06 Μαΐου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΙΩΒ Ο ΠΟΛΥΑΘΛΟΣ

«Ο δίκαιος Ιώβ ήταν από την Αυσίτιδα χώρα, που βρισκόταν στα σύνορα της Ιδουμαίας και της Αραβίας, και ήταν ένα από τα παιδιά του Ησαύ, ώστε να είναι πέμπτη γενιά από τον Αβραάμ. Ο πατέρας του λεγόταν Ζαρέθ και η μητέρα του Βοσόρρα. Του είχαν δώσει το όνομα Ιωβάβ και προφήτευσε εικοσιπέντε έτη. Έζησε το 1925 π. Χ. Ο Κύριος έδωσε τη μαρτυρία γι᾽αυτόν ότι ήταν άνθρωπος δίκαιος και άμεμπτος και καλύτερος από όλους τους ανθρώπους στη γενιά του, γι᾽ αυτό και τον Ιώβ ζήτησε από τον Θεό ο διάβολος να πειράξει. Πράγματι, μετά την άδεια που του έδωσε ο Θεός, ο διάβολος απογύμνωσε τον Ιώβ από όλα τα υπάρχοντά του, τον ταλαιπώρησε με φρικτές και απαρηγόρητες πληγές και τέλος έφυγε ντροπιασμένος, γιατί ο δίκαιος φάνηκε άκαμπτος και ανυποχώρητος σε όλες τις προσβολές των πειρασμών. Στο τέλος των άθλων του ο ίδιος ο Θεός τον βράβευσε και του απέδωσε φανερώνει η σχετική με αυτόν ιστορία. Έζησε δε μετά τους πειρασμούς του εκατόν εβδομήντα έτη, που σημαίνει ότι έζησε εν όλω διακόσια σαράντα οκτώ έτη».

Ο άγιος Ιώβ έχει μείνει στην ιστορία ως το κατεξοχήν παράδειγμα της υπομονής. «Η υπομονή του είναι ιώβειος», λέμε συχνά, όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε άνθρωπο που πράγματι υπομένει αγόγγυστα τα θλιβερά που του συμβαίνουν. Κι αυτό όχι τυχαία: ο άνθρωπος αυτός πέρασε τόσα δεινά στη ζωή του, κατά παραχώρηση Θεού, ώστε και μόνο με το άκουσμά τους φρίττει ο καθένας μας: έχασε όλη την περιουσία του, έχασε διά μιας όλα τα παιδιά του, γέμισε από όλες τις αρρώστιες και μάλιστα τις θεωρούμενες μολυσματικές, ώστε να μην μπορεί να κατοικήσει μαζί με άλλους, όχι μόνον δεν είχε συμπαράσταση από τη γυναίκα του, αλλά δέχτηκε πολλές κατηγόριες από αυτήν, τέλος δε από την  υποτιθέμενη παρηγοριά  φίλων του που τον επισκέφτηκαν για τον σκοπό αυτό, είδε και αυτοί να μεταστρέφονται εναντίον του. Και σε όλα αυτά ο μόνος λόγος του ήταν: «ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα επήρε. Ας είναι το όνομα του Κυρίου ευλογημένο». Ποιος ο σκοπός της παραχώρησης από τον Θεό τόσων πειρασμών σ᾽αυτόν που ήταν τόσο δίκαιος; Ασφαλώς ο περαιτέρω αγιασμός του – ο άνθρωπος ποτέ δεν γίνεται τέλειος στον κόσμο τούτο: πάντοτε υπάρχει η παραπάνω προκοπή του – αλλά και η προβολή του διαχρονικά ως το παράδειγμα που θα βοηθούσε και άλλους. Κι αυτό είναι εκείνο που απαρχής τονίζει η ακολουθία του. «Υπεράγαθε Κύριε, έδωσες ως υπόδειγμα υπομονής και ανδρείας τον δίκαιο Ιώβ τον πολύαθλο, ως προς τις αρετές και τα λόγια του και τα θεία του έργα, και προκαλείς τον σωφρονισμό πράγματι σ᾽αυτούς που τα χάνουν από τα ατυχήματα της ζωής» (στιχηρό εσπερινού).

Εκείνο που θα μπορούσε να καταλογίσει κανείς ως ῾αρνητικό᾽ στον άγιο και δίκαιο αυτόν άνδρα είναι το γεγονός ότι στο τέλος των δοκιμασιών του, όταν και οι φίλοι του τον καταδικάζουν, λέγοντάς του ότι ασφαλώς οι αμαρτίες του τον οδήγησαν σ᾽ αυτήν την κατάντια, αρνείται τις κατηγορίες τους, ισχυριζόμενος ότι δεν έφταιξε σε τίποτε και γι᾽ αυτό δεν κατανοεί την αιτία των παθών του. Κι ενώ πράγματι είναι αρνητικό γεγονός ο ισχυρισμός του αυτός: ξεκινά με το δεδομένο της δικαιοσύνης και της αγιωσύνης του, το θέτουμε εντός εισαγωγικών, γιατί ο Ιώβ βρίσκεται μέσα στα πλαίσια της Παλαιάς Διαθήκης. Δεν είχε έλθει ακόμη ο Κύριος Ιησούς Χριστός, για να φανερώσει ότι η πορεία του ανθρώπου στη ζωή αυτή, μετά την πτώση του στην αμαρτία, είναι πορεία που θα περνά πια μέσα από το πάθος και τις δοκιμασίες, καλύτερα το πάθος και οι δοκιμασίες θα είναι πια το μέσον προαγωγής του ανθρώπου στην αγιότητα και της αναγωγής του στη ζωή του Θεού. Κι απόδειξη: ο ίδιος ο Κύριος πέρασε μέσα από το Πάθος για να φτάσει στην Ανάσταση. Οι λόγοι Του είναι σαφείς: «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών». Και: «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσι». Έκτοτε οι χριστιανοί έμαθαν ότι δεν μπορούν να αρνούνται τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες κι ότι οι δοκιμασίες είναι το μέσον, όπως είπαμε, προκειμένου να μετάσχουν στη δόξα του Χριστού ως «κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού. Ει γαρ συμπάσχομεν, τότε και συνδοξασθώμεν. Ου γαρ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν εις υμάς αποκαλυφθήναι δόξαν» (πρβλ. Ρωμ. 8).

