13 Ιανουαρίου 2024

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΡΜΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΟΝΙΚΟΣ

«Οι άγιοι Έρμυλος και Στρατόνικος έζησαν επί Λικινίου του βασιλέως. Ήταν δε ο άγιος Έρμυλος κατά την Εκκλησιαστική τάξη Διάκονος. Όταν παραστάθηκε μπροστά στον βασιλιά και ομολόγησε το όνομα του Χριστού, πρώτον μεν κτυπήθηκε στους σιαγόνες με κάποια χάλκινα όργανα, έπειτα καταξύσθηκε από πλήθος πληγών, ενώ προσκαλούσε και τον Στρατόνικο, που ήταν φίλος του, να ομολογήσει την πίστη του. Αυτός όταν στράφηκε και είδε τον άγιο Έρμυλο να κτυπιέται στους σιαγόνες και με ράβδους από ξίφη να του ανοίγουν την κοιλιά και την καρδιά, δάκρυσε. Επειδή αμέσως έγινε φανερός ότι συνέπασχε με τον άγιο Έρμυλο με την προαίρεσή του, ομολόγησε ότι και ο ίδιος είναι Χριστιανός. Οπότε κτυπήθηκε κι αυτός και ρίχτηκε μαζί με τον άγιο Έρμυλο στον ποταμό Ίστρο, όπου δέχτηκαν και οι δύο το μακάριο τέλος. Τελείται δε η σύναξή τους στον ευκτήριο οίκο του αρχαγγέλου Μιχαήλ, που βρίσκεται στην Οξεία».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος εμμένει στον τρόπο του μαρτυρικού τέλους των αγίων, τον πνιγμό τους στον ποταμό Ίστρο, τον Δούναβη. Θεωρεί ότι ο πνιγμός τους αυτός υπήρξε και το ισχυρότερο όπλο τους, προκειμένου να πνίξουν και οι ίδιοι με τη χάρη του Θεού τον διάβολο, εισερχόμενοι έτσι θριαμβευτικά στη Βασιλεία των Ουρανών. «Στα νερά και οι δύο μαζί δεχτήκατε, σοφοί, το μακάριο τέλος και βυθίσατε σ’ αυτά τον Βελίαρ, τον διάβολο, με τη χάρη του Θεού μας, μακάριοι. Γι’ αυτό και αφού λάβατε ως νικηφόροι το στεφάνι του μαρτυρίου, χαίρεστε μαζί με τις χορείες των αγγέλων». Η νίκη τους αυτή απέναντι στον διάβολο μέσω του βυθισμού τους στα νερά παραπέμπει, κατά τον υμνογράφο, στον ίδιο τον Κύριο: και Εκείνος στα ρείθρα του Ιορδάνη ποταμού βύθισε την αμαρτία και την ασέβεια ημών των ανθρώπων, οπότε κατά αντίστοιχο τρόπο και οι άγιοι με το μαρτύριό τους αποξήραναν τους ποταμούς της αθεΐας.

Ο βυθισμός τους στα νερά του ποταμού οδηγεί τον άγιο υμνογράφο να τους δει «αφαιρετικά» με τα μάτια της πίστεως: πριν να ριχτούν οι άγιοι στο ποτάμι, είχαν ήδη «βυθιστεί» οι ίδιοι, είχαν γεμίσει από τα ζωοποιά νάματα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος. Βυθισμένοι λοιπόν στα νερά της χάρης του Θεού, ρίχτηκαν στα ρείθρα του ποταμού. Με αποτέλεσμα: αφενός, όπως είπαμε, να πνίξουν τον διάβολο, τον προστάτη της κακίας, αφετέρου οι ίδιοι να γίνουν ένα νέο ποτάμι, που προσφέρει ως κρουνός τα ιάματα της χάρης του Θεού. «Ναμάτων ζωοποιών πληρωθέντες, ποταμίοις απερρίφητε ρείθροις∙ και εν αυτοίς δεδεγμένοι το τέλος, τον της κακίας προστάτην επνίξατε, πανεύφημοι∙ και νυν ημίν ιαμάτων κρουνούς αναβλύζετε». Θυμάται όμως ο άγιος Ιωσήφ και από την Παλαιά Διαθήκη τον προφήτη που ρίχτηκε στη θάλασσα και τον κατάπιε το θαλάσσιο κήτος, τον προφήτη Ιωνά. Στα νερά ο προφήτης, στα νερά και οι σημερινοί άγιοι. Και ποια η εν προκειμένω σχέση; Όπως, λέει, ο Θεός διά του κήτους έσωσε τον προφήτη, έτσι και τώρα έσωσε τους αγίους, ως προς τα αγιασμένα λείψανά τους. Θαυμάζει κανείς την άνεση με την οποία  κινείται ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας στον ευρύτερο χώρο της αποκάλυψης του Θεού. Το Πνεύμα του Θεού τον εμπνέει να κάνει συσχετισμούς, που οι πολλοί αδυνατούμε να κάνουμε. «Αυτός που διέσωσε με παράδοξο τρόπο  από την κοιλιά του κήτους τον Προφήτη που κινδύνευε, ο Ίδιος διασώζει από τα ποτάμια ύδατα και τα δικά σας νικηφόρα λείψανα μετά το τέλος σας, αθλοφόροι». Κι είναι σαν να μας λέει ο άγιος υμνογράφος: όπως ο προφήτης – τύπος της Αναστάσεως του Κυρίου -  μετά τη διάσωσή του κήρυξε τη μετάνοια στους Νινευίτες, έτσι και οι άγιοι κηρύσσουν τη μετάνοια και σε εμάς, μέσα όμως από τα αγιασμένα λείψανά τους. Διότι τα λείψανα των αγίων, μεταφέροντας τη χάρη του Θεού που έχουν, τι άλλο συνιστούν,  παρά μία διαρκή υπόμνηση αφενός της υπέρβασης του θανάτου, αφετέρου της μετάνοιας προς σωτηρία των ανθρώπων;

Πέραν και άλλων εποικοδομητικών διαστάσεων που επισημαίνει από τη ζωή των αγίων ο άγιος υμνογράφος, μας θυμίζει και το εξής: οι άγιοι χριστομάρτυρες Έρμυλος και Στρατόνικος, με την όλη κατά Χριστό πορεία τους κατεδάφισαν τα ινδάλματα της πλάνης, την ειδωλολατρία. Η κατεδάφιση όμως αυτή έγινε με θετικό τρόπο, δηλαδή με τη φανέρωση μέσω της ίδιας τους της ύπαρξης της αλήθειας του Θεού, της γνώσης του αληθινού Θεού, συνεπώς γενόμενοι οι ίδιοι ναοί του ζωντανού Θεού. Κι είναι το σημαντικότερο τούτο  που μας φανερώνουν οι άγιοι: όταν ζούμε με τον τρόπο που θέλει ο Θεός, όταν γινόμαστε φανέρωση του αγίου θελήματός Του, τότε εξαφανίζεται το όποιο σκοτάδι της πλάνης και κτίζονται στον κόσμο οι αληθινοί ναοί, οι ίδιες οι υπάρξεις των χριστιανών. «Κατεδαφίσατε τα ινδάλματα της πλάνης, απλανείς χριστομάρτυρες. Κι αναστήσατε τους εαυτούς σας σαν σεπτούς ναούς και στήλες της θεογνωσίας».

