20 Μαΐου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΘΑΛΛΕΛΑΙΟΣ

«῾Ο ἅγιος Θαλλέλαιος ἔζησε ἐπί βασιλείας τοῦ Νουμεριανοῦ (περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.), καταγόταν ἀπό τόν Λίβανο, ὁ πατέρας του λεγόταν Βερούκιος καί ἡ μητέρα του Ρωμυλία, ἐνῶ σπούδασε τήν ἰατρική τέχνη. Συνελήφθη γιά τήν εἰς Χριστόν πίστη του στήν ῎Αζαρβο τή δεύτερη ἐπαρχία τῆς Κιλικίας, ἐνῶ ἦταν κρυμμένος σ᾽ ἕναν ἐλαιῶνα. ῾Οδηγεῖται τότε στόν ἄρχοντα Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος καθώς δέν μπόρεσε νά τόν πείσει νά θυσιάσει στά εἴδωλα, διέταξε νά τρυπηθοῦν οἱ ἀστράγαλοί του καί νά κρεμαστεῖ μέ σχοινιά μέ κάτω τό κεφάλι. ᾽Ενῶ λοιπόν φάνηκαν οἱ ὑπηρέτες ὅτι ἐκτελοῦν τή διαταγή, ἀπό κάποια θεία δύναμη ἔχασαν τά μυαλά τους καί ἀντί τοῦ ἁγίου τρύπησαν ἕνα ξύλο καί τό κρέμασαν. Κτυπῶνται λοιπόν αὐτοί, διότι θεωρήθηκαν ὅτι ἐνέπαιξαν τόν ἄρχοντα. ῎Επειτα ὁ ἄρχοντας διέταξε νά ριχτεῖ ὁ ἅγιος στή θάλασσα, ἀπό τήν ὁποία ὅμως βγῆκε ἀβλαβής, φορώντας ἔνδυμα λευκό. Μετά ἀπό αὐτά ρίχνεται στό στάδιο νά κατασπαραχθεῖ ἀπό τά θηρία, ἀλλά καί πάλι διέμεινε ἀλώβητος, ὁπότε τοῦ ἔκοψαν τό κεφάλι μέ ξίφος στήν ῎Εδεσσα τήν πόλη τῶν Αἰγαίων».

Νέο παλληκάρι ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔδειξε, ὅπως καί ἄλλοι βεβαίως μάρτυρες πρίν καί μετά ἀπό αὐτόν, ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἡ πίστη στόν Χριστό ὑπερβαίνονται οἱ πειρασμοί τοῦ κόσμου τούτου καί ἡ γοητεία πού ἀσκεῖ  ἰδίως στούς νέους ὁ κόσμος τῶν αἰσθήσεων. Κι αὐτό γιατί ἡ πίστη στόν Κύριο φωτίζει τόν νοῦ καί τίς φρένες τοῦ ἀνθρώπου, καθιστώντας τα τέλεια, ὥστε τό σῶμα νά ὑπακούει στόν φωτισμένο σάν ἥλιο νοῦ, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νά ἰσορροπεῖ πορευόμενος πάνω στό θέλημα τελικῶς τοῦ Κυρίου. Κι ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος, καί μάλιστα ὁ νέος, τότε γίνεται πνευματικά ὑγιής καί ἰσορροπημένος, ἀλλά καθίσταται καί ὄργανο τοῦ Θεοῦ προκειμένου νά καθοδηγεῖ καί τούς ἄλλους συνανθρώπους του, ἕνα εἶδος φωτός πού λύνει τά σκοτάδια πού δημιουργοῦν σέ κάθε ἐποχή τά διάφορα εἴδωλα. ῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ ἐπανειλημμένως  τονίζει τήν πραγματικότητα αὐτή. «῎Ησουν νέος στό σῶμα, ἀλλά τέλειος στίς φρένες, μάρτυς Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί ἔλαμψες σάν ἥλιος τίς ἀκτίνες τῆς ἀληθινῆς θεογνωσίας, μέ ἀποτέλεσμα νά κάνεις πέρα σαφῶς τή ζόφωση τῆς ματαιότητας τῶν εἰδώλων» (ὠδή α´).

῾Η πνευματική αὐτή ὑγεία καί ἰσορροπία τοῦ ἁγίου Θαλλελαίου πού τόν καθιστοῦσε καί σωστό ἱεραπόστολο τοῦ Κυρίου ἦταν κατά τόν ὑμνογράφο μας ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού βρῆκε ὅμως συνεργό καί τή δική του θέληση. Εἶναι ἡ πιό γνωστή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὅτι προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά σχετιστεῖ καί νά συντονιστεῖ μέ τόν Θεό ἀπαιτεῖται βεβαίως πρώτιστα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ - ᾽Εκεῖνος μᾶς ἀγαπᾶ ὑπερβαλλόντως καί δέν μᾶς ἀφήνει ποτέ σέ ῾ἡσυχία᾽- ἡ ὁποία ὅμως χάρη ἀπαιτεῖ καί τήν καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τό ῾ναί᾽ τό δικό του γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει αὐτή μέσα στήν ὕπαρξή του. ῎Ετσι ὁ ἅγιος ὑποκινημένος ἀπό τόν Κύριο προσέβλεπε μόνο πρός Αὐτόν, σέ βαθμό τέτοιο πού δέν παρεξέκλινε καθόλου, ἔστω κι ἄν ὑφίστατο πάμπολλα μαρτύρια. «᾽Οχυρώθηκες ἀπό τήν εὐσέβειά σου καί δυναμώθηκες ἀπό τή χάρη τοῦ πανοικτίρμονος Θεοῦ, Θαλλέλαιε, γι᾽ αὐτό καί προχώρησες μέ γενναιότητα πρός τούς ἀγῶνες τοῦ μαρτυρίου καί ἔλυσες τά ὀχυρά τοῦ ἐχθροῦ, παίρνοντας τή νίκη» (ὠδή α´). «᾽Αποσκοπώντας μόνο πρός τόν Κύριο πού σοῦ παρεῖχε τή νίκη, δέν παρεκτράπηκες ἀπό τήν ἀληθινή ὁμολογία, ἀθλητά, ἀλλά διέμεινες σταθερός, προκαλώντας ἔκπληξη καί στούς ἄφρονες» (ὠδή γ´).

Ἡ βοήθεια τοῦ ἀγίου ἀπό τή χάρη τοῦ Κυρίου, ἰδίως κατά τήν ὥρα τῶν μαρτυρικῶν ἀγώνων του, πραγματοποιεῖτο, κατά τόν ἅγιο ᾽Ιωσήφ, καί μέσω τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἀσκητική ἰδίως παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας ὅτι τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, κατά παραχώρηση ἀσφαλῶς ᾽Εκείνου, πολεμοῦν πλήθη δαιμόνων. Οἱ δαίμονες κυριολεκτικά ῾δαιμονίζονται᾽ ὅταν βλέπουν ἄνθρωπο νά ἐπιτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα μέ θυσία τῆς ζωῆς του. Γι᾽ αὐτό καί προσπαθοῦν μέ πολλούς τρόπους, κυρίως μέ ὑποκίνηση τῶν δικῶν τους ῾ἀνθρώπων᾽, νά ὁδηγήσουν τόν ἅγιο σέ φόβο καί σέ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κύριος ὅμως πάντοτε εἶναι μαζί μας. Οὐδέποτε μᾶς ἀφήνει ἀνυπεράσπιστους καί πλήν τῆς ἴδιας τῆς δικῆς Του παρουσίας στέλνει καί τούς ἀγίους ἀγγέλους Του πρός βοήθεια - ὅ,τι συνέβη μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό μας πού τόν καιρό τοῦ πειρασμοῦ Του λίγο πρό τοῦ Πάθους ἄγγελος Τόν ἐνίσχυε. Θυμᾶται κανείς τόν νεαρό καλόγερο τοῦ Γεροντικοῦ πού φοβισμένος ἀπό τό πλῆθος τῶν δαιμονικῶν πειρασμῶν κατέφυγε σέ μεγάλο Γέροντα. Κι ἐκεῖνος τόν καθησύχασε, δείχνοντάς του ὅτι ναί μέν εἶναι ἀρκετοί οἱ δαίμονες, ἀλλά εἶναι πολύ λίγοι μπροστά στό ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἀγγέλων πού τόν βοηθοῦν. «Κατατρόπωσες τίς φάλαγγες τῶν δαιμόνων, σοφέ, ἔχοντας ὡς συνεργούς τούς ἁγίους ἀγγέλους κατά τόν καιρό τῶν ἀγώνων σου» (ὠδή ς´).

