13 Ιουνίου 2021

Η ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ ΩΣ ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν ἐκκλησιαστική παράδοση, τόν κάνει νά πλατύνεται τόσο, ὥστε νά ζεῖ τήν αἰώνια ζωή μέσα στά ἀσφυκτικά καί περιορισμένα πλαίσια τῆς ζωῆς αὐτῆς, μέσα στό ἐδῶ καί στό τώρα, νά ζεῖ δηλαδή τήν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, νά γίνεται καί ὁ ἴδιος ἄκτιστος. ῾Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽ (Γαλ. 2,20) κατά τή μαρτυρία τοῦ ἀπ. Παύλου. Κι αὐτό εἶναι τό μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς: σέ παίρνει ὁ Χριστός, σέ κάνει ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον, κι ἐνῶ φαίνεσαι ὅτι ζεῖς τήν ἴδια ζωή μέ τούς ἄλλους, ἐσύ ἔχεις γίνει ἕνας μικρός Θεός, ῾ἐν σαρκί περιπολῶν Θεός᾽ κατά τήν ἔκφραση ἐκκλησιαστικοῦ Πατέρα. Ὁπότε καταλαβαίνει κανείς ὅτι αὐτό πού λέμε ζωή εἶναι πέρα ἀπό αὐτό πού ἐπισημαίνουν οἱ αἰσθήσεις. Ζωή μπορεῖ νά εἶναι ἡ αἰώνια ζωή: ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο, μπορεῖ ὅμως νά εἶναι καί μία νέκρωση πού ἁπλῶς φαίνεται ὡς ζωή. Σάν τήν περίπτωση πού λέει ὁ Κύριος γιά ἐκείνους πού δέν τόν ἀκολουθοῦσαν καί τούς χαρακτήρισε ὡς ζωντανούς νεκρούς. ῾῎Αφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς᾽ (Ματθ. 8,22).

 Εἶναι περιττό βεβαίως καί νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι τή ζωή αὐτή στήν ὁποία μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος, μπορεῖ κανείς νά τή ζήσει μέσα στό ζωντανό σῶμα Του, τήν ᾽Εκκλησία, γιατί ἐκεῖ ὡς μέλος αὐτοῦ τοῦ σώματος ἱκανώνεται ἀπό τόν Χριστό νά τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές Του. ῎Εξω ἀπό τήν ᾽Εκκλησία ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνον ἀδυνατεῖ νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τίς θεωρεῖ πολλές φορές ἀνοησία. Ποιός ῾λογικός᾽ ἄνθρωπος, μή χριστιανός, θά θεωροῦσε ὡς κάτι φυσικό, γιά παράδειγμα, τήν ἀγάπη πρός τόν ἐχθρό; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δέν εἶπε ὅτι ῾χωρίς Αὐτοῦ οὐ δυνάμεθα ποιεῖν οὐδέν;᾽(Πρβλ.᾽Ιωάν. 15, 5). Αὐτό σημαίνει ὅμως ὅτι καί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ ἔξω ἀπό τήν ᾽Εκκλησία εἶναι ἀδύνατη καί τό βάθος τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ - ἡ ἴδια ἡ αἰώνια ζωή – δέν εἶναι κατορθωτό.

Οἱ Πατέρες τῆς ᾽Εκκλησίας μας τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου που ἑορτάζουμε σήμερα αὐτό προσπάθησαν νά διασφαλίσουν: τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ, τή ζωή τῆς ᾽Εκκλησίας, τήν αἰώνια ζωή μέσα στή ζωή αὐτή, τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς πραγματική σχέση μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ. Γι᾽ αὐτό καί τούς τιμᾶμε καί τούς γεραίρουμε. Καί τούς παρακαλοῦμε νά εὔχονται γιά μᾶς, ὥστε νά μένουμε στήν ἴδια μέ ἐκείνους χάρη, δηλαδή στή χάρη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ μας.

12 Ιουνίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

 

«Ἐγώ σέ ἐδόξασα ἐπί τῆς γῆς, τό ἔργον ἐτελείωσα ὅ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καί νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρά σεαυτῷ» (Ἰωάν. 17, 4-5)

 Σέ ἄμεση ἀναφορά πρός τούς Πατέρες τῆς Α΄ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τούς ὁποίους ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Παρμένο ἀπό τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τονίζει αὐτό γιά τό ὁποῖο ἀγωνίστηκαν οἱ Πατέρες ἐν Συνόδῳ: τήν ἑνότητα καί ὁμοουσιότητα Αὐτοῦ μέ τόν Θεό Πατέρα καί  τό σωτηριῶδες ἔργο Του πάνω στή γῆ, γεγονός πού παραπέμπει στή σχέση τοῦ Ἴδιου πρός τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι σέ ἑνότητα πιά μέ τόν Χριστό μποροῦν νά φανερώνουν καί αὐτοί στή ζωή τους τή θεϊκή Τριαδική ἑνότητα. Ὁ Κύριος εἶναι ἀπολύτως βέβαιος γιά ὅ,τι προσέφερε στόν κόσμο. Ἡ εὐθύνη ἀπό δῶ καί πέρα θά ἀνήκει πρωτίστως στους ἀνθρώπους. «Ἐγώ φανέρωσα τή δόξα Σου πάνω στή γῆ, ἀφοῦ ὁλοκλήρωσα τό ἔργο πού μοῦ ἀνέθεσες νά κάνω. Τώρα λοιπόν ἐσύ, Πατέρα, δόξασέ με κοντά σ’ ἐσένα».

 1. Ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου: τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, συνιστᾶ τή δόξα τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ὁ Κύριος εἶναι ἀπολύτως σαφής: ὅλη ἡ ζωή Του ἐπί τῆς γῆς, ἡ διδασκαλία Του, τά θαύματά Του, κατεξοχήν δέ ἡ Σταύρωση καί ἡ Ἀνάστασή Του, ἀποτελοῦν τήν ἐξαγγελία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἤ ἀλλιῶς: τό κάθε γεγονός τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου εἶναι καί μία ἀποκάλυψη τῆς ζεστῆς ἀγκαλιᾶς τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μέχρι τόν ἐρχομό τοῦ Υἱοῦ Του ὡς ἀνθρώπου κατενοεῖτο πρωτίστως ὡς φόβητρο καί ἀπειλή γιά τόν ἄνθρωπο. Κατά συνέπεια ἡ ἐπί γῆς ζωή τοῦ Κυρίου ἔχει ἀναγωγικό χαρακτήρα, ἀφοῦ τελική ἀναφορά της ἔχει πάντοτε τόν Θεό καί τή δόξα Του. Μόνον Ἕνας – κι Αὐτός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός – στόν ὁποῖο ὁ Θεός ἦταν τό διαρκές ὅραμά Του καί ἡ βούλησή Του ἦταν ἀταλάντευτα προσανατολισμένη πρός τό ἅγιο θέλημα Ἐκείνου μποροῦσε νά λέει στούς Ἰουδαίους καί σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους κάθε ἐποχῆς: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με  περί ἁμαρτίας;», ὅπως καί ὅτι «οὐδέποτε αὐτός ἐκζήτησε τή δόξα τή δική του». Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος εἶναι ἀγάπη στόν βαθμό πού εἶναι καί ταπείνωση.