12 Ιανουαρίου 2024

Μάθημα πρώτον: "ΤΣΑΛΑΚΩΜΑ" ΕΑΥΤΟΥ!

 Εκείνος που σπουδάζει σε οποιαδήποτε σχολή Θεάτρου μαθαίνει από τα πρώτα μαθήματα ότι πρέπει να είναι σε ετοιμότητα να «τσαλακώσει», όπως λέγεται, την εικόνα του εαυτού του. Γιατί έτσι μπορεί να αποδώσει καλύτερα τον όποιο ρόλο τού ζητηθεί – να μπει στο «πετσί» του ρόλου. Το μάθημα αυτό του «τσαλακώματος» πρέπει να το μάθουμε κυρίως οι χριστιανοί: να «τσαλακώνουμε» την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, η οποία τις περισσότερες φορές, μάλλον πάντοτε, είναι μία ιδεατή εικόνα, πλάσμα της φαντασίας και του εγωισμού μας, ένα τελικώς είδωλο, που θα πει ο ωραιοποιημένος ψεύτικος εαυτός μας. Κι αυτό δεν πρέπει να μας τρομάζει. Γιατί την ώρα που θα προβούμε στο «τσαλάκωμα» αυτό, εκείνη την ώρα σπάζουμε το κέλυφος του εγωισμού μας, γκρεμίζουμε το είδωλο, προκειμένου να αναδυθεί ο αληθινός εαυτός μας, η χαρισματική εικόνα του Θεού που λάβαμε με καθαρότητα κατά την ώρα του βαπτίσματός μας. Πόσο άμεσα φαίνεται τούτο την ώρα για παράδειγμα που σπεύδουμε να ζητήσουμε συγγνώμη από κάποιον που πιθανόν αδικήσαμε, ή και την ώρα που εν ταπεινώσει εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας ενώπιον του πνευματικού μας. Τσαλακωνόμαστε, ναι!, αλλά τότε ξαναγεννιόμαστε· τότε βρίσκουμε τον γνήσιο και αληθινό εαυτό μας, βρίσκοντας ταυτόχρονα και τον Θεό μας!


Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΤΑΤΙΑΝΗ

«Η αγία Τατιανή ήταν από την πρεσβυτέρα Ρώμη επί της βασιλείας του Αλεξάνδρου (3ος αι.), από πατέρα που υπήρξε ύπατος Ρώμης τρεις φορές, ενώ κατά την τάξη της Εκκλησίας είχε το αξίωμα της Διακόνισσας. Επειδή ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, οδηγήθηκε ενώπιον του βασιλιά, κι όταν εισήλθε μαζί του στον ναό των ειδώλων, τράνταξε με την προσευχή της τα είδωλα που υπήρχαν εκεί και τα έριξε στη γη. Γι’  αυτό τον λόγο και την κτύπησαν στο πρόσωπο και ξύρισαν την κεφαλή της. Μετά δε την έριξαν στη φωτιά και στα θηρία, από τα οποία εξήλθε αβλαβής, οπότε τέλος δόθηκε η εντολή και της έκοψαν την κεφαλή».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, προκειμένου να τονίσουν την αγιότητα και το δοξασμένο εν μαρτυρίω τέλος της αγίας Τατιανής, μας προβάλλουν με εποπτικό τρόπο ό,τι συνέβη κατά την ώρα της αποτομής της τιμίας κεφαλής της: ήταν η ώρα του θριάμβου της και, όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, άγγελοι όταν ανέβαινε στον ουρανό την υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα, ενώ ο παντοκράτωρ Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του στεφάνωνε τη μάρτυρα, που άθλησε με τον νόμιμο τρόπο. «Μετά από τα πολλά βασανιστήρια που υπέστης, σε υποβάλλει ο φοβερός δικαστής στην καταδίκη του διά ξίφους θανάτου. Την άνοδό σου στους ουρανούς τη χειροκρότησαν οι ουράνιες αγγελικές τάξεις, ενώ ο Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του σου φόρεσε στεφάνι, μάρτυς, γιατί αθλήθηκες νόμιμα». Έκτοτε η αγία, κατά τον άγιο υμνογράφο που την βλέπει με τα μάτια της πίστεως, «είναι μαζί με τους φωτεινούς μάρτυρες, πολύ πιο κοντά στον Θεό από ό,τι πριν, και βλέπει όσα βλέπουν και οι άγγελοι. Βρίσκεται ως παρθένος στον νυμφώνα του νυμφίου της Χριστού, παρακαλώντας και αυτή για εμάς που την εγκωμιάζουμε, να βρούμε τη σωτηρία μας».

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία να φθάσει σ’ αυτό το μεγάλο ύψος δόξας και τιμής; Μα τίποτε άλλο από εκείνο που διαπιστώνουμε σε όλους τους αγίους και τους μάρτυρες της πίστεως: ο σφοδρός έρωτάς της προς τον Κύριο, η πυρωμένη από αγάπη καρδιά της προς Αυτόν, που την έκανε να υπερβεί οποιοδήποτε φόβο των βασάνων και να θεωρήσει ως μηδέν όλα τα υπάρχοντα στη γη. «Ούτε το ξίφος ούτε η φωτιά ούτε τα κτυπήματα, ούτε οι θλίψεις, η πείνα, το κάθε είδος τιμωρίας, χαλάρωσαν τον έρωτά σου προς τον Κύριο. Με πυρωμένη μάλιστα καρδιά αναζητούσες Αυτόν, κάνοντας πέρα ως τίποτε όλα τα ορώμενα». Κι αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία το μαρτύριό της και φανερώνεται ακόμη εντονότερα η αγάπη της προς τον Χριστό, όταν σκεφτεί κανείς ότι η αγία ήταν μία πριγκιποπούλα, κόρη υπάτου της Ρώμης, δηλαδή ανθρώπου με τη μεγαλύτερη μετά τον αυτοκράτορα εξουσία στην αυτοκρατορία, με πλούτη και τιμές και δόξες πολλές. Κι όμως, σαν τον απόστολο Παύλο, «ηγήσατο πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήση», όλα τα θεώρησε σαν σκουπίδια, για να έχει τον Χριστό. Κι είναι φυσικό ο άγιος υμνογράφος να επισημαίνει και τη διάσταση αυτή: «Δεν υπολόγισες καθόλου, μάρτυς, τον φθαρτό πλούτο, διότι αναζητούσες με προθυμία τον άφθαρτο και αιώνιο πλούτο στους ουρανούς».

Η υμνογραφία της αγίας δεν παύει βεβαίως να μας θυμίζει το αυτονόητο: ότι αν μπόρεσε η αγία να υπερβεί τη γοητεία του πλούτου, της δόξας, της σάρκας, και να φτάσει μάλιστα και στο μαρτύριο,  ήταν διότι πέραν της δικής της καλής προαίρεσης είχε συνεργούσα και την παντοδύναμη χάρη του Θεού. «Κατάσβεσες τη δυσωδία του σαρκικού φρονήματος και τη φλόγα της αμαρτίας, Αγνή, με τη δροσιά του Θείου Πνεύματος που συνεργούσε μαζί σου»∙ «Προς τις τιμωρίες, προς τα βάσανα και τις διάφορες μάστιγες, μάρτυς, προχώρησες απτόητη, γιατί είχες συνεργούσα τη χάρη του Σωτήρα Χριστού, που σε δυνάμωνε».