Κι ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπιμένει: μέσα στούς πειρασμούς ὁ ἅγιος Θαλλέλαιος ἔμοιαζε μέ τούς ἁγίους τρεῖς παῖδες στήν κάμινο τοῦ πυρός, ἡ ὁποία ὅμως δροσιζόταν ἀπό τήν θεϊκή δρόσο, ἤ καί μέ τόν ἅγιο προφήτη Δανιήλ, ὁ ὁποῖος κι ἐκεῖνος ἀντιμετώπισε τόν πειρασμό τῶν λιονταριῶν καί βγῆκε ἀλώβητος σάν κι αὐτόν. «Στεκόσουν στό μέσο τῆς φλόγας τῶν πειρασμῶν, ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες, ἔνδοξε, δεχόμενος ἀκριβῶς τή θεία δρόσο ἀπό τόν Θεό καί δοξολογώντας τόν ἐπί πάντων Θεό» (ὠδή ζ´). «Σάν ἄλλος νέος Δανιήλ ρίχτηκες ἀνάμεσα στά λιοντάρια, χωρίς νά βλαφτεῖς καθόλους ἀπό αὐτά, ἀθλοφόρε μάρτυς Θαλλέλαιε, λόγω τῆς θείας χάριτος»  (ὠδή ζ´). Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν πού ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπισημαίνει μέ φωτισμό Θεοῦ ὅτι «συγχορεύουν μαζί μέ τούς πιστούς κατά τή μνήμη τοῦ ἁγίου ὅσιοι ἀθλητές, δῆμοι ἀγγέλων καί ἀποστόλων καί προφητῶν», ἐνῶ παρακαλεῖ τόν ἅγιο «νά μή παύσει νά πρεσβεύει γιά ὅλους μας» (ὠδή η´). 

18 Μαΐου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

«᾽Ιωσήφ ὁ ἀπό ᾽Αριμαθαίας...τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον καί ᾐτήσατο τό σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦ» (Μάρκ. 15, 43)

᾽Από τά πρόσωπα πού κυριαρχοῦν στό εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων εἶναι ᾽Ιωσήφ ἀπό ᾽Αριμαθαίας, ὁποῖος προβάλλεται μέ τό κυριαρχικό γνώρισμά του, τῆς τόλμης, μέ τήν ὁποία κατώρθωσε γιά τήν ἐποχή ἐκείνη τό ἀκατόρθωτο: νά πάει στόν Πιλᾶτο καί νά ζητήσει καί νά ἀποκτήσει τό νεκρό σῶμα τοῦ ᾽Ιησοῦ, τό ὁποῖο βεβαίως στή συνέχεια μέ τή βοήθεια καί ἄλλων τό ἐκήδευσε. Συνιστᾶ δέ ἰδίως γιά τή σημερινή ἐποχή ἡ τόλμη του αὐτή κατεξοχήν παράδειγμα καί πρότυπο, ἀφοῦ αὐτό πού διαπιστώνουμε συνήθως, δυστυχῶς στούς περισσοτέρους μας ἤ ἔστω σ᾽ ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ μας, εἶναι ἡ ἀτολμία καί ἡ δειλία, καρποί, ἀπ᾽ ὅ,τι θά φανεῖ καί στή συνέχεια, τῆς ἐλλείψεως τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος στή ζωή μας. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἔλλειψη τόλμης ἀποκαλύπτει τήν ὀλιγοπιστία ἤ καί τήν ἀπιστία ἀκόμη πολλῶν ἀπό ἐμᾶς τούς Χριστιανούς καί συνεπῶς ἡ κατάσταση αὐτή καθιστᾶ περισσότερο ἀπό ἀναγκαία τήν ἀναφορά μας στήν τόλμη τοῦ ἁγίου ᾽Ιωσήφ.

Καί κατά πρῶτον: τί εἶναι τόλμη;

Θά μπορούσαμε νά τήν ὁρίσουμε ὡς τήν ψυχική ἐκείνη δύναμη καί διάθεση, πού κινεῖ τόν ἄνθρωπο ἔτσι ὥστε νά ὑπερνικᾶ τά στηρίγματα καί τίς ἀσφάλειές του, μέχρι μάλιστα τοῦ σημείου πού νά ἀψηφᾶ καί τήν ἴδια του τή ζωή. Βεβαίως, τήν ψυχική αὐτή δύναμη τήν βλέπουμε πολύ συχνά σέ διαφόρους τύπους ἀνθρώπων καί σέ πολλά ἐπίπεδα ζωῆς, ὅπως τό ἐθνικό, τό ἐπαγγελματικό, τό κοινωνικό, ἀλλά ἐμᾶς ἐδῶ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐκείνη ἡ τόλμη πού σχετίζεται μέ τόν Θεό καί συνεπῶς μέ τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ, πού πηγάζει ἀπό τήν πίστη του στόν ᾽Ι. Χριστό καί τήν προσδοκία τῆς Βασιλείας Του, σάν τοῦ ᾽Ιωσήφ «ὅς ἦν προσδεχόμενος καί αὐτός τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. 15, 43). Ὁ χριστιανός δηλαδή ἐξαρτώντας τήν ὕπαρξή του ὄχι ἀπό τή ῾σιγουριά᾽ τῶν αἰσθήσεων καί τῆς ὑλικῆς κτίσεως, ἀλλά ἀπό τόν μή αἰσθητό καί μή μετρητό, ἄρα καί μή προσφέροντα καί ῾ἀσφάλεια᾽, κατά τά κριτήρια τοῦ κοσμικοῦ ἀνθρώπου, Θεό φανερώνει ὅτι χαρακτηριστικό τῆς ζωῆς του (πρέπει νά) εἶναι ἡ τόλμη καί ἡ ἀνδρεία καί ἡ γενναιότητα.

Τί εἶναι λοιπόν ἐκεῖνο πού τόν κάνει νά ἔχει αὐτήν τήν τόλμη καί νά τήν διακηρύσσει ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο ὅλων τῶν ἀνθρώπων; Ὅπως τό ἐπισημάναμε ἤδη ἀπό τήν ἀρχή: ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος στήν ψυχή του, πού τόν κάνει ὄχι ἁπλῶς νά στηρίζεται στόν Θεό, ἀλλά καί νά εἶναι ἕτοιμος καί ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του νά προσφέρει θυσία σ᾽ Αὐτόν. Διότι βεβαίως τό ἅγιον Πνεῦμα ὡς παντοδύναμος Θεός χορηγεῖ τόλμη καί δύναμη στόν ἄνθρωπο καί συνεπῶς τόν ἀπομακρύνει ἀπό τή δουλεία τῆς δειλίας. «Οὐ γάρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ» (Β´ Τιμ. 1,7) τονίζει ὁ ἀπ. Παῦλος.

Καί πράγματι ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι μία ἐπιβεβαίωση τῆς παραπάνω ἀλήθειας. ῎Ας θυμηθοῦμε γιά παράδειγμα τούς ἀποστόλους πρίν καί μετά τήν Πεντηκοστή. Πρίν τήν Πεντηκοστή ζοῦν φοβισμένοι καί κλεισμένοι στά σπίτια τους «διά τόν φόβον τῶν ᾽Ιουδαίων», κάτι πού προβάλλει ἀκόμη πιό ἔντονα τήν γενναιότητα καί τήν τόλμη τοῦ ᾽Ιωσήφ, ὅπως ἀκόμη βεβαίως καί τῶν μυροφόρων γυναικῶν. Μετά ὅμως τήν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μεταμορφώνονται σέ θαρραλέους κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπιβεβαιώνοντας τή μαρτυρία τους γιά τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου μέ τό μαρτύριό τους. «Οὐ δυνάμεθα ἡμεῖς ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν μή λαλεῖν» (Πρ. ᾽Απ. 4, 20). Τοῦτο ὅμως γίνεται, γιατί ἐνδύθηκαν «τήν ἐξ ὕψους δύναμιν» (Λουκ. 24, 49) καί ὄχι γιατί στηρίχτηκαν στίς δικές τους δυνάμεις. Τό ἴδιο βλέπουμε καί στήν περίοδο τῶν διωγμῶν, στήν ἐποχή τῶν Πατέρων, ἀλλά καί σέ κάθε ἐποχή, ὅπου ὑπάρχουν συνεπεῖς στήν πίστη τους Χριστιανοί, κληρικοί καί λαϊκοί. ῎Ετσι ὁ Χριστιανός εἶναι τολμηρός ἄνθρωπος, πού διαπνέεται ἀπό γενναιότητα καί ἀνδρεῖο φρόνημα.

