02 Ιουλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ


«Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. 6, 22, 24)

Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Γ´ Ματθαίου ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς γνωστῆς ἐπί τοῦ ῎Ορους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου, μίας ἐκτεταμένης ὁμιλίας πού καταγράφεται στό εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου καί μάλιστα στά 5, 6 καί 7 κεφάλαιά του. Τό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα ἔχει ἐκπληκτική ἐπικαιρότητα, δεδομένου ὅτι ἀφενός ἀποκαλύπτει βαθιές ἀνθρωπολογικές ἀλήθειες καί μᾶς  ὑπενθυμίζει τό πόσο ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς φροντίζει μέ τήν πρόνοιά Του,  ἀφετέρου μᾶς προσανατολίζει στήν ὀρθή κατεύθυνση τῆς ζωῆς, πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἔνταξή του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ᾽Ιδιαιτέρως θά σταθοῦμε στόν λόγο τοῦ Κυρίου «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν», πού θέτει ἕνα σημαντικό προβληματισμό.

            1. Ἡ πρώτη ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου, πού συνιστᾶ καί ἀποκάλυψη γιά τόν ἴδιο τόν ἄνθρωπο, εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος πάντοτε κάπου ῾δουλεύει᾽, πάντοτε δηλαδή σέ κάτι ὑπακούει καί αὐτό οὐσιαστικά ὑπηρετεῖ μέ ὅλες τίς δυνάμεις του. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή, ἐλεύθερος ἄνθρωπος, μέ τήν ἀπόλυτη ἔννοια τοῦ ὅρου, δέν ὑπάρχει. Εἴτε ὑπακοῦμε στόν Θεό εἴτε ὑπακοῦμε σέ ἀντίθεες δυνάμεις εἴτε ἀκόμη καί στίς δικές μας μόνο ἐπιλογές, ἄν ὑφίσταται ἀπολύτως κάτι τέτοιο, πάντοτε θά βρισκόμαστε  κάτω ἀπό ἕνα ῾ἀφεντικό᾽. Τό ἐρώτημα εἶναι τί εἴδους ῾ἀφεντικό᾽ εἶναι αὐτό; Δηλαδή: σέ τί δουλεύω πού θά μέ κάνει νά νιώσω πραγματικά ἄνθρωπος, μέσα στά πλαίσια τῆς φυσιολογίας τοῦ ἀνθρώπου;

2. Ὁ Κύριος προεκτείνει τήν ἐπισήμανση: «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». ῎Οχι μόνο πάντοτε κάπου δουλεύουμε, ἀλλά καί ἡ ῾δουλεία᾽ αὐτή εἶναι μονομερής: δέν μπορεῖ κανείς νά ὑπηρετεῖ δύο ἀφεντικά ταυτόχρονα, οἱ δυνάμεις του θά εἶναι κατατεθειμένες στήν ὑπηρεσία πάντοτε ἑνός. Ὁ ἄνθρωπος, μέ ἄλλα λόγια, μᾶς λέει ὁ Κύριος, εἶναι δημιουργημένος ἔτσι, ὥστε νά ὑπάρχει καί νά λειτουργεῖ μέ ἑνιαῖο τρόπο, πού σημαίνει ὅτι οἱ δυνάμεις του προσαρμόζονται πάντοτε σέ μία μόνο κατεύθυνση, κάθε φορά ὁ ἄνθρωπος εἶναι ῾ὅλος κάπου᾽. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ὁ Κύριος ἀποκλείει γιά τή φυσιολογία τοῦ ἀνθρώπου τό φαινόμενο τοῦ ῾πνευματικοῦ ἀλλοιθωρισμοῦ᾽: δέν μπορεῖ νά κοιτᾶ τήν ἴδια στιγμή σέ δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.  Συνεπῶς, ἄν κάποιος προσπαθήσει νά τά συνδυάσει ὅλα, θά βρεθεῖ σέ ἕνα εἶδος πνευματικῆς σχιζοφρένειας, θά ὑποστεῖ  μία ἀλλοίωση τῆς ὕπαρξής του ὡς ἀνθρώπου.

