29 Μαΐου 2022

ΤΑ ΤΡΙΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ

Ο τριαντάχρονος περίπου νέος ήλθε κατευθείαν πάνω στον ιερέα.

«Πάτερ, θέλω να εξομολογηθώ. Μπορείτε;»

«Βεβαίως, παιδί μου. Ορίστε, πέρασε στο εξομολογητάρι».

Ο ιερέας φόρεσε το πετραχήλι και έκανε μία σύντομη ακολουθία, επικαλούμενος το έλεος του Κυρίου επί τον εξομολογούμενο. Κάθισαν.

«Τι σε απασχολεί, παιδί μου; Τι είναι εκείνο που βαραίνει την ψυχή σου, ώστε να θέλεις τόσο άμεσα εξομολόγηση; Πριν πεις όμως οτιδήποτε,  θα μου επιτρέψεις να σου υπενθυμίσω ότι η εξομολόγηση γίνεται όχι στον ιερέα, αλλά στον ίδιο τον Κύριο. Σ’ Εκείνον απευθυνόμαστε, γιατί Εκείνος είναι ο αρχηγός της πίστης μας και ο Σωτήρας της ζωής μας. Έχει προηγηθεί βεβαίως η μετάνοια του πιστού για όποιες αμαρτίες έχει επισημάνει στον εαυτό του, έχει πάρει την απόφαση για αλλαγή του, και έρχεται στη συνέχεια στον ιερέα, προκειμένου να βοηθηθεί στη γνησιότητα της μετανοίας του και να πάρει την άφεση των αμαρτιών του. Η εξομολόγηση δηλαδή στον ιερέα είναι η κατάληξη θα λέγαμε της πρώτης και σημαντικότερης εξομολόγησης που γίνεται στον ίδιο τον Κύριο, μέσα στην καρδιά του πιστού. Με τον τρόπο αυτόν, ετοιμασμένος, δοκιμασμένος, όπως λέει ο απόστολος, ιδίως εκείνος που έχει καιρό να κοινωνήσει το σώμα και το αίμα του Κυρίου, μπορεί να προσέλθει στη Θεία Κοινωνία αυτήν, όπου κατεξοχήν εκεί το αίμα του Κυρίου μάς καθαρίζει από κάθε αμαρτία. Λοιπόν, τι θα ήθελες να εξομολογηθείς;»

Ο νέος δεν μίλησε αμέσως. Φαινόταν σαν να στοχαζόταν τα λόγια του πνευματικού. Αλλά η συνέχεια αποκάλυψε πως μάλλον δεν συνέβαινε αυτό.

«Πάτερ», είπε ξαφνικά και με ένα είδος οργής ο νεαρός άνδρας. «Θέλω τρία πράγματα να σου ζητήσω».

«Τι πράγματα;» είπε ο ιερέας ανασηκώνοντας λίγο το κεφάλι του και βλέποντας το πρόσωπο του νέου, που είχε ελαφρώς κοκκινίσει από μία παράξενη έξαψη.

«Πρώτον, θέλω να μου βρεις γυναίκα». Σταμάτησε για λίγο, για να συνεχίσει,  κτυπώντας μάλιστα αυτήν τη φορά και το χέρι του πάνω στο μικρό τραπεζάκι με τον Εσταυρωμένο και το καντηλάκι που έκαιγε μπροστά Του.  «Δεύτερον, θέλω να μου βρεις δουλειά. Και τρίτον, επειδή ασχολούμαι με το θέατρο, θέλω να μου βρεις μία θεατρική σκηνή για να μπορώ να παίζω εκεί».

Ο ιερέας δεν έσπευσε να απαντήσει. Ένιωσε μόνο ένα πικρό δάκρυ να παλεύει να βγει από το κέντρο της καρδιάς του.

Σηκώθηκε, έβγαλε το πετραχήλι του και ξανακάθισε.

Κοίταξε ίσια στα μάτια τον νεαρό άνδρα που απορημένος τον κοιτούσε, και του είπε ήρεμα:

«Ας συζητήσουμε λοιπόν τι μπορώ να κάνω εγώ σ’ αυτά που μου ζητάς…».

(Από το βιβλίο των εκδ. «ἀκολουθεῖν», Δι’ εμού του αμαρτωλού, Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι).

«Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΣΤΡΑΠΗ!»

«Βρέθηκα στον Ευαγγελισμό. Με απασχολούσε το θέμα της ψυχικής μου ανετοιμότητος. Σε μία επίσκεψη του πνευματικού μου (σημ.: του μακαριστού Γέροντος Επιφανίου Θεοδωροπούλου) του είπα: Προσεύχομαι στον Θεό να μου δώσει λίγα χρόνια ζωής, για να μετανοήσω. Κι εκείνος μου απήντησε: Δεν χρειάζονται χρόνια, η μετάνοια είναι σαν την αστραπή» (Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο).

Ο μακαριστός συγγραφέας σχετιζόταν ιδιαιτέρως με τον όσιο Πορφύριο τον καυσοκαλυβίτη – γι’ αυτόν έγραψε και το βιβλίο του -, αλλά και με τον μεγάλο και σοφό μακαριστό Γέροντα των Αθηνών, όπως έχει χαρακτηριστεί, Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο. Κατ’ ακρίβεια, ο Γέρων Επιφάνιος παρέπεμψε το πνευματικοπαίδι του στον μεγάλο όσιο, προκειμένου να τον συμβουλεύεται για διάφορα κρίσιμα προβλήματα της ζωής του που και ο ίδιος ως πνευματικός ήθελε την επιβεβαίωση, λέγοντάς του μάλιστα ότι «για το συγκεκριμένο θέμα που μου αναφέρεις ισχύει αυτό που σου λέω, μέχρις ότου ο Γέρων Πορφύριος σου πει κάτι διαφορετικό. Αυτό που θα σου πει θα είναι και το τελικό, οπότε θα διαγράψεις ό,τι ίσως άλλο σου έχω υποδείξει εγώ». Και πράγματι, υπακούοντας στον πνευματικό του ο συγγραφέας γνωρίστηκε με τον άγιο Πορφύριο, σε βαθμό τέτοιο που από τις σημειώσεις του μετά τις συναντήσεις τους, τις οποίες γνώριζε ο διορατικός μεγάλος όσιος, απήρτισε ογκώδες βιβλίο – μία σπουδαία κατάθεση  μαρτυριών για τον μεγάλο άγιο – που εξέδωσε προ ετών το Ιερό Ησυχαστήριό του.

Στο παραπάνω απόσπασμα του βιβλίου το βάρος πέφτει στην απάντηση του σοφού Γέροντος Επιφανίου. Με προβλήματα υγείας ο συγγραφέας βρέθηκε στον Ευαγγελισμό καθ’ υπόδειξη του οσίου Πορφυρίου. Ενόψει μιας πιθανής άσχημης εξέλιξής του ο συγγραφέας βιώνει την αγωνία ενός μελλοθάνατου – επέκειτο «εγκεφαλικό», το οποίο πέρασε τελικά ανώδυνα με τις ευχές του οσίου. Και ο προβληματισμός του γι’ αυτό ήταν η «ψυχική του ανετοιμότητα». Καταλαβαίνει ότι δεν έχει ολοκληρώσει τη μετάνοιά του – και ποιος μπορεί να πει ότι την έχει ολοκληρώσει, όταν και μεγάλοι όσιοι προσεύχονταν μέχρι την τελευταία τους στιγμή να τους δώσει χρόνο μετανοίας ο Κύριος; - οπότε η προσευχή του ήταν να του δώσει «λίγα χρόνια ζωής ο Κύριος για να μετανοήσει». Η απάντηση του Γέροντος Επιφανίου μοιάζει απρόσμενη: η μετάνοια δεν θέλει πολλά ή έστω λίγα χρόνια για να υπάρξει˙ «είναι σαν την αστραπή»!

