19 Μαρτίου 2022

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΔΑΡΕΙΑ Η ΑΘΗΝΑΙΑ

«Οἱ ἅγιοι αὐτοί ἔζησαν ὅταν βασιλιᾶς ἦταν ὁ Νουμεριανός (περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.). ῾Ο Χρύσανθος εἶχε πατέρα συγκλητικό ἀπό τήν ᾽Αλεξάνδρεια, ὀνόματι Πολέμονα, ἐνῶ ἡ Δαρεία ἦταν ἀπό τήν ᾽Αθήνα. ᾽Επειδή δέ ὁ Χρύσανθος μυήθηκε τά θεῖα ἀπό κάποιο χριστιανό, βαπτίστηκε καί κήρυττε τόν Χριστό μέ παρρησία, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του νά τόν κλείσει στή φυλακή. Καθώς ὅμως δέν ὑποχωροῦσε, ἀλλά παρέμενε σταθερός καί ἀσάλευτος στήν πίστη του, ὁ πατέρας του ἔστειλε καί ἔφερε ἀπό τήν ᾽Αθήνα μία κόρη ὄμορφη καί ὡραία, ὀνόματι Δαρεία, γιά νά τόν νυμφεύσει, ὥστε μέ τόν ἔρωτα πρός αὐτήν νά τόν μετακινήσει ἀπό τήν πίστη τῶν χριστιανῶν. ῾Η Δαρεία ὅμως ἀντί νά πείσει τόν Χρύσανθο, μᾶλλον πείστηκε, κι ἀφήνοντας τήν ἀσέβεια τῆς εἰδωλολατρίας δέχτηκε τό βάπτισμα. Συμφώνησαν μάλιστα νά διαφυλάξουν τήν παρθενία τους καί οἱ δύο.

῞Οταν μαθεύτηκε τό γεγονός τῆς μεταστροφῆς καί τῆς Δαρείας,  κατηγορήθηκαν πρός τόν ἔπαρχο Κελλερίνο, ὁ ὁποῖος τούς ἔδωσε πρός ἐξέταση στόν τριβοῦνο Κλαύδιο τόν ἔπαρχο. Αὐτός τότε τούς τιμώρησε μέ πολλῶν εἰδῶν βασανιστήρια, ἀλλά καθώς τούς εἶδε νά τά ξεπερνοῦν καί νά μή ὑποκύπτουν, ἄλλαξε καί πίστεψε στόν Χριστό, μαζί μέ τή γυναίκα του ᾽Ιλαρία καί τά δύο τους παιδιά, τόν ᾽Ιάσωνα καί τόν Μαῦρο, ὅπως συνέβη καί μέ τούς στρατιῶτες πού ἦταν ὑπό τίς διαταγές τους, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα δέχτηκαν καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, κατά τήν δεκάτη ἐνάτη τοῦ μηνός Μαρτίου. Καί ὁ μέν Κλαύδιος, ἀφοῦ δέθηκε σέ λίθο καί ρίχτηκε στή θάλασσα τελειώθηκε, τῶν δέ παιδιῶν του καί τῶν στρατιωτῶν του ἔκοψαν τά κεφάλια. ῾Ο ἅγιος Χρύσανθος καί ἡ Δαρεία ρίχτηκαν σέ βόθρο, κι ἀφοῦ ἔριξαν ἀπό πάνω χῶμα, καταχώθηκαν, ὁπότε δέχτηκαν καί τό τέλος τοῦ μαρτυρίου».

Δέν εἶναι μόνον ἡ ἁγία Φιλοθέη ἡ ᾽Αθηναία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κόσμημα καί σέμνωμα τῆς πόλης τῶν ᾽Αθηνῶν, ἀλλά πολύ πιό πίσω ἀπό αὐτήν ἡ ἁγία Δαρεία λάμπει καί κοσμεῖ τήν πόλη. Γιατί ἡ ᾽Αθήνα ὑπῆρξε ἡ γενέτειρα καί τῶν δύο. Καί μπορεῖ βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος νά μή μπορεῖ νά κάνει ὁποιοδήποτε συσχετισμό τῶν ἁγίων σπουδαίων αὐτῶν γυναικῶν μαρτύρων, δεδομένου ὅτι ἡ Δαρεία ἔζησε πρίν ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἁγίας Φιλοθέης, ὅμως εἴμαστε βέβαιοι ὅτι καί οἱ δύο ᾽Αθηναῖες χαίρουν καί ἀγάλλονται μπροστά στόν θρόνο τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, στεφανωμένες μέ τό διπλό στεφάνι τῆς ἄσκησης καί τοῦ μαρτυρίου. Στήν ἁγία Δαρεία μάλιστα ἴσως λάμπει περισσότερο τό στεφάνι τῆς ἄσκησης, διότι λαμπρύνθηκε καί ἀπό τόν ἀγώνα τῆς παρθενίας μέ τόν ἰδιότυπο τρόπο τῆς «λευκῆς» συζυγίας της μέ τόν ἅγιο Χρύσανθο. Κι εἶναι κάτι πού ἀξίζει κανείς νά τονίσει ἐν προκειμένῳ: χωρίς νά εἶναι κἄν χριστιανή ἡ Δαρεία, πείθεται στά λόγια τοῦ συζύγου της Χρυσάνθου, πιστεύει στόν Χριστό, ἀφιερώνεται σ᾽ Αὐτόν ὁλοκληρωτικά, δίνει καί τό αἷμα της γιά χάρη Του. Πόσο καλοπροαίρετη πρέπει νά ἦταν, πόσο ἕτοιμη γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, γιά νά πειστεῖ στόν σύζυγό της γιά κάτι πού φαίνεται καί εἶναι ὑπεράνω τῆς φυσικῆς τάξης τῶν πραγμάτων: τήν ἐν συζυγίᾳ παρθενία καί τό μαρτύριο τοῦ αἵματος!  Καί πόση δύναμη λόγων πρέπει νά εἶχε ὁ Χρύσανθος, πόση φωτεινή προσωπικότητα, ὥστε νά πείσει μία νέα κοπέλα γιά ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα! Τά λόγια του κυριολεκτικά πρέπει νά ἦταν χρυσά, δηλαδή γεμάτα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μποροῦν νά διεισδύσουν στήν καρδιά τῆς νεαρῆς Δαρείας. «῾Υπακούεις σ᾽ αὐτόν πού ἀγαποῦσες, πάνσοφη, ὁ ὁποῖος σέ ὁδηγοῦσε ὡς νύμφη στόν Χριστό, ἐγκαταλείποντας τόν ἔρωτα τῆς σάρκας μέ τήν ἱερή πίστη» (ὠδή γ´). «῾Οδήγησες, Χρύσανθε μακάριε, στόν Χριστό τήν ἔνδοξη Δαρεία μέ τά χρυσά λόγια σου, ἡ ὁποία ἔκανε ἄθλους καί ντρόπιασε τούς τυράννους» (κάθισμα ὠδῆς γ´).

Ποιητικό αἴτιο τῶν θαυμασίων τῆς μεγάλης αὐτῆς προσωπικότητας πού λέγεται Χρύσανθος ἦταν βεβαίως, κατά τόν ὑμνογράφο, ἡ σφοδρή ἀγάπη του γιά τόν Κύριο. ῾Η ἀγάπη αὐτή, κυριολεκτικά ἔρωτας πρός τόν Χριστό, ἦταν ἐκείνη πού τόν φτέρωνε γιά νά ξεπερνᾶ ὅ,τι θεωρεῖται φυσικό καί ἀποδεκτό καί νόμιμο: ἡ συζυγία, ἡ ἀγάπη τῶν θελγήτρων τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἡ ἀπόλαυση τῶν ἡδέων τοῦ βίου. «Πληγώθηκες ἀπό τόν γλυκύτατο ἔρωτα τοῦ Δημιουργοῦ, μάρτυρα Χρύσανθε, κι ἀφοῦ περιφρόνησες τά τερπνά τοῦ βίου, ἔδωσες ὅλη τή ροπή τῆς καρδιᾶς σου σ᾽ Αὐτόν πού ποθοῦσες μέ μεγάλη προθυμία» (ὠδή α´). Κι εἶναι μία ἀλήθεια πού ἡ ᾽Εκκλησία μας τονίζει διαρκῶς: κανείς δέν μπορεῖ νά ἀπεμπλακεῖ ἀπό τά ὡραῖα τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἄν δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο ὡραιότερο καί ἰσχυρότερο ὡς δύναμη ροπῆς, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Σάν νά ἔχει κάποιος ὡραῖα ἐνδύματα νά φορέσει, ὅμως μπροστά σέ ἀπείρως ὡραιότερα ἐπιλέγει τά δεύτερα. Καί πράγματι ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ ὁ ὑμνογράφος ἔτσι τοποθετεῖ τά πράγματα: «῾Ο Δημιουργός σέ ἔντυσε, μακάριε Χρύσανθε, μέ ἄφθαρτο χιτώνα πού τόν ὕφανε ἀπό τόν οὐρανό ἡ θεία χάρη, γιατί κράτησες τό σῶμα σου καθαρό, γι᾽ αὐτό καί σέ στεφάνωσε ὡς νικητή» (ὠδή δ´).

Ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου Χρύσανθου καί τῆς ἁγίας Δαρείας βεβαίως γιά τόν Χριστό ἦταν ἐκείνη πού ἔκανε τόν λογισμό τους νά κρατεῖται στέρεος ἀκόμη καί μπροστά στά βασανιστήρια. ᾽Αγάπη πού ἐνισχυόταν  καί ἀπό τήν ἴδια τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, δεδομένου ὅτι «χωρίς Αὐτῆς οὐ δύναται ὁ ἄνθρωπος ποιεῖν οὐδέν». Ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ δηλαδή ἐνίσχυσε τήν ἀγάπη τους γιά τόν Χριστό, ὥστε καί νά κρατήσουν ἁγνή τή σχέση τους καί νά μή δειλιάσουν μπροστά στά μαρτύρια. «Μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ κυριαρχήσατε στά πάθη τῆς σάρκας, γι᾽ αὐτό καί ὁ Χρύσανθος καί ἡ Δαρεία δροσισμένοι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀποτέφρωσαν τή φωτιά τῶν κολάσεων» (ὠδή η´). Μ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ἔφτασαν στό χαρισματικό σημεῖο τῶν τριῶν παίδων στήν κάμινο τοῦ πυρός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. «᾽Αντιτάχτηκες, μακάριε Χρύσανθε, στόν ματαιόφρονα τύραννο μέ τή σταθερότητα τοῦ λογισμοῦ, κι ἔτσι ὑπέφερες τούς γδαρμούς τοῦ σώματος. Κι ἐνῶ φλογιζόσουν ἀπό τή φλόγα, δέν καταφλέχτηκες, ψάλλοντας μαζί μέ τούς τρεῖς παῖδες: Εὐλογεῖτε, πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον» (ὠδή η´).

Δέν εἶναι λοιπόν παράδοξη ἡ ἐκτίμηση τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου γιά τούς ἁγίους: εἶναι σάν καθαρά κειμήλια  πού ὁ Δημιουργός ἔχει ἀφιερώσει στόν ἐπουράνιο Ναό Του, εὑρισκόμενα μέσα σέ ἄπειρη δόξα. «᾽Αποφύγατε τήν σαρκική ἕνωση μέ τήν ἕνωση τῆς ψυχῆς, καί φανήκατε σάν ἁγνά κειμήλια τοῦ Παντοκράτορος, ἀφιερωμένα στόν ἐπουράνιο Ναό» (ὠδή η´). «῾Υψωθήκατε πρός ἄπειρη δόξα, Χρύσανθε μάρτυς καί Δαρεία, καί βρίσκεστε στεφανωμένοι μπροστά στόν Παντοκράτορο Λόγο, πρεσβεύοντας γιά ἐμᾶς πού σᾶς μακαρίζουμε πάντοτε» (ὠδή θ´).

18 Μαρτίου 2022

Β΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

«Χαῖρε δι’ ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν»

(Χαῖρε, Παναγία, διά τῆς ὁποίας ντυθήκαμε τή δόξα τοῦ Θεοῦ).

 δεύτερη στάση τῶν Χαιρετισμῶν ἀναφέρεται, ὡς γνωστόν, στή Γέννηση τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἀπό τό γεγονός αὐτό ἀρύεται κυρίως ὁ ποιητής τήν ἔμπνευσή του γιά νά φωτίσει κατά τρόπο δοξολογικό τό πάνσεμνο πρόσωπο τῆς Παναγίας καί δι’ αὐτῆς νά μᾶς καθοδηγήσει στήν ἐμβάθυνση τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της. Ὁ ὑπόψιν χαιρετισμός προβάλλει μέ ἄμεσο τρόπο τό τί ἔφερε γιά τούς πιστούς ἀνθρώπους ὁ ἐρχομός τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μας: διά τῆς Παναγίας ντυθήκαμε τή δόξα τοῦ Θεοῦ.

1.  Παναγία ἐκ Πνεύματος ἁγίου καί μέ τή δική της ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ («ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου») σαρκώνει μέσα της καί γεννᾶ στή συνέχεια τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος ὡς ἄνθρωπο. Πρόκειται γιά τό μέγα μυστήριο τῆς πίστεώς μας πού ἀποτελεῖ καί τό βάθρο στό ὁποῖο στηρίζεται πιά ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τό ἐξαγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον: Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί». Κι αὐτός ὁ ἐρχομός Του στόν κόσμο ἀποκαλύπτει μέ τόν πιό παράδοξο τρόπο τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ Χριστός εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπίσης μᾶς τό λέει ὁ ἴδιος ἀπόστολος: «Ὁ Θεός… ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης Αὐτοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. 6, 6) (Ὁ Θεός ἔλαμψε μέσα στίς καρδιές μας καί μᾶς φώτισε νά γνωρίσουμε τή δόξα Του στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ) – κοιτᾶμε τόν Χριστό καί βλέπουμε δοξαστικά τόν Θεό Πατέρα, ὅπως καί γιά νά δοῦμε τόν Χριστό ὅπως πράγματι εἶναι: Θεός καί ἄνθρωπος, χρειάζεται νά μᾶς φωτίσει ὁ Πατέρας Θεός.  

2. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται καί κατανοεῖται ὄχι μέ τόν τρόπο τοῦ πεσμένου στήν ἁμαρτία ἀνθρώπου, δηλαδή μέ τόν ἠχηρό τρόπο πού συνήθως αὐτός κινεῖται: κενόδοξα καί ἀλαζονικά λόγω τῆς κενότητας καί τοῦ ἀνούσιου τῆς ζωῆς του, ἀλλά μέ τόν τρόπο πού εἴδαμε νά ἔρχεται καί νά δρᾶ ὁ Χριστός: ἀπείρως ταπεινά καί σεμνά, καλύπτοντας καί τά πιό κραυγαλέα καί θαυμαστά σημεῖα Του μέ τόν μανδύα τῆς σιωπῆς καί τῆς διακριτικῆς φυγῆς Του. Κι ἀκόμη περισσότερο: ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ φανερώνεται ἀδιάκοπα μέσα στούς πολυποίκιλους πειρασμούς τῆς ἐπί γῆς πορείας τοῦ Χριστοῦ, προερχομένους εἴτε ἀπό τόν Πονηρό διάβολο εἴτε ἀπό τά πειθήνια ὄργανά του, μέ ἀποκορύφωση τή Σταυρική Του θυσία - στόν Σταυρό ἐπάνω ὁ Κύριος φτάνει στό ἀπώγειο πράγματι τῆς δόξας Του (ὡς Βασιλεύς τῆς δόξης): ἐκεῖ συντρίβει καί καταργεῖ τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, γιά νά ἔρθει ἔπειτα ἡ ὥρα τῆς Ἀνάστασης καί τῆς ἐν δόξῃ Ἀνάληψής Του. Ἔτσι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀνατρέπονται ὅλα τά δεδομένα καί οἱ σταθερές τῆς πρό Χριστοῦ ἀνθρωπότητας: τό κοσμικό καί ἁμαρτωλό ὑπερήφανο φρόνημα μέ ὅλες τίς ἐμπαθεῖς συνέπειές του, καί  κηρύσσεται ἡ ἀληθινή δόξα τοῦ Θεοῦ πού ἔχει ὡς γνωρίσματα τή θυσιαστική ἀγάπη καί τήν ὑπέρλογη ταπείνωση.