Ποιό ὅμως τό πεδίο στό ὁποῖο ἐκφράζεται ἡ τόλμη αὐτή; Πῶς φανερώνεται συγκεκριμένα;

1. Καταρχάς στό ἴδιο τό γεγονός τῆς πίστεως. Γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει στό σημεῖο τῆς ῾γεύσεως᾽ τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰσθητῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα του, θά χρειαστεῖ κι ὁ ἴδιος ν᾽ ἀνταποκριθεῖ στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ νά Τόν ἀκολουθήσει. Διότι στή χριστιανική πίστη προηγεῖται τό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ, πού καλεῖ τόν ἄνθρωπο πρός τόν ᾽Ι. Χριστό κι ἀκολουθεῖ ἡ ἀποδοχή Του. «Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν» (᾽Ιωάν. 6, 44). Ἡ ἀποδοχή τῆς κλήσεως αὐτῆς φαίνεται ὅτι εἶναι ἕνα ῾πήδημα στό κενό᾽, ἀφοῦ, ὅπως παρατηρήσαμε καί παραπάνω, ὁ ἄνθρωπος δέν στηρίζεται στήν ἀσφάλεια τῶν αἰσθήσεών του, ἀλλά μόνο στήν κλήση τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό τολμηρό ῾πήδημα᾽ ὅμως εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο πού τό κάνει καί ἡ μεγαλύτερη ἔκπληξη: πέφτει στή θέρμη τῆς ἀγκαλιᾶς τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι ἡ τόλμη τῆς πίστεως φέρνει καί τή μεγαλύτερη δυνατή ἀσφάλεια πού ὑπάρχει στόν κόσμο: τήν ἀσφάλεια τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. «Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν;» (Ρωμ. 8, 31).

2. ῎Επειτα ἡ τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ φανερώνεται στή βίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς πορείας δηλαδή πρός αὔξηση τῆς σχέσεώς του μέ τόν Θεό καί τήν ἀπόκτηση περισσοτέρου ἁγίου Πνεύματος. Καί τοῦτο γιατί στήν πορεία του αὐτή ἐναντιώνονται σ᾽ αὐτόν τά πάθη του, οἱ πονηρές πνευματικές δυνάμεις, τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου. «Οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα», μαρτυρεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος, «ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (᾽Εφεσ. 6, 12). ῎Ετσι χωρίς τόλμη δέν μπορεῖ νά διεξαχθεῖ αὐτός ὁ πνευματικός ἀγώνας, ὁ ὁποῖος συνίσταται στήν ἀντίσταση ἀπό τόν πιστό τῶν ἐπιθέσεων τοῦ διαβόλου καί στό ἄνοιγμα τῆς ὑπάρξεώς του στόν Θεό. Στόν ἀγώνα βεβαίως αὐτό συμμετέχει καί ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθώς καί ὁ ἀγαθός κόσμος τῶν ἀγγέλων. Διότι μόνος του ὁ Χριστιανός δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε γιά τή σωτηρία του. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (᾽Ιωάν. 15,5). Εἶναι ἀπαραίτητη ὅμως κι ἡ δική του συμμετοχή. Μάλιστα μᾶς ἀναφέρουν οἱ πνευματικοί μας Πατέρες ὅτι ὅταν ὁ διάβολος δεῖ τήν ψυχή νά πολεμᾶ ἐναντίον του μέ τόλμη, ἀπομακρύνεται ἀπό αὐτήν, ἐνῶ ὅταν τήν δεῖ νά δειλιάζει, ἤδη ὁ δρόμος γιά τήν ἅλωσή της εἶναι ἀνοικτός. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά λόγια τοῦ πατέρα τοῦ μοναχισμοῦ ἁγίου ᾽Αντωνίου, ὅπως μᾶς τά παραθέτει ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος στή βιογραφία του: «῎Αν παραμένει γιά πολύ ἡ ψυχή στό φόβο, τότε εἶναι παρόντες ἐκεῖ οἱ ἐχθροί. Διότι οἱ δαίμονες δέν βγάζουν ἀπό τούς ἀνθρώπους τό φόβο...Μᾶλλον, ὅταν δοῦν ἀνθρώπους πού φοβοῦνται, αὐξάνουν τίς φαντασίες, ὥστε νά τούς τρομοκρατοῦν περισσότερο. Καί μετά, ὅταν πιά τούς κατακτήσουν, παίζουν μαζί τους λέγοντας: - Γονατίστε τώρα νά μᾶς προσκυνήσετε... ῎Ας μήν ἀπατώμαστε (λοιπόν) μέ τόν τρόπο αὐτό οὔτε νά φαινώμαστε δειλοί... ᾽Απεναντίας νά νιώθουμε θαρραλέοι καί πάντοτε χαρούμενοι, σάν νά ἔχουμε σωθεῖ. Νά σκεφτώμαστε ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας».

3. ᾽Επίσης ἡ τόλμη τοῦ Χριστιανοῦ φανερώνεται ἀκόμη καί στίς ἴδιες τίς πτώσεις του. Ὁ Χριστιανός πού ἀγωνίζεται στό δρόμο τῆς πνευματικῆς του προκοπῆς, εἶναι πολύ πιθανό ὅτι θά ἔχει καί στιγμές ἀδυναμίας καί πτώσεως. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ ἅγιος στήν πίστη μας δέν εἶναι ὁ ἀναμάρτητος, ἀλλ᾽ ὁ ἀγωνιστής καί μάλιστα στόν δρόμο τῆς μετάνοιας. Σ᾽ αὐτές τίς στιγμές λοιπόν ἀπαιτεῖται τόλμη γιά νά ξανασταθεῖ στά πόδια του καί νά μήν ἀπελπιστεῖ. Νά μπορεῖ νά στρέψει τό βλέμμα του στόν Οὐρανό, ἐπικαλούμενος τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιά μετάνοια. Σάν τόν νεαρό μοναχό τοῦ Γεροντικοῦ, πού ἀπελπισμένος ἀπό κάποιες πτώσεις του ὁδηγήθηκε στό κελλί ἑνός μεγάλου καί διακριτικοῦ Γέροντα. Κι ὅταν τοῦ ἀνακοίνωσε τήν πτώση στήν ἁμαρτία του, ἐκεῖνος μέ χαρακτηριστική ἁπλότητα τοῦ εἶπε νά σηκωθεῖ. – Μά ξανάπεσα, ψιθύρισε καί πάλι ὁ νεαρός μοναχός. – Καί πάλι νά σηκωθεῖς, τόν παρότρυνε ὁ Γέροντας. Κι αὐτό νά κάνεις, νά βάζεις δηλαδή πάντα ἀρχή μετανοίας, μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς σου. Μόνον νά εὔχεσαι ὁ θάνατος νά σέ εὕρει στή μετάνοια καί ὄχι στήν πτώση. ῞Ωστε τόλμη ἀπαιτεῖται καί στή μετάνοια, γιά νά μπορῶ νά ἐλπίζω στήν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς πτώσεις καί ἁμαρτίες μου.

4. Μά τόλμη χρειάζεται τέλος καί γιά τήν ὁμολογία καί τή μαρτυρία μας ὡς Χριστιανῶν. Εἰδικά στήν ἐποχή μας πού τό κακό ἔχει ἀποθρασυνθεῖ καί παρουσιάζεται ὡς τό φυσιολογικό καί τό κανονικό, ἀπαιτεῖται τόλμη γιά νά εἶναι κανείς συνεπής χριστιανός καί νά δίνει μαρτυρία τῆς πίστεώς του αὐτῆς. Κι ἡ μαρτυρία αὐτή εἶναι καί λόγων, μά κυρίως πρέπει νά εἶναι ζωῆς. Εἶναι ἀνάγκη νά συνειδητοποιήσουμε οἱ Χριστιανοί ὅτι ἡ χλιαρότητα στήν πίστη εἶναι ἡ χειρότερη κατάσταση καί γιά ἐμᾶς, ἀλλά καί γιά τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται γύρω μας. Θά ἔλεγε μάλιστα κανείς ὅτι εἶναι προτιμότερο νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος στρατευμένος ἄθεος παρά ἀδιάφορος, ἀφοῦ ὑπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα στόν πρῶτο νά μεταστραφεῖ ἀπό ὅ,τι στόν δεύτερο. «῎Οφειλες νά εἶσαι ψυχρός ἤ θερμός», μᾶς λέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη. «᾽Αλλ᾽ ἐπειδή εἶσαι χλιαρός, καί οὔτε ζεστός οὔτε ψυχρός, θά σέ ἐμέσω ἀπό τό στόμα μου» (3, 15-16).