Στήν περίπτωση αὐτή ἔχουμε ἴσως τήν κατάσταση πού ἐλέγχει δριμύτατα τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη, τήν κατάσταση τῆς χλιαρότητας. ῾῎Οφειλες νά εἶσαι ἤ θερμός ἤ ψυχρός. ᾽Επειδή ὅμως εἶσαι χλιαρός, θά σέ ξεράσω ἀπό τό στόμα μου᾽. Εἶναι εὐνόητο ὅτι γνώρισμα μίας τέτοιας ἀλλοιωμένης πνευματικῆς κατάστασης, τῆς διψυχίας, πού λέει ἀλλοῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀκαταστασία καί ἡ ταραχή. «᾽Ανήρ δίψυχος, ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ» (ἅγιος ᾽Ιάκωβος). Ὁπότε, ὁ μόνος ὁ ὁποῖος χαίρεται στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ὁ διάβολος, διότι φανερώνει τή δική του μόνιμη πνευματική κατάσταση. Ὁ διάβολος, ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ Γραφή, εἶναι τό πιό δυστυχισμένο καί τραγικό ὄν, μέ μόνιμη τήν ἀκαταστασία καί τήν ταραχή στήν ὕπαρξή του, κάτι πού θέλει νά δημιουργήσει καί στόν κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἄνθρωπο.

3.  Ἡ ἀνθρωπολογική αὐτή ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου, ὅτι ὅλος ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται κάθε φορά κάπου, ὅτι δέν μπορεῖ νά  δουλεύει ταυτόχρονα σέ δύο κυρίους, συμπληρώνεται  στή συνέχεια μέ τήν προτροπή νά ἐπιλέγουμε τόν σωστό κύριο, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό μας. «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν».  ῎Ετσι ὁ Κύριος μᾶς θέτει στήν ὀρθή τροχιά τῆς δημιουργίας μας: εἴμαστε πλασμένοι ἀπό τόν Θεό γιά νά πορευόμαστε καί νά ἐπεκτεινόμαστε πρός ᾽Εκεῖνον, ἄν θέλουμε νά βρισκόμαστε στή φυσική μας κατάσταση. Καί τί γίνεται τότε; Ὑποτασσόμενοι στόν Θεό, ῾δουλεύοντας᾽ σ᾽᾽Εκεῖνον ἐξυψωνόμαστε σέ υἱούς Του, γινόμαστε φίλοι Του, μᾶς δίνει ὁλόκληρο τόν ῾Εαυτό Του, μᾶς κάνει ἕνα μ᾽ Ἐκεῖνον. «Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους». «Ὑμεῖς φίλοί μού ἐστε, ἐάν ποιῆτε ὅσα ἐντέλλομαι ὐμῖν» (ὁ Κύριος). Κατά συνέπεια, ὁ ἄνθρωπος αὐτός φτάνει νά ζεῖ τήν πραγματική ἐλευθερία, τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τήν βλέπουμε στά πρόσωπα τῶν κατεξοχήν ἐλευθέρων ἀνθρώπων, τῶν ἁγίων. «Οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ καί ἐλευθερία». «Τῇ ἐλευθερίᾳ  ᾗ Χριστός ὑμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καί μή ζυγῷ δουλείας πάλιν ἐνέχεσθε».