2. Κι ἀκριβῶς αὐτή εἶναι καί ἡ ἐξήγηση τήν ὁποία δίνει καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: Δόξασε τόν Θεό Πατέρα, γιατί ἔκανε ἀπόλυτη ὑπακοή σέ ὅ,τι Ἐκεῖνος Τοῦ ἀνέθεσε, μέχρις ὅτου ὁλοκλήρωσε τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. «Τό ἔργον ἐτελείωσα ὅ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω». Τό ἔργο τῆς σωτηρίας δηλαδή ἦταν καρπός ἀνάθεσης ἀποστολῆς ἀπό τόν Θεό Πατέρα, πού σημαίνει ὅτι τότε δοξάζεται κατεξοχήν ὁ Θεός, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κατά τό πρότυπο τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ὑπακούει στό ἅγιο θέλημα Αὐτοῦ. Γιατί αὐτό; Διότι ἡ ὑπακοή στόν Θεό δημιουργεῖ τίς συνθῆκες φανέρωσης  τῆς ἀληθινῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, σάν νά γίνεται ὁ ὑπήκοος σ’ Αὐτόν διάφανη δίοδός Του. Τό ἴδιο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη τό εἶχε ἐπισημάνει: «Πρός τίνα ἐπιβλέψω ἀλλ’ ἤ ἐπί τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον καί ἀκούοντά μου τούς λόγους καί τρέμοντα αὐτούς;» Ἔτσι ἡ ὑπακοή δέν  κατανοεῖται κατά τόν τρόπο τῶν κοσμικῶν ἀνθρώπων, ὡς δηλαδή ἐξωτερικός καταναγκασμός πού ἐξεγείρει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ’ ὡς ἐκείνη ἡ ἀναγκαία συνθήκη πού συντονίζει τόν ἄνθρωπο μέ τή ζωή τοῦ Θεοῦ. Ἕνα συγκλονιστικό πράγματι περιστατικό ἀπό τή ζωή τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἄθω ἐν προκειμένῳ διασώζει ὁ ἁγιασμένος Γέρων Σωφρόνιος. Σέ ἐπίσκεψη μοναχοῦ στόν ἅγιο στή Μονή τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος πού ζοῦσε καί στήν ἀποκάλυψή του ὅτι τοῦ φανερώθηκε ἡ Παναγία, ὁ ἅγιος Σιλουανός ἀμφισβήτησε ἐντελῶς τό «ὅραμά» του γιά τήν Παναγία μέ τό ἑξῆς ἁπλό ἀλλά καί βαθύτατα θεολογικό ἐπιχείρημα: «Η Παναγία ἦταν πρότυπο ὑπακοῆς σέ ὅλη τή ζωή της ἀπέναντι στόν Θεό. Ἐσύ, πάτερ μου, ζεῖς κατά τό δικό σου τό θέλημα, συνεπῶς εἶναι ἀδύνατον νά σοῦ ἐμφανίστηκε ἡ ὑπήκοος στόν Θεό  Θεοτόκος».

 Ὁ δοξασμός τοῦ Θεοῦ μέσω τοῦ ὑπηκόου στό ἅγιο θέλημά Του ἐπιβεβαιώνεται θά ἔλεγε κανείς καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου: Πότε, κατά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, βλασφημεῖται ὄντως ὁ Θεός; Ὅταν κηρύσσεται τό ὄνομά Του ἀπό ἐκείνους πού κατά τήν πράξη τῆς ζωῆς τους εἶναι ἀνυπάκουοι πρός Αὐτόν. Ὁ κήρυκας δηλαδή στήν περίπτωση αὐτή φανερώνει ἕναν Θεό πού ὑπάρχει μόνον στά χείλη του καί δέν ὑποστηρίζεται ἀπό τήν ἴδια τή ζωή του. Συνεπῶς, γιά τόν ἐκτός τῆς πίστεως αὐτός ὁ Θεός δέν ὑφίσταται, εἶναι ψεύτικος. Ἰσχύει ὅ,τι εἶχε γράψει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Μισῶ διδάγματα οἷς ἐναντίος ὁ βίος». Μόνον ὁ ὑπάκουος λοιπόν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ γίνεται ἡ γέφυρα πού ἑνώνει τή γῆ μέ τόν Οὐρανό, κι αὐτό λόγω τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης πού αὐτός τρέφει πρός τόν Θεό, μέσα σέ πλαίσια μάλιστα ἀπόλυτης ἐλευθερίας. Κι ἄν αὐτό συμβαίνει γιά τούς χριστιανούς, ἄς φανταστεῖ κανείς πόσο τοῦτο ἰσχύει γιά τόν ἴδιο τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος «ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ»!

3. Εἶναι εὐνόητο λοιπόν ὅτι ὁ Θεός δοξάζεται ὄχι ἐκεῖ πού ἁπλῶς ἐκφέρεται τό ὄνομά Του, ὄχι ἐκεῖ πού ἐκβιαστικά προβάλλεται τό θέλημά Του, ὄχι ἐκεῖ πού δέν ἀφήνεται χῶρος νά ἀναπνεύσει ὁ ἄνθρωπος, ἔστω καί στό ὄνομα Ἐκείνου – κάθε κατάργηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου συνιστᾶ διαστροφή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς κατανοεῖται ὡς βλασφημία Του - ἀλλά ἐκεῖ πού φανερώνεται ἡ ἀγάπη ὡς σεβασμός τοῦ ἄλλου καί θυσία πρός χάρη αὐτοῦ, δηλαδή στήν ἀληθινή ὑπακοή στόν Θεό. Μέ ἄλλα λόγια ἀρεστό στόν Θεό, δοξολογία Ἐκείνου κατά τό ἐκπεφρασμένο ἀπό τόν Ἴδιο θέλημά Του εἶναι ὅπου ὑπάρχει παραίτηση ἀκόμη καί ἀπό τά νόμιμα θεωρούμενα δικαιώματα προκειμένου νά ζήσει ὁ ἄλλος. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ μεγαλύτερη δοξολογία πού ὑπῆρξε ποτέ γιά τόν Θεό, ἡ ἀπόλυτη δόξα Του, ἦταν ὅταν σταυρώθηκε ὁ Κύριος. Πάνω στόν Σταυρό ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη μέ τά ἀληθινά ὅριά της, τά ὅρια τῆς θυσίας, δοξολογεῖ μέ τή δυνατότερη φωνή τόν Δημιουργό, ὁ ἴδιος ὁ Σταυρός γίνεται ὄντως ἡ «δόξα» Κυρίου κατά τή θεόπνευστη ἐκτίμηση ἰδίως τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη.