Το σκεπτικό λοιπόν του Ιώβ «γιατί πάσχω, ενώ είμαι δίκαιος;» είναι το σκεπτικό του Ιουδαίου ανθρώπου (δικαιολογημένο σ᾽ έναν βαθμό, αφού δεν είχε ακόμη καλλιεργηθεί η μετά θάνατον ζωή), που θεωρεί ότι ο δίκαιος πρέπει να απολαμβάνει μόνο τις χάρες και τη δόξα του Θεού, διότι τηρεί το θέλημα Αυτού. Αλλά ακριβώς αυτό είναι και το σκεπτικό των ῾φίλων᾽ του που ήλθαν να του ῾συμπαρασταθούν᾽: για να υφίστασαι τόσα δεινά, άρα έχεις αμαρτήσει. Και θα οδηγούνταν τα πράγματα σε αδιέξοδο, αν δεν επενέβαινε ο ίδιος ο Θεός στο τέλος της συνομιλίας τους, για να ελέγξει τόσο τους φίλους όσο και τον ίδιο τον Ιώβ, με την επισήμανση ῾έχετε εμπιστοσύνη στην αγάπη Μου, έστω κι αν δεν την καταλαβαίνετε᾽. Κι είναι η απάντηση αυτή του Θεού η τελική απάντηση στο ευρύτερο πρόβλημα που ταλανίζει διαχρονικά την ανθρωπότητα, η οποία σε κάθε εποχή διαπιστώνει τα πάθη και τις συμφορές της: γιατί πάσχει ο δίκαιος άνθρωπος; Πού υπάρχει η δικαιοσύνη του Θεού, όταν βλέπουμε ένα σωρό αδικίες, όπως πολέμους, φτώχεια, αρρώστιες, θανάτους μικρούς παιδιών κλπ.; Η απάντηση δηλαδή του Θεού κυμαίνεται σε επίπεδο υπέρ την ανθρώπινη λογική, στο επίπεδο της πίστης σ᾽ Εκείνον, ο Οποίος καλεί ακριβώς τον άνθρωπο να έχει εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, έστω κι αν η λογική του αδυνατεί να Την κατανοήσει.

Ο δίκαιος Ιώβ βεβαίως δοκιμάστηκε σαν χρυσός (βλ. ωδή γ´) και έλαμψε περισσότερο η λάμψη του. Γι᾽ αυτό και ο Θεός τελικώς τον ανταμείβει διπλά και τον προβάλλει πρότυπο αιώνιο. Ο άγιος υμνογράφος εμμένει, και δικαίως, στην αρετή και την αγιωσύνη του Ιώβ. Όλη η υμνογραφία  του είναι ένας ύμνος προς τις αρετές του δικαίου,  τη συνέπειά του στον λόγο του Θεού, στην υπέρ φύσιν πίστη του. Δεν θέλει να ῾εκτραπεί᾽ στον παραπάνω θεολογικό προβληματισμό – δεν υπάρχει ούτε ένα τροπάριο επ᾽ αυτού -  που θέτει με οξύτητα το πρόβλημα της θεοδικίας. Για τον άγιο ποιητή «ο Ιώβ στεφανώθηκε επαξίως με τη λαμπρότητα της υπομονής» (ωδή θ´), φανερώνοντας και το στήριγμα της υπομονής του αυτής, την αγία ταπείνωσή του: «Όπως δικαιολογείται ο άνθρωπος όταν δει τη δόξα Σου, Κύριε, έτσι κι ο Ιώβ είδε την αθέατη αυτή δόξα, και ζυμωμένος με την ευλάβεια και τον φόβο Σου, φώναξε πολύ έντρομος: Είμαι γη και στάχτη, ενώ εσύ είσαι ο Κύριος» (ωδή θ´), όπως και την θερμή αγάπη του στον συνάνθρωπο: «Ιώβ ένδοξε, θεραπεύοντας τον πόνο κάθε θλιμμένης καρδιάς, από βλέφαρα συμπάθειας έχυνες δάκρυα, καθώς ήσουν ο προστάτης των ορφανών και των χηρών» (ωδή ς´).  Γι᾽ αυτό «και όλοι τον τιμούμε και υμνολογούμε τη μνήμη του» (κοντάκιο). 

05 Μαΐου 2023

ΟΛΑ ΓΥΡΩ ΜΟΥ ΜΑΥΡΙΖΟΥΝΕ!

«Ὁ πόθος τῶν οὐρανίων ὡραιοτήτων τούς ἐπί γῆς ἠμαύρωσε πόθους, ἀθληφόρε˙ ὅθεν ἐπτερώθης Χριστῷ, βοῶσα καί λέγουσα˙ Δόξα τῇ δυνάμει σου, Κύριε» (ωδή δ΄ αγίας μάρτυρος Πελαγίας).

(Ο πόθος για τις ουράνιες ομορφιές αμαύρωσε τους επίγειους πόθους σου, αθλοφόρε Πελαγία. Γι’ αυτό απέκτησες φτερά για τον Χριστό, φωνάζοντας και λέγοντας: Δόξα στη δύναμή Σου, Κύριε).