῎Αν ὁ ἄνθρωπος ἐπιλέξει λάθος κύριο, ἄν ἡ ἐπιλογή του δέν εἶναι ὁ Θεός πού φανερώθηκε ἐν Χριστῷ καί βιώνεται στήν ᾽Εκκλησία Του, τότε θά βρίσκεται σέ κατάσταση θεομαχίας – «ὁ μή ὤν μετ᾽ ἐμοῦ κατ᾽ ἐμοῦ ἐστι» εἶπε ὁ Κύριος – καί κύριός του θά εἶναι ὁ πονηρός, ὁ ὁποῖος ὡς χαρά του ἔχει, ὅπως ἐπισημάνθηκε, νά ταλαιπωρεῖ τόν ἄνθρωπο καί τή δική του δυστυχία νά τήν κάνει δυστυχία καί τοῦ ἀνθρώπου, μέ τελικό σκοπό τήν πλήρη ἐξόντωσή του. Μή λησμονοῦμε ὅτι ὁ διάβολος «ἀνθρωποκτόνος» χαρακτηρίζεται στό εὐαγγέλιο. Κι εἶναι τραγικό νά σκέπτεται κανείς ὅτι δυστυχῶς ὑπάρχουν ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν διαστρεβλώσει τόσο τά πράγματα, ὥστε νά πιστεύουν ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ὁ «σωτήρας» τους, αὐτόν νά ἀκολουθοῦν καί αὐτόν νά κηρύσσουν στόν κόσμο. Ἡ ψυχοσωματική αὐτομαστίγωση τοῦ ἀνθρώπου προφανῶς δέν ἔχει ὅρια. Ἡ ἀνισορροπία σέ πολλούς ἔχει γίνει καθεστώς.

᾽Ανεξάρτητα ὅμως ἀπό ἐκείνους τούς δυστυχεῖς συνανθρώπους μας πού ἐνσυνείδητα ἔχουν ἐπιλέξει ἕναν τέτοιο δρόμο, ἡ παραπάνω ἐπισήμανση τοῦ Κυρίου προκαλεῖ ῾φόβο᾽ καί γιά τούς χριστιανούς. Τό γεγονός ὅτι κάθε φορά εἴμαστε ὁλόκληροι στή δουλεία ἑνός κυρίου, εἴτε τοῦ Θεοῦ εἴτε τοῦ διαβόλου,  σημαίνει ὅτι δέν μποροῦμε νά ῾παίζουμε᾽ μέ τή ζωή μας καί τίς ἐπιλογές μας. Ἡ ἐπιπολαιότητα στήν πνευματική μας ζωή δέν εἶναι χωρίς συνέπειες. Αὐτό πού κάνω κάθε φορά μέ ἐντάσσει στή μία ἤ στήν ἄλλη κατάσταση, δηλαδή  μέ προσδιορίζει συνολικά ὡς ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτό καί τρομάζει λίγο αὐτό πού ἀκούγεται συχνά ἀπό συνανθρώπους μας,  καί μάλιστα νέους, ὅτι σκοπό ἔχουν νά μαζεύουν στή ζωή τους ἐμπειρίες. Ἡ κάθε ἐμπειρία καταλαβαίνουμε μέ τά παραπάνω λόγια τοῦ Κυρίου ὅτι δέν εἶναι ἀνώδυνη. ῎Αν δέν βρίσκεται στήν κατεύθυνση τῆς ὑπακοῆς στόν Θεό, λειτουργεῖ ἀρνητικά, ἄρα δαιμονίζει τόν ἄνθρωπο. Προφανῶς ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἕνα ἄθροισμα ἐμπειριῶν, ἕνα σύνολο τεμαχίων δηλαδή, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, ἑνιαία ψυχοσωματική κατάσταση, ἡ ὁποία προσδιορίζεται κάθε φορά ὁλόκληρη, θετικά ἤ ἀρνητικά, ἀνάλογα μέ τό εἶδος τῆς ἐμπειρίας.

4. Ὑποδηλώθηκε μέ τά παραπάνω, ἀλλά τό τονίζουμε καί ξεχωριστά: ἡ κάθε ὥρα καί ἡ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας εἶναι ἐκείνη πού ἀποκαλύπτει τόν κύριό μας, τό ποῦ δουλεύουμε. Δέν εἶναι τά λόγια μας καί οἱ διακηρύξεις μας, ἀλλά αὐτό πού ἐπιλέγουμε καί κάνουμε ὅ,τι  ἀποδεικνύει τή χριστιανοσύνη μας. Ἡ κάθε στιγμή μας, ἐν λόγῳ ἤ ἔργῳ ἤ διανοίᾳ, φανερώνει ἄν μισοῦμε ἤ ἀγαποῦμε τόν Θεό, ἄν στηριζόμαστε σ᾽ Αὐτόν ἤ Τόν περιφρονοῦμε. Ὁπότε τήν κάθε στιγμή μας γινόμαστε μάρτυρες ἤ ὄχι τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Κύριος σέ ἄλλο σημεῖο ἀνέφερε ὅτι «ὅπου ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται». Γιά νά δῶ τόν Θεό μου, ποιόν ὑπηρετῶ, πρέπει νά στραφῶ στήν καρδιά μου καί νά δῶ τί κυριαρχεῖ ἐκεῖ. Αὐτό πού κυριαρχεῖ εἶναι καί ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρός μου.

