08 Μαΐου 2023

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

 

«Ὁ πανάγαθος Θεός καί φιλάνθρωπος Κύριός μας δέν ἀξίωσε τούς ἁγίους πού ἀγωνίστηκαν χάριν Αὐτοῦ μέ προθυμία – μαθητές καί Ἀποστόλους, Προφῆτες καί Μάρτυρες καί ὅλους αὐτούς πού Τόν εὐαρέστησαν –  νά γίνουν μέτοχοι μόνο τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί τῶν αἰωνίων Του ἀγαθῶν, ἀλλά καί τούς τόπους στούς ὁποίους  διέπρεψαν καί τάφηκαν τούς φανέρωσε γεμάτους ἀπό τίς χάριτές Του καί τούς λάμπρυνε μέ πολλά θαύματα. Τό ἴδιο καί ὁ τάφος, στόν ὁποῖο τάφηκε, ἐνῶ ἐπρόκειτο νά μετατεθεῖ, ὁ μέγας ἀπόστολος καί εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: μέ ἐπίνευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κάθε χρόνο κατά τήν ὀγδόη τοῦ μηνός Μαΐου, βγάζει καί ἀναδίδει ξαφνικά μία ἁγία σκόνη, τήν ὁποία οἱ ἐγχώριοι κάτοικοι τήν μετονομάζουν σέ Μάννα. Ὅσοι προσέρχονται στόν τάφο παίρνουν τήν ἁγία σκόνη αὐτή καί τή χρησιμοποιοῦν γιά τή λύτρωσή τους ἀπό κάθε εἴδους πάθος, δηλαδή γιά τή θεραπεία τῶν ψυχῶν καί γιά τή δύναμη τοῦ σώματος, δοξολογώντας καί ὑμνολογώντας τόν Θεό καί τόν ὑπηρέτη Αὐτοῦ Ἰωάννη».

Ἡ σημερινή ἑορτή δέν ἀναφέρεται στήν κοίμηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου καί Εὐαγγελιστῆ - αὐτό γίνεται τήν 26η  Σεπτεμβρίου, ὅπου ἑορτάζουμε καί τή μετάσταση τοῦ ἀποστόλου. Ἀναφέρεται στή μνήμη του βεβαίως, ἀλλά μέ τήν ἐπισήμανση τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας: «ἤτοι, εἰς τήν σύναξιν τῆς ἁγίας κόνεως, τῆς ἐκπεμπομένης ἐκ τοῦ τάφου αὐτοῦ, ἤγουν τό μάννα». Μέ ἄλλα λόγια ὁ κύριος σκοπός τῆς ἑορτῆς εἶναι νά τονιστεῖ, ὅπως σημειώνεται στό ἀρχικό συναξάρι, ὅτι ὁ Κύριος ἁγιάζει καί τούς τόπους στούς ὁποίους ἔδρασαν καί τάφηκαν οἱ ἅγιοί Του, πολύ περισσότερο οἱ ἅγιοι μαθητές καί ἀπόστολοί Του. Κι εἶναι μία πραγματικότητα πού ζοῦμε ἀδιάκοπα οἱ χριστιανοί, ἀφοῦ πράγματι ἔχουμε τά μάτια καί γενικά τίς αἰσθήσεις νά ἐπισημαίνουμε τή χάρη τῶν τόπων αὐτῶν, ὅπως καί τή χάρη τῶν λειψάνων τους καί τῶν διαφόρων ἀντικειμένων πού χρησιμοποιήθηκαν ἀπό αὐτούς. Καί μή σπεύσει κανείς νά ἀντείπει ὅτι ἐκπίπτουμε σέ «εἰδωλολατρία», γιατί δέν τιμᾶμε τούς τόπους καθ’ ἑαυτούς οὔτε καί τά διάφορα ὑλικά πράγματα τῶν ἁγίων, ἀλλά τή χάρη πού περιέχουν, πού σημαίνει ὅτι δι’ αὐτῶν ἀναγόμαστε σέ δοξολογία τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας καί τῆς δοξαστικῆς χάρης Του! Ὅ,τι συμβαίνει καί μέ τίς ἅγιες εἰκόνες, πού «ἡ τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ. Βασίλειος), τό ἴδιο συμβαίνει καί ἐδῶ. Ἀπόδειξη; Τό πλῆθος τῶν θαυμάτων πού πραγματοποιοῦνται, ἡ ψυχική δύναμη πού παίρνουν οἱ πιστοί, ἡ πολλαπλή ἐνίσχυσή τους γιά τόν ἀγώνα τῆς ζωῆς. Πρόκειται γιά ἐκδήλωση τῆς φιλάνθρωπης στάσης τοῦ Δημιουργοῦ μας, ὁ Ὁποῖος δέν παύει νά ἐργάζεται γιά τή σωτηρία μας, κυριολεκτικά νά μή μᾶς ἀφήνει σέ «ἡσυχία», προκειμένου νά διεγείρει διαρκῶς τήν ἀσθενική συνείδησή μας.

Ἀλλ’ εἴπαμε ὅτι ταυτοχρόνως ἡ Ἐκκλησία μας, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τά συγκεκριμένα θαυμαστά στοιχεῖα τῶν τόπων καί τῶν ἀντικειμένων τῶν ἁγίων, μνημονεύει τούς ἴδιους τούς ἁγίους – θυμᾶται τή βιοτή τους, τήν κατά Χριστόν πολιτεία τους, τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη τους, τήν ἀπέραντη ὑπακοή τους στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ἀπό ὅλα σήμερα πού μᾶς προβάλλει γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη, στεκόμαστε σέ ἕνα τροπάριο ἀπό τά ἀπόστιχα τοῦ ἑσπερινοῦ, τό ὁποῖο νοηματικά ἐπαναλαμβάνεται καί στήν θ΄ ὠδή τοῦ ὀρθρινοῦ κανόνα. Μιλᾶνε καί τά δύο γιά τήν ἰδιαίτερη σχέση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελιστῆ μέ τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, σχέση πράγματι μοναδική καί ἀνεπανάληπτη, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἦταν ὁ μόνος πού ἄκουσε κάτω ἀπό τόν Σταυρό τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου: «Ἰδού ἡ Μήτηρ Σου». Ὁ Κύριος σ’ αὐτόν ἐμπιστεύτηκε τήν Παναγία Μητέρα Του κι αὐτόν χαρακτήρισε ὡς Υἱό αὐτῆς. «Ἰδού ὁ Υἱός σου»! Μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου: «Χαῖρε σύ πού εἶσαι κατ’ ἀλήθειαν θεολόγος. Χαῖρε σύ πού εἶσαι πολυαγαπημένος υἱός τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου. Γιατί καθώς παραστάθηκες σύ στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἄκουσες τήν ἔνθεη φωνή τοῦ Δεσπότη πού σοῦ φώναξε,  Νά τώρα ἡ μητέρα Σου. Γι’ αὐτό καί ὅλοι σέ μακαρίζουμε ἐπάξια ὡς θεῖο ἀπόστολο καί ἀγαπημένο τοῦ Χριστοῦ».

 Ἡ θέση τοῦ ἁγίου ἀποστόλου εἶναι κατ’ ἐπέκταση καί θέση δική μας - ὡς μέλη Χριστοῦ εἴμαστε κι ἐμεῖς παιδιά τῆς Παρθένου Μαρίας, καί μάλιστα πολυαγαπημένα. Ἄν ἡ Παναγία ἔχει τόσο μεγάλη θέση στό ἐκκλησιαστικό στερέωμα - ἀπόλυτα μοναδική ὡς φυσική Μητέρα τοῦ Κυρίου – εἶναι γιατί ἔχει, κατά τήν ἀνθρώπινη τελειότητα, και τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἡ Μάνα μας καί εἴμαστε τά παιδιά Της, τά ὁποῖα ὑπεραγαπᾶ, ἔστω καί μέ τά λάθη τους καί τίς ἁμαρτίες τους. Κι αὐτή ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀγάπης Της ὁδηγεῖ τόν χριστιανό σέ μετάνοια, πού θά πεῖ σέ ἀναζήτηση τοῦ Κυρίου, κάτι πού συνιστᾶ καί τή μόνη χαρά καί εὐφροσύνη τῆς Παναγίας: νά μᾶς βλέπει σέ καλή σχέση μέ τόν Υἱό καί Θεό Της!   Μή ξεχνᾶμε: ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων ἀπέναντί μας δέν εἶναι τά «ψίχουλα» τῶν περισσευμάτων τους· εἶναι ἡ «ψύχα» τῆς καρδιᾶς τους, γιατί «δέν μποροῦν κι αὐτοί χωρίς ἐμᾶς νά φτάσουν στήν ὁλοκλήρωση καί τήν τελείωσή τους» (ἀπ. Παῦλος). Εἴμαστε μέλη ὅλοι τοῦ ἴδιου σώματος τοῦ Χριστοῦ μας!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

