Α. Τήν τελευταία Ε΄ ἑβδομάδα τῆς Σαρακοστῆς, πρό τῆς
Μεγάλης Ἑβδομάδας, ἡ ᾽Εκκλησία μᾶς κτυπᾶ γιά ὕστατη φορά τό ῾καμπανάκι᾽ τῆς
σωτηρίας μας. Μᾶς καλεῖ, ἔστω καί τώρα, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή, νά
μετανοήσουμε. Νά μήν ποῦμε ὅτι ῾τώρα πιά πέρασε ὁ καιρός, δέν γίνεται τίποτε᾽!
Καί τό κάνει αὐτό ἡ ᾽Εκκλησία προβάλλοντας ἕνα πρόσωπο πού βίωσε συγκλονιστικά
τή μετάνοια καί γι᾽ αὐτό θεωρεῖται πρότυπο αυτής: τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία!
Μέ τά ἴδια λόγια μάλιστα τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας: «᾽Ετάχθη ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας σήμερον, ἐγγίζοντος ἤδη
τοῦ τέλους τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, πρός διέγερσιν τῶν ραθύμων καί ἁμαρτωλῶν εἰς
μετάνοιαν, ἐχόντων ὑπόδειγμα τήν ἑορταζομένην ἁγίαν».
Β. Μικρή ἀναφορά στό βίο τῆς ὁσίας καί μερικές
παρατηρήσεις πάνω σ᾽ αὐτόν θά μᾶς πείσουν ἀπολύτως γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές.
«Ἡ ὁσία Μαρία ὅταν ἦταν δωδεκαετής, ξέφυγε ἀπό τούς γονεῖς της καί πῆγε στήν ᾽Αλεξάνδρεια, ὅπου ἔζησε βίο ἄσωτο 17 ὁλόκληρα χρόνια. ῎Επειτα ἀπό περιέργεια κινούμενη, πῆγε μέ πολλούς ἄλλους προσκυνητές στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά παρευρεθεῖ στήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. ᾽Εκεῖ ὅμως ἐπιδόθηκε καί πάλι σέ κάθε εἶδος ἀκολασίας καί ἁμαρτιῶν καί ἔσυρε πολλούς στό βυθό τῆς ἀπωλείας. Ὅταν ὅμως θέλησε νά μπεῖ στήν ᾽Εκκλησία, τήν ἡμέρα πού ὑψωνόταν ὁ Σταυρός, αἰσθάνθηκε τρεῖς καί τέσσερις φορές κάποια ἀόρατη δύναμη νά τῆς ἐμποδίζει τήν εἴσοδο, ἐνῶ τό πλῆθος τοῦ λαοῦ εἰσερχόταν ἀνεμπόδιστα στό ναό. Πληγώθηκε στήν καρδιά ἀπό τό γεγονός κι ἀποφάσισε νά ἀλλάξει ζωή καί νά ἐξιλεώσει στό ἑξῆς τόν Θεό μέ τή μετάνοιά της. Γύρισε λοιπόν καί πάλι στήν ᾽Εκκλησία μέ τήν ἀπόφαση αὐτή, ὁπότε μπῆκε εὔκολα μέσα. Προσκύνησε τό Τίμιο Ξύλο καί ἀναχώρησε τήν ἴδια ἡμέρα ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Πέρασε τόν ᾽Ιορδάνη καί μπῆκε στά ἐνδότερα τῆς ἐρήμου, ὅπου κι ἔζησε ἐκεῖ ἐπί 47 χρόνια. Τά χρόνια αὐτά ἦταν γιά τήν Μαρία χρόνια σκληρότατης καί ὑπέρ ἄνθρωπον ἄσκησης, χρόνια προσευχῆς στόν Θεό. Στά τέλη τῆς ζωῆς της συνάντησε κάποιο ἐρημίτη, Ζωσιμᾶ τό ὄνομα, στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε ὁλόκληρη τή ζωή της καί τόν παρακάλεσε νά τῆς φέρει τά ἄχραντα μυστήρια γιά νά κοινωνήσει. Αὐτό ἔγινε τό ἐρχόμενο ἔτος, τή Μεγάλη Πέμπτη. Ὅταν τήν ἑπόμενη χρονιά ξανάρθε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, βρῆκε τή Μαρία νεκρή, ἐνῶ δίπλα της ἦταν γραμμένα τά ἑξῆς λόγια: ῾᾽Αββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψε ἐδῶ τό σῶμα τῆς ἄθλιας Μαρίας. Πέθανα τήν ἴδια ἡμέρα, κατά τήν ὁποία κοινώνησα τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Νά εὔχεσαι γιά μένα᾽».