4. Καί τί γίνεται σ’ αὐτήν τήν περίπτωση, κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου; Ὁ ἀληθινά ὑπάκουος δέχεται καί ὁ ἴδιος τόν δοξασμό του ἀπό τόν Θεό. «Καί νῦν δόξασόν σε σύ, Πάτερ, παρά σεαυτῷ». Ἄν ὁ Κύριος θεωρεῖ δεδομένη τήν ἀνταπόδοση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ Πατέρα, λόγω τοῦ ταπεινοῦ καί ὑπάκουου φρονήματός Του, τό ἴδιο θά ἰσχύει καί γιά κάθε ἀκόλουθο καί μαθητή Του. Αὐτό δέν διδάσκει καί ὅλη ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία μέσα ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων; «Τούς ἐμέ  δοξάζοντας δοξάσω». «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος». Ὅ,τι ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε καί σέ ἀνάλογη παραβολή Του: ὅτι τόν πιστό ὑπηρέτη του ὁ βασιλιάς θά τόν ἀνταμείψει καί θά τόν διακονήσει ὁ ἴδιος, ἀκριβῶς τοῦτο βλέπουμε ὄχι μόνο στόν ἴδιο ὡς ἄνθρωπο, ἀλλά καί σέ κάθε συνεπές μέλος Του. Ἡ ἐν δόξῃ μάλιστα ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, κατά τήν ὁποία ὁ Κύριος κάθεται στά δεξιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί μέ τήν ἀνθρώπινη φύση Του διαπαντός, συνιστᾶ τή μεγαλύτερη ἐπιβεβαίωση τοῦ παραπάνω λόγου Του, μέ τόν ὁποῖο παρακαλεῖ τόν Θεό Πατέρα «νά Τόν δοξάσει μέ τή δόξα πού εἶχε κοντά Του προτοῦ νά γίνει ὁ κόσμος».

Ἡ ἀνυπακοή τοῦ πρώτου Ἀδάμ ἐπέφερε τήν ἀμαύρωση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ  στήν ὕπαρξή του καί τήν ἀλλοίωσή της στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου μέ τά γνωστά σέ ὅλους καταστροφικά ἀποτελέσματα. Ἡ ὑπακοή τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπέφερε τόν καθαρισμό τῆς εἰκόνας Αὐτοῦ καί τῆς σωτηρίας γι’ αὐτό τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς χριστιανοί ἡ μόνη ὁδός πού μᾶς σώζει εἶναι νά ἀκολουθοῦμε χάριτι Θεοῦ τά ἴχνη τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἡ μόνη ὁδός πού φέρνει τόν Θεό στή ζωή μας καί μᾶς καθιστᾶ ζωντανά παραδείγματα δοξολογίας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ μόνιμη ἄλλωστε προτροπή καί ἐντολή Του: «Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν τά καλά ὑμῶν ἔργα καί δοξάσωσιν τόν Πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς Οὐρανοῖς».

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΟΝΟΥΦΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ

«Ο όσιος Ονούφριος ήταν από την Αίγυπτο και ζούσε σε κοινόβιο που βρισκόταν στην Ερμούπολη Θηβών. Όταν άκουσε τον βίο του προφήτη Ηλία και του αγίου Προδρόμου, άφησε το κοινόβιο και κατοίκησε στην έρημο επί εξήντα χρόνια, χωρίς να έχει δει καθόλου άνθρωπο. Τον όσιο Ονούφριο βρήκε ο μέγας Παφνούτιος, τότε που προχώρησε στα ενδότερα της ερήμου, προκειμένου να ευλογηθεί από άγιους άνδρες. Αφού είχε διανύσει λοιπόν ο Παφνούτιος δεκαεπτά ημέρες και έφτασε στον τόπο που ζούσε ο άγιος, τον πλησίασε και παρακάλεσε να του πει το όνομά του και να του εξηγήσει όλα τα σχετικά με τη ζωή του. Πράγματι τα έμαθε και αργότερα τα διηγήθηκε στους ασκητές μοναχούς, όχι μόνο γι᾽ αυτόν τον θεοφόρο Πατέρα Ονούφριο, αλλά και για άλλους, τους οποίους προχωρώντας βρήκε στην έρημο.

Τότε μάλιστα, όταν παρευρισκόταν ο Παφνούτιος εκεί, επειδή ο όσιος Ονούφριος εκδήμησε προς τον Κύριο, έσκισε το ένδυμά του σε δύο μέρη, και το ένα το έριξε πάνω στο άγιο λείψανο (διότι ήταν γυμνό, καλυπτόμενο από μόνες τις λευκές τρίχες), ενώ το άλλο το κράτησε για τη δική του κάλυψη. Θάβει λοιπόν το άγιο λείψανο σ᾽ αυτόν τον τόπο, κι αμέσως η καλύβα κατέπεσε και ο φοίνικας ξεράθηκε και το νερό χάθηκε. Τελείται δε η σύναξή του στο αγιότατο ευκτήριό του, που βρίσκεται στη Μονή του Αγίου Αλυπίου».