3. Ὅ,τι ὅμως ἔφερε ὁ Κύριος ὡς ζωή καί παρουσία Του αὐτό ἀναφέρεται καί ἀντανακλᾶ καί στούς πιστούς ὅλων τῶν αἰώνων, τά μέλη τοῦ ἁγίου Σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί; Διότι ἡ Παναγία μας γέννησε Αὐτόν πού μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση Του περιέκλεισε ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ὁ Χριστός δέν εἶχε ξεχωριστή ἀνθρώπινη ὑπόσταση-προσωπικότητα· προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση (σῶμα καί ψυχή), τήν ὁποία ἕνωσε μέ τή θεϊκή Του φύση στή μία θεϊκή (ὑπόσταση)-προσωπικότητά Του («διπλοῦς τήν φύσιν ἀλλ’ οὐ τήν ὑπόστασιν»). Κι αυτό σημαίνει πώς κάθε ἄνθρωπος πού ἔρχεται στόν κόσμο, δυνάμει ὅσο εἶναι ἀβάπτιστος, ἐνεργείᾳ ἄν πιστέψει καί βαπτιστεῖ, ντύνεται τόν Χριστό. Ὁ Χριστός δηλαδή δέν ἀποτελεῖ γιά τόν πιστό Ἐκεῖνον πού ἁπλῶς βρίσκεται δίπλα του ἤ στό πλάϊ του καί κοντά του· βρίσκεται Ὅλος μέσα στήν ψυχοσωματική ὕπαρξή του, ὅπως κι ὁ πιστός βρίσκεται μέσα σ’ Ἐκεῖνον. «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε», μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος, γιά νά μᾶς τονίσει ὅτι ὁ πιστός τελικῶς εἶναι ἕνας ἄλλος Χριστός μέσα στόν κόσμο, ἕνα «μίμημα Ἐκείνου», ὄχι ὅμως μέ κάποιο ἐξωτερικό τρόπο, ἀλλά μ’ ἕναν τρόπο πού φανερώνει τή μυστική δική Του παρουσία στόν ἄνθρωπο ἐν Πνεύματι ἁγίῳ. «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».  Ἡ ἀλήθεια αὐτή δέν συνιστᾶ καί τήν προϋπόθεση προκειμένου νά κοινωνεῖ ὁ πιστός ἐν Ἐκκλησίᾳ «σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ», ἀνανεώνοντας καί ἐπιτείνοντας κάθε φορά τή βαθειά καί σωτήρια αὐτή πραγματικότητα, ὥστε νά «μένῃ ἐν Αὐτῷ καί Αὐτός ἐν αὐτῷ»;

4. Δέν ἀρκεῖ ὅμως τό ἅγιο βάπτισμα καί ἡ θεία Κοινωνία γιά νά εἶναι ὁ χριστιανός πράγματι ἕνας ἄλλος Χριστός μέσα στόν κόσμο. Ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ τό ἀποδεικτικό στοιχεῖο τῆς ὑπέρλογης καί μυστηριακῆς αὐτῆς πραγματικότητας εἶναι τό δυναμικό στοιχεῖο τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως δηλαδή ὁ Χριστός ἦταν καί εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ στόν βαθμό πού θυσιάστηκε ἀπό ἀγάπη γιά τόν κόσμο καί ἔζησε τήν ἀπόλυτη ταπείνωση, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὁ χριστιανός: εἶναι χριστιανός καί φανερώνει τόν Χριστό, ὅταν εἶναι ντυμένος τή δόξα Ἐκείνου· ὅταν δηλαδή ζεῖ θυσιαστικά τή ζωή του κι ὅταν ἀγωνίζεται νά ζεῖ τήν ἁγία ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ. Μέ ἄλλα λόγια, χριστιανός πού εἶναι μέν βαπτισμένος καί κοινωνεῖ τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἀλλά ἡ καθημερινότητά του δέν συνάδει μέ ὅ,τι ἔκανε ὁ Χριστός: συνεπῶς ζεῖ ἐκκοσμικευμένα ὅπως ὁ πολύς κόσμος ὁ ζῶν ἐν ἀμετανοησίᾳ, αὐτός δέν εἶναι χριστιανός καί «δουλεύει» δυστυχῶς στόν ἀντίχριστο. Διότι «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ», λέει ὁ Κύριος, «κατ’ ἐμοῦ ἐστι». Ἡ ζωή μας ἀποκαλύπτει τή χριστιανικότητά μας καί ὄχι ὁ τύπος τῶν μυστηριακῶν τελετῶν (ἐντελῶς ἀπαραίτητος ἀσφαλῶς γιά νά λειτουργεῖ ἡ γνήσια χριστιανοσύνη μας).

 παραπάνω χαιρετισμός τῆς Β΄ στάσης τῶν Χαιρετισμῶν μᾶς ὑπενθυμίζει τή μέγιστη δωρεά πού μᾶς χάρισε ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία μας: ντυθήκαμε τόν Χριστό διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Ἐκεῖνος εἶναι πιά τό ἔνδυμά μας καί τό ἔνδυμά μας αὐτό τό κατάστικτο ἀπό τό αἷμα τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπείνωσής Του χαρακτηρίζει καί ἐμᾶς. Ὅσο ἀκολουθοῦμε καθημερινά καί ἀδιάκοπα τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωσή Του βρισκόμαστε «ἐπί τά ἴχνη Του», μᾶλλον Τόν ἀφήνουμε νά δρᾶ μέσα ἀπό ἐμᾶς. Αὐτό συνιστᾶ καί τή δική μας δόξα στόν κόσμο τοῦτο, αὐτό θά μᾶς δοξάσει στό ἔπακρο ὅταν φύγουμε ἐν πίστει ἀπό τόν κόσμο τοῦτο. Μέ τό δεδομένο ἀσφαλῶς ὅτι ἡ ὅλη πορεία μας γίνεται «ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου». Διότι «δι’ αὐτῆς ἐνεδύθημεν» τή δόξα τοῦ Υἱοῦ της.  

ΤΗΝ ΑΓΝΗΝ ΑΓΝΩΣ ΚΑΙ ΕΥΣΕΒΩΣ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τήν Ἁγνήν ἁγνεύοντι τιμήσωμεν νοΐ˙ καλλονήν τήν τοῦ Ἰακώβ τοῖς ἐνθέοις πράξεσι καλλυνόμενοι, εὐσεβῶς ὑμνήσωμεν, ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν» (Θεοτοκίον ε΄ ωδής Τριωδίου).

(Την Αγνή Παρθένο Μαριάμ ας την τιμήσουμε με αγνό νου. Αυτήν που είναι η καλλονή του Ιακώβ ας την υμνολογήσουμε ευσεβώς με τις ένθεες πράξεις μας ως Μητέρα του Θεού μας). 

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ μάς καθοδηγεί στο Θεοτοκίο για τη στάση μας έναντι της Παναγίας. Να την τιμήσουμε και να την υμνολογήσουμε, λέει, όχι όμως με τα λόγια μας πρωτίστως – κι αυτά βεβαίως είναι απαραίτητα: άλλωστε με λόγια προτρέπει τους πιστούς – αλλά κυρίως με όλη τη ζωή μας. Την αγνότητα του νου μας δηλαδή και τις ένθεες πράξεις μας. Έτσι μόνο Την αναγνωρίζουμε ορθά ως Μητέρα του Θεού μας, που σημαίνει ότι έτσι αντιστοίχως αναγνωρίζουμε και ως Κύριο Θεό μας τον Ιησού Χριστό – είναι γνωστό ότι η ορθή στάση έναντι της Παναγίας φανερώνει την ορθή στάση και έναντι του Ιησού Χριστού. Και τι σημαίνει αγνός νους και ένθεες πράξεις; Ασφαλώς καθαρή καρδιά και ζωή σύμφωνη με τις άγιες εντολές του Κυρίου. Η καρδιά ή ο νους αλλιώς, κατά την  Παράδοση της Εκκλησίας, συνιστά το κέντρο της ψυχοσωματικής ύπαρξης του ανθρώπου, συνεπώς η ποιότητα του κέντρου αυτού καθορίζει και αν ο Θεός θα βρει τόπο καταπαύσεως μέσα σ’ αυτό ή όχι. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῆ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» είπε ο Κύριος. Η δε καρδιά καθαρίζεται κατ’ αναλογία της τηρήσεως και εφαρμογής των εντολών του Κυρίου. Χριστιανός που χάριτι Θεού βρίσκεται αδιάκοπα στην πορεία της Οδού του Κυρίου, εκεί δηλαδή που παραπέμπουν πάντοτε οι εντολές Του, διαπιστώνει εμπειρικά την καθαρότητα που επέρχεται στην καρδιά του από το φως του Θεού που αρχίζει και λάμπει σ’ αυτήν, γεγονός που σιγά σιγά αντανακλάται και στο ίδιο το σώμα του.

Λοιπόν, κατά τον άγιο υμνογράφο: Την Παναγία Μητέρα, η Οποία ήταν η κατεξοχήν Αγνή και Καθαρή και ζούσε με απόλυτη υπακοή στις εντολές του Θεού, μπορεί να την τιμήσει και να την υμνήσει μόνον εκείνος που βρίσκεται στη συγκεκριμένη αντίστοιχη μ’ Αυτήν πορεία ζωής, ο αγωνιζόμενος  για την κάθαρση της καρδιάς του. Αν δεν υπάρχει ο πνευματικός αυτός αγώνας, τότε τα όποια λόγια και οι όποιοι ύμνοι προς την Παναγία δεν γίνονται αποδεκτά από Αυτήν, συνεπώς και από τον Υιό και Θεό της, και μάλλον αμαυρώνουν τον άνθρωπο που τα εκφράζει, όπως το λέει και ο μεγαλοφωνότατος προφήτης Ησαΐας, μέσα από το στόμα του οποίου ομιλεί ο Παντοκράτωρ Κύριος: «Δεν θέλω τις προσευχές και τις θυσίες σας. Όταν τις προσφέρετε αποστρέφω το πρόσωπό Μου. Γιατί τα χέρια σας στάζουν αίμα από τις αδικίες σας. Μετανοήστε και καθαρίστε τις καρδιές σας από τις πονηρίες σας και τότε ελάτε να συνομιλήσουμε!»