 

«Ο άγιος Αρσένιος ήταν γέννημα και θρέμμα της μεγαλούπολης Ρώμης, διατηρήθηκε καθαρό κατοικητήριο του Θεού από πολύ μικρή ηλικία, γεμάτος από κάθε αρετή και σοφία, τη θεϊκή και την ανθρώπινη. Γι᾽ αυτό και δέχτηκε τη χειροτονία του σε διάκονο, την εποχή που βασιλιάς στους Ρωμαίους ήταν ο μέγας Θεοδόσιος. Όταν ο Θεοδόσιος αγωνιζόταν και φρόντιζε να βρει άνδρα πνευματικό και λόγιο, ώστε να καλύπτει τις πνευματικές ανάγκες των παιδιών του και να τα διδάσκει στα μαθήματα, και μάλιστα σε αυτά με τα οποία λατρεύεται ο Θεός, έμαθε για τον Αρσένιο και έγραψε στον βασιλιά Γρατιανό και στον πάπα Ιννοκέντιο να τον πείσουν να αναλάβει,   κάτι που μετά βίας τελικά το κατάφερε.

Ο Αρσένιος λοιπόν έφυγε από τη Ρώμη και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, και στάθηκε κατά πρόσωπο στον Θεοδόσιο. Είδε λοιπόν ο Θεοδόσιος να έχει ο Αρσένιος σεμνό το πρόσωπό του και το χρώμα του, να έχει σταθερό και προσεκτικό βλέμμα, ταπεινό φρόνημα, και να είναι κοσμημένος από κάθε αρετή, γεμάτος από πολλή χαρά και ευχάριστη διάθεση, γι᾽ αυτό και από τότε τον τιμούσε υπερβολικά ως Πατέρα και τον σεβόταν ως δάσκαλο. Τα δε μέλη της Συγκλήτου τον θαύμαζαν, βλέποντάς τον ως κάποιο μεγάλο κειμήλιο.

Ο Αρσένιος όμως που μισούσε τη δόξα κι αγαπούσε τον Θεό, θεωρώντας μάλιστα τη δόξα ως σκουπίδια και ποθώντας τη μοναχική ζωή, παρακαλούσε καθημερινά τον Θεό να εκπληρώσει το αίτημα της καρδιάς του. Και πράγματι, άκουσε θεϊκή φωνή να του λέει: “Αρσένιε, απόφευγε τους ανθρώπους και θα σωθείς”. Αυτός τότε, χωρίς να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο, πέρα από την αλλαγή των ενδυμάτων του, πήγε στην Αλεξάνδρεια. Εκάρη μοναχός και πήγε στη Σκήτη, υποβάλλοντας τον εαυτό του σε κάθε σκληραγωγία και ταλαιπωρία, προσευχόμενος πάντοτε στον Θεό. Και πάλι άκουσε θεϊκή φωνή: “Αρσένιε, φεύγε, σιώπα, ησύχαζε και σώζου”.

Αυτόν τον μεγάλο τον ρώτησε κάποτε ο Θεόφιλος, ο πάπας της Αλεξανδρείας, όταν ανέβηκε μαζί με άλλους σ᾽αυτόν. “Πες μας, Πάτερ, λόγο ωφέλειας”. Κι αυτός είπε: “Εάν πω, θα τον φυλάξεις;” Κι αυτοί του απάντησαν: “Οπωσδήποτε”. Και είπε: “Όπου ακούσετε το όνομα του Αρσενίου, μη πλησιάσετε”.

Λέγεται γι᾽αυτόν ότι παρόλο τον χρόνο της ζωής του που εργαζόταν,  είχε ένα πανί στο στήθος του, με το οποίο σκούπιζε τα δάκρυά του. Ήταν λεπτός στο σώμα, ολόλευκος, ξερακιανός και ψηλός, αν και είχε κυρτώσει λίγο λόγω του γήρατος, έχοντας το γένι του μέχρι την κοιλιά του, κι η μορφή του ήταν αγγελική σαν τον Ιακώβ. Γι᾽ αυτό δεν ήθελε να εμφανίζεται σε κάποιον κατά πρόσωπο. Αγρυπνούσε πολύ, στέκοντας όρθιος και προσευχόμενος, χωρίς να κλίνει καθόλου τα γόνατα, μέχρις ότου ο ήλιος σταματούσε την ολονύκτια αυτή στάση του. Γι᾽ αυτό και κατάσβεσε την ψυχόλεθρη πύρωση του σαρκικού φρονήματος με τη ροή των δακρύων του. Όταν επρόκειτο να εκδημήσει από το σώμα του, σε βαθιά γεράματα (ήταν κοντά εκατό χρονών) τον ρώτησαν οι μαθητές του το πού και πώς πρέπει να τον θάψουν. Κι αυτός είπε: “Δεν ξέρετε να βάλετε σχοινί στα πόδια μου και να με σύρετε προς το όρος;” Και πάλι λέγει προς αυτούς: “Ξέρετε πόσο φόβο έχω τώρα που πρόκειται να εκδημήσω από το σώμα;” Αυτοί είπαν: “Ξέρουμε”. Κι αυτός: “Αφότου έγινα μοναχός, αυτός ο φόβος καθόλου δεν έφυγε από εμένα”. Κι αμέσως παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό». 

Με την κοσμική  λογική η περίπτωση του οσίου Αρσενίου μοιάζει ακατανόητη και μάλλον ανόητη: άφησε τα πλούτη, τη δόξα, όλες τις βασιλικές ανέσεις, προκειμένου να ντυθεί τον καλογερικό τρίβωνα και να ζήσει μία ζωή στέρησης και κακοπαθείας. Με τη λογική της πίστης έκανε το ανώτερο και καλύτερο δυνατό: διάλεξε να ζήσει με τον αγαπημένο του Κύριο με τον ανώτερο και καλύτερο τρόπο σχέσης μαζί Του∙ την πλήρη και απόλυτη αφιέρωση σ᾽ Εκείνον. Αιτία δηλαδή της αποταγής του κόσμου και όλων των ωραίων που αυτός έχει ήταν η θερμή αγάπη του προς τον Κύριο. Αυτήν την αγάπη έθεσε υπεράνω όλων ο σοφός Αρσένιος και με βάση αυτήν μπορούμε να καταλάβουμε τις επιλογές της ζωής του. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας σημειώνει μεταξύ άλλων: «Όσιε Πατέρα Αρσένιε, επειδή ζητούσες τον Θεό και επιθυμούσες ευσεβώς να είσαι φωτισμένος από τις φωτοβόλες λάμψεις Του, εγκατέλειψες κάθε λαμπρότητα δοξαστική και τις αυλές του βασιλιά» (στιχηρό εσπερινού).

Η ζωή του είναι στην ίδια γραμμή με  τον απόστολο Παύλο – το “πριγκιπόπουλο” του Ιουδαϊσμού – που τα παράτησε όλα, για να γίνει “περικάθαρμα του κόσμου”, κατά την έκφραση του ίδιου, ώστε να καταθέτει τη μαρτυρίου του Χριστού, με  θυσία στο τέλος ακόμη και της ζωής του. Είναι στην ίδια γραμμή με όλους τους αποστόλους, οι οποίοι ομολογούσαν στον Κύριο: “Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν Σοι”. Βρίσκεται στο ίδιο ποτάμι με όλους εκείνους τους αγίους σε όλους τους αιώνες, που προτίμησαν “τον ονειδισμόν του Χριστού” παρά τη δόξα του κόσμου τούτου του απατεώνος. Και κυρίως: ακολουθεί με συνέπεια τον ίδιο τον αρχηγό της πίστης του, Ιησού Χριστό, “ος εν μορφή Θεού υπάρχων...εαυτόν εκένωσε, μορφήν δούλου λαβών”. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι στη ζωή ενός αγίου εκείνο που μετράει δεν είναι ο κείμενος εν τη αμαρτία κόσμος, αλλά ο ίδιος ο Χριστός και το άγιο θέλημά Του. Οπότε στην περίπτωση αυτή, “αν δεν γίνει μωρός κατά τον κόσμο τούτο, δεν μπορεί να γίνει σοφός κατά Θεόν”. Κι αυτό γιατί “εμώρανε ο Θεός την σοφίαν του κόσμου τούτου”. Από την άποψη αυτή η επιλογή του οσίου Αρσενίου να ζήσει τη ζωή του πτωχού μοναχού και όχι του πλούσιου και ένδοξου ανθρώπου της βασιλικής αυλής ήταν και η πιο σημαντική και ευφυής κίνηση της όλης ζωής του: άφησε τον φθαρτό πλούτο και την παρερχόμενη ανθρώπινη δόξα και απόκτησε τα αιώνια αγαθά και την δόξα την παρά του μόνου Θεού. “Έγινες σύσκηνος με τους αγγέλους, ευφραινόμενος μαζί με αυτούς” (ωδή α´). Και το πιο σημαντικό: ήδη από τη ζωή αυτή “έγινε αξιοπρεπές κατοικητήριο του θείου Πνεύματος” (ωδή α´). 