Δεν φαίνεται να μην αποδέχεται στην ουσία ο μεγάλος Επιφάνιος την προσευχή του πνευματικού του τέκνου – η μετάνοια πράγματι θέλει χρόνο για να βιωθεί. Η ίδια η Γραφή αποκαλύπτει ότι η δωρεά του χρόνου από τον Θεό στον άνθρωπο γίνεται ακριβώς για να μετανοήσει. «Έδωκα χρόνον ίνα μετανοήση» (Αποκ. Ιωάν.). Ο απόστολος Πέτρος παρομοίως τονίζει στην Β΄ καθολική επιστολή του ότι ο Κύριος μακροθυμώντας απέναντί μας παρατείνει τον χρόνο της Δευτέρας Του παρουσίας με σκοπό όλοι οι άνθρωποι ει δυνατόν «χωρήσαι εις μετάνοιαν» - η κάθε ημέρα μας αποτελεί και μία «παράταση» χρόνου για μετάνοια ενόψει του και πάλι ερχομού Του. Το ίδιο σημειώνει και ο απόστολος Παύλος («το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν άγει»), ενώ ο ίδιος ο Κύριος ξεκινά τη δημόσια δράση Του με αυτήν ακριβώς την προτροπή: «Μετανοείτε, γιατί έφτασε η Βασιλεία του Θεού». Χρόνος λοιπόν και μετάνοια συνδέονται αρρήκτως μεταξύ τους, σαφώς το γνωρίζει ο Γέρων πνευματικός, γι’ αυτό και φαίνεται παράδοξη η παρατήρησή του στο πνευματικό του τέκνο.

Δεν είναι όμως καθόλου παράδοξα τελικώς τα πράγματα. Γιατί και το ένα ισχύει και το άλλο. Και η μετάνοια είναι γεγονός «σαν αστραπή», με την έννοια ότι ο Κύριος βλέποντας την όποια ρωγμή στην καρδιά του ανθρώπου, τον οποιονδήποτε στεναγμό του δηλαδή για τα κακώς κείμενα της ζωής του, προσφέρει την ακτίνα της ενέργειάς Του να εισέλθει σ’ αυτήν και να την φωτίσει ώστε να κλάψει για την όποια βρωμιά της πλένοντάς την και να στραφεί με πόθο προς Εκείνον – ό,τι συνέβη με τον άσωτο της παραβολής: «εις εαυτόν ελθών» και «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου»˙ αλλά επίσης είναι γεγονός που απαιτεί χρόνο, με την έννοια όπως είπαμε ότι την κάθε στιγμή ο πιστός που μετανοεί την αξιοποιεί ακριβώς για να επιβεβαιώνει τη μετάνοιά του και να τη βαθαίνει και να την επεκτείνει. Έτσι κι αλλιώς η πορεία του ανθρώπου στη γη, αν είναι πιστός, είναι «εκ πίστεως εις πίστιν» που θα πει «εκ μετανοίας εις μετάνοιαν καθαράν» - η μετάνοια αποδεικνύει ότι υφίσταται πίστη στον Χριστό, ή αλλιώς: η πίστη στον Χριστό αποδεικνύεται με τη μετάνοια ως αλλαγή τρόπου ζωής του ανθρώπου. Γι’ αυτό ακριβώς και δεν πρέπει ο άνθρωπος να «πετάει» και να «σκοτώνει» τον χρόνο του – είναι σαν να διαγράφει τη δωρεά του Θεού για τη σωτηρία του.

Ο άγιος Γέρων Επιφάνιος λοιπόν, ενώ προϋποθέτει τον χρόνο για τη μετάνοια, θέλει εκεί να στρέψει την προσοχή του ασθενούντος τέκνου του: στη «στιγμή», στο «τώρα»: αυτό να αξιοποιήσει, γιατί αυτό είναι η «ώρα» του Θεού. «Μην περιμένεις άλλον χρόνο» είναι σαν να του λέει. «Ξεκίνα τώρα να μετανοείς». Ο ληστής πάνω στον σταυρό μία τέτοια «στιγμή» αξιοποίησε και ήλθε εις εαυτόν και κέρδισε τον Παράδεισο˙ η Σαμαρείτις του Ευαγγελίου, η αγία Φωτεινή, το «τώρα» της σχέσεώς της με τον Χριστό «άδραξε», που της έδινε τη δυνατότητα να βρει την αληθινή πηγή της ζωής˙ ο απόστολος Παύλος την ώρα της εμφανίσεως του Χριστού που τον καλούσε να αλλάξει ζωή θεώρησε ως την πιο σημαντική και καθοριστική της πορείας του˙ η οσία Μαρία η Αιγυπτία την άρνηση του Θεού να εισέλθει στον Ναό Του είδε ως την αστραπή που τη φώτισε για να μετανοήσει και να φτάσει σε υπέρμετρα ύψη αγιότητας – ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Λοιπόν, όντως: «δεν χρειάζονται χρόνια» για τη μετάνοια. Τα χρόνια είναι μόνο για τη φανέρωση του φωτός της.     

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΘΕΟΔΟΣΙΑ

«Αυτή η ιερά και αγία κόρη καταγόταν από την Τύρο. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών συνελήφθη από τούς ειδωλολάτρες και ρίχτηκε στη φυλακή για να δικαστεί, επειδή ομολογούσε την πίστη της στον Θεό. Ενώ λοιπόν είχαν ήδη πάρει θέση οι δικαστές οδηγήθηκε ενώπιον του άρχοντα Ουρβανού, ο οποίος την πρόσταξε νά θυσιάσει στα είδωλα. Όταν αυτή βεβαίως δεν πείστηκε κι αρνήθηκε, έδωσε εντολή νά τη βασανίσουν με σκληρά κτυπήματα στα πλευρά και στα στήθη και να προχωρήσουν μάλιστα μέχρι και τα οστά και τα σπλάχνα, γιατί έβλεπε ότι παρόλα τα επίμονα βασανιστήρια αυτή τα δεχόταν όλα σιωπηλά. Διαπιστώνοντας ότι έχει ακόμη ζωή μέσα της απευθύνθηκε και πάλι σ’  αυτήν, προτρέποντάς την να θυσιάσει. Τότε η αγία τον κοίταξε κατάματα και άνοιξε όσο μπορούσε το στόμα της και του είπε με χαμογελαστό πρόσωπο: «Τι πλανάσαι, άνθρωπε; Δεν ξέρεις ότι τώρα εγώ αξιώθηκα να έχω κοινωνία  με τους μάρτυρες του Θεού;» Ο ηγεμόνας, επειδή συνειδητοποίησε ότι έγινε περίγελως της κοπέλας, οργίστηκε κι έδωσε εντολή να βασανιστεί περισσότερο από ό,τι πρώτα, οπότε στη συνέχεια την έριξε στα θαλάσσια ρεύματα, μέσα στα οποία δέχτηκε το μακάριο τέλος». 

Κατά πάγια συνήθεια των περισσοτέρων υμνογράφων, το όνομα ενός αγίου γίνεται η αφορμή για θεολογικό σχολιασμό του. Θεοδοσία το όνομα της σήμερον εορταζομένης αγίας, συνεπώς «έγινες δόση και δωρεά του Θεού, σοφή μάρτυς Θεοδοσία», σημειώνει ο άγιος υμνογράφος, «γιατί λάμπεις και λόγω της μαρτυρικής άθλησής σου και λόγω των λαμπρών ακτίνων της παρθενίας σου, ανάβοντας φωτιά στη διάνοια όλων αυτών που σε τιμούν με πίστη» (κάθισμα όρθρου). Κι αλλού: «Δόθηκες στον Θεό (κι έγινες Εκείνου προσφορά σ’ εμάς), προσφέροντάς μας μεγάλη χαρά και ευφροσύνη» (ωδή δ΄)∙ «Φάνηκες ακριβώς ό,τι λέει το όνομά σου, σεμνή Θεοδοσία. Γιατί έγινες άριστη δόση Θεού σ’ εμάς, πάνσοφε, αναδίδοντας ποταμούς των ουρανίων δωρεών σ’ όσους με πίστη δοξολογούν τον Θεό» (ωδή η΄).