Ο άγιος υμνογράφος μάς προσφέρει το βασικό κριτήριο για να καταλαβαίνουμε και τον εαυτό μας αλλά και πολλούς συνανθρώπους μας, οι οποίοι καπηλεύονται το όνομα του Κυρίου αλλά και της Παναγίας μας. Πολλοί βαυκαλίζονται με την ιδέα ότι τους ομιλεί ο Κύριος και η Θεοτόκος, οπότε απαιτούν την υπακοή στον λόγο τους. Αλλά ο  δ ι κ ό ς  τους λόγος προβάλλεται και όχι του Θεού και της Παναγίας. Το παράδειγμα που μας υπενθυμίζει ο άγιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης από τη ζωή του Γέροντά του μεγάλου οσίου Σιλουανού του εν Άθω είναι πράγματι συγκλονιστικό. Το καταγράφουμε όπως ο ίδιος το είπε:

«Ένας μοναχός που ζούσε περίπου σαράντα χρόνια στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος έρχεται στον Σιλουανό και του διηγείται ότι είχε μία ευλογημένη επίσκεψη από την Παναγία. Ο Γέροντας του είπε:

- Πάτερ μου, αυτό είναι αδύνατον.

- Γιατί;

- Διότι η Παναγία ήταν πολύ υπάκουη στη θέληση του Θεού, ενώ εσείς δεν κάνετε υπακοή. Αφού υπάρχει αυτή η διαφορά, δεν είναι δυνατόν να έχετε δει την Αγία Παρθένο» (Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ, τόμ. Α΄, σελ. 242).

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

«῾Ο ἅγιος Κύριλλος γεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς πού πρέσβευαν τήν ὀρθή πίστη, μέ τήν ὁποία ἀνατράφηκε κι αὐτός ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Κωνσταντίνου, (υἱοῦ τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου). ῞Οταν ὁ ἐπίσκοπος ῾Ιεροσολύμων ἔφυγε ἀπό τήν ζωή αὐτή, ὁ μακάριος αὐτός ἀξιώθηκε τήν ἐπισκοπική χάρη τῆς πόλεως, ὑπερμαχώντας προθύμως γιά τά ἀποστολικά δόγματα. Τήν ἐποχή ἐκείνη ὁ ᾽Ακάκιος ὁ ἐπίσκοπος τῆς Καισάρειας τῆς Παλαιστίνης, ὁ ὁποῖος ἀποκηρύχθηκε ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς διότι δέν ἀνεχόταν νά ὁμολογεῖ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ ὁμοούσιον μέ τόν Πατέρα, καί δέν εἶχε ἀποδεχθῆ τήν καθαίρεσή του ἀπό αὐτήν ἀλλά βρισκόταν ὡς τύραννος ἀκόμη στόν θρόνο του, κατεβίβασε τόν μακάριο Κύριλλο ἀπό τόν δικό του θρόνο τῶν ῾Ιεροσολύμων καί τόν ἐκδίωξε ἀπό αὐτά, ἐπειδή ἦταν γνωστός τοῦ ἀρειονόφρονος βασιλιᾶ Κωνσταντίου καί ἔπαιρνε ἀπό ἐκεῖ τήν ἐξουσία.

῾Ο Κύριλλος τότε πῆγε στήν Ταρσό καί βρέθηκε μαζί μέ τόν θαυμάσιο Σιλουανό. Κι ὅταν μάλιστα συγκροτήθηκε Σύνοδος στήν Σελεύκεια ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό, ὁ ᾽Ακάκιος σηκώθηκε καί ἔφυγε καί ἔτρεξε πρός τήν Κωνταντινούπολη. Μέ ὅσα εἶπε στόν βασιλιά τόν ἐξόργισε κατά τοῦ Κυρίλλου, τόν ὁποῖο μάλιστα κατεδίκασε σέ ἐξορία. ῞Οταν λοιπόν ἀπέθανε ὁ Κωνστάντιος  καί τόν διαδέχθηκε στήν βασιλεία ὁ ᾽Ιουλιανός, αὐτός θέλοντας νά ἀποκτήσει τήν εὔνοια ὅλων τῶν ἐπισκόπων πού εἶχαν ἐξορισθῆ ἀπό τόν Κωνστάντιο διέταξε νά ἐπανέλθουν αὐτοί στίς ᾽Εκκλησίες τους. Μαζί μέ ὅλους λοιπόν ἔλαβε καί πάλι τόν θρόνο του ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ διαποίμανε καλῶς καί θεοφιλῶς τό ποίμνιο πού τοῦ εἶχε ἐμπιστευθῆ ἡ ᾽Εκκλησία καί ἄφησε ὡς μνημόσυνό του σ᾽ αὐτήν τίς Κατηχήσεις πού φέρουν τό ὄνομά του, λίγο χρόνο μετά τήν ἐπάνοδό του ἀναπαύθηκε μακαρίως.

῏Ηταν δέ κατά τόν τύπο τοῦ σώματος μέτριος στό ἀνάστημα, ὠχρός, μέ πλούσια κόμη, μέ μικρή μύτη, μέ τετράγωνο τό πρόσωπο, μέ φρύδια εὐθέα καί ἴσια, μέ γένια λευκά, δασιά καί χωρισμένα στά δύο, μοιάζοντας μέ ὅλο τό ἦθος του μέ ἀγροῖκο καί χωρικό ἄνθρωπο».

Πολύφωτο ἀστέρι τῆς ᾽Εκκλησίας χαρακτηρίζει τόν ἅγιο Κύριλλο ὁ ὑμνογράφος του Θεοφάνης, κι ὄχι μία φορά. ᾽Αστέρι πού ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος, ὡς ῞Ηλιος, ἔβαλε στό στερέωμα τῆς ᾽Εκκλησίας, προκειμένου νά φωτίζει τίς καρδιές τῶν πιστῶν μέ τίς ἀκτίνες τῆς διδασκαλίας του (ὠδή θ´). Αὐτό σημαίνει ὅτι τό φῶς τοῦ ἁγίου δέν ἦταν φῶς πού προερχόταν ἀπό κάτι δικό του. ῏Ηταν φῶς πού ἀντανακλοῦσε τόν ῞Ηλιο Χριστό, γι᾽ αὐτό καί ὄχι μόνο μέ τά λόγια του, ἀλλά κυρίως μέ τήν ζωή του συνιστοῦσε τό καθοδηγητικό στοιχεῖο γιά τούς πιστούς, ἀκόμη καί γιά τούς Πατέρες πού συγκροτοῦσαν Σύνοδο. Μέ ἄλλα λόγια στό πρόσωπό του καί στίς διδαχές του ἔβλεπαν ὅλοι, κληρικοί καί λαϊκοί, τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, γεγονός πού ὁδηγοῦσε στήν κατά φυσικό τρόπο ἐξαφάνιση τῶν αἱρέσεων καί τοῦ σκοτασμοῦ πού πάντοτε προκαλοῦν αὐτές. «Μέ τή σοφία τῶν λόγων σου καί μέ τό φέγγος τοῦ βίου σου, ἔλαμψες, ἀξιοθαύμαστε, σάν ἀστέρας πολύφωτος ἀνάμεσα στή Σύνοδο τῶν Πατέρων» (στιχ. εσπ.). «᾽Ανέτειλες σάν ἀστέρι καί καταφώτισες τούς πιστούς μέ τίς ἱερές λαμπρότητες τῶν δογμάτων σου, καί ὁδήγησες στό σκοτάδι τίς αἱρέσεις καί τίς διέλυσες ἐντελῶς» (στιχ. εσπ.).