Η αγία λοιπόν και πριν φτάσει στο μαρτύριο, που ήταν η απογείωση της ψυχικής δύναμης και ομορφιάς της, ήταν ήδη καταστολισμένη με όλες τις αρετές («αφού καλλωπίστηκες με τις αρετές, έγινες ακόμη πιο ωραία με τις καλλονές του μαρτυρίου»), τόσο που «η ψυχή της έμοιαζε με ένα ωραίο κατάστημα, λόγω της ομορφιάς  της ευσέβειάς της». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η Εκκλησία μας την είχε χαριτώσει με το αξίωμα της Διακόνισσας, του πρώτου βαθμού της ιερωσύνης δηλαδή που υπήρχε τότε στην Εκκλησία, με έργο τη βοήθεια του επισκόπου και των ιερέων στη φιλανθρωπία και τη διακονία των διαφόρων αναγκών των ανθρώπων, ακόμη δε και στο κήρυγμα. Ο ζήλος της μάλιστα για τη διακονία της και για το μαρτύριό της παρομοιάζεται με την πρώτη μάρτυρα γυναίκα και ισαπόστολο αγία Θέκλα. «Όπως πριν η Θέκλα, έτσι κι εσύ, αοίδιμε, απέκτησες τον ζήλο αυτής».

Η αγία Τατιανή μας παραδειγματίζει με την αγάπη της προς τον Χριστό και το μαρτυρικό της φρόνημα. Και μας δείχνει μεταξύ των άλλων και τον δρόμο της υπέρβασης της όποιας στον κόσμο ανομίας. Η ανομία και το πλήθος των κακών στον κόσμο υπερβαίνεται, όταν ο άνθρωπος μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, έχοντας ετοιμότητα να δώσει και τη ζωή του για την πίστη αυτού. «Τους χείμαρρους της ανομίας τους αποξήρανες, μακαρία, με τα ρείθρα των αιμάτων σου». Διότι «όπου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις».

11 Ιανουαρίου 2024

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΔΙΑΛΕΓΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ;

Ὁ διάλογος τοῦ γονιοῦ μέ τά παιδιά, ἰδίως τούς ἐφήβους, δείχνει ὅτι ὁ γονιός τά λαμβάνει σοβαρῶς ὑπ’ ὄψιν καί τά θεωρεῖ κατά ὀργανικό τρόπο ἐνταγμένα μέσα στήν οἰκογένεια. Τά παιδιά σ᾽ αὐτήν τήν περίπτωση νιώθουν  ἀσφάλεια καί ἀνεβάζουν τήν αὐτοεκτίμησή τους, γεγονός πού τά ὁδηγεῖ σέ μία συναισθηματική ἰσορροπία καί στή σταδιακή κατά φυσιολογικό τρόπο ὡρίμανσή τους. ᾽Αντιθέτως· ἡ ἄρνηση τοῦ γονιοῦ νά διαλεχτεῖ μέ τό παιδί του, ἐκτός ἀπό τό ὅτι φανερώνει τήν ψυχολογική δική του ἐμπλοκή, (διότι δείχνει άδυναμία ἐμπιστοσύνης καί ὑπεροπτική συμπεριφορά), ὁδηγεῖ καί τό παιδί σέ μειονεξία καί ἴσως καί σέ ἐπιθετική συμπεριφορά. «Οἱ γονεῖς μή παροργίζετε τά τέκνα ὑμῶν» λέει ὁ ἀπόστολος.  Δέν εἶναι τυχαῖο αὐτό πού ἔχει ὀρθῶς εἰπωθεῖ ὅτι «τό παιδί ἀποτελεῖ τόν καθρέφτη τοῦ σπιτιοῦ του». Μιά προβληματική, ἀντικοινωνική δηλαδή, συμπεριφορά ἑνός παιδιοῦ κι ἑνός νέου τίς περισσότερες φορές ἔχει τήν αἰτία του σέ μία μή ὀρθή ἐπικοινωνιακή σχέση τῶν γονιῶν του πρός αὐτά.  Γι᾽ αὐτό καί δέν θά πρέπει νά σπεύδουμε οἱ μεγαλύτεροι νά  ρίχνουμε τό «ἀνάθεμα» στούς νέους, ὅταν τούς βλέπουμε ἐπαναστατημένους καί ἐπιθετικούς. Θά πρέπει μᾶλλον νά τούς βλέπουμε μέ συγκατάβαση καί μέ προσευχητική διάθεση, προκειμένου νά τά βοηθήσουμε καί νά μή τούς δώσουμε ἴσως τή χαριστική βολή.

Εἶναι ἑπομένως δικαίωμα τοῦ παιδιοῦ νά δέχεται τήν ἀγάπη τῶν γονιῶν του, ἐκφρασμένη καί μέ τή διάθεσή τους γιά διάλογο πρός αὐτό.  Ἡ ἐν ἀγάπῃ ἀποδοχή τοῦ παιδιοῦ, ἡ διάθεση τοῦ γονιοῦ νά προσέξει τό παιδί του, νά τό ἀκούσει καί νά τό ἀφουγκραστεῖ ἀκόμη, κάνει τό παιδί, ὅπως εἴπαμε, νά ὡριμάζει φυσιολογικά καί νά ἑτοιμάζεται νά γίνει μέλος τῆς κοινωνίας μέ θετικό ρόλο σ᾽ αὐτήν. Μέ συγκίνηση ἄκουσα πρό καιροῦ ἕνα νέο ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἀντιμετώπιζε συνήθως τήν ἐπιθετική συμπεριφορά τοῦ πατέρα του καί τή μόνιμη ἄρνησή του νά τόν ἀποδεχτεῖ, νά μοῦ λέει ὅτι ἐκεῖνο πού τόν ὁδήγησε στήν ᾽Εκκλησία σέ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν  ἦταν ὅταν ἕνας κληρικός τοῦ χάϊδεψε μιά ἡμέρα πού εἶχε πάει στό ναό  τό κεφάλι, ρωτώντας μέ πατρικό ἐνδιαφέρον τό ὄνομά του καί τί κάνει. ῎Ενιωσε, μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε, ὅτι μιά θεϊκή ἡλιαχτίδα ἦλθε ἐπάνω του πού  τοῦ ἄνοιξε κυριολεκτικά τήν καρδιά. Τό παιδί ἔκτοτε, ἄνδρας σήμερα, δέν ἔφυγε ἀπό τήν ᾽Εκκλησία. ῞Ενα χάδι στό κεφάλι, ἕνας πατρικός λόγος.