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μάρκ. 15,43 – 16,8)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. Καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καί διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. Ἀλλ ̓ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ Ἰωσήφ, ἕνα ἀξιοσέβαστο μέλος τοῦ συνεδρίου, πού καταγόταν ἀπό τήν Ἀριμαθαία, καί περίμενε κι αὐτός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόλμησε νά πάει στόν Πιλᾶτο καί νά τοῦ ζητήσει τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πιλᾶτος ἀπόρησε πού ὁ Ἰησοῦς εἶχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τόν ἑκατόνταρχο καί τόν ρώτησε ἄν εἶχε πεθάνει ἀπό ὥρα. Ὅταν πῆρε τήν ἀπάντηση ἀπό τόν ἑκατόνταρχο, χάρισε τό σῶμα στόν Ἰωσήφ. Ἐκεῖνος ἀγόρασε ἕνα σεντόνι, κατέβασε τόν Ἰησοῦ, τόν τύλιξε μ’ αὐτό καί τόν τοποθέτησε σ’ ἕνα μνῆμα πού ἦταν λαξεμένο σέ βράχο· μετά κύλησε ἕνα λιθάρι κι ἔκλεισε τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ παρακολουθοῦσαν ποῦ τόν ἔβαλαν. Ὅταν πέρασε τό Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου, καί ἡ Σαλώμη, ἀγόρασαν ἀρώματα, γιά νά πᾶνε ν’ ἀλείψουν τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἦρθαν στό μνῆμα πολύ πρωί τήν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου, μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους: «Ποιός θά μᾶς κυλήσει τήν πέτρα ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ μνήματος;» Γιατί ἦταν πάρα πολύ μεγάλη. Μόλις ὅμως κοίταξαν πρός τά ’κεῖ, παρατήρησαν ὅτι ἡ πέτρα εἶχε κυλήσει ἀπό τόν τόπο της. Μόλις μπῆκαν στό μνῆμα, εἶδαν ἕνα νεαρό μέ λευκή στολή νά κάθεται στά δεξιά, καί τρόμαξαν. Αὐτός ὅμως τούς εἶπε: «Μήν τρομάζετε. Ψάχνετε γιά τόν Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ, τό σταυρωμένο. Ἀναστήθηκε. Δέν εἶναι ἐδῶ. Νά καί τό μέρος ὅπου τόν εἶχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα καί πεῖτε στούς μαθητές του καί στόν Πέτρο: “πηγαίνει πρίν ἀπό σᾶς στήν Γαλιλαία καί σᾶς περιμένει· ἐκεῖ θά τόν δεῖτε, ὅπως σᾶς τό εἶπε”». Οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα γεμάτες τρόμο καί δέος· δέν εἶπαν ὅμως τίποτα σέ κανέναν, γιατί ἦταν φοβισμένες.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Πρ. Απ., 6, 1-7)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν Ἑλληνιστῶν πρὸς τοὺς Ἑβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον Ἀντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν Ἱερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν Ἰουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνες τίς μέρες, καθώς μεγάλωνε ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν, ἄρχισαν νά παραπονιοῦνται οἱ ἑλληνόφωνοι πιστοί ἐναντίον τῶν ἑβραιοφώνων, ὅτι στήν καθημερινή διανομή τῶν τροφίμων δέν φρόντιζαν τίς ἑλληνόφωνες χῆρες ὅσο ἔπρεπε. Τότε οἱ δώδεκα ἀπόστολοι σύναξαν ὅλους τούς μαθητές καί τούς εἶπαν: «Δέν εἶναι σωστό ἐμεῖς ν' ἀφήσουμε τό κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί νά ἀσχολούμαστε μέ διανομές τροφίμων. Φροντίστε, λοιπόν, ἀδελφοί, νά ἐκλέξετε ἀπ' ἀνάμεσά σας ἑφτά ἄντρες μέ καλή φήμη, γεμάτους ἀπό τή σοφία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θά ὁρίσουμε αὐτούς νά κάνουν αὐτό τό ἔργο, κι ἐμεῖς θά ἀφιερωθοῦμε ἀποκλειστικά στήν προσευχή καί στό ἔργο τοῦ κηρύγματος». Μ' αὐτά τά λόγια συμφώνησε ὅλη ἡ κοινότητα. Ἔτσι διάλεξαν τό Στέφανο, ἄνθρωπο γεμάτον πίστη καί Ἅγιο Πνεῦμα· ἐπίσης τό Φίλιππο, τόν Πρόχορο, τό Νικάνορα, τόν Τίμωνα, τόν Παρμενᾶ καί τό Νικόλαο ἀπό τήν Ἀντιόχεια, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε προσχωρήσει στόν Ἰουδαϊσμό. Ἡ κοινότητα τούς ἔφερε μπροστά στούς ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι προσευχήθηκαν κι ἔβαλαν τά χέρια πάνω στά κεφάλια αὐτῶν τῶν ἑφτά. Στό μεταξύ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε μεγάλη διάδοση. Ὁ ἀριθμός τῶν μαθητῶν στήν Ἱερουσαλήμ μεγάλωνε πολύ καί πάρα πολλοί Ἰουδαῖοι ἀποδέχονταν τήν πίστη.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΝΔΟΞΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΕΤΡΟΣ, ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ, ΑΝΔΡΕΑΣ, ΠΑΥΛΟΣ, ΒΕΝΕΔΙΜΟΣ, ΠΑΥΛΙΝΟΣ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ

«Ο άγιος Πέτρος ήταν από την πόλη της Λαμψάκου. Όταν οδηγήθηκε στον άρχοντα της πόλης των Ευριδινών, τον Δάκνο, και προστάχθηκε από αυτόν να θυσιάσει στην Αφροδίτη, όχι μόνο βεβαίως δεν πείστηκε, αλλά ομολόγησε τον Χριστό ως Θεό, οπότε του σύντριψαν όλο το σώμα με διάφορα όργανα βασανιστηρίου κι έτσι παρέδωσε το πνεύμα του. Ο Παύλος και ο Ανδρέας που κατάγονταν από τη Μεσοποταμία, ήταν στρατιώτες υπό τον άρχοντα Δάκνο, και κατέλαβαν την Αθήνα. Συνελήφθησαν μεταξύ άλλων και ο Διονύσιος και η Χριστίνα και τους έριξαν στη φυλακή. Τη Χριστίνα όμως που ήταν όμορφη και παρθένος κόρη, ευρισκόμενη μάλιστα σε ηλικία γάμου, την πίεζαν ο Παύλος και ο Ανδρέας να συνευρεθεί μαζί τους, χωρίς ασφαλώς να καταφέρουν τίποτε. Κι όχι μόνο δεν κατάφεραν να την πείσουν, έστω και διά της βίας, αλλά αντίθετα εκείνοι μετανόησαν για τη ζωή τους από τις παραινέσεις της Χριστίνας και έτσι πίστεψαν στον Χριστό. Οπότε, αυτοί μεν μαζί με τον Διονύσιο λιθοβολήθηκαν μέχρι θανάτου, της δε αγίας Χριστίνας που έπεσε πάνω τους της έκοψαν το κεφάλι».

Ακούγεται παράδοξο και ακατανόητο! Μία παρθένος κόρη, η Χριστίνα, πανέμορφη και ριγμένη στη φυλακή, όχι μόνο να ανθίσταται στις ερωτικές διαθέσεις των εξουσιαστών της - αν υπέκυπτε θα κέρδιζε την ελευθερία της ή θα καλυτέρευε σε μεγάλο βαθμό τη ζωή της – αλλά να κατορθώνει να τους πείσει να γίνουν ακόλουθοι του Κυρίου, να προσχωρήσουν αυτοί δηλαδή στην πίστη της, σε βαθμό τέτοιο ώστε να δώσουν τελικώς και την ίδια τη ζωή τους με τρόπο μαρτυρικό! Πώς συνέβη το απίστευτο αυτό; Μία απάντηση επιχειρεί ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ: «Μάρτυς Χριστίνα, αυτοί που σαν τρελοί ποθούσαν το σώμα σου, δέχτηκαν τον έρωτα για τον Θεό με τον γεμάτο χάρη και γλυκύτητα λόγο σου, γι’ αυτό και αθλήθηκαν στη συνέχεια με μεγάλη δύναμη» (ωδή ε΄). Να λοιπόν η απάντηση στο «μυστήριο»: η Χριστίνα, γεμάτη χάρη και δύναμη Χριστού, πλήρης έρωτος προς τον Κύριο, εκφράζει με τον λόγο της τη χαρισματική κατάσταση που ζούσε, με αποτέλεσμα η χάρη αυτή να μιλήσει και στην καρδιά των στρατιωτών, ώστε η ερωτική γήινη διάθεσή τους να μεταποιηθεί σε ερωτική υπέρ φύσιν προς τον Θεό διάθεση!