Είναι ιδιαιτέρως σημαντική η παρατήρηση του αγίου υμνογράφου: προσφέρεται κανείς στον Θεό, είτε με την ασκητική πνευματική του διαγωγή είτε και με το μαρτύριο του αίματός του, και γίνεται η προσφορά του αυτή δόση και δωρεά του Θεού σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Σαν να παραλαμβάνει ο Θεός τη θυσία αγάπης προς Αυτόν ενός αγίου, για να τη μεταποιήσει σε ευλογία και χαρά για τους πάντες. Κατά κάποιον τρόπο ο άγιος δηλαδή γίνεται το «πρόσφορο» της Θείας Ευχαριστίας, το οποίο προσφέρεται ως υλικό δικό μας στον Θεό (δικό Του στην πραγματικότητα αφού όλα Τού ανήκουν) για να το κάνει Αυτός εν Πνεύματι Αγίω «σῶμα καί αἷμα Του» και να τραφεί ο κόσμος.  «Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν Σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα». Κι αυτό σημαίνει ότι τίποτε δεν υφίσταται ατομικό στην Εκκλησία∙ ό,τι κάνουμε από πίστη στόν Θεό εκφράζει τον όλο άνθρωπο, ή αλλιώς: ο πιστός περικλείοντας στην ύπαρξή του όλη την ανθρωπότητα προσφέρεται εν αγάπη στον Θεό και δι’ αυτού προσφέρεται σύμπας ο κόσμος. Και ο Θεός μας τι κάνει; Παραλαμβάνει την προσφορά αυτή για να την αντιπροσφέρει χριστοποιημένη σε όλους τους πιστούς και σε όλους τους ανθρώπους ως ευλογία. Από την άποψη αυτή κατανοεί κανείς για μία ακόμη φορά το υπό των Πατέρων μας λεγόμενο ότι «αν υφίσταται ακόμη ο κόσμος είναι γιατί υπάρχουν κάποιοι άγιοι, λίγοι ή πολλοί αυτό το ξέρει ο Θεός, που για χάρη τους ο Θεός κρατάει τον υπόλοιπο κόσμο». Κι αυτό γιατί οι συγκεκριμένοι άγιοι ζουν με το φρόνημα του Χριστού, που θα πει ότι προσεύχονται αενάως υπέρ του σύμπαντος κόσμου ως υπέρ του εαυτού τους. Οι άγιοι δηλαδή, σαν την αγία Θεοδοσία που δίνει και την αφορμή του σχολιασμού, αποτελούν τη μεγαλύτερη ευλογία για τον κόσμο – δεν μας θυμίζει η αλήθεια αυτή το περιστατικό του διαλόγου του Θεού με τον Αβραάμ, όταν Εκείνος πορευόταν για να δώσει τέλος στην αμαρτία των Σοδόμων και των Γομόρρων; «Αν υπήρχαν έστω και δέκα δικοί Μου άνθρωποι στην πολυάριθμη πόλη, προς χάρη τους θα έσωζα και τους υπολοίπους».

Το κρίσιμο σημείο βεβαίως που επισημαίνει ο υμνογράφος μιλώντας για την προσφορά του ανθρώπου στον Θεό που γίνεται «δόσις» δική Του έπειτα στον κόσμο είναι ο θεϊκός έρωτας. Εννοούμε ότι αν κίνητρο της όποιας κίνησης του ανθρώπου προς τον Θεό δεν είναι ο πόθος και η σφοδρή αγάπη του προς Εκείνον, τότε δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η προς Αυτόν στροφή του, υπάρχει «κενό». Η αγία Θεοδοσία διακατεχόταν από τον πόθο αυτόν. Επανειλημμένως ο άγιος υμνογράφος μάς λέει: «Θεοδοσία, πόθησες ολοκληρωτικά τον Χριστό κι έτσι υπέφερες με μεγάλη καρτερία τις πληγές των βασάνων. Πληγωνόσουν για χάρη αυτού που αγάπησες παράφορα» (στιχ. εσπερ.). «Ο πόθος ο θεϊκός, Θεοδοσία, σε ανέδειξε πιστή νύμφη του Χριστού, γιατί αγάπησες τον δικό Του Σταυρό» (ωδή γ΄).

Και στην πραγματικότητα, καθώς εξηγεί ο εκκλησιαστικός ποιητής, η αγάπη αυτή της μάρτυρος ήταν συμμετοχή στο Πάθος του Κυρίου – κάθε μαρτύριο για χάρη του Χριστού ποτέ δεν αυτονομείται, αλλά θεωρείται προέκταση του Πάθους του Κυρίου∙ γιατί ακριβώς ο κάθε πιστός ως μέλος Χριστού τη Ζωή Εκείνου διαιωνίζει. Μας το λέει ο υμνογράφος και με άλλον τρόπο: «Θεοδοσία, οδός αθλήσεως για σένα έγινε ο Θεός, αφότου ανέβηκε εκούσια στον Σταυρό» (ωδή α΄). Ο χριστιανός δηλαδή, ζώντας την καθημερινότητά του με τον τρόπο του Χριστού, με υπακοή στο θείο θέλημα, αλλά και φθάνοντας χαρισματικά στο «απώγειο» της υπακοής ως προσφοράς και της ίδιας της ζωής, ζει ως ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο. Αυτό άλλωστε δεν είναι ο χριστιανός; Ο ακόλουθος του Χριστού που με τη χάρη Εκείνου «απαρνείται τον (πεσμένο στην αμαρτία) εαυτό του και σηκώνει τον σταυρό του», «επακολουθώντας τα ίχνη του αρχηγού Του».  

28 Μαΐου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

«Και σχίσμα ην εν αυτοίς…» (Ιωάν. 9, 16)

Μία οξεία αντιπαράθεση μεταξύ ιδεολογίας και εμπειρίας παρακολουθούμε στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα. Από τη μία οι θρησκευτικοί άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι αρνούνται να πιστέψουν στα μάτια τους και στη μαρτυρία των υπολοίπων συμπατριωτών τους. Από την άλλη ο εκ γενετής τυφλός, ο οποίος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μαρτυρεί ό,τι του συνέβη: την εμπειρία του από τη συνάντησή του με τον Χριστό. Κι αξίζει να σταθούμε στην αντιπαράθεση αυτή, γιατί μπορεί να θεωρηθεί τύπος για ό,τι συμβαίνει σε κάθε εποχή. Πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που αρνούνται τον Χριστό για λόγους θεωρητικούς, και πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που Τον ομολογούν γιατί Τον ένιωσαν με όλη τους την ύπαρξη.

1. Ξενίζει σε πρώτη ανάγνωση η αντίδραση των θρησκευτικών αρχόντων να δεχτούν το θαύμα του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι αυτό γιατί βλέπουν την ορατή απόδειξη μπροστά τους: τον θεραπευμένο πια τυφλό, ο οποίος όχι μόνο απέκτησε την όρασή του αλλά και τους  οφθαλμούς που δεν είχε – ο Κύριος λειτουργεί όπως απαρχής  ως ο Δημιουργός Θεός –, τη στιγμή μάλιστα που το γεγονός  βεβαιώνει πλήθος  ανθρώπων, αλλά και οι ίδιοι οι γονείς του τυφλού χωρίς να είναι ακόλουθοι του Χριστού. Η πνευματική τύφλωση που επιδεικνύουν  - να αρνούνται το προφανές – είναι κυριολεκτικά ασύλληπτη, η οποία  επιτείνεται ακόμη περισσότερο όταν γνωρίζει κανείς την αδιάκοπη απαίτησή τους να «δουν» ένα θαύμα προκειμένου να πιστέψουν.