Ο όσιος βεβαίως λοιπόν χαρακτηριζόταν από την αγάπη του προς τον Χριστό, βεβαίως είχε σύνοικό του το Άγιον Πνεύμα, αλλά μέ τη νόμιμη άθληση που ακολούθησε. Δεν ήταν δηλαδή μόνο το γεγονός ότι απετάχθη τον κόσμο και τα συν αυτώ. Το σημαντικότερο και οδυνηρότερο ήταν ο πνευματικός αγώνας στον οποίο αποδύθηκε, που περνούσε, κατά την προτροπή του ίδιου του Θεού σ᾽αυτόν, από την αποφυγή των ανθρώπων, τη σιωπή, την ησυχία, πράγματα τα οποία του έφεραν τα δάκρυα της κάθαρσης της καρδιάς του και συνεπώς της αγάπης του και προς τον συνάνθρωπο. «Ξέφυγες από τους θορύβους, Αρσένιε, ως πηγές της αμαρτίας και χαλιναγώγησες με τη σιωπή τη γλώσσα σου. Γι᾽ αυτό και κράτησες με ατάραχη ησυχία τον νου σου, οπότε έγινες άξιο κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος» (ωδή α´).

 Πρέπει όμως να σημειώσουμε και το αυτονόητο: η επιλογή της ησυχαστικής ζωής από τον όσιο ταίριαζε με τον χαρακτήρα του ως ανθρώπου, γι᾽ αυτό και ο Θεός τού υπέδειξε τον κατάλληλο γι᾽ αυτόν τρόπο ζωής. Υπάρχουν άλλοι άγιοι οι οποίοι ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο πνευματικής ζωής κι αγίασαν εξίσου. Κι από την άποψη αυτή το ζητούμενο και για εμάς είναι τούτο: να ακολουθούμε τα χνάρια της ζωής του Χριστού – αυτός είναι ο σκοπός – μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, αλλά με διάκριση των χαρισμάτων που ο Θεός μάς έδωσε. Ο καθένας μας πρέπει να δει τα δικά του χαρίσματα και αυτά με τη χάρη του Θεού να καλλιεργήσει. Παρ᾽ όλα αυτά: Το να αποφεύγουμε και εμείς κάποιες φορές τους θορύβους του κόσμου, να ασκούμε λίγη σιωπή και να ησυχάζουμε κάποια λεπτά της ημέρας, προκειμένου να επανασυγκροτούμε τον εαυτό μας, είναι ιδίως στην εποχή μας απαραίτητα στοιχεία της πνευματικής μας ζωής.

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

«Ἐπί τῇ Προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἄνθρωπος κατέκειτο ἐν ἀσθενείᾳ∙ καί ἰδών σε Κύριε ἐβόα∙ Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα, ὅταν ταραχθῇ τό ὕδωρ, βάλῃ με ἐν αὐτῷ∙ ἐν ᾧ δέ πορεύομαι, ἄλλος προλαμβάνει με, καί λαμβάνει τήν ἴασιν, ἐγώ δέ ἀσθενῶν κατάκειμαι. Καί εὐθύς σπλαγχνισθείς ὁ Σωτήρ, λέγει πρός αὐτόν∙ Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι, καί λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω; ἆρόν σου τόν κράββατον καί περιπάτει.  Πάντα σοι δυνατά, πάντα ὑπακούει, πάντα ὑποτέτακται∙ πάντων ἡμῶν μνήσθητι, καί ἐλέησον Ἅγιε, ὡς φιλάνθρωπος».

(Στην Προβατική κολυμβήθρα, βρισκόταν κατάκοιτος ένας άνθρωπος ασθενής. Κι όταν σε είδε, Κύριε, φώναζε δυνατά: Δεν έχω άνθρωπο, ώστε όταν ταραχθεί το ύδωρ να με βάλει μέσα σ’ αυτό. Την ώρα δε που πάω να μπω, άλλος με προλαβαίνει και παίρνει την ίαση, κι εγώ παραμένω ασθενής. Κι αμέσως τον σπλαγχνίστηκε ο Σωτήρ και του λέγει: Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για χάρη σου περιβλήθηκα σάρκα, και λέγεις δεν έχω άνθρωπο; Σήκωσε το κρεββάτι σου και περπάτα. Όλα σε σένα είναι δυνατά, όλα σε υπακούνε, όλα σου έχουν υποταχτεί. Θυμήσου μας όλους και ελέησέ μας, Άγιε, ως φιλάνθρωπος).

Ένα από τα πιο ωραία για τα νοήματά του τροπάρια της Κυριακής του Παραλύτου, που επαναλαμβάνεται και τις επόμενες ημέρες Δευτέρα και Τρίτη,  είναι το παραπάνω δοξαστικό της Λιτής του εσπερινού σε ήχο πλάγιο του α΄, ποίημα του υμνογράφου Κουμουλά. Ο υμνογράφος δεν αναλίσκεται στη λεπτομερειακή περιγραφή του θαύματος του Κυρίου, όπως περιγράφεται στο Ευαγγέλιο: δεν αναφέρει ότι πρόκειται για την κολυμβήθρα Βηθεσδά που είχε πέντε στοές, δεν αναφέρει καν την ερώτηση του Κυρίου, όταν πλησίασε τον συγκεκριμένο ασθενή, αν θέλει να γίνει υγιής, δεν λέει ότι πρόκειται για παράλυτο άνθρωπο και μάλιστα επί τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στο παράπονο του παραλύτου ότι δεν έχει κανένα γνωστό να τον βοηθήσει να λάβει την ίαση την ώρα που ταράσσονται τα ύδατα, κυρίως δε στη θεραπευτική θαυματουργική ενέργεια του Κυρίου, εμπλουτισμένη όμως με θεολογικά σχόλια που δεν υπάρχουν αλλά υπονοούνται στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα. 

 Είναι προφανές ότι ο υμνογράφος θέλει να προτάξει μέσα από το γεγονός της θεραπείας τη γενικότερη θέαση της σχέσης του Κυρίου Ιησού με κάθε άνθρωπο, ιδίως με τον πάσχοντα άνθρωπο, για να τονίσει αυτό που συνιστά τη σωτηρία πράγματι του ανθρώπου: την ενανθρώπηση του Θεού, την πραγματικότητα της σάρκωσής Του ως ανθρώπου («καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»), διά της οποίας ο Χριστός, ως Θεός και άνθρωπος πια, έχει προσλάβει τον κάθε άνθρωπο μέσα Του και ο Ίδιος έχει γίνει η υπόθεση και η υπόσταση κυριολεκτικά της ζωής του. Τι άλλο μπορεί να εννοεί ο θεολόγος υμνογράφος όταν θέτει στο στόμα του Κυρίου τα «εννοούμενα»: «Διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι», παρά το γεγονός ότι μετά τον ερχομό Του ο άνθρωπος δεν στέκεται πια στο ίδιο επίπεδο με τα προ της παρουσίας του Χριστού – ξένος και αλλοτριωμένος του Θεού – αλλά έχει γίνει ίδιος με τον Κύριο, ταυτισμένος με Αυτόν, τόσο που η θέα του Χριστού πρώτιστα πραγματοποιείται μέσα από τη θέα του κάθε ανθρώπου που έχει αποδεχτεί Εκείνον στη ζωή του; («ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοί ἐποιήσατε»). 