Ὁ διάλογος δέν ἀρκεῖ ὅμως, ἄν δέν συνοδεύεται μέ τό προσωπικό καλό παράδειγμα τοῦ γονιοῦ. Τό παιδί, ἔστω καί πολύ μικρό ἀκόμη, ἔχει τεντωμένες, ὅπως λένε, τίς κεραῖες του, γιά νά συλλάβει ὁτιδήποτε συνιστᾶ ἀντίφαση μεταξύ λόγων καί ἔργων τοῦ γονιοῦ. ῎Αν ἡ διάθεση τοῦ γονιοῦ γιά διάλογο δέν ἔχει κίνητρο τήν πραγματική ἀγάπη του καί τό ἐνδιαφέρον του γιά τό παιδί του, τότε τό παιδί ἀμέσως θά καταλάβει τήν ὑποκρισία καί θά ἀπορρίψει τόν ὅποιο διάλογο. Διότι τό θέμα δέν εἶναι ἁπλῶς νά ὑπάρχει διάλογος, ἀλλά τό γιατί γίνεται αὐτός καί μέ τί διάθεση. Κι εἶναι γνωστό ὅτι ἐκεῖνο πού καλλιεργεῖ τήν ἀγάπη συνεπῶς καί τήν καλή ἐπικοινωνία, ἰδίως μέ τά παιδιά,  εἶναι ἡ σχέση μέ τόν Θεό καί ἡ προσευχητική ἀναφορά σέ Αὐτόν. Γονιός ἔτσι πού προσεύχεται γιά τό παιδί του μεταφέρει σ’ αὐτό τή χάρη πού παίρνει ἀπό τόν Θεό κι εἶναι σάν νά τό περιβάλλει μέ τή θεία σκέπη Του, πού γαληνεύει καί εἰρηνεύει τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ.

Κι ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὅ,τι δέν μπορεῖ νά ἐπιτύχει ὁ γονιός στή σχέση του μέ τό παιδί του, τό ἐπιτυγχάνει ὁ Θεός μέσω τῆς προσευχῆς τοῦ γονιοῦ. Οἱ ἅγιοί μας διαρκῶς προέτρεπαν τούς γονεῖς νά προσεύχονται πρώτιστα γιά χάρη τῶν παιδιῶν τους. ῎Αν τό «εὔχεσθε ὑπέρ ἀλλήλων ὅπως ἰαθῆτε» ἰσχύει γιά ὅλους, πολλῷ μᾶλλον γιά τούς γονεῖς ὑπέρ τῶν παιδιῶν τους. Ὅλοι θυμόμαστε αὐτό πού ἐτόνιζε κατεξοχήν ὁ ὅσιος  Παΐσιος:  «Ὁ λόγος τῶν γονιῶν στά παιδιά πηγαίνει στά αὐτιά. Ὁ λόγος τῶν γονιῶν στόν Θεό γιά τά παιδιά πηγαίνει στήν καρδιά». Κι εἶναι εὐνόητο· παίρνει ἐπιπλέον ἀφορμή ὁ Θεός μας τήν ἀγάπη τοῦ γονιοῦ γιά νά προσφέρει τήν ἔτσι κι ἀλλιῶς δεδομένη ἀγάπη Του καί τή χάρη Του στά παιδιά. ῎Ελεγε κι ὁ ἅγιος Πορφύριος: «ὅταν τό παιδί βλέπει τόν γονιό του νά στρέφεται μέ ὑπερβολικό συναισθηματικά ἐνδιαφέρον στό ἴδιο, κάτι παθαίνει καί ἀντιδρᾶ. Γι᾽ αὐτό νά στέλνετε τήν ἀγάπη σας σ᾽ ἐκεῖνο ἔμμεσα·   μέσω τῆς προσευχῆς σας στόν Θεό. Τότε θά εἰσπράττει τήν ἀγάπη σας ὡς ἁπαλό χάδι στήν ψυχή του». Πότε ἀποκαταστάθηκε ἡ ἐπικοινωνία τῆς ἁγίας Μόνικας πρός τόν ἐπαναστατημένο καί ἀπορριπτικά πρός αὐτήν τοποθετημένο γιό της Αὐγουστίνο; Ὅταν ἐκείνη σταμάτησε νά τοῦ μιλάει καί «ἔλιωσε» γονατιστή στήν προσευχή. Κι ἔγινε ὁ γιός της ὁ ἅγιος καί ἱερός Αὐγουστίνος.

Τόν πιό καταλυτικό ρόλο ὅμως στήν ἐπικοινωνία  γονιοῦ καί παιδιοῦ τόν παίζει ὁ σεβασμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ παιδιοῦ. Ὅ,τι κι ἄν κάνει ἕνας γονιός, τά πάντα νά προσφέρει στό παιδί του, ἰδίως τόν ἔφηβο, ἄν νιώσει τό παιδί ὅτι δέν σέβεται τήν ἐλευθερία του, τότε ματαίως κοπιᾶ καί παλεύει. Κι ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: ὁ Θεός προίκισε τόν ἄνθρωπο μέ τό μεγαλύτερο καί σπουδαιότερο δῶρο, τήν ἐλευθερία. «Πρέπει νά καταλάβουμε οἱ ἄνθρωποι», ἔλεγε καί πάλι ὁ μέγας Πορφύριος, «ὅτι ὁ Θεός δέν μᾶς ἔδωσε ἁπλῶς ἐλευθερία. Χάραξε τήν ἐλευθερία μέσα μας». Γι᾽ αὐτό καί ὁτιδήποτε καταστρατηγεῖ αὐτήν τήν ἐλευθερία διαστρέφει τόν ἀληθινό χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου. Μεγαλύτερη ἀπόδειξη γιά τήν ἀλήθεια αὐτή ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο πού μᾶς κάλεσε ἐλεύθερα νά Τόν ἀκολουθοῦμε γιά τή σωτηρία μας, δέν ὑπάρχει. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν» εἶπε. Καί μιλώντας γιά σεβασμό τῆς ἐλευθερίας τῶν παιδιῶν δέν ἐννοοῦμε τήν ἄρνησή μας νά τά καθοδηγοῦμε  καί νά ἀσκοῦμε ἀγωγή ἐπάνω τους. Κι αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, ἰδίως στά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τους, γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔρχεται προβληματική στόν κόσμο τοῦτο, τόν πεσμένο στήν ἁμαρτία. ᾽Αλλά ἡ ἐπέμβαση αὐτή καί ἡ ἀγωγή πρέπει νά γίνεται διακριτικά, μέ ἀγάπη καί μέ ὑπομονή. ῎Ετσι οὔτε ἡ ὑπερβολή τῆς προστασίας μας ἀλλά καί οὔτε καί ἡ ἀδιαφορία μας μποροῦν νά δικαιωθοῦν. Μεταξύ πάντοτε τῶν δύο ἀκροτήτων, τοῦ ὑπερπροστατευτισμοῦ καί τῆς ἀδιαφορίας, ὑπάρχει ὁ ἴσιος δρόμος τῆς πίστεως: ἡ διακριτική ἐν ἀγάπῃ ἐπέμβαση. Κι αὐτή ὅπως εἴπαμε, ὅσο τά παιδιά εἶναι ἀκόμη μικρά. Στήν τυχόν ἔνστασή μας, τί κάνουμε ὅταν τά παιδιά μεγαλώσουν, ἡ ἀπάντηση εἶναι: ριχνόμαστε στήν προσευχή ὑπέρ αὐτῶν. «Ἀφῆστε καί κανένα κατσαβίδι γιά τόν Χριστό», ἔλεγε χαριτολογώντας ὁ ὅσιος Παΐσιος σέ πανικόβλητους γονεῖς πού ἔβλεπαν τά παιδιά τους νά ἀντιδροῦν πρός τήν πίστη. «Δέν θά τά λύσουμε ἐμεῖς ὅλα τά θέματά τους». Καί· «οἱ γονεῖς εἶναι κυρίως ὑπεύθυνοι ὅσο τά παιδιά εἶναι μικρά. ᾽Αφότου μπαίνουν στήν ἐφηβεία, χωρίς βεβαίως νά ἀδιαφορεῖ ὁ γονιός, ἀναλαμβάνει ὁ Χριστός καί ὁ φύλακας ἄγγελος τοῦ παιδιοῦ».