Ό,τι φαίνεται παράδοξο όμως, στην πραγματικότητα είναι απόλυτα φυσικό και κατανοητό για τους θρησκευτικούς άρχοντες. Διότι η άρνησή τους υποκρύπτει τελικώς την έλλειψη διάθεσης να πιστέψουν στον Χριστό. Όταν είσαι βολεμένος στον κόσμο τούτο κι όταν ικανοποιούνται τα πάθη σου, γιατί να θέλεις αλλαγή; Αν οι άρχοντες δέχονταν το θαύμα θα σήμαινε ότι δέχονται τον Χριστό ως εκ Θεού προερχόμενο, ως τον Μεσσία που είχαν προαναγγείλει οι προφήτες, συνεπώς θα έπρεπε να μετανοήσουν και να αλλάξουν τρόπο ζωής. Κι αυτοί δεν είχαν καμία τέτοια διάθεση.

2. Η στάση αυτή των Ιουδαίων υπάρχει διαχρονικά. Η όποια αμφισβήτηση δηλαδή του Χριστού σε κάθε εποχή δεν στηρίζεται σε άλλους λόγους πέρα από την αμαρτία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος που έχει επιλέξει να ζει με εγωισμό και με χάιδεμα των παθών του, αδυνατεί να είναι με τον Χριστό. Χριστός και αμαρτία δεν συμβιβάζονται. Η ακολουθία του Χριστού σημαίνει συντονισμό με τη ζωή του ίδιου του Χριστού, κατά τον σαφή λόγο Του: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Γι’ αυτό και η πίστη σ’ Αυτόν δεν είναι εύκολη υπόθεση. Την ασπάζονται μόνον εκείνοι που η γενναιότητα και η ανδρεία χαρακτηρίζουν τη ζωή τους· που η θυσία γίνεται πια η επιλογή τους. Κι αυτό γιατί ο Χριστός ανατρέπει τα πάντα: όλες τις επίγειες αγάπες και δεσμεύσεις του ανθρώπου, προκειμένου να βάλει στην πρώτη θέση την αγάπη στον Θεό, την αγάπη σ’ Εκείνον. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της διανοίας σου, εξ όλης της ισχύος σου». Και «ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή τέκνα ή αγρούς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος». Και ποιο το αποτέλεσμα για τον πιστό; Να γεύεται πάντοτε τον Θεό μέσα του και να γίνεται και ο ίδιος ένας μικρός Θεός – ό,τι συνιστά τον σκοπό και την υγεία του ανθρώπου.

3. Από την άλλη υπάρχουν εκτός από τους αμφισβητίες οι πιστοί. Όχι βεβαίως οι ψεύτικοι και κάλπικοι – όσοι έχουν κάνει ιδεολογία και θεωρητική γνώση κι ίσως και μόδα τη χριστιανική πίστη – αλλά οι αληθινοί και γνήσιοι, που έχουν προσωπική εμπειρία της σχέσης τους με τον Χριστό. Στην άρνηση των αμφισβητιών προβάλλουν τη μαρτυρία της εν Χριστώ ζωής τους, σαν τον θεραπευμένο πρώην τυφλό που λέει στους απίστους Ιουδαίους: «δεν ξέρω τι λέτε εσείς, εγώ ένα ξέρω: ήμουν τυφλός και τώρα βλέπω», γεγονός που σημαίνει πως όσα επιχειρήματα μπορεί να φέρει η ανθρώπινη συλλογιστική κατά του Χριστού ως Υιού του Θεού καταπίπτουν μπροστά στην ίδια την πραγματικότητα της ζωντανής παρουσίας Του στη ζωή ενός ανθρώπου. Η εμπειρία έτσι που απέκτησε ο πρώην τυφλός τον έφερε στη σωτηρία: την ορθή πίστη στον Χριστό και την αληθινή γνώση Του.

4. Η περίπτωσή του θυμίζει από μία άποψη τους αποστόλους μετά την Ανάσταση και την Πεντηκοστή. Στους αρνητές και πάλι Ιουδαίους, οι οποίοι μάλιστα τους απειλούν, τους κλείνουν στη φυλακή, τους βασανίζουν με κίνδυνο να χάσουν την ίδια τη ζωή τους, εκείνοι προβάλλουν την προσωπική τους εμπειρία: «ου δυνάμεθα α είδαμεν και ηκούσαμεν μη λαλείν», ό,τι σημειώνει δηλαδή και στην Α΄ Καθολική επιστολή του ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: «Ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν,…απαγγέλλομεν υμίν». Γι’ αυτό και είναι έτοιμοι όχι μόνο να συνεχίσουν να εξαγγέλλουν την πίστη τους, αλλά και μύριες φορές να πάθουν προς χάρη της. Και την ίδια στάση διαπιστώνουμε έπειτα και σε όλη την εκκλησιαστική ιστορία. Ουδέποτε παρουσιάστηκε περίπτωση χριστιανός εν επιγνώσει και με εμπειρία της χάρης του Θεού στη ζωή του να αρνηθεί τον Κύριο. Όσοι τυχόν Τον αρνήθηκαν ήταν γιατί δεν Τον είχαν πραγματικά πιστέψει, που θα πει δεν είχαν νιώσει τη χάρη Του ενεργούσα μέσα στην καρδιά τους. Αιώνια θα ισχύει ο συγκλονιστικός λόγος του Κυρίου, που ο ίδιος είχε πει στους Ιουδαίους, γιατί δηλαδή δεν κατανοούν τον λόγο Του. Διότι δεν είχαν τη δύναμη εκείνη μέσα τους, τη χάρη του Θεού, που θα τους άνοιγε τα πνευματικά ώτα για να τον ακούνε. «Διατί την λαλιάν την εμήν ου γινώσκετε; Ότι ου δύνασθε ακούειν τον λόγον τον εμόν». Για να ερμηνεύσει ακόμη συγκλονιστικότερα: Δεν έχουν τη δύναμη αυτή, γιατί είναι προσκολλημένοι στον πατέρα τους διάβολο και επιτελούν τις επιθυμίες εκείνου. «Υμείς εκ του πατρός του διαβόλου εστέ, και τας επιθυμίας του πατρός υμών θέλετε ποιείν».

Το σχίσμα του λαού για τον Χριστό υφίσταται πάντοτε. Ήδη άλλωστε το είχε προφητέψει ο γέρων Συμεών κατά την υπαπαντή του με τον Κύριο. «Σημείον αντιλεγόμενον» χαρακτήρισε τον Κύριο, όπως και ότι «Ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών εν τω Ισραήλ». Το ίδιο ισχύει και στην εποχή μας. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην υφίστανται οι αρνητές του Χριστού και του ζωντανού σώματός Του της Εκκλησίας. Αλλ’ εκείνοι ήδη έχουν κριθεί λόγω της άρνησής τους. Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς! Ο Χριστός έχει αγγίξει τους πνευματικούς μας οφθαλμούς, ώστε ορώντες να βεβαιώνουμε με την εμπειρία μας την αλήθεια Του;