Τι υπόκειται ως προϋπόθεση εδώ; Όχι μόνο η έμπρακτη πίστη στον Χριστό της Χριστίνας που την έκανε να βρίσκεται στον κόσμο ως άλλος Χριστός, αλλά προφανώς και η καλή διάθεση που πρέπει να υπήρχε στο βάθος της καρδιάς των δύο στρατιωτών. Μπορεί δηλαδή οι στρατιώτες να φαίνονταν ως μανιακοί από το ερωτικό πάθος, όμως πρέπει να υπήρχαν καλά στοιχεία στην ψυχή τους, τέτοια που όταν ήλθαν πρόσωπο προς πρόσωπο με τον Κύριο μέσω της Χριστίνας, αυτά να κυριαρχήσουν και να υποσκελίσουν και το σκληρότατο πάθος της λαγνείας τους! Που σημαίνει: όπου υπάρχει γνήσιος χριστιανός, εκεί λειτουργεί ένα ιεραποστολικό στοιχείο που έστω κι ανεπίγνωστα αγγίζει κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο. «Ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής» είπε αξιωματικά ο Κύριος, δηλαδή όταν αγαπά κανείς την αλήθεια, αυτός και ακούει τη φωνή του Χριστού, έστω κι αν φαίνεται ότι τα πάθη του έχουν τον πρώτο λόγο στη ζωή του. Δεν το είδαμε και στον απόστολο Ματθαίο, που από τελώνης έγινε άγιος και ευαγγελιστής; Δεν το είδαμε και στον απόστολο Παύλο, που την ώρα που διώκει τους χριστιανούς δέχεται την κλήση από τον Κύριο; Και δεν είναι οι μοναδικές αναφορές.

Κι υπάρχουν μεταξύ των πολλών άλλων και δύο ακόμη στοιχεία που επισημαίνει ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος, προκειμένου να εξηγήσει το ανεξήγητο και της μεταστροφής των ειδωλολατρών αλλά και της εν χαρά επιμονής των πιστών ακολούθων του Κυρίου. Πρώτον: η ανθρώπινη αδυναμία των αιχμαλωτισμένων για τον Χριστό μαρτύρων μεταστρεφόταν σε δύναμη, και μάλιστα τεράστια, και μόνο από το γεγονός της εν πίστει στροφής τους προς τον Κύριο. Που θα πει ότι όταν ο πιστός στην όποια δύσκολη κατάστασή του απεμπλέκεται από το πρόβλημα και τη δυσκολία μετατοπίζοντας την προσοχή του στον Χριστό, εκεί βλέπει και τη δύναμη Εκείνου να τον συνέχει και να τον συνεπαίρνει. «Πέτρε», σημειώνει ο Ιωσήφ, «ενδυναμούμενος από τη στροφή σου προς τον Θεό, αναδείχτηκες νικητής, ενώ συντριβόσουν και χτυπιόσουν ανελέητα από τα όργανα των βασανιστηρίων» (ωδή γ΄). Και δεύτερον: «Επειδή, Πέτρε μακάριε, έστησες πάνω στην πέτρα της πίστεως τα πόδια της ψυχής σου, γι’ αυτό και δεν παρεκτράπηκες από την εχθρότητα των αθέων» (ωδή γ΄).

Ο υμνογράφος, μεγάλος άγιος της Εκκλησίας, προβάλλει ένα από τα πιο γνωστά «μυστικά» της πνευματικής κατά Χριστόν ζωής: η λύση σε κάθε πρόβλημα, σε κάθε δοκιμασία και πειρασμό, έρχεται από τον Κύριο ευθύς ως στρέψουμε την προσοχή μας σ’ Εκείνον και επιμείνουμε σ’ Αυτόν. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» θα πει ο απόστολος Παύλος, διερμηνεύοντας το ψαλμικό: «Οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον, ότι Αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τους πόδας μου», και «Προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός, ότι εκ δεξιών μού εστιν, ίνα μη σαλευθώ». Δεν έλεγε λοιπόν τυχαία και ο άγιος Πορφύριος ότι εκεί, στις ακολουθίες της Εκκλησίας, έμαθε αυτά τα μυστικά της πνευματικής ζωής. Γιατί στην πραγματικότητα εκφράζουν μέσα από τη ζωή των αγίων μαρτύρων το ίδιο το Ευαγγέλιο του Κυρίου.

17 Μαΐου 2024

ΥΠΕΜΕΙΝΕ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΗΛΑΦΗΣΗ!

«Φέρει Χριστός φιλανθρώπως καί τήν ψηλάφησιν, ὡς καί Σταυρόν πρό ταύτης καί τόν ἄδικον φόνον, τάφου τριημέρως ἐξαναστάς, ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος∙ καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων τοῖς Μαθηταῖς ἐπιστάς ὡς παντοδύναμος».

(Ενώ αναστήθηκε από τον τάφο την τρίτη ημέρα ο Χριστός με σφραγισμένο το μνήμα και φανερώθηκε με κλεισμένες τις θύρες στους Μαθητές ως παντοδύναμος (Θεός), υπομένει λόγω της φιλανθρωπίας του και την ψηλάφηση (από τον Θωμά), όπως υπέμεινε πριν από αυτήν και τον Σταυρό και τον άδικο φόνο).

Από τα λιγότερο γνωστά τροπάρια της Κυριακής του Θωμά το παραπάνω (γιατί ανήκει στην ακολουθία του Μικρού λεγόμενου εσπερινού) θέτει με άμεσο τρόπο τη διαχρονικότητα της Σταύρωσης θα λέγαμε του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γιατί; Διότι ο άγιος υμνογράφος αναφέρεται και πάλι στη λόγω φιλανθρωπίας του Κυρίου υπομονή και ανοχή Του απέναντι στα πλάσματά Του, τα οποία, όπως ο «άπιστος» μαθητής Του Θωμάς, παρόλο ότι αναστήθηκε, παρόλο ότι φανερώθηκε στους μαθητές Του ως παντοδύναμος Θεός, αυτά εξακολουθούν και Τον αμφισβητούν και Τον απορρίπτουν. Το «ἐάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω» του Θωμά συνιστά τον λόγο των χειλέων και της καρδιάς πλήθους ανθρώπων σε όλες τις εποχές, οι οποίοι παλεύουν με τις αμφιβολίες και την απιστία τους, γιατί θέτουν ενώπιόν τους ως προτεραιότητα το κατ’ αυτούς «προφανές»: τις αισθήσεις και τη λογική τους. Και πώς τους αντιμετωπίζει ο Χριστός, κατά τον υμνογράφο μας; Όχι με εκνευρισμό βεβαίως γιατί  δεν καταλαβαίνουν, όχι με οργή που ετοιμάζεται να εκφραστεί ως απειλή απέναντί τους, αλλ’ ούτε και ως «απελπισία» γιατί δεν ξέρει τι άλλο πια να κάνει μαζί τους! Τους αντιμετωπίζει όπως αντιμετώπισε και όλους αυτούς που Τον οδήγησαν στον Σταυρό: με άκρα συγκατάβαση και φιλανθρωπία, με άκρα υπομονή και ανεξικακία, προσευχόμενος στον Θεό Πατέρα γι’ αυτούς: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ο πόνος Του δηλαδή είναι ο ίδιος με τον πόνο που δέχτηκε ως άνθρωπος καθώς δεχόταν την έχθρα και τη φονική διάθεση του λαού ως απάντησή τους για τις ευεργεσίες που τους προσέφερε: «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι καί τί μοι ανταπέδωκας;» 