῾Ο διπλός αὐτός φωτισμός τοῦ ἁγίου, μέ τίς διδασκαλίες του καί μέ τή ζωή του, ἀπορροφᾶ πράγματι ὅλη τήν προσοχή τοῦ ὑμνογράφου στόν κανόνα του γι᾽ αὐτόν. Στά περισσότερο τροπάρια ἐπικεντρώνει στό διδασκαλικό χάρισμα τοῦ ἁγίου, γιά τό ὁποῖο μάλιστα χαρακτηρίσθηκε καί ὡς ὁ Κατηχητής. Οἱ Κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ἔχουν μείνει κλασικές στό εἶδος τους, ἔχοντας ὡς περιεχόμενο τήν πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας καί τή σημασία καί τό τυπικό τῶν μυστηρίων της, ἰδίως τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, τοῦ ἁγίου χρίσματος καί τῆς θείας εὐχαριστίας. Καί προσφέροντας τήν πίστη κατ᾽ ἀνάγκη στρέφεται καί κατά ἐκείνων πού τή διαστρέφουν, δηλαδή τῶν αἱρετικῶν. Γιά τόν ἱερό ποιητή ὁ ἅγιος Κύριλλος εἶναι ἡ λύρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀναφώνησε τό μέλος τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, τῆς θείας δηλαδή ἐπιφανείας Του (ὠδή γ´). ῾Η καρδιά του δέχθηκε τό ποτάμι τῆς ὑπερκόσμιας σοφίας, γι᾽ αὐτό καί ἔβγαλε ἄβυσσο διδασκαλίας πού βύθισε τούς νόες τῶν ἀσεβῶν (ὠδή δ´).

᾽Αλλά ὁ ὑμνογράφος, εἴπαμε, ἐπικεντρώνει καί στό φῶς πού ἐκπέμπει καί ἡ ἴδια ἡ ζωή τοῦ ἀγίου. Κι ἴσως γι᾽ αὐτό καί οἱ Κατηχήσεις του εἶχαν καί ἔχουν τόση μεγάλη σημασία καί δύναμη. Διότι προέρχονταν ἀπό ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος προσήγγιζε τήν πίστη ὄχι θεωρητικά καί νοησιαρχικά, ἀλλά ἐμπειρικά καί βιωματικά – ἡ διδασκαλία του ἦταν  ἔκφραση τῆς ζωῆς του. Αὐτό πού ἔλεγε ἦταν τό ἀπαύγασμα τῆς παρουσίας τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος μέσα στήν κεκαθαρμένη ἀπό τήν ἄσκηση καρδιά του. «Κόσμησες τήν ψυχή σου μέ τίς ἰδέες τῶν ἀρετῶν, Κύριλλε, γι᾽ αὐτό καί τήν κατέστησες δεκτή τῶν χαρισμάτων τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. ᾽Αποτέλεσμα ἦταν νά βγεῖ ἀπό ἐσένα ἡ ἄβυσσος τῆς σοφίας πού ξεραίνει τά πελάγη τῶν αἱρέσεων» (ὠδή α΄). ῾Ο ἱερός Θεοφάνης διατυπώνει αὐτό πού ὁ Κύριος καί ἀδιάκοπα ἡ ᾽Εκκλησία μας κηρύσσει: ὁ λόγος τοῦ ἀνθρώπου γιά νά ἔχει δύναμη, δηλαδή νά τρέφει τίς καρδιές τῶν πιστῶν καί νά ἐξαφανίζει τήν πλάνη τῶν αἱρετικῶν, ἀπαιτεῖ καθαρή καρδιά ἤ καρδιά πού ἀγωνίζεται νά ἐξαλείψει τά πάθη της. Τότε πράγματι ἀντιφεγγίζει τίς ἀκτίνες τοῦ Οὐρανοῦ καί δέν συνιστᾶ ἁπλῶς στοχαστικό λόγο ἤ ἀλλιῶς τεχνολογία, κατά τήν ἐκτίμηση τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων. ῾Ο ποιητής γι᾽ αὐτό καί ἐπιμένει: «Εἶχες στήν διάνοιά σου, Πάτερ, τήν φωτιά τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἀποτέφρωσες τήν ὕλη τῶν ἡδονῶν» (ὠδή ζ΄). «῎Εσβησες, μακάριε, μέ τά δάκρυά σου τήν φλόγα τῶν παθῶν, γι᾽ αὐτό καί κράτησες ἄσβεστο τόν πυρσό τῆς ψυχῆς σου» (ὠδή ζ΄).

Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ὑμνογράφος σημειώνει μέ ἔμφαση ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος ἀξιοποίησε στό ἔπακρο τό διδασκαλικό χάρισμα πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, γι᾽ αὐτό καί τό αὔξησε σέ σημεῖο τέτοιο πού νά εἰσέλθει πανηγυρικά στόν Παράδεισο. «῾Ως δοῦλος αὔξησες  τό τάλαντο πού σοῦ δόθηκε, γι᾽ αὐτό καί εὐαρέστησες τόν Δεσπότη, θεόφρον, στά χέρια τοῦ ῾Οποίου ἐναπέθεσες τό ἱερότατο πνεῦμα σου, Κύριλλε» (στιχ. εσπ.). Λοιπόν «εἴσελθε μέ τήν προσφορά τῶν ταλάντων σου, Κύριλλε, στή χαρά τοῦ Κυρίου σου» (στίχοι συναξαρίου).

17 Μαρτίου 2022

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ

ΠΕΜΠΤΗ Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Μετανοίας ὁ καιρός, καί ζωῆς αἰωνίου πρόξενος ἡμῖν ὁ τῆς Νηστείας ἀγών, ἐάν ἐκτείνωμεν χεῖρας εἰς εὐποιῒαν∙ οὐδέν γάρ οὕτω σώζει ψυχήν, ὡς ἡ μετάδοσις τῶν ἐπιδεομένων∙ ἡ ἐλεημοσύνη συγκεκραμένη τῇ νηστείᾳ, ἐκ θανάτου ῥύεται τόν ἄνθρωπον. Αὐτήν ἀσπασώμεθα, ἧς οὐδέν ἴσον∙ ἱκανή γάρ ὐπάρχει σῶσαι τάς ψυχάς ἡμῶν» (Απόστιχα αίνων).

(Η Σαρακοστή ως αγώνας για τη νηστεία είναι πράγματι καιρός μετάνοιας και μας προξενεί την αιώνια ζωή, αν απλώνουμε τα χέρια μας για να ευεργετούμε τους συνανθρώπους μας. Διότι τίποτε δέν σώζει την ψυχή όπως το να προσφέρουμε στους αναγκεμένους. Η ελεημοσύνη συνδεδεμένη με τη νηστεία σώζει απ’ τον θάνατο τον άνθρωπο. Αυτήν την ελεημοσύνη ας αποδεχτούμε, της οποίας δεν υπάρχει ίσο. Διότι είναι ικανή να σώσει τις ψυχές μας).

Ο υμνογράφος επανέρχεται στο γνωστό και αγαπημένο θέμα της Σαρακοστής, τη νηστεία, τονίζοντας για μία ακόμη φορά την  προϋπόθεση της ορθής ασκήσεώς της: να είναι συνδεδεμένη με την τήρηση των εντολών του Χριστού, κυρίως μάλιστα της αγάπης, αποδεικτικό της οποίας είναι η ελεημοσύνη. Διότι πράγματι, τι φανερώνει με μεγαλύτερη καθαρότητα την ύπαρξη της αγάπης στην καρδιά του ανθρώπου από την ελεημοσύνη; Κι είναι ακριβώς αυτό που σημειώνουμε: η ελεημοσύνη να εκπορεύεται από καρδιά αγαπώσα κι όχι από καρδιά που η ίδια έχει ανάγκη να φανεί στους άλλους για να εισπράξει ως τάχα καλή το «μπράβο» τους ή και να δεχτεί με κενόδοξο πνεύμα την ευγνωμοσύνη του ευεργετουμένου. Κι ασφαλώς όχι από καρδιά που η «ελεημοσύνη» συνιστά ένα ξερό τυπικό θρησκευτικό καθήκον, για να καλύψει τις ενοχές μίας ταραγμένης ίσως συνειδήσεως. Σε όλες τις περιπτώσεις που ελλείπει η αληθινή αγάπη η ελεημοσύνη δεν γίνεται αποδεκτή από τον Θεό και συνεπώς δεν οδηγεί στη σωτηρία του ανθρώπου∙ γιατί στο βάθος εκφράζει τον εγωισμό και το αμετανόητα αμαρτωλό φρόνημά του που και την πιο ενάρετη πράξη τη διαστρέφει και την καθιστά εργαλείο για αύξηση των αμαρτιών!