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 9, 1-38)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα  τοῦ Θεοῦ ἐν  αὐτῷ. Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι  τὰ ἔργα  τοῦ πέμψαντός  με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται  νὺξ ὅτε  οὐδεὶς  δύναται ἐργάζεσθαι. Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς  τὴν  κολυμβήθραν  τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον  οὖν  αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν  σου  οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος  καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος  λεγόμενος Ἰησοῦς  πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν  τοῦ Σιλωὰμ  καὶ νίψαι· ἀπελθὼν  δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; Λέγει· οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν  αὐτὸν  πρὸς  τοὺς  Φαρισαίους,  τόν  ποτε  τυφλόν. Ἦν  δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς.  Πάλιν  οὖν ἠρώτων  αὐτὸν  καὶ οἱ Φαρισαῖοι  πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ εἶπεν  αὐτοῖς·  πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον·  πῶς  δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς  τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι  περὶ αὐτοῦ ὅτι  τυφλὸς ἦν  καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν  τοὺς  γονεῖς  αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος  καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς  περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει.  Ταῦτα  εἶπον  οἱ γονεῖς  αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν  αὐτὸν  καὶ εἶπον·  σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος  οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου. Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺπιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν  μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δ ὲἔφη·  πιστεύω,  Κύριε·  καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, καθώς πήγαινε στό δρόμο του ὁ Ἰησοῦς, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο  πού  εἶχε  γεννηθεῖ τυφλός.  Τόν  ρώτησαν,  λοιπόν,  οἱ μαθητές  του:  «Διδάσκαλε,  ποιός ἁμάρτησε  καί  γεννήθηκε  αὐτός τυφλός, ὁ ἴδιος ἤ οἱ γονεῖς του;» Ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε: «Οὔτε αὐτός ἁμάρτησε  οὔτε  οἱ γονεῖς  του, ἀλλά  γεννήθηκε  τυφλός  γιά  νά φανερωθεῖ ἡ δύναμη  τῶν ἔργων  τοῦ Θεοῦ πάνω σ' αὐτόν. Ὅσο διαρκεῖ ἡμέρα, πρέπει νά ἐκτελῶ τά ἔργα ἐκείνου πού μ' ἔστειλε. Ἔρχεται ἡ νύχτα, ὁπότε κανένας δέν μπορεῖ νά ἐργάζεται. Ὅσο εἶμαι σ' αὐτόν τόν κόσμο, εἶμαι τό φῶς γιά τόν κόσμο». Ὅταν τά εἶπε αὐτά ὁ Ἰησοῦς, ἔφτυσε κάτω, ἔφτιαξε πηλό ἀπό τό φτύμα, ἄλειψε μέ τόν πηλό τά μάτια τοῦ τυφλοῦ, καί τοῦ εἶπε: «Πήγαινε νά νιφτεῖς στήν κολυμβήθρα  τοῦ Σιλωάμ» –πού  σημαίνει  «ἀπεσταλμένος ἀπό  τό Θεό». Ξεκίνησε, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος, πῆγε καί νίφτηκε καί, ὅταν γύρισε  πίσω, ἔβλεπε.  Τότε  οἱ γείτονες  κι ὅσοι  τόν ἔβλεπαν προηγουμένως ὅτι ἦταν  τυφλός, ἔλεγαν:  «Αὐτός  δέν  εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού καθόταν ἐδῶ καί ζητιάνευε;» Μερικοί ἔλεγαν: «Αὐτός εἶναι», ἐνῶ ἄλλοι ἔλεγαν: «Εἶναι κάποιος πού τοῦ μοιάζει». Ὁ ἴδιος ὅμως ἔλεγε: «Ἐγώ εἶμαι». Τότε τόν ρωτοῦσαν: «Πῶς, λοιπόν, ἄνοιξαν τά μάτια σου;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἕνας ἄνθρωπος πού τόν λένε Ἰησοῦ ἔκανε πηλό, μοῦ ἄλειψε τά μάτια καί μοῦ εἶπε: "πήγαινε στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ καί νίψου"· πῆγα λοιπόν ἐκεῖ, νίφτηκα καί βρῆκα τό φῶς μου». Τόν ρώτησαν, λοιπόν: «Ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος;» «Δέν ξέρω», τούς ἀπάντησε.Τόν ἔφεραν τότε στούς Φαρισαίους, τόν ἄνθρωπο πού ἦταν ἄλλοτε τυφλός. Ἡμέρα πού ἔφτιαξε ὁἸησοῦς τόν πηλό καί τοῦ ἄνοιξε τά μάτια ἦταν Σάββατο. Ἄρχισαν λοιπόν καί οἱ Φαρισαῖοι νά τόν ρωτοῦν πάλι πῶς ἀπέκτησε τό φῶς του. Αὐτός τούς ἀπάντησε: «Ἔβαλε πάνω στά  μάτια  μου  πηλό,  νίφτηκα  καί  βλέπω».  Μερικοί ἀπό  τούς Φαρισαίους ἔλεγαν:  «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος  δέν  μπορεῖνά  εἶναι σταλμένος ἀπό τό Θεό, γιατί δέν τηρεῖ τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου». Ἄλλοι ὅμως ἔλεγαν: «Πῶς μπορεῖ ἕνας ἁμαρτωλός ἄνθρωπος νά κάνει τέτοια σημεῖα;» Καί ὑπῆρχε διχογνωμία ἀνάμεσά τους. Ρωτοῦν λοιπόν πάλι τόν τυφλό: «Ἐσύ τί λές γι’ αὐτόν; πῶς ἐξηγεῖς ὅτι σοῦ ἄνοιξε τά μάτια;» Κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «Εἶναι προφήτης». Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως  δέν ἐννοοῦσαν  νά  πιστέψουν  πώς  αὐτός ἦταν τυφλός κι ἀπέκτησε τό φῶς του, ὥσπου κάλεσαν τούς γονεῖς τοῦ ἀνθρώπου καί τούς ρώτησαν: «Αὐτός εἶναι ὁ γιός σας πού λέτε ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς, λοιπόν, τώρα βλέπει;» Οἱ γονεῖς του τότε ἀποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πώς αὐτός εἶναι ὁ γιός μας κι ὅτι γεννήθηκε τυφλός· πῶς ὅμως τώρα βλέπει, δέν τό ξέρουμε, ἤ ποιός τοῦ ἄνοιξε τά μάτια, ἐμεῖς δέν τό ξέρουμε. Ρωτῆστε τόν ἴδιο· ἐνήλικος εἶναι, αὐτός μπορεῖ νά μιλήσει γιά τόν ἑαυτό του». Αὐτά εἶπαν οἱ γονεῖς του, ἀπό φόβο πρός τούς Ἰουδαίους. Γιατί, οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες εἶχαν κιόλας συμφωνήσει νά ἀφορίζεται ἀπό τή συναγωγή ὅποιος παραδεχτεῖ πώς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας. Γι’ αὐτό εἶπαν οἱ γονεῖς του, «ἐνήλικος εἶναι, ρωτῆστε τόν ἴδιο». Κάλεσαν, λοιπόν, γιά δεύτερη φορά τόν ἄνθρωπο πού ἦταν πρίν τυφλός καί τοῦ εἶπαν: «Πές τήν ἀλήθεια ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι ἁμαρτωλός». Ἐκεῖνος τότε τούς ἀπάντησε: «Ἄν εἶναι ἁμαρτωλός, δέν τό ξέρω· ἕνα ξέρω: πώς, ἐνῶ ἤμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Τόν ρώτησαν πάλι: «Τί σοῦ ἔκανε; Πῶς σοῦ ἄνοιξε τά μάτια;» «Σᾶς τό εἶπα κιόλας», τούς ἀποκρίθηκε, «ἀλλά δέν πειστήκατε· γιατί θέλετε νά τό ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι ἐσεῖς νά γίνετε μαθητές του;» Τόν περιγέλασαν τότε καί τοῦ εἶπαν: «Ἐσύ εἶσαι μαθητής ἐκείνου· ἐμεῖς εἴμαστε μαθητές τοῦ Μωυσῆ·ἐμεῖς ξέρουμε πώς ὁ Θεός μίλησε στό Μωυσῆ, ἐνῶ γι’ αὐτόν δέν ξέρουμε τήν προέλευσή του». Τότε ἀπάντησε ὁ ἄνθρωπος καί τούς εἶπε: «Ἐδῶ εἶναι τό παράξενο, πώς ἐσεῖς δέν ξέρετε ἀπό ποῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, κι ὅμως  αὐτός  μοῦ ἄνοιξε  τά  μάτια.  