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ο ΚΟΙΝΟΒΙΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ

«Ο όσιος πατέρας μας Θεοδόσιος ήταν από την κώμη Μωγαρισό της επαρχίας της Καππαδοκίας, τον πατέρα του τον έλεγαν Προαιρέσιο και τη μητέρα του Ευλογία, που ήταν και οι δύο ευσεβείς και πιστοί χριστιανοί. Ακολούθησε δε τη μοναχική ζωή και το ιερό ένδυμα αυτής. Πήγε στα Ιεροσόλυμα και από εκεί έφθασε στην Αντιόχεια προς τον μέγα Συμεών τον Στυλίτη, από τον οποίο και μυήθηκε την επίδοση στην αρετή, που θα παρουσίαζε αργότερα. Διότι θα γινόταν ποιμένας πολλών λογικών προβάτων. Έπειτα ησυχάζει κοντά σε κάποιο σεβαστό άνδρα, ονόματι Λογγίνο. Ακολουθώντας την άκρα εγκράτεια, ώστε να σιτίζεται μία φορά την εβδομάδα, και χωρίς να γευτεί καθόλου άρτο για τριάντα χρόνια, κι αφού εξάσκησε κάθε άλλη αρετή, έφτασε σε τόσο μεγάλο πνευματικό ύψος, ώστε να επιτελεί και παράδοξα θαύματα. Για παράδειγμα: - Τον μοναχό Βασίλειο, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του και εγκαινίασε τον τάφο που ο άγιος είχε κατασκευάσει για τον ίδιο, για μνήμη θανάτου, ο όσιος μόνος με έναν ακόμη μοναχό, ενώ στους υπόλοιπους ήταν αθέατος,  τον έβλεπε να στέκεται μαζί με τους αδελφούς και να συμψάλλει˙ - χωρίς να υπάρχει φωτιά, άναψε τα σβησμένα κάρβουνα, εκεί που επρόκειτο να ιδρύσει το μοναστήρι˙ - κάποια γυναίκα που τον πλησίασε, την απάλλαξε από την αιμορραγία της˙ - από έναν κόκκο, τον οποίο ευλόγησε  και τον έδωσε πίσω, έκανε να ξεχειλίζουν τα χωράφια με σιτάρι˙ - ένα παιδί που έπεσε μέσα σε φρεάτιο, ήλθε αόρατα και το έβγαλε από τον λάκκο˙ - σταμάτησε τον θάνατο των παιδιών που γεννώνταν, τα οποία δεν πρόφταιναν να φτάσουν ζωντανά στη ζωή. Τη μητέρα τους λοιπόν, που ήταν όπως σχεδόν οι στείρες γυναίκες, με την προσευχή του την έκανε εύτεκνο˙ - και απεσόβησε νέφος ακρίδων με μόνη την επιτίμησή του˙ - και τον Κήρυκο, τον κόμητα της Ανατολής, τον έκανε άτρωτο στους πολέμους, διότι αντί για θώρακα φόρεσε αυτός την τρίχινη εσθήτα του αγίου˙ - και τη γη που ταλαιπωρείτο από την ξηρασία, την απάλλαξε από την αδικία περί τους καρπούς, κάνοντας να έλθει βροχή με την προσευχή του˙ - προείπε και την πτώση των οικοδομημάτων από σεισμό που επρόκειτο να καταλάβει την Αντιόχεια, όπως και πολλούς έσωσε από τα θαλάσσια κύματα, εμφανιζόμενος σ᾽ αυτούς που κινδύνευαν. Έγινε καθηγητής πολλών μαθητών και έτσι εξεδήμησε προς τον Κύριο. Τελείται δε η σύναξή του στο σεπτό αποστολείο του αγίου αποστόλου Πέτρου».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν είναι δυνατόν να μη προβάλλουν τη σπουδαία ασκητική διαγωγή ενός από τους μεγαλυτέρους οσίους της Εκκλησίας μας, ο οποίος μάλιστα έχει και τον τίτλο του καθηγητού της ερήμου, αφού καθοδήγησε πλήθος άλλων μοναχών όχι με τα λόγια, αλλά πρώτιστα με την ίδια την αγιασμένη ζωή του. «Όσιε πάτερ, θεοφόρε Θεοδόσιε, αγωνίστηκες σπουδαία στην πρόσκαιρη αυτή ζωή, με τους ύμνους και τις νηστείες και τις αγρυπνίες, γενόμενος έτσι παράδειγμα των μαθητών που ήταν μαζί σου». Η μεγαλωσύνη του μάλιστα παρομοιάζεται με εκείνην του μεγίστου οσίου Αντωνίου, δείχνοντας με τον τρόπο αυτόν πράγματι το μέγεθος της αγιότητας και του ίδιου. «Ασκήθηκες αληθινά όπως ακριβώς ο μέγας Αντώνιος».

Η κατεξοχήν άσκησή του, κατά τον υμνογράφο του, ήταν στην προσευχή, στο κατά Θεόν πένθος και τα δάκρυα, στη μνήμη του θανάτου. Ασκούμενος σ᾽ αυτά, έφτασε σε μεγάλα ύψη ταπείνωσης και καθαρότητας, συνεπώς δημιούργησε μέσα στην καρδιά του τον κατάλληλο χώρο για την ενοίκηση της αγίας Τριάδος. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν», όπως και «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Με την ενοίκηση του Θεού στην ύπαρξή του, έγινε και ο ίδιος φως, το οποίο φώτισε και τους μοναχούς του μοναστηριού του, αλλά και τον κόσμο που τον επισκεπτόταν. Σημειώνει ο άγιος υμνογράφος: «όπως ποθούσε η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, βρήκε την καθαρή σου ψυχή και κατασκήνωσε σε σένα σαν άχραντο φως». Είπαμε όμως: η καθαρότητα αυτή της ψυχής του ήταν αποτέλεσμα του αδιάκοπου κατά των ψεκτών παθών αγώνα του, κυρίως στην προσευχή, το κατά Θεόν πένθος και τα δάκρυα, τη μνήμη του θανάτου. «Σηκώνοντας τα θεϊκά σου χέρια προς τον Θεό, όσιε, φάνηκες φωτεινός στύλος, που λάμπει με τις ακτίνες των προσευχών». «Θεοδόσιε, οι κρουνοί των δακρύων σου έσταξαν γλυκασμό ευφροσύνης από τον Χριστό τον Θεό, ο Οποίος  μετέτρεψε τα δάκρυα των Μυροφόρων σε χαρά». Και κυρίως η μνήμη του θανάτου: «Κρατώντας πάντοτε στη ζωή σου τη μελέτη του θανάτου και σπεύδοντας να φύγεις από τη ζωή αυτή προς τον Χριστό, που φάνηκε για εμάς ως άνθρωπος, κατασκεύασες για τον εαυτό σου τον τάφο σου, Θεοδόσιε». Μοιάζει και σ᾽ αυτό με τον άγιο Αντώνιο, ο οποίος τόνιζε ότι δεν είναι δυνατόν να φτάσει σε αγιότητα ο άνθρωπος, αν δεν θεωρήσει την κάθε του ημέρα ως την τελευταία  της ζωής του. Κι αν για τους μεγάλους αυτούς οσίους η μελέτη του θανάτου θεωρείτο ως απαραίτητη πνευματική άσκηση, ας φανταστούμε πόσο πιο απαραίτητη είναι για εμάς, τους εν τη ταραχή και συγχύσει του κόσμου ευρισκομένους. Είναι αυτό που προτρέπει ο λόγος του Θεού ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Θυμήσου το τέλος της ζωής σου, και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ».