 Ὁπότε τό ἐρώτημα γιά τόν καθένα μας εἶναι: ποιόν Θεό πιστεύουμε; Ποιόν κύριο πράγματι ὑπηρετοῦμε;

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 6, 22-33)

Εἶπεν ὁ  Κύριος· ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. Εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ  τὸν ἕνα  μισήσει  καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς  καὶ τὸ σῶμα  τοῦ ἐνδύματος; Ἐμβλέψατε  εἰς  τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι  οὐ σπείρουσιν  οὐδὲ θερίζουσιν  οὐδὲ συνάγουσιν  εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; Καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν  χόρτον  τοῦ ἀγροῦ,  σήμερον ὄντα  καὶ αὔριον  εἰς  κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς  οὕτως ἀμφιέννυσιν,  οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; Πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν  τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν  δικαιοσύνην  αὐτοῦ,  καὶ ταῦτα  πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Τὸ λυχνάρι τοῦ σώματος εἶναι τά μάτια. Ἄν λοιπόν τά μάτια σου εἶναι γερά, ὅλο το σῶμα σου θά εἶναι στό φῶς. Ἄν ὅμως τά μάτια σου εἶναι χαλασμένα, ὅλο τό σῶμα σου θά εἶναι στό σκοτάδι. Κι ἄν τό φῶς  πού ἔχεις,  μεταβληθεῖ σέ σκοτάδι,  σκέψου  πόσο  θά ’ναι  τό σκοτάδι! Κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος σέ δύο κυρίους· γιατί ἤ θά μισήσει τόν ἕνα καί θά ἀγαπήσει τόν ἄλλο, ἤ θά στηριχτεῖ στόν ἕνα καί θά περιφρονήσει τόν ἄλλο. Δέν μπορεῖτε νά εἶστε δοῦλοι καί στόν Θεό καί στό χρῆμα. Γι’ αὐτό, λοιπόν, σᾶς λέω: Μή μεριμνᾶτε γιά τή ζωή σας, τί θά φᾶτε καί τί θά πιεῖτε οὔτε γιά τό σῶμα σας, τί θά ντυθεῖτε. Ἡ ζωή δέν εἶναι σπουδαιότερη ἀπό τήν τροφή; Καί τό σῶμα δέν εἶναι σπουδαιότερο ἀπό τό ντύσιμο; Κοιτάξτε τά πουλιά πού δέν σπέρνουν οὔτε θερίζουν οὔτε συνάζουν ἀγαθά σέ ἀποθῆκες,  κι ὅμως ὁ οὐράνιος  Πατέρας  σας  τά τρέφει· ἐσεῖς δέν ἀξίζετε πολύ περισσότερο ἀπ’ αὐτά; Κι ἔπειτα, ποιός ἀπό σᾶς μπορεῖ μέ τό ἄγχος του νά προσθέσει ἕναν πῆχυ στό ἀνάστημά του;  Καί γιατί τόσο ἄγχος  γιά τό ντύσιμόσας; Ἄς  σᾶς  διδάξουν  τά ἀγριόκρινα πῶς μεγαλώνουν· δέν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν· κι ὅμως σᾶς βεβαιώνω  πώς  οὔτε ὁ Σολομών  σ’ ὅλη  του  τή μεγαλοπρέπεια  δέν ντυνόταν ὅπως ἕνα ἀπό αὐτά. Ἄν ὅμως ὁ Θεός ντύνει ἔτσι τό ἀγριόχορτο, πού σήμερα ὑπάρχει κι αὔριο θά τό ρίξουν στή φωτιά, δέν θά φροντίσει πολύπερισσότερο γιά σᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μήν ἔχετε, λοιπόν, ἄγχος καί μήν ἀρχίσετε  νά λέτε:  “τί θά φᾶμε;” ἤ:  “τί θά πιοῦμε;” ἤ:  “τί θά ντυθοῦμε;” γιατί, γιά ὅλα αὐτά ἀγωνιοῦν ὅσοι δέν ἐμπιστεύονται τόν Θεό· ὁ οὐράνιος ὅμως Πατέρας σας ξέρει καλά ὅτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπ’ ὅλα αὐτά. Γι’ αὐτό πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά ἐπιζητεῖτε τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐπικράτηση τοῦ θελήματός του, κι ὅλα αὐτά θά ἀκολουθήσουν». 