Γ. 1) ᾽Εκεῖνο πού ὁδήγησε τήν Μαρία στά Ἱεροσόλυμα δέν ἦταν κάποιος εὐλογημένος πόθος ἐπίσκεψης καί προσκύνησης τῶν Ἁγίων Τόπων. Κίνητρό της ὑπῆρξε κάτι πολύ πεζό καί ἀξιοκατάκριτο: ἡ περιέργεια. Καί μάλιστα μία περιέργεια πού συνδέθηκε μέ τήν άκόλαστο τρόπο ζωής της. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπίσκεψή της στήν ἁγία Πόλη δέν εἶχε κανένα μεταφυσικό βάθος. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἦταν μιά εὐκαιρία νά ῾σπάσει᾽ ἀπλῶς τή ρουτίνα τῆς ζωῆς της, κάτι πού ἀσφαλῶς ἐκμεταλλεύτηκε καί ὁ ἀρχαῖος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πονηρός, πού τήν ἔσπρωξε στήν ἐπέκταση τῆς ἁμαρτωλῆς δραστηριότητάς της. Κι ὅμως! Κι αὐτήν ἀκόμη τήν κατάσταση ἀξιοποιεῖ ὁ πανάγαθος Θεός. Βρίσκει τήν εὐκαιρία νά τήν καλέσει σέ μετάνοια μ᾽ ἕνα ἰδιαίτερα προσωπικό γι᾽ αὐτήν τρόπο. Χωρίς νά τή ρεζιλέψει, χωρίς ν᾽ ἀποκαλύψει τήν ἀθλιότητα τῆς ζωῆς της – ουδέποτε, σημειώνουν οι άγιοί μας, φαίνεται στην Αγία Γραφή ο Θεός να αποκαλύπτει, προκειμένου να τον ρεζιλέψει, την αμαρτία του ανθρώπου - τήν κάνει νά συνειδητοποιήσει τήν ἄβυσσο τῆς κατάντιας της. Καί πράγματι, ἡ μέθοδος τοῦ Θεοῦ ἐπιτυγχάνει. Ἡ Μαρία μετανοεῖ. ῾Η πρώτη μας παρατήρηση λοιπόν ἀφορᾶ στήν ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τά πάντα ἀπό τή ζωή μας ἀξιοποιεῖ ὁ Θεός, γιά νά μᾶς κάνει νά ριχτοῦμε στήν ἀγκαλιά Του. Διότι εἶναι ὁ Πατέρας μας!
