιστροφῆς μας, κάθε στιγμή μετανοίας μας δηλαδή, συνιστᾶ τήν πρόκληση τῆς χαρᾶς τοῦ Πατέρα μας Θεοῦ καί τήν ἀγαπητική κινητοποίησή Του προκειμένου νά μᾶς ξαναθερμάνει στήν ἀδειανή ἀπό ἐμᾶς ἀγκαλιά Του. (Ὁ σεμνός καί ἁπαλός ἦχος β΄ ἔρχεται ὡς γλυκιά ὑπόκρουση τῆς καθημερινῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς πορείας μας).