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ρωμ. 5, 1-10)

Ἀδελφοί, δικαιωθέντες ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι ̓ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ ̓ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Οὐμόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα, ἡ δὲ ἐλπὶς  οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη  τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν. Ἔτι  γὰρ  Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν  κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. Μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. Συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε. Πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι ̓ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. Εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ἀφοῦ ὁ Θεός μᾶς ἔσωσε ἐπειδή πιστέψαμε, οἱ σχέσεις μας μ’ αὐτόν ἀποκαταστάθηκαν  μέ τή μεσολάβηση  τοῦ Κυρίου  μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός μᾶς ὁδήγησε μέ τήν πίστη στόν χῶρο αὐτῆς τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία εἴμαστε στερεωμένοι, καί καυχόμαστε γιά τήν ἐλπίδα τῆς συμμετοχῆς μας στή δόξα τοῦ Θεοῦ. Μα δέν σταματᾶ ἐκεῖ ἡ καύχησή μας· καυχόμαστε ἀκόμα καί στίς δοκιμασίες, γιατί ξέρουμε καλά πώς οἱ δοκιμασίες ὁδηγοῦν  στήν ὑπομονή, ἡ ὑπομονή στόν δοκιμασμένο χαρακτήρα, κι ὁ δοκιμασμένος χαρακτήρας στήν ἐλπίδα. Κι ἡ ἐλπίδα τελικά δέν ἀπογοητεύει. Μαρτυρεῖ γι’ αὐτό ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὁποία τό Ἅγιο Πνεῦμα πού μᾶς δόθηκε, γέμισε καί ξεχείλισε τίς καρδιές μας. Γιατί ὁ Χριστός, παρ’ ὅλο πού ἤμασταν ἀκόμη ἀνίκανοι νά κάνουμε τό καλό, πέθανε γιά μᾶς, τούς ἀσεβεῖς ἀνθρώπους, στόν προκαθορισμένο καιρό. Δύσκολα θά ’δινε κανείς τή ζωή του ἀκόμα καί γιά ἕνα δίκαιο ἄνθρωπο. Ἴσως ἀποφάσιζε  κανείς  νά πεθάνει  γιά κάποιον  καλό ἄνθρωπο. Ὁ Θεός ὅμως ξεπερνώντας αὐτά τά ὅρια ἔδειξε τήν ἀγάπη του γιά μᾶς, γιατί ἐνῶ ἐμεῖς ζούσαμε ἀκόμα στήν ἁμαρτία, ὁ Χριστός ἔδωσε τή ζωή του γιά μᾶς. Τώρα, λοιπόν, ἀφοῦ ὁ Θεός μᾶς ἀπάλλαξε ἀπό τήν καταδίκη, μέ τή μεσολάβηση τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, πολύ περισσότερο ὁ ἴδιος θά μᾶς σώσει κι ἀπό τή μέλλουσα ὀργή.

01 Ιουλίου 2022

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ

 

«Μη στενοχωριέστε, εάν έχετε ελαττώματα κληρονομικά, αλλ’ ούτε και να καμαρώνετε για τις κληρονομικές σας αρετές, διότι ο Θεός θα εξετάσει την εργασία που έκανε ο άνθρωπος στον παλαιό του άνθρωπο» (Π. Μ. Σωτήρχος, Γέρων Παΐσιος, Βίος, Διδαχές, Προφητείες, Θαύματα, εκδ. Παπαδημητρίου, 2009).