Έχουμε την εντύπωση ότι τα μη ειπωμένα λόγια του Κυρίου παραπέμπουν στην εμπειρία του αποστόλου Παύλου όταν ομολογεί: «Αυτό που τώρα ζω σωματικά, είναι η ζωή της πίστεως στον Χριστό τον Υιό του Θεού, που με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου» («Ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ»). Κι είναι τα παραπάνω λόγια του Κυρίου, όπως τα υποθέτει ο υμνογράφος, εκείνα που πρέπει ανά πάσα στιγμή να μας συνέχουν ως πιστούς: σε κάθε διάσταση της ζωής μας, καλή ή κακή, μακάρια ή δυστυχή, δύσκολη ή όχι, να νιώθουμε ότι Αυτός που είναι αδιάκοπα κοντά μας, κυριολεκτικά μέσα μας (κι εμείς μέσα Του), είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος. Στον κάθε παράπονό μας ιδιαίτερα να ηχούν στα αυτιά μας τα τόσο παρήγορα και αληθινά λόγια Του: «Για χάρη σου έγινα άνθρωπος, για σένα κατέβηκα από τους Ουρανούς και περιβλήθηκα σάρκα, και λες ότι είσαι μόνος σου;» Ποτέ δεν είμαστε μόνοι μας. Γιατί είμαστε μέλη Του, γιατί Τον έχουμε ντυθεί, γιατί ο καθένας μας αποτελεί τον κατεξοχήν αγαπημένο Του. 

Όπως το διατυπώνει και ο άγιος Χρυσόστομος: «Εγώ είμαι ο Πατέρας σου, εγώ ο αδερφός σου, εγώ νυμφίος της ψυχής σου, εγώ το σπίτι που μπορείς να καταφύγεις, εγώ η τροφή σου, εγώ το ένδυμά σου, εγώ η ρίζα σου, εγώ το στήριγμα σου, εγώ είμαι κάθε τι που επιθυμείς, κοντά μου δε θα 'χεις ανάγκη τίποτε. Εγώ και θα σε υπηρετήσω, γιατί ήρθα να υπηρετήσω και όχι να με υπηρετήσουν. Εγώ είμαι και φίλος και μέλος του σώματος σου και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μητέρα, όλα εγώ για σένα, αρκεί να έχεις φιλικά αισθήματα απέναντι μου... Τι περισσότερο θέλεις;»

06 Μαΐου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Αἰνέα, ἰᾶταί σε ᾽Ιησοῦς ὁ Χριστός» (Πρ. ᾽Απ. 9, 34)

Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τίς Πράξεις τῶν ᾽Αποστόλων στοιχεῖ στό εὐαγγελικό τῆς Κυριακῆς τοῦ Παραλύτου: ὅπως ὁ Κύριος θεράπευσε τόν ἐπί τριάντα ὀκτώ ἔτη εὑρισκόμενο παράλυτο τῆς προβατικῆς λεγόμενης κολυμβήθρας τῆς Βηθεσδά, τό ἴδιο καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος θεραπεύει κατά τήν πορεία του πρός τήν Λύδδα καί τόν ἐπί ὀκτώ ἔτη κείμενο παράλυτο Αἰνέα. ῾Ο τρόπος μάλιστα πού ἀπευθύνεται ὁ ἀπόστολος στόν ἄνθρωπο αὐτό - ῾Αἰνέα, ἰᾶταί σε ᾽Ιησοῦς ὁ Χριστός᾽: Αἰνέα, σοῦ δίνει τήν ἴαση ὁ ᾽Ιησοῦς πού εἶναι ὁ Χριστός – θεωρεῖται ἰδιαιτέρως σημαντικός, ἀφοῦ συνιστᾶ θά λέγαμε μία μικρή ὁμολογία πίστεως περί τοῦ Κυρίου.

1. Πράγματι. ῾Η ἀναφορά τοῦ ἀποστόλου Πέτρου στόν ᾽Ιησοῦ ὡς τόν Χριστό ἀποτελεῖ μαρτυρία τῆς πίστεώς του σ᾽ Αὐτόν ὡς Θεό καί ἄνθρωπο. ῾Ο Κύριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ᾽Ιησοῦς, ἀλλά ταυτοχρόνως εἶναι ὁ Χριστός, ὁ χρισμένος δηλαδή ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ Υἱός τοῦ Θεοῦ, Αὐτός τόν ῾Οποῖο προκατήγγειλαν οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὡς τόν σταλμένο ἀπό τόν Θεό Μεσσία καί εἶδε ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης Πρόδρομος στόν ᾽Ιορδάνη ποταμό τήν ὥρα πού Τόν βάπτιζε νά ἔχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ῾ἐν εἴδει περιστερᾶς᾽. Πάνω σ᾽ αὐτήν τήν ὁμολογία πίστεως στήν Θεανθρωπότητα τοῦ Κυρίου στηρίζεται ἡ ᾽Εκκλησία μας, ὅπως πολύ καθαρά φάνηκε τοῦτο ἀπό τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου στόν μαθητή Του Πέτρο, ὅταν μέ φωτισμό Θεοῦ ἐκεῖνος Τόν ὁμολόγησε Θεό: ῾Καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ (τῆς ὁμολογίας σου γιά μένα) οἰκοδομήσω μου τήν ᾽Εκκλησίαν καί πύλαι ῞Αδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς᾽. ῞Οπως ἔδειχναν πάντοτε ὅλοι οἱ ἀπόστολοι μέ τό κήρυγμά τους καί τίς ἐπιστολές τους,  τό θεανθρώπινο αὐτό τοῦ Κυρίου συνιστοῦσε τό ἀπόλυτο κριτήριο γιά νά ἐλεγχθεῖ ἡ ἀλήθεια ἀπό τήν αἵρεση πού δυστυχῶς σέ κάθε ἐποχή παρουσιαζόταν ὡς καρκίνωμα στήν ᾽Εκκλησία. ῾Πᾶν πνεῦμα ὅ ὁμολογεῖ ᾽Ιησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι· καί πᾶν πνεῦμα ὅ μή ὁμολογεῖ τόν ᾽Ιησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι᾽.

2. ῾Η πίστη τοῦ ἀποστόλου Πέτρου περί τοῦ ᾽Ιησοῦ ὡς ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἀνθρώπου στήν προκείμενη μέ τόν παράλυτο Αἰνέα περίπτωση ἐπιτείνεται ἀκόμη περισσότερο ἀπό τόν ἐνεστωτικό χρόνο πού χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος: ῾ἰᾶταί σε ᾽Ιησοῦς ὁ Χριστός᾽. ῾Ο ᾽Ιησοῦς Χριστός σοῦ προσφέρει τήν ἴαση τώρα, χρησιμοποιώντας βεβαίως ἐμένα ὡς ὄργανό Του. ῾Ο Χριστός δηλαδή, σάν νά λέει ὁ ἀπόστολος,  δέν εἶναι κάποιος ἄνθρωπος  πού ἁπλῶς ἔζησε πρό ὀλίγων χρόνων, ἀλλά εἶναι ὁ ζωντανός Θεός πού σέ κάθε ἐποχή εἶναι παρών καί προσδιορίζει τά γεγονότα. ῾᾽Ιησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ Αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας᾽, κατά τήν ἀνάλογη ὁμολογία τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου. Εἶναι ῾ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν᾽ ὅπως διδάσκει καί κηρύσσει διαχρονικά πιά ἡ ᾽Εκκλησία μας. Μόνο πού μετά τήν ἁγία ᾽Ανάληψή Του χρησιμοποιεῖ τούς πιστούς Του ὡς ὄργανα δράσεώς Του, κατεξοχήν δέ τούς συνεπεῖς φίλους Του, τούς διαφόρους ἁγίους Του. ῾Ο ῎Ιδιος ἄλλωστε δέν τό εἶχε ὑποσχεθῆ; ῾Θά σᾶς δώσω ἐξουσία νά κάνετε σημεῖα καί τέρατα περισσότερα καί ἀπό ἐμένα᾽. Κι αὐτό βεβαίως μέ τήν δύναμη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος πού κατεξοχήν ἔλαβαν οἱ ἀπόστολοι τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.