Για έναν μεγάλο ασκητικό Πατέρα σαν τον όσιο Ονούφριο δεν περιμένει κανείς κάτι άλλο από αυτό που κάνει η υμνολογία της ημέρας: να τονίζει την ασκητική του διαγωγή, τις αρετές του, τη διαρκή αναγωγή του στον Θεό, και μάλιστα στην έρημο που είχε καταφύγει. Πράγματι λοιπόν το πρώτο που προβάλλει ο άγιος υμνογράφος για τον μεγάλο Ονούφριο είναι η απόσυρσή του από την κοινωνία του κόσμου πρώτα και του κοινοβίου έπειτα, σε ερημική τοποθεσία, ώστε μόνος μόνω Θεώ να λατρεύει ακατάπαυστα Εκείνον. Κι αυτό γιατί; Διότι έστω και σε κοινόβιο ευρισκόμενος ζούσε πολλές φορές τη σύγχυση που προκαλεί η συναναστροφή με τους άλλους. «Πατέρα θεόφρον Ονούφριε, απομάκρυνες τον εαυτό σου από την κοσμική σύγχυση και ανέβηκες στην υπερκόσμια ακρότητα» (στιχηρό εσπερινού). Ποια η αιτία της επιθυμίας του για πλήρη απομόνωση; Όχι βεβαίως ο δαιμονικός εγωισμός που δεν ανέχεται την παρουσία άλλων, αλλά ο πλούτος της αγάπης προς τον Θεό, η οποία κινεί τον άγιο άνθρωπο να μένει εντελώς απερίσπαστος στη λατρεία του Θεού. «Ανέβηκες στην υπερκόσμια ακρότητα, γιατί πόθησες την ίδια την πηγή των αγαθών, κι έφτασες αυτό το αληθινά αγαθό, τον Θεό» (στιχηρό εσπερινού). «Μπήκες στον ζυγό του Χριστού, Ονούφριε, γιατί ποθούσες να συναναστρέφεσαι Αυτόν μόνος σου σε άβατες ερήμους και να νιώθεις την τρυφή από το κάλλος της θείας δόξης Του» (ωδή γ´).

Χρειάζεται ιδιαιτέρως να επιμείνουμε σ᾽αυτήν την ερημική απόσυρση του οσίου. Διότι ίσως κάποιος να σκεφτεί ότι μπορεί κι αυτός να κάνει το ίδιο, αν θέλει να βρει τον Θεό. Ο όσιος Ονούφριος, το εξηγήσαμε, εξήλθε από τον κόσμο πηγαίνοντας σε κοινόβιο. Κι αφού έμεινε εκεί αρκετά χρόνια ασκούμενος μαζί με άλλους, κινήθηκε από την αγάπη του Θεού για πλήρη μόνωση, έχοντας ως παράδειγμα τους αγίους προφήτες Ηλία και Ιωάννη Πρόδρομο («την Ιωάνου γαρ και Ηλιού εζήλωσας πολιτείαν, παμμάκαρ Ονούφριε») (ωδή ς´).  Αυτή είναι η κανονική πορεία: πρώτα εισέρχεται κανείς σε κοινόβιο κι έπειτα, αν νιώσει την κλήση του Θεού, ζητεί ευλογία για μεγαλύτερη μόνωση. Διότι αν κανείς, χωρίς να έχει αντιπαλέψει τα πάθη του σε σχέση με τους άλλους, χωρίς δηλαδή να έχει ῾στρογγυλοποιηθεί᾽ στον χαρακτήρα του, όπως διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες – η ῾στρογγύλευση᾽ αυτή γίνεται μόνον όταν σχετιζόμαστε με τους άλλους – απλώς στην έρημο θα μεταφέρει τα πάθη του και θα εμπαίζεται από τον διάβολο.

Ο όσιος Ονούφριος λοιπόν αποσύρθηκε στην έρημο, διότι η σχέση του με τους άλλους τον είχε οδηγήσει ήδη σε εκείνη την πνευματική καλή κατάσταση της αγάπης, ώστε να ποθεί τη μεγαλύτερη ένωση με τον Θεό. Κι η ένωση αυτή επιβεβαιώθηκε ως αληθινή από το γεγονός ότι πλούτισε τόσο σε αγάπη προς τον Θεό, ώστε η αγάπη του προς τον συνάνθρωπο – η αγάπη προς τον συνάνθρωπο είναι η απόδειξη της αγάπης προς τον Θεό – να φτάνει μέχρι βαθμού θυσίας γι᾽ αυτόν. Ο άγιος υμνογράφος σε έκσταση σχεδόν ευρισκόμενος μπροστά στο μέγεθος αυτής της διπλής αγάπης του οσίου, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, κραυγάζει: «Και την εντολή να δίνει κανείς τον ένα χιτώνα του, όταν έχει δύο, πάτερ, εσύ την ξεπέρασες, γιατί τα έδωσες όλα και έμεινες γυμνός εντελώς» (στίχοι συναξαρίου). Στον οίκο δε του κοντακίου πράγματι ξεσπά: «Ω αγάπη, το υπέρλαμπρο φως! Ω η ανακεφαλαίωση όλων των αρετών! Αυτή που γεμίζει πάντοτε τα ουράνια τάγματα από ευφροσύνη και χάρη. Αυτή που ενοίκησε στους αγίους: τους Πατριάρχες, τους Προφήτες και τους Αποστόλους».

Είναι απορίας άξιο πώς ένας τόσο ασκητικός Πατέρας, με τόση σκληρή ασκητική ζωή φτάνει σε τέτοια ευαισθησία καρδιάς και τέτοια αγάπη. Συνήθως οι απομονωμένοι άνθρωποι αποκτούν μία σκληρότητα στη συμπεριφορά τους. Αλλά αυτό συμβαίνει σε κοσμικούς ανθρώπους ή σε ασκητές άλλων θρησκειών. Ο χριστιανός ασκητής, σαν τον μέγα Ονούφριο, ασκητεύει, γίνεται σκληρός αλλά μόνον ως προς τον εαυτό του. Με σκοπό, υποτάσσοντας τα πάθη του και τα ενεργήματα του διαβόλου, να μαλακώσει στην καρδιά και να γίνει κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος και όλης της αγίας Τριάδος. Συνεπώς η αγάπη του Θεού γίνεται αγάπη και δική του. «Απομάκρυνες μεν τον εαυτό σου από τον κοσμικό τρόπο ζωής, όσιε, ζώντας όμως στις ερημιές έλαβες τον ουράνιο άρτο. Διότι είχες τον Χριστό ως σιτοδότη σου» (ωδή ζ´). «Επειδή επιθυμούσες την ουράνια μακαριότητα, θεώρησες, θεσπέσιε, ως τρυφή την εγκράτεια, την πτωχεία ως πλούτο, την ακτημοσύνη ως αληθινή περιουσία και την ταπείνωση ως δόξα» (απόστιχο εσπερινού). Αυτή είναι η πνευματική άσκηση: τα παρακλάδια της ουσίας της αμαρτίας (που είναι ο εγωισμός), τη φιληδονία δηλαδή, τη φιλαργυρία και τη φιλοδοξία, να τα μεταποιεί ο πιστός με τη χάρη του Θεού σε παρακλάδια της ίδιας της ενέργειας της Θεότητας (που είναι η αγάπη), δηλαδή σε εγκράτεια, σε ακτημοσύνη και πτωχεία, σε ταπείνωση.