Η κληρονομικότητα είναι ένα θέμα που απασχόλησε, απασχολεί και θα απασχολεί μάλλον τον άνθρωπο εσαεί. Και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, παλαιότεροι και νεότεροι, αλλά πολύ περισσότερο η σύγχρονη ψυχολογία και οι επιστήμες της αγωγής το θεωρούν ως καίριο ζήτημα για την ανάπτυξη του ανθρώπου και το λαμβάνουν πάντοτε σοβαρότατα υπ’ όψιν όταν μιλούν για την επίδραση της αγωγής ιδίως στον νέο άνθρωπο. Η αντίληψη που διατυπώθηκε τους περασμένους αιώνες από κάποιους φιλοσόφους της αγωγής (όπως ο Τζων Λοκ, 17ος αι.), ότι ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο για παράδειγμα ως tabula rasa, ως άγραφος χάρτης, οπότε το πιο καθοριστικό στοιχείο στην ανάπτυξη και την προαγωγή του ανθρώπου είναι η αγωγή που θα δεχτεί, δεν φαίνεται να έχει στη νεότερη εποχή πολλούς οπαδούς και υπερασπιστές. Η ίδια η πραγματικότητα επιβεβαιώνει τη δύναμη της κληρονομικότητας, των γονιδίων που έχει ο άνθρωπος όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά.

Εκείνος που συχνά τόνιζε τις κληρονομικές καταβολές αλλά και το πώς η ψυχική κατάσταση ιδίως της μάνας την εποχή της κυοφορίας επιδρά στον ψυχισμό των παιδιών ήταν ο όσιος μέγας Γέρων της εποχής μας Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης. Συχνά έπιανε το χέρι εκείνου που τον πλησίαζε με προβλήματα, κυρίως ψυχολογικά, για να του πει, όταν έκρινε ότι θα τον βοηθούσε, ότι τα προβλήματά του ανάγονται σε κάτι που συνέβη στη μάνα του και τη στενοχώρησε όταν ήταν στον τάδε μήνα της εγκυμοσύνης της σ’ αυτόν ή ακόμη πιο πίσω σε κάτι που σχετιζόταν με τη ζωή των προγόνων του. Η ίδια η Αγία Γραφή είναι εκείνη βεβαίως που σημειώνει μεταξύ άλλων πως «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα» ή «οι γονείς έφαγαν τα άγουρα και των παιδιών τα δόντια ξίνισαν»! Και ο όσιός μας εν προκειμένω μέγας Παϊσιος δεν λέγει κάτι διαφορετικό. Όχι μόνο στο παραπάνω απόσπασμα αλλά και σε πολλά άλλα λόγια του και γραπτά του τονίζει το πώς αυτό που φέρει ο άνθρωπος λόγω καταβολών από τη γενιά του τον επηρεάζει αλλά και τον «σφραγίζει» κάποιες φορές σε μεγάλο βαθμό. Η κληρονομικότητα είναι μία πραγματικότητα που δεν μπορεί κανείς  να την αρνηθεί και να τη διαγράψει, χωρίς τελικώς να φεύγει από τα όρια της πραγματικότητας.

Παρ’ όλα αυτά όμως! Η χριστιανική πίστη ενώ αποδέχεται την πραγματικότητα αυτή – είναι η αποδοχή της αμαρτίας που λειτουργεί μέσα στον άνθρωπο του κόσμου τούτου  - δεν της προσδίδει απόλυτη και καταλυτική δύναμη. Για τον απλούστατο λόγο ότι ήλθε ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Οποίος προσέλαβε τον άνθρωπο, τον ενσωμάτωσε στον Εαυτό Του διά του αγίου βαπτίσματος και τον έκανε μέλος Του. Ο πιστός στον Χριστό πια δεν κινείται με τις δικές του μόνο δυνάμεις, τις ασθενικές και από τις προσωπικές του αμαρτίες και από τις κληρονομικές καταβολές. Ενδυναμωμένος από τον Κύριο μπορεί να φτάσει στο επίπεδο της παντοδυναμίας Εκείνου, γιατί Αυτός δίνει τη χάρη και την εξουσία αυτή. «Όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει» βεβαιώνει το αψευδές στόμα Του. «Σας δίνω την εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και να νικάτε κάθε επίδραση του πονηρού διαβόλου. Και τίποτε δεν θα είναι αδύνατο για σας». «Είμαι πανίσχυρος με τον Χριστό που με δυναμώνει» βεβαιώνει από την προσωπική του εμπειρία και ο μέγας απόστολος Παύλος.