Πρόκειται για βασική αλήθεια του ανθρώπινου ψυχισμού, που ισχύει και στις επίγειες και στις πνευματικές ενασχολήσεις του. Τι; Όταν ο άνθρωπος στραφεί ολοκληρωτικά με πόθο ψυχής σε κάτι, είτε υλικό είτε πνευματικό, εκεί οτιδήποτε άλλο σαν να σβήνει – σκοτεινιάζει και χάνεται! Στρέφεται κανείς στο φαγητό για παράδειγμα, ιδίως όταν είναι πεινασμένος; Όλα γύρω του σκοτεινιάζουν, γιατί μπροστά του έχει το αντικείμενο του πόθου του˙ αυτό που θα γεμίσει το πεινασμένο στομάχι του. Θυμάμαι για παράδειγμα κάποιον ευτραφή μακαριστό τώρα γνωστό μου, που βεβαίωνε με μοναδικό τρόπο την αλήθεια αυτή: «Όταν κάθομαι στο τραπέζι, ιδίως όταν είμαι πεινασμένος, όλα γύρω μου θολώνουν και σκοτεινιάζουν!» - κάτι που το βλέπει κανείς και σε πολλές άλλες διαστάσεις της ζωής.

Κατεξοχήν όμως συμβαίνει τούτο στα πνευματικά, όπως το σημειώνει ο άγιος υμνογράφος για την αγία μάρτυρα Πελαγία: στράφηκε με ολοκληρωτικό πόθο ψυχής προς τις ομορφιές του πνευματικού κόσμου, προς τον Χριστό δηλαδή και τη Βασιλεία Του, και είδε ότι όλα τα επίγεια με όλες τις ομορφιές τους αμαυρώθηκαν και σκοτείνιασαν. Δεν είναι παρόμοιο μ’ αυτό που ομολογούσε ο μέγιστος απόστολος Παύλος «Όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να κερδίσω τον Χριστό»; («Ἡγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω»). Και στα πνευματικά δεν μπορεί να συμβεί διαφορετικά, γιατί ο λόγος του Θεού ζητεί την απόλυτη αγάπη του ανθρώπου απέναντι στον Κύριο και Θεό του – «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Ό,τι κάνει ο ίδιος ο Κύριος που απόλυτα και χωρίς κρατούμενα προσφέρεται στον άνθρωπο για τη σωτηρία του λόγω της άπειρης αγάπης Του («οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»), το ίδιο ζητάει και από τον άνθρωπο, τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του δημιουργημένο: να ανταποκριθεί «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδίας καί τῆς διανοίας καί τῆς ἰσχύος» απέναντί Του. Αν δεν συμβεί αυτό, δυστυχώς ο άνθρωπος εκπίπτει στην διψυχία, που θα πει στην πνευματική και όχι μόνο ακαταστασία. «Ἀνήρ δίψυχος ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ» (άγ. Ιάκωβος).

Η αγία Πελαγία ως συνειδητή πιστή στον Κύριο ανταποκρίθηκε στην αγάπη αυτή του Κυρίου απέναντί της, γι’ αυτό και χαριτώθηκε και υπερέβη οποιαδήποτε επίγεια δέσμευσή της - σαν αετός πέταξε ελεύθερα αγκαλιάζοντας ως άλλος Χριστός τον κόσμο. Κι εδώ βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά μεταξύ του ενός πόθου, του πνευματικού, και κάθε άλλου πόθου, επίγειου. Ο πόθος και η αγάπη για τον Χριστό ελευθερώνει τον άνθρωπο και τον καθιστά πράγματι «αυτοκράτορα», μία κυριολεκτικά συνέχεια Εκείνου˙ ο πόθος και η αγάπη για τα επίγεια θολώνει οτιδήποτε άλλο, καθιστώντας όμως τον άνθρωπο, όπως είπαμε,  δούλο στα πάθη του και κλυδωνιζόμενο από κάθε ταραχή του κόσμου τούτου και των δαιμόνων. Οπότε ο πόθος και ο έρωτας για τον Χριστό θεωρείται ό,τι ευεργετικότερο για τον άνθρωπο, αφού τον φέρνει στην κανονική πορεία του και τον κάνει να περιπατεί στον κόσμο ως ένας άλλος Θεός επί γης! 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Χριστοῦ φανέντος τοῖς ἴχνεσιν ἀκολουθοῦσαι σεμναί, καί αὐτόν θεραπεύουσαι γνώμης προθυμότατα Μυροφόροι εὐθύτητι, οὐδέ θανόντα τοῦτον ἐλίπετε∙ ἀλλ’ ἀπελθοῦσαι μύρα σύν δάκρυσιν, ἀπεκομίσατε συμπαθῶς κινούμεναι∙ ὅθεν ὑμῶν μνήμην τήν πανίερον πανηγυρίζομεν» (στιχ. εσπ. ημέρας).

(Σεμνές Μυροφόρες, ακολουθώντας τα ίχνη του Χριστού που φάνηκε (στον κόσμο ως άνθρωπος) και υπηρετώντας Τον προθυμότατα με ειλικρίνεια, δεν Τον εγκαταλείψατε ούτε και νεκρό. Απεναντίας, κινούμενες από αγάπη προς Αυτόν πήγατε και Του προσφέρατε μύρα μαζί με τα δάκρυά σας. Γι’ αυτό και πανηγυρίζουμε την πανίερη μνήμη σας).

Είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά τροπάρια. Διότι εξαγγέλλει την πορεία ζωής των μυροφόρων γυναικών, από τη στιγμή που γνώρισαν τον Κύριο Ιησού Χριστό και μετέπειτα μέχρι του τέλους, που είναι μία αδιάκοπη πορεία θετικής προσέγγισης Εκείνου. Τι βλέπουμε;

- Οι γυναίκες ακολουθώντας τον Κύριο βρίσκονταν αδιάκοπα πάνω στα ίχνη που χάραζε η δική Του πορεία – ήσαν αληθώς υπήκοες κατά το πρότυπο του Ίδιου απέναντι στον Θεό Πατέρα.