2) Μία δεύτερη παρατήρηση ἀναφέρεται σ᾽ ἕνα φαινομενικά παράδοξο: ὁ Θεός κλείνει
τήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ μόνο στή Μαρία. Γιατί παράδοξο; Διότι ὁ Θεός μέ τήν ᾽Εκκλησία
Του δέχεται κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο κοντά Του. «Τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω» εἶπε ὁ Κύριος (᾽Ιωάν. 6, 37). Ὁ Κύριος ἦλθε στόν κόσμο ἀκριβῶς
γι᾽ αὐτό: νά καλέσει τούς ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια. Κάθε λοιπόν ἁμαρτωλός πού
πλησιάζει τόν Θεό καί τήν ᾽Εκκλησία, γίνεται ἀπό Αὐτόν ἀποδεκτός. ῎Αλλωστε στήν
᾽Εκκλησία ὅλοι ἔτσι προσερχόμαστε, ἤ τουλάχιστον πρέπει νά προσερχόμαστε: ὡς ἁμαρτωλοί
πού ἔχουμε ἀνάγκη σωτηρίας. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας ποτέ δέν κάνει τό
διαχωρισμό τῶν ἀνθρώπων σέ ἁμαρτωλούς καί μή ἁμαρτωλούς: ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε
ἁμαρτωλοί. «Πάντες
ἥμαρτον καί πάντες ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (ἀπ. Παῦλος). Πῶς ὅμως τότε ὁ Θεός ἔκλεισε τήν εἴσοδο γιά
τήν Μαρία τήν ἁμαρτωλή, πού προσερχόταν κοντά Του; Προφανῶς, διότι ἐρχόταν στό
ναό, χωρίς τή διάθεση νά ἔλθει κοντά Του. Ἡ Μαρία θέλησε δηλαδή νά μπεῖ στό
ναό, χωρίς μετάνοια, χωρίς ἀπόφαση ἀλλαγῆς γιά τή ζωή της. Κι ἡ ἀπαγόρευση αὐτή
λειτούργησε θετικά γιά τήν καλοπροαίρετη τελικῶς Μαρία. Τήν συγκλόνισε καί τήν ὁδήγησε
σέ μετάνοια.
Μόλις μετάνιωσε ὅμως, ἀμέσως ἡ εἴσοδος ἀνοίχθηκε καί γι᾽ αὐτήν. ῎Ετσι, βεβαίως ὁ Θεός καλεῖ τούς πάντες και ἀποδέχεται τούς πάντες, ὅσο ἁμαρτωλοί κι ἄν εἶναι, μέ μόνη ὅμως τήν προϋπόθεση νά μετανοήσουν. Καί τοῦτο γιατί μία σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, χωρίς μετάνοια, θά σημάνει τήν καταδίκη καί τήν ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός δέν προσφέρει τή χάρη Του μαγικῷ τῷ τρόπῳ. Ζητᾶ τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἐκφράζεται ὡς μετάνοια. Μή ξεχνᾶμε ἄλλωστε ὅτι καί ἡ κόλαση κάπως ἔτσι ὁρίζεται ἀπό τούς ἁγίους μας: ὡς σχέση μέ τόν Θεό, ἀλλά σέ κατάσταση ἀμετανοησίας, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σ᾽ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπο λειτουργεῖ ἀρνητικά, δηλαδή ὡς κόλαση. ῎Ετσι τό ἀντίδοτο γιά ὁποιαδήποτε ἁμαρτία μας, ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι, εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτή ἀποτελεῖ τό κλειδί πού μᾶς ἀνοίγει τήν εἴσοδο τοῦ Οὐρανοῦ.
3) Καί μία τρίτη παρατήρηση. Ὁ Θεός θέλησε νά πάρει τήν ὁσία Μαρία ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ὅταν ἐκείνη ὁλοκλήρωσε καί τελειοποίησε τή μετάνοιά της. Κι αὐτό ἔγινε μέ τήν ἐξομολόγησή της καί τήν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Εἶναι πράγματι συγκλονιστικό νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι γιά τήν Μαρία 47 χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς ἦταν χρόνια προετοιμασίας. Καθάρισε ὅσο ἦταν δυνατόν σ᾽ αὐτήν τόν ἑαυτό της. Ὑπερέβη τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες της. Κι ὅμως τό τέλειο - μέσα πάντα στά ἀνθρώπινα πλαίσια - ἦλθε μέ τήν ἐξομολόγηση καί τή θεία Κοινωνία. ᾽Απόδειξη: μόλις κοινώνησε, ἡ ψυχή της φτερούγισε στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της. Αὐτό βεβαίως σημαίνει, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὅτι ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά τελειοποιηθεῖ, νά θεωθεῖ κατά πιό θεολογική ὁρολογία, ἄν δέν συμμετάσχει στή δραστική χάρη τῶν μυστηρίων τῆς ᾽Εκκλησίας καί μάλιστα τῆς θείας Εὐχαριστίας - ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι θέμα αὐτοδυναμίας του, ἀλλά συνεργασίας του μέ τήν παντοδύναμη χάρη τοῦ Θεοῦ.