Οπότε, ναι! Μεγάλη η δύναμη των κληρονομικών καταβολών, αξεπέραστη για πολλούς τους εκτός της πίστεως, όμως όχι για τους συνεπείς χριστιανούς, τους αγωνιζομένους για την αγιότητα. Πολύ περισσότερο όταν γνωρίζει κανείς ότι στην κρίση του Θεού εκείνο που κατεξοχήν θα «μετρήσει» είναι «η εργασία που έκανε ο άνθρωπος στον παλαιό του άνθρωπο». Η εργασία δηλαδή για να ζει χάριτι Θεού την αιώνια ζωή ήδη από τη ζωή αυτή: τον αγώνα μεταστροφής του παλαιού ανθρώπου στον καινό άνθρωπο που έφερε ο Κύριος. Κι ο τρόπος είναι ένας: η τήρηση των αγίων εντολών Εκείνου. Στον βαθμό που ο πιστός δεν «ψωνίζει θάνατο με την αμαρτία του» αλλά κοινωνεί Θεό με την εφαρμογή του αγίου θελήματός Του, ναι, έχει «εξασφαλίσει» τον Παράδεισο ήδη από το εδώ και το τώρα. Γι’ αυτό και οι κληρονομικές καταβολές λειτουργούν, κατά τον άγιο Παΐσιο, ως ασκήσεις για να τον βοηθούν στον αγιασμό του. Ίσως συμβαίνει κάτι παρόμοιο μ’ αυτό που έλεγε για την επιλογή συντρόφου για τον άνδρα και τη γυναίκα. Ένας σύντροφος πιο δύσκολος και προβληματικός, σημείωνε με τον δικό του τρόπο, είναι για τον άλλον η μεγαλύτερη ευκαιρία που του δίνει ο Θεός για να αγιάσει περισσότερο.

Ο χριστιανός λοιπόν δεν επικεντρώνει την προσοχή του στα κληρονομικά του, με την έννοια που είπαμε, (ίσως η υπέρ το δέον αναφορά αυτή να υποκρύπτει μία πνευματική τεμπελιά προς δικαιολόγηση του εαυτού), αλλά στον αγώνα που έχει ενώπιον των οφθαλμών του – να βρίσκεται πάνω στις εντολές του Κυρίου. Και κατ’ αναλογία του αγώνα του ο Θεός τον ενισχύει περισσότερο ή λιγότερο. Είναι γνωστό μάλιστα το σχόλιό του για τις περιπτώσεις που άκουγε ότι κάποιος αδικήθηκε λόγω της μη χριστιανικής καλής οικογένειάς του. «Σ’ αυτόν χρωστάει περισσότερο ο Θεός», έλεγε, «και θα του πολλαπλασιάσει τις βοήθειες». Έφτανε μάλιστα ο φιλάνθρωπος όσιος Γέρων να λέει ότι «και φόνους να έχει κάνει κάποιος ο Θεός θα τον κρίνει με επιείκεια, όταν αγωνίστηκε να τους περιορίσει και όχι να επιτελέσει όσους μπορούσε!» Ούτε στενοχώρια λοιπόν ούτε καμάρι για ό,τι φέρνει το παρελθόν. Κοιτάμε μπροστά και «τρέχουμε με υπομονή έχοντας προσηλωμένα τα μάτια μας στον αρχηγό της πίστεώς μας, τον Κύριο Ιησού Χριστό».