Ξέρουμε  πώς ὁ Θεός  τούς ἁμαρτωλούς δέν τούς ἀκούει, ἀλλά ἄν κάποιος τόν σέβεται καί κάνει τό θέλημά του, αὐτόν τόν ἀκούει. Ἀπό τότε πού ἔγινε ὁ κόσμος δέν ἀκούστηκε ν’ ἀνοίξει κανείς τά μάτια ἑνός γεννημένου τυφλοῦ. Ἄν αὐτός δέν ἦταν ἀπό τό Θεό δέ θά μποροῦσε νά κάνει τίποτα». «Ἐσύ εἶσαι βουτηγμένος στήν ἁμαρτία ἀπό τότε πού γεννήθηκες», τοῦ ἀποκρίθηκαν, «καί κάνεις τό δάσκαλο σ’ ἐμᾶς;» Καί τόν πέταξαν ἔξω. Ὁ Ἰησοῦς ἔμαθε ὅτι τόν πέταξαν ἔξω καί, ὅταν τόν βρῆκε, τοῦ εἶπε: «Ἐσύ πιστεύεις στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ;» Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Καί ποιός εἶναι αὐτός, κύριε, γιά νά πιστέψω σ’ αὐτόν;» «Μά τόν ἔχεις κιόλας δεῖ», τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς. «Αὐτός πού μιλάει τώρα μαζί σου, αὐτός εἶναι». Τότε ἐκεῖνος εἶπε: «Πιστεύω Κύριε», καί τόν προσκύνησε.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Απ. 16, 16-34)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο πορευομένων ἡμῶν εἰς προσευχὴν παιδίσκην  τινὰ ἔχουσαν  πνεῦμα  πύθωνος ἀπαντῆσαι ἡμῖν, ἥτις ἐργασίαν  πολλὴν  παρεῖχε  τοῖς  κυρίοις  αὐτῆς  μαντευομένη.  Αὕτη κατακολουθήσασα τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ ἔκραζε λέγουσα· οὗτοι οἱ ἄνθρωποι  δοῦλοι  τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου  εἰσίν,  οἵτινες καταγγέλλουσιν ἡμῖν ὁδὸν σωτηρίας. Τοῦτο δὲ ἐποίει ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας. Διαπονηθεὶς δὲ ὁ Παῦλος καὶ ἐπιστρέψας τῷ πνεύματι εἶπε· παραγγέλλω σοι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξελθεῖν ἀπ’ αὐτῆς. Καὶ ἐξῆλθεν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ. Ἰδόντες δὲ οἱ κύριοι αὐτῆς ὅτι ἐξῆλθεν ἡ ἐλπὶς τῆς ἐργασίας αὐτῶν, ἐπιλαβόμενοι τὸν Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἵλκυσαν εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, καὶ προσαγαγόντες αὐτοὺς τοῖς στρατηγοῖς εἶπον· οὗτοι  οἱ ἄνθρωποι ἐκταράσσουσιν ἡμῶν  τὴν  πόλιν Ἰουδαῖοι ὑπάρχοντες. Καὶ καταγγέλλουσιν ἔθη ἃ οὐκ ἔξεστιν ἡμῖν  παραδέχεσθαι  οὐδὲ ποιεῖν Ρωμαίοις οὖσι. Καὶ συνεπέστη ὁ ὄχλος κατ ̓ αὐτῶν. καὶ οἱ στρατηγοὶ περιρρήξαντες  αὐτῶν  τὰ ἱμάτια ἐκέλευον  ραβδίζειν, πολλάς  τε ἐπιθέντες  αὐτοῖς  πληγὰς ἔβαλον  εἰς  φυλακήν, παραγγείλαντες  τῷ δεσμοφύλακι ἀσφαλῶς  τηρεῖν  αὐτούς· ὃς παραγγελίαν  τοιαύτην  εἰληφὼς ἔβαλεν  αὐτοὺς  εἰς  τὴν ἐσωτέραν φυλακὴν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν ἠσφαλίσατο εἰς τὸ ξύλον. Κατὰ δὲ τὸ μεσονύκτιον Παῦλος καὶ Σίλας προσευχόμενοι ὕμνουν τὸν Θεόν· ἐπηκροῶντο δὲ αὐτῶν οἱ δέσμιοι. Ἄφνω δὲ σεισμὸς ἐγένετο μέγας, ὥστε σαλευθῆναι τὰ θεμέλια τοῦ δεσμωτηρίου, ἀνεῴχθησάν τε παραχρῆμα αἱ θύραι πᾶσαι καὶ πάντων τὰ δεσμὰ ἀνέθη. Ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεῳγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, σπασάμενος μάχαιραν ἔμελλεν ἑαυτὸν ἀναιρεῖν, νομίζων ἐκπεφευγέναι τοὺς δεσμίους. Ἐφώνησε δὲ φωνῇ μεγάλῃ ὁ Παῦλος λέγων· μηδὲν πράξῃς σεαυτῷ κακόν· ἅπαντες γάρ ἐσμεν ἐνθάδε. Αἰτήσας δὲ φῶτα εἰσεπήδησε, καὶ ἔντρομος γενόμενος προσέπεσε τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, καὶ προαγαγὼν αὐτοὺς ἔξω ἔφη· κύριοι, τί με δεῖ ποιεῖν ἵνα  σωθῶ;  Οἱ δὲ εἶπον·  πίστευσον ἐπὶ τὸν  Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου. Καὶ ἐλάλησαν αὐτῷ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου καὶ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. Καὶ παραλαβὼν αὐτοὺς ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τῆς νυκτὸς ἔλουσεν ἀπὸ τῶν πληγῶν, καὶ ἐβαπτίσθη αὐτὸς καὶ οἱ αὐτοῦ πάντες παραχρῆμα, ἀναγαγών τε αὐτοὺς εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ παρέθηκε τράπεζαν, καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τίς ἡμέρες ἐκείνες,  καθώς  πηγαίναμε  στόν  τόπο  τῆς  προσευχῆς, συνέβη νά συναντήσουμε μιά δούλη πού εἶχε μαντικό πνεῦμα καί μέ τίς  μαντεῖες  της ἀπέφερε  πολλά  κέρδη  στούς  κυρίους  της.  Αὐτή ἀκολουθοῦσε τόν Παῦλο καί τόν Σίλα καί φώναζε: «Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι  δοῦλοι  τοῦ ὕψιστου  Θεοῦ,  πού  μᾶς  κηρύττουν  τήν ὁδό  τῆς σωτηρίας!» Αὐτό τό ἔκανε πολλές μέρες. Ὁ Παῦλος ἀγανάκτησε· γύρισε πίσω καί εἶπε στό πνεῦμα: «Σέ διατάζω στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νά βγεῖς ἀπ’ αὐτήν». Τήν ἴδια στιγμή βγῆκε τό πνεῦμα.Ὅταν εἶδαν τ’ ἀφεντικά της ὅτι μαζί μέ τό πνεῦμα χάθηκε κι ἡ ἐλπίδα τοῦ κέρδους πού εἶχαν ἀπό τήν ἐργασία της, ἔπιασαν τόν Παῦλο  καί  τόν  Σίλα  καί  τούς ἔσυραν  στήν ἀγορά  γιά  νά  τούς παρουσιάσουν στίς ἀρχές. Τούς ὁδήγησαν μπροστά στούς ἀνώτατους ἄρχοντες τῆς πόλης καί εἶπαν: «Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι Ἰουδαῖοι καί προκαλοῦν ταραχές στήν πόλη. Θέλουν νά εἰσαγάγουν ἔθιμα πού δέν ἐπιτρέπεται σ’ ἐμᾶς, πού εἴμαστε Ρωμαῖοι, νά τά δεχτοῦμε ἤ νά τά τηρήσουμε». Τότε ὁ λαός ξεσηκώθηκε ἐναντίον τους. Οἱ ἄρχοντες τούς ἔσκισαν τά ροῦχα καί ἔδωσαν διαταγή νά τούς ραβδίσουν. Τούς ἔδωσαν πολλά χτυπήματα καί μετά τούς ἔβαλαν στή φυλακή κι ἔδωσαν ἐντολή στόν δεσμοφύλακα νά τούς φυλάει ἀσφαλισμένους καλά. Αὐτός, ἐφόσον πῆρε μιά τέτοια ἐντολή, τούς ἔβαλε στό πιό ἐσωτερικό κελί καί γιά λόγους ἀσφάλειας ἕσφιξε τά πόδια τους στήν ξυλοπέδη. Γύρω  στά  μεσάνυχτα, ὁ Παῦλος  καί ὁ Σίλας  προσεύχονταν  καί ἔψελναν ὕμνους  στόν  Θεό·  καί  τούς ἄκουγαν  οἱ φυλακισμένοι. Ξαφνικά ἔγινε ἕνας  σεισμός  τόσο  δυνατός,  πού  σαλεύτηκαν  τά θεμέλια τῆς φυλακῆς. Ἀμέσως ἄνοιξαν ὅλες οἱ πόρτες καί τά δεσμά τῶν φυλακισμένων λύθηκαν. Ὁ δεσμοφύλακας ξύπνησε· κι ὅταν εἶδε τίς πόρτες τῆς φυλακῆς ἀνοιχτές, ἔβγαλε τό σπαθί του κι ἤθελε νά σκοτωθεῖ, νομίζοντας ὅτι οἱ φυλακισμένοι εἶχαν δραπετεύσει. Τότε ὁ Παῦλος τοῦ φώναξε: «Μήν κάνεις κανένα κακό στόν ἑαυτό σου! Εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ». Ὁ δεσμοφύλακας ζήτησε νά τοῦ φέρουν φῶτα, πήδηξε μέσα στό κελί, καί τρομαγμένος ἔπεσε στά πόδια τοῦ Παύλου καί τοῦ Σίλα. Ὕστερα τούς ἔβγαλε ἔξω καί τούς ρώτησε: «Κύριοι, τί πρέπει νά κάνω γιά νά σωθῶ;» Αὐτοί τοῦ εἶπαν: «Πίστεψε στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, καί θά σωθεῖς κι ἐσύ καί τό σπίτι σου». Καί κήρυξαν σ' αὐτόν καί σ' ὅσους ἦταν στό σπίτι του τόν λόγο τοῦ Κυρίου. Ὁ δεσμοφύλακας τούς πῆρε τήν ἴδια ἐκείνη ὥρα μέσα στή νύχτα κι ἔπλυνε τίς πληγές τους· ὕστερα βαφτίστηκε ἀμέσως ὁ ἴδιος καί ὅλη ἡ οἰκογένειά  του.  Κατόπιν  τούς ἀνέβασε  στό  σπίτι  του  καί  τούς ἔστρωσε  τραπέζι. Ἦταν  πανευτυχής  πού  κι  αὐτός  καί ὅλη ἡ οἰκογένειά του εἶχαν βρεῖ τήν πίστη στό Θεό.