Κι αξίζει να κάνει κανείς το παρακάτω σχόλιο, μέσα στο πλαίσιο της πνευματικής άσκησης του οσίου, εξαφορμής  ενός και πάλι αποστίχου του εσπερινού. «Απαρνήθηκες, θεόσοφε, κάθε ηδυπάθεια καταπιέζοντας το σώμα σου, με το να πικραίνεις την αίσθηση με τους κόπους της εγκράτειας και της σκληραγωγίας, και με την υπομονή των πειρασμών και την καρτερία των περιστάσεων». Έχουν επισημάνει οι ιατροί με διάφορες έρευνές τους ότι ο καρκίνος που κατατρώγει το σώμα του ανθρώπου τρέφεται από τις ζάχαρες και τα εν γένει γλυκίσματα. Αντιθέτως, η λήψη πικρών ουσιών από τον άνθρωπο προλαμβάνει πολλές φορές την ανάπτυξη του καρκίνου, συχνά δε τον καταπολεμά. Αυτό που συμβαίνει στο σώμα, συμβαίνει και στην ψυχή. Η στροφή του ανθρώπου στις διάφορες ηδυπάθειες, στην καλλιέργεια δηλαδή της φιληδονίας, αυξάνει τον εγωισμό, δηλαδή την ουσία της αμαρτίας, άρα κάνει τον άνθρωπο έρμαιο του διάβολου και έρημο της χάρης του Θεού. Αντιθέτως, η στροφή του στην πικρότητα της εγκράτειας και της σκληραγωγίας,  ό,τι δηλαδή επισημαίνει και το τροπάριο για τον όσιο Ονούφριο, οδηγεί τον άνθρωπο στην υπέρβαση της φιληδονίας και τον καθιστά καλό έδαφος για την παρουσία  της χάρης του Θεού, συνεπώς της αληθινής αγάπης. Ο άγιος υμνογράφος θα χαιρόταν ιδιαιτέρως αν ζούσε στις ημέρες μας, που και η ίδια η ιατρική επιστήμη επιβεβαιώνει στο επίπεδο του σώματος ό,τι συμβαίνει και στην ψυχή. 

11 Ιουνίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΝΕΟΣ, Ο ΙΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

Ο άγιος Λουκάς ο νέος (1877-1961) δεν είναι μόνον ότι υπήρξε σύγχρονός μας σχεδόν άγιος, αλλά και ότι υπήρξε μέγας επιστήμονας, διεθνούς φήμης και ακτινοβολίας πανεπιστημιακός ιατρός, τόσο που οι μελέτες και τα συγγράμματά του πάνω σε θέματα ιατρικής θεωρούνται ορόσημα και πρωτοποριακά ακόμη και στις ημέρες μας, όπου η ιατρική και οι άλλες επιστήμες έχουν προχωρήσει πάρα πολύ λόγω των αλμάτων που έχουν γίνει στην τεχνογνωσία. Κι όμως! Για την Εκκλησία μας, εκείνο που προέχει δεν είναι φυσικά η επιστημοσύνη του και το λαμπρό μυαλό του – αξιοσημείωτα πράγματι ως τάλαντα του Θεού -  αλλά η αγιότητά του, με την οποία βοήθησε παρηγορητικά πάρα πολύ τους ανθρώπους που συναναστράφηκε, όπως και τους ανθρώπους της κάθε εποχής, λόγω της μεγάλης παρρησίας του ενώπιον του Θεού. Κι αυτήν την προτεραιότητα της αγιωσύνης του τονίζει και ο σπουδαίος υμνογράφος της ελληνικής ακολουθίας του, Σεβασμιώτατος Εδέσσης κ. Ιωήλ. Ο άγιος υμνογράφος δεν υποβαθμίζει ασφαλώς τη μεγαλοφυΐα του αγίου στην επιστήμη του. Επιμένει όμως στις κατά Θεόν αρετές του, στην μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του, στο χάρισμα της θαυματουργίας του. Κι αυτό γιατί κινείται θεολογικά, με κριτήριο την αγιότητα που μένει εις τον αιώνα, και όχι τα επίγεια και φυσικά προσόντα, τα οποία και παρέρχονται αλλά και μπορεί να καταστρέψουν τον άνθρωπο, αν δεν τα διαχειριστεί κατά το θέλημα του Θεού.

Είναι χαρακτηριστική για παράδειγμα η επισήμανσή του για τον πνευματικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε ο άγιος Λουκάς τη σπουδαιότερη τιμή που μπορούσε κάποιος να δεχτεί στη Ρωσία τότε, την απονομή του βραβείου Στάλιν το 1946. Δέχτηκε μεν το βραβείο, αλλά δεν υπερηφανεύτηκε καθόλου, διακρατώντας την ταπείνωση της επιτέλεσης του καθήκοντός του ως χριστιανού – η αιωνιότητα ήταν η διαρκής απόβλεψή του. «Σε εξύψωσαν στη γη οι άνθρωποι» θα πει στην ωδή γ΄ του κανόνα του, «αλλά έμεινες ταπεινός, Λουκά, γιατί ζήλεψες τα αιώνια και ανέφερες στον Θεό τα αξιοτίμητα δικά σου χαρίσματα, άγιε Πατέρα».

Ο ζήλος του για τα αιώνια οδηγεί τον άγιο, σημειώνει ο υμνογράφος, στο ανάργυρο των ιατρικών του υπηρεσιών και στη μαρτυρική ομολογία της πίστεώς του. Ο άγιος ανήκει στους αναργύρους ιατρούς. Ό,τι παλαιότερα ήταν οι άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Κύρος και Ιωάννης, Σαμψών και Διομήδης, Θαλλέλαιος και Ερμόλαος, το ίδιο είναι στην εποχή μας ο άγιος Λουκάς ο νέος. «Λουκάν τον νέον άγιον…τον ένδοξον Ανάργυρον… ανευφημήσωμεν πάντες» (εξαποστειλάριο). Κι αυτό γιατί επέλεξε ως σύζυγο πνευματική την πτωχεία. Αυτήν που πλουτίζει τον άνθρωπο με μοναδικό τρόπο, όπως αποκαλύπτει ο μέγας Παύλος για τους ανθρώπους του Θεού: «δεν έχουν τίποτε δικό τους, αλλά κατέχουν τα πάντα». Και πώς να μην τα κατέχουν, αφού σ’ αυτούς βρίσκει χώρο Εκείνος λόγω της μεγάλης πίστεώς τους για να εναποθέσει στα χέρια τους όλα τα αγαθά Του! Η αποτίμηση του ποιητή είναι βαθύτατα θεολογική: «Αν και είχες λάβει την πτωχεία ως σύζυγο στη ζωή σου, έθρεψες πράγματι τα πλήθη του λαού σου με τα θεία σου λόγια και με τις τροφές, ως μέγας σιτοδότης του σώματος και του Πνεύματος, σε όλη τη Ρωσία, Λουκά θαυμάσιε» (κάθισμα όρθρου) – πόση άγνοια και ολιγοπιστία κρύβει η πορεία των περισσοτέρων χριστιανών, όταν αποδυόμαστε στο κυνηγητό των χρημάτων με το πρόσχημα της επιβίωσης! Και οι ίδιοι απογυμνωνόμαστε πνευματικά και στους άλλους «κερνάμε» την κενότητά μας!