Οι πνευματικές του ασκήσεις και η εν Χριστώ πρόοδός του ενισχύονταν από δύο στοιχεία: πρώτον, από τον τόπο που ευρισκόταν, δηλαδή  κοντά στον τόπο που έζησε ο ίδιος ο Κύριος, γι᾽αυτό και ο υμνογράφος προβάλλει τα στάδια της πνευματικής του πορείας κατά αντιστοιχία με την πορεία του Χριστού – «Άφησες τον κόσμο και τα εν τω κόσμω, όσιε, επειδή μιμήθηκες τη γύμνωση που υπέστη ο Δεσπότης Κύριος στον Ιορδάνη, Θεοδόσιε», «Μιμούμενος την υπακοή και την άριστη ταπείνωση του Χριστού, που έκλινε την κεφαλή του στον Πρόδρομο, Πάτερ Θεοδόσιε, ανέβηκες και εσύ στον στέρεο πύργο των αρετών», «Σήκωσες στους ώμους σου τον σταυρό του Σωτήρα και έτρεξες στον τάφο εκείνου, όπως τρέχει το ελάφι στις σωτήριες πηγές των υδάτων, παμμάκαρ Θεοδόσιε» – δεύτερον, από το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να προσεύχεται και να ζει μέσα στον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία αγαπούσε υπερβαλλόντως – «Αφού λειτούργησες στην Παρθένο και Μητέρα Χριστού του Θεού, δέχτηκες την ακαταμάχητη χάρη του αγίου Πνεύματος», «Αξιώθηκες να κατοικείς στον θείο  ναό της Θεοτόκου και να τον επισκέπτεσαι. Διότι αγάπησες να βλέπεις τη λαμπρότητα του Θεού». Κι είναι ευνόητο: δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος να προχωρήσει σε αγιότητα, να έχει την οποιαδήποτε αγιότητα, αν δεν αγαπήσει τη Μητέρα του Κυρίου, την υπεραγία Θεοτόκο. Η αγάπη προς Εκείνην είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης προς τον ίδιο τον Χριστό και Θεό μας.

Αναφέραμε προηγουμένως ότι ο όσιος Θεοδόσιος ήταν φωτισμένος εκ Θεού άνθρωπος, ο οποίος φώτιζε και τους μοναχούς του και τον κόσμο που τον επισκεπτόταν. Κι ο φωτισμός αυτός φανερωνόταν και με τις θεόπνευστες διδασκαλίες του. Ο όσιος μπορεί να ήταν μέγας ασκητής, αλλά λόγω της θέσεώς του και της ευθύνης την οποία είχε, είχε και διδασκαλικό χάρισμα. Και τι δίδασκε; Μα, ό,τι η Εκκλησία μας κήρυσσε. Δεν θα ήταν άλλωστε ο άγιος που ξέρουμε, αν η αγιότητά του δεν στηριζόταν στην παράδοση της Εκκλησίας. Ελεύθερη και αυτόνομη αγιότητα δεν υφίσταται. Ό,τι αγιότητα έχει κανείς, οφείλεται στην ένταξή του στην Εκκλησία και τη σχέση του με τον Χριστό, τους Αποστόλους, τους προηγουμένους από αυτόν αγίους. Ο όσιος λοιπόν ήταν παραδοσιακός, συνδεδεμένος δηλαδή με την πηγή της χάρης, γι᾽αυτό και κήρυσσε τα δόγματα της πίστεως. Υπέρμαχος των Οικουμενικών Συνόδων, των τεσσάρων δηλαδή που υφίσταντο μέχρι την εποχή του, κήρυσσε ορθά το τριαδολογικό και το χριστολογικό δόγμα. Και μάλιστα η υπερμάχησή του για την ορθή εικόνα του Χριστού, ως τελείου Θεού και τελείου ανθρώπου, δηλαδή ως έχοντος δύο φύσεις, συνεπώς και δύο θελήσεις και ενέργειες, αλλά μία θεϊκή προσωπικότητα, ήταν εκείνο που τον συνείχε, μέχρι σημείου να θέλει να δώσει και τη ζωή του για την αλήθεια αυτή. Γι᾽ αυτό και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας τονίζουν και την ορθή από αυτόν εξαγγελία της πίστεως, αλλά και το μαρτυρικό του φρόνημα. «Ενθυμούμενοι τα διδάγματά σου, Θεοδόσιε, κηρύσσουμε τον Χριστό  με δύο ουσίες, γνωρίζοντας δύο και τις φυσικές θελήσεις και τις ενέργειες και τα αυτεξούσια, του Θεού που βαπτίστηκε ως άνθρωπος». «Κήρυξες, θεόφρον Θεοδόσιε, τις ισάριθμες με τα σεπτά ευαγγέλια του Χριστού Συνόδους, έτοιμος να δώσεις το αίμα της προαίρεσής σου με μαρτυρικό ζήλο, γι᾽αυτό και αναδείχτηκες και αναίμακτος μάρτυρας της πίστεως». 

10 Ιανουαρίου 2024

ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΥΖΥΓΟΙ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ;

Ἡ χρήση τοῦ διαλόγου προκειμένου νά ἐπιλύονται τά διάφορα προβλήματα πού κατ᾽ἀνάγκην ἀναφύονται στήν πορεία μιᾶς οἰκογένειας θεωρείται δεδομένη(;) γιά ἕνα χριστιανικό ζευγάρι. Δέν εἶναι δυνατόν αὐτοί πού ἔχουν γίνει ἕνα, (:«οὐκέτι εἰσί δύο, ἀλλά μία σάρξ» εἶπε ὁ Κύριος), πού εἶναι ἑνωμένοι μέ τά δεσμά τῆς ἀγάπης καί ἔχουν ὡς βάση τόν Χριστό, νά μή χρησιμοποιοῦν τό διάλογο μεταξύ τους. ῎Αν κοινωνία μέ τόν Θεό σημαίνει καθημερινή καί συνεχή προσευχή ὡς διάλογο μαζί Του, τότε πῶς εἶναι δυνατόν νά λείπει αὐτός ὁ διάλογος μεταξύ ἐκείνων πού εἰκονίζουν τή σχέση τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἄνθρωπο; Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι τό ζευγάρι μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ὁδηγήθηκε σ᾽ αὐτό τό μεγάλο μυστήριο:  νά εἰκονίζει τόν Χριστό καί τήν ᾽Εκκλησία. «Τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστί, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ᾽Εκκλησίαν». Ὁ διάλογος λοιπόν πρέπει νά λειτουργεῖ σέ καθημερινή βάση. Κι ἐννοοῦμε  ὄχι μόνο ἐπικοινωνία μέ τίς λέξεις, ἀλλά καί μέ τήν ὅλη συμπεριφορά. Ἕνα βλέμμα στοργῆς, ἕνα χαμόγελο ἀπό καρδιᾶς μεταφέρει νοήματα πολύ περισσότερα κάποιες φορές ἀπό ὅσο κάποιες λέξεις.

Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι μιλᾶμε γιά τόν πραγματικό διάλογο, πού βασίζεται στό «ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ» (ἀπ. Παῦλος), δηλαδή προϋποθέτει ἰσοτιμία καί ἀμοιβαιότητα στή σχέση τῶν συζύγων. Λόγια τοῦ τύπου «εἶμαι ἄντρας καί τό κέφι μου θά κάνω καί θά πῶ καί μιά κουβέντα παραπάνω», μπορεῖ νά ἀκούγονται εὐχάριστα ὡς λαϊκά τραγούδια καί μάλιστα ἀπό τούς ἄντρες, ἀλλά δέν πατᾶνε σέ ἔδαφος χριστιανικό. Μή ξεχνᾶμε δύο πράγματα: πρῶτον, ὅτι ὁ Θεός, κατά τή διήγηση της Γραφής, δημιούργησε τή γυναίκα ἀπό τήν πλευρά τοῦ ἄνδρα, πού σημαίνει οὔτε ἀπό τό κεφάλι γιά νά τόν καθοδηγεῖ ἡ γυναίκα ἀλλά οὔτε καί ἀπό τά πόδια γιά νά ποδοπατᾶ τή γυναίκα του ὁ ἄντρας. ᾽Από τήν πλευρά σημαίνει, κατά τούς ἁγίους μας, ἰσότητα, ὅτι βάζει τή γυναίκα, πού ᾽ναι «σάρξ ἐκ τῆς σαρκός του καί ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων του», δηλαδή ἴδιο ὑλικό, στήν ἴδια θέση. Καί δεύτερον, ὅτι ναί μέν ἡ Γραφή χαρακτηρίζει τόν ἄντρα ὡς κεφαλή τῆς γυναίκας, ἀλλά μέ τήν ἔννοια πού δίνει στόν Χριστό ἔναντι τῆς ᾽Εκκλησίας. Δηλαδή ὡς τοῦ πρώτου στή διακονία καί τήν ὑπηρεσία καί τή θυσία. Διότι ἔτσι ὁ Χριστός εἶναι κεφαλή τῆς ᾽Εκκλησίας. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ ἄντρας εἶναι κεφαλή τῆς γυναίκας σημαίνει ὅτι πρῶτος αὐτός ὑπηρετεῖ αὐτήν καί τήν οἰκογένειά του, ἕτοιμος νά θυσιασθεῖ πρός χάρη αὐτῆς καί τῶν παιδιῶν του. Μέ τό σκεπτικό αὐτό κατανοεῖ κανείς καί τό διαρκῶς στρεβλούμενο νοηματικά ἁγιογραφικό χωρίο «ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄνδρα». Ἡ γυναίκα δηλαδή πού βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τῆς καρδιᾶς τοῦ ἄνδρα της καί δέχεται τή στοργική ἀγάπη του πρέπει νά τόν σέβεται.

Ὁ διάλογος λοιπόν εἶναι ἀπό τά πιό καίρια στοιχεῖα στήν ἐπικοινωνία τῶν συζύγων καί λειτουργεῖ θετικά, ὅταν γίνεται μέ τήν προϋπόθεση τῆς ἰσοτιμίας καί τῆς ἐν ἀγάπῃ ἀμοιβαιότητος. ᾽Από τήν ἄλλη, εἶναι δεῖγμα ὡριμότητος καί φυσιολογικῆς εὐφυΐας τοῦ ἀνθρώπου, ἰδίως μέσα στό πλαίσιο τῆς συζυγίας, νά ἔχει κατανοήσει τό αὐτονόητο:  ὅτι κανείς, πλήν τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι τέλειος καί ὅτι συνεπῶς ἡ ἄποψη κάποιου  γιά τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου εἶναι πράγματι ἄποψη καί ὄχι θέσφατο. Ὅσο κανείς συνειδητοποιεῖ ὅτι, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι πατέρες, «νόμος τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ εἶναι ἡ πλάνη», τόσο θά μειώνει μέσα του τήν πεποίθηση ὅτι αὐτό πού ἐκεῖνος λέει εἶναι πάντοτε καί τό σωστό. Καί σωστό νά εἶναι αὐτό πού λέει, ἔχει πιθανόν καί ἄλλες διαστάσεις πού τοῦ διαφεύγουν. Συνεπῶς, φράσεις τοῦ τύπου «αὐτό πού σοῦ λέω ἐγώ, αὐτό εἶναι, καί τέρμα!», ἤ «τί νά μοῦ πεῖς καί σύ; τί ξέρεις;», ὄχι μόνο δέν εἶναι ἀληθινές, ἀλλά δυστυχῶς ἐκφράζουν ἕναν ἀπύθμενο ἐγωισμό, φανερώνοντας ἄνθρωπο μέ δαιμονική νοοτροπία, ἔστω κι ἄν στά λόγια καί στήν ἰδεολογία θέλει νά χαρακτηρίζεται χριστιανός. ῎Αν δέν εἶσαι ἐνεργείᾳ χριστιανός στό σπίτι σου, ὁ ἄνδρας πρός τή γυναίκα του ἤ ἡ γυναίκα πρός τόν ἄντρα της, ὅπως καί οἱ δύο ἀπέναντι στά παιδιά τους,  τά ὑπόλοιπα ἠχοῦν ὡς «κύμβαλον ἀλαλάζον»! Μία ἐπισήμανση τοῦ μεγάλου ἀσκητικοῦ Πατέρα ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος εἶναι ἐν προκειμένω ἀποκαλυπτική: «Ὅποιος θέλει νά ἐπιβάλει τή γνώμη του, ἔστω κι ἄν εἶναι ὀρθή, νά γνωρίζει ὅτι πάσχει ἀπό τή νόσο τοῦ διαβόλου, τήν ὑπερηφάνεια».

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΥΣΣΗΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος ήταν αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, λαμπρός στους λόγους και ζηλωτής της ορθόδοξης πίστης. Γι’ αυτόν τον λόγο κι έγινε προεστώς της Εκκλησίας του Χριστού. Κι όταν ήλθε μαζί με αυτούς που συγκρότησαν την Δευτέρα στην Κωνσταντινούπολη Οικουμενική Σύνοδο (381), οι οποίοι εναντιώνονταν κατά των δυσσεβών αιρέσεων, βρέθηκε υπέρμαχος των Πατέρων, κατατροπώνοντας τους αιρετικούς με τη δύναμη των λόγων του και με τις αποδείξεις που έφερνε από τις Άγιες Γραφές. Διότι νίκησε, μετερχόμενος κάθε επιχείρημα λόγων και ευδοκιμώντας στην αρετή. Έφτασε σε προχωρημένο γήρας και εκδήμησε προς τον Κύριο. Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, όμοιος σχεδόν με τον αδελφό του Βασίλειο».

 Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ανήκει στη μεγάλη χορεία των Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας, μαζί με τον αδελφό του Βασίλειο τον μέγα, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Η μεγαλωσύνη του αναδείχτηκε ιδίως κατά τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, «στην οποία έγινε ο κατεξοχήν εκφραστής της τριαδολογίας και πνευματολογίας των καππαδοκών και αναγνωρίστηκε ως μεγάλη θεολογική μορφή» (Σ. Παπαδόπουλος). Δεν είναι τυχαίο ότι η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787) τον χαρακτήρισε «Πατέρα Πατέρων». Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος του Ιωάννης μοναχός, έχοντας υπ’ όψιν την όλη προσφορά του και την αξιολόγηση της ίδιας της Εκκλησίας διά του στόματός της, των Οικουμενικών Συνόδων, αφενός τον χαρακτηρίζει εξίσου «διδασκάλων το λαμπρόν εγκαλλώπισμα», αφετέρου τον τιμά με παρόμοιο τρόπο με τον αδελφό του άγιο και μέγα Βασίλειο: «Ω η θαυμαστή αδελφική δυάδα, ίδιου αίματος σαρκικά, ίδιου φρονήματος ως προς τα θεία! Αυτήν τη δυάδα τιμώντας, τον Βασίλειο κατά λόγο δικαιοσύνης, μαζί με τον Γρηγόριο, τιμάμε στους αιώνες».

Ο άγιος υμνογράφος επικεντρώνει την προσοχή μας με τον κανόνα του στον άγιο, στο μεγαλύτερο τουλάχιστον ποσοστό, στη θεολογική προσφορά του Γρηγορίου, δηλαδή στην υπεράσπιση των ορθοδόξων δογμάτων, τα οποία αποτελούν το στήριγμα του κόσμου. Κι η υπεράσπιση αυτή βεβαίως δεν ήταν πρώτιστα καρπός της μεγάλης όντως παιδείας του και της μεγαλοφυούς διανοίας του.  Ήταν καρπός του φωτισμού του από τον Θεό λόγω της ασκητικής του διαγωγής και του άυλου βίου του. «Έχοντας την έλλαμψη από τον Θεό και έχοντας εξασκηθεί στον αγγελικό βίο, διέπρεψες στη γεμάτη εγρήγορση ιερατική σου διακονία. Διότι αφού διατράνωσες με τη χάρη του Θεού τα δόγματα, στήριξες τον κόσμο στην ορθοδοξία». Ο εκ Θεού φωτισμός του ήταν εκείνος που του έδινε τη δυνατότητα, όπως συνέβη άλλωστε και με τους άλλους μεγάλους Πατέρες και Διδασκάλους, να μη μένει στην επιφάνεια των λόγων της Αγίας Γραφής, στο «νομικόν ένδυμα», αλλά να διεισδύει στο κρυμμένο κάλλος των εννοιών, στο «απόθετον κάλλος» κατά την αντίστοιχη φράση του άλλου μεγάλου Γρηγορίου, του Θεολόγου. «Έχοντας δεχθεί τη χάρη του αγίου Πνεύματος, άνοιξες το ευτελές ένδυμα του νομικού γράμματος και μας αποκάλυψες το κρυμμένο κάλλος των εννοιών».

Ο πλουτισμός του αγίου Γρηγορίου από το Πνεύμα του Θεού, η μεγαλοφυία του από πλευράς φυσικών καταβολών, η μεγάλη παιδεία του (κυρίως από τον αδελφό του Μεγάλο Βασίλειο και τις προσωπικές μελέτες του), θύραθεν και εκκλησιαστική, τον ανέδειξαν αφενός «ολόφωτο στύλο ορθοδοξίας με τον βίο του και με τον θερμό του λόγο», αφετέρου μέγα αντιαιρετικό, που κατατρόπωσε, κατά το συναξάρι, τους διαφόρους αιρετικούς, ήτοι τον Ευνόμιο, τον Μακεδόνιο, τις παραφυάδες του Αρείου, τον Σαβέλλιο, εκείνους δηλαδή που αμφισβήτησαν στην εποχή του την αποκαλυμμένη από τον Κύριο αγία Τριάδα, την εν Τριάδι Μονάδα και την εν Μονάδι Τριάδα. Είναι κατά τον υμνογράφο «ο πέλεκυς που κόβει τις ορμές των αιρετικών, το δίκοπο ξίφος του Παρακλήτου, το μαχαίρι που κόβει τις νόθες σπορές, η φωτιά που καταφλέγει τις σαν φρύγανα αιρέσεις». Κι ας σημειώσουμε ότι ο αντιαιρετικός του αγώνας είχε κατεξοχήν θετικό χαρακτήρα. Πίστευε δηλαδή ότι τότε εξαλείφεται η οποιαδήποτε αίρεση, όταν προβάλλεται με σαφήνεια  η αλήθεια του λόγου του Θεού.

Ο υμνογράφος του βεβαίως δράττεται της ευκαιρίας να προβάλει τη νηπτική και εσωτερική της καρδιάς  διάθεση και θεολογία του αγίου Γρηγορίου αναφερόμενος στο ίδιο του το όνομα: Γρηγόριος.  Ο άγιος Γρηγόριος ήταν «ο γρήγορος νους», «αυτός που ήταν σε εγρήγορση ως προς το όμμα της ψυχής και σε εγρήγορση ποιμένας», ο οποίος «υπέταξε στον μεν ηγεμόνα νου τα αμαρτωλά σκιρτήματα της σάρκας, τον δε νου στον Παμβασιλέα Χριστό», γι’ αυτό και χωρίς εμπόδια διήνυσε την οδόν των εντολών του Χριστού και έγινε εύκολα κατοικητήριο της αγίας Τριάδος («όθεν απροσκόπτως την οδόν των εντολών ανύσας, συ της Τριάδος ενδιαίτημα γέγονας εικότως, Γρηγόριε»). Η πρακτική αυτή εξάσκηση των αρετών διά των εντολών του Κυρίου, η οποία τον οδήγησε  και στη θεωρία του Θεού, ήταν η προϋπόθεση για τον ιδιαίτερο φωτισμό του από τον Θεό, προκειμένου να διακρίνει την αλήθεια της πίστης από την πλάνη των αιρέσεων. Κι είναι τούτο βασικότατη αλήθεια της χριστιανικής πίστης: μόνον όποιος καθαρίζει την καρδιά του από τις πονηρίες των παθών, μπορεί και να δεχτεί τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, συνεπώς να γίνει και αληθής θεολόγος.

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε και εμείς είναι να συντονιστούμε με τον υμνογράφο της Εκκλησίας μας: να παρακαλέσουμε τον άγιο, με την παρρησία που έχει ενώπιον του Τριαδικού Θεού, «ως γρήγορος ποιμήν», να διεγείρει και εμάς από τον πνευματικό μας ύπνο και να «κοιμίσει» τα πάθη που μας τυραννούν, λόγω της αμελείας μας. «Από αμέλεια ο δειλός ξανάπεσα στην αμαρτία και μέχρι θανάτου κοιμήθηκα. Αλλά σαν ποιμένας ευρισκόμενος σε μεγάλη εγρήγορση, ξύπνησέ με, Πάτερ, και κοίμισε τα πάθη μου, που με τυραννούν με κακό τρόπο».