Καί πέραν τῆς ὁμολογίας πίστεως τοῦ ἀποστόλου Πέτρου: ἡ στάση του ἔναντι τοῦ παραλύτου φανερώνει καί τό φρόνημα τῆς ταπείνωσης πού τόν διακατεῖχε. ᾽Ενῶ δηλαδή ἔχει ἀπόλυτη αὐτοσυνειδησία γιά τήν δύναμη πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Χριστός, δέν ὑπερηφανεύεται. ῾Η δύναμή του γνωρίζει ὅτι εἶναι τοῦ Χριστοῦ ἡ δύναμη: ὁ Χριστός θεραπεύει καί ὄχι ἐκεῖνος. Συνεπῶς ἡ δόξα πού μπορεῖ νά προκαλέσει ἡ θαυμαστή θεραπεία τοῦ ἀρρώστου ἀνήκει μόνο σ᾽ ᾽Εκεῖνον. Κι αὐτό μεταξύ ἄλλων θά πεῖ: θεμέλιο τῆς πίστεως στόν Χριστό εἶναι ἡ ταπείνωση τοῦ ἀνθρώπου. ῞Ο,τι θά πεῖ ἀργότερα καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τό βλέπουμε ἐνεργό καί στόν ἀπόστολο Πέτρο: ῾Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;᾽ Πόση διαφορά ἀλήθεια φρονήματος τῶν ἀποστόλων ἀπό τό δικό μας τῶν συγχρόνων χριστιανῶν, πού πολλές φορές ἀπό κάτι ἐλάχιστο πού μπορεῖ νά καταφέρουμε καυχώμαστε καί φουσκώνουμε ἀπό κάθε εἴδους οἴηση;

3. Καί ὁ Κύριος διά τοῦ Πέτρου παρέχει τήν ἴαση στόν Αἰνέα. ῎Ιαση προφανῶς ὄχι μόνο σωματική, ἀλλά καί ψυχική. Τό γνωρίζουμε τοῦτο, γιατί πάντοτε ὁ Κύριος πρόσφερε τήν σωματική ἴαση ὅταν εἶχε προσφέρει πρῶτα τήν ψυχική, ἤ γιά νά προκαλέσει τήν ψυχική ὡς αἴσθηση μετανοίας τοῦ ἀνθρώπου πού δεχόταν τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κύριος δέν ἦλθε γιά νά κάνει τόν θαυματοποιό. Τοῦτο τό ἀπέρριψε ὡς πειρασμό τοῦ Διαβόλου. Τό κάθε θαῦμα Του ἦταν μία ἀποκάλυψη τῆς νέας πραγματικότητας πού ἔφερνε, πού σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος ἔκανε θαύματα γιά νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο ἐκεῖ πού ἔπρεπε νά εἶναι: ἑνωμένος μαζί Του στήν αἰώνια Βασιλεία Του. ῾Ο Χριστός λοιπόν εἶναι ῾ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων᾽, ὁπότε ἡ ὅποια θεραπεία Του λειτουργοῦσε καί λειτουργεῖ πάντοτε ψυχοσωματικά. ῞Ομως ἐπειδή ἡ ψυχική ἴαση εἶναι τό κυρίως ζητούμενο, ἀφοῦ ἀπό αὐτήν ἐξαρτᾶται τό αἰώνιο μέλλον τοῦ ἀνθρώπου, ἀφήνει κάποιες φορές, λίγες ἤ πολλές, τήν σωματική ἀσθένεια νά ὑφίσταται στόν κόσμο τοῦτο, γιά νά ἐπιτυγχάνεται καλύτερα ἡ πνευματική ὑγεία. Μή ξεχνᾶμε τήν συγκλονιστική ἀπάντηση τοῦ ῎Ιδιου στόν μεγάλο ἀπόστολό Του ἅγιο Παῦλο, ὅταν τρεῖς φορές ἐκεῖνος λόγω ἄφατων σωματικῶν του ὀδυνῶν Τόν παρεκάλεσε γιά νά τόν κάνει καλά: ῾᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου. ῾Η γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται᾽. ῞Ωστε, πολλές φορές ὅταν ἀσθενοῦμε καί δέν βλέπουμε τήν ἴαση πού ζητᾶμε ἀπό τόν Κύριο, ῾τότε δυνατοί ἐσμεν᾽.  

4. Ποιός ἦταν ὁ Αἰνέας πού θεραπεύει ὁ Κύριος μέσω τοῦ ἀποστόλου Πέτρου; Κάποιος πλούσιος ἐνδεχομένως ἤ κάποιος μέ σπουδαῖο ὄνομα στήν ᾽Εκκλησία, σάν τήν ἁγία Ταβιθᾶ τήν ὁποία θά ἀναστήσει; ῾Η Ταβιθᾶ πού δέχεται μετά τόν Αἰνέα τήν παρεκτική ἐνέργεια ζωῆς ἀπό τόν Κύριο διά τοῦ ἀποστόλου ἦταν ἐπώνυμη. Γι᾽ αὐτήν πιέστηκε ὁ ἀπόστολος νά πάει στήν ᾽Ιόππη πού ἦταν κοντινή πρός τήν Λύδδα: τόν παρεκάλεσε ὅλη ἡ τοπική ᾽Εκκλησία. ῾Ο Αἰνέας ὅμως ἦταν ἕνας ἄγνωστος: ῾Εὗρε ἐκεῖ (στήν Λύδδα) ἄνθρωπόν τινα᾽. Κάποιον ἄνθρωπο. ᾽Αλλά δέν ἔχει σημασία. Γιά τόν ἀπόστολο Πέτρο, γιά τόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ᾽Εκκλησία, ἐκεῖνο πού μετράει εἶναι ὅτι πρόκειται γιά ἄνθρωπο: γιά ὄν ῾κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν Θεοῦ᾽ πλασμένο, ῾δι᾽ ὅν Χριστός ἀπέθανε᾽. ῾Η ᾽Εκκλησία μας μέ ἄλλα λόγια δέν κάνει διακρίσεις. ῞Οπου συναντᾶ τόν ἀνθρώπινο πόνο ἀνταποκρίνεται καί στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ τόν θεραπεύει. Γιά τήν πίστη μας καί τόν Θεό μας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιά τοῦ Θεοῦ.

᾽Απαιτεῖται ὅμως - ἔχει τονισθῆ ἄπειρες φορές - καί ἡ ἀνθρώπινη συνέργεια γιά νά ἐνεργήσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ: ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ καλοπροαίρετη διάθεσή του. ῾Ο Αἰνέας ἦταν τέτοιος καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, ὅπως καί ὁ ἄλλος παράλυτος τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος. Πῶς τό ξέρουμε; Τόν βρῆκε, σημειώνουν οἱ Πράξεις, ὁ ἀπόστολος Πέτρος μέσα στόν κύκλο τῶν πιστῶν, τῶν ἁγίων. ῾Κατῆλθε πρός τούς ἁγίους τούς κατοικοῦντας τήν Λύδδαν,  εὗρε δέ ἐκεῖ ἄνθρωπον τινά᾽.  ῾Ο Θεός ἔρχεται εἴτε ἄμεσα εἴτε μέσω τῶν ἁγίων Του σέ ἐμᾶς. Τό θέμα εἶναι ἐμεῖς ποῦ βρισκόμαστε;

῾Η ὁμολογία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου γίνεται καθοδηγητική γιά ὅλους μας:

- ῾Ο Χριστός εἶναι ὡς Θεός καί ἄνθρωπος ὁ ζωντανός Θεός μας. Αὐτός στέκει κατενώπιόν μας τήν κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας, μέ διάθεση ἀπόλυτης ἀγάπης, ἕτοιμος νά μᾶς παράσχει τήν ἴαση τῆς ψυχῆς μας καί ἄν εἶναι πρός τό συμφέρον μας καί τοῦ σώματός μας. Κατά μυστικό τρόπο μάλιστα μᾶς ἐνισχύει πρός ὑπέρβαση τῆς ὅποιας ἠθικῆς καί πνευματικῆς παραλυσίας μας: ὅ,τι ἀποτελεῖ τήν χειρότερη κατάσταση πού μποροῦμε νά βρεθοῦμε.