- Τον υπηρετούσαν και τον εξυπηρετούσαν στο απολυτρωτικό έργο Του, και μαζί με Εκείνον και τους μαθητές Του, γινόμενες οι χορηγοί Του και τα χέρια Του σε ό,τι χρειαζόταν. Και μάλιστα χωρίς καμία δεύτερη σκέψη ή λογισμό ζήλειας και κατάκρισης – η ευθύτητα γνώμης τους ήταν αυτό που κήρυσσε ο Κύριος και έπειτα και οι απόστολοι: αγάπη εκ καθαράς καρδίας.

- Και το πιο συγκινητικό και υποδειγματικό και αξιοπρόσεκτο: δεν Τον εγκατέλειψαν και τότε που φάνηκε να γκρεμίζονται οι ελπίδες τους με τη σύλληψή Του, τη Σταύρωσή Του, τον θάνατό Του. Όταν όλοι οι μαθητές του Κυρίου Τον εγκατέλειψαν και Τον άφησαν μόνο, εκείνες βρήκαν το κουράγιο να συνεχίσουν να Τον αγαπούν και να κινούνται με θερμότητα και συμπάθεια απέναντί Του. Τόσο που νύχτα ακόμη πήραν αρώματα και μύρα για να Του επιτελέσουν τα καθορισμένα από το Ιουδαϊκό τυπικό σε θανόντες, υπερνικώντας κάθε φόβο και ανασφάλεια που ήταν λογικό να νιώθουν. Κι ήταν διπλάσιο θα λέγαμε το άρωμα του αγορασμένου μύρου τους, γιατί ήταν αναμειγμένο με τα δάκρυα της καρδιάς τους – τι πολυτιμότερο στη γη αυτή από τα δάκρυα της αγάπης και του πόνου!

Όχι ιερή λοιπόν η μνήμη των Μυροφόρων γυναικών, αλλά πανίερη, κατά τον άγιο υμνογράφο. Γι’ αυτό και αξίζει το πανηγύρι γι’ αυτές τις μοναδικές γυναίκες, που μένει το παράδειγμά τους αιώνια αναφορά για όλους τους πιστούς. Γιατί; Διότι όπως είπαμε δείχνει τι σημαίνει αληθινή αγάπη. Απέναντι στον Θεό κι απέναντι στον συνάνθρωπό μας. Καλούμαστε ν’ αγαπάμε Θεό και άνθρωπο, όχι γιατί μας προσφέρουν απλώς κάτι, αλλά και τότε που φαίνονται να μας εγκαταλείπουν. Στη θεωρούμενη «νέκρωσή» τους ως προς εμάς, εκεί πρέπει να ενεργοποιούμε τη θέρμη και τη συμπάθειά μας. Και ως προς μεν τον Θεό, η «νέκρωσή» Του, δηλαδή η εγκατάλειψή μας από Εκείνον, είναι φαινομενική. Ποτέ ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει. Τότε μάλιστα που νομίζουμε ότι είναι απών, είναι περισσότερο από ποτέ άλλοτε παρών. Αλλά και ως προς τον συνάνθρωπο, η αδιαφορία του για εμάς που επισύρει όμως την ενεργοποίηση της αγάπης μας, λειτουργεί μυστικά ως πρόκληση της ανάστασής του. Ποιος ποτέ επέμεινε στην αγάπη του έστω και προς τον αρνητή του, και δεν είδε τις περισσότερες φορές θαυμαστά αποτελέσματα; Την ευκαιρία δηλαδή που του δίνουμε για να ανανήψει και μετανοήσει!

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΕΙΡΗΝΗ

Η Αγία Μεγαλομάρτυς Ειρήνη άθλησε κατά τον 4ο αιώνα.  Ήταν θυγατέρα του Λικινίου, που ήταν βασιλιάς κάποιου μικρού βασιλείου, και της Λικινίας. Καταγόταν από την πόλη Μαγεδών και αρχικά ονομαζόταν Πηνελόπη. Όταν η Αγία έγινε έξι ετών, ο πατέρας της Λικίνιος την έκλεισε σε ένα πύργο και ανέθεσε την διαπαιδαγώγησή της σε κάποιον γέροντα, ονόματι Απελλιανό, ο οποίος και έγραψε τα υπομνήματα του μαρτυρίου αυτής.

Μια νύχτα η Ειρήνη είδε το εξής όραμα: μπήκε στον πύργο ένα περιστέρι κρατώντας με το ράμφος του κλαδί ελιάς, το οποίο και άφησε επάνω στο τραπέζι. Επίσης, μπήκε και ένας αετός μεταφέροντας στεφάνι από άνθη, το οποίο τοποθέτησε και αυτός επάνω στο τραπέζι. Έπειτα μπήκε από άλλο παράθυρο ένας κόρακας, ο οποίος έβαλε επάνω στο τραπέζι ένα φίδι. Το πρωί που ξύπνησε απορούσε και σκεπτόταν τι άραγε να σημαίνουν αυτά που είδε. Τα διηγήθηκε λοιπόν στον γέροντα Απελλιανό και εκείνος τα ερμήνευσε ως προάγγελμα των στεφάνων της δόξας και του μαρτυρικού τέλους αυτής μετά τη βάπτισή της.

Στο Χριστιανισμό ελκύσθηκε από κάποια κρυπτοχριστιανή νέα, η οποία, λόγω της τιμιότητας και των αρετών της, έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τους γονείς της Πηνελόπης και είχε τοποθετηθεί από αυτούς ως θεραπαίνιδα της θυγατέρας τους. Ένας ιερεύς, ονόματι Τιμόθεος, βάπτισε κρυφά τη νεαρή ηγεμονίδα και τη μετονόμασε Ειρήνη.