Κι αυτό ακριβώς σημαίνει ότι ο Κύριος δεν αλλάζει απέναντι στον άνθρωπο της όποιας εποχής: παραμένει πάντοτε ο μόνος «πιστός», δηλαδή πιστός ως προς την αγάπη Του απέναντι στα πλάσματά Του, έστω και αν συνεχίζουν όπως είπαμε να Τον αρνούνται, αλλά και πιστός ως προς τη δική Του εμπιστοσύνη απέναντί τους: υπομένει και προσδοκά τη μετάνοια και την αλλαγή τους. Ο Θεός μας είναι Εκείνος που μας ξέρει σε απόλυτο βαθμό, ξέρει το πόσο δυσκίνητοι είμαστε, παρόλη την πληθώρα των ευεργετικών προκλήσεών Του απέναντί μας, στο να επιτελούμε το αγαθό και να ανοιγόμαστε με πίστη σ’ Εκείνου την πίστη και την αγάπη, γι’ αυτό και δεν «βιάζεται» να μας πιέσει ή να μας «εξολοθρεύσει»!  Μιλάμε για τον Πατέρα μας, ο Οποίος περιμένει εσαεί εμάς τα κακότροπα και «μουτρωμένα» πολλές φορές παιδιά Του, επιτρέποντας το πολύ κάποια παιδαγωγικά λίγο εντονότερα «αγγίγματα» μήπως και συνέλθουμε. Κι όσο Τον αρνούμαστε και υψώνουμε, όπως πολύ ωραία έχει γραφεί, «τη μικρή γροθιά μας» απέναντί Του, τόσο περισσότερο κι Εκείνος πολλαπλασιάζει την αγάπη Του – παραχωρώντας μέσα στην απειρία της αγάπης Του κάποιους πειρασμούς, όπως είπαμε, προκειμένου να συνέλθουμε από την όποια αμαρτία μας, να βαθύνουμε ίσως «εν πειρασμώ» τη σχέση μας μαζί Του, ή κι ακόμη ορισμένοι να καθαρίσουν ό,τι απομεινάρι αμαρτίας έχουν ως άνθρωποι και να βρεθούν ως μάρτυρες ενώπιόν Του. 

Λοιπόν, όπως μας αγάπησε ο Κύριος πάνω στον Σταυρό, το ίδιο εξακολουθεί και μας αγαπά και μετά τη δόξα της Ανάστασής Του, που θα πει έτσι ότι το Πάθος Του εξακολουθεί και υφίσταται και θα υφίσταται όσο θα υπάρχει κόσμος με όλες τις αδυναμίες Του. Και να, που ο άγιος υμνογράφος μάς λέει ότι την ίδια μακροθυμία που φανέρωσε ο Κύριος απέναντι στους σταυρωτές Του, την ίδια έδειξε κι απέναντι στον μαθητή Του Θωμά (μετά την Ανάστασή Του!), την ίδια δείχνει πάντοτε σε όλους που Τον έκαναν και τον κάνουν  πέρα από τη ζωή τους: «Φιλάνθρωπε, μέγα καί ἀνείκαστον τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου∙ ὅτι ἐμακροθύμησας ὑπό Ἰουδαίων ραπιζόμενος, ὑπό Ἀποστόλου ψηλαφώμενος, καί ὑπό τῶν ἀθετούντων σε πολυπραγμονούμενος. Πῶς ἐσαρκώθης; Πῶς ἐσταυρώθης ὁ ἀναμάρτητος; Αλλά συνέτισον ἡμᾶς ὡς τόν Θωμᾶν βοᾶν σοι∙ ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα Σοι» (Φιλάνθρωπε, μέγα και πέρα από κάθε φαντασία είναι το πλήθος των οικτιρμών και της αγάπης Σου. Διότι μακροθύμησες καθώς ραπιζόσουν από τους Ιουδαίους, καθώς ψηλαφιόσουνα από Απόστολο και γινόσουν αντικείμενο πολλών σχολίων από αυτούς που σε αρνιόντουσαν. Πώς σαρκώθηκες; Πώς σταυρώθηκες συ που είσαι ο αναμάρτητος; Όμως συνέτισέ μας όπως έκανες με τον Θωμά, ώστε να Σου φωνάζουμε δυνατά: Κύριε και Θεέ μου, δόξα Σοι).

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«῾Ο ἐν ἁγίοις Πατήρ ἡμῶν ᾽Αθανάσιος, ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως, (ἔτσι καλεῖτο ἡ τωρινή ἐπαρχία τῆς Τριφυλλίας, στήν ὁποία σώζεται ἀκόμη καί τώρα χωριό πού ὀνομάζεται ῾Χριστιάνοι᾽, ὅπου ὑπάρχει καί μεγαλοπρεπής βυζαντινός ναός ἑτοιμόρροπος), γεννήθηκε στήν Κέρκυρα τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰ., τό 1665, ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί ἐνάρετους, τόν ᾽Ανδρέα καί τήν Εὐφροσύνη. ῾Ο πατέρας του πού διορίστηκε ἀπό τήν ῾Ενετική Δημοκρατία διοικητής τῆς ἐπαρχίας τῆς Καρύταινας μετοίκησε ἐκεῖ μέ ὅλη τήν οἰκογένεια, γιατί ἀκολούθησε τόν νεοδιορισθέντα τότε κυβερνήτη τῆς Πελοποννήσου στό Ναύπλιο. Εἶχε τρεῖς υἱούς, ἀπό τούς ὁποίους ὁ μεγαλύτερος ᾽Αντώνιος νυμφεύθηκε στήν Καρύταινα, παίρνοντας σύζυγο τήν ἀδελφή τοῦ πλούσιου καί διάσημου ἁρματωλοῦ ῾᾽Αθανασίου Κουλᾶ᾽ (καπετάν Θανάση). ῾Ο μικρότερος ὅμως ᾽Αθανάσιος πηγαίνοντας κάποτε ἀπό τήν Καρύταινα στό Ναύπλιο, γιά νά κατασκευάσει τήν νυφική στολή τῆς μνηστῆς του, τήν ὁποία χωρίς τήν θέλησή του μνηστεύθηκε ἐπειδή τόν ἐξανάγκασε γι᾽ αὐτό ὁ πατέρας του, βλέπει καθ᾽ ὁδόν κάποια ὀπτασία, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας γράφει ἀπό τό Ναύπλιο πρός τόν πατέρα του νά διαλύσει τούς ἀρραβῶνες, διότι πρόκειται νά ἀναχωρήσει ὁ ἴδιος σέ ἄγνωστο τόπο. Πορεύτηκε τότε στά Πατριαρχεῖα καί ἔγινε μοναχός. Τόσο μεγάλη ταπεινοφροσύνη καί ἐπίδοση στήν ἀρετή ἔδειξε ἐπί δέκα ὁλόκληρα ἔτη, ὥστε ὁ τότε πατριάρχης Γαβριήλ, ἐπειδή χήρευε ἡ ἐπισκοπή Χριστιανουπόλεως, χειροτόνησε αὐτόν ὡς ἐπίσκοπό της, ἀφοῦ διῆλθε κανονικά τούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης. Ζῶντας ἀκόμη ὁ ἅγιος αὐτός ἔκανε πολλά θαύματα πού τά διέσωσε ἡ παράδοση. Πόσα ἀκριβῶς ἔτη ποίμανε τό ποίμνιό του δέν γνωρίζουμε. Τρία ὅμως ἔτη ἀπό τόν θάνατο καί τόν ἐνταφιασμό του, τήν ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ λειψάνου του, βγῆκε ὁ ἅγιος σῶος σέ κατάσταση ῾ἡμιλελυμένη᾽, ὅπως καί τό ἱερό λείψανο τοῦ ἁγίου πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε´, ξεχύνοντας ὅμως μυρίπνοη καί ἄρρητη εὐωδία. Μετακομίσθηκε δέ ἀπό τόν ἐξ ἀγχιστείας συγγενή του πού εἴπαμε ᾽Αθανάσιο Κουλᾶ στήν Μονή τοῦ τιμίου Προδρόμου στήν Γορτυνία (πού ἀπεῖχε μία ὥρα ἀπό τήν Στεμνίτσα), γιατί ἦταν τόπος ὀχυρωμένος καί ἀπόρθητος. ῎Εκτοτε διαμένει τό πανίερο σκήνωμά του στήν Μονή. Καί ἡ μέν χαριτόβρυτη κάρα του πού ἀργυρώθηκε κατατέθηκε σέ ἰδιαίτερη ἀργυρή θήκη, τό δέ ὑπόλοιπο λείψανο σέ ξεχωριστή λάρνακα. Τά μετά θάνατον θαύματα τοῦ ἁγίου ἀναγράφονται κατά πλάτος στήν βιογραφία του, πού δημοσιεύθηκε στόν πέμπτο τόμο τοῦ νέου Συναξαριστοῦ, πού ὀνομάζεται ῾Σαρδόνυξ᾽, καί ὅποιος θέλει ἄς τά ἀναγνώσει ἐκεῖ».