- Ζητᾶ ὅμως καί τήν ἀνταπόκρισή μας. Καί ἡ ἀνταπόκριση αὐτή εἶναι, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, καί τό διαρκῶς ζητούμενο στήν πνευματική ζωή. Εἶναι ἡ δική μας μικρή ἀγάπη πρός Αὐτόν ἀπέναντι στήν δική Του ἄπειρη δεδομένη ἀγάπη πρός ἐμᾶς. ῾῾Ημεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς᾽.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ἰωάν. 5, 1-15)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα. Ἔστι δὲ ἐν τοῖς Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. Ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων,  τυφλῶν,  χωλῶν,  ξηρῶν, ἐκδεχομένων  τὴν  τοῦ ὕδατος  κίνησιν. Ἄγγελος  γὰρ  κατὰ καιρὸν  κατέβαινεν ἐν  τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧδήποτε κατείχετο νοσήματι. Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ.Τοῦτον ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με  εἰς  τὴν  κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος  πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.  Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος,  καὶ ἦρε  τὸν κράβαττον  αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. Ἦν  δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. Ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός  μοι  εἶπεν· ἆρον  τὸν  κράβαττόν  σου  καὶ περιπάτει. Ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; Ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. Ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα. Κοντά στήν προβατική πύλη, στά Ἱεροσόλυμα, ὑπάρχει μιά δεξαμενή μέ πέντε στοές,  πού ἑβραϊκά ὀνομάζεται Βηθεσδά. Σ' αὐτές  τίς  στοές κείτονταν  πολλοί ἄρρωστοι,  τυφλοί,  κουτσοί,  παράλυτοι,  πού περίμεναν νά ἀναταραχθεῖ τό νερό· γιατί, ἀπό καιρό σέ καιρό, ἕνας ἄγγελος  Κυρίου  κατέβαινε  στή  δεξαμενή  κι ἀνατάραζε  τά  νερά· ὅποιος,  λοιπόν, ἔμπαινε  πρῶτος  μετά  τήν ἀναταραχή  τοῦ νεροῦ, αὐτός  γινόταν  καλά, ὅποια  κι ἄν ἦταν ἡ ἀρρώστια  πού  τόν ταλαιπωροῦσε. Ἐκεῖ ἦταν κι ἕνας ἄνθρωπος, ἄρρωστος τριάντα ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια. Ὅταν τόν εἶδε ὁ Ἰησοῦς κατάκοιτο, τόν ρώτησε: «Θέλεις νά γίνεις καλά;» Ἤξερε πώς ἦταν ἔτσι γιά πολύν καιρό. «Κύριε», τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἄρρωστος, «δέν ἔχω κανέναν νά μέ βάλει στή δεξαμενή μόλις ἀναταραχτοῦν τά νερά· ἔτσι, ἐνῶ ἐγώ προσπαθῶ νά πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος ἄλλος κατεβαίνει στό νερό πρίν ἀπό μένα». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ λέει: «Σήκω πάνω, πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα». Κι ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἔγινε καλά, σήκωσε τό κρεβάτι του καί περπατοῦσε. Ἡμέρα πού ἔγινε αὐτό ἦταν Σάββατο. Ἔλεγαν,  λοιπόν,  οἱ Ἰουδαῖοι ἄρχοντες  στόν  θεραπευμένο:  «Εἶναι Σάββατο, καί δέν ἐπιτρέπεται νά σηκώνεις τό κρεβάτι σου». Αὐτός ὅμως τούς ἀπάντησε: «Ἐκεῖνος πού μ' ἔκανε καλά, ἐκεῖνος μου εἶπε "πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα"». Τόν ρώτησαν: «Ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού σοῦ εἶπε "πάρε το καί περπάτα;" Ὁ θεραπευμένος ὅμως  δέν ἤξερε  νά  πεῖ ποιόςἦταν, ἐπειδή ὁ Ἰησοῦς  εἶχε  φύγει ἀπαρατήρητος ἐξαιτίας  τοῦ πλήθους  πού ἦταν  μαζεμένο ἐκεῖ. Ἀργότερα ὁ Ἰησοῦς τόν βρῆκε στόν ναό καί τοῦ εἶπε: «Βλέπεις, ἔχεις γίνει καλά· ἀπό 'δῶ καί πέρα μήν ἁμαρτάνεις, γιά νά μήν πάθεις τίποτα χειρότερο». Ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε ἀμέσως κι ἀνάγγειλε στούς Ἰουδαίους ἄρχοντες ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν αὐτός πού τόν γιάτρεψε.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Ἀπ. 9, 32-42)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. Εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. καὶ εὐθέως ἀνέστη. Καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον. Ἐν Ἰόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει. Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερῴῳ. Ἐγγὺς  δὲ οὔσης  Λύδδης τῇ Ἰόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι  Πέτρος ἐστὶν ἐν  αὐτῇ, ἀπέστειλαν  δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν. Ἀναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῶ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ ̓ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς. Ἐκβαλὼν  δὲ ἔξω  πάντας ὁ Πέτρος  θεὶς  τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. Ἡ δὲ ἤνοιξε  τοὺς ὀφθαλμοὺς  αὐτῆς,  καὶ ἰδοῦσα  τὸν  Πέτρον ἀνεκάθισε. Δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν. Γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ ̓ ὅλης τῆς Ἰόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνες  τὶς ἡμέρες,  περνώντας ὁ Πέτρος ἀπ' ὅλες  αὐτές  τίς ἐκκλησίες, κατέβηκε καί στούς χριστιανούς πού κατοικοῦσαν στή Λύδδα. Ἐκεῖ βρῆκε κάποιον ἄνθρωπο πού λεγόταν Αἰνέας. Αὐτός ἦταν ὀχτώ χρόνια κατάκοιτος, ἐπειδή ἦταν παράλυτος. Ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε: «Αἰνέα σέ γιατρεύει ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Σήκω καί στρῶσε τό κρεβάτι σου». Κι αὐτός ἀμέσως σηκώθηκε. Ὅλοι ὅσοι κατοικοῦσαν στή Λύδδα καί στό Σάρωνα τόν εἶδαν καί δέχτηκαν τόν Ἰησοῦ γιά Κύριό τους. Στήν Ἰόππη ἦταν μιά μαθήτρια πού τήν ἔλεγαν Ταβιθά –στά ἑλληνικά  σημαίνει  «Δορκάδα».  Αὐτή  εἶχε  κάνει  πολλές ἀγαθοεργίες  καί ἐλεημοσύνες. Ἐκεῖνες  τίς  μέρες  συνέβη  νά ἀρρωστήσει καί νά πεθάνει. Τήν ἔλουσαν, λοιπόν, καί τήν ἔβαλαν στό ἀνώγειο. Ἡ Λύδδα ἦταν κοντά στήν Ἰόππη, καί, ὅταν οἱ μαθητές ἄκουσαν ὅτι ὁ Πέτρος ἦταν ἐκεῖ, τοῦ ἔστειλαν δύο ἄνδρες καί τόν παρακαλοῦσαν νά πάει σ' αὐτούς ὅσο γίνεται πιό γρήγορα. Αὐτός ξεκίνησε  καί  πῆγε  μαζί  τους.  Μόλις ἔφτασε,  τόν ἀνέβασαν  στό ἀνώγειο. Ἀμέσως τόν περικύκλωσαν ὅλες οἱ χῆρες κλαίγοντας καί δείχνοντάς του τά ροῦχα πού εἶχε φτιάξει γι' αὐτούς ἡ Δορκάδα ὅσο ζοῦσε. Ὁ Πέτρος  τότε  τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω,  γονάτισε  καί προσευχήθηκε.  Κατόπιν γύρισε  στή  νεκρή καί τῆς εἶπε:  «Ταβιθά, σήκω πάνω». Αὐτή ἄνοιξε τά μάτια της, κι ὅταν εἶδε τόν Πέτρο ἀνασηκώθηκε. Ὁ Πέτρος  τῆς ἔδωσε  τό  χέρι  του  καί  τή  σήκωσε. Ὕστερα φώναξε τούς πιστούς καί τίς χῆρες καί τούς τήν παρουσίασε ζωντανή. Αὐτό ἔγινε γνωστό σ' ὅλη τήν Ἰόππη, καί πολλοί πίστεψαν στόν Κύριο.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΕΡΑΦΕΙΜ Ο ΕΝ ΤΩ ΟΡΕΙ ΔΟΜΒΟΥ ΑΣΚΗΣΑΣ