Το γεγονός δεν άργησε να πληροφορηθεί ο πατέρας της Λικίνιος, όταν μάλιστα η Αγία Ειρήνη συνέτριψε τα είδωλα της πατρικής της οικίας ομολογώντας με αυτό τον τρόπο την πίστη της στον Χριστό. Για τον λόγο αυτό διέταξε να τη δέσουν στα πόδια ενός άγριου αλόγου, να τη σκοτώσει με κλοτσιές. Αλλά από θαύμα το άλογο στράφηκε εναντίον του και σκότωσε αυτόν. Τότε επικράτησε μεγάλη σύγχυση μεταξύ των εκεί παρευρισκομένων ανθρώπων. Αλλά η Ειρήνη τους καθησύχασε με τα λόγια του Χριστού: «όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει» (Μαρκ. θ΄ 23). Και πράγματι, με θαυμαστή πίστη προσευχήθηκε και ο πατέρας της σηκώθηκε ζωντανός. Τότε, οικογενειακώς όλοι βαπτίστηκαν χριστιανοί. Στη συνέχεια έπαθε πολλά από τους Πέρσες και τους βασιλείς αυτών Σεδεκία και Σαπώριο Α'.

Έπειτα η Αγία Ειρήνη πήγε στην Καλλίπολη του Ελλησπόντου, όπου βασίλευε ο Νουμεριανός. Εκεί παρουσιάσθηκε σε αυτόν και ομολόγησε με παρρησία την πίστη της στον Χριστό. Οι ειδωλολάτρες την έκλεισαν διαδοχικά σε τρία πυρακτωμένα χάλκινα βόδια. Το τρίτο όμως βόδι, τη στιγμή που βρισκόταν εντός του η Μεγαλομάρτυς, όλως παραδόξως κινήθηκε, ενώ ήταν άψυχο ανθρώπινο κατασκεύασμα. Στη συνέχεια αυτό σχίσθηκε και βγήκε από μέσα του η Αγία εντελώς αβλαβής από την κόλαση της πυράς. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσέλθουν στην πίστη του Χριστού χιλιάδες ψυχές. Στην πόλη Μεσημβρία της Θράκης η Αγία Ειρήνη θανατώθηκε, αλλά με τη δύναμη του Θεού αναστήθηκε και είλκυσε στην πίστη τον διοικητή και ολόκληρο το λαό. Τέλος, η Αγία κατέφυγε μαζί με το δάσκαλό της Απελλιανό στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, όπου διέμεινε επιτελώντας πολλά θαύματα και τιμώμενη ως αληθινή ισαπόστολος. Εκεί ανέπτυξε μεγάλη δράση μέχρι την ημέρα της κοιμήσεως αυτής, το 315.

Στο Συναξάρι της αναφέρεται ότι στην Έφεσο η Αγία βρήκε μία λάρνακα, στην οποία δεν είχε ως τότε ενταφιασθεί κανένας, μπήκε μέσα σε αυτήν και κοιμήθηκε με ειρήνη. Πριν δε από την κοίμησή της η Αγία Ειρήνη είχε δώσει εντολή να μην μετακινήσει κανένας την ταφόπετρα, με την οποία θα σκέπαζε τη λάρνακα ο δάσκαλός της Απελλιανός, προτού περάσουν τέσσερις ημέρες. Μετά όμως από δύο ημέρες επισκέφθηκαν τον τάφο ο Απελλιανός και οι άλλοι, οι οποίοι είδαν ότι η ταφόπετρα ήταν σηκωμένη και η λάρνακα κενή.

Κατά τα δυτικά Μαρτυρολόγια η Αγία Ειρήνη μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη, αφού ρίχθηκε στην πυρά ενώ κατά το Μηνολόγιον του αυτοκράτορα Βασιλείου Β', η Αγία Ειρήνη τελειώθηκε μαρτυρικά δι' αποκεφαλισμού” (Από το ιστολόγιο: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Ο εκκλησιαστικός ποιητής θεωρεί προτεραιότητα στην ακολουθία της αγίας να εξηγήσει την αλλαγή του ονόματός της από Πηνελόπη σε Ειρήνη. «Ο ίδιος ο Χριστός σε ονόμασε Ειρήνη. Διότι πρώτον, έμοιασες σε Εκείνον που είναι η ίδια η ειρήνη και δεύτερον, δίνεις την ειρήνη της ψυχής σε όλους εκείνους που επιτελούν τη μνήμη  και προστρέχουν με ύμνους και ωδές πνευματικές στον θείο ναό σου, με το δεδομένο της μεγάλης παρρησίας που έχεις ενώπιον της Τρισηλίου Θεότητος, ώστε να πρεσβεύεις γι᾽ αυτούς» (απολ.). Το ίδιο βλέπουμε και στο κοντάκιο της εορτής: «Από τον Θεό έλαβε η νύμφη Χριστού την ονομασία που έχει ο Ίδιος. Διότι άγγελος Θεού ήλθε και την ονόμασε από Πηνελόπη σε Ειρήνη».