Δέν φείδεται ἐπαίνων ὁ ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας μας τιμώντας τόν ἅγιο ᾽Αθανάσιο τόν νέο. Διότι στήν πραγματικότητα οἱ ἔπαινοί του γι᾽ αὐτόν ἀποτελοῦν δοξολογία ᾽Εκείνου πού τόν χαρίτωσε μέ ἐξαιρετικό τρόπο, τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. «Θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ» καί «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσε ὁ Κύριος» βεβαιώνει πάντοτε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. ῎Αν τιμᾶται δηλαδή ἕνας ἅγιος, ὅπως γνωρίζουμε ὅλοι, εἶναι διότι μέσω αὐτοῦ ὁ Θεός φανερώνεται μέσα στόν κόσμο: ὁ ἅγιος γίνεται τό κατάλληλο σκεῦος γιά νά ὑπάρξει σ᾽ αὐτόν ὁ Κύριος προσφέροντας ἔτσι πολλαπλῶς τήν χάρη Του στούς ἀνθρώπους. Στό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ μέ τόν πανηγυρικό πλ. α´ ὁ ὑμνογράφος καταγράφει: «Πόσο θαυμαστά εἶναι τά ἔργα Σου, Χριστέ! Ανέδειξες στούς ἔσχατους χρόνους ὡς θαυματουργό τόν ἱεράρχη Σου ᾽Αθανάσιο». Κι εἶναι ἡ ἐπισήμανσή του αὐτή αὐτονόητη μέν, ὅμως κατεξοχήν βαρυσήμαντη. Διότι κατά τήν πίστη μας ὁ Θεός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού ἀναδεικνύει τούς ἁγίους Του. Καί τούς ἀναδεικνύει μέ τά σημάδια πού ἐπιτρέπει νά ἔχουν: τήν ἀφθαρσία καί τήν εὐωδία τῶν λειψάνων τους, τά θαύματα πού ἐπιτελοῦνται μέσω αὐτῶν καί ἐνόσω ζοῦν καί μετά θάνατον, τή δύναμη πού ἐκπέμπουν τά λείψανά τους – κυριολεκτικά ἀσπίδα καί δόρυ ταυτόχρονα κατά τοῦ ἀρχεκάκου πονηροῦ. ῾Ο ὑμνογράφος μάλιστα σέ ἔξαρση θεία εὑρισκόμενος γιατί εἶναι κι αὐτός μέτοχος τῶν θαυμασίων τοῦ ἁγίου θά πεῖ: «Καί οἱ αὐτόπτες τῶν θαυμάτων σου ζοῦν τώρα στήν ἐποχή μας: αὐτοί εἶναι οἱ μάρτυρες ὅτι σύ εἶσαι θαυματουργός, ἔνδοξε ᾽Αθανάσιε» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Γι᾽ αὐτό καί καλεῖ τούς πάντες σέ δοξολογία: «᾽Εμπρός  μέ ἱερούς ὕμνους ἄς καταστέψουμε τήν θεία Κάρα, πού ᾽ναι γεμάτη ἀπό εὐωδία καί ἀναβρύζει πάμπολλα θαύματα» (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος προβαίνει σέ συσχετισμούς γιά νά ἀναδείξει τή χαρισματική φυσιογνωμία τοῦ ἐκ Κερκύρας καταγομένου, ἀλλά στήν Γορτυνία τελικῶς καταλήξαντος ἁγίου ᾽Αθανασίου. Τόν σχετίζει ἀφενός μέ τόν μεγάλο Πατέρα καί οἰκουμενικό Διδάσκαλο ὁμώνυμό του ἅγιο ᾽Αθανάσιο ᾽Αλεξανδρείας, τόν «στύλον τῆς ᾽Εκκλησίας» καί «καθαιρέτην» τοῦ αἱρεσιάρχη  ᾽Αρείου, λέγοντας ὅτι ὄχι μόνο ἔχουν τό ἴδιο ὄνομα, ἀλλά καί τόν ἴδιο τρόπο ζωῆς. ῾Ο ἅγιος ᾽Αθανάσιος ὁ νέος δηλαδή εἶναι ἐφάμιλλος τοῦ μεγάλου ᾽Αθανασίου. Διότι καί ὁ δεύτερος ὅπως καί ὁ πρῶτος ἔγινε λαμπρό δοχεῖο τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «Ὅλοι οἱ εὐσεβεῖς σήμερα ἄς ἀνυμνήσουμε τόν ἱεράρχη, τόν ἐπώνυμο τῆς ἀθανασίας καί ἐφάμιλλο τοῦ μεγάλου ᾽Αθανασίου...ὁ ὁποῖος ἔγινε λαμπρό δοχεῖο τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι ἀκόμη: τόν θεωρεῖ διάδοχο τῶν ἀποστόλων ὄχι μόνο λόγω τῆς ἀρχιερωσύνης του, ἀλλά κυρίως λόγω τῆς κατ᾽ ἀλήθειαν ἴδιας ζωῆς του μέ ἐκείνους. «Διάδοχος ὤφθης  ἀ λ η θ ή ς, πάτερ ᾽Αθανάσιε, τῶν ἀποστόλων» (ἀπόστιχα ἑσπερινοῦ). Δέν διστάζει μάλιστα νά δεῖ στό πρόσωπό του μία προέκταση ἐπακριβή τοῦ μεγάλου ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν ἁγίου Παύλου, κυριολεκτικά ἕνα δικό του ἀποτύπωμα καί ἐκμαγεῖο. «᾽Εκμαγεῖον τοῦ σκεύους τῆς ἐκλογῆς ἀνεδείχθης, ἱερώτατε» (αἶνοι). Κι ὄχι ἄδικα. Διότι καί ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο «τήν πίστη κράτησε, τόν δρόμο τόν ἔφτασε στό τέλος, καθώς ἀγωνίστηκε τόν καλόν ἀγώνα. Διότι ποιμαίνοντας καί παλεύοντας καί δουλαγωγώντας τό σαρκικό φρόνημα ἔγινε τά πάντα σέ ὅλους, γιά νά κερδίσει τούς πάντες» (λιτή).

Κατά συνέπειαὅπως καί  ἀπόστολος Παῦλος ἔβλεπε ὅτι μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ ζοῦσε ᾽Εκεῖνος μέσα στήν ὕπαρξή του («ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»), κατά τόν ἴδιο τρόπο καί  ᾽Αθανάσιος ἔβλεπε ᾽Εκεῖνον νά ζεῖ μέσα σ᾽ αὐτόνγιατί ἀκολουθοῦσε ἐπακριβῶς τά ἴχνη τοῦ Κυρίου: «᾽Ακολουθώντας τά ἴχνη σουΚύριεἀποθέωσε μέ τίς ἀρετές τό πνεῦμα καί τό σῶμα» (Δοξαστικό ἑσπερινοῦ). Γι᾽ αὐτό καί κύριο γνώρισμα τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ θυσιαστική ἀγάπη του πρός τούς ἀνθρώπους σάν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. «Καί τόν Σωτῆρα μιμούμενος, ὑπέρ τῶν προβάτων τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐτίθει» (Λιτή). Καί πρέπει πάντοτε νά τό θυμόμαστε:  ἐκεῖνο πού ἀποδεικνύει ὅτι ὄντως ἕνας ἅγιος εἶναι ἅγιος ὡς ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη τήν ὁποία ἔχει πρός τούς ἀδελφούς συνανθρώπους του. ῎Αν μέ ἄλλα λόγια ἡ κάθε ἀσκητική διαγωγή του  δέν καταλήγει στήν ἀγάπη, δέν ἔχει ἰδιαίτερο νόημα. Γιατί ἀσκήσεις καί δουλαγωγήσεις τοῦ σώματος βρίσκουμε καί ἐκτός τῆς χριστιανικῆς πίστεως σέ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκειῶν. ᾽Ασκήσεις ὅμως πού κατανοοῦνται ὡς μέσα ἀποκτήσεως τῆς καθαρῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης μόνο στήν χριστιανική πίστη. Κι ὁ ἅγιος ᾽Αθανάσιος εἶχε πλήρη ἐπίγνωση τῆς σκοποθεσίας αὐτῆς. «῾Υπέρ ἄνθρωπον οἱ ἀγῶνες του καί οἱ πυκνές ἀσκήσεις του». ᾽Αλλά «γιά νά διαφυλάξει ἄσπιλο τόν πολύτιμο καί ἰσάγγελο χιτώνα τῆς παρθενίας του, ὥστε νά κραυγάζει πάντοτε στόν Κύριο ὅτι κόλλησε ἡ ψυχή του πίσω ἀπό Αὐτόν» (λιτή).