«ΘΕΛΩ ΕΝΑ ΕΥΧΕΛΑΙΟ!»

Το τηλέφωνο κτύπησε αρκετές φορές.

«Μάλιστα, λέγετε παρακαλώ».

«Πάτερ, εσείς είστε;», ακούστηκε ταραγμένη η φωνή της γυναίκας από την άλλη άκρη του τηλεφώνου.

«Μάλιστα, ποιος είναι;»

Είπε η κυρία, δόθηκαν οι συστάσεις.

«Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος κ. Ελένη;»

«Πάτερ, αυτό που συμβαίνει στο σπίτι μου εδώ και κάποιο καιρό είναι τρομερό. Ξεπερνάει τα όρια μου, κοντεύω να τρελαθώ. Προσπαθούν να με καθησυχάσουν ο σύζυγός μου, τα παιδιά μου, αλλά δεν γίνεται. Νομίζω ότι η μόνη λύση είναι, αν μπορέσετε, να έλθετε στο σπίτι για να μας κάνετε ένα ευχέλαιο».

«Είστε άρρωστη, κ. Ελένη;», ρώτησε με ενδιαφέρον ο ιερέας.  «Είναι άρρωστος κανένας από την οικογένεια; Ανησυχώ όπως μου τα λέτε. Πήγατε σε κανένα γιατρό;»

«Όχι, πάτερ, δόξα τω Θεώ είμαστε καλά από πλευράς υγείας. Κάτι άλλο συμβαίνει, νομίζω πολύ τρομερό. Αλλά αν συνεχιστεί, μάλλον θα αρρωστήσω κι εγώ κι ίσως μαζί μου και οι άλλοι…».

«Θα θέλατε να μου πείτε πιο συγκεκριμένα; Μπορείτε τώρα, από το τηλέφωνο, ή να συναντηθούμε κάποια στιγμή στον ναό;»

«Μπορώ και τώρα από το τηλέφωνο. Αλλά πρέπει να μας κάνετε ευχέλαιο οπωσδήποτε. Το βλέπω σαν τη μόνη διέξοδο για να ξεπεραστεί το πρόβλημα».

«Κυρία Ελένη», κάτι άρχισε να υποψιάζεται ο ιερέας, «θέλω πριν μου πείτε οτιδήποτε επ’ αυτού – θα σας ακούσω πολύ προσεκτικά στη συνέχεια – να σας υπενθυμίσω ότι το ευχέλαιο είναι μυστήριο της Εκκλησίας μας και σκοπό έχει την ίαση από τις σωματικές αλλά και τις ψυχικές ασθένειες του ανθρώπου. Επικαλούμαστε τον Κύριο να μας θεραπεύσει και είναι σαν να προεκτείνεται το ευλογημένο και θεϊκό χέρι Του επάνω μας, όπως συνέβαινε διαρκώς από την εποχή που ήλθε. Και προϋποθέτει προς τέλεσή του, βεβαίως τον ιερέα ή περισσοτέρους ιερείς κανονικά, αλλά και την ενεργό συμμετοχή του πιστού. Δηλαδή τη μετάνοιά του, την ετοιμασία του από πλευράς πνευματικής. Γι’ αυτό και υπάρχουν ένα σωρό συγχωρητικές ευχές που διαβάζει ο ιερέας. Χωρίς την ετοιμασία αυτή του πιστού, είναι σαν να αντιμετωπίζουμε το μυστήριο κατά μαγικό τρόπο, κάτι που δεν φέρνει βεβαίως το επιθυμητό αποτέλεσμα, μάλλον και προκαλούμε τον Κύριο. Συγγνώμη που σας τα υπενθυμίζω, αλλά πολλοί χριστιανοί μας δυστυχώς εκλαμβάνουν το ευχέλαιο με αυτόν τον τρόπο, τον εξωτερικό και επιφανειακό, τον μαγικό καλύτερα, και γι’ αυτό δεν θέλω να είστε κι εσείς μέσα σ’ αυτούς. Ξέρω την πίστη σας, την καλή σας διάθεση, την ευλογημένη οικογένειά σας.

Λοιπόν, ποιο είναι το πρόβλημα;»

Υπήρξε ένα μικρό κενό, ένας βαθύς αναστεναγμός, και η φωνή της γυναίκας ακούστηκε τώρα πιο ήσυχη.

«Πάτερ, μάλλον τότε δεν θα πρέπει να ’ρθετε. Με αυτά που μου είπατε,  η περίπτωση δεν φαίνεται να είναι για ευχέλαιο. Μπορεί  ίσως για έναν αγιασμό».