Είναι περιττό να τονίσουμε ότι ο άγιος υμνογράφος επιμένει ότι εκείνο που ερμηνεύει την κατά Χριστόν ζωή και πολιτεία της όπως και τα μαρτύριά της, είναι ο θερμός έρωτάς της προς τον Κύριο και η προσήλωσή της προς εκείνα που ο Ίδιος υποσχέθηκε για εκείνους που Τον αγαπούν. Το έχουμε επισημάνει και άλλοτε, και όχι μία μόνο φορά: στη χριστιανική πίστη αν βγάλει κανείς το στοιχείο της θερμής αγάπης προς τον Χριστό, ως το βασικό κίνητρο κάθε αγίου - ό,τι με άλλα λόγια ζήτησε ο Ίδιος από τους πιστούς Του: «εάν τις αγαπά με τον λόγον μου τηρήσει» - σταματά η χριστιανική πίστη να είναι αυτή που ξέρουμε. Εκπίπτει σε κάτι άοσμο και άγευστο, σε κάτι από το οποίο ελλείπει η ίδια η ζωή. «Θέλχθηκες από τον έρωτα του Χριστού και μίσησες τους θεούς των ειδωλολατρών και τα άψυχα ξόανα, Ειρήνη ένδοξη, και παρουσιάστηκες πολύ φανερά σ᾽αυτούς που σε έβλεπαν ως στήλη θεογνωσίας». «Υπέμεινες, πανεύφημη, την ορμή της φωτιάς που κατέφλεγε τα πάντα και όλα τα ξεσχίσματα του σώματος, γιατί ήσουν προσηλωμένη σ᾽εκείνα που υποσχέθηκε και προετοίμασε ο Ιησούς γι᾽ αυτούς και μόνον που Τον αγάπησαν και Τον πόθησαν σαν τον ωραιότατο νυμφίο των ψυχών τους» (στιχηρά εσπερινού). «Πυρπολήθηκες, πανσέβαστη, βρέφος ακόμη από τον έρωτα του νυμφίου Χριστού και έτρεξες σαν ελαφίνα που διψάει, στις αιώνιες πηγές» (οίκος κοντακίου).

Ο υμνογράφος, βλέποντας το πλήθος των ανθρώπων που πίστευαν στον Χριστό λόγω της καρτερίας της αγίας στα βάσανα που περνούσε και λόγω των υπερλίαν θαυμαστών που γίνονταν στη ζωή της, δεν μπορεί παρά να επισημάνει έκθαμβος ότι τελικά η καρτερία της αυτή, αποτέλεσμα της χάρης του Θεού που ενίσχυε το ανδρειωμένο φρόνημά της (ωδή δ´),  ήταν εκείνη που κατεξευτέλισε όλους τους πιστούς της ματαιότητας και της αθεΐας. Με άλλα λόγια, όταν και ο μεγαλύτερος άθεος και υβριστής της πίστης προσκρούσει στον ογκόλιθο της θερμής αγάπης προς τον Χριστό και της χάριν Αυτού θυσίας της ζωής, καταπίπτει και εξευτελίζεται ως προς την δική του μάταια πίστη. Ό,τι συνέβη δηλαδή με τους εχθρούς της πίστης μπροστά στην Εσταυρωμένη Αγάπη, τον Ίδιο τον Κύριο: κατέπεσαν και χάθηκαν,  το ίδιο συμβαίνει σε κάθε εποχή και μπροστά στους αγίους: χάνονται και καταπίπτουν, έστω κι αν προσωρινά φαίνονται να κυριαρχούν. Διότι ο λόγος της Γραφής είναι αψευδής και αιώνιος: «Αύτη η πίστις η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». «Η καρτερία σου στα βάσανα, Ειρήνη στεφανηφόρε, ξεφτέλισε αυτούς που πίστευαν στη ματαιότητα και την αθεΐα» (ωδή η´).

04 Μαΐου 2023

ΠΕΜΠΤΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«Ρήματα ἀκούσασαι χαρᾶς ἐκ τῶν ἐν τῷ τάφῳ τοῦ Λόγου προσκαθημένων νοῶν, δρόμον ἐπεδείξαντο σπουδαιοτέρας ὁρμῆς∙ καί τήν τάξιν ἀφέμεναι τῶν πρίν Μυροφόρων, ὡς εὐαγγελίστριαι ἐθεωρήθησαν, Ἔγερσιν ἐξ ἅδου κευθμώνων εὐαγγελιζόμεναι Μύσταις τοῦ ὑπέρ ἡμῶν ἐνανθρωπήσαντος» (στιχ. εσπ. ημέρας).

(Αφού άκουσαν οι Μυροφόρες γυναίκες λόγια χαράς (ότι αναστήθηκε δηλαδή ο Χριστός) από τους Αγγέλους που κάθονταν στον τάφο του Λόγου Χριστού, έκαναν τον δρόμο της επιστροφής με βιασύνη και μεγαλύτερη ορμή. Κι αφού άφησαν την τάξη των Μυροφόρων που είχαν πριν, φάνηκαν ως ευαγγελίστριες, καθώς ανήγγελλαν στους Αποστόλους το χαρμόσυνο μήνυμα της Ανάστασης από τα άδυτα του άδη  Εκείνου που ενανθρώπησε για χάρη μας).

Δεν είναι τυχαίο ότι η αναγγελία της Ανάστασης του Κυρίου δόθηκε από τους αγίους Αγγέλους σε γυναίκες, οι οποίες επέδειξαν μία γενναιότητα μεγάλη, καθώς παρ’ όλο τον φόβο τους λόγω των γεγονότων από τη Σταύρωση του Κυρίου αγόρασαν αρώματα προκειμένου να επιτελέσουν τα έθιμα που προέβλεπε ο Ιουδαϊκός νόμος – μία συνέχεια θα λέγαμε του τύπου της Αντιγόνης γυναίκας της αρχαίας τραγωδίας. Οι μυροφόρες γυναίκες κινούνταν από την αγάπη τους προς τον Κύριο, η οποία ξεπερνούσε τον φόβο της λογικής, γεγονός που ισχύει διαχρονικά, ιδίως δε σε θέματα πια της πνευματικής ζωής: όπου υφίσταται αγάπη, εκεί διαπιστώνεται υπέρβαση του όποιου φόβου, εκεί λειτουργεί η τόλμη και η γενναιότητα – υπερνικάται ακόμη και ο φόβος του θανάτου. «Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ» θα πει αξιωματικά ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, «ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον».