Ο άγιος Λουκάς όμως είναι και ομολογητής της πίστεως. Υπερασπίστηκε με θυσία της ζωής του – με φυλακές, εξορίες, διωγμούς -  τη χριστιανική πίστη όχι μόνο απέναντι στην ανοησία των αθέων, αλλά και απέναντι στους σχισματικούς που έπαιζαν το παιχνίδι της άθεης εξουσίας, κι ακόμη απέναντι και σε θεωρούμενους «δικούς» του ανθρώπους. «Η σταθερή σου πίστη και ένσταση κλόνισε τις ανοησίες των τυράννων, ξήρανε τον χείμαρρο των σχισματικών κι έδωσε θάρρος στα πλήθη της Εκκλησίας (λιτή). «Δέχτηκες ολομέτωπο πράγματι πόλεμο και την εχθρότητα από τους άθεους άνδρες, τους ψευδάδελφους ιερείς και τους θεωρούμενους δικούς σου, αλλά συ προχώρησες περιχαρής στα σκάμματα της καλής ομολογίας (ωδή ζ´).

Και τέλος: στους αγώνες του υπέρ της πίστεως, όπου «περπατούσε την οδό του Χριστού την επίπονη, στενή και θλιμμένη» (ωδή στ´), είχε ως άμεση βοήθεια εκτός από τον ίδιο τον Κύριο και την αγαπημένη του Παναγία Μητέρα του Κυρίου. Την Παναγία επικαλείτο διαρκώς και έβλεπε την άμεση αρωγή της και στις διάφορες πάντοτε ιατρικές εγχειρίσεις του, αλλά και σε όλη τη ζωή του. «Έβαλες τη θεία εικόνα της μητέρας του Κυρίου μπροστά στα μάτια σου, πανεύφημε, παίρνοντας δύναμη και θάρρος από αυτήν στις εγχειρίσεις σου, Λουκά» (στιχηρό εσπερινού). Έτσι λειτουργεί πάντα ένας άγιος: χρησιμοποιεί τις δυνάμεις του, αξιοποιεί όλα τα χαρίσματα που του έχει δώσει ο Θεός, αλλά γνωρίζει ότι τελικώς τα πάντα εξαρτώνται από τη χάρη του Θεού και τη δύναμη των αγίων Του.

Υμνολογικές απλές πινελιές για τον άγιο. Αλλά τέτοιες που φιλοτεχνούν το πορτραίτο του συγχρόνου αγίου. Εκείνου που θα μας κρίνει στην κρίση του Θεού…

10 Ιουνίου 2021

ΠΩΣ ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ;

 «Φωτισθέντες, ἀδελφοί, τῇ Ἀναστάσει τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ... γνησίως φυλάξωμεν τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦἵνα ἄξιοι γενώμεθα καί τήν Ἀνάληψιν ἑορτάσαι καί τῆς παρουσίας τυχεῖν τοῦ ἀγίου Πνεύματος» (Από το δοξαστικό των Αίνων της Μεσοπεντηκοστής).

(Αφού φωτιστήκαμε, αδέλφια, από την Ανάσταση του Σωτήρος Χριστού... ας φυλάξουμε αληθινά τις εντολές του Θεού∙ κι αυτό για να γίνουμε άξιοι να εορτάσουμε και την Ανάληψη και να δεχτούμε την παρουσία του Αγίου Πνεύματος).

Η Ανάσταση του Κυρίου αποτελεί το γεγονός που έφερε το φως του Θεού στην ύπαρξη του ανθρώπου. Ο άνθρωπος λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την κοινωνία του με τον Θεό, οπότε το φως του από τη σχέση του με Εκείνον χάθηκε – η σκοτεινιά των παθών του τον περιέβαλε με τρόπο τραγικό. Ο ερχομός του Υιού του Θεού ως ανθρώπου  στον κόσμο ανακεφαλαίωσε τα πάντα – όλα μπήκαν στη θέση τους: ο Κύριος ήρε την αμαρτία του κόσμου, την κατήργησε επί του Σταυρού, θανάτωσε τον θάνατο και με την Ανάστασή Του έδειξε με περίτρανο τρόπο ότι έκτοτε «ἡ ζωή κυριεύει» και το φως του Θεού είναι αυτό που πλημμυρίζει και πάλι τα σύμπαντα. Με μία βεβαίως προϋπόθεση: ο άνθρωπος να  θ έ λ ε ι  τον Χριστό στη ζωή του, να πιστέψει δηλαδή σ’  Αυτόν. Αυτή είναι η μεγαλωσύνη του Θεού μας: ενώ είναι παντοδύναμος περιορίζεται, ζητώντας την ελεύθερη υπακοή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού πλάσματός Του.

Ο άνθρωπος πιστεύει στον Χριστό, όταν αποδέχεται τον λόγο Του και «σταυρώνει» τον εαυτό του για να τηρεί τις άγιες εντολές Του: δηλαδή δεν έχει τη λογική του ως το απόλυτο κριτήριό του, δεν υπακούει στα ψεκτά πάθη του, κυρίως τον εγωισμό και την υπερηφάνεια που τον έλκουν γοητευτικά στον πεσμένο κόσμο της αμαρτίας, κατεξοχήν είναι πάντα προσανατολισμένος στην αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ιδίως τον θεωρούμενο εχθρό, γιατί αυτό είναι το γνησιότερο κριτήριο ότι ανήκει κανείς στον Χριστό.

Για τον άγιο υμνογράφο λοιπόν του παραπάνω ύμνου, ο αναστάσιμος φωτισμός έρχεται στον βαθμό που ο πιστός τηρεί τις εντολές του Κυρίου. Για να συνεχίσει αξιωματικά: η γνήσια τήρηση αυτών των εντολών μάς καθιστά αξίους να εορτάσουμε την Ανάληψη και την Πεντηκοστή.  Είναι εξαιρετικά σημαντικός ο λόγος του: η συμμετοχή σε μία εορτή, και μάλιστα Δεσποτική, απαιτεί αυξημένες προϋποθέσεις∙ απαιτεί την ένταση της εξόδου από τον παλαιό εαυτό και την «εγκατοίκηση» στην καινότητα της αιώνιας ζωής του λόγου του Θεού. Με άλλα λόγια χωρίς τον έρωτα για τον Χριστό (που φανερώνεται από την εφαρμογή των εντολών Του) η παρουσία ενός χριστιανού στην Εκκλησία έχει τυπικό χαρακτήρα, γίνεται ένα καθήκον που δεν επισύρει τη χάρη του Θεού. Μήπως γι’  αυτό και πολλοί από εμάς τους θεωρουμένους πιστούς ξένοι μπαίνουμε στην Εκκλησία και ξένοι βγαίνουμε από αυτήν;  

Η Ανάληψη και η Πεντηκοστή ζητάει ανθρώπους αξίους να τις εορτάσουν, που θα πει συγγενείς προς το πνεύμα που φέρνουν.  Κι ένας είναι ο τρόπος που συγγενεύει κανείς με τις εορτές: όταν κάνει πράξη το θέλημα του Θεού, γεγονός που ενεργοποιεί το ένδυμα του αγίου βαπτίσματός του. Και ένδυμα είναι ο ίδιος ο Χριστός! Αμέσως καταλαβαίνουμε έτσι ότι η κάθε εορτή, ιδίως η μεγάλη, λαμπρύνει στο ανώτερο δυνατό την εν Χριστώ ύπαρξή μας. Ο Χριστός λάμπει μέσω ημών! 

"ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΜΕΘ' ΗΜΩΝ..."

«Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν, καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος, καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν, καί οὐδείς καθ’ ὑμῶν» (Κοντάκιον Αναλήψεως).

(Ἀφοῦ ἐκπλήρωσες τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας κι ἕνωσες τά ἐπίγεια μέ τά ἐπουράνια, ἀναλήφθηκες, Χριστέ Θεέ μας, χωρίς νά χωριστεῖς καθόλου ἀπό ἐμᾶς καί χωρίς νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπό ἐμᾶς, καί φωνάζοντας δυνατά σ’ αὐτούς πού σ’ ἀγαπᾶνε: ἐγώ εἶμαι μαζί σας, γι’ αὐτό καί κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι ἐναντίον σας).

Σέ πολύ λίγες γραμμές ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ἐπισημαίνει τό θεολογικό βάθος τῆς Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σαράντα ἡμέρες μετά τήν ἁγία Του Ἀνάσταση ὁ Κύριος, κατά τήν ἐντολή πού ἤδη εἶχε δώσει, μάζεψε τούς μαθητές Του στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, κι ἐκεῖ ἐνώπιόν Του, ἀφοῦ τούς ἐνεφύσησε τό ἅγιον Πνεῦμα καί τούς ἔδωσε τήν ἐξουσία «τοῦ ἀφιέναι ἁμαρτίας», προτρέποντάς τους νά παραμένουν ἐν προσευχῇ στόν τόπο πού τούς εἶχε ὑποδείξει μέχρι τή λήψη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τούς εὐλόγησε καί ἀναλήφθηκε ἐν δόξῃ στούς Οὐρανούς, προκειμένου νά παρακαθήσει καί ὡς ἄνθρωπος στά δεξιά τοῦ Πατέρα.

Δύο εἶναι τά καίρια σημεῖα στά ὁποῖα ἐπιμένει ὁ ὑμνογράφος γιά τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Πρῶτον· ἡ Ἀνάληψη σηματοδοτεῖ τήν ὁλοκλήρωση τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, τοῦ σχεδίου Του δηλαδή γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. Ὅ,τι εἶχε ὑποσχεθεῖ μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων καί εἶχε ἐξαγγείλει μέσω τῶν Προφητῶν Του στήν Παλαιά Διαθήκη, πραγματοποιήθηκε ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἕνωσε καί πάλι μέ τόν Τριαδικό Θεό ἐν τῇ σαρκί Αὐτοῦ, δηλαδή στήν Ἐκκλησία τό ζωντανό σῶμα Του, τόν ἀπομακρυσμένο λόγω τῆς ἀνυπακοῆς του ἄνθρωπο. Μετά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ «οὐκέτι ἐσμέν ξένοι καί πάροικοι, ἀλλ’ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ». Μέ τόν Χριστό ἀκούσαμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατέρας μας κι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ φίλος μας, ἡ ρίζα μας, τό σπίτι μας, τό ἔνδυμά μας, ὁ νυμφίος μας, ἡ τροφή μας, τά πάντα γιά τή ζωή μας.

Δεύτερον· ἡ πραγματικότητα αὐτή τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας μας ὡς ἕνωσής μας μέ τόν Θεό δέν ἀποτελεῖ περιστασιακό γεγονός - ἕνα εἶδος παρένθεσης στή ζωή τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου - ἀλλά μόνιμη καί αἰώνια κατάσταση. Μετά τόν Χριστό, τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, ὁ κόσμος ζεῖ ἀδιάκοπα τήν παρουσία Του, ποτέ δέν μπορεῖ νά χωριστεῖ ἀπό Αὐτόν, Αὐτός ζεῖ μέσα σ’ αὐτόν καί αὐτός μέσα σ’ Ἐκεῖνον. Πρόκειται, ὅπως εἴπαμε, γιά τήν ἁγία Του Ἐκκλησία πού ἀποτελεῖ τό μυστικό ζωντανό σῶμα Του. Κι αὐτό βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι πρίν τόν ἐρχομό Του ὁ κόσμος βρισκόταν ἐκτός τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ - ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ διαρκή ἐπιβεβαίωση καί ἐξαγγελία τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ πού διακρατεῖ τόν κόσμο: Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Δημιουργός, ὁ προνοητής, ὁ κυβερνήτης τοῦ κόσμου ὡς «διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα». Ὅμως μέ τήν ἐνανθρώπησή Του καί τήν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου Του ὁ κόσμος ἀπέκτησε καί πάλι τή δυνατότητα νά «βλέπει» καί νά ζεῖ ἐν αἰσθήσει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· νά πραγματοποιεῖ μέ τήν κάθαρση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ τήν πορεία τῆς ὁμοίωσής του πρός Αὐτόν.

 Μέ τήν προϋπόθεση βεβαίως ὅτι αὐτό πραγματοποιεῖται ἀπό ὅσους πίστεψαν στόν Κύριο, πού σημαίνει ὅτι Τόν ἀγάπησαν, ἀνταποκρινόμενοι στή δική Του ἀγάπη. Σ’ αὐτούς τούς πιστούς φωνάζει ὅτι εἶναι πάντοτε μαζί τους κι ὅτι κανείς δέν θά μπορέσει νά τούς κάνει κακό. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ’ ἡμῶν;» πού λέει καί ὁ ἀπόστολός Του. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου μᾶς στρέφει στό παρελθόν γιά νά κατανοήσουμε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ· μᾶς στεριώνει στό παρόν μέσα στήν Ἐκκλησία ὡς μέλη τοῦ Χριστοῦ: ὁ Χριστός εἶναι ἐμεῖς κι ἐμεῖς εἴμαστε Αὐτός ἐν πνεύματι Ἁγίῳ · καί μᾶς προσανατολίζει στό μέλλον, ζώντας ἐν διαρκεῖ προσμονῇ τήν καί πάλι γιά δεύτερη φορά ἐμφάνισή Του: «μαράν ἀθά».

09 Ιουνίου 2021

Η ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

1.  Μέ τήν ᾽Ανάληψή Του ὁ Κύριος ὁλοκλήρωσε τό ἀπολυτρωτικό ἔργο Του στή γῆ. Ὅ,τι ξεκίνησε με τον ερχομό Του στόν κόσμο ἔφτασε στό πέρας του μέ τήν Θεία Του ᾽Ανάληψη: ἕνωσε τούς ἀνθρώπους μέ τόν Τριαδικό Θεό. Κατά τό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς ὁ Κύριος ἀνελήφθη ἐν δόξῃ «τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις».

Ἡ ἐν δόξῃ αὐτή ᾽Ανάληψη δέν ἀποτελεῖ ἀπόρριψη ἀπό τόν Κύριο τοῦ σώματός Του καί ἐπάνοδό Του ὡς Θεοῦ μόνου στά δεξιά τοῦ Πατέρα. Ὁ Κύριος ἀναλαμβάνεται στούς Οὐρανούς, «ὅπου ἦν τό πρότερον», μέ τό ἅγιο σῶμα Του, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ἡ ἐνσάρκωσή Του δέν ἦταν παρένθεση στή ζωή Του. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν κράτησε διαπαντός. Ἐν Χριστῷ δηλαδή ὁ ἄνθρωπος «κατέκτησε» τούς οὐρανούς. 

  ἀλήθεια αὐτή ἀποκαλύπτει ἀσφαλῶς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀλλά  καί τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. ᾽Αξία ὅμως πού δέν ἀποκτᾶ ἀπό μόνος του, ἀλλά ἀπό τή σχέση του μέ τό Δημιουργό Του.  Εἶναι στήν πραγματικότητα τό «κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ» σ’ αὐτόν, τό ὁποῖο καθάρισε ὁ Χριστός ἐρχόμενος στόν κόσμο καί τό ἔφτασε στό ἀπώγειό του ὡς «καθ᾽ ὁμοίωσιν» μέ τήν ἔνδοξη ᾽Ανάληψή Του. Γι’ αὐτό καί ἡ δοσμένη ἀπό τόν Θεό ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ὁδηγεῖ στήν καταδίκη κάθε ρατσιστικῆς ἀντίληψης καί κάθε ἀριστοκρατικῆς θεώρησης ὁμάδας ἀνθρώπων. Κανείς δέν εἶναι ἀνώτερος ἀπό κάποιον ἄλλον. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι (ἄνδρες καί γυναῖκες, λευκοί καί μαῦροι, πλούσιοι καί φτωχοί) ἔχουμε τήν ἴδια ἀξία πού μᾶς δίνει ὁ Θεός μας.

 2. Ναί μέν ὁ Κύριος μέ τήν ᾽Ανάληψή Του ὁλοκλήρωσε τό ἔργο Του ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά καί δέν σώθηκε ὁ κόσμος ἀκόμη. Αὐτό πού ἔφερε ἔπρεπε νά γίνει προσωπικό κτῆμα τοῦ καθενός. Κι αὐτό ἔγινε μέ τήν κάθοδο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Κατά τήν Πεντηκοστή, τό τρίτο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό ῞Αγιον Πνεῦμα, ἀναλαμβάνει τό ἔργο τῆς φανέρωσης τοῦ Χριστοῦ στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, νά πραγματοποιεῖ τόν ἁγιασμό τους. Ἔτσι ἡ ᾽Ανάληψη παραπέμπει στήν Πεντηκοστή. Χωρίς τήν Πεντηκοστή – τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος - ἡ ᾽Ανάληψη, ὅπως καί ὅλη ἡ ἐπί γῆς ζωή τοῦ Κυρίου, θά παρέμενε παντελῶς ἀνενέργητη - ὁ Χριστός θά παρέμενε ἕνας ξένος γιά μᾶς. Ἡ ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας τονίζει: «ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ἵνα πέμψῃ τόν Παράκλητον τῷ κόσμῳ». Ὁ Κύριος δηλαδή φεύγει ἀπό τόν κόσμο γιά νά ξανάρθει μέ ἄλλον τρόπο: μέσω τοῦ Πνεύματός Του.

3. Ἡ ᾽Ανάληψη δέν παραπέμπει μόνο στήν Πεντηκοστή. Παραπέμπει καί στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Τά λόγια τῶν ᾽Αγγέλων στούς  μαθητές τή στιγμή τῆς ᾽Αναλήψεως εἶναι ἐνδεικτικά: «ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾽ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν» (Πρ. ᾽Απ. 1,11). Ὁ ἐν δόξῃ ἐρχομός τοῦ Κυρίου γιά δεύτερη φορά ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς πρώτης παρουσίας Του, τέλος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ ᾽Ανάληψη, ἀλλά καί τῆς  παρουσίας Του ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι στήν ᾽Εκκλησία. Ἡ Δευτέρα Παρουσία ἀποτελεῖ τήν προοπτική καί τήν προσμονή τῶν Χριστιανῶν. Τό «ἔρχου, Κύριε ᾽Ιησοῦ» (᾽Απ. ᾽Ιωάν. 22,20) εἶναι ἡ κραυγή τοῦ πιστοῦ πού ἀγαπᾶ ἀληθινά τόν Χριστό.