«Τελικά, όμως, δεν αναφέρατε το πρόβλημα».

«Πάτερ, τον τελευταίο καιρό, όταν πάω να απλώσω τα ρούχα, μου πέφτουν συχνά κάτω τα… μανταλάκια. Πίστεψα ότι αυτό είναι κακό «μάτι», ότι κάποιος μας έχει κάνει «μάγια»!

«Έχετε εμπιστοσύνη, κ. Ελένη μου, στον Κύριο. Ο Κύριος μάς αγαπά όλους, όπως ξέρετε, με άπειρο τρόπο, είμαστε δικά Του μέλη, έχει τον καθένα μας λοιπόν στο κέντρο της «καρδιάς» Του, και δεν είναι εύκολο γι’ αυτό, αν δεν είναι προς το συμφέρον μας, να επιτρέψει οτιδήποτε κακό να μας συμβεί. «Και οι τρίχες της κεφαλής μας είναι αριθμημένες από Αυτόν». Αλλά στο θέμα που μου λέτε, θα σας έλεγα να μη βιάζεστε, όταν απλώνετε τα ρούχα. Να είστε απλώς λίγο περισσότερο προσεκτική».

(Από το βιβλίο: «Δι’ εμού του αμαρτωλού», Αληθινές ιστορίες με φόντο το πετραχήλι, εκδ. «ἀκολουθεῖν»).

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΕΥΤΥΧΗΣ Ή ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΕΛΙΤΗΝΗΣ

«Ο άγιος Ευτυχής ή Ευτύχιος διέπρεψε ως αληθινός εργάτης του Χριστού και υπηρέτης της Εκκλησίας, τόσο με τη συνεχή και καρποφόρα διδασκαλία του, όσο και με τα άμεμπτα και εποικοδομητικά έργα του. Ήταν άγρυπνος και τεχνικότατος αλιέας των ψυχών, φιλόστοργος δε πατέρας τους, έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για τη ασφάλεια και τη σωτηρία τους. Συνελήφθη και έμεινε σταθερός στην αγία πίστη μας κι έλαβε μαρτυρικό τέλος: τον ρίξανε οι τύραννοι στα νερά και πνίγηκε μέσα σε αυτά».

Ο άγιος υμνογράφος αφιερώνει πολλούς ύμνους στο να τονίσει το ιδιαίτερο μαρτυρικό διά πνιγμού του σε νερά τέλος του αγίου Ευτυχίου, δίνοντας όμως ταυτόχρονα και την πνευματική ερμηνεία του τραγικού γεγονότος: πριν από το πνίξιμό του ῾έπνιξε᾽ ο ίδιος τους άφρονες αθέους με τη δύναμη των λόγων του, ενώ με το διά πνιγμού τέλος του έπνιξε και τον πονηρό διάβολο, τον «άσαρκον δράκοντα» (στιχηρό εσπερινού). «Μπήκες στο στάδιο της μαρτυρίας με χαρά, μάκαρ Ευτύχιε, και πόθησες τον θάνατο που σου έφερε ζωή, και έπνιξες τις μυριάδες των εχθρών, καθώς πνιγόσουν στη θάλασσα» (ωδή α´). Το μαρτυρικό τέλος του λοιπόν ήταν γι᾽ αυτόν αφενός η σφραγίδα της αγιασμένης βιοτής και του έργου του, η οποία σαν σε χρυσά φτερά τον έφερε στη Βασιλεία του Θεού, αφετέρου το ξέσπασμα, κατά παραχώρηση ασφαλώς του Χριστού,  του Πονηρού και των οργάνων του, οι οποίοι δεν ανέχονταν την ήττα τους από τον δούλο του Χριστού. «Υψώθηκες προς τον Κύριο, παμμάκαρ, με τις χρυσές φτερούγες του ιερωτάτου μαρτυρίου» (ωδή ε´).

Ο  Ευτύχιος ανήκει σε εκείνους τους αγίους, οι οποίοι αξιώθηκαν να μαθητεύσουν γνήσια παρά τους πόδας των αγίων Αποστόλων και να εισέλθουν και αυτοί στον κόπο του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Ο  Ιωσήφ ο υμνογράφος δεν αφήνει ασχολίαστες τις καίριες αυτές διαστάσεις της ζωής του αγίου. Ο άγιος υπήρξε γνήσιος μαθητής των Αποστόλων, αποδεικνύοντας τη γνησιότητά του αυτή αφενός με την οσία βιοτή του, αφετέρου με το λαμπρό του μαρτύριο. Κι αυτό σημαίνει: δεν αρκεί να ακούσει κανείς τη διδασκαλία των αποστόλων. Εκείνο που θα τον καταστήσει πράγματι γνώστη και γνήσιο μαθητή είναι η ενεργοποίηση της διδασκαλίας τους στην προσωπική του ζωή, δείγμα της αγάπης του προς τον Θεό, που φτάνει μέχρι θυσίας και της ίδιας της ζωής. «Ουχ οι ακροαταί, αλλά οι ποιηταί του Νόμου δικαιωθήσονται» (απ. Παύλος). «Έζησες όσια, παμμάκαρ Ευτύχιε, καθώς μαθήτευσες με απόλυτη ακρίβεια στους Αποστόλους του Χριστού. Και έφτασες στην τέλεια ηλικία, όταν άθλησες διά του μαρτυρίου λαμπρότατα, αξιοθαύμαστε» (ωδή α´). «Κόλλησες με την ψυχή και την καρδιά σου στους άγιους υπηρέτες του Λόγου Χριστού και έζησες άγια τη ζωή σου» (ωδή γ´).

Είπαμε όμως ότι ο άγιος Ευτύχιος εισήλθε και στους κόπους του ευαγγελισμού των ανθρώπων ως ακόλουθος των αποστόλων. Κήρυξε κι αυτός με δύναμη τον σωτήριο λόγο, φωτίζοντας τους ανθρώπους και απαλλάσσοντάς τους από το βαθύτατο σκοτάδι της άγνοιας. «Γεμάτος από ένθεη πίστη και χάρη Θεού, ένδοξε, κήρυξες τον σωτήριο λόγο, μαζί με τους Αποστόλους, διαλύοντας έτσι το βαθύτατο σκοτάδι της δυσσέβειας» (ωδή ς´). Κι αυτό μας υπενθυμίζει την αλήθεια της πίστεώς μας, ότι ο άνθρωπος που θέλει να είναι γνήσια πιστός του Κυρίου από τη μια έχει κοινωνία με τους αγίους αποστόλους Του, ενώ από την άλλη φωτισμένος από το Πνεύμα του Θεού εκχέει πάντοτε φως σε όλο τον κόσμο «ως πόλις επάνω όρους κειμένη». Κι αν και στην εποχή μας φαίνεται ότι κυριαρχεί το πνευματικό σκοτάδι είναι γιατί προφανώς οι χριστιανοί δεν είμαστε τόσο φωτεινοί όσο πρέπει, δηλαδή η πίστη μας στον Χριστό αποδεικνύεται εξόχως ελλειμματική. 

Οι πολλοί πιστοί  μπορεί να αγνοούν τον άγιο Ευτυχή ή Ευτύχιο, αλλά για την Εκκλησία μας δεν παύει να είναι αποστολικός Πατέρας, «μεγαλομάρτυς» (ωδή δ´), «άγγελος επίγειος αληθώς και ουράνιος άνθρωπος» (ωδή θ´), του οποίου η μνήμη συνιστά «φωταυγή πανήγυριν», ενώ η ύπαρξή του αποδεικνύεται για τους πιστούς «στήριγμα και καύχημα» (ωδή θ´). «Ταις ευχαίς σου, μέγιστε μάρτυς Ευτύχιε, από πάσης λύτρωσαι στενώσεως και αλώσεως αθέων βαρβάρων» (ωδή θ´).