Η αγάπη τους λοιπόν που οδηγεί στην τολμηρή και γενναία στάση τους επιβραβεύεται από τον Θεό˙ είναι οι πρώτες που μαθαίνουν την Ανάσταση! Κι όχι μόνο˙ παίρνουν την εντολή να αναγγείλουν το χαρμόσυνο γεγονός σ’ εκείνους που θα έπρεπε λογικά να είναι οι πρώτοι μέτοχοι: στους Μαθητές του Κυρίου, τους ίδιους τους Αποστόλους. Έτσι αλλάζουν, κατά τον υμνογράφο μας, τάξη και επίπεδο: από μυροφόρες γίνονται ευαγγελίστριες. Πρόκειται για μία επισήμανση όχι μόνον από τον συγκεκριμένο ύμνο, αλλά από πληθώρα παρομοίων, προφανώς γιατί η μεταβολή αυτή της τάξεως, έχει κάποιο ξεχωριστό νόημα και σημασία.

Και πράγματι έχει, γιατί αυτό που γίνεται στις μυροφόρες λειτουργεί ως τύπος ευρύτερα για κάθε χριστιανό όπου γης και κάθε χρόνου. Τι εννοούμε; Όπως οι γυναίκες θέλησαν να προσφέρουν τα μύρα της αγάπης τους προς τον Κύριο και βρέθηκαν να δέχονται αποκάλυψη αγγελική και ώθηση ιεραποστολική, έτσι και με κάθε χριστιανό: γεύεται την παρουσία του Κυρίου γινόμενος μέτοχος του αναστασίμου φωτός Του, έτοιμος συνεπώς να ακτινοβολήσει το φως αυτό στο περιβάλλον του και όπου αλλού βρεθεί, στον βαθμό που έχει καταστήσει και καθιστά τον εαυτό του μυροφόρο Εκείνου. Και μυροφόρος, κατά την πίστη μας, καθίσταται ο πιστός, όταν αγωνίζεται τη ζωή του να τη θέτει επί τα ίχνη του Κυρίου, πάνω στο θέλημα του Θεού δηλαδή, πάνω στις άγιες εντολές Του. Κι αυτό στην πραγματικότητα φανερώνει τον αγώνα της μετανοίας του, γιατί αυτό σημαίνει αληθινή μετάνοια: να βλέπω τα λάθη, τις αστοχίες και τις αμαρτίες μου, με κριτήριο τον λόγο του Θεού, και να παρακαλώ τον Κύριο να μου δίνει δύναμη να βρίσκομαι στη δική Του Οδό – «ἐγώ εἰμι ἡ Ὁδός»!

Ένας ύμνος μάλιστα της Εκκλησίας μας, από τους κατανυκτικούς λεγόμενους, στον ήχο πλ. δ΄, έρχεται και με ανάγλυφο τρόπο μάς το εξαγγέλλει: «Δάκρυά μοι δός ὁ Θεός ὡς ποτέ τῇ γυναικί τῇ ἁμαρτωλῷ, καί ἀξίωσόν με βρέχειν τούς πόδας σου, τούς ἐμέ ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πλάνης ἐλευθερώσαντας, καί μύρον εὐωδίας σοι προσφέρειν, βίον καθαρόν ἐν μετανοίᾳ μοι κτισθέντα, ἵνα ἀκούσω κἀγώ τῆς εὐκταίας σου φωνῆς, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εἰς εἰρήνην» (Δώσε μου δάκρυα, Θεέ μου, όπως κάποτε έδωσες στην αμαρτωλή γυναίκα, και αξίωσέ με να βρέχω μ’ αυτά τα πόδια Σου, αυτά που με ελευθέρωσαν από την οδό της πλάνης, και να σου προσφέρω μύρο ευωδίας, δηλαδή την καθαρή ζωή μου τη θεμελιωμένη πάνω στη μετάνοιά μου, ώστε να ακούσω κι εγώ την ευλογημένη Σου φωνή: η πίστη σου σε έσωσε, πορεύου ειρηνικά).

Τα δάκρυα της μετανοίας μας λόγω της αμαρτωλής ζωής μας λειτουργούν ενώπιον του Κυρίου ως ευωδία, γιατί οδηγούν στην καρποφορία των αρετών, που είναι τα δικά μας μύρα που προσφέρουμε σ’ Εκείνον. Μη ξεχνάμε ότι ο Ίδιος βεβαίωσε πως «χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» - οι αμαρτίες μας είναι το μεγαλύτερο δώρο που προσάγουμε στον Θεό. Μυροφόρος είναι ο κάθε χριστιανός, άνδρας και γυναίκα, από την άποψη αυτή, που σημαίνει ότι ευαγγελιστής και ευαγγελίστρια γίνεται μόνον αυτός που ζει τον Θεό ως χαρά στην ύπαρξή του. Μυροφόρος και ευαγγελιστής: το μόνιμο δίπολο που συνυπάρχει πάντοτε – το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο.

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΠΕΛΑΓΙΑ

“Η αγία Πελαγία ήταν από την Ταρσό, κατά τούς χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού. Άκουσε για την πίστη του Χριστού και ζήτησε να μάθει τι είναι αυτή. Τότε είδε σε όνειρο τον Επίσκοπο της περιοχής της να την βαπτίζει. Έφυγε λοιπόν από τη μητέρα της, τάχα ότι πηγαίνει στην παραμάνα της, ενώ πήγε προς τον Επίσκοπο. Αυτός φωτίστηκε από τον Θεό, την δέχτηκε και την βάπτισε. Έμαθε τι συνέβη ο υιός του βασιλιά που την ήθελε γυναίκα του, κι έγινε τόσο έξαλλος από τον έρωτα που τον διακατείχε, ώστε αυτοκτόνησε. Ο Διοκλητιανός τότε έστειλε και του έφεραν την παρθένο κόρη, κι επειδή δεν μπόρεσε να την μεταπείσει από την πίστη του Χριστού, πύρωσε έναν χάλκινο ταύρο και έβαλε μέσα την αγία. Εκεί η αγία δέχτηκε το τέλος της και το στεφάνι της ομολογίας της”.

Δεν είναι τυχαία η αγία μάρτυς Πελαγία. Ήταν πλούσια και όμορφη κόρη που θα γινόταν βασίλισσα, καθώς την ήθελε γυναίκα του ο γιος του βασιλιά Διοκλητιανού. Κι όμως! Χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση από την οικογένειά της με τη χριστιανική πίστη, όχι μόνο γίνεται χριστιανή, αλλά δίνει και τη ζωή της για τον Χριστό. Πώς; Καλώντας την ο Κύριος μέσω ενός ονείρου, το οποίο τελικά γίνεται ο δρόμος της για την ένταξή της στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, διά του αγίου βαπτίσματος. Πρόκειται για τις εξαιρετικές εκείνες περιπτώσεις ονείρων που η προέλευση δεν είναι φυσική ή δαιμονική, αλλά εκ Θεού. Και πώς είμαστε βέβαιοι για τη θεϊκότητα του ονείρου; Ήταν ο Επίσκοπος που με φωτισμό Θεού αναγνώρισε την κλήση με αυτόν τον τρόπο του Κυρίου. Διαφορετικά, γνωρίζουμε από τους αγίους μας ότι τα όνειρα στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούν μέσα παραπλάνησής μας, γι᾽ αυτό και πρέπει να μη δίνουμε σημασία και βάση σ᾽ αυτά. Κατά τη ρήση του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος μάλιστα "όποιος πιστεύει στα όνειρα είναι παντελώς άπειρος και άσοφος".

Την αιτία της κλήσης του Κυρίου στην παρθένο κόρη περιγράφει επανειλημμένως ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας μας: η αγία, έστω και σε άγνοια ευρισκόμενη, εκ βρέφους διψούσε για την αλήθεια. Κι από τότε, κατά πρόγνωση μάλιστα Θεού, είχε αναθέσει τον εαυτό της στον Δημιουργό. "Ανέθεσες, σεμνή, από βρέφος κατά πρόγνωση Θεού τον εαυτό σου στον Κτίστη σου᾽" (ωδή α´). Κι όποιος διψάει για την αλήθεια, όποιος αναζητεί την αλήθεια, ανήκει, κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου, σε Εκείνον. "Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής" (Ιωάν. 18, 37). Η αγία Πελαγία λοιπόν και πριν από το βάπτισμά της ήταν χριστιανή. Κι ο πόθος της για τον Κύριο φούντωσε, αφότου ένιωσε την κλήση Του και έγινε μέλος Του διά του βαπτίσματος. "Βρήκες, μάρτυς, αυτόν που σε οδήγησε στην πίστη, και με ευφροσύνη και χαρά έτρεξες γρήγορα στον ποθούμενο Κύριο, οπότε αξιώθηκες θαυμαστών θεωριών. Σαν κοπέλα δε έτρεξες πίσω από τον Νυμφίο σου" (στιχηρό εσπερινού). Το πλείστο των τροπαρίων της ακολουθίας της αγίας αναφέρονται σ᾽ αυτήν την  θερμή αγάπη της προς τον Κύριο, που της έδωσε βεβαίως και τη δύναμη να περιφρονήσει όλα τα ωραία του βίου τούτου και να θυσιάσει και την ίδια της τη ζωή. Για παράδειγμα: "Πυρώθηκες από τον πόθο του Χριστού και έτσι εισήλθες με ανδρείο φρόνημα στο σφοδρά καμμένο χαλκούργημα" (κάθισμα όρθρου). "Ο πόθος για τις ουράνιες ομορφιές αμαύρωσε τους επίγειους πόθους, αθληφόρε. Κι απέκτησες φτερά για τον Χριστό, φωνάζοντας και λέγοντας: Δόξα στη δύναμή Σου, Κύριε" (ωδή δ´).

Ο άγιος υμνογράφος σημειώνει και κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό: η αγία με το μαρτύριό της, που αποδείκνυε περίτρανα την αγάπη της για τον Χριστό, έγινε και αληθινή θεολόγος. Κατά τους αγίους μας, ως γνωστόν, θεολόγος δεν είναι εκείνος που έχει πάρει ένα πτυχίο μίας θεολογικής Σχολής ούτε καν εκείνος που η γλώσσα του κινείται με ευκολία στις θεολογικές διδασκαλίες. Θεολόγος αληθινός είναι εκείνος που η ζωή του φανερώνει την παρουσία του Θεού, που η ζωή του είναι μία διαρκής προσευχή. "Ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει, και ει θεολόγος ει, αληθώς προσεύχη". Η αλήθεια της πίστης κατεξοχήν φανερώνεται την ώρα του μαρτυρίου. Εκεί δεν μπορεί κανείς να κοροϊδέψει: είναι η ώρα της κρίσης της ίδιας της ζωής. Η αγία Πελαγία λοιπόν ως μάρτυς Κυρίου θεολογούσε τη δύναμη Εκείνου την ώρα του μαρτυρίου της. Κι αυτή η χαρισματική ώρα της ήταν εκείνη που καλούσε τον κόσμο στο να πιστέψει στον Κύριο. "Σαν αληθινότατη μάρτυς του Χριστού, πανεύφημε, θεολόγησες την δύναμή Του, διδάσκοντας όλους με φρόνηση Θεού, και έλκυσες τους λαούς προς την αληθινή πίστη" (ωδή η´).