«Ὁ ἅγιος μεταξύ τῶν ἁγίων καί διαπρεπής ὡς πρός τά θαύματά του ὅσιος Σεραφείμ γεννήθηκε το 1527 ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους σέ κάποιο χωριό τῆς ἐπαρχίας Λοκρίδας, πού ὀνομάζεται Ζέλι, ὅπου καί διδάχτηκε τά ἱερά γράμματα. Ἐπειδή ἦταν καλῆς φύσεως ἄνθρωπος καί μελετοῦσε μέ ἐπιμέλεια τά ἱερά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τούς βίους τῶν ἁγίων, αἰσθανόταν μέσα στήν καρδιά του θεῖο ἔρωτα πρός τόν μοναχικό βίο καί, ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐγκατέλειψε τούς γονεῖς του καί τούς συγγενεῖς καί πορεύτηκε πρός εὕρεση τῆς ψυχικῆς του σωτηρίας πού ποθοῦσε. Ἀφοῦ γύρισε πολλούς τόπους, καί ἐρημικούς καί κατοικημένους, καί ἀγωνίστηκε μέ πολλούς ἀσκητικούς ἀγῶνες, λόγω τῶν ὁποίων ἔγινε ἄξιος νά λάβει ἀπό τόν Θεό καί τή χάρη νά ἐπιτελεῖ θαύματα, κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 6η Μαϊου 1602, στή Μονή πού φέρει τό ὄνομά του· τή Μονή αὐτήν ἔκτισε ὁ ἴδιος στή δυτική πλαγιά τοῦ Ἐλικῶνα, πού ὀνομάζεται Ντομποῦ ἤ Δοντοῦ, ὅπως καί ἀνήγειρε σ’ αὐτήν καί περικαλή σταυροπηγιακό ναό ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Δέχτηκε ἐκεῖ καί πολλούς ἐνάρετους μοναχούς πού ποθοῦσαν τήν ἔρημο καί ζητοῦσαν τήν ψυχική τους σωτηρία. Στή Μονή αὐτή, (στήν ὁποία ζώντας ἀκόμη ὁ ἅγιος Σεραφείμ δοξάστηκε ἀπό τόν Θεό μέ τή θαυματουργική χάρη Του κι ἐκεῖ ζοῦν ἀκόμη καί τώρα μοναχοί πού διαπρέπουν στήν ἀρετή καί στήν ὁσιότητα τοῦ βίου), φυλάσσονται σάν ἱερό κειμήλιο τά ἅγια λείψανά του - ἀποδεδειγμένα μέ πατριαρχικά σιγίλλια καί βεβαιωμένα μέ θαύματα -, τῶν ὁποίων τήν ἰαματική χάρη πολλοί ἀπό πολλά μέρη καθημερινά τήν  λαμβάνουν καθώς τήν ἐπικαλοῦνται πρός δόξα Θεοῦ πού δοξάζει μ’ αὐτόν τόν τρόπο τούς ἁγίους Του».   

«Βλάστημα τῆς Ἑλλάδος» ὁ ὅσιος Σεραφείμ,  μᾶς συγκαλεῖ σήμερα στή μνήμη του καί μᾶς παραθέτει πνευματικό τραπέζι. Ποιά τά ἐδέσματα τοῦ τραπεζιοῦ αὐτοῦ; Οἱ ἀρετές του, ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὁ Χριστός τόν Ὁποῖο προβάλλει μέ τόν πιό ξεκάθαρο καί διαφανή τρόπο. Πού σημαίνει: τόν πλησιάζουμε καί νιώθουμε τόν Χριστό νά μᾶς ἀγκαλιάζει, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά μᾶς κατακλύζει, τό ἄρωμα τῶν ἀρετῶν του νά μᾶς «σπάει» τή μύτη! Ὁ ὅσιος ἦταν καί εἶναι ἕνας «γνήσιος φίλος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ», ὅπως κατεξοχήν βεβαίως ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι καί ὅσιοι. Κι ὁ ὑμνογράφος του ἔρχεται, μεταξύ πολλῶν ἄλλων προβολέων πού ρίχνει προκειμένου νά ἀναδείξει τό σπουδαῖο μέγεθος τῆς ὁσιότητάς του, νά μᾶς πεῖ: «Πληγώθηκες στήν ψυχή ἀπό τόν θεϊκό πόθο καί φωτίστηκες στή διάνοια ἀπό τό φῶς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, Πατέρα μας ὅσιε, ὁπότε σάν ἐλάφι διψασμένο, περιπολοῦσες στίς ἐρήμους καί βρῆκες τήν ἀείζωη πηγή. Γι’ αὐτό κι ἀφοῦ γέμισες ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τό νάμα τῆς ἐγκράτειας, ἀναβλύζεις χωρίς σταματημό ἀπό τή σορό τῶν λειψάνων σου πηγές θαυμάτων σ’ αὐτούς πού τά προσεγγίζουν μέ πίστη. Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς μαζευόμαστε στήν ἁγία μνήμη σου πνευματικά καί λέμε·  μή σταματήσεις  νά προσεύχεσαι ὑπέρ ἡμῶν πρός τόν Κύριο γιά νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας» (δοξαστικό στιχηρῶν ἑσπερινοῦ).

Τί ἐξαίσια ἡ εἰκόνα πού χρησιμοποιεῖ ὁ ὑμνογράφος γιά νά ἀποδώσει τό ποιόν τῆς ἁγιότητας τοῦ Σεραφείμ! Ὁ ἅγιος τρέχει σάν διψασμένο ἐλάφι – μία εἰκόνα πού παραπέμπει στά ἁγιογραφικά καί στά πατερικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ψάχνει καί κυνηγάει νά βρεῖ τό πνευματικό νερό, τῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ, γιατί γνώρισε αὐτήν τή χάρη, πληγώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ του καί δέν μπορεῖ νά σταθεῖ μέχρις ὅτου εὕρει τήν ἴδια τήν πηγή. Εἶναι γνωστή ἡ ἀλήθεια πώς μόνον ἐκεῖνος πού ἔχει δεχθεῖ τό βέλος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μπορεῖ καί νά Τόν ἀναζητεῖ «ἄχρι θανάτου». Καί δέν ἡσυχάζει μέχρις ὅτου πράγματι Τόν συναντήσει πληρέστερα, κάτι πού αὐξάνει ἔτι πλέον τήν ἀναζήτησή Του. Τό νά βρεῖ κανείς τόν Χριστό σημαίνει ὅτι Τόν ἀναζητεῖ διαρκῶς (ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης) – τί τέλος μπορεῖ νά ὑπάρξει στήν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ! Ὁπότε ὁ ὅσιος Σεραφείμ, ἀφοῦ πληγώθηκε ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή καί φωτίστηκε ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἤξερε ποιός εἶναι ὁ ἀδιάκοπος προσανατολισμός του! Εὑρισκόμενος ἔτσι στήν πορεία «ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων» γινόταν καί ὁ ἴδιος μία ἄλλη πηγή, πού προχεόταν ἐν ἀγάπῃ στόν κόσμο ὅλον, εἴτε στή ζωή αὐτή εἴτε καί μετά τήν ὁσία του κοίμηση. Γι’ αὐτό καί τόν παρακαλοῦμε κι ἐμεῖς νά μή μᾶς  ξεχνάει στίς δεήσεις του πρός τόν Κύριο, πού θά πεῖ βεβαίως νά μήν ξεχνᾶμε ἐμεῖς νά τόν ἐπικαλούμαστε, ἀφοῦ ἐκείνου ἡ ἀγάπη εἶναι δεδομένη γιά ἐμᾶς.

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΙΩΒ Ο ΠΟΛΥΑΘΛΟΣ

«Ο δίκαιος Ιώβ ήταν από την Αυσίτιδα χώρα, που βρισκόταν στα σύνορα της Ιδουμαίας και της Αραβίας, και ήταν ένα από τα παιδιά του Ησαύ, ώστε να είναι πέμπτη γενιά από τον Αβραάμ. Ο πατέρας του λεγόταν Ζαρέθ και η μητέρα του Βοσόρρα. Του είχαν δώσει το όνομα Ιωβάβ και προφήτευσε εικοσιπέντε έτη. Έζησε το 1925 π. Χ. Ο Κύριος έδωσε τη μαρτυρία γι᾽αυτόν ότι ήταν άνθρωπος δίκαιος και άμεμπτος και καλύτερος από όλους τους ανθρώπους στη γενιά του, γι᾽ αυτό και τον Ιώβ ζήτησε από τον Θεό ο διάβολος να πειράξει. Πράγματι, μετά την άδεια που του έδωσε ο Θεός, ο διάβολος απογύμνωσε τον Ιώβ από όλα τα υπάρχοντά του, τον ταλαιπώρησε με φρικτές και απαρηγόρητες πληγές και τέλος έφυγε ντροπιασμένος, γιατί ο δίκαιος φάνηκε άκαμπτος και ανυποχώρητος σε όλες τις προσβολές των πειρασμών. Στο τέλος των άθλων του ο ίδιος ο Θεός τον βράβευσε και του απέδωσε φανερώνει η σχετική με αυτόν ιστορία. Έζησε δε μετά τους πειρασμούς του εκατόν εβδομήντα έτη, που σημαίνει ότι έζησε εν όλω διακόσια σαράντα οκτώ έτη».