῎Οχι μόνο ἡ Γορτυνία, ὄχι μόνο ὁ τόπος τῆς καταγωγῆς του ἡ Κέρκυρα, ἀλλά κάθε τόπος ὅπου γῆς ἔχει προστρέχοντα στά προβλήματά του τόν ἰσάγγελο ἅγιο ᾽Αθανάσιο τόν νέο. ᾽Ιδίως ὅμως οἱ ῞Ελληνες μποροῦμε εὔκολα νά ἔχουμε πρόσβαση στά ἅγια καί χαριτόβρυτα λείψανά του. ῾Η Μονή τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου πού τά διαφυλάσσει μᾶς ἑλκύει σάν μαγνήτης. ᾽Εκεῖ εἶναι τό κέντρο τῆς πανηγύρεως. Καί γι᾽ αὐτό ἀφενός προσευχόμαστε ὁ Κύριος νά διαφυλάσσει τήν Μονή καί τούς Πατέρες της, ἀφετέρου εἴτε νοερῶς εἴτε ἐν σώματι ἐπιθυμοῦμε νά βρεθοῦμε ἐκεῖ.  «Μέ σκιρτήματα ἐπιτελεῖ τή φαιδρά πανήγυρη ὡς ἱερή πανδαισία ἡ Μονή τοῦ Προδρόμου, σοφέ ᾽Αθανάσιε. Γιατί κατέχει στά σπλάχνα της τήν δική σου πάντιμη καί θεοβράβευτη Κάρα καί ἀνυμνεῖ τούς ἐνάρετους ἀγῶνες σου. Γι᾽ αὐτό καί φύλαγέ την» (κάθισμα ὄρθρου).

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΝΙΑ

«Αυτός ο απόστολος του Κυρίου, αφού διέτρεξε σαν να είχε φτερά όλη την οικουμένη, ξερίζωσε εκ βάθρων κάθε πλάνη με το κήρυγμά του γιά τον Χριστό, έχοντας ακόλουθό του και την υπερθαύμαστη Ιουνία, η οποία είχε νεκρωθεί ήδη για τον κόσμο και ζούσε μόνο για τον Χριστό. Αποτέλεσμα της δράσης τους αυτής ήταν να ελκύσουν στη γνώση του Θεού πολλούς ανθρώπους, προκαλώντας έτσι την καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών. Όπου πήγαν οικοδόμησαν  θείες εκκλησίες, αποδίωξαν από τους ανθρώπους ακάθαρτα πνεύματα και θεράπευσαν ανίατα πάθη. Στο τέλος, ως άνθρωποι, έφυγαν από τη ζωή αυτή. Αυτούς τους αποστόλους τους θυμάται ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του. ῾Χαιρετήστε – λέγει – τον Ανδρόνικο και την Ιουνία τους συγγενείς μου, οι οποίοι και πριν από εμένα έγιναν χριστιανοί’».

Η συγγένεια του αποστόλου Παύλου προς τους σήμερα εορταζομένους αποστόλους Ανδρόνικο και Ιουνία, όπως και η πριν από αυτόν ένταξή τους στην Εκκλησία ως μέλη Χριστού, είναι από τα σημεία που θίγει έντονα ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ, διότι τα βλέπει να προβάλλονται από τον ίδιο τον Παύλο ως αποδεικτικά της σπουδαίας θέσης αυτών στην Εκκλησία. Ο απόστολος Παύλος δηλαδή μνημονεύοντας ιδιαιτέρως τους αγίους Ανδρόνικο και Ιουνία στην προς Ρωμαίους επιστολή δείχνει ότι πρόκειται περί αποστόλων που κατέχουν επίσημη θέση στην Εκκλησία. «Σας επισήμους πράγματι μεταξύ των Αποστόλων ο μακάριος Παύλος σας ανακηρύττει στην Εκκλησία, μακάριοι» (ωδή ε´). «Σε τιμάμε τώρα, μαζί με τον Παύλο, εμείς που μαζευτήκαμε με πίστη, Ανδρόνικε, ως συγγενή του Παύλου, που έγινες μαθητής του Χριστού και πριν από αυτόν» (ωδή ε´). Κι είναι ευνόητο: αν ένας μέγας άγιος και μέγας απόστολος σαν τον απόστολο Παύλο εκθειάζει κάποιους, σημαίνει ότι αυτοί οι κάποιοι δεν είναι τυχαία πρόσωπα. Μόνον ένας άγιος με οξυμμένα τα πνευματικά κριτήριά του μπορεί να βλέπει την πνευματική κατάσταση των άλλων, όπως εν προκειμένω ο Παύλος για τους Ανδρόνικο και Ιουνία. Ο ίδιος ο απόστολος Παύλος το έχει πει: «ο πνευματικός πάντα ανακρίνει, αυτός δε υπ᾽ ουδενός ανακρίνεται». Ο πνευματικός άνθρωπος, αυτός δηλαδή που έχει το Πνεύμα του Θεού, μπορεί να διακρίνει και να ελέγχει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί από οποιονδήποτε μη πνευματικό. Αυτό λοιπόν τονίζει και ο άγιος Ιωσήφ: «Ο θείος απόστολος Παύλος, εκθειάζοντάς σας λαμπρότατα με θεϊκούς επαίνους, προβάλλει στους πιστούς τη γενναιότητά σας, λέγοντας ότι αποδειχτήκατε μαθητές του Θεού Λόγου πριν από αυτόν και συγγενείς του ίδιου» (στιχηρό εσπερινού). 

Η σεβαστική αυτή στάση του αποστόλου Παύλου προς τους συγγενείς του αγίους Ανδρόνικο και Ιουνία, στάση που προεκτείνεται και σε όλο το πλήρωμα πια των πιστών,  προφανώς οφείλεται αφενός στο γεγονός ότι οι άγιοι αυτοί απόστολοι υπήρξαν πράγματι άγιοι ως «του Λόγου υπήκοοι» (στιχηρό εσπερινού), αφού «όλες τις κινήσεις του νου τους τις κατεύθυναν με χαρά στην εφαρμογή των θελημάτων του Θεού» (ωδή α´) – αυτός είναι ο άγιος: ο πιστός που ολόκληρο τον εαυτό του τον αναφέρει στον Θεό και στην τήρηση του αγίου θελήματός Του - αφετέρου στο γεγονός ότι ο Ανδρόνικος, αλλά και η Ιουνία ασφαλώς «αξιώθηκε να δει, με τον αγώνα του να νεκρώσει τα αμαρτωλά φρονήματά του, τη ζωή των ζώντων, δηλαδή τον Χριστό τον Θεό μας ως άνθρωπο επί της γης» (ωδή γ´), όπως και υπήρξαν μέτοχοι της φωτιάς του αγίου Πνεύματος που έπνευσε και σ᾽ αυτούς κατά την Πεντηκοστή, φωτιά που περιέφεραν έπειτα στην άσκηση της ιεραποστολικής διακονίας τους. «Έγινες πυρίπνοος του θείου Πνεύματος με την καθαρή διάνοιά σου, απόστολε, περιφέροντας τη θέρμη της φωτιάς αυτής και φλέγοντας το αγκάθι της πλάνης» (ωδή γ´).

Οι εκτιμήσεις του αγίου Ιωσήφ ότι οι άγιοι «νέκρωσαν τα αμαρτωλά φρονήματά τους για να δουν τον Χριστό» και ότι «περιέφεραν τη θέρμη της φλόγας του Παρακλήτου» έχουν ιδιαίτερη σημασία και για τη δική μας ζωή. Κανείς δηλαδή δεν μπορεί να δει τον Χριστό, όχι βεβαίως «σαρκοφόρον επί γης», αλλά εν Πνεύματι αισθητά στην καρδιά του, αν δεν κάνει έναν αγώνα, ασφαλώς με τη χάρη του Χριστού και μέσα στην Εκκλησία,  για νέκρωση του αμαρτωλού φρονήματός του, διότι «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν», όπως και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι πράγματι έλαβε αυτόν τον Χριστό μέσα του, αν δεν βρίσκεται σε θερμότητα η καρδιά του, ως προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Παγωμένη καρδιά, δηλαδή καρδιά που δεν έχει αγάπη, συνεπώς θέρμη αγίου Πνεύματος, έστω κι αν υπάρχει ομολογία πίστεως, δεν έχει και Χριστό. Ο Χριστός βρίσκεται πάντοτε και μόνον εκεί που περιφέρεται η θέρμη της φλόγας του Πνεύματος του Θεού, η ζωντανή αγάπη.