Αλλά αυτό είναι εκείνο που διαφοροποιεί τον γνήσιο χριστιανό από τον κοσμικό άνθρωπο: ο ένας, ο κοσμικός, επειδή η αναφορά του είναι ο εαυτός του και τα πάθη του, ακόμα και την αρετή όπως είπαμε, την «εργαλειοποιεί» για το φούσκωμα του εγώ του∙ ο χριστιανός όμως την όποια αρετή, κατεξοχήν δε το πλήρωμα όλων των αρετών, την αγάπη και την ελεημοσύνη που τη φανερώνει, την εργάζεται ως οφειλή προς τον συνάνθρωπο που είναι ο μυστικός εαυτός του και ο εν ετέρα μορφή Χριστός. «Μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους», σε κανέναν δεν οφείλετε τίποτε, παρά μόνο να τον αγαπάτε, σημειώνει ο απόστολος Παύλος, στοιχώντας βεβαίως στον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου που επιτάσσει την ανιδιοτελή και θυσιαστική αγάπη προς τον συνάνθρωπο ως αληθινή θυσία προν τον Θεό αλλά και τον ίδιο τον εαυτό.

Οπότε για τον άνθρωπο αυτόν, τον άγιο, η ελεημοσύνη ως αγάπη αποτελεί κίνηση όχι ενός πλουσίου προς έναν φτωχό, όχι δηλαδή αφ’ υψηλού προσφορά στον άλλον, αλλά στάση εν ταπεινώσει μπροστά στην εικόνα του Θεού, τον πτωχό αδελφό του Κυρίου, που ενεργοποιεί στο ανώτερο δυνατό τη ζωντανή σχέση με τον Δημιουργό – ευεργετώντας τον συνάνθρωπό του με αγάπη ο πιστός πλουτίζει τον εαυτό του και ανέρχεται στά κράσπεδα της Θεότητας. Ποιος είναι ο αληθινά ελεημένος από την άποψη αυτή είναι περιττό να πούμε: ελεείς και βρίσκεσαι εσύ τελικώς να ελεείσαι! «Η ελεημοσύνη είναι η βασίλισσα των αρετών και έχει τη δύναμη να σε βάλει μέσα στον Παράδεισο» (ιερός Χρυσόστομος). Αρκεί βεβαίως να συμπληρώσουμε ότι μιλώντας για την ελεημοσύνη της ποιότητας αυτής δεν την εξαντλούμε μόνο στην υλική της διάσταση, την απολύτως απαραίτητη και αυτή όταν μπορεί ο άνθρωπος, αλλά και στην πνευματική μορφή της: με την όλη καλόκαρδη συμπεριφορά μας προς τον συνάνθρωπο, με τη χαρούμενη διάθεση εξυπηρετήσεώς του, με την προσευχή μας υπέρ αυτού, με την αναπλήρωση ακόμη του ελλείμματος των προσευχών του με τις δικές μας «επιπλέον» ευχές. Ας μη ξεχνάμε ότι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης αξιώθηκε μίας μεγάλης εμφάνισης του Κυρίου στον ίδιο, όταν «ελεούσε» τους αδελφούς του στο άγιον Όρος με την υπηρεσία του στην τράπεζα της Μονής του. Το σκεπτικό του ήταν ακριβώς αυτό της ελεήμονος καρδίας: «υπηρετώ τους αδελφούς του Χριστού» - μία διακονία που του λογιζόταν ως μεγίστη προσευχή.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΛΕΞΙΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

«Ο άγιος Αλέξιος καταγόταν από τη Ρώμη κι οι γονείς του, ο πατέρας του  πατρίκιος Ευφημιανός και η μητέρα του Αγλαΐδα, ήταν πλούσιοι και πολύ ευγενείς, έχοντας τον Αλέξιο το μοναδικό τους παιδί. Ο πατέρας του όταν ήλθε σε κατάλληλη ηλικία ετοίμασε τα του γάμου του υιού του, οπότε τότε που έπρεπε να αποσυρθεί με τη νύφη στη νυφική παστάδα, εκείνος αφού έδωσε σ᾽ αυτήν το δαχτυλίδι του γάμου και προσευχήθηκε, έφυγε κρυφά από τον οίκο του κι ἔφτασε στην ´Εδεσσα. ´Εμεινε στην πόλη αυτή και στην εκεί Εκκλησία δεκαοκτώ έτη, φορώντας πάμπτωχα ρούχα σαν ράκη και τρεφόμενος από τις προσφορές ελέους και φιλανθρωπίας των αθρώπων.

´Εφυγε όμως κι από κει (διότι δεν ήταν δυνατόν να διαφεύγει την προσοχή των ανθρώπων και να κρύβεται η αρετή του πάντοτε, καθώς ήδη τον προσήγγιζαν και τον ενοχλούσαν πολλοί), και καθώς έμελλε να μεταβεί στην Ταρσό της Κιλικίας, στον ναό του αγίου αποστόλου Παύλου, δέν μπόρεσε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του, διότι το πλοίο από τους ενάντιους ανέμους οδηγήθηκε αλλού. Έφτασε και πάλι στη Ρώμη, οπότε πήγε στον οίκο του πατέρα του. Κι αφού δεν τον αναγνώρισε κανείς, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στους πυλώνες της εισόδου του οίκου του, υφιστάμενος τις κοροϊδίες και τους εμπαιγμούς από τους υπηρέτες του πατέρα του και πάσχοντας πολλά δεινά, όσα συνήθως πάσχει από τους ανθρώπους της τρυφής και της αταξίας άνθρωπος ξένος που δεν μπορεί καθόλου να σηκώσει το κεφάλι.

 ´Οταν πλησίασε το μακάριο τέλος του, ζήτησε χαρτί, κι αφού έγραψε το ποιός ήταν και ποιοι ήταν οι γονείς του, το κράτησε πάνω του, μέχρις ότου ο βασιλιάς Ονώριος μετά από τη θεϊκή αποκάλυψη έφτασε εκεί. Ο βασιλιάς τον παρακάλεσε, ενώ ήδη είχε πεθάνει, και πήρε το χαρτί. Κι όταν το διάβασε εις επήκοον όλων τότε μαθεύτηκαν τα σχετικά μ᾽ αυτόν. Καθώς η έκπληξη όλων ήταν τεράστια, πήραν το άγιο λείψανό του και το ενταφίασαν με τιμή και μεγαλοπρέπεια στον ναό του αγίου αποστόλου Πέτρου. Έκτοτε το λείψανό του προχέει αδιάκοπα μύρα ευώδη και ιάματα σ᾽ όλους τους πιστούς που προσέρχονται εκεί».

Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ όλοι οι άγιοι είναι άγιοι γιατί ακριβώς υπήρξαν άνθρωποι του Θεού, ο μόνος που έμεινε στην ιστορία με τη συγκεκριμένη προσωνυμία είναι ο άγιος Αλέξιος, ο άνθρωπος του Θεού. Η επισήμανση του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ είναι σαφής: «Κλήθηκες συ μόνος πάνω στη γη άνθρωπος του Θεού» (στίχος συναξαρίου). Η εξήγηση που φέρνει είναι πειστική: Πρώτον, γιατί «σε γνωρίσαμε άνθρωπο του Θεού όχι μόνο από την κλήση σου αλλά και από τα πράγματα» (στιχηρό εσπερινού). Η ζωή του αγίου Αλεξίου, κατά τον υμνογράφο, ήταν μία διαρκής επιβεβαίωση της υπακοής του στο θέλημα του Θεού, μία εγκόλπωση τής χωρίς μέτρο πτωχείας, της στενής και θλιμμένης οδού στην οποία ο Κύριος κάλεσε κάθε πιστό. Γι᾽ αυτό και γέμισε από αρετές, ενώ του δόθηκε από τον Θεό το χάρισμα της θαυματουργίας. «Διάβηκες οδό στενότατη, γιατί ακολούθησες από τη νεότητά σου άμεμπτο και όσιο βίο» (ωδή α´).

Εκείνο στο οποίο επιμένει ο υμνογράφος Ιωσήφ - γιατί πέραν της εξαιρετικής δυσκολίας του υπήρξε και το κύριο στοιχείο που οδήγησε σε αγιότητα τον Αλέξιο - ήταν το γεγονός ότι αρχοντόπουλο αυτός με όλη τη δόξα και τα πλούτη της οικογένειάς του όχι μόνο τα καταφρόνησε, αλλά υπέμεινε καρτερικά και την ατίμωση της ξενιτείας μπροστά στο ίδιο του το σπίτι. Γνωρίζουμε ότι η ξενιτεία ως αρετή που ασκείται από πολλούς αγίους μας είναι πράγματι πολύ δύσκολη, αφού αναγκάζεται κανείς να παλέψει με ό,τι πιο φυσικό αναβλύζει από την ύπαρξη του ανθρώπου: την ανάγκη για αποδοχή και αναγνώριση, την ανάγκη της αγάπης από τους άλλους ή έστω της μη καταφρόνιας του, στον άγιο όμως  Αλέξιο (και σε ορισμένους άλλους αγίους είναι αλήθεια) η αρετή αυτή ῾απογειώθηκε᾽ κατά το κοινώς λεγόμενο, αφού την εξάσκησε στο ίδιο του το σπίτι. Να είσαι στο σπίτι σου, να ξέρεις ότι όλα είναι δικά σου, να έχεις τη δύναμη επιβολής επί των άλλων, και να μένεις κρυμμένος και άγνωστος, δεχόμενος τη διακωμώδηση και από τους υπηρέτες ακόμη, τούτο υπέρκειται της φυσικής ζωής και κινείται στο χαρισματικό επίπεδο του υπέρ φύσιν. Φανερώνει τον πλούτο της ταπείνωσης και τη βία πάνω στα ανθρώπινα πάθη, για τα οποία μίλησε ο Κύριος, συνεπώς την από τη ζωή αυτή είσοδο στη βασιλεία του Θεού. «Η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». «Απονέκρωσες το φρόνημα της σάρκας σου, βλέποντας τους γονείς σου. Και καθώς δεν σε αναγνώριζαν, υπέμενες τη βία της φύσεως και την καταφρόνια και εξουθένηση των άπειρων υπηρετών σου που σε έθλιβαν» (ωδή ζ´). «Μεγάλο θαύμα! Πώς παρέμεινες πτωχός, Αλέξιε, μέσα σε πλούτο άπειρης ταπείνωσης» (ωδή ζ´). Και δεν ήταν μόνο η βία που ασκούσε στον εαυτό του από την άγνοια των γονέων του, αλλά και η βία και το ατσάλινο φρόνημα που επιδείκνυε καθώς έβλεπε και άκουγε τους πικρούς θρήνους και αυτών και της ίδιας της συζύγου του! «Πόσο μεγάλο θαύμα! Πώς σα διαμάντι κρατήθηκες στους πυλώνες των γονιών σου όλα τα χρόνια, χωρίς να καμφθείς, ασκώντας βία στη φύση σου, από τους πικρούς θρήνους των γονιών σου και της συζύγου σου, Αλέξιε» (εξαποστειλάριο όρθρου).

Στην ουσία – και αυτό είναι το δεύτερο σημείο της εξήγησης του υμνογράφου – ο άγιος Αλέξιος έζησε ακριβώς τη ζωή του Χριστού. Η ταπείνωση του Χριστού, του Υιού του Θεού που «εκένωσεν εαυτόν», άδειασε από τον πλούτο της θεότητός Του για να γίνει ένας απλός άνθρωπος, υφιστάμενος τα πάνδεινα από τα δημιουργήματά Του, είναι εκείνο που διαβάζει ο υμνογράφος καθώς βλέπει την υπερφυή ζωή και του Αλεξίου. «´Αφησες τους κοσμικούς θορύβους και το βάρος του πλούτου κι έγινες μετανάστης από την πατρίδα σου, πάτερ Αλέξιε, μιμούμενος την πτωχεία του Χριστού» (ωδή γ´). Μίμημα Χριστού ο άγιος Αλέξιος, γι᾽ αυτό και ορισμός του γνησίου χριστιανού. «Χριστιανός εστι μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» (άγιος Ιωάννης της Κλίμακος). Κι ακόμη περισσότερο: ο άγιος Ιωσήφ βλέποντας όλη την πορεία του αγίου μαζί με το τέλος του νιώθει ότι ῾καθρεπτίζει᾽ και από την άποψη αυτή την όλη πορεία του Χριστού. Εκείνος Θεός ων κατέρχεται, ζει, πάσχει, ανέρχεται εν δόξη. Ο άγιος Αλέξιος πλούσιος ων τα εγκαταλείπει όλα, περνάει ζωή ταπείνωσης και στένωσης, πάσχει, στο τέλος φανερώνεται εν δόξη από τον ίδιο τον Κύριο. «Ήσουν κόσμημα με την ιερά πολιτεία σου, ένδοξε, γι᾽ αυτό πάλι ο Χριστός παρά τη θέλησή σου σε δίνει την πατρίδα σου, ενώ απέφευγες την πρόσκαιρη δόξα» (ωδή ς´). «Ο Κύριος με μεγάλη φωνή σε φανερώνει σ᾽ όλη τη Ρώμη, εσένα που ήσουν ο κρυμμένος θησαυρός που βρισκόσουν σε σχήμα πτωχού» (ωδή η´).

Στην όλη αγισμένη πορεία του Αλεξίου ο υμνογράφος Ιωσήφ επισημαίνει το βασικό κίνητρό της. Τι ήταν εκείνο που έκανε τον Αλέξιο να προβεί στις ῾παράδοξες᾽ αυτές θεωρούμενες κινήσεις του, σαν τον απόστολο Παύλο που διεκήρυσσε «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι ίνα Χριστόν κερδήσω»; Δύο πράγματα κυρίως, λέει ο Ιωσήφ: πρώτον ο θείος έρωτας που ερέθιζε διαρκώς την καρδιά του, κάνοντάς τον να ποθεί μόνο τον ουράνιο πλούτο (ωδή δ´), δεύτερον η βαθειά αγάπη του προς την Μητέρα του Κυρίου, την Υπεραγία Θεοτόκο. Η Παναγία ήταν το εντρύφημα του αγίου, καθώς στον ναό της ήθελε πάντοτε να κάθεται, γεγονός που επέσυρε την αγάπη Εκείνης απέναντί του με αποκορύφωμα τη φανέρωσή του από Αυτήν και τη δόξα του μέσα στην κρύπτη του. «Ζητώντας να κάνεις την καρδιά σου ναό του Θεού, αγάπησες να κάθεσαι, ένδοξε, πάντοτε στον οίκο της Θεομήτορος και να θεωρείς τα ουράνια κάλλη» (ωδή δ´). «Εσένα που έγινες ζωντανός ναός του Θεού, σε φανερώνει ενώ κρυβόσουν το σκήνωμα του Θεού η Απειρόγαμος Δέσποινα, και σε δοξάζει ενώ προσπαθούσες να μένεις άγνωστος» (ωδή ς´).

Γι᾽ αυτό τελικώς ο άγιος υμνογράφος θεωρεί πέραν των όσων είπαμε ότι ο άγιος Αλέξιος ῾κατέκτησε᾽ τα ουράνια: διότι έζησε την άσαρκη ζωή των αγγέλων του Θεού και διότι με τα παθήματά του αποδείχθηκε δεύτερος Λάζαρος της γνωστής παραβολής του Κυρίου. «Φάνηκες να μιμείσαι στη γη την άσαρκη πολιτεία» (ωδή ε´). «Υπέμεινες την πτωχεία καθώς έγινες ζητιάνος, σαν τον πτωχό Λάζαρο» (ωδή δ´).

16 Μαρτίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΤΜΩ

«Μέγας μὲν Ἀντώνιος ἀρχὴ Πατέρων. Θεῖος δἐ Χριστόδουλος, ἕνθεον τἐλος» (Είναι μέγας μεν ο Αντώνιος, η αρχή των Πατέρων. Θείος δε ο Χριστόδουλος, το ένθεο τέλος).

«Ο Όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε σε μία κωμόπολη κοντά στη Νίκαια της Βιθυνίας γύρω στο 1020 μ.Χ. (και εκοιμήθη το 1093). Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Από πολύ νέος επιθύμησε να εγκαταλείψει τον κόσμο και ν΄ αφοσιωθεί στην μοναχική ζωή. Ξεκίνησε από κάποια Μονή στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου μετά από λίγο καιρό εκάρη Μοναχός. Από εκεί μετέβη στους Αγίους Τόπους και για μικρό διάστημα μόνασε εκεί σε κάποιο ερημικό μέρος. Οι επιδρομές όμως των Σαρακηνών ανάγκασαν τους Μοναχούς να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να επανέλθουν στην Μικρά Ασία, οπότε και εγκαταστάθηκαν  στο Όρος Λάτρος της Μυσίας. Εκεί διέπρεψε σ΄ όλες τις αρετές και οι Μοναχοί τον εξέλεξαν πρώτον επιστάτη με το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη, γεγονός που του έδωσε και το προσωνύμιο του Λατρηνού. Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων τον ανάγκασαν σε φυγή και από το Λάτρος.

Αναζητώντας τόπο ασκήσεως ο Όσιος έφτασε στη Στρόβιλο, μια θαλάσσια περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου κι έμεινε για λίγο καιρό, γιατί μια νέα επιδρομή τον εξανάγκασε να διαφύγει τη φορά αυτή στη Λέρο και στη συνέχεια στην Κω, όπου ίδρυσε και Μονύδρια. Οι διαφορές όμως με τους εκεί κατοίκους τον κατέστησαν ανέστιο για άλλη μία φορά. Ύστερα από περιπλανήσεις στα γύρω νησιά έφτασε στην Πάτμο, από την οποία γοητεύεται λόγω της ησυχίας και της ηρεμίας της. Αμέσως έφυγε για την Κωνσταντινούπολη και ζήτησε από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κομνηνό την άδεια «ίνα φροντιστήριον των ψυχών καταστήση ταύτην». Ο Αυτοκράτορας με Χρυσόβουλλο του παραχωρεί την Πάτμο και τα γύρω νησιά μαζί με εργάτες και χρήματα. Με την εγκατάσταση του στην Πάτμο ο Όσιος ξεκινά το χτίσιμο Μοναστηριού τιμώμενο επ΄ ονόματι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων δεν θα τον αφήσουν ήσυχο ούτε αυτή τη φορά. Ο Όσιος αφήνει την Πάτμο και καταφεύγει στην Εύβοια κατά το έτος 1092. Η διαμονή του Οσίου Χριστοδούλου στην Εύβοια ήταν, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, μικρής διάρκειας. Υπάρχει η πληροφορία ότι ένας ευσεβής και πλούσιος κάτοικος του Ευρίπου προσέφερε την πολυτελή οικία του στον Όσιο, ο οποίος την ανέδειξε σε μοναστήρι, αν και οι φροντίδες του Οσίου, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας του μοναστηριού στην Πάτμο, απαιτούσαν την παραμονή του όχι στην έρημο αλλά κοντά στον κόσμο. Εξάλλου, στην Εύβοια ανέκαθεν υπήρχε παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Όσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ασκητεύοντας στο σπήλαιο στο δυτικό άκρο της κωμόπολης Λίμνη (Ελύμνιον). Ο Όσιος κατά την διαμονή του στον Εύριπο συνέταξε την «Διαθήκη» και τον «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093 λίγο πριν φύγει από τη ζωή). Τη Διαθήκη αυτή, για να έχει ισχύ, την υπέγραψαν επτά αξιωματούχοι της επισκοπικής αρχής και της πόλεως Ευρίπου (Χαλκίδος), ήτοι Λέων πρεσβύτερος και σακελλάριος της πόλεως Ευρίπου, Ιωάννης πρεσβύτερος και νοτάριος της καθέδρας Ευρίπου, Μιχαήλ.... της καθέδρας Ευρίπου, Βασίλειος ο ευτελής διάκονος.... και νοτάριος Ευρίπου κ.α. Το λείψανο του Οσίου φυλάσσεται ως σήμερα στο μικρό φερώνυμο Παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου, στη Νοτιοδυτική πλευρά του Καθολικού της Μονής Πάτμου» (Από το ιστολόγιο, «Ορθόδοξος Συναξαριστής»).

Ο σοφός υμνογράφος της ακολουθίας του οσίου Χριστοδούλου διδάσκαλος Ιάκωβος Αναστάσιος Πάτμιος διακρίνεται για τη βαθειά γνώση της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί με άνεση να διακρίνει τα σημάδια της αγιότητας του οσίου και να μας τα προσφέρει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ισχύει γι’ αυτόν ο λόγος του αποστόλου Παύλου που λέει ότι «ο πνευματικός άνθρωπος που έχει το Πνεύμα του Θεού μπορεί να εξετάσει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί από οιονδήποτε που δεν έχει το Πνεύμα αυτό». Παρ’ όλα αυτά όμως, αισθανόμενος τη μικρότητά του, επικαλείται απαρχής, όπως γίνεται συνήθως με τους υμνογράφους, τον φωτισμό και τη χάρη του Θεού προκειμένου να υμνολογήσει σωστά τον άγιο και να μη διαστρεβλώσει την εικόνα του (ωδή α΄).

Όντως λοιπόν ο εκκλησιαστικός ποιητής παρουσιάζει τον άγιο σε όλη θα λέγαμε την έκταση της ζωής του, και της επίγειας και της επουράνιας. Και τι μας λέει σε γενικές γραμμές; Ότι ο άγιος, όπου κι αν πήγε, σε όποιον τόπο κι αν ασκήθηκε, στην Όλυμπο, στη Λάτρο, στην Πάτμο, στην Εύβοια, ένα πράγμα είχε κατά προτεραιότητα ενώπιόν του: πώς να ευαρεστήσει τον Κύριο, πώς να διακρατήσει ζωντανή τη σχέση του με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό του. Και αγωνιζόμενος βεβαίως γι’ αυτό αφενός απεμπλεκόταν από οτιδήποτε εμπαθές τον έδενε με τον κόσμο (στιχ. εσπ.), αφετέρου ένιωθε τη μεγάλη επιθυμία να καθοδηγήσει και τους άλλους συνανθρώπους του, όταν μάλιστα τους έβλεπε να βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας του Θεού. Διαπιστώνει μάλιστα ο ποιητής ότι ο όσιος μπορεί να παραβληθεί με τα μεγάλα αναστήματα των αγίων προφητών και πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης, διότι η ζωή του οσίου Χριστοδούλου αντιστοιχεί με γνωρίσματα της δικής τους ζωής. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζει τον όσιο ως άλλον Σαμουήλ, ως νέο Μωυσή, ως δεύτερο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ως επίσης προφήτη Ηλία, ως Δανιήλ κ.ο.κ.

Κι εκείνο βεβαίως που αδιάκοπα τονίζει ο υμνογράφος ως κινητήρια δύναμη του αγίου και ερμηνευτικό κλειδί των όλων θαυμασίων της ζωής του είναι η αγάπη του προς τον Θεό, ο σφοδρός σαν φωτιά πόθος του γι’ Αυτόν, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για τον Χριστό που πλήγωσε την καρδιά του με αποτέλεσμα να γίνει ο όσιος κατοικητήριο δικό Του – «ἐν ἑαυτῷ γάρ εἶχε τόν Κύριον» και «Χριστόν ἔχων ἐν ἑαυτῷ οἰκοῦντα» (λιτή) θα πει για παράδειγμα μεταξύ άλλων. Κι ένα μικρό δείγμα αυτής της θερμότητας που τον διακατείχε είναι και ο παρακάτω ύμνος από την πρώτη ωδή του κανόνα του: «Επειδή πληγώθηκες από τον έρωτα της αληθινής σοφίας, δηλαδή του Χριστού, με τον ανώτερο και καλύτερο φόβο που υπάρχει ρύθμισες με σύνεση τα κινήματα του νου σου. Γι’ αυτό και πέτυχες, σοφέ, ό,τι ήταν η έφεση της καρδιάς σου».  

Ποιο είναι το εξόχως σημαντικό στον συγκεκριμένο ύμνο; Η ρύθμιση των κινημάτων του νου με τρόπο συνετό. Διότι είναι γνωστό ότι ο νους έχει «τρεπτότητα» τέτοια, δηλαδή κινητικότητα και εναλλαγή διαρκή, που είναι πολύ δύσκολο να τιθασευτεί. Κι αυτό συνιστά το κεντρικότερο πρόβλημα στην πνευματική ζωή ενός πιστού χριστιανού. Αγόμαστε και φερόμαστε με άλλα λόγια από τους λογισμούς του νου μας, που προέρχονται άλλοτε από τα πάθη μας κι άλλοτε από τον πονηρό διάβολο, με αποτέλεσμα ο νους να χαρακτηρίζεται ως «αλήτης» - αδιάκοπα περιπλανάται. Τι είναι εκείνο που μπορεί να τον θέσει υπό έλεγχο; Ο φόβος του Θεού, λέει ο υμνογράφος βλέποντας τη ζωή του οσίου Χριστοδούλου, φόβος που αποτελεί καρπό της πληγωμένης από αγάπη προς τον Χριστό καρδιάς του ανθρώπου. Και ο φόβος αυτός φανερώνεται στη χαρισματική της διάσταση, όταν βρίσκεται στον δρόμο τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού. Αγαπά δηλαδή κανείς τον Χριστό, στέκεται με απόλυτο δέος και σεβασμό (φόβο) απέναντί Του – η αγάπη προς τον Θεό δεν εκτρέπεται σε «παιδιαρίσματα» και ελευθεριότητες – τηρεί τις εντολές Του, ρυθμίζει τα κινήματα του νου του ελέγχοντας τους λογισμούς του. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην ακολουθία της μεταλήψεως αναφέρεται μεταξύ των άλλων η πολύ σοβαρή παράκληση του πιστού ο Κύριος με τη Θεία Κοινωνία να ρυθμίσει τη ζωή του. «Ἅγνιζε καί κάθαρε καί ρύθμιζέ με». Ο όσιος Χριστόδουλος ήταν έμπειρος στον πνευματικό αγώνα, ο νους του ήταν ρυθμισμένος με βάση τις εντολές του Χριστού, γι’ αυτό όχι με απλό βηματισμό αλλά με τεράστια άλματα έφτασε στο άκρως εφετό της ζωής του: τη θέα του Χριστού του!