Ο άγιος Ιώβ έχει μείνει στην ιστορία ως το κατεξοχήν παράδειγμα της υπομονής. «Η υπομονή του είναι ιώβειος», λέμε συχνά, όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε άνθρωπο που πράγματι υπομένει αγόγγυστα τα θλιβερά που του συμβαίνουν. Κι αυτό όχι τυχαία: ο άνθρωπος αυτός πέρασε τόσα δεινά στη ζωή του, κατά παραχώρηση Θεού, ώστε και μόνο με το άκουσμά τους φρίττει ο καθένας μας: έχασε όλη την περιουσία του, έχασε διά μιας όλα τα παιδιά του, γέμισε από όλες τις αρρώστιες και μάλιστα τις θεωρούμενες μολυσματικές, ώστε να μην μπορεί να κατοικήσει μαζί με άλλους, όχι μόνον δεν είχε συμπαράσταση από τη γυναίκα του, αλλά δέχτηκε πολλές κατηγόριες από αυτήν, τέλος δε από την  υποτιθέμενη παρηγοριά  φίλων του που τον επισκέφτηκαν για τον σκοπό αυτό, είδε και αυτοί να μεταστρέφονται εναντίον του. Και σε όλα αυτά ο μόνος λόγος του ήταν: «ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα επήρε. Ας είναι το όνομα του Κυρίου ευλογημένο». Ποιος ο σκοπός της παραχώρησης από τον Θεό τόσων πειρασμών σ᾽αυτόν που ήταν τόσο δίκαιος; Ασφαλώς ο περαιτέρω αγιασμός του – ο άνθρωπος ποτέ δεν γίνεται τέλειος στον κόσμο τούτο: πάντοτε υπάρχει η παραπάνω προκοπή του – αλλά και η προβολή του διαχρονικά ως το παράδειγμα που θα βοηθούσε και άλλους. Κι αυτό είναι εκείνο που απαρχής τονίζει η ακολουθία του. «Υπεράγαθε Κύριε, έδωσες ως υπόδειγμα υπομονής και ανδρείας τον δίκαιο Ιώβ τον πολύαθλο, ως προς τις αρετές και τα λόγια του και τα θεία του έργα, και προκαλείς τον σωφρονισμό πράγματι σ᾽αυτούς που τα χάνουν από τα ατυχήματα της ζωής» (στιχηρό εσπερινού).

Εκείνο που θα μπορούσε να καταλογίσει κανείς ως ῾αρνητικό᾽ στον άγιο και δίκαιο αυτόν άνδρα είναι το γεγονός ότι στο τέλος των δοκιμασιών του, όταν και οι φίλοι του τον καταδικάζουν, λέγοντάς του ότι ασφαλώς οι αμαρτίες του τον οδήγησαν σ᾽ αυτήν την κατάντια, αρνείται τις κατηγορίες τους, ισχυριζόμενος ότι δεν έφταιξε σε τίποτε και γι᾽ αυτό δεν κατανοεί την αιτία των παθών του. Κι ενώ πράγματι είναι αρνητικό γεγονός ο ισχυρισμός του αυτός: ξεκινά με το δεδομένο της δικαιοσύνης και της αγιωσύνης του, το θέτουμε εντός εισαγωγικών, γιατί ο Ιώβ βρίσκεται μέσα στα πλαίσια της Παλαιάς Διαθήκης. Δεν είχε έλθει ακόμη ο Κύριος Ιησούς Χριστός, για να φανερώσει ότι η πορεία του ανθρώπου στη ζωή αυτή, μετά την πτώση του στην αμαρτία, είναι πορεία που θα περνά πια μέσα από το πάθος και τις δοκιμασίες, καλύτερα το πάθος και οι δοκιμασίες θα είναι πια το μέσον προαγωγής του ανθρώπου στην αγιότητα και της αναγωγής του στη ζωή του Θεού. Κι απόδειξη: ο ίδιος ο Κύριος πέρασε μέσα από το Πάθος για να φτάσει στην Ανάσταση. Οι λόγοι Του είναι σαφείς: «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών». Και: «ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσι». Έκτοτε οι χριστιανοί έμαθαν ότι δεν μπορούν να αρνούνται τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες κι ότι οι δοκιμασίες είναι το μέσον, όπως είπαμε, προκειμένου να μετάσχουν στη δόξα του Χριστού ως «κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού. Ει γαρ συμπάσχομεν, τότε και συνδοξασθώμεν. Ου γαρ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν εις υμάς αποκαλυφθήναι δόξαν» (πρβλ. Ρωμ. 8).

Το σκεπτικό λοιπόν του Ιώβ «γιατί πάσχω, ενώ είμαι δίκαιος;» είναι το σκεπτικό του Ιουδαίου ανθρώπου (δικαιολογημένο σ᾽ έναν βαθμό, αφού δεν είχε ακόμη καλλιεργηθεί η μετά θάνατον ζωή), που θεωρεί ότι ο δίκαιος πρέπει να απολαμβάνει μόνο τις χάρες και τη δόξα του Θεού, διότι τηρεί το θέλημα Αυτού. Αλλά ακριβώς αυτό είναι και το σκεπτικό των ῾φίλων᾽ του που ήλθαν να του ῾συμπαρασταθούν᾽: για να υφίστασαι τόσα δεινά, άρα έχεις αμαρτήσει. Και θα οδηγούνταν τα πράγματα σε αδιέξοδο, αν δεν επενέβαινε ο ίδιος ο Θεός στο τέλος της συνομιλίας τους, για να ελέγξει τόσο τους φίλους όσο και τον ίδιο τον Ιώβ, με την επισήμανση ῾έχετε εμπιστοσύνη στην αγάπη Μου, έστω κι αν δεν την καταλαβαίνετε᾽. Κι είναι η απάντηση αυτή του Θεού η τελική απάντηση στο ευρύτερο πρόβλημα που ταλανίζει διαχρονικά την ανθρωπότητα, η οποία σε κάθε εποχή διαπιστώνει τα πάθη και τις συμφορές της: γιατί πάσχει ο δίκαιος άνθρωπος; Πού υπάρχει η δικαιοσύνη του Θεού, όταν βλέπουμε ένα σωρό αδικίες, όπως πολέμους, φτώχεια, αρρώστιες, θανάτους μικρούς παιδιών κλπ.; Η απάντηση δηλαδή του Θεού κυμαίνεται σε επίπεδο υπέρ την ανθρώπινη λογική, στο επίπεδο της πίστης σ᾽ Εκείνον, ο Οποίος καλεί ακριβώς τον άνθρωπο να έχει εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, έστω κι αν η λογική του αδυνατεί να Την κατανοήσει.

Ο δίκαιος Ιώβ βεβαίως δοκιμάστηκε σαν χρυσός (βλ. ωδή γ´) και έλαμψε περισσότερο η λάμψη του. Γι᾽ αυτό και ο Θεός τελικώς τον ανταμείβει διπλά και τον προβάλλει πρότυπο αιώνιο. Ο άγιος υμνογράφος εμμένει, και δικαίως, στην αρετή και την αγιωσύνη του Ιώβ. Όλη η υμνογραφία  του είναι ένας ύμνος προς τις αρετές του δικαίου,  τη συνέπειά του στον λόγο του Θεού, στην υπέρ φύσιν πίστη του. Δεν θέλει να ῾εκτραπεί᾽ στον παραπάνω θεολογικό προβληματισμό – δεν υπάρχει ούτε ένα τροπάριο επ᾽ αυτού -  που θέτει με οξύτητα το πρόβλημα της θεοδικίας. Για τον άγιο ποιητή «ο Ιώβ στεφανώθηκε επαξίως με τη λαμπρότητα της υπομονής» (ωδή θ´), φανερώνοντας και το στήριγμα της υπομονής του αυτής, την αγία ταπείνωσή του: «Όπως δικαιολογείται ο άνθρωπος όταν δει τη δόξα Σου, Κύριε, έτσι κι ο Ιώβ είδε την αθέατη αυτή δόξα, και ζυμωμένος με την ευλάβεια και τον φόβο Σου, φώναξε πολύ έντρομος: Είμαι γη και στάχτη, ενώ εσύ είσαι ο Κύριος» (ωδή θ´), όπως και την θερμή αγάπη του στον συνάνθρωπο: «Ιώβ ένδοξε, θεραπεύοντας τον πόνο κάθε θλιμμένης καρδιάς, από βλέφαρα συμπάθειας έχυνες δάκρυα, καθώς ήσουν ο προστάτης των ορφανών και των χηρών» (ωδή ς´).  Γι᾽ αυτό «και όλοι τον τιμούμε και υμνολογούμε τη μνήμη του